Παρασκευή, Απριλίου 28, 2006

Ξεφτίλα σε δόσεις


Λιώμα ο Μιχαλάκης, κλινικά νεκρός. Δεύτερο πάτωμα-γιαπί, με το γκάνι καρφωμένο στο μπράτσο, να ταλαντεύεται, σα βελάκι σε στόχο. Μάτι-κόκαλο, σάλια ξεραμένα στις άκρες των χειλιών. Σκατά ο Μιχαλάκης, 7 και κάτι, απόγευμα Τρίτης -ο κόσμος να ψωνίζει αμέριμνα στο super market, δίπλα στην οικοδομή.

Ήτανε καλό και ντροπαλό παιδί στο σχολείο ο Μιχαλάκης. Ήτανε και λίγο χοντρός συνάμα –έπεφτε η σχετική καζούρα, όσο να πεις. Ειδικά την περίοδο με τα σπυριά, του είχε κολλήσει το παρατσούκλι «Βεζούβιος». Θα πεις, μόνο ο Μιχαλάκης ήταν χοντρός με σπυριά; Όχι. Αλλά ο Μιχαλάκης ήταν εύκολος στο δούλεμα.

Στην Τρίτη Λυκείου διάβασε πολύ για τις Πανελλαδικές –φιλότιμο παιδί ο Μιχαλάκης, αλλά δεν του έκοβε για παραπάνω. Μαλακίες λέω, οι Πανελλαδικές δεν ήταν ποτέ θέμα μυαλού. Θέληση ήταν και φυτοποίηση. Είσαι φυτό παιδί μου; Έχεις παπαγαλίσει το βιβλίον; Θα περάσεις. Είσαι έστω απατεωνάκος; Με τα σκονάκια σου και τα σχετικά σου; Ή μήπως είσαι εξυπνάκιας που μπορεί να το κοροϊδέψει το παιχνίδι και να πάρει έξτρα μπάλα κάνωντας κουνήματα στο φλιπέρι; Θα περάσεις. Ο Μιχαλάκης πάντως δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Και δεν πέρασε.

Οι γέροι του είπαν να το σπουδάσουν το παιδί –μην καταλήξει μπετατζής ή υδραυλικός και χεστεί στο (ανυπόληπτο) τάλιρο. Τον έστειλαν, λοιπόν, σε μια σχολή Marketing μπας και ανοίξει super market. Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, με έδρα την Καλλιθέα, μέσα στη χλιδή ο Μιχαλάκης. Τότε άρχισε να συχνάζει και στο μαγαζί του Μπιλ του Χοντρού, εμείς πηγαίναμε από το Γυμνάσιο, αλλά ο Μιχαλάκης ντρεπόταν –δεν τον άφηναν και οι γέροι να σουλατσάρει άσκοπα. Είχε μάθει που λες και την ορολογία, όλο για Γκαντ και Περθ μας κοπάναγε ο Μιχαλάκης κι ο Μπιλ φόρτωνε, γιατί ένα φεγγάρι που έκανε στα καράβια είχε ξεπέσει στο Περθ της Αυστραλίας και τον είχαν κάνει ασήκωτο από το ξύλο κάτι Νορβηγοί, τι τα ψάχνεις τώρα.

Δεν τον κάναμε και πολύ παρέα το Μιχαλάκη –όχι ότι μας ενοχλούσε το παιδί, αλλά καταλαβαίνεις τώρα. Εμείς ήμασταν αλλού εκείνες τις εποχές –ήταν και κλειστή η παρέα, απέξω ο Μιχαλάκης, τι θα πει δηλαδή που είχαμε καπνίσει τα τσιγάρα μας στο «καπνιστήριο» του Λυκείου. Είδε που δεν κόλλαγε με τη μαλακισμένη σνομπαρία μας το παιδί και βρήκε άλλες παρέες. Για την ακρίβεια, έμπλεξε, όπως λένε και οι νοικοκυραίοι, με τον Ιντζέ (Γιώργος το όνομα, αλλά μας είχε κολλήσει το τεμαχισμένο επώνυμο). Ο οποίος Ιντζές ήταν κλεφτρόνι περιωπής –αλλά καλό παιδί. Αρκεί να μην του άφηνες πορτοφόλι σε κοινή θέα.

Ερχόταν στου Μπιλ όταν έκανε κοπάνες από το Αϊόβα της Καλλιθέας ο Μιχαλάκης. Έφερνε και τους φίλους του –κάτι σκατόφλωρους παρέα με χαζογκόμενες που αλληθώριζαν για τα τατουάζ του Ιντζέ. Εμείς αυτά δεν τα γουστάραμε, δε λέγανε μία κιόλας οι γκόμενες, κάτι χοντρές, υστερικές –τέλος πάντων, του κόψαμε τον αέρα του Μιχαλάκη. Δε γίνεται ρε συ να έρχονται τα φλωράκια στου Μπιλ και να ζητάνε χαμ εντ τσιζ –έμφραγμα θα πάθει ο Χοντρός, εντάξει; Εσύ, φίλος είσαι, με θητεία στο «καπνιστήριο» και (μεμονωμένες έστω) παρουσίες στη 16, το ναό της γυμνασιακής κοπάνας. Αλλά οι υπόλοιποι, τι τους κουβαλάς και μας ξενερώνουν;

Κάπου εκεί, τον τσίμπησαν οι μπάτσοι το Μιχαλάκη. Πήγε να ανοίξει ένα περίπτερο μαζί με τον Ιντζέ και στράβωσε η δουλειά. Τώρα, γείτονας τους κάρφωσε, κατά τύχη πέρναγε το περιπολικό από την γειτονιά, ποιος να ξέρει. Το γεγονός είναι ότι τους μπουζουριάσανε και τον μουρλάνανε στη φάπα το Μιχαλάκη. Είχε έναν ασφαλίτη πάνω από το κεφάλι του και μια λευκή σελίδα κάτω από τη μύτη του. Του ζήτησαν να γράψει όσες κλοπές είχε κάνει. Κάθε που σταμάταγε, άρχιζε το ξύλο. Τι να κάνει κι ο Μιχαλάκης; Έπιασε και έγραφε «αναλυτικά και καταλεπτώς» πως είχε κλέψει μια ΜΑΣΤΙΧΑ ΧΙΟΥ, ένα ΖΑΚΟΥΛΑ, ένα ΤΑΡΑΤΑΤΑ, μια ΙΟΝ (αμυγδάλου) –μέχρι για τις Καρυάτιδες θα έγραφε το παιδί, αν δεν βαριόντουσαν να το κοπανάνε οι μπάτσοι.

Όταν τον άφησαν με αναστολή φαινόταν διαφορετικός ο Μιχαλάκης. Θέλεις που είχε χάσει κιλά, θέλεις η αύρα του παράνομου –πιο μάγκας μας φάνηκε, αγριεμένος και έμπειρος. Του κάναμε, το λοιπόν, επίθεση φιλίας. Είχαμε και τύψεις οτι μπορεί να φταίγαμε –στο κλάσιμο το είχαμε πριν το παιδί. Είχε γίνει αλλιώτικος όμως ο Μιχαλάκης. Αφού, να φανταστείς, μέχρι και σαμπάνια του άνοιξε ο Μπιλ στα γενέθλιά του, μια ξεθυμασμένη Καϊρ και μετά την άδειασε στον κουβά του σφουγγαρίσματος –μοίρασε και καλαμάκια να την ρουφήξουμε παρέα –μιλάμε για τιμή μεγάλη, αλλά ο Μιχαλάκης ούτε ευχαριστώ δεν είπε. Από την άλλη, ο Ιντζές, όλο χαρές και γέλια –άρπαξε και το ρολόι μιας φιλομαθούς γκόμενας, μας κέρασε και ένα τρίφυλλο –λες και γιορτάζαμε τα δικά του γενέθλια, ο μαλάκας.

Να μην στα πολυπρήζω, έμπλεξε με τα χημικά ο Μιχαλάκης. Εύκολο ήταν να τα βρεις, την τέχνη του μπουκαρίσματος την είχε φοιτήσει δίπλα στον Ιντζέ –έμπαινε στα Φαρμακεία ο Μιχαλάκης και δεν άφηνε αντιβηχικό, ούτε υπνωτικό. Μας έδινε κι εμάς, άμα χρειαζόμασταν να σπιντάρουμε για κανένα ντου, τζαμπατζήδες σε τίποτα συναυλίες, σε καμιά φάση με βάζελους, χανούμια ή μπάτσους ασπιδάτους –συνηθισμένα πράγματα για την εποχή. Και τριπάκια έβρισκε ο Μιχαλάκης –μια φορά μας κέρασε και χάσαμε τον κόσμο για την υπόλοιπη νύχτα. Οι μισοί μάζευαν ξύλα στην πλατεία για τον βαρύ χειμώνα και οι υπόλοιποι έκαναν τα πουλιά στα μπαλκόνια. Ένας μάλιστα, το έκοψε με τα πόδια να πάει, λέει, στην Ινδία, να συναντήσει το κάρμα του. Τον βρήκαμε το άλλο πρωί, αφυδατωμένο, έξω από μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων -20 χιλιόμετρα είχε κάνει ο ηλίθιος.

Μετά ήρθε η πρέζα. Κι ο Μιχαλάκης την περίμενε –έτοιμος από καιρό, πιστός στο ραντεβού, με μια χρόνια φοβία για τις βελόνες να του προξενεί νευρικά τικ. Δεν ξέρω ούτε πότε, ούτε από ποιόν. Οι παρέες παρτούζα ήταν τότε. Ξεκίναγες να πιεις ένα ποτό και ξημερωνόσουν σε άγνωστα σπίτια ή σε γνωστές παραλίες με περίεργους τύπους. Ήταν τότε που το Περιστέρι έκανε την ξακουστή επέλαση και βάλθηκε να κατακτήσει την Αθήνα. Γέμισε ο τόπος από αγριεμένα παιδιά με μακριά μαλλιά και δίμετρους ροκαμπιλάδες με πειραγμένες BMW προπολεμικές. Άνοιξαν τα σύνορα, με λίγα λόγια και μάθαμε τα στέκια ενός καινούργιου κόσμου. Μεγάλωσε η Αθήνα και χάσαμε επαφή –ούτε κατά τύχη δεν πετύχαινες γνωστή φάτσα. Καινούργιες μούρες, τον χάσαμε το Μιχαλάκη –όταν τον ξαναβρήκαμε ήταν πρεζάκι με πτυχίο.

Άλλαξε τελειωτικά το παιδί ο Μιχαλάκης. Στη σχολή δεν πατούσε πλέον –μας το είπε ένας από τους φλώρους της παρέας του, που τον πετύχαμε στο γήπεδο. Από το σπίτι περνούσε μονάχα για τα απαραίτητα (ρούχα, μπάνιο, χαρτζιλίκι) –στα πόδια του έπεφτε κάθε φορά η γριά του, βλαστήμαγε ο γέρος, στ’ αρχίδια του ο σίφουνας Μιχαλάκης. Τον βλέπαμε και με κάτι μυστήριους, πεινασμένες φάτσες, υφάκι απαξιωτικό και θολούρα στο μάτι. Εμείς δεν τους γουστάραμε, αλλά ο Μιχαλάκης ήταν δικός μας άνθρωπος. Κι ας πεταγόταν σαν ξυπνητήρι γιατί είχε αργήσει στο ραντεβού και όλο κοίταζε την πόρτα –ανήσυχος και σβούρα στους ξύλινους πάγους του Μπιλ.

Πέρασε όλες τις φάσεις στην πρέζα ο Μιχαλάκης. Ξεκίνησε με το «δοκιμάζω, σιγά μην κολλήσω». Η μοναδική φάση που η πρέζα είναι ωραία. Για την ακρίβεια, η μοναδική στιγμή. Το πρώτο σουτάρισμα. Η αναμονή αγκαζέ με τον φόβο, το μούδιασμα κολλητά με τη ζέστη που μετατρέπει τα κόκαλα σε ζελέ. Καλή φάση. Την ξέραμε, άλλοι από προσωπική εμπειρία –κάποιοι από την προσωπική εμπειρία άλλων.

Κατέβηκε έπειτα στη στάση «ψάχνω την πρώτη φορά» ο Μιχαλάκης. Εκεί που ο σταθμός είναι κρύος και υγρός. Το πράμα είναι κομμένο και η αίσθηση μοναχική. Σα να τραβάς μαλακία από τηλεοπτική τσόντα –πάνω στο καλύτερο πέφτουν οι διαφημίσεις. Και λες, δε γίνεται ρε πούστη μου, η παρτίδα φταίει και το ντηλέρι που την έκοψε. Δεν μπορεί να είναι τόσο τίποτα. Αυτά μας τα έλεγε ο Μιχαλάκης, όσο τζόγαρε τις τελευταίες του μάρκες στην παραμυθένια ρουλέτα .

Και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο λεωφορείο με τους άρρωστους. Σπασμένες φλέβες στα μπράτσα, η αναζήτηση της χαμένης αρτηρίας – στα πόδια, κάτω από τη γλώσσα, μέχρι δίπλα στα φρύδια και κάτω από τ’ αρχίδια έψαχνε για την καλή ο Μιχαλάκης. Ξεφτιλισμένος, ζήτουλας στο σπίτι της αμφίβολης άκρης, αναγκασμένος να γελάει με τα αστεία του καραγκιόζη-ντήλερ και να μαζεύεται σαν το δαρμένο σκυλί σε χρόνο μηδέν –ο αγώνας για να εξασφαλιστεί ένα ακόμα φιξάκι. Του τα χώναμε του μαλάκα. Δεν είσαι πρεζόνι ρε γελοίε. Στο κεφάλι σου μόνο είναι το κόλλημα. Για να αρρωστήσεις σωματικά χρειάζεται να σουτάρεις πολύ και συνεχώς –ένα γραμμάριο τη μέρα για ένα μήνα ρε παπάρα. Μας κοίταζε νευρικά. Εμείς είμασταν οι παπάρες. Δεν ξέραμε. Η πρέζα είναι ζωή ολόκληρη –της αφιερώνεσαι και παρακαλάς να ακουμπήσει για μια στιγμή τα παγωμένα της δάχτυλα στο κεφάλι σου. Αλλά που να καταλάβετε εσείς –έξω από το χορό, μαλάκες, αναλυτές της καρέκλας.

Τότε ήταν που τον ξανάπιασαν οι μπάτσοι, το Μιχαλάκη. Κάτι ακούστηκε για ένα κλεμμένο μηχανάκι, άλλοι είπαν για ένα στερεοφωνικό που προσπαθούσε να σπρώξει στη ζούλα –το γεγονός είναι πως τον μάγκωσαν μεσημεριάτικα, στη μέση της πλατείας. Διαπόμπευση σε κοινή θέα. Και πάλι από την αρχή –ο γνωστός ασφαλίτης και η αναπόφευκτη λευκή σελίδα. Μόνο που τώρα ήταν αλλιώς. Γιατί ο Μιχαλάκης κουβάλαγε μια καταδίκη με αναστολή και μια αρρώστια χωρίς αναστολή. Πας μέσα για κανα δυο χρονάκια αγορίνα και ξέχνα το κοκό. Έτσι υποθέσαμε πως του ξηγήθηκαν οι μπάτσοι –συνήθης τακτική. Ο Μιχαλάκης δεν μας είπε τίποτα, αλλά, μια βδομάδα μετά που τον μπουζουριάσανε, άρχισαν τα όργανα. Τσίμπησαν τον μυθικό Ιντζέ που απείχε, εκείνο το διάστημα, από τις παραγωγικές διαδικασίες, πιάσανε και δυο φίλους μας από την Α-ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ενεργούς σε καταλήψεις. Μέχρι έναν παλιό καθηγητή μας, πρώην ΚΚΕ, νυν διαγραμμένο κάλεσαν για ανάκριση.

Βγήκε βρώμα στην πιάτσα –χαφιές ο Μιχαλάκης. Οι παλιοί κουνάγανε το κεφάλι με νόημα, όλα τα πρεζάκια εκεί καταλήγουν. Χαφιές ο Μιχαλάκης; Έλα ρε, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν είχε δώσει ποτέ αφορμή το παιδί. Δικός μας ήταν –αποβολή στην Β’ Λυκείου, μαζί μας, γιατί αρνήθηκε να αλλάξει θρανίο, με εκείνη την καργιόλα τη φιλόλογο που ήθελε να μας βάλει όλους να κοιτάμε τοίχο, κοπάνες και ξύλο στο μαθητικό τουρνουά μπάσκετ, συμμετοχή στην κατάληψη της Γ’ Λυκείου, δε γίνεται να κάρφωσε ο Μιχαλάκης. Σε δυο βδομάδες ήταν έξω το παιδί –τον είδαν να κυκλοφορεί στην πλατεία και στις καφετέριες του κέντρου. Χαφιές ο Μιχαλάκης.

Μετά τον κάναμε πέρα τον άτιμο. Διακριτικά στην αρχή, απροκάλυπτα στη συνέχεια, με απειλές στο τέλος. Μέχρι κι ο Μπιλ πετάχτηκε φουριόζος από το μαγαζί και του φώναξε να μην ξαναπατήσει γιατί θα του σπάσει τα παΐδια. Όχι ότι σκόπευε το παιδί –από το απέναντι πεζοδρόμιο πέρναγε, αλλά ήταν να μην τα πάρει ο Μπιλ. Η στάμπα του χαφιέ τον ακολουθούσε, μόνη παρέα οι πρεζέμποροι –κατά τα λοιπά, νέκρα και απόρριψη. Γλίστραγε σαν το παγάκι ο Μιχαλάκης κι εμείς τινάζαμε, με αηδία, τη σκόνη του από τα υποκριτικά μπουφάν μας.

Κάπως έτσι βρέθηκε στο γιαπί ο Μιχαλάκης. Λιώμα, σκατά, κλινικά νεκρός. Με τη σύριγγα να ταλαντεύεται σα βελάκι σε στόχο. Είχε σκάσει μια καινούργια παρτίδα στην πιάτσα, καθαρή και ξάστερη σαν συνείδηση βρέφους. Γέμισε ονόματα το απουσιολόγιο των πρεζονιών. Συνηθισμένοι στην κομμένη δόση, σούταραν σαν παλαβοί και πέθαιναν σαν τις μύγες το χειμώνα. Φαίνεται ο κρατικός πρεζονόμος είχε αποφασίσει να συνταξιοδοτήσει πρόωρα την παλιά, καμένη, φουρνιά για να βγάλει καινούργιο προσωπικό στους δρόμους. Είχαμε και αλλαγή κυβέρνησης, θυμάμαι –έπρεπε οι άνθρωποι να βολέψουν καινούργιο κόσμο του κλάδου πρεζάκι-χαφιές.

Και το Μιχαλάκη θα τον χάναμε αν δεν ήταν ένας γεροντάκος, που του ήρθε κατούρημα, μετά τα ψώνια στο super market και ανέβηκε στην οικοδομή για να ξαλαφρώσει. Αυτός το βρήκε το παιδί, αυτός κάλεσε το 166, στο τσακ τον σώσανε με καρδιοτονωτικές. Έζησε ο Μιχαλάκης, κλάματα και μετάνοιες οι γέροι, έβαλε μυαλό το παιδί, μας έκοψε και την καλημέρα –δόξα τω Θεώ.

Μιας και μιλάμε για Θεό –εκεί ήταν η επόμενη στάση του Μιχαλάκη. Μετά από ένα εξάμηνο εγκλεισμού στο πατρικό. Κάτι ο πνευματικός της μάνας –ένας καλόγερος που βρωμούσε σκόρδο, λίγο ο πάτερ Ιωάννης, το έφεραν στον ίσιο δρόμο το παιδί. Εκκλησιασμός ανελλιπής, νηστείες και κήρυγμα, γνωρίστηκε με μια ψόφια, πρώην πρεζόνι, νυν μετανοημένη –έδεσε το γλυκό. Στο χρόνο πάνω παντρεύτηκαν, στο δίχρονο είχαν το πρώτο παιδί.

Δουλειά δεν έβρισκε ο Μιχαλάκης, πρεζόνι και κλεφτρόνι που να τον εμπιστευτείς, αλλά δεν μάσαγε κιόλας. Αραδιάσανε 5 παιδιά το ευλογημένο ζευγάρι, βγάλε τις νηστείες και τις προσευχές, το πήγαιναν πήδημα και γεννητούρια. Ο πνευματικός καταδίκαζε μετά βδελυγμίας την αντισύλληψη, η κοινωνία τιμωρούσε αμετάκλητα τους παραστρατημένους και η οικογένεια Μιχαλάκη λιμοκτονούσε με αυξητικές τάσεις. Έμεναν στοιβαγμένοι στο πατρικό που ρήμαξε μετά τον θάνατο της μάνας. Ζούσαν με τη σύνταξη του γέρου και τις ελεημοσύνες της ενορίας. Άμωμοι εν οδώ, αλληλούια.

Όποτε μας πετύχαινε στο δρόμο, σταματούσε για να μας χαιρετήσει ο κύριος Μιχαλάκης. Ευτυχής, με μακάριο, αγελαδίσιο βλέμμα, πάντα σε αναμονή καινούργιου βρέφους, κουρελής αλλά ευτυχής. Με μια σακούλα super market, τίγκα στα γάλατα και τα αποφόρια. Του γνωστού super market, τιμής ένεκεν.

Σε ένα σύντομο διάλειμμα αποφυλάκισης πετύχαμε και τον Ιντζέ. Είχε χοντρύνει ο μπουκαδόρος, ένα μπούγιο από χρυσές καδένες και κουμπιά πουκαμίσου έτοιμα να εκραγούν. Ήπιαμε κάποια ούζα για χάρη των παλιών καιρών, ήρθε η κουβέντα στο Μιχαλάκη. Κακία δεν κρατούσε ο μεγαλόκαρδος Ιντζές, καλό παιδί ήταν, μας είπε, φιλότιμο. Όλοι καρφώνουν στην ανάγκη, είναι να μη σε σφίξει η τανάλια, είπε ο Ιντζές. Καλό παιδί και αστείο, κρίμα που πέθανε. Δεν πέθανε ρε Ιντζέ, δυο στενά πιο κάτω ζει, στο πατρικό του, παντρεμένος με 6 παιδιά, περιμένει το έβδομο. Πέθανε, πέθανε, είπε ο φιλοσοφημένος Ιντζές πριν μας χαιρετήσει βιαστικός γιατί έπρεπε να δώσει το παρόν στο «οικείο αστυνομικό τμήμα». Πέθανε ρε μαλάκες, κρίμα το παιδί.

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι