Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα
2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
Κάτι ακούστηκε. Σαν κοφτός βήχας κι ένα σούρσιμο –οι τρίχες στο σβέρκο μου ορθώθηκαν. Κοίταξα ασυναίσθητα έξω από το παράθυρο για μια ακόμα φορά, ο κήπος άδειος, ήσυχος. Αυτό το κάτι δεν ξανακούστηκε κι ας τέντωσα τ΄αυτιά μου. Ίσως ήταν η ιδέα μου –ότι περιμένεις να συμβεί, συμβαίνει πρώτα στο μυαλό σου και κάποιες φορές μένει εκεί. Απλώνω το χέρι, τελευταία στιγμή θυμάμαι οτι είναι δικό της το ποτήρι με το νερό, τραβιέμαι πίσω.
«Να πάω να σου φέρω;» προθυμοποιείται.
Δεν έχω καμιά διάθεση για βόλτες μέσα σ΄αυτό το σπίτι, δεν πρέπει να τη χάσω από τα μάτια μου για όσο τουλάχιστον η κατάσταση παραμένει στάσιμη.
«Η συνέντευξη δεν πηγαίνει όπως περίμενες...» της λέω προσπαθώντας να γυρίσω την κουβέντα.
«Εεεε, όχι ακριβώς...» ψελλίζει.
Την καταλαβαίνω. Έλπιζε οτι θα έπαιρνε συνέντευξη από τον θρυλικό Πίβοτ, τον άνθρωπο των επιτυχιών, τον μεγαλοφυή, τον επιδραστικό –κι όχι από το μαλάκα τον μπασίστα του συγκροτήματος. Τι σπουδαίο έχει κάνει ο μπασίστας τόσα χρόνια; Κι όχι μόνο μετά τη διάλυση του συγκροτήματος αλλά και πριν –δεν υπάρχει τίποτα αξιομνημόνευτο που να σχετίζεται με την αφεντομουτσουνάρα μου.
«Ήταν δύσκολο το ξεκίνημά μας –κυρίως επειδή επιμέναμε σε ένα είδος μουσικής που προκαλούσε αντιπάθειες, ακόμα χειρότερα, σκοπός μας ήταν να δημιουργήσουμε αντιπάθεια. Και μίσος, θέλαμε να μας μισούν αυτοί από κάτω, τουλάχιστον όσο τους μισούσαμε κι εμείς...» σταματάω, τι διάολο με έπιασε και της τα λέω όλα αυτά;
«Μπορείς να τα ξαναπείς; Είχα κλειστό το κασετοφωνάκι», εκλιπαρεί.
Την περιμένω να το ξανανοίξει.
«Μετά την πρώτη, αποτυχημένη μας συναυλία αποφασίσαμε οτι έπρεπε να συνεχίσουμε το συγκρότημα κι έτσι περάσαμε ένα ολόκληρο καλοκαίρι προβάροντας τραγούδια. Δικά μας τραγούδια και τραγούδια άλλων –φτιάχναμε το μουσικό μας ύφος», σταματάω, την κοιτάζω.
«Προσδιόρισε αυτό το μουσικό ύφος αν θέλεις», μου ζητάει.
«Ήμασταν το Φάντασμα στη Μηχανή», ψιθυρίζω.
«Τι θα πει αυτό;» ζητάει να μάθει.
Η αίθουσα έχει βαριές κουρτίνες γεμάτες σκόνη, φτάνει ν΄ακουμπήσεις επάνω τους κατά λάθος για να καταλήξεις πιο άσπρος από τον Νοσφεράτου. Τριγυρνάνε ανάμεσα στα παιδιά που κάνουν φασαρία, βρίζουν και φωνάζουν –κανονικά απαγορεύεται το αλκοόλ εδώ μέσα, αυτή ήταν η συμφωνία με τον πάτερ Ιωάννη για να μας δώσει το Πνευματικό Κέντρο, αλλά τα παιδιά ρουφάνε μπύρες και μετά πετάνε τα μπουκάλια όπου βρουν. Κάποιοι πιο ψαγμένοι εμφανίζουν πλακέ μπουκάλια κονιάκ από τις κωλότσεπες ενώ οι φτωχομπινέδες προσπαθούν να γίνουν με καραφάκια ούζο.
«Θα το κάνουν πουτάνα εδώ μέσα», μου σφυρίζει ο Πίβοτ.
«Μαλακία –κι είναι καλό ανθρωπάκι ο παπάς», διαπιστώνω.
Καλό ανθρωπάκι που μας λυπήθηκε και μας έδωσε το Πνευματικό Κέντρο για συναυλία ή παλιοκαργιόλης που θέλει να ψαρέψει απ΄αυτούς που θα μαζέψουμε; Δεν έχουμε βγάλει ακόμα συμπέρασμα, το γεγονός είναι οτι η αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου έχει ήδη 100 άτομα κι αν συνεχιστεί έτσι η κατάσταση δεν θα προλάβουμε να παίξουμε –θα την έχουν γκρεμίσει πρώτα οι κανίβαλοι.
Οι πάνκηδες έχουν ξεκινήσει το κλωτσομπουνίδι δίπλα στα στημένα όργανα.
«Δεν πάμε πριν τα διαλύσουν όλα;» ζητάει το Μέταλλο.
Να πάμε –μια κουβέντα είναι. Επειδή θα πρέπει να ρίξουμε αμέτρητες αγκωνιές για να βγούμε μπροστά και δεν υπάρχει τίποτα εκεί πέρα να μας διαχωρίζει από τον κόσμο, μονάχα η ντραμς, οι θήκες με τα όργανά μας και ένας σωρός μπλεγμένα καλώδια.
Ο Πίβοτ φτάνει πρώτος, βγάζει την κιθάρα του και ψάχνει για βύσμα. Πίσω του περνάει το Μέταλλο, κάθεται στο σκαμνί και προσπαθεί να βολευτεί. Ο Γιωργάκης τεστάρει το μικρόφωνο, εγώ βολοδέρνω, από κάτω αρχίζουν τα γιούχα. Μετά το γυρνάνε σε ροχάλες, σε λίγο θα μας πετάνε τα μπουκάλια της μπύρας –δεν καταλαβαίνω. Αφού δε μας γουστάρουν τι ήρθαν να μας δουν; Χαμογελάω επειδή ξέρω οτι έτσι είναι –δε μας γουστάρουν, δεν τους γουστάρουμε –κανένας δεν γουστάρει κανέναν, μίσος, απέχθεια, αυτά μας τρέφουν.
«Είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή παλιοκουφάλες», ουρλιάζει ο Γιωργάκης δοκιμάζοντας το μικρόφωνο.
«Είσαστε της γιαγιάς σας το μουνί», απαντάει ένας πάνκης από μπροστά όσο ο διπλανός του μπουκώνεται μπύρα και τη φτύνει προς τον Γιωργάκη.
«Την επόμενη θα σε ξεσκίσω», του λέει ο Πίβοτ κι ο πάνκης ξεκαρδίζεται.
Είμαστε έτοιμοι, είμαστε αποφασισμένοι, νιώθουμε δυνατοί –κοιτάζουμε τον κόσμο μπροστά μας και ίσως να τον λυπόμασταν αν διαθέταμε τέτοια ταπεινά αισθήματα. Αλλά είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή και δεν έχουμε καιρό για πολυτέλειες.
«Δώσε», φωνάζει ο Πίβοτ στο Μέταλλο και μετά μπαίνουμε όλοι μαζί, κακοκουρδισμένοι, με τον Γιωργάκη να διπλώνεται αγκαλιάζοντας το μικρόφωνο.
Λέμε αυτό το δικό μας τραγούδι για έναν φίλο που πουλάει άσφαλτο σε μεταλλικά μπουκάλια κι όποιος το πιει ζει συνέχεια τον θάνατό του –είναι κάτι στίχοι του Γιωργάκη, πολύ παραστατικοί κι έχουμε φτιάξει έναν κοφτό, επαναλαμβανόμενο ρυθμό για να τους συνοδεύσουμε. Με λίγη καλή θέληση μπορείς και να το πεις μελωδικό αυτό το κομμάτι.
Οι πάνκηδες ησυχάζουν για λίγο, δεν έχουν και τίποτα πρόχειρο να πετάξουν –ακούνε. Όταν τελειώνουμε το κομμάτι κανένας δεν χειροκροτεί αλλά και κανένας δεν γιουχάρει. Περνάμε γρήγορα στο επόμενο –πάλι δικό μας –για μια γριά πουτάνα που νομίζει οτι αν την πηδήξει κάποιος θα γυρίσει πίσω ο χρόνος, είναι κάπως λυρικό και θλιμμένο αυτό το κομμάτι, τα παιδιά γελάνε όταν ακούνε τους στίχους. Εμένα μου αρέσει πολύ αυτό το κομμάτι, έχει μπάσο και ντραμς σκέτη νεκρώσιμη ακολουθία κι ο Πίβοτ παίζει πολύ όμορφες συγχορδίες, ο Γιωργάκης στην αρχή, όταν το πρωτοτραγούδαγε, πάθαινε πονοστόμαχο από την προσπάθεια να νιώσει την απελπισία της πουτάνας. Κι εκείνοι γελάνε αφύσικα, γελάνε επιδεικτικά –δεν υπάρχει τίποτα αστείο στο τραγούδι αλλά θέλουν να μας δείξουν οτι γελάνε μαζί μας.
Τους μισώ κι ο Πίβοτ που αγωνίζεται να ακουμπήσει το μελωδικό του ακόρντο πάνω στη μπασογραμμή μου τους μισεί επίσης. Μόνο ο Γιωργάκης δεν παίρνει είδηση, αυτός έχει τα δικά του –πάλι τον έπιασε πονοστόμαχος στο τελευταίο κουπλέ.
Κάνω δυο βήματα πίσω από την πλάτη του, πλευρίζω τον Πίβοτ.
«Να τους ξεσκίσουμε», λέω.
«Δεν θα καταλάβουν από που τους μπήκε», απαντάει ο Πίβοτ.
Τελειώνουμε με το πάσο μας το κομμάτι και ειδοποιούμε τους υπόλοιπους. Το Μέταλλο χαμογελάει, ο Γιωργάκης προσπαθεί να συνέλθει. Θα χρειαστεί δυνάμεις, επειδή έχει έρθει η ώρα του «Μπίλι», οπότε το Μέταλλο ξηγιέται έναν καταιγισμό, ο Πίβοτ σκύβει στο μικρόφωνο του Γιωργάκη και ρωτάει...
«Ξέρει κανείς σας για το Μπίλι;»
Και μετά αρχίζουμε να παίζουμε αυτή την τελευταία μανία του Πίβοτ, τους Κραμπς –δυο κομμάτια στη σειρά, πριν περάσουμε σε Μπάζκοκς και Σκρίμιν Λορντ Σατς –τα κομμάτια κολλητά να μη βγάζουν άκρη οι καργιόληδες, μόνο να χτυπιούνται και να βιδάρουν σαν αυτιστικοί. Ο Γιωργάκης ιδρώνει, ο Πίβοτ κάνει την πάπια α λα Τσακ Μπέρι χορεύοντας με την κιθάρα ακριβώς από πίσω του. Στο σερί κολλάμε και δυο δικά μας κομμάτια, τη «Δολοφονία Φοιτήτριας» και τους «Κλέφτες Ασθενοφόρων». Πολύ αίμα -τα αρχιδάκια από μπροστά χαίρονται.
«Σας αρέσει;» ουρλιάζει ο Γιωργάκης.
«Ναιαιαιαιαιαι».
«Ρίχτα μεγάλε».
Ο κόσμος χοροπηδάει –κάτι μπουκάλια μπύρας φεύγουν προς τις τζαμαρίες πλέον.
«Σας αρέσει;» ξαναρωτάει δυνατότερα ο Γιωργάκης όσο εμείς παίζουμε αυτό το χοροπηδηχτό μέντλεϊ.
«Ναιαιαιαιαιαιαι»
«Γαμάουα».
Αλαλάζουν τα παιδιά.
«Τέτοιοι μαλάκες που είσαστε, τέτοιες μαλακίες θα σας αρέσουν», τους απαντάει ο Γιωργάκης και περνάνε συνεννοημένοι στις «Κούφιες σκεπές» -ένα μοιρολόι που ακόμα κι εμείς βαριόμαστε να το παίζουμε. Ευτυχώς δεν χρειάζεται να το φτάσουμε ως το τέλος (για την ακρίβεια δεν έχουμε φτιάξει καν τέλος) επειδή τα παιδιά μας πετάνε ότι βρίσκουν εύκαιρο. Αλλά είναι εύκολο αυτό το κομμάτι, έχει έναν υπνωτικό επαναλαμβανόμενο ρυθμό κι έτσι καταφέρνουμε να αποφεύγουμε τα περισσότερα ιπτάμενα αντικείμενα –μέχρι που ακούγεται η γαϊδουροφωνάρα....
«Τι γίνεται εδώ μέσα ρε πουσταριά;»
Βλέπουμε στην πόρτα του Πνευματικού Κέντρου έναν χοντρό, ξεκούμπωτο μπάτσο κι έναν αδύνατο καχεκτικό δίπλα του, ο χοντρός ενδιαφέρεται να μάθει περί του τι γίνεται, ο αδύνατος απλώς κοιτάζει τριγύρω.
«Τους λέμε για τη γυναίκα σου», φωνάζει στο μικρόφωνο κοιτάζοντάς τους ο Πίβοτ.
Τα παιδιά χαχανίζουν και σταματάμε πλέον να είμαστε στόχος –τώρα οι μπάτσοι αλυχτάνε....
«Βγείτε έξω και μπείτε σε σειρά».
Τα παιδιά κατεβάζουν τις βιτρίνες του Πνευματικού Κέντρου για να βγουν έξω κι εμείς μαζεύουμε βιαστικά τα όργανα. Υπάρχει ένα πρόβλημα –η ντραμς είναι δική μας, την κουβαλήσαμε από το στούντιο επειδή το Πνευματικό Κέντρο δεν είχε.
«Κοπανάτε την», λέει το Μέταλλο. «Εγώ θα κάτσω εδώ να προσέχω τη ντραμς. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουν τίποτα μαζί μου».
«Δίκιο έχει», αποφασίζει ο Πίβοτ κι ετοιμάζεται να χαθεί ανάμεσα στα παιδιά που τρέχουν.
«Εγώ θα μείνω», λέει ο Γιωργάκης.
Φρενάρουμε όλοι.
«Γιατί;» τον ρωτάω.
«Είμαστε συγκρότημα», απαντάει.
«Το Φάντασμα στη Μηχανή», λέει αφηρημένα το Μέταλλο.
«Τότε θα μείνω κι εγώ», αποφασίζω.
«Είσαστε εντελώς μαλάκες», λέει ο Πίβοτ και κρύβει την θήκη της κιθάρας του πίσω από τη ντραμς.
Καθόμαστε λοιπόν εκεί, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος –τέσσερις ηλίθιοι και στις πλάτες παγωμένος ο ιδρώτας. Τα παιδιά όλο αραιώνουν. Σε λίγο η αίθουσα θα είναι άδεια, έξω πέφτει λίγο ξύλο μάλλον ήρθε και δεύτερο περιπολικό.
«Έχει κανένας τσιγάρα;» ρωτάει το Μέταλλο.
Ο Πίβοτ βγάζει τις Καμήλες, βλέπω οτι το χέρι του τρέμει λίγο. Φοβάται –φυσικό είναι –έχει χωθεί και στον μπάτσο από μικροφώνου. Αν δεν ήταν αρχίδι θα την κοπάναγε προηγουμένως, όμως έμεινε εδώ μαζί μας όχι λόγω του οτι είμαστε συγκρότημα και τα τέτοια, μα για να μην φανεί αρχηγός ο Γιωργάκης που πρότεινε να μείνουμε –τέτοιο αρχίδι ο Πίβοτ. Υπάρχει όλο και πιο φανερά αυτή η κόντρα ανάμεσά τους, ποιος κάνει κουμάντο, ποιος αποφασίζει τα κομμάτια –μαλακίες και παιδιακίσια καμώματα επειδή ο Γιωργάκης δεν νοιάζεται, θέλει απλώς να λέει τα τραγούδια του και η μουσική γίνεται απ΄όλους μας μαζί. Δηλαδή, εντάξει τα θέματα τα βρίσκει ο Πίβοτ συνήθως –αλλά τέλος πάντων...Υπάρχει και κάτι ακόμα που υποψιάζομαι οτι συμβαίνει κι αν βγω αληθινός αντίο συγκρότημα, αντίο σκληρέ κόσμε, καλωσόρισες θάνατε.
Ο χοντρός μπάτσος πλησιάζει τσαλαπατώντας στα σπασμένα γυαλιά, ο αδύνατος μπάτσος κάπου έξω βόσκει.
«Εσείς τα κάνατε όλα αυτά ρε κωλόπαιδα;» ρωτάει.
«Εμείς μουσική παίζουμε», του απαντάει ο Γιωργάκης.
«Μουσική ε;» μουρμουρίζει ο μπάτσος. «Για κάντε μια σειρά, ο ένας πίσω απ΄τον άλλον κι ακολουθάτε με».
«Δεν πάμε πουθενά –έχουμε τα όργανά μας να φυλάμε εδώ πέρα», λέει το Μέταλλο.
Η μούρη του μπάτσου φωτίζεται με το που τον βλέπει.
«Κι εσύ εδώ μωρή λέρα; Δεν σε είχα προσέξει....»
Το Μέταλλο σηκώνει τους ώμους αλλά δεν κουνάει από τη θέση του. Βρισκόμαστε μετέωροι. Ο μπάτσος μάς έχει γυρίσει την πλάτη και πηγαίνει προς την έξοδο σίγουρος οτι ακολουθούμε –έτσι είναι η εξουσία, δεν χρειάζεται ν’αναρωτηθεί περί της επιβολής της. Στην πόρτα εμφανίζονται ακόμα δυο μπάτσοι (ο αδύνατος δεν είναι ανάμεσά τους –πού να πήγε άραγε;) και χαζεύουν το βομβαρδισμένο τοπίο.
«Τι κατέληξες συνάδελφε;» ρωτάει τον χοντρό ο ένας απ΄αυτούς.
«Τους πάμε όλους μέσα για τα περαιτέρω», απαντάει εκείνος.
«Ποιους;» αναρωτιέται ο μπάτσος της πόρτας.
Τότε μόνο καταδέχεται ο χοντρός να κοιτάξει πίσω του, συνειδητοποιεί οτι μόνος του διέσχισε τη μισή αίθουσα όσο εμείς αραγμένοι στην άλλη άκρη χαζεύουμε τη θέα.
«Θα σας γαμήσω ρε», μουγκρίζει και ψάχνει για το γκλοπ πλησιάζοντάς μας –το πουκάμισο έχει μισοβγεί από το παντελόνι του, το πηλίκιο τραμπαλίζεται έτοιμο να απογειωθεί.
Κι εμείς περιμένουμε.
Τότε μπαίνει μπροστά ο Πίβοτ.
«Μην συγχύζεστε», ξεκινάει να λέει.
Αλλά το ξύλινο γκλοπ έχει ήδη σηκωθεί, τα χέρια του Πίβοτ επίσης –ακούμε το τσακ από το χτύπημα, ο Πίβοτ διπλώνεται κρατώντας τα πλευρά του.
«Το στανιό σου μπασκίνα», μουγκρίζει το Μέταλλο και κάνει να του μουντάρει, ευτυχώς προλαβαίνω να τον πιάσω από τη μέση, οι άλλοι μπάτσοι βιάζονται να τρέξουν κοντά μας.
«Για ελάτε μαζί μας κι αφήστε τις μαγκιές», λέει ένας που μοιάζει για ανώτερος.
«Και τα όργανα τι θα γίνουν;» ρωτάει ο Γιωργάκης.
Δίπλα μας ο Πίβοτ προσπαθεί να ξεράσει, ακόμα διπλωμένος στα δύο.
«Πρέπει να πάει νοσοκομείο, τον χτύπησε άσχημα», υποστηρίζω παίρνοντας θάρρος.
«Αφήστε ρε τις μαλακίες και πάμε μέσα», νευριάζει ο ανώτερος.
«Εδώ πέρα έχουμε πάνω από τρακόσες χιλιάδες περιουσία», του λέω. «Αν μας την κλέψουν ποιος θα είναι υπεύθυνος;»
Τον βλέπω να αγχώνεται, η εξουσία και η περιουσία ήταν ανέκαθεν γειτόνισσες.
«Θ’ αφήσω έναν αστυφύλακα», μου λέει.
«Ευχαριστώ», απαντάω. «Πάμε τώρα στο νοσοκομείο να δουν τον φίλο μου».
Μαλακία μου –δεν πρέπει να ταρακουνάς πολύ τους μπάτσους, τιλτάρουν εύκολα.
«Πάρτε τους γαμώ την Παναγία μου μέσα και πηγαίντε τους στο Τμήμα με χειροπέδες», ουρλιάζει.
Ο χοντρός μάς πλευρίζει όλο χαρούλες που ξεχάστηκε η μαλακία του, περνάει χειροπέδες στον Γιωργάκη, ο άλλος περνάει χειροπέδες σε μένα, ψάχνονται για ακόμα ένα ζευγάρι, το φοράνε στο Μέταλλο όσο ο χοντρός τον κοπανάει πούστικα με το γκλοπ στα νεφρά –το Μέταλλο κοιτάζει κάπου μακριά καθώς ξεκινάμε. Τον Πίβοτ δεν τον έχουν δέσει ακόμα –δεν έχουν άλλο ζευγάρι χειροπέδες ή φοβήθηκαν μην έχει τίποτα σοβαρό, ποιος ξέρει;
Έξω παραμονεύουν τα παιδιά, ο Γιωργάκης σηκώνει τα χέρια ψηλά και τους κάνει δυο μεγαλοπρεπή κωλοδάχτυλα –τα παιδιά ουρλιάζουν, σκέτοι Απάτσι, και μετά αρχίζουν να βρίζουν τους μπάτσους.
Με τα χίλια ζόρια μάς στοιβάζουν στα περιπολικά και ξεκινάμε όλη η χαρούμενη παρέα.
Δυο ώρες μετά, στον διάδρομο έξω από το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας μάς έχουν ακόμα με τις χειροπέδες. Πήρε να νυχτώνει για τα καλά κι εμείς χαζεύουμε τους περαστικούς μπάτσους που κουβαλάνε σουβλάκια, ψητά κοτόπουλα κι αναμαλλιασμένους ταλαίπωρους των οποίων το μοναδικό παράπτωμα μοιάζει να είναι οτι τους πήρε ο ύπνος σε λάθος μεριά. Το σύστημα έχει ως εξής –περνάνε φουριόζοι οι φορτωμένοι μπάτσοι κι όταν επιστρέφουν άδειοι σταματάνε μπροστά μας, μάς ρίχνουν από μια σφαλιάρα και φεύγουν. Κάποιοι απ΄αυτούς είναι πιο επικοινωνιακοί, σταματάνε, μάς ρωτάνε...
«Γιατί σας έχουν εδώ ρε κωλόπαιδα;»
Απαντάμε...
«Ούτε που ξέρουμε».
Και μετά πέφτει η καθιερωμένη σφαλιάρα. Τ΄αυτιά μας καίνε.
«Άμα νυχτώσει κι άλλο θα μας κατεβάσουν στα κρατητήρια», λέει ο Πίβοτ.
«Δεν έχουν τίποτα για να μας στείλουν αυτόφωρο, μάλλον θα μας αφήσουν», υποστηρίζει το Μέταλλο.
«Κι αν μας φορτώσουν όλα τα σπασίματα στο Πνευματικό Κέντρο;» ρωτάει ο Γιωργάκης.
«Μα αφού εμείς παίζαμε μουσική –γίνεται να παίζεις και να τα σπας ταυτόχρονα;» αναρωτιέμαι με τη σειρά μου.
«Υποκίνηση σε στάση, σύσταση και συμμορία, παρακώλυση συγκοινωνιών...» απαγγέλλει ο Πίβοτ.
«Τόσα πολλά;» απορεί ο Γιωργάκης.
«Γάμησέ τα. Αν δεν έχει λήξει η κατάσταση πολιορκίας πάμε τσιφ για εκτελεστικό απόσπασμα», λέει το Μέταλλο.
Τον κοιτάζουμε, μετά κοιτάζουμε τριγύρω ψάχνοντας.
«Τι είναι ρε;» απορεί το Μέταλλο.
«Ψάχνουμε για κάνα μπάτσο περαστικό να σου στρετσάρει τίποτα σφαλιάρες...»
«Να μας βγάλει από τον κόπο».
«Τσου ρε λάκηδες».
«Αλήθεια ρε Μέταλλο, από πού σε ήξερε ο χοντρός ο μπάτσος;»
«Πάμε στην ίδια λέσχη μπριτζ».
«Α, γι΄αυτό σε είπε λέρα».
«Γι΄αυτό».
Ησυχία κι επαγρύπνηση για περιφερόμενες σφαλιάρες αλλά μέχρι κι οι μπάτσοι μοιάζει να μας έχουν βαρεθεί. Οι χειροπέδες άρχισαν να γράφουν στους καρπούς μας.
Η φωνή του μπάτσου μάς τεντώνει, φαίνεται οτι αποκοιμηθήκαμε ο ένας στον ώμο του άλλου και βρεθήκαμε έτσι μπόσικοι –στο έλεος του πανικού. Νιώθω οτι θα κατουρηθώ πάνω μου.
«Άντε σηκωθείτε, τι το περάσετε εδώ μέσα; Λαϊκό υπνωτήριο;»
Τον κοιτάζουμε –στεγνός, φαλακρός, γυαλιστερός κάτω από τον γλόμπο του διαδρόμου με ένα αστέρι σε κάθε επωμίδα του πουκαμίσου του.
«Ο κουμανταδόρ», μας ψιθυρίζει το Μέταλλο.
Σηκωνόμαστε σκεβρωμένοι σαν αλάδωτοι τενεκεδένιοι άνθρωποι, παραπατάμε, περπατάμε. Ο αρχιμπάτσος μάς κάνει χώρο, μέσα στο γραφείο του μάς περιμένει ο εφιάλτης. Όρθιοι σε πλήρη παράταξη κατά σειρά ύψους οι γέροι του Πίβοτ, οι γέροι μου κι η κυρία Κατερίνα. Οι άντρες μισό βήμα πιο μπροστά από τις γυναίκες.
«Τι είναι αυτά ρε κωλόπαιδο;» αγανακτεί ο γέρος μου αλλά τον κόβω οτι το κάνει περισσότερο για τα μάτια του κόσμου.
«Άμα πάμε σπίτι....» λέει ο γέρος του Πίβοτ κι αφήνει τη φαντασία των παρευρισκομένων να συμπληρώσει τη φράση.
Η κυρία Κατερίνα είναι κλαμένη και δε λέει τίποτα. Οι μανάδες μας, μια από τα ίδια.
«Κανονικά θα έπρεπε να τους στείλω αναμορφωτήριο», λέει ο αρχιμπάτσος στον πατέρα του Πίβοτ.
Κι εκείνος κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι.
«Δεν κατάλαβα –γιατί δηλαδή; Εμείς παίζαμε μουσική, δε σπάσαμε τίποτα», διαμαρτύρεται ο Γιωργάκης.
«Σκάσε εσύ παλιόπουστα», αγριεύει ο πατέρας του Πίβοτ.
Η κυρία Κατερίνα δαγκώνει τα χείλη της.
«Πατέρα μαζέψου», λέει ο Πίβοτ.
Και τότε ο σκατόγερος ξεκόβει από το μπούγιο, μάς πλησιάζει και σκάει ένα σκαμπίλι στον Πίβοτ ο οποίος το τρώει χωρίς να κουνήσει ούτε βλέφαρο σαν τσολιάς στ΄Ανάκτορα.
Εμείς οι υπόλοιποι κοιτάζουμε την ξεφτισμένη μοκέτα με περισυλλογή. Δεν θέλουμε να ξέρουμε, δεν θέλουμε να το έχουμε δει όλο αυτό.
«Ας μην παραφερόμαστε, παιδιά είναι, θα την κάνουν την αβλεψία τους», σπεύδει να δικαιολογήσει ο αρχιμπάτσος.
Κι εγώ κάθομαι εκεί πέρα και τους θαυμάζω που παίζουν μεταξύ τους, εδώ παπάς, εκεί παπάς –πού μετέβη ο ιερέας; -σα δε ντρέπονται γέροι άνθρωποι.
«Όργανο, βγάλε τις χειροπέδες από τα παιδιά –ας μην εξαντλούμε την αυστηρότητά μας», φωνάζει ο αρχιμπάτσος σ΄έναν μπατσάκο ο οποίος πετάγεται ανάμεσά μας σαν τη μπαλαρίνα από το μουσικό κουτί.
Δαγκωνόμαστε να μην ουρλιάξουμε, οι καρποί μας είναι τίγκα στη χαρακιά. Άλλωστε τα ουρλιαχτά είναι ειδικότητα των μανάδων οι οποίες μάς ορμάνε ασυγκράτητες και γίνεται στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας η καταστροφή της Σμύρνης κανονικά. Κάπως έτσι αποχωρούμε αγκαλιασμένοι ή σχεδόν.
Δεν έχει εμφανιστεί κανένας από τους γονείς του Μέταλλου και δημιουργείται κάποιο μπέρδεμα το οποίο αναλαμβάνει να λύσει η κυρία Κατερίνα....
«Το ξέρω το παιδί, ξέρω και τους γονείς του, δουλεύουν μέχρι αργά γι΄αυτό δεν μπόρεσαν να έρθουν».
Παίρνουμε λοιπόν και το Μέταλλο από τα χέρια των μπάτσων, βγαίνουμε όλος ο θίασος μαζί στη δροσερή νύχτα. Στο πεζοδρόμιο του μπατσάδικου νιώθουμε λίγο Τζίμι Ντιν, το βλέπω στις φάτσες όλων μας, γιακάδες σηκώνονται, στυλάκια ξεπατικώνονται.
«Έλα ρε μουλόσπορε, πάμε σπίτι», φωνάζει ο πατέρας του Πίβοτ.
«Σπίτι μαζί σου;» φιδιάζει ο Πίβοτ κοιτάζοντάς τον -το ξέρω αυτό του το βλέμμα, το έχω ξαναδεί μια φορά που κάτι μαντράχαλοι μάς κοροϊδέψανε μπροστά σε γκόμενες.
Βιάζομαι λοιπόν να χωθώ ανάμεσά τους.
«Πρέπει να περάσουμε από το Πνευματικό Κέντρο να πάρουμε τα όργανα», λέω.
«Ναι, σιγά μη χάσετε τα κλαμπατσίμπανα», σχολιάζει ο σκατόγερος.
«Κάνουν μισό εκατομμύριο και τα΄χουμε νοικιασμένα», του ξηγιέμαι στα ψέματα.
Αυτό τον κωλώνει κάπως.
«Άντε, τσακίσου –μην πληρώνουμε κι από πάνω τα πουστριλίκια σου», μουγκρίζει προς τον Πίβοτ.
Και το Μέταλλο, έχοντας μυριστεί την κατάσταση, πιάνει τον Πίβοτ από τη μέση για να τον τραβήξει μακριά. Φεύγουμε από την παρέα των γέρων και νιώθουμε πιο αεράτοι από τον Σπίντι Γκονζάλες.
«Φτηνά τη γλιτώσαμε μαλάκα», λέει ο Γιωργάκης.
«Κάτσε ακόμα. Να δούμε σε τι κατάσταση είναι τα όργανα», μουρμουρίζω.
«Αφού το είπε ο μπάτσουλας», απαντάει ο Γιωργάκης.
«Οτι θα άφηνε αστυφύλακα να τα φυλάει;» αναρωτιέται κούφια ο Πίβοτ.
«Θα άφηνε όργανο να φυλάει τα όργανα», συμπεραίνει το προφανές το Μέταλλο.
«Λες να μας τον χρεώσουν άμα τον κλέψουν μαζί με τα δικά μας;» αναρωτιέμαι εγώ.
Κι ο δρόμος φεύγει κάτω από τα πόδια μας, ασφάλτινος κυλιόμενος διάδρομος, κάτι παλιομάξια μάς κορνάρουν να παραμερίσουμε –βρίζουμε και τους φτύνουμε μέχρι ν΄απομακρυνθούν.
Στο Πνευματικό Κέντρο επικρατεί μια νυχτωμένη δυστυχία, να την κόβεις με μαχαίρι. Κάτι Κουασιμόδοι με πατομπούκαλα σκουπίζουν τα σπασμένα, μια γρια καταριέται, στη μέση του σόου τεράτων διακρίνεται η φιγούρα του μακρόστενου παπά. Πέφτουν τα μούτρα μας, θα θέλαμε να ήμασταν κάπου αλλού όμως δεν γίνεται.
Πλησιάζουμε.
«Καλώς τους, καλώς τους», λέει ο παπάς.
Μουγκρίζουμε σαν αμήχανα μοσχάρια.
«Έμαθα οτι έρχονταν οι γονείς σας να σάς βγάλουν...» λέει ο παπάς.
«Ήρθαν», τον διαβεβαιώνει ο Γιωργάκης.
«Όλα καλά λοιπόν...» διαπιστώνει εκείνος.
«Τα όργανά μας;» αναρωτιέμαι.
«Μέσα είναι, τίποτα δεν χάνεται από το Πνευματικό Κέντρο», χαμογελάει ο παπάς.
Τον προσπερνάμε με την αγωνία του πιτσιρικά που ψάχνει το καινούργιο του ποδήλατο και είναι μέσα στην αίθουσα, εκεί ακριβώς που τα αφήσαμε, τρέχουμε, τ΄αρπάζουμε...
«Έκανε δουλειά τελικά το όργανο», λέω.
«Παπαριές. Ας είναι καλά ο παπάς και οι νεωκόροι», με προσγειώνει το Μέταλλο.
Φορτωνόμαστε σα γαϊδούρια –είναι κι η ντραμς του Μέταλλου.
«Να πάτε στην ευχή του Θεού», μας ξεπροβοδίζει ο παπάς.
Κοντοστεκόμαστε.
«Για ότι ζημιές γίνανε...»
«Δεν έχουμε λεφτά να τις πληρώσουμε....»
«Αλλά θα ΄ρθουμε από αύριο το πρωί να βοηθήσουμε....»
«Σε ότι μπορούμε....»
«Πηγαίνετε τώρα να ξεκουραστείτε», χαμογελάει ο παπάς.
Φύγαμε σέρνοντας –από εκείνο το βράδυ δεν ξαναπεράσαμε ούτε απ΄το τετράγωνο του Πνευματικού Κέντρου κι αν με τα χρόνια μάς έφερνε ο δρόμος προς τα κει, στρίβαμε σαν τα σαλιγκάρια που αποφεύγουν τη γλίτσα τους. Άλλωστε ήταν πιθανό να φέρεται έτσι ο παπάς για να ψαρέψει οπαδούς, δεν ήταν;
Στην αποθηκούλα-στούντιο στο σπίτι του Γιωργάκη ξαποσταίνουμε αποβλακωμένοι, πονεμένα κόκαλα, ανακατεμένα στομάχια. Η ανάσες μας μπλέκονταν, μύριζε ο τόπος ξεραμένο φόβο. Όταν αφήσαμε τα όργανα βγήκαμε και καθίσαμε στον χορταριασμένο κήπο, μοιραστήκαμε τσιγάρα από ένα στραπατσαρισμένο πακέτο, γύρω μας μισοσκόταδο –το παράθυρο του σαλονιού από το σπίτι του Γιωργάκη έριχνε λίγο φως.
«Δεν το αντέχω», είπε ο Γιωργάκης.
«Ψάρωσες με δυο σφαλιάρες από τους μπάτσους;» κορόιδεψε ο Πίβοτ.
«Όχι αυτό. Δεν αντέχω να τραγουδάω μπροστά τους, νιώθω σα να σέρνομαι γυμνός σε ένα πάτωμα με ξυράφια», μουρμούρισε ο Γιωργάκης.
«Σα να σε πετάνε ξεβράκωτο στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα δηλαδή», σιγοντάρισε ο Πίβοτ.
«Κάπως έτσι», μουρμούρισε ο Γιωργάκης κι έκρυψε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του –ένα βομβαρδισμένο κεφάλι με κοκαλωμένες τούφες δίχρωμων μαλλιών.
«Μαλακίες», είπε ο Πίβοτ.
«Να το φτιάξουμε», είπα εγώ. «Ας λέμε μονάχα τα Μπίλι στις συναυλίες, που αρέσουν και στους από κάτω».
Ο Γιωργάκης τότε σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε.
«Δεν έχεις καταλάβει τίποτα –έτσι;» με ρώτησε κι επιτόπου τινάχτηκε στον αέρα, βρέθηκε όρθιος να πηγαίνει προς το σπίτι του. «Να σας φέρω τίποτα να φάτε;»
Πεινάγαμε σαν πούστηδες (επειδή ως γνωστόν οι πούστηδες πεινάνε διαφορετικά από τον υπόλοιπο κόσμο) αλλά δεν είπαμε τίποτα –μόνο ευχηθήκαμε να έφερνε κάτι ο Γιωργάκης.
«Τι έπαθε αυτός;» αναρωτήθηκε ο Πίβοτ.
Κανείς μας δεν απάντησε.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα σ΄ένα πηγάδι γεμάτο φίδια. Ένιωθα το πάγωμά τους να με ζωγραφίζει, περίμενα το δάγκωμα, περίμενα κι ενώ ήξερα οτι θα μπορούσα να πεταχτώ, να ξυπνήσω, να ξεφύγω, εγώ περίμενα εκεί. Τρομοκρατημένος.
Το πρωί με περιλάβανε οι γέροι για το κλασσικό ξεχεστήριο, έσκυψα το πονεμένο κεφάλι ρουφώντας φραπέ, σε κάποια φάση ένιωσα οτι παραπήγαινε η φασαρία, συγκεντρώθηκα προσπαθώντας να πιάσω το νήμα της κουβέντας τους κι ανακάλυψα οτι τσακώνονταν μεταξύ τους περί του ποιος έφταιγε περισσότερο για την κατάντια μου.
«Δεν πάτε στο διπλανό δωμάτιο να τα πείτε, επειδή έχω πονοκέφαλο;» ζήτησα ευγενικά.
Μαλακία μου. Ενώθηκαν οι δύο σε γκρίνια μία και με πέρασαν ακόμα ένα χέρι.
«Κι αυτό το παλιομπούζουκο που γρατζουνάς όλη μέρα θα στο πετάξω», απείλησε ο πατέρας μου.
«Άμα βρεις μπουζούκι κάντο ότι γουστάρεις αλλά άμα πειράξεις το μπάσο θα σου κάψω το σπίτι καργιόλη», ούρλιαξα και δεν ήξερα αν είχα τόσο αγανακτήσει ή το έπαιζα κιόλας προκειμένου να τελειώσει αυτή η παράσταση.
Άρπαξα το πακέτο των Κάμελ, μπήκα στο δωμάτιό μου, κοπάνησα την πόρτα, ψάρεψα ένα σορτσάκι από κομμένο τζιν και καβάλησα το παράθυρο –βγήκα στο πίσω μέρος του κήπου να καπνίσω με την ησυχία μου. Έφτιαχνα δαχτυλίδια την ταχυπαλμία και τον ιδρώτα μου και δεν μπορούσα να ησυχάσω –άκου τους γαμημένους, τι τους έφταιξε το μπάσο; Δε λέγανε και δόξω τω θεώ οι μαλάκες, θα ήταν καλύτερα δηλαδή να καταντούσα γκιράπι σαν τα μαλακιστήρια του σχολείου που κλέβανε αμάξια και μηχανάκια για να πουλάνε μούρη στις ντισκοτέκ; Ή θα προτιμούσαν να δουλεύω σκαλωσιά κι αφισοκόλληση για το Κόμμα;
«Καλήμερα», μου ευχήθηκε η φωνούλα της.
Τα’χασα, κόντεψε να μου πέσει το τσιγάρο.
«Εδώ καλέ», χαχάνισε η πιτσιρίκα.
Πήρα επιτέλους γραμμή ο ηλίθιος και κοίταξα πέρα από τη μάντρα, στον δεύτερο όροφο. Η πιτσιρίκα φορούσε ένα αραχνοΰφαντο τίποτα (μετά από χρόνια έμαθα οτι λέγεται μπέιμπι ντολ) και βιάστηκα ν΄ανάψω τσιγάρο αδιαφορώντας γι΄αυτό που ήδη έκαιγε μπας και κερδίσω λίγο χρόνο για να στεγνώσουν τα σάλια μου.
«Σε μένα μιλάς;» τη ρώτησα.
Από τότε που ήρθε η οικογένειά της στο τριώροφο απέναντί μας δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε ένα γεια, μονάχα παραφύλαγα πότε θα βγει στο μπαλκόνι της να την πάρω λίγο μάτι.
«Ναι καλέ –βλέπεις κάναν άλλο;» ξεκαρδίστηκε η πιτσιρίκα.
Χαμογέλασα σα χάνος.
«Να σου πω –εσύ δεν είσαι ο Τρανζίστορ που λένε;» έκανε συνωμοτικά η πιτσιρικά.
«Ποιοι το λένε;» αναρωτήθηκα.
«Ε, όλοι....»
«Για να το λένε, έτσι θα είναι», παραδέχτηκα καταφέρνοντας να ανακτήσω κάποιο στυλάκι της πυρκαγιάς.
«Και σας είχαν πιάσει οι μπάτσοι;»
«Ναι, έγινε κι αυτό».
«Και σας αφήσανε;»
«Ε, για να με βλέπεις έξω...»
«Σωστά».
Κουκουρούκου συνεννόηση.
«Και για πες...» έσκυψε από τα κάγκελα του μπαλκονιού της.
Κρατήθηκα να μην πεταχτώ όρθιος για να πάρω καλύτερο μάτι τα βυζιά της μέσα από το αραχνοΰφαντο, άναψα καπάκι τρίτο τσιγάρο, τεντώθηκα.
«Ε, τι να πω –δεν τα ξέρεις;» το έπαιξα άνετος.
«Πού να τα ξέρω καλέ; Μήπως με έχουν πιάσει ποτέ; Για πες, τι έγινε και σας πιάσανε;»
«Εσύ τι άκουσες δηλαδή;» το γύρισα επειδή είχε αρχίσει να με τρώει η περιέργεια.
«Οτι τα χώσατε άγρια και γι΄αυτό πλακώσανε οι μπάτσοι».
Το σκέφτηκα λίγο αυτό –βολικό μου φάνηκε.
«Και μετά;» ρώτησα.
«Οτι πήγατε να καταλάβετε το Πνευματικό Κέντρο αλλά ήρθαν πολλοί και σας πήραν έξω με το ζόρι και μετά σας βάλανε φυλακή».
Έβηξα για να μην ξεκαρδιστώ.
«Έτσι γίνανε τα πράγματα;» κρεμάστηκε ακόμα περισσότερο στο κάγκελο η πιτσιρίκα.
«Έτσι και χειρότερα», γέλασα. «Αλλά μαζέψου από το κάγκελο γιατί θα έρθεις κάτω με τα μούτρα».
Βιάστηκε να μαζευτεί έχοντας γίνει πατζαρένια.
«Δεν το είχα σκοπό...» ψέλλισε.
«Σωστά», επικρότησα. «Αν τώρα θέλεις να σε κεράσω καμιά μπύρα μπορείς να έρθεις κάτω βέβαια, αλλά κανονικά, περπατώντας –μη σε κουβαλάω με αναπηρική καρέκλα....»
Χαχάνισε για αντικάρφωμα αλλά το κοκκίνισμα είχε σκεπάσει τα μάγουλα κι ακόμα απλωνόταν.
«Εεεε, δε μ΄αφήνουν οι δικοί μου....» είπε.
«Καλά, δεν τρέχει τίποτα», μουρμούρισα καθώς σηκωνόμουν χολωμένος.
«Έχεις ένα πρήξιμο στο δεξί φρύδι», έκανε η πιτσιρίκα στο εντελώς ξεκάρφωτο.
«Μαλακίες των μπάτσων», παραδέχτηκα.
«Μπορώ το απόγευμα, κατά τις 6», φώναξε τότε εκείνη κάπως απελπισμένα.
«Τι στις 6;»
«Να πάμε για μπύρα, δηλαδή εγώ δεν πίνω, μόνο κοκακόλα....»
«Τέλος πάντων –αλλά στις 6; Θα μάς αλαλιάσει το λιοπύρι», είπα.
«Ε για να καθίσουμε λιγάκι, στις 8 πρέπει να είμαι σπίτι», κλαψούρισε η πιτσιρίκια.
«Άντε, εντάξει», μουρμούρισα πουλώντας ολίγη από δυσφορία.
Η πιτσιρίκα στράφηκε να φύγει βιαστικά.
«Μισό λεπτό», φώναξα. «Πώς σε λένε;»
«Έλλη καλέ –δεν το’ξερες;» αναρωτήθηκε.
Πού να το ξέρω; Σάμπως το γράψανε οι εφημερίδες;
«Έλλη», επανέλαβα σα χαζός.
«Στις 6 στο παρακάτω στενό, στη γωνία πριν το φούρνο. Μη με δουν οι γονείς μου....» είπε τρέχοντας να μπει μέσα.
Κοίταξα μπροστά στα πόδια μου το νεκροταφείο τσιγάρων που είχα στήσει στο χώμα, έμοιαζε μ’εκείνους τους πολεμικούς τάφους που καρφώνουν τα όπλα στις ξιφολόγχες πάνω από τους θαμμένους, κοτσάρουν κι ένα κράνος για αντηλιακή προστασία –μόνο που εδώ δεν είχα βάλει κράνη. Θα μπορούσε βέβαια να λυθεί το ζήτημα αν ψάρευα τίποτα τσιγκάκια από τα πέριξ και για μια στιγμή κοίταξα δηλαδή πριν συνέλθω και ανακαλύψω πόσο χοντρά μαλακιζόμουν.
Μπήκα μέσα στο δωμάτιό μου (δεν ήθελα να ξαναβγεί η πιτσιρίκα και να με πετύχει) ξάπλωσα στο κρεβάτι και σκέφτηκα οτι είχα ραντεβού με γκόμενα, έστω κι αν ήταν στη ντάλα του απογεύματος, έστω κι αν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να πάμε σε κάνα Σινεάκ ή στον Εθνικό Κήπο να ταΐσουμε τα παπιά –το γεγονός παρέμενε οτι είχα ραντεβού και μάλιστα με μια πιτσιρίκα που έγραφε άνετα τρία κορδόνια στη σειρά, μη σου πω και περισσότερα. Θα πέφτανε σαγόνια στου Μπιλ –αν βέβαια υπήρχε σαγόνι πρόθυμο να κρεμάσει στις 6 ώρα το απόγευμα και τώρα που το σκεφτόμουν συνειδητοποιούσα οτι ούτε καν ο Μπιλ δεν θα ήταν στο μαγαζί εκείνη την ώρα.
Πού την πάνε την πιτσιρίκα; Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν τις προοπτικές αυτού του ραντεβού κι όσο σκεφτόμουν τόσο πήγαινε η κατάσταση προς το να ξεροχύνουμε πριν την ώρα μας, το έκοψα λοιπόν κι έριξα μισή μερίδα ύπνο μπας και καθαρίσει το κεφάλι μου.
Δε είδα ούτε μισό όνειρο αυτή τη φορά.
Ξύπνησα από την πόρτα που άνοιξε διάπλατα, κοψοχολιάστηκα.
«Τέτοια ώρα κοιμάσαι;» απόρησε η μάνα μου.
«Τι θες ρε μάνα –αϊ παράτα μας», μούγκρισα μισοτουμπαρισμένος από το κρεβάτι.
«Τίποτα δεν θέλω, να βάλεις μυαλό μόνο και να κοιτάς τα μαθήματά σου...» ξεκίνησε τον εξάψαλμο.
«Πάλι τα ίδια;» φούντωσα.
«Τα ίδια –αφού δε μ΄ακούς....»
«Ρε δεν πα να τα γράψεις σε κασέτα και να τα παίζεις μαζί με τον εθνικό ύμνο....»
«Έβρισες και τον πατέρα σου που του βγαίνει η ψυχή κάθε μέρα για να μη σου λείπει τίποτα....»
«Περίεργο γιατί εμένα μου λείπουν τα πάντα».
«Είσαι αχάριστος βρε, αχάριστος και...»
«Μάνα, επειδή κοιμόμουν -δεν τα λέμε κάποια άλλη στιγμή;»
«Τι να πούμε με τέτοια μυαλά που κουβαλάς;»
«Ρε χριστιανή μου εμένα ρωτάς; Εσύ ήρθες στα καλά καθούμενα και με ξύπνησες...»
«Ναι την όρεξή σου είχα...»
«Ε, τότε γιατί ήρθες;»
«Σε ζητάει στο τηλέφωνο αυτός ο αλήτης....»
«Ποιος αλήτης;»
«Κάνεις παρέα με πολλούς αλήτες και δεν τους ξεχωρίζεις;»
Σηκώθηκα από το κρεβάτι τσιτωμένος, δεν φαινόταν να υπάρχει κανένα έλεος για τους πεθαμένους σ΄αυτό το σπίτι.
Άρπαξα το ακουστικό από το τραπεζάκι του χωλ.
«Ναι;» έκανα.
«Νωρίς ήρθες –δε χρειαζόταν να βιαστείς τόσο», είπε ο Πίβοτ.
«Τι θες ρε μαλάκα;» ρώτησα.
«Άκου πώς μιλάνε», σούρθηκε η μάνα μου περνώντας πίσω από την πλάτη μου.
«Εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει κουφετάκι μου. Ντύσου κι έλα στου Μπιλ», είπε ο Πίβοτ.
Τώρα που ξεκαθάριζε λίγο το κεφάλι μου άρχισα ν΄ακούω βαβούρα πίσω του.
«Τι να κάνω στου Μπιλ;»
«Έλα ρε πούστη και μ΄έσκασες....»
«Επείγον;»
«Όσο δεν παίρνει».
Έκλεισα το τηλέφωνο, χώθηκα κάτω από το ντους κι έφαγα δυο κουβάδες παγωμένο νερό μπας και συνέλθω, ντύθηκα στα πεταχτά και δραπέτευσα από τα μοιρολόγια της μάνας μου.
Στου Μπιλ γινόταν της ζωοπανήγυρης –όλοι οι πάγκοι άδειοι εκτός από τον μεσαίο, εκεί τα μπουκάλια μπύρας έφτιαχναν πύργους και οι κανίβαλοι αλυχτούσαν. Μπαίνοντας έπεσα πάνω στον Μπιλ ο οποίος με κουκούλωσε με το λίπος του και μου σφύριξε....
«Κοίτα να τους μαζέψεις γιατί θα πάρω την κοντόκανη».
Τον διαβεβαίωσα οτι θα προσπαθούσα έχοντας κατά νου να την κοπανήσω από κει μέσα στο δεκάλεπτο. Έτσι κι αλλιώς είχε μεσημεριάσει για τα καλά, έπρεπε να κάνω μπιντέ για να ετοιμαστώ για το απογευματινό ραντεβού.
Οι κανίβαλοι έριξαν κάτι κραυγές με το που με είδαν, χέρια με κοπάνησαν στην πλάτη, μερικοί με τράβηξαν να καθίσω ανάμεσά τους, ένας καργιόλης μάλιστα μου έριξε και μια κλωτσιά κατά λάθος εξ επίτηδες στο καλάμι.
«Καλώς τον τεράστιο», με υποδέχτηκε ο Πίβοτ.
Δυο μαντράχαλους πιο μακριά του καθόταν το Μέταλλο κι έπινε σκεφτικά. Άρχισα να κόβω φάτσες, όλοι οι βρωμοπάνκηδες της συνοικίας συν κάτι μυστήριοι νιουγεϊβάδες που δεν τους είχα ξαναδεί.
«΄σου πω...» σφύριξα στον Πίβοτ.
Ήρθε κοντά μου, τον κεφαλοκλείδωσα και κόλλησα το στόμα μου στο αυτί του.
«Τι’ν’ όλοι τούτοι ρε;»
Με γύρισε για να φτάσει στο δικό μου αυτί και ψιθύρισε...
«Φανς».
Μετά με παράτησε.
«Μεγάλε παίζεις γαμώ τα μπάσα», μου είπε ένας πάνκης γεμίζοντάς με σάλια.
«Κι εσύ πού το ξέρεις;» απόρησα.
«Ήμουν στη συναυλία...»
Κοίταξα τον Πίβοτ.
«Η αποστολή μας είναι να δυναμώσουμε το μίσος. Να το απλώσουμε στον κόσμο και να το αφήσουμε να δουλεύει, είμαστε οι στρατιώτες του μίσους έτσι το βλέπουμε», έλεγε εκείνος.
Ανατρίχιασα.
«Ναι αλλά αυτοί που σας γουστάρουν στις συναυλίες....» ξεκίνησε να λέει ένα παιδί.
«Αυτοί που μας γουστάρουν είναι μαλάκες, δεν είμαστε στη σκηνή για να μας γουστάρουν. Κι εμείς δεν γουστάρουμε κανέναν, ούτε τον κόσμο από κάτω, ούτε τίποτα. Το συγκρότημα είναι μια περιστασιακή συμμαχία, αν αύριο βρούμε άλλον τρόπο να διαδώσουμε το μίσος θα το κάνουμε», ξεκαθάρισε ο Πίβοτ.
Κοίταξα το Μέταλλο κι εκείνος έψαχνε την έξοδο κινδύνου στον πάτο της μπουκάλας. Δε μίλησα.
«Πότε θα ξαναπαίξετε;» ρώταγε κάποιο άλλο παιδί.
«Θα βγουν αφίσες και θα το δείτε», υποσχόταν ο Πίβοτ.
«Πάντως εμείς θα είμαστε εκεί», είπαν κάποιοι.
«Το θέμα δεν είναι να είσαστε εκεί. Το θέμα είναι να είσαστε έτοιμοι», ανακοίνωσε ο Πίβοτ.
Κι άλλα μπουκάλια άδειασαν.
Πνιγόμουν.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησα τον τύπο δίπλα μου.
«Και πού θες να ξέρω;» απόρησε.
Σηκώθηκα.
Κόσμος με καπάκωσε...
«Πού πας μεγάλε;»
«Από τώρα;»
«Κάτσε ρε...»
«Τι δηλαδή;»
«Μας σνομπάρεις;»
«Για να σας πω λίγο στα ιδιαίτερα», φώναξα δείχνοντας τον Πίβοτ και το Μέταλλο.
Πήγαμε δυο τραπέζια παρακάτω, οι κανίβαλοι επωφελήθηκαν για να φέρουν κι άλλες μπύρες, ο Μπιλ με κοίταξε ακουμπώντας το δάχτυλο στον κρόταφό του, τα περιθώρια στένευαν.
«Τι είναι αυτά ρε πούστη;» όρμησα στον Πίβοτ πριν ακόμα καθίσουμε.
«Δε σε πιάνω», απόρησε. «Οι απόψεις του συγκροτήματος είναι, τραβάς κάνα ζόρι;»
«Ποιες απόψεις του συγκροτήματος; Και ποιος σε όρισε εκπρόσωπο στην τελική;»
Το Μέταλλο μας κοίταζε παίζοντας τα μάτια σα να ΄βλεπε πινγκ πονγκ.
«Κόφτο», του είπα.
«Ρε Τρανζίστορ, τι θες δηλαδή –δεν καταλαβαίνω. Μας έχει γίνει η σούφρα να, τόσον καιρό στις πρόβες. Έχουμε βγάλει κάποιο υλικό, είμαστε συγκρότημα και πολύ καλύτεροι από διάφορους λαλάκηδες που το παίζουν καμπόσοι. Γιατί να μην εκμεταλλευτούμε τη βαβούρα που δημιουργήθηκε δηλαδή....», πήρε φόρα ο Πίβοτ.
«Γιατί δεν έγινε τίποτα απολύτως ρε Κον Μπετίτ –στις 2 ώρες μάς άφησαν, σιγά τα λάχανα», σχολίασε το Μέταλλο.
«Και τι ήθελες; Να μας στείλουν Μακρόνησο για να πούμε οτι κάτι έγινε;» έκανε ο Πίβοτ.
«Τέλος πάντων για το νταβαντούρι με τους μπάτσους έχουν ακουστεί τέρατα –μου τα είπε μια πιτσιρίκα στη γειτονιά...» ξεκίνησα.
«Πιτσιρίκα;» γλάρωσε ο Πίβοτ. «Η γνωστή πιτσιρίκα;»
«Αυτή και έχω ραντεβού μαζί της σήμερα κι άντε γαμήσου. Δεν υπάρχει πρόβλημα να πουλάμε μούρη που μας μάζεψαν οι μπάτσοι, αν και καλύτερα να το παίζουμε λίγο μυστήριοι για να μην αναγκαστούμε ν΄αρχίσουμε τα παραμύθια. Όμως αυτά τις αποστολές και τους στρατιώτες του μίσους –τι σκατά είναι;» είπα εγώ.
«Το πιστεύω μας σα συγκρότημα», έκανε έκπληκτος ο Πίβοτ. «Προκύπτει από τη μουσική μας και τη στάση ζωής μας».
Τον κοιτάξαμε λες και βγαίνανε πασχαλίτσες από το κρανίο του.
«Τι λες ρε παπάρα; Πήρες δηλαδή δυο κουβέντες που είπε ο Γιωργάκης και τις τσιτάρησες; Τόσο καραγκιόζης πια;» φόρτωσα.
«Μαζέψου Τρανζίστορα γιατί θα σε μαζεύουν απ΄τα πατώματα», στράβωσε ο Πίβοτ.
«Λήξις», ανακοίνωσε το Μέταλλο. «Έχω να κουρέψω τις πετούνιες στον κήπο μου, εσείς τραβηχτείτε όπως γουστάρετε. Αν ο Μαχαρίσι από ‘δω θέλει να πουλάει φύκια στους κοκορίκους με γεια του με χαρά του. Μόνο που θα κόψει να μιλάει για όλους μας –θες να είσαι στρατιώτης του μίσους και απόστολος Κάβλος; Να είσαι μόνος σου –ξηγημένοι;»
«Κι εγώ θα την κάνω, έχω δουλειά», είπα.
Ο Πίβοτ άναψε τσιγάρο, έμεινε να μας κοιτάζει όσο σηκωνόμασταν. Γύρισα λοιπόν και έσκυψα πάνω του.
«Πρόσεχε με τους μαλάκες επειδή ο Μπιλ σας βλέπει μέσα από σκόπευτρο», του είπα.
Βγήκαμε από το μαγαζί με κομμένους κώλους.
«Τι σου λένε όλα αυτά;» ρώτησα το Μέταλλο.
«Εγώ είμαι ντράμερ», μου είπε.
«Δεν το είχα προσέξει», παρατήρησα.
«Σημαίνει οτι θέλω να παίζω ντραμς και στο συγκρότημα το κάνω αυτό. Άσε που μ΄αρέσει κιόλας».
«Παρακάτω;»
«Παρακάτω χεστήκαμε που κλάναμε».
Το σκέφτηκα –είχε δίκιο.
«Λες να του μείνει κουσούρι;» ρώτησα δείχνοντας κατά τη μεριά του Πίβοτ.
«Γι΄αυτόν δεν ανησυχώ είναι αρχίδι και θα τα καταφέρει. Για το Γιωργάκη φοβάμαι...»
«Δηλαδή;»
«Αυτό το σύστημα που τα δουλεύαμε ψυχοσωματικά τα κομμάτια...»
«Ναι;»
«Δεν το κάνεις πλέον, έτσι δεν είναι;»
«Λίγες φορές το χρειάζομαι».
«Αλλά ο Γιωργάκης το κάνει ακόμα. Σε όλα τα κομμάτια. Σε πρόβες και συναυλίες».
«Μήπως τα παραλές;»
Το Μέταλλο σήκωσε τους ώμους.
«Πρέπει να ηρεμήσουμε», είπε. «Πρέπει ν΄αποφασίσουμε τι είμαστε».
«Δηλαδή;» απόρησα.
«Μουσικοί, διασημότητες της γειτονιάς ή βραδυφλεγείς βόμβες;»
Γέλασα.
«Σα να μου φαίνεται οτι περιέγραψες εσένα, τον Πίβοτ και τον Γιωργάκη», είπα.
Γέλασε κι εκείνος.
«Εγώ;» ρώτησα.
«Εσύ είσαι ο Τρανζίστορ», μου ξεκαθάρισε.
«Δηλαδή;» απόρησα.
«Βρες το και πάρτο», μουρμούρισε και με χτύπησε στην πλάτη. «Καλό βόλι σήμερα».
«Είναι πιτσιρίκα ρε», του είπα.
«Τότε να προσέχεις».
«Τι πράγμα;»
«Το μπόγια».
Έφυγε γελώντας, πρώτη φορά τον έβλεπα να γελάει. Τόσο μπερδεμένος ήταν.
Δεν ήθελα να ξαναπάω σπίτι μου, καβάλησα λοιπόν ένα παγκάκι της κοντινής πλατείας, σε απόσταση που να βλέπω το σημείο του ραντεβού, ήπια μια κοκακόλα να ξεμυρίσει το στόμα μου από τις μπύρες, σε κάποια φάση βαρέθηκα κι άρχισα να μασάω κάτι μαργαρίτες που φυτρώνανε στα πόδια του παγκακιού, σκεφτόμουν.
Κι εγώ σαν τον Πίβοτ ήμουνα, πάει να πει χρησιμοποιούσα την παραφουσκωμένη φήμη για να ρίξω μια γκομενίτσα η οποία μέχρι χτες ούτε να με κλάσει. Αλλά εγώ εκμεταλλευόμουν μόνο τη φήμη, δεν έβγαζα φόρα παρτίδα το μαρτύριο του Γιωργάκη, ούτε το έκανα σημαία της επανάστασης –ποια επανάσταση δηλαδή; Που η τελευταία πολιτική πράξη του Πίβοτ ήταν πριν δυο χρόνια, όταν καταλάβαμε το σχολείο για να μη γίνει χαβούζα το απέναντι νταμάρι κι είχε πάρει αυτός κάτι θρανία και τα κουβάλαγε να μπλοκάρει την εξώπορτα και στο τέλος βαρέθηκε να τα βλέπει έτσι με αποτέλεσμα να φέρει καρέκλες και να στήσει ένα περίεργο παιχνίδι μπόουλινγκ το οποίο είχε καταστροφικά αποτελέσματα, τόσο για τα θρανία όσο και για την κατάληψη. Εντάξει, την είχαμε κάνει κοπάνα και παλιότερα, να πάμε στις πορείες του Πολυτεχνείου –πριν βγει ο Μαλακαντρέας, όταν ακόμα οι πορείες απαγορεύονταν –όμως η πολιτική μας θέση ήταν «πάμε για ξύλο», γι΄αυτό άλλωστε κολλάγαμε μονίμως στο μπλοκ των Αναρχικών. Και ξύλο είχαμε δει (φάει, ρίξει) μπόλικο αλλά από πολιτική θέση, άποψη περί των κοινών.... Στρατιώτες του μίσους, έλεγε ο παπάρας –όταν άκουγα τη λέξη «στρατιώτης» δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ κουρεμένα κεφάλια, στολές και κοφτά παραγγέλματα –γι΄αυτά είχα μπει στο συγκρότημα; Και τελικά ποιος ήταν ο στρατηγός; Θα βαράγαμε προσοχές στον Πίβοτ όσο ο Γιωργάκης θα κατέληγε αξιοθέατο κανονικό μαζεύοντάς μας περίεργους, σαν κι αυτούς που μαζεύονται στα τρακαρίσματα να χαζέψουν τους σκοτωμένους;
«Νόμιζα οτι είχαμε πει στη γωνία πριν το φούρνο», παραπονέθηκε ναζιάρικα.
Την κοίταξα, ήταν όμορφη, πιο όμορφη απ΄ότι τη φανταζόμουν –άλλωστε ποτέ δεν την είχα δει από τόσο κοντά –φορούσε αυτές τις γκιραπάδικες πλισέ μίνι φούστες που δημιουργούσαν τη διάθεση να κυλιστείς στο πάτωμα για να δεις τι υπάρχει από κάτω, ευτυχώς είχε βάλει κάτι κοφτά αθλητικά Αντίντας γιατί αν έσκαγε με γόβες θα την γύρναγα ποστ ρεστάντ στη μάνα της, τη χάζευα λοιπόν έτσι όπως στεκόταν μπροστά μου, όμορφη, πολύ όμορφη και μόνο τότε συνειδητοποίησα οτι από το στόμα μου κρεμόταν μια μαργαρίτα που μασούλαγα αντί πασατέμπου για να περνάει η ώρα.
Χαμογέλασα, η μαργαρίτα κουνήθηκε, βιάστηκα να την βουτήξω ενώ κατάπινα κάτι φυλλαράκια ξεχασμένα μέσα στο στόμα μου προσπαθώντας να μην το κάνω πολύ θέμα.
«Ναι, είχαμε πει, αλλά ήρθα κάπως νωρίτερα και ξεχάστηκα....» μουρμούρισα.
«Δεν πειράζει», συνέχισε να χαμογελάει. «Λοιπόν; Πού θα με πας;»
Πού να σε πάω; 6 η ώρα με τον ήλιο ντάλα και ένα σωρό μαλακιστήρια να παραμονεύουν για καζούρα.... Πού να σε πάω;
«Παραλία;» πρότεινα διστακτικά.
«Εντάξει», είπε.
Σηκώθηκα από το παγκάκι και περπάτησα δίπλα της για τη στάση του λεωφορείου, σκέτος φασουλής που του τραβάει τα σκοινιά μεθυσμένος καραγκιοζοπαίχτης κι εκείνη προχωρούσε με βηματισμό μπαλέτου.
«Δεν σας έχω δει ποτέ να παίζετε. Είσαστε τόσο φοβεροί όσο λένε;» με ρώτησε καθισμένη δίπλα μου στο ξύλινο άβολο κάθισμα του λεωφορείου.
Εντάξει, άρχιζε να παρατραβάει το ζήτημα.
«Κοίτα κάτι ρε Έλλη, μην πιστεύεις οτι ακούς... Εντάξει είμαστε, έχουμε και κάτι κομμάτια με ωραίους στίχους ας είναι καλά το παιδί που τραγουδάει μαζί μας –και δατς ολ. Μην τρως το παραμύθι περί σούπερ ανατρεπτικών τύπων, απλά έτυχε να γίνουν κάτι σπασίματα στο Πνευματικό Κέντρο που παίζαμε και πλακώσανε οι μπάτσοι...» τα είπα μονοκοπανιά χωρίς να τολμήσω να την κοιτάξω, φρόντισα βέβαια να έχουμε μόλις ξεκινήσει από στάση όσο τα έλεγα, για να μην κατέβει στη μέση η πιτσιρίκα.
Έκανα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, έτσι για να κόψω θέα και να αντικαρφωθώ, αλλά ως γνωστόν, όταν συνοδεύεις γκόμενα κάθεται εκείνη στη θέση με θέα –έπεσα λοιπόν πάνω στα μάτια της κατά λάθος κι έσπασα τα μούτρα μου.
Πρόλαβα μόνο να δω ένα χαμόγελο κινγκ σάιζ στο πρόσωπό της, είναι κάποιες στιγμές (αυτό δεν το ήξερα τότε, αργότερα το ανακάλυψα) που ακόμα και τα μικρά κοριτσάκια φέρονται σαν έμπειρες γυναίκες, είναι όταν ο μαλάκας κοντεύει να χύσει το γάλα από την τρεμούλα του και τότε χρειάζεται ένα έμπειρο χέρι να κρατήσει το δικό σου και να μη γίνουν όλα μπάχαλο, σε μια τέτοια ακριβώς στιγμή η Έλλη είπε...
«Κοίτα –κι εγώ μη νομίζεις, δικαιολογία έψαχνα για να σου μιλήσω».
Κι εγώ γέλασα τραχιά, απόρησα κιόλας από πού βγήκε αυτό το γέλιο κι εκείνη χαχάνισε όπως κάνουν οι γυναίκες όταν θέλουν να εκτονώσουν την ένταση. Και το λεωφορείο έκανε στάση αλλά εκείνη δεν κατέβηκε, απεναντίας, γλίστρησα το χέρι μου στο ξύλο του καθίσματος, έπιασα το δικό της που ήταν μαλακό (ντράπηκα για τα ακροδάχτυλα του αυνάνα που μου είχε χαρίσει το μπάσο) και τελικά δεν ξέρω –μπορεί το πιάσιμο ενός χεριού να σε καβλώνει;
Εκείνο το απόγευμα με τον ήλιο να καίει νιώθαμε σαν τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών, κατεβήκαμε μέχρι την αμμουδιά μπας και δροσιστούμε, τη φίλησα λίγο (επειδή η κάθε μας κίνηση στοίχιζε ποτήρια ιδρώτα) και καταλήξαμε σε μια βρωμερή καφετέρια λίγο πριν πεθάνουμε από αφυδάτωση.
«Εσύ δεν έχεις γράψει κανένα τραγούδι;» με ρώτησε.
«Εγώ είμαι μπασίστας –φτιάχνω μουσική μαζί με τους άλλους...»
«Ναι, αλλά δεν σου έχει έρθει ποτέ να γράψεις κάτι;»
Της ξανάπιασα το χέρι.
«Μέχρι τώρα δεν είχα για τίποτα να γράψω, τώρα όμως –πού ξέρεις;»
Χαχάνισε από αμηχανία κι εγώ ρούφηξα κάποια γερή γουλιά φραπέ. Μια παρέα πιτσιρικάδων ήρθε και κάθισε στο διπλανό μας τραπέζι.
Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για το σχολείο της (πήγαινε σε ιδιωτικό), για τις παρέες της (δεν είχε), για τα αγόρια που τα είχαν φτιάξει μαζί της (εδώ έπεσε χοντρό γέλιο), έβλεπα όμως οτι η διπλανή παρέα των παιδιών μάς κοίταζε συνέχεια. Μάγκωσα –γαμημένοι παραλιακοί σκατίφλωροι, φάε κάτι μούτρα που λιγουρεύονται την κοπέλα μου και τα τέτοια.
«Τρέχει τίποτα ρε μάγκες;» τους στραβοκοίταξα πριν καν προλάβω να σκεφτώ.
«Εσύ δεν παίζεις σ΄εκείνο το συγκρότημα;» με ρώτησε ένα από τα παιδιά.
«Ποιο συγκρότημα;» το έπαιξα φλούδας.
«Φάντασμα στη Μηχανή, έτσι δε σας λένε;» πετάχτηκε άλλο παιδί.
«Ναι, έτσι μας λένε», παραδέχτηκα.
«Φίλε, τι ήταν αυτά που λέγατε στο Πνευματικό Κέντρο; Μας κάνατε τα μυαλά ομελέτα», θαυμάζει το παιδί.
«Και μετά;» συνεχίζω το στυλάκι.
Μπερδεύονται.
«Τι μετά;» ρωτάει ο ένας.
«Μετά, τι έγινε;» ξαναρωτάω.
«Ε, τι να γίνει δηλαδή;» κάνει το παιδί μπερδεμένο.
Γυρίζω πάλι προς την Έλλη που έχει αποκτήσει υφάκι «γλύψε μου το τακούνι ταπεινέ κουλάκε».
«Λοιπόν, τι λέγαμε;» τη ρωτάω.
«Τι λέγατε στα τραγούδια σας στο Πνευματικό Κέντρο;» μου χώνεται κι εκείνη.
Πιάνω τότε και της αναπτύσσω όλα αυτά τα περί ασφάλτου σε μεταλλικά μπουκάλια και γηραιών πουτανών οι οποίες προσμένουν λίγο σεξ για να ξαναζήσουν και περί των ανθρώπων που κλέβουν ασθενοφόρα επειδή γουστάρουν να θαυμάζουν τους ετοιμοθάνατους. Δεν της λέω βέβαια οτι το τελευταίο είναι Μπίλι, δεν χρειάζεται να ξέρει τέτοιες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ούτε για τις «Κούφιες Σκεπές» της λέω, βαριέμαι.
«Ανακατεύτηκα», ψελλίζει όταν σταματάω να μιλάω.
«Ναι, είμαστε κάπως...» παραδέχομαι.
«Μέχρι πριν λίγο ήθελα σαν τρελή να σας δω, τώρα δεν ξέρω...» μουρμουρίζει πανιασμένη.
«Δεν χρειάζεται να ξέρεις, δεν χρειάζεται να σου αρέσουμε καν –η κινητήριά δύναμή μας είναι το μίσος», λέω και ξεκαρδίζομαι αλλά στ΄αλήθεια, με πιάνει νευρικό γέλιο και βήχας, διπλώνομαι σαν πυροβολημένος μέχρι που πέφτω από την καρέκλα μου.
Δε με νοιάζει που η Έλλη με κοιτάζει φρικαρισμένη, ούτε το πως με βλέπουν τα παιδιά στο διπλανό τραπέζι –δε με νοιάζει τίποτα.
Ανάβω καινούργιο τσιγάρο, της χαμογελάω.
«Η αποστολή μας ήταν να δυναμώσουμε το μίσος. Να το απλώσουμε στον κόσμο και να το αφήσουμε να δουλεύει, ήμασταν οι στρατιώτες του μίσους έτσι το βλέπαμε», λέω κι ευτυχώς προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου πριν ξεκαρδιστώ στα γέλια, το τσιγάρο μου πέφτει στο χαλί, σκύβω να το πιάσω όσο ακόμα γελάω διπλωμένος –με πιάνει βήχας –και γελάω.
Κάτι ακούγεται από το μέσα δωμάτιο, σαν κάτι να σπάει πέφτοντας από τραπέζι –δε με νοιάζει, δε μπορώ να σταματήσω να γελάω.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
37 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Να σου πω, εγώ κι ο άλλος προσπαθούμε να διαβάσουμε και μας "κάνεις τα μυαλά ομελέτα" με σκηνές όπως αυτή στο λεωφορείο.
Πας να γαμηθείς;
Γιατί ρε παιδάκι μου διαβάζετε ακόμα; 17 χρόνια ήσασταν στη ρημαδοσχολή -δεν την τελειώσατε;
Υ.Γ.: Πάντως άμα θέλετε να δείτε προκοπή, στείλτε μου τα βιβλία σας να τα αντιγράφω στο μπλογκ και να τα ποστάρω. Σωστός;
Τι λέει ο κοινωνιολόγος ρε φίλε! Βιβλία; Σε ποιο αιώνα ζεις ρε; Pdf και μόνο, χαχαχχαχαχ
Πέρα από την πλάκα, η πούτσα είναι οι (υποχρεωτικές) εργασίες-άμα δεν τις δώσεις, δεν έχεις δικαίωμα να το δώσεις το μάθημα στην εξεταστική. Φρίκη.
Το 4. παίζει να ήταν το καλύτερο κεφάλαιο των "Νεκρών" μέχρι στιγμής, ιν μαι χαμπλ οπινιον
tha thn teliwsoume sta 10 xronia opws paei to prama.
kanonise telh maiou na pame ekei pou prepei.exoume iposxethei se toso kosmo.
isxiei to 4 apogiothike, akoma k oi pitsirikes kseroun pws prepei na ferthoun, oi emeis eimaste toso aposidonismneoi pou oti k na kanoun fenete swsto.
http://www.easybytez.com/zc1kv4o0iblg
μόνο το 4ο κεφάλαιο_
Για να το διαβάσω με όρεξη το βράδυ...
θα πάω και στο bios στου Cayetano το event... Κάπου έχω "αλλάξει" το μουσικά μου βίτσια όσο περνά ο καιρός...
(download it να δεις και την εικόνα)
miliokas aka skylos_mayros
(κι ενοείται πως πρώτα διάβασα τα σχόλια, ασχολήθηκα με τη σελιδοποίηση + μετά θα το διαβάσω)
Εγω εριξα στον γκρεμο ενα αυτοκινητο με ΕΝΑ συγκροτημα. Εσυ εριξες ενα πουλμαν με δεκα μπαντες και τωρα αντε να ξεμπλεξουμε τα πτωματα.
Ωραιο ηταν εξ αρχης αλλα βελτιωνεται οσο ρολαρει.
Fixit, pdf δεν είναι τα αρχικά της pαιdοfιλίας; Ντροπή σας και νόμιζα οτι διαβάζατε -ουνά χαθείτε!
Puppet, στα 10 χρόνια που υπολογίζεις βάζεις κι αυτά που ήδη έχετε κάνει ή μηδενίζεις το κοντέρ και μετράς από τώρα;
Ναι ρε ρεμάλια θα πάμε όλοι μαζί στο τέλος του μήνα, μόνο πείτε μου μέρα για ν΄αρχίσω να οργανώνομαι.
Σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο ε; Έτσι είναι -άμα σκάει γκομενίτσα μας αρέσει, δεν πα να γαμιούνται 3 κεφάλαια τα παιδιά να μάθουν να παίζουν μουσική;
Milioka θα κατεβάσω όταν πάω σπίτι επειδή στη δουλειά με κόβει. Ευχαριστώ πάντως -έτσι κι αλλιώς. Έρχεται ο Γκαετάνο Σιρέα; Τεράστιο κλαδευτήρι, αλλά δεν έχει πεθάνει προ 20ετίας;
Μαρλαφέκα, αυτό θα πει αντικειμενική ματιά, είναι σαν το τέλος του ανεκδότου με τον τερατολόγο ψαρά και τον τερατολόγο κυνηγό που καταλήγει "ρε, αν δεν κόψεις 5-6 μέτρα από το ψάρι θα του γαμήσου την Παναγία του πούλμαν!"
Καλό είναι επειδή έχει καλή ιστορία στην οποία βασίζεται, αλλά για να δούμε πώς θα κάτσει όταν πέσουν τα αστυνομικοκοινωνικά μέσα...
Υ.Γ.: Πετύχαμε τον Θοδωρή χτες στην Καλλιδρομίου, έχεις χαιρετίσματα.
me provlimatise afto pou eipes.mallon 10 sinolo dld 4 akoma.theloume na elpizoume.
sex k via re mh xaseis k ton pelath.
nai exoume ta themata mas k emeis.
Εντάξει -έβαλα έναν μπούσουλα ρε παιδί μου!
Μ΄αυτά πάντως που λες περί σεξ και βίας δικαιώνεις την επιλογή μου (προ 25ετίας) να μεταφράσω το προφητικό βιβλίο "Σεξ και βία στο Ιράκ" (Εκδόσεις Σονόρα) εντός της καταλήψεως Παντείου! Πόσο μπροστά ήμουν από τότε! Και πόσο με σημάδεψε αυτό το αριστούργημα!
The plot thickens,που λενε και οι καποτηδες.Καλα το πας.
Ευχαριστώ. Τι είναι οι καποτήδες; Ή καπότηδες;
Η αλήθεια είναι φτηνή ως γνωστόν για να πουλιέται και να αγοράζεται-περί της γκομενίτσας αυτό.
Κάτι δεν έχω πιάσει καλά περί του αφιερώματος σε ΝΝ-τι εννοείς πείτε μου μέρα; Δηλαδή κάθε μέρα θα δείχνουν ΟΛΕΣ τις ταινίες; Δε διαλέγεις μέρα ανάλογα τι ταινία θες να δεις;
Κάθε μέρα θα δείχνουν 2 ταινίες ταυτόχρονα και (νομίζω) 4 συνολικά. Την πρώτη μέρα θα έχει τις συναυλίες -θα είναι, ας πούμε, τα εγκαίνια τουτέστιν θα πάμε.
Από εκεί και πέρα θα κανονίσουμε ποιες μέρες θα πάμε ανάλογα με τις ταινίες. Αυτό είναι το πρόγραμμα -είσαστε μέσα;
καποτήδες = cup-of-tea-δες . Οι Αγγλαρες ντε!
Χαχαχαχα -σωστό, πώς δεν το κατάλαβα! Ήταν πισοκέκι!
Ολη η κουβεντα περι σεξ,βιας και ποσο μετρανε στην ιστορια,μου θυμισε τους Μπιβις και Μπατχεντ που χαζευαν ενα βιντεοκλιπ της Σαμανθα Φοξ και μετα τα προφανη σχολια για τα μεγαλα της...προσοντα,κατεληξαν:'Αν το βιντεο ειχε και καναδυο εκρηξεις,θα ηταν το καλυτερο εβερ'.
΄Η οπως ελεγε κι ενας γνωστος μου παππους παλια-'Καλη ταινια,αλλα να εδειχνε και λιγακι βυζι;'
Όλα αυτά έχουν τη ρίζα τους στο θρυλικό συμπέρασμα του Γκαστόνε Ντακ "αυτό το καουμπόικο είναι εντελώς βαρετό, ήδη έχουν περάσει 20 λεπτά κι έχουν σκοτωθεί μόνο 123 άνθρωποι". Και μετά φυσικά φεύγει στη μέση της ταινίας και πέφτει πάνω σε μια αποτυχημένη ληστεία και του μένουν όλα τα λεφτά στα χέρια.
δωδεκα ωρες διαβαζα αυτη τη συνεχεια, τι εγινε θυμηθηκαμε τα παλια;;
Μια σελίδα την ώρα -ρε; Τι διάολο, μαγειρεύεις όταν το διαβάζεις;
Άντε έλα καμιά Αθήνα να τα πούμε.
Milioka, κάπως φλωρούμπες μου τα έκανες τα παιδιά! Δεν ήταν αμερικανάκια πανκιά κολλεγίου ρε συ, χαχαχαχα.
Κοίτα να σου δείξω για παράδειγμα:
http://www.facebook.com/photo.php?fbid=1492564401182&set=o.62768997065&type=1&theater
Back to my roots_
:)
Καμία πρόθεση δεν είχα να κοροϊδέψω με τη φώτο -απλά δε βρήκα κάποια πρόχειρη ή ανάλογη (αυτή είναι snapshot από την ταινία "Οι Απέναντι"). Λίγο άσχετη, το ξέρω αλλά τουλάχιστον έκανα μια προσπάθεια...
Φέησμπούκ δεν έχω, είδα όμως τις φώτος, (δική σου είναι η σελίδα?) είδα και κάποιους δίσκους που τώρα πια αναπαύονται σε κάτι ράφια στο πατάρι. Κάτι morel, South of No North, εν πλω, τον δίσκο των RAW-Land, μερικούς της Wipe Oute, Villa 21 + Last Drive, τον δίσκο των Brush-Bristle kai διάφορα άλλα LP που δε θυμάμαι... Όλα αυτά παλιά γιατί τώρα όπως λέγαμε έχω αλλάξει μουσικές φόρμες :P
πάντως αν θέλεις να το κατεβάσω το PDF ή σβήσε το σχόλιο που το έχει..
από την άλλη αν μου δώσεις καποιες φωτος και το κείμενο ολόκληρο ευχαρίστων να το κάνω PDF -μερικά κλικ είναι, μη φανταστεις-
... και σε περίπτωση που η σελίδα στο φέησμπούκ είναι δική σου----
http://miliokas.tumblr.com/post/5273043298/south-of-no-north-wipe-out-records
Aυτά kai συγγνώμη για το μακροσκελές σχόλιο_
Ρέιιι, τι σοβαρότητες είναι αυτές; Κι άμα κορόιδευες δηλαδή τι θα γινόταν; Το κανιβαλίζειν εστί φιλοσοφείν που λέγαν και οι αρχαίοι ημών.
Απλά σου λίνκαρα τη φωτογραφία για να σε μπάσω λίγο στο κλίμα -ο Πανουσόπουλος που είχε κάνει τους Απέναντι νομίζεις οτι ήξερε που ήταν η Παρανόιντ, η Σοφίτα, η Όμπρε και τα σχετικά στέκια;
Δεν είναι δική μου η σελίδα και δεν μπορούμε στο φβ να χρησιμοποιήσουμε τις φωτογραφίες αυτές -αλλά άνοιξε ένα λογαριασμό να τις δεις, θα σου αρέσουν πολύ. Κι εγώ αυτό έκανα.
Προφανώς και δεν θα σβήσω το σχόλιό σου με το λινκ, η ιστορία δημοσιευμένη εδώ μέσα είναι δική μου αλλά το pdf είναι δικό σου -όπως γουστάρεις το κάνεις.
Και σε ευχαριστώ που ασχολείσαι.
Υ.Γ.: Μακροσκελές το σχόλιό σου; Δεν θα το΄λεγα...
Tiς είδα όλες -χρησιμοποίησα ενός φίλου το λογαριασμό -έτσι είδα και τους δίσκους που σου έλεγα. Έχω και μια ιδέα από διάφορα άλλα blogs κλπ -παρακολουθούσα κιόλας. Απλά σε κάποια παλιά μετακόμιση χάθηκαν πάρα πολλά (βιβλία, δίσκοι, περιοδικά κλπ) από ένα λάθος της αδερφής μου και δεν έχω πλέον σχεδόν τίποτα..
Ε αυτά περί αυτών :)
Μακροσκελές για τα δικά μου δεδομένα ποστ -έχω κι αλλωνών μεγαλύτερα _
καλό μεσημέρι-απόγιομα (:
Ναι, από χαμένο υλικό έχω κάποια εμπειρία. όπως επίσης και από υλικό που κάποιος δανείστηκε και ξέχασε να επιστρέψει -μην τα θυμάμαι τώρα και μου ανεβαίνει η πίεση...
Καλημέρα.
Καλημέρα μαν. Δυνατό το καινούριο το στόρι, τσίτα γκάζι.
Πέρα από αυτό, μόλις τελείωσα τη στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα κ θέλω κ άλλο. Ο τύπος απλά είναι από τους καλύτερους έλληνες στα λόγια του, έκτακτα. Μιας κ ασχολείσαι με τα σχετικά, θα βγεί κ ο οργισμένος βαλκάνιος στην επανέκδοση που θα γίνει;
Τι βιβλιάρα ρε μάγκα!
Δεν ασχολούμαι ρε (πού τέτοια τύχη;) ενημερώνομαι! Λοιπόν τώρα στο τέλος του μήνα στο αφιέρωμα θα βγει ΚΑΙ ο Βαλκάνιος ΚΑΙ τα Γουρούνια στον Άνεμο (η συνέχεια του Μοντεζούμα που όμως κυκλοφόρησε παλιότερα) ΚΑΙ οι Τυμβωρύχοι (καταπληκτικά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας και όχι μόνο). Στα προτείνω όλα αναφανδόν κι αν με κάτι δε μείνεις μαλάκας στο αγοράζω διπλό. Α ναι, θα βγουν και οι ταινίες του σε πακέτο κι αν η τιμή είναι αυτή που έχω ακούσει μιλάμε περί καθαρά συμβολικής. Ετοιμάσου λοιπόν.
Υ.Γ.: Ευχαριστώ και για τα καλά σου λόγια -μην ξεχάσω.
7137 λέξεις!
έβαλα τον κομπιούτορα και τις μέτρησε, τι μινάρας που είσαι ρε μότορα, ο στίβεν κινγκ του μπλόγκσποτ.
άσε μας να σαγαπήσουμε ρε.
Είμαι όμως μινάρας ή απλώς μινάρω; Δις ιζ ζε κουέστιον, που έλεγε κι ο Σωτήρης Μουστάκας.
Υ.Γ.: Πάντως φίλε είναι καλύτερο να μου μετράς τις λέξεις παρά τις μπουκιές -πίστεψέ με.
έλα τώρα, παραδέξου ότι ακόμα και για τα δικά σου δεδομένα, αυτό το πόστ είναι αφόρητα πελώριο, δηλ. μπορεί να έχεις γράψει το πόλεμος και ειρήνη, αλλά στην οθόνη αυτό απλά δε διαβάζεται από φυσιολογικούς ανθρώπους κομ μουά, μην επιμένεις σου λέω, δεν εξαναγκάζομαι έτσι εύκολα.
υγ. στα μακριά πόστς να κάνεις ότι έκανε ο πάτρικ μπέιτμαν στις πουτάνες.
Εντάξει -ήταν 12 σελίδες με 12άρια (σκάρτες) ενώ συνήθως πάω μέχρι 10 σελίδες, πού κολλάς κι εσύ; Να βγάλω δηλαδή το λαβ στόρι να το κάνω μικρότερο; Ε;
Τα μακριά ποστ δεν τα πειράζω ποτέ, επειδή (όπως και ο μεγάλος κυβισμός στη μοτοσυκλέτα) υποδηλώνουν το μικρό πουλί του κατόχου τους.
An pesei h Prwinh Peripolos panw ston teliko tou Ch.League 8a karfwsw kana mpoukali ston katapiwna mou
Fixit, κάπου χάθηκε το σχόλιό σου -γαμήθηκε ο μπλόγκερ σήμερα. Πάντως Μπάρτσα -Μάντσεστερ δεν το χάνω ούτε εγώ, οι προβολές θα είναι συνεχόμενες κάθε μέρα. Κι αν τύχει να χάσουμε ταινία θα σου κανονίσω ιδιωτική προβολή -ε; Πώς με βρίσκεις;
Επιτρέψτε μου να διεκδικήσω την ...πατρότητα του όρου "καποτής". "Γεννήθηκε" από μένα και τον Παναγιώτη Μυριάλη στο Κένσινγκτον στο τέλος της δεκαετίας του ...1950! Λέγαμε τους Άγγλους "καποτήδες" (από το cup of tea) για να μη καταλαβαίνουν όταν λέγαμε πόσο μακάκες είναι οι περισσότεροι απ' αυτούς. Η παρέα του South Ken διαλύθηκε. Οι πιο πολλοί έφυγαν κι' απ' τη ζωή. Μείναμε τρεις οι δύο κατεστρεμένοι -οικονομικά αλλά όχι επαγγελματικά και ηθικά
Ε, τότε θα μου επιτρέψετε κι εμένα να κοκορευτώ ότι όχι μόνο με διαβάζουν άτομα που ξέρουν τη λέξη καποτής αλλά με διαβάζουν κι αυτοί που τη βγάλανε!
Αυτό νομίζω είναι πολύ τιμητικό για τις ιστορίες μου.
Να είστε καλά.
Διαχρονικές Αξίες. Όλοι
Υ.Γ. Καταστραμένοι -sorry!
Νομίζω πάντως οτι αν πετυχαίνεις να το γράψεις σωστά με την πρώτη δεν είσαι κατεστραμένος!
Οι οικονομικές καταστροφές είναι, κάποιες φορές αναστρέψιμες (και κάποιες άλλες δεν έχει σημασία) -οι ηθικές καταστροφές όμως δεν αλλάζουν όσο δεν έχουμε καταφέρει να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο. Πώς το έλεγε κι ο δικός μας; "Είναι καιρός να περπατήσουμε σωστά τον λάθος δρόμο".
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!