Παρασκευή, Μαΐου 13, 2011

5. «Χασάν ι Σαμπά»

Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα

2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
4. Τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών

Βλέπω το αυτοκίνητο να κόβει ταχύτητα όσο πλησιάζει την καγκελόπορτα, προσπερνάει αργά και φρενάρει, μετά το διακρίνω που έρχεται με την όπισθεν και παρκάρει ακριβώς μπροστά από την καγκελόπορτα. Ο κήπος είναι ακόμα έρημος. Αναρωτιέμαι –θα έρθουν να μας κάνουν εθιμοτυπική επίσκεψη ή θα στηθούν απέξω να κόβουν κίνηση; Ο χρόνος μας τελειώνει.
«Αυτός ο επιθετικός τρόπος συμπεριφοράς προς το κοινό ήταν αρκετά διαδεδομένος στις αρχές του ’80, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό –κάνω λάθος;» με ρωτάει εκείνη συμπεραίνοντας ταυτόχρονα.
Δεν έχει πάρει είδηση το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι –καλύτερα έτσι.
«Ναι, μαθαίναμε για τις ροχάλες και τα κλωτσομπουνίδια στις πανκ συναυλίες, τα μυθοποιούσαμε όλα αυτά, ήμασταν απόλυτοι.... Μέχρι που τα είδαμε με τα μάτια μας και δεν ήταν έτσι όπως τα φανταζόμασταν. Ήταν πολύ πιο μπερδεμένα τα πράγματα....» της εξηγώ.
«Τι είδατε δηλαδή; Εννοείς κάποια συναυλία;»

Παρασκευή 17 του Σεπτέμβη, ο ήλιος τρέχει να κρυφτεί πέρα από τις γραμμές του Ηλεκτρικού, βγαίνουμε από το ξύλινο βαγόνι μαγκωμένοι –έξω περιμένουν οι μπάτσοι σε διπλή γραμμή.
«Τώρα θα είναι πιο έτοιμοι απ΄ότι ήταν στους Πολίς...» υπέθεσε ο Γιωργάκης.
«Είναι και χεσμένοι όμως, μετά τη Φιλαδέλφεια...» συμπλήρωσε το Μέταλλο.
Δεν είχε κλείσει ούτε βδομάδα, το προηγούμενο Σάββατο έπαιξε ο Γκάλαχερ στο γήπεδο της ΑΕΚ και κάηκε το μουνί τους. Ξύλο, δακρυγόνα –είχαμε πάει κι εμείς, τρομάξαμε να βγούμε ζωντανοί, μπασκίνες και πυροσβεστικές απέξω, χανούμια με καδρόνια μέσα στο γήπεδο.... Ευτυχώς είχαμε μπουκάρει στο τζαμπέ γιατί από συναυλία δεν πήραμε ούτε μυρωδιά.
«Τα εισιτήριά σας ρε κωλόπαιδα».
«Στη σειρά παλιοαλήτες».
«Μόνο όσοι ελέγχουμε θα περνάνε, όσοι δεν έχουν εισιτήριο θα συλλαμβάνονται».
Οι μπάτσοι μάς υποδέχτηκαν με τις αγκαλιές γεμάτες λουλούδια. Μπροστά μας γίνεται ο κακός χαμός –παιδιά χωρίς εισιτήριο άρχισαν να σπρώχνουν για να σπάσουν την αλυσίδα των μπάτσων, παιδιά με εισιτήριο άρχισαν να διαμαρτύρονται –το πήραν απόφαση οι μπάτσοι οτι δεν έβγαινε άκρη και το γύρισαν στις γκλοπιές. Περνούσαμε λοιπόν ανάμεσά τους ενώ εκείνοι βαράγανε όπου βρίσκανε –είχες δεν είχες εισιτήριο...
«Τρέξτε», φώναξε ο Πίβοτ.
Αυτό κάναμε –βρήκαμε μια μπόσικη πλευρά που είχαν μαλλιοκουβαριαστεί κάτι παιδιά αγκαλιά με καπελάκηδες, τους πηδήξαμε αμφότερους σε στυλ «400 μέτρα μετ΄εμποδίων» κι αρχίσαμε την τρεχάλα.
Για να πέσουμε σε δεύτερη διπλή γραμμή μπάτσων έξω από το Σπόρτιγκ. Και πάλι τα ίδια, πάλι στη σειρά, πάλι γκλοπιές. Ένα κορίτσι έκλαιγε τρομοκρατημένο στο πλάι, κάτι παιδιά μάς κοιτάζανε χαμένα –οι μπάτσοι τούς είχαν ήδη φορέσει χειροπέδες.
«Τι γίνεται εδώ ρε πούστη μου –ούτε συγγενή στο Νταχάου να πηγαίναμε να δούμε», θαύμασε ο Πίβοτ.

Μπήκαμε στο Σπόρτιγκ λιωμένοι, άντε να παρακολουθήσεις συναυλία μετά από τόσο ξύλο και σπρωξίδι. Κολλητά στους τοίχους αγόρια και κορίτσια βάφονταν, μαύρες σκιές στα μάτια, μαύρο βερνίκι στα νύχια, λεμόνια, ζελέ, μέχρι και Κολυνός για να σταθούν όρθια τα μαλλιά. Κι εμείς χαμογελούσαμε επειδή νιώθαμε οτι βρισκόμασταν με δικούς μας ανθρώπους. Εμείς από μέσα, οι σκατόμπατσοι απέξω –έτσι έπρεπε να είναι. Ευτυχώς μόνο που ξηγήθηκαν σκληρό μαρκάρισμα οι γέροι της Έλλης και δεν την άφησαν να’ρθει, γιατί μύριζε αίμα εκεί μέσα, δεν ήθελα να έχω την έγνοια της. Θυμήθηκα την Έλλη κι αποσυγκεντρώθηκα για λίγα δευτερόλεπτα –διάστημα αρκετό πάντως για να φάω μια αγκωνιά από τον Πίβοτ.
«Τι στέκεσαι ρε τσουτσέκι; Πάμε να πιάσουμε πόστο».
Τον ακολούθησα βαρύθυμα.

Στη σκηνή βγήκαν οι Μέτρο Ντικέι με τα φώτα ακόμα αναμμένα –τα παιδιά από κάτω ούρλιαξαν κι εμείς αρχίσαμε τις απλωτές σαν κολυμβητές για να πιάσουμε θέση μπροστά. Ο τραγουδιστής κάτι έλεγε σκύβοντας στο μικρόφωνο αλλά δεν ακουγόταν Χριστός από κάτω, εμείς πάντως ουρλιάξαμε επευφημώντας, κυρίως από συναδελφική αλληλεγγύη. Και μετά άρχισαν να παίζουν, τους κοίταζα κι απορούσα με το πόσο ακομπλεξάριστοι έδειχναν –εγώ αν βρισκόμουνα στη θέση τους ν’ανοίγω Μπέρθντεϊ Πάρτι θα μου είχε φτάσει το σκατό στην κάλτσα.
«Καλοί», μου σφύριξε στο αυτί ο Πίβοτ.
«Εντάξει», παραδέχτηκα –κυρίως επειδή ελάχιστα άκουγα αλλά μου άρεσε το στήσιμό τους.
Είχανε ένα στυλάκι «ήρθαμε για να μείνουμε» ρε παιδί μου, κι αυτό το γούσταρα επειδή τα παιδιά από κάτω μοιάζανε μπερδεμένα. Το έριξα λοιπόν στο οτι οι Μέτρο ήταν συγκρότημα από το κέντρο ενώ εμείς ήμασταν από τις συνοικίες –διαφορετικός ο σεβασμός –και σημείωσα οτι θα ήθελα να τους ξαναδώ κάπου που θα άκουγα κιόλας τι παίζανε. Τους ξανάδα μετά από κάνα χρόνο (ίσως και λιγότερο) στο Κύτταρο και ήταν όντως πολύ καλό συγκρότημα μόνο που παίζανε εντελώς διαφορετικά από το Σπόρτιγκ, τρομερή αλλαγή, μου είχε κάνει εντύπωση –στο Σπόρτιγκ έμοιαζαν λίγο με τους Ντιπάρτμεντ Ες (συγκροτηματάρα) ενώ στο Κύτταρο δε μοιάζανε με τίποτα απ΄όσα ήξερα.

Έφυγαν οι Μέτρο, πέρασε κάμποση ώρα στο χαλαρό όταν ξαφνικά βγήκε ο Τρέισι Πιού με το δικτυωτό μπλουζάκι, το καουμπόικο καπέλο και τη μουστάκα, τον ακολουθούσε ο Χάουαρντ σαν παιδάκι χαμένο στο τρένο, ο Χάρβεϊ με ύφος «να σκουπίσω τη μπάρα πριν σερβίρω» -άρχισε τότε ένα σπρωξίδι άνευ προηγουμένου, βρέθηκα να με κοπανάνε στη βάση της σκηνής πριν με αρπάξουν κάτι χέρια, έκλεισα για λίγο τα μάτια, θα τρόμαζα αν δεν άκουγα οικείες φωνές...
«Καθίστε καλά ρε μουνόπανα».
«Βάστα κόντρα, αυτοί θα μας πηδήξουν έτσι που το πάνε».
Άνοιξα τα μάτια, το Μέταλλο με κάλυπτε όσο ο Πίβοτ με τον Γιωργάκη τραβάγανε κλωτσιές σε περιστρεφόμενους πάνκηδες. Με αυτά και με τ΄άλλα δεν κατάλαβα πότε ξεκίνησαν να παίζουν στη σκηνή, μόνο σε μια στιγμή γύρισα και είδα τα όρθια μαλλιά του Νικ Κέιβ (μιλάμε για πολλά μαλλιά και πολύ όρθια) και το κακοφτιαγμένο τατουάζ του με τη νεκροκεφαλή και τις κοτρώνες τα δαχτυλίδια του –όλα αυτά τα είδα πολύ κοντά μου, ένιωσα τρόμο. Επειδή ο άνθρωπος που βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη από δυο μέτρα μού έδινε την εντύπωση οτι θα χαιρόταν αν μ΄έβλεπε να πεθαίνω με τρόπο επίπονο, με κοίταζε, μάς κοίταζε –χωρίς να βλέπει –και κάτι άσχημο ούρλιαζε.
Ο Γιωργάκης δίπλα μου ανατρίχιασε και προσπάθησε να πάει πιο πίσω, τον έπιασα από το μπράτσο έτσι για σιγουριά.
«Μίσος, αυτό είναι», φώναξε ο Πίβοτ.
Εκείνο το βράδυ μάθαμε οτι το μίσος θα μπορούσε να γίνει θεατρική παράσταση και να παίζεται καθ΄εκάστη συναυλία. Ξέραμε οτι ποτέ δεν θα γινόμασταν τόσο καλοί σαν τον Κέιβ, αλλά αυτό δεν σήμαινε απολύτως τίποτα. Ένα παιδί τεντώθηκε να πιάσει το απλωμένο χέρι του Κέιβ όσο εκείνος ήταν πεσμένος, μισοκρεμασμένος εκτός σκηνής –όταν τα χέρια ακούμπησαν ο Κέιβ τινάχτηκε σαν ηλεκτροπληξία ενώ το υπόλοιπο συγκρότημα πίσω του έριχνε μπετά –κανονικά μιλάμε. Κάποιοι ξεκίνησαν να χορεύουν πόγκο μα το παράτησαν, κάποιοι άλλοι ξεκίνησαν το κλωτσίδι –αυτό μάλιστα.
Γίναμε όλοι ένα κουβάρι από σφιγμένες γροθιές, προτεταμένες αρβύλες και ξεγυμνωμένα δόντια, δεν προλάβαινα να δω το συγκρότημα στη σκηνή αλλά ήμουνα σίγουρος οτι ο καργιόλης ο Κέιβ το διασκέδαζε. Αφού από την πολλή χαρά τους μπήκανε λάθος στο «Λουζ» και το ξαναπήγανε από την αρχή, θα γέλαγα αν δεν είχα βάλει κάτω ένα γομάρι με πέτσινα και δε μου χρειαζόταν όλη μου η ορμή για να τον κρατήσω ακινητοποιημένο εκεί όσο πιο πολύ γινόταν.
Το τέλος της συναυλίας το είδα μισοκρεμασμένος στα κάγκελα που χώριζαν το παρκέ απ΄τις κερκίδες, είχαμε μπλέξει σ΄ένα κυνηγητό -τρέχαμε για να ξεφύγουμε απ΄αυτούς που κυνηγάγαμε να πιάσουμε.

Έξω μας περίμεναν οι μπάτσοι, ευτυχώς βγήκαμε με τους τελευταίους, όταν οι κλούβες είχαν γεμίσει. Ούτε σκέψη να πάμε προς τον Ηλεκτρικό, χωθήκαμε στα στενά και τρέξαμε –σκιές που στάζανε κόκκινο ιδρώτα. Από εκείνη τη συναυλία πήραμε γραμμή για το πως παίζεται όμορφα το μίσος, πως βγαίνει η απέχθεια και οι φοβίες στη σκηνή –ωμά, άγρια, φαντασμαγορικά -όχι παιδιακίσια με ροχάλες και πάνκικα βρισίδια.
«Καλύτερα να σε βρίζουν παρά να χασμουριούνται», έλεγε ο Πίβοτ κι από εκείνο το βράδυ ξέραμε πώς έπρεπε να το κάνουμε.

Δοκιμάζαμε και δοκιμάζαμε –πέρναγε ο καιρός –το σχολείο το είχαμε γράψει εντελώς στ΄αρχίδια μας, πρόβες και πάλι πρόβες, ο Γιωργάκης έδειχνε να τα καταφέρνει κάπως καλύτερα, είχε αναπτύξει ένα στυλ αρκετά ηθοποιίστικο στην ερμηνεία, αν δεν ήσουνα έμπειρος δεν το έπιανες εύκολα, εμείς όμως το νιώθαμε με την πρώτη. Σαν τον πυγμάχο που δήθεν λαχανιάζει για να μπερδέψει τον αντίπαλο, σαν τον κατσέρ που κάνει οτι πονάει –τον έβλεπες και το΄τρωγες, αλλά εγώ δίπλα του ήξερα.
«Δε σε πειράζουν πια τα τραγούδια;» τον ρώτησε ένα απόγευμα το Μέταλλο.
«Στ΄αρχίδια μου -δε με πειράζει τίποτα εμένα», είχε απαντήσει ο Γιωργάκης.
Κι εγώ δαγκώθηκα επειδή σκέφτηκα για μια στιγμή μήπως ο Γιωργάκης δεν το παίζει στην ερμηνεία για να κοροϊδέψει όσους θα τον δουν στη συναυλία αλλά για να κοροϊδέψει εμάς, το υπόλοιπο συγκρότημα. Όμως δεν μπορούσα εύκολα να το διαπιστώσω επειδή –άκου τι είχαμε πάθει –η φήμη είχε γυρίσει εναντίον μας.
Αυτή η ιστορία με τους μπάτσους στη συναυλία του Πνευματικού Κέντρου πήγε και κόλλησε στις φασαρίες που έγιναν όταν πρωτοπαίξαμε στο γυμναστήριο του σχολείου –δεν χρειάστηκε περισσότερο για να στηθεί το παραμύθι... Ήμασταν πλέον κάποιο φοβερό συγκρότημα που κατάφερνε να τα κάνει πουτάνα όπου έπαιζε, κλώνοι του Σίντ Βίσιους, ξαδέρφια του Τζώνυ Ρότεν, μπατζανάκηδες του Τομ Βερλέιν άμα λάχει... Κι εκεί ακριβώς εμφανιζόταν το πρόβλημα, επειδή ποιος είχε διάθεση να φέρει στο μαγαζί του ένα συγκρότημα που πάει ασορτί με τις φασαρίες; Όλο αυτό κόλλαγε με τη φήμη των Στρες οι οποίοι τύχαινε να είναι από τη δική μας συνοικία –δεν είχαμε χάσει συναυλία τους, γαμώ τα συγκροτήματα αλλά δεν προλαβαίνανε να παίξουν δυο κομμάτια κι αρχίζανε από κάτω τα «Στρες ντιστρόιερς», γινόταν της κόφας σε κάθε τους εμφάνιση –ήμασταν λοιπόν στη συνοικία των καταραμένων, ποιος να μας αφήσει να παίξουμε; Κάτι παλιοροκάδικες τρύπες της περιοχής δεν θέλανε ούτε να μας ακούσουν –κάναμε πολλή φασαρία για τα γούστα τους, άσε που ο «κόσμος μας» ήταν όλο φτωχοδιάβολοι πάνκηδες που φέρνανε το ποτό από το σπίτι και αφήνανε στο μαγαζί μονάχα σπασμένα καθίσματα ή μπουκάλια... Εκείνος ο χειμώνας πέρασε μέσα στις πρόβες και την απόρριψη.

Κι έτσι θα ήταν το τέλος μας σαν συγκρότημα, οι νότιες συνοικίες δεν θέλανε να μας ξέρουν, την Πλάκα την κλείνανε οι καργιόληδες της ανάπλασης μαζί με τη μπατσαρία, τα Εξάρχεια είχαν τους δικούς τους κώδικες όσο εμείς ψωλαρμενίζαμε μ’έναν εφιαλτικά ψεύτικο θρύλο να μας κατατρέχει. Τουλάχιστον καταφέραμε να τσιμπήσουμε ολίγες γκόμενες εκμεταλλευόμενοι τη φήμη μας–εγώ τα πήγαινα ζάχαρη με την Έλλη, είχε πέσει και το μοιραίο πήδημα (αυτό που ωθεί το κορίτσι σε όνειρα συμβίωσης και το αγόρι σε ανεπίστρεπτο ξενέρωμα), ο Πίβοτ είχε μια άγρια ντεθιάρα από τη διπλανή συνοικία ονόματι Αργυρώ συν κάποια κρυφή γκόμενα λόγω της οποίας ζητούσε συνεχώς κάλυψη χωρίς να μας λέει την παραμικρή λεπτομέρεια, το Μέταλλο τραβιόταν με κάτι μεταλλούδες που τις άλλαζε κάθε δεύτερο δεκαπενθήμερο κι ο Γιωργάκης χανόταν όλο και βαθύτερα –γκόμενα δεν έπαιζε σταθερή, μόνο κάτι μυστήριες με Ντεσεβώ που κάπνιζαν μακριά τσιγάρα με χρυσό επιστόμιο τον παίρνανε νωρίς το απόγευμα και τον επέστρεψαν νωρίς το πρωί.

Όλα άλλαξαν ένα ανοιξιάτικο πρωινό όταν χωθήκαμε κοπανιστοί από το σχολείο στη 16, κλασσικό πρωινό στέκι τουριστριών και βρικολάκων τσακωμένων με το φως του ήλιου. Η υπόγα που ήθελε να ονομάζεται ντισκοτέκ βρωμοκοπούσε αποσμητικό χώρου και υγρασία από τον ξηρό πάγο που σκάγανε με το ξεκίνημα του «Χασάν Ι Σαμπά» των Χόκγουιντ –άκου φάση, έξω να λάμπει ο ήλιος και στην υπόγα οι μαλλιάδες να κοπανιούνται πνιγμένοι στον καπνό του ξηρού πάγου ουρλιάζοντας «Χασίς, χασίς, χασίς, χασίς», πόσο πιο όμορφος μπορούσε να γίνει ο κόσμος δηλαδή;
Εκείνη τη μέρα φτάσαμε σχετικά αργά, είχε κατακαθίσει ο ξηρός πάγος, είχε ήδη φύγει ο Χασάν αγκαζέ με τον Σαμπά, είχε τελειώσει το «Χόκους Πόκους» που έπεφτε στάνταρ αμέσως μετά και το μουσικό ντελίριο βρισκόταν στο «Ζίπιν απ μάι μπουτς –γκόουιν μπακ του μάι ρουτς» των Όντισι, πάει να πει ετοιμαζόταν ο ντιτζέας να περάσει στα γκιράπικα. Ψάξαμε τις τσέπες, βγάλαμε κάτι δίφραγκα, η 16 δεν είχε είσοδο αλλά το ποτό ήταν υποχρεωτικό.
«Πάμε να γίνουμε της προσκολλήσεως» μας σφύριξε ο Πίβοτ δείχνοντας ένα τραπέζι με δυο μαλάκες και πολλά ποτήρια.
Είχε δίκιο, το τραπέζι ήταν σωστό, θα σωζόμασταν από το γκαρσόνι κι εφόσον δεν είχε γκόμενες δεν θα έπαιζε υποψία περί του τι θέλουμε και σε τι αποσκοπούμε, κολόμποι δεν μας φαίνονταν τα παλικάρια –όλα πρίμα.
Πήγαμε, τραβήξαμε καρέκλες, στρογγυλοκαθίσαμε.
«Μάγκες μπορούμε να το παίξουμε παρέα μπας και γλιτώσουμε τα ποτά;» ρώτησε στο συνωμοτικό ο Πίβοτ.
«Πολύ θα θέλαμε ρε φίλε αλλά δε γίνεται καθότι είμαστε οι ιδιοκτήτες», ξεκαρδίστηκε ο τύπος απαντώντας στην ερώτηση.
Μαγκωθήκαμε –μια από σκατά τα είχαμε κάνει.
«Μαθητές είσαστε;» ρώτησε ο ένας από τους ιδιοκτήτες.
«Τι μαθητές; Συγκρότημα είμαστε», είπε ο Πίβοτ με φρυδάκι σηκωμένο όλο αυθάδεια.
«Τι συγκρότημα;» ρώτησε ο άλλος.
«Το Φάντασμα στη Μηχανή», ανακοίνωσε ο Γιωργάκης.
«Τι μηχανή; Καρχαρίας, Ζούζουρας και τέτοια που λέμε;» απόρησε ο άλλος.
«Όχι ρε παιδί μου –γενικότερα....» είπε ο Πίβοτ.
«Μάλιστα», έκανε ο δεύτερος ιδιοκτήτης. «Και τι παίζετε;»
«Νιου γουέιβ», είπε ο Πίβοτ.
«Ποστ πανκ», συμπλήρωσα εγώ.
«Φασαρία δηλαδή», συμπέρανε ο ιδιοκτήτης.
«Έχετε και μπλιμπλίκια;» ρώτησε ο άλλος.
«Όχι δεν έχουμε», ξέκοψε το Μέταλλο.
«Τουτέστιν ούτε για χοροεσπερίδα...» υπολόγισε ο ιδιοκτήτης.
«Τι μας πέρασες; Για κλαριντζήδες ή για φλώρους;» χώθηκε ο Πίβοτ.
«Καλά –μην αρπάζεσαι. Έχω ένα φίλο με κλαμπάκι κι έλεγα μήπως...» είπε ο ιδιοκτήτης.
«Τι κλαμπάκι;» μαλάκωσε ο Πίβοτ.
«Ένα, στον Άη Γιάννη...»
Σκύψαμε όλοι τα κεφάλια, έγινε κάποια κουβέντα εκεί πέρα, ρεζουμέ: έπρεπε να μας ακούσει ο φίλος με το κλαμπάκι –στο τέλος μας κέρασαν και τα ποτά, ευγενέστατοι οι ιδιοκτήτες της 16.

Το ένα πράγμα φέρνει τ΄άλλο (κάτσε κάτω να στη βάλω) έτσι λοιπόν κι εμείς καταλάβαμε οτι αν επρόκειτο να κάνουμε καριέρα ως μπάντα θα έπρεπε να έχουμε δείγμα, τουτέστιν ηχογράφηση –άρα στούντιο και τα σχετικά, όμως στούντιο που να γράφει δωρεάν δεν υπήρχε στην Αθήνα. Κι εντάξει, με τον ιδιοκτήτη του κλαμπ στον Άη Γιάννη τα ψευτοκαταφέραμε –πήγαμε ένα απογευματάκι ζαλωμένοι τα όργανα και του κάναμε μια επίδειξη –κόκαλο ήταν από την πολλή φούντα, Χριστό δεν κατάλαβε –μάς έκλεισε μια εμφάνιση «και βλέπουμε» με 5% από τα ποτά και η διαφήμιση δική μας. Αλλά έπρεπε να αποτυπώσουμε τις μεγαλοφυΐες μας σε μπομπίνα το συντομότερο δυνατό, άρα έπρεπε να μαζέψουμε λεφτά, αυτό έμοιαζε επείγον.
Για αρχή ξεχυθήκαμε στις ρούγες να βρούμε φίλους με καλλιτεχνικές ανησυχίες που θα μας σχεδιάσουν κάποια αφίσα και φτηνό φωτοτυπάδικο για τη συνέχεια. Στο πρώτο μάς έσωσε η Αργυρώ η ντεθιάρα, ήταν ένας τύπος χτικιάρης στην παρέα της που βρώμαγε το χνώτο του σάπιο συκώτι κι αντιβηχικό, μας είχε ακουστά αλλά δεν μας είχε ακούσει –τον πήραμε λοιπόν σε κάνα δυο πρόβες και μετά στρώθηκε με τις σινικές μελάνες και τα πενάκια, μάς έφτιαξε ένα πράμα με στέγες εργοστασίων και ιπτάμενα πεθαμένα έμβρυα σκέτη αναγούλα –ευτυχώς κότσαρε κάπου το όνομά μας και το μαγαζί που παίζαμε (ξέχασε βέβαια την ημερομηνία και την συμπληρώσαμε εκ των υστέρων με το χέρι –δε βαριέσαι), είχαμε έτσι την πρώτη μας αφίσα. Και μετά ήρθε η σειρά της Έλλης η οποία ανέλαβε να κάνει στη ζούλα καμιά κατοστή εκτυπώσεις στα μηχανήματα του ιδιωτικού σχολείου που πήγαινε, για να μην την πάρουν πρέφα τα έβγαζε τριάντα-τριάντα, μας τα μοίραζε κι εμείς γινόμασταν μπουχός για να τα κολλήσουμε στις συνοικίες. Κάνα δυο φορές πλακωθήκαμε με τους Κνίτες επειδή κολλήσαμε πάνω σε δικές τους αφίσες αλλά γενικώς τα καταφέραμε μια χαρά. Στου Μπιλ η αφίσα είχε κολληθεί μέσα-έξω στο τζάμι της εισόδου, καθόμασταν εμείς εντός του καταστήματος σε κεντρικό τραπέζι κι απολαμβάναμε τη δόξα μας, στυλ «μην συνωστίζεσθε -εκ δεξιών οι θαυμασταί, εξ ευωνύμων οι εκπρόσωποι του τύπου».
Κι όταν έφτασε η μέρα της συναυλίας –για την ακρίβεια ένα ανοιξιάτικο βράδυ λίγο πριν το Πάσχα –ήρθαν καμιά πενηνταριά δικοί μας και είκοσι άσχετοι περαστικοί, ανεβήκαμε σε μια (ο θεός να την κάνει) σκηνή, παίξαμε βαριεστημένα ένα σετ δικό μας και 4-5 διασκευές, τα παιδιά από κάτω χειροκρότησαν ευγενικά, ο Γιωργάκης δεν ευχήθηκε σε κανέναν να πάει να γαμηθεί και τίποτα δεν σπάστηκε (δηλαδή κάτι πήγαν να ξεκινήσουν οι πάνκηδες αλλά τους ζώσανε στη στιγμή οι φίλοι του ιδιοκτήτη, χοντροί με πουκάμισα ξέχειλα και χρυσές καδένες), τίποτα τρομερό δεν συνέβη. Λεφτά εισπράξαμε λιγότερα απ΄όσα χρειαζόμασταν για τα ταξί, όμως τα δώσαμε στο Μέταλλο να τα φυλάξει εγκαινιάζοντας το «Ταμείο Συγκροτήματος». Κι ο ιδιοκτήτης (εξίσου λιώμα, από ποτά όμως τώρα) μας είπε όσο ξεχώριζε τα βρεμένα κατοστάρικα για να μας πληρώσει...
«Άμα θέλετε να ξαναπαίξετε την άλλη βδομάδα –μέσα».

Το σκεφτήκαμε καλά και το σκεφτήκαμε με την ησυχία μας τις επόμενες μέρες, η συναυλία εκείνη ήτανε να την ακούνε οι μύγες και να κοπανιούνται από μόνες τους στις μυγοσκοτώστρες. Η σκηνή ήταν πιο στενή κι από σχολικό καμπινέ, εγώ κοπάναγα συνέχεια πάνω στα πιατίνια του Μέταλλου, ο Πίβοτ έπρεπε να προσέχει μη ρίξει καμιά αγκωνιά στο Γιωργάκη κατά λάθος -παλιοκατάσταση εν ολίγοις.
«Πάντως αν ξαναπαίξουμε εγώ θα βγω με καρέκλα, πιάστηκα όρθιος κι ακίνητος» προειδοποίησε ο Γιωργάκης.
«Αμ εγώ τι να πω που μου‘κανες συνέχεια μπαρέ με τη μασχάλη σου», του γκρίνιαξε ο Πίβοτ.
«Γι΄αυτό λέω να κάθομαι σε καρέκλα να μην εμποδίζω...» συνέχισε τη γκρίνια ο Γιωργάκης.
«Μαλακίες», έκανε εισαγωγή το Μέταλλο κι όλοι τον κοιτάξαμε για τη συνέχεια.
Αλλά δεν είπε τίποτα στη συνέχεια.
«Το θέμα πάντως είναι οτι λεφτά δεν βγάλαμε από την υπόθεση, ούτε και το διασκεδάσαμε», είπα.
«Άρα;» έκανε το Μέταλλο.
«Άρα πρέπει οπωσδήποτε να ξαναπαίξουμε», είπε ο Πίβοτ.
«Κανονικά όμως», είπε ο Γιωργάκης.
«Τι κανονικά;» απόρησα.
«Κανονικά –κανονικά», μου εξήγησε ο Πίβοτ.
«Και μετά δεν πρόκειται να ξαναπαίξουμε ούτε σε νταμάρι», σχολίασα.
«Μαλακίες», ξανάπε το Μέταλλο.
«Εντάξει –να ψάξω τότε για άλλο κλαμπάκι;» ρώτησε ο Πίβοτ.
«Ναι, καλό θα ήταν», υπέθεσα.
«Μαλακίες», ματαξανάπε το Μέταλλο.
«Τι σκατά το λες και το ξαναλές;» μπουρίνιασε ο Πίβοτ.
«Παίζουμε μαλακίες, είμαστε εκτός τόπου», εξήγησε το Μέταλλο. «Αν θέλουμε να κάνουμε λάιβ σε κλαμπάκια χρειαζόμαστε πρόβες».
Ξύσαμε τα κεφάλια μας τόσο επίμονα που λίγο ακόμα και θα ξύναμε το κεφάλι του διπλανού μας.
«Δηλαδή;» ρώτησε τελικά ο Πίβοτ.
«Δηλαδή αλλιώς παίζεις στο χύμα, αλλιώς παίζεις στα ανοιχτά κι αλλιώς στο στρίμωγμα», είπε το Μέταλλο.
«Φαντάσου τον Κέιβ σ΄εκείνη τη σκηνή...» μουρμούρισα εγώ.
Ο Γιωργάκης εμφανώς ανατρίχιασε.
«Δηλαδή...» υπολόγισε ο Πίβοτ.
«Όλα στημένα από πριν», είπε ο Γιωργάκης.
«Εννοείς να βγάλουμε χορογραφία και τέτοιες σαχλαμάρες;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Εννοώ οτι θα έπρεπε να είναι όλα ψεύτικα...» μουρμούρισε ο Γιωργάκης.
«Για τη συναυλία των Μπέρθντεϊ Πάρτι λες;» τον ρώτησα.
«Γενικά. Όλα ψεύτικα, παραμύθι οργή, κάλπικη απόγνωση...» συνέχισε ο Γιωργάκης.
«Σπάστα και ξαναρίχτα, δε σε πιάνω», είπε ο Πίβοτ.
«Δε χρειάζεται», χώθηκε το Μέταλλο. «Όλοι καταλάβαμε κι ο Γιωργάκης περισσότερο».

Τελικά δεν ξαναπαίξαμε σ΄εκείνο το κλαμπάκι στον Αη Γιάννη –ήρθαν όμως οι συγκυρίες μαζί με γνωστούς και φίλους, βρεθήκαμε σ΄ένα φεστιβάλ στου Ζωγράφου (όταν κανονικά θα έπρεπε να διαβάζουμε για τις πανελλαδικές), παίξαμε μέσα στο καταμεσήμερο μπροστά σε ένα φανατικό κοινό τριών ατόμων, μαγέψαμε τους μαστόρους στις απέναντι σκαλωσιές, αλλά καταφέραμε να αποκτήσουμε επαφή με κάποια σοβαρά συγκροτήματα και μέσω αυτών να κλείσουμε εμφανίσεις στο κέντρο.
Αποκορύφωμα οι τρεις εμφανίσεις στον Πήγασο, εντάξει, μικρό το μαγαζί αλλά δεν έπεφτε καρφίτσα, ο Γιωργάκης είχε βρει κάποια άκρη –γλιστρούσε ανάμεσά μας σα σκιά κάνοντας πιο ύπουλη και υποχθόνια την ερμηνεία του, στο τέλος έπιανε τον κόσμο συγκεντρωμένο κι απροετοίμαστο, τους έχωνε τότε μπινελίκια ανακατεμένα με γκάζια, ο μαγαζάτορας μάς προειδοποίησε τη δεύτερη φορά να μην ξανασυμβεί –την τρίτη φορά οι προκλήσεις ξεκίνησαν από τον Πίβοτ και θα μας κατέβαζε με σφαλιάρες ο μαγαζάτορας αν δεν τον προλάβαιναν οι μπασκίνες από το διπλανό κωλάδικο που μπουκάρανε, μάς βγάλανε όλους έξω (συγκρότημα, πελάτες, γκαρσόνες, τον Τσακατσούκα) και αφού μάς γαμωσταύρισαν, μάς πήγαν συνοδεία μέχρι το κωλάδικο για εξακρίβωση. Την άλλη μέρα δίναμε μαθηματικά στις πανελλαδικές εμείς οι υπόλοιποι και νέα ο Γιωργάκης –τουτέστιν άμα πιάσεις βάση κράτα λίγη και για μένα.

Αλλά ήμασταν καλοί και γινόμασταν καλύτεροι. Ο Πίβοτ σκάρωνε θεματάκια με το σωρό, δεν χρειαζόταν πια να έχουμε τους στίχους για να φτιάξουμε τραγούδι, πολλές φορές ο Γιωργάκης έγραφε ακούγοντάς μας να προβάρουμε. Έγραφε κι ο Πίβοτ κάτι σαχλαμαρίτσες πιασάρικες, έγραψα κι εγώ κάποια στιγμή τους στίχους που είχα υποσχεθεί στην Έλλη όμως με πλακώσανε οι υπόλοιποι, επειδή αν βγάζαμε τραγούδι με τέτοιους στίχους και το άκουγε η Έλλη θα με χώριζε στο τσακ μπαμ. Ήταν καλοί στίχοι νομίζω –αλλά τέλος πάντων... Το δικό μου δυνατό σημείο ήταν «τα λέγκο», δηλαδή το πως θα κουμπώσουν μεταξύ τους οι ήχοι –που θα μπαίνει το κάθε όργανο, ποιος θα τονίζει και τέτοια. Ευτυχώς υπήρχε το Μέταλλο, πάνω του πατάγαμε για να πουλήσουμε μούρη κι όταν τα σκατώναμε μάς συμμάζευε, το παιδί μπορούσε να βρει το μέτρο ακόμα και μέσα σε σφηκοφωλιά. Άφησα τελευταίο τον Γιωργάκη όχι χωρίς λόγο. Εντάξει, ο μικρός είχε φωνάρα και στη σκηνή πέταγε, μπορούσες να χαζέψεις μαζί του και να ξεχάσεις τις μαλακίες των υπολοίπων μας. Έγραφε όμως αυτούς τους στίχους... λάθος το πιάνω.... ο Γιωργάκης είχε πρόβλημα. Από την αρχή. Οι στίχοι του ήταν πολαρόιντ, πώς θα σου φαινόταν να βγάζεις σε κοινή θέα μια φωτογραφία σου την ώρα που κλαις κουκουλωμένος στο κρεβάτι ή όταν τραβάς μαλακία ξέρω ΄γω... Ε, ο Γιωργάκης το έκανε αυτό το πράγμα και δεν είχε την αγγλικούρα για να τον προστατεύει, δεν φώναζε «άι κράι», φώναζε «κλαίω» κι από κάτω τού απαντούσαν: «κάτσε να σου δώσω μαντήλι». Δοκίμασε να κλέψει με τον τρόπο που το κάνανε οι παλιοί ροκάδες, μασώντας τις λέξεις α λα Μικ Τζάγκερ, όμως το αποτέλεσμα ήταν αξιοθρήνητο και δημιουργούσε χειρότερες παρερμηνείες. Κατέληξε στο υποχθόνιο –λέξεις κοφτές που δένανε με τα θέματα του Πίβοτ αλλά δεν καταλάβαινες τι σημαίνουν στη σειρά που τραγουδιόντουσαν, έγινε άσσος σ΄αυτό ο Γιωργάκης, άκουγα παιδιά να τραγουδάνε τα ρεφρέν μας χωρίς να τα πολυκαταλαβαίνουν, κάποια στιγμή βέβαια θα ολοκλήρωνες τον συλλογισμό, θα μπαίνανε τα στοιχεία σε σειρά και θα ανακάλυπτες οτι τραγουδάς για μπανιστιρτζήδες και νεκρόφιλους ή για περίεργες ουσίες που βγαίνουν από το κεφάλι σου για να ξαναμπούν σ΄αυτό, περίεργα πράγματα κοντολογίς, για τα οποία κανείς δεν θα έβρισκε λόγο να αισθανθεί περήφανος. Κι όλα αυτά θα ήταν υπέροχα αν επρόκειτο μόνο για παραμύθι, για μια παράσταση που στήναμε πανηγυριώτικα και τη μαζεύαμε όταν σχόλαγε το θέαμα.

Είχε μπει για τα καλά το καλοκαίρι, δουλεύαμε κάτι σαχλαμάρες με το Μέταλλο στο στούντιο –αποθήκη του Γιωργάκη περιμένοντάς τους να εμφανιστούν κι αυτός και ο Πίβοτ, η Έλλη με κάτι φιλενάδες της μπαινόβγαιναν κουβαλώντας μπύρες και γαριδάκια από την κοντινή Έβγα, η κυρία Κατερίνα μπαινόβγαινε ψάχνοντας...
«Μα καλά, δεν σας είπε πού θα είναι;» ρωτούσε.
«Είχαμε κανονίσει να βρεθούμε σήμερα», απαντούσαμε αμήχανα.
Και το πρόσωπό της αυλάκιαζε από την ανησυχία.
«Κλείσε την πόρτα», μου έκανε νόημα το Μέταλλο όταν βγήκε η κυρία Κατερίνα και μείναμε οι δυο μας.
Έκλεισα.
«Τι γίνεται ρε μαλάκα;» με ρώτησε.
Σήκωσα τους ώμους.
«Ποιον ψάχνει αυτή τώρα –έχεις καταλάβει;» ξαναρώτησε το Μέταλλο.
«Το γιο της ψάχνει –τι ρωτάς;» απόρησα.
«Τον ηλίθιο παριστάνεις;» νευρίασε το Μέταλλο.
Ήξερα που το πήγαινε και δε μίλησα.
«Σε είδα τις προάλλες που έφευγες στα νύχια....» μου είπε.
«Για πότε λες;»
«Προχτές».
«Είχα έρθει να πάρω το μπάσο για το σπίτι...»
«Παρακάτω».
Δεν ήθελα να πάω παρακάτω.
«Εσύ τι έκανες εδώ πέρα;» τον ρώτησα για ν΄αποφύγω.
«Εκεί είναι το θέμα; Περνούσα τυχαία», μου απάντησε θυμωμένα.
«Και λοιπόν;»
«Άντε γαμήσου ρε πούστη που θα με δουλέψεις κιόλας», μάγκωσε το Μέταλλο.
Σώπασα.
«Πάμε άλλη μία το ίδιο κομμάτι;» πρότεινα.
Το Μέταλλο με κοίταξε άγρια.
«Νομίζω πάντως οτι ο Γιωργάκης είναι μεγαλύτερο πρόβλημα», ψέλλισα. «Δηλαδή ποιες είναι αυτές οι μυστήριες που τραβιέται; Τι διάβολο κάνουν;»
«Ο Γιωργάκης έχει μπλέξει με χάι κλας ντρόγκα, όσο τον ξεζουμίζουν δεν θα πάθει τίποτα –μετά είναι τα δύσκολα....» μουρμούρισε το Μέταλλο. «Όμως ο άλλος, ο αρχίδης, θα μας μπλέξει άσχημα....»
«Όχι άμα μείνει μεταξύ μας....»
«Μεταξύ μας, Μεταξά –τι λες ρε βλάκα. Θέλει πολύ νομίζεις να γίνει βούκινο; Και δεν λογαριάζω την περίπτωση να το ψυλλιαστεί η Αργυρώ, τότε να δεις γλέντια», έκανε σκυθρωπά το Μέταλλο.
Ευτυχώς άνοιξε η πόρτα και μπουκάρανε η Έλλη με τις φιλενάδες –κάτι ψηλομύτες που της έφερε μαζί της η δικιά μου για να τους κάνει εντύπωση –φέρανε μπύρες μισοπαγωμένες και γαριδάκια μπαγιάτικα.
«Λοιπόν; Πότε θα παίξετε;» με ρώτησε η Έλλη.
«Βλέπεις να έχουν έρθει οι υπόλοιποι;» κούμπωσα.
«Και πότε θα έρθουν;» ρώτησε μια φιλενάδα.
Τι να της πεις κι αυτής τώρα;
Το Μέταλλο σηκώθηκε να τις βοηθήσει, σε λίγο τα γαριδάκια σουλατσάρανε αδέσποτα στα πέριξ και οι μπύρες τρέχανε αφρό στον ξεκοιλιασμένο καναπέ.
«Ήσασταν στου Ζωγράφου;» ρώτησε η φιλενάδα.
«Ναι», παραδέχτηκε ο Πίβοτ.
«Έγινε χαμός εκεί πέρα, έτσι άκουσα», είπε εκείνη στα πρόθυρα του εντυπωσιασμού.
«Μην ακούς -τα παραλένε», τη γείωσε το Μέταλλο.
«Και τώρα τι ετοιμάζετε;»
«Διεθνή περιοδεία –τι άλλο;»
«Έλα μωρέ, πες του να μη δουλεύει τη Ναταλία», με παρακάλεσε ναζιάρικα η Έλλη.
«Μη δουλεύεις τη Ναταλία», επανέλαβα μηχανικά.
«Δε θα παίξετε σε κάνα μαγαζί;» επέμεινε η Ναταλία.
«Το φθινόπωρο κάτι θα γίνει», είπε το Μέταλλο.
«Εμάς αποκλείεται πάντως να μας αφήσουν να έρθουμε», έκανε η Ναταλία.
Την κοιτάξαμε ταυτόχρονα και μετά κοιταχτήκαμε, το Μέταλλο μου έκανε νόημα «θα τη βαρέσω» κι εγώ ανασήκωσα τους ώμους –τι άλλο να’κανα;
«Μα πού είναι ο Πίβοτ;» γκρίνιαξε η Έλλη.
Τη στραβοκοίταξα –τι γούσταρε κι αυτή τώρα, να με βουρλίσει ακόμα περισσότερο;
«Δεν πάμε μέχρι το σπίτι να βοηθήσουμε την κυρία Κατερίνα; Είπε οτι θα μας φτιάξει πίτσα», πρότεινε το Μέταλλο.
«Καλή ιδέα», ενθουσιάστηκε η δικιά μου η νοικοκυρεμένη.
Οι δυο φιλενάδες της στράβωσαν αλλά δεν τις έπαιρνε να το δείξουν.
«Πηγαίνετε –θα μαζέψω λίγο τα σκατολοϊδια εδώ μέσα κι έρχομαι», είπα.
Η Έλλη με κοίταξε, κατάλαβε οτι είχα στραβώσει και πήγε πάσο.
«Θα μείνω να σε βοηθήσω», πρότεινε η Ναταλία.
«Αν είναι να μείνεις, κάντο μόνη σου», είπα όλο ζοχάδα που θα μου χάλαγε την ησυχία μου.
Η Έλλη με έπιασε από το μπράτσο.
«Τι έχεις;» ψιθύρισε.
«Τίποτα –εντάξει», έκανα.
«Μην την αφήσεις μόνη της, είναι γαϊδουριά», μου είπε.
«Ώχου, δεν τις έφερα εγώ...» διαμαρτυρήθηκα.
«Σε παρακαλώ», κλαψούρισε ρίχνοντας κι ένα γλάρωμα στο μάτι για να δέσει το γλυκό.
«Καλά, καλά», υποχώρησα.
Φύγανε λοιπόν και μείναμε με την Ναταλία να μαζεύουμε σκισμένα σακουλάκια κι αδέσποτα μπουκάλια, άδειασα και τα τασάκια σε μια τεράστια πλαστική σακούλα...
«Η Έλλη μάς έχει πει πολλά για σένα», έκανε σε μια στιγμή η Ναταλία.
«Είναι όλα αλήθεια», της ξέκοψα ακόμα ζοχαδιασμένος.
«Όλα;» απόρησε.
Δε μίλησα. Κι αυτό επειδή η Ναταλία έφυγε από την απέναντι πλευρά του δωματίου κι ήρθε να σταθεί τσολιάς ανάμεσα σε μένα και τον σκουπιδοτενεκέ.
«Τι γυρεύεις τώρα;» μούγκρισα.
«Το μπελά μου –τι άλλο;» χαμογέλασε εκείνη.
Έτσι λοιπόν την άρπαξα από το σβέρκο, την έφερα κοντά μου και τη φίλησα με τόση τσαντίλα που από θαύμα δεν της δάγκωσα καμιά γλώσσα. Κι εκείνη κόλλησε επάνω μου σα χταπόδι, δεν ξέρω πως μου ήρθε, αλλά ο φόβος μου όλος ήταν μη μου κάνει χάλια τα ρούχα με το μελάνι της κι έτσι μας πάρουν είδηση.
«Έχει χώρο και για μένα πιτσουνάκια μου;» ακούστηκε η αγριοφωνάρα από το άνοιγμα της πόρτας.
Την έσπρωξα ξαφνιασμένος και βρέθηκα να κοιτάζομαι με τον Πίβοτ.
«Κόψε τις μαλακίες», του ζήτησα.
«Δηλαδή εγώ κάνω μαλακίες κι εσείς κάνετε ομορφιές εδώ πέρα –έτσι πάει;» γέλασε ο Πίβοτ.
Η Ναταλία πέρασε δήθεν θιγμένη δίπλα του σαν αέρας, ακούσαμε τα αθλητικά της να κοπανάνε το χώμα όσο έτρεχε προς το σπίτι.
«Τι έγινε ρε Τρανζίστορ; Δε σου φτάνει η μία;» ρώτησε ο Πίβοτ.
«Βγαλ΄τη σκούφια σου και βάρα με», ψιθύρισα.
«Εντάξει –εγώ όμως δεν μπλέκω με δυο από την ίδια παρέα», απάντησε εκείνος.
«Σωστά», γέλασα νευριασμένος ακόμα. «Άλλη η παρέα της Αργυρώς και άλλη η παρέα της... αλήθεια ρε φίλε, της ποιας;»
«Τι θες τώρα;» κούμπωσε εκείνος.
«Για την άλλη που τραβιέσαι λέω. Ποια είναι, δε θα μας πεις; Κολλητοί δεν είμαστε; Γιατί μας κρατάς στην απέξω; Ίσως να έχει καμιά φιλενάδα να βολευτούμε κι εμείς....»
«Άντε γαμήσου», μούγκρισε ο Πίβοτ.
Επιτόπου μάγκωσε το αποτσίγαρό του μεταξύ μέσου και αντίχειρα, το έστειλε συστημένο για τα μούτρα μου, πρόλαβα και το απέφυγα πλαγιάζοντας.

Μέσα στο σπίτι του Γιωργάκη ήμασταν όλοι μια χαρούμενη παρέα στο μνημόσυνο του μακαρίτη –το πρόσωπο της κυρίας Κατερίνας φωτίστηκε όταν μας είδε να μπαίνουμε με τον Πίβοτ, παροδικά σύννεφα περνούσαν από τα μάτια της κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε στο γιο της –πού να ήταν άραγε το κωλόπαιδο;
Η Έλλη με την Ναταλία χαζογελούσαν άρα δεν είχε πέσει καμιά καρφωτή –δεν την είχα για τόσο κοινοβιακή την Έλλη. Κι ο Πίβοτ μας εξιστορούσε τις περιπέτειές του στη χώρα των δισκογραφικών εταιρειών, παραμύθια και «να’χαμε να λέγαμε» δηλαδή, δεν πίστευα οτι μπορούσε να βρεθεί άνθρωπος που θα έβαζε φράγκα για να ηχογραφήσουμε.
Πάνω στο χώνεμα της σπιτικής πίτσας μάς πέτυχε ο Γιωργάκης, μπήκε αλαφιασμένος στο σπίτι, φρέναρε απότομα στη θέα μας.
«Τι γίνεται εδώ πέρα; Κάνετε πάρτι και δε μου το΄πατε;» είπε αμήχανα.
«Ναι, όταν δεν κάνουμε πρόβα κάνουμε πάρτι», είπε ο Πίβοτ.
«Μίλησε τώρα κι ο συνεπής», παρατήρησα.
Το Μέταλλο έβγαλε τις Καμήλες και τις άφησε πάνω στο τραπέζι, πλακώσαμε λοιπόν κι εμείς να μοιραζόμαστε -από τις κοπέλες κάπνιζε μόνο η Ναταλία, όχι η Έλλη ούτε η άλλη φιλενάδα τους. Ο Γιωργάκης κάθισε παράμερα σα βρεγμένη γάτα και τσιμπολόγησε κάτι υπολείμματα πίτσας, καθαρά για λόγους ευγένειας. Η κυρία Κατερίνα απέφευγε να τον κοιτάξει.
«Θέλω να σας πω», μουρμούρισε ανάβοντας τσιγάρο.
«Πες μας», έκανε ο Πίβοτ.
Ο Γιωργάκης δεν τον κοίταξε κι εγώ στράβωσα το στόμα.
«Μάνα, να πάρουμε το αυτοκίνητό σου;» της ζήτησε.
«Είναι ανάγκη;» αναρωτήθηκε η κυρία Κατερίνα.
«Για να στο ζητάω...» έκανε εκείνος.
Μετά γύρισε σε μας.
«Συνοδέψτε τις κοπέλες μέχρι την πόρτα κι ελάτε στο αμάξι –σας περιμένω», μας είπε.
Η δικιά μου στράβωσε περισσότερο από τις άλλες δυο (οι οποίες προφανώς φυλάγανε τα φαρμάκια τους να της τα ρίξουν κατ΄ιδίαν) –δεν έδωσα σημασία.
«Θα τα πούμε αύριο», μουρμούρισα χωρίς να την κοιτάζω.
«Θα δούμε αν θα μπορώ», απάντησε.
Ρε, δεν πήγαινε στο γερο-διάολο βραδιάτικα;

Οδηγούσε ο Γιωργάκης, δίπλα του ο Πίβοτ έψαξε για καμιά κασέτα αλλά στο τέλος το παράτησε κι έβαλε τον σταθμό της Αμερικάνικης Βάσης. Γέμισε το αμάξι ροκ’εν’ρόλια, καντριές και ουρλιαχτά από τον Γούλφμαν Τζακ, νιώσαμε εντελώς Αμέρικαν Γκράφιτι. Γι΄αυτό κατευθυνθήκαμε προς παραλία, είχαμε φτιάξει γκλάμουρ διάθεση για κρούζινγκ στη λεωφόρο με τους μαϊμουδένιους φοίνικες.
Δε μιλάγαμε, ήταν δύσκολα αυτά που αποφεύγαμε να πούμε.
«Έχω στριμωχτεί άσχημα», έκανε ο Γιωργάκης σπάζοντας την ησυχία.
Τον περιμέναμε να συνεχίσει όσο άφηνε πίσω του την πλαζ της Βούλας.
«Για φράγκα πρόκειται;» ρώτησε το Μέταλλο όταν βαρέθηκε να περιμένει στη μουγκαμάρα.
«Φράγκα...» επανέλαβε ο Γιωργάκης και γέλασε αφηρημένα.
«Εξήγησέ μας ρε γαμώτο –μας γκάστρωσες», είπα εγώ.
«Είναι μπέρδεμα η υπόθεση... πάντως πρέπει να εξαφανιστώ για λίγο καιρό...» ψιθύρισε ο Γιωργάκης.
«Και δηλαδή δεν κάνει να μάθουμε περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ο Πίβοτ.
Ο Γιωργάκης αφοσιώθηκε στα στροφιλίκια περνώντας παντιλικωτά τα Λιμανάκια, αναβόσβηνε τους προβολείς γυρεύοντας να περάσει ινδιάνικα την Τρύπα του Καραμανλή, ο αέρας απ΄τα ανοιχτά παράθυρα έφτιαχνε βεγγαλικά από τις καύτρες των τσιγάρων μας, ανακατευόταν με τον τούρκικο καπνό, μπαΐλντιζε τα πνευμόνια μας...
«Σας σκοτώνω ρε κωλόπαιδα, ρίχνω τ΄αμάξι στο γκρεμό και πάπαλα», ούρλιαξε σε μια στιγμή ο Γιωργάκης.
Κι εμείς κοιτάζαμε ίσα μπροστά προσπαθώντας να διώξουμε τις τούφες που μας στράβωναν, να δούμε έστω το τέλος μας. Στο ραδιόφωνο ο Τζόνι Ρέι με τα Τέσσερα Παλικάρια του έλεγαν για το «Μικρό Άσπρο Συννεφάκι που Έκλαιγε», δεν ακούγαμε καλά μέχρι που το΄κοψε ο Γούλφμαν ουρλιάζοντας κι ησυχάσαμε. Τελικά το αμάξι ντεραπάρισε σε κάτι χωράφια πάνω απ΄τη Βάρκιζα.

Βγήκαμε τσαλακωμένοι αλλά αρτιμελείς, καθίσαμε γύρω από το αυτοκίνητο, πεθυμήσαμε μια μπύρα, κάτι να βρέξουμε το στόμα μας, όμως μείναμε στην ξεραΐλα.
«Άλλαξε τον πούστη το Λυκάνθρωπο», παρακάλεσα τον Πίβοτ που ήταν πιο κοντά στο αυτοκίνητο.
Κι εκείνος, ίσα για να με τσιτώσει, έβαλε το κρατικό που είχε ξερατί μουσική από την ορχήστρα του Γιώργου Μουζάκη μαζί με ανακοινώσεις-αναζητήσεις. Το Μέταλλο πήγε παραδίπλα να φτύσει αλλά γύρισε βρίζοντας που το μέρος ήταν όλο λάσπη. Ο Γιωργάκης άφηνε το τσιγάρο να ξοδεύεται όσο κοίταζε την ολίγη από φεγγάρι ανάμεσα στα σύννεφα.
«Ελπίζω να μην κόλλησε τ΄αμάξι και σπρώχνουμε νυχτιάτικα», είπα.
«Διαμελισμένο πτώμα γυναίκας βρέθηκε σε ερημική περιοχή της Βάρκιζας», μου απάντησε το ραδιόφωνο.
Έστησα αυτί, το ίδιο κάνανε και οι υπόλοιποι.
«Η εξακρίβωση της ταυτότητος της θανούσης καθίσταται δυσχερής επειδή το πτώμα της άτυχης γυναίκας έχει κατακρεουργηθεί από τους αδέσποτους σκύλους που λυμαίνονται την περιοχή», συνέχισε το ραδιόφωνο.
Κοιταχτήκαμε –τριγύρω ακούστηκαν ουρλιαχτά κι αλυχτίσματα.
«Κλείσε τον πούστη τον Λυκάνθρωπο», επανέλαβα.
Το Μέταλλο γέλασε παγωμένα –τα ουρλιαχτά ακούστηκαν πιο κοντά τώρα.
«Μέσα», είπε ο Πίβοτ.
Τρέξαμε λοιπόν και κλειστήκαμε στο αυτοκίνητο, ανεβάσαμε τα τζάμια, μέχρι και ασφάλειες βάλαμε. Έξω η ερημιά χαμογελούσε με χορταριασμένα δόντια.
«Δεν την ψιλοκάνουμε από δω πέρα; Αγριεύομαι», μουρμούρισε ο Πίβοτ.
«Ναι, στείλε τον σοφέρ να σπρώξει για να ξεκολλήσουμε και μετά φύγαμε», τον γείωσε το Μέταλλο.
Ο Πίβοτ τον κοίταξε και μετά κοίταξε εμένα.
«Πού είναι ο Γιωργάκης ρε μαλάκες;» στρίγκλισε.
Η θέση του οδηγού ήταν άδεια, κοπανήσαμε ταυτόχρονα τις κεφάλες μας στα παράθυρα για να τον εντοπίσουμε –μάταια.
«Πρέπει να βγούμε έξω», ανακοίνωσε το Μέταλλο.
«Να τον ψάξουμε», είπα εγώ.
«Και τα σκυλιά που φάγανε τη μακαρίτισσα...» ξεκίνησε ο Πίβοτ.
«Τι έγινε με τα σκυλιά;» αγριεύτηκα.
«Λέω... τώρα που έχουν δοκιμάσει ανθρώπινο κρέας...» συνέχισε ο Πίβοτ.
«Καλόμαθαν λες;» ψέλλισα.
«Ανθρώπινο κρέας...» έκανε ξανά ο Πίβοτ.
«Το μοναδικό κρέας που δεν χρειάζεται αλάτισμα», είπε το Μέταλλο.
«Γεγονός αυτό;» ρώτησα.
«Το ξέρει ο κάθε συνεπής κανίβαλος...», με διαβεβαίωσε.
«Α, τότε εντάξει», είπα κι άνοιξα πρώτος την πόρτα κατά λάθος.
«Άντε κατέβα –τι μαρμάρωσες;» μου φώναξε ο Πίβοτ από μπροστά.
«Κατέβα εσύ πρώτος ρε μαλάκα», τον πρόγκιξα.
Κι έτσι έκανε, δηλαδή για την ακρίβεια βγήκε από το αυτοκίνητο ταυτόχρονα με το Μέταλλο, έμεινα τελευταίος σαν ηλίθιος κι έτρεξα να τους προλάβω.
«Πού να πήγε;» αναρωτήθηκε το Μέταλλο.
«Να τον φωνάξουμε», πρότεινα.
Αλλά κανένας μας δεν τόλμησε.
«Ας τον φωνάξουμε», είπε κι ο Πίβοτ.
«Γιώργο», γκάριξε το Μέταλλο.
«Πού είσαι ρε;» τσίριξε ο Πίβοτ.
Εγώ δε μίλησα. Περιμέναμε, αφουγκραζόμασταν. Τα ουρλιαχτά των σκυλιών ακούγονταν τώρα σχεδόν δίπλα μας.
«Μη χάνουμε την επαφή με το αυτοκίνητο», είπα.
«Γιώργοοοοοο», ξαναφώναξε το Μέταλλο.
«Τι θέλετε γαμώ το στανιό σας;» ακούστηκε η φωνή του κάπως πνιχτή και μπουκωμένη.
«Πού είσαι ρε κωλόπαιδο;» νευρίασε ο Πίβοτ.
«Πήγα για ένα χέσιμο –τι φωνάζετε;» έκανε ο Γιωργάκης.
Κοιταχτήκαμε, έβγαλα τις Καμήλες και πρόσφερα σε όλους.
«Τον γαμείς ή δεν τον γαμείς κύριε πρόεδρε;» αναρωτήθηκα.
«Μην ψάχνεις –κι εμείς χεστήκαμε αδικαιολόγητα», είπε το Μέταλλο.
Κάτι κωλόσκυλα τού απάντησαν αλυχτώντας, κάναμε όλοι δυο βήματα πίσω ασυναίσθητα.
Τότε ξεπρόβαλλε ο Γιωργάκης από κάτι φυλλωσιές, παραπατώντας.
«Πρόσεχε που πατάς μαλάκα, θα γεμίσεις λάσπες το αυτοκίνητο», είπε ο Πίβοτ.
Ο Γιωργάκης γέλασε ξερά, τον κοίταξα –μακάρι να μη γέλαγε έτσι, προτιμότερο τα σκυλιά να κάλυπταν το γέλιο του.
«Πάμε για καμιά μπύρα στην παραλία;» ρώτησε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο.
«Δε γαμιέσαι λέω εγώ...» πρότεινε ο Πίβοτ.
«Πάμε σπίτια μας», είπε το Μέταλλο.
Μας πήρε κάνα τέταρτο να σπρώξουμε το αυτοκίνητο για να το βγάλουμε πάλι σε στέρεο έδαφος, θα ξεμπερδεύαμε πολύ πιο γρήγορα αν ο Γιωργάκης δε μαλακιζόταν στο τιμόνι.
«Να οδηγήσω εγώ;» πρότεινε το Μέταλλο.
«Στ΄αρχίδια μου», είπε ο Γιωργάκης και σύρθηκε στη θέση του συνοδηγού.
Επιστρέψαμε αμίλητοι. Το ράδιο μουγκό, η παραλιακή σκοταδιασμένη κι αφτιασίδωτη.
«Όταν είπες οτι θα εξαφανιστείς για λίγο καιρό...» μουρμούρισε το Μέταλλο αλλάζοντας λωρίδα.
«Θα κάνω πουφ και θα χαθώ», γέλασε ξερά για μια ακόμα φορά ο Γιωργάκης.
«Κόψε τις σαχλαμάρες –εγώ κανονίζω λάιβ...» μούγκρισε ο Πίβοτ από δίπλα μου.
«Εσύ άλλα πράγματα κανονίζεις...» έκανε ο Γιωργάκης.
«Τι άλλα πράγματα;» κούμπωσε ο Πίβοτ.
«Καλή ερώτηση –είναι οι άνθρωποι πράγματα;» αναρωτήθηκε κούφια ο Γιωργάκης.
«Τι τσαμπουνάς ρε μαλάκα; Εξηγήσου», ζήτησε ο Πίβοτ.
«Δε νομίζω οτι θέλεις», τον γείωσε ο Γιωργάκης.
Ήξερα χρόνια τον Πίβοτ κι ετοιμάστηκα να τους χωρίσω τώρα που θα πλακώνονταν αλλά πήγε τζάμπα η εγρήγορση επειδή ο Πίβοτ απλώς βλαστήμησε μέσα απ΄τα δόντια του, άναψε τσιγάρο κι έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο.
«Τέλος πάντων...» έκανε το Μέταλλο.
«Θα πάρω τη μάνα μου και θα φύγουμε διακοπές», είπε ο Γιωργάκης.
«Πού θα πάτε;» ρώτησα.
«Δε χρειάζεται να ξέρετε», απάντησε ο Γιωργάκης.
«Για πόσο;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Για όσο», απάντησε ο Γιωργάκης.
«Φτάσαμε», είπε το Μέταλλο.
Ήμασταν κοντά στο σπίτι του Πίβοτ και το δικό μου, προφανώς οι άλλοι δύο θα συνέχιζαν μέχρι το σπίτι του Γιωργάκη. Κατεβήκαμε, ο Πίβοτ κοπάνησε την πόρτα. Δε χαιρετηθήκαμε.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε απαλά και πήρε να χάνεται στη στροφή.
«Τι καταλαβαίνεις απ΄όλα αυτά ρε Τρανζίστορα;» έκανε ο Πίβοτ.
«Έχει σημασία;» αναρωτήθηκα.
«Μάλλον θα πρέπει να ψάξουμε για καινούργιο τραγουδιστή», είπε ο Πίβοτ.
«Τι λες ρε καργιόλη;» μούγκρισα σκοτεινιασμένος.
Με είδε –κατάλαβε.
«Εντάξει, έτσι κι αλλιώς δεν θα έχουμε και τίποτα σοβαρά λάιβ για το καλοκαίρι...» μουρμούρισε.
«Δεν πρόκειται να παίξουμε πουθενά χωρίς το Γιωργάκη», του ξέκοψα.
«Σιγά τον Τζιμ Μόρισον», σφύριξε ο Πίβοτ.
«Εκεί είναι το θέμα;» κούμπωσα εγώ.
Κοιταχτήκαμε –από το Δημοτικό μαζί, τόσα χρόνια...
«Έλα μωρέ Τρανζίστορ», έκανε ο Πίβοτ.
«Παρακάτω», είπα.
«Κι εσύ άλλωστε δεν είσαι άγιος...» ψέλλισε ο Πίβοτ.
«Είναι το ίδιο;» τον ρώτησα.
Γύρισε προς το σπίτι του.
«Πρέπει να την κάνω», μου είπε.
«Όπως νομίζεις», τον πάγωσα.
Πήρα τότε τον δρόμο για το σπίτι σκυθρωπός σα να γύριζα από κηδεία. Επειδή πολλά πέθαιναν κι ακόμα περισσότερα σκοτώθηκαν εκείνο το βράδυ.

Την κοιτάζω όσο αμφιταλαντεύεται –να επαναλάβει την ερώτηση ή όχι; Μήπως δεν άκουσα, μήπως το ξέχασα; Πόση ώρα να πέρασε άραγε; Κοιτάζω έξω από το παράθυρο αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τους καργιόληδες μέσα στο παρκαρισμένο αμάξι.
«Δεν ήταν συναυλία αλλά το μισοφαγωμένο πτώμα μιας γυναίκας... Την είχανε βρει κάπου στη Βάρκιζα, οτι απόμεινε απ΄αυτή, ότι αφήσανε τα σκυλιά...» της εξηγώ αλλά σταματάω επειδή βλέπω πως δεν καταλαβαίνει.
«Αυτή βέβαια είναι μια άλλη ιστορία», βιάζομαι να της εξηγήσω. «Τελικά, όπως και να΄χει, κάτι τέτοια γεγονότα σε καθορίζουν –φρικιαστικά πτώματα, πουστιές σε φίλους.... Μαθαίνεις να ραφινάρεις τα αισθήματά σου γιατί αλλιώς θα σου φορέσουν ζουρλομανδύα κι άντε να ψάχνεις πόμολο για να ξύσεις πλάτη...»
«Δεν καταλαβαίνω», παραδέχεται τελικά.
«Τότε θα πρέπει να σου δείξω κάτι», προθυμοποιούμαι.
«Τι πράγμα;» ρωτάει.
«Έλα μαζί μου», της λέω.
Με κοιτάζει αρκετά μπερδεμένη αλλά δε σηκώνεται. Κάνω κι εγώ το ίδιο.

15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

ρε τη μανα του γιωργακη κανονιζει ο ριμπαουντ?

The Motorcycle boy είπε...

Πίβοτ ρε αστοιχείωτε -η Ριμπάουντ ήταν ντισκοτέκ, χεχεχεχε.

ασωτος είπε...

σωστος ο ανωνυμος!!!!
παντως εγω το ξερω χασάν ι σάμπα...

The Motorcycle boy είπε...

Ε, γίνεται εσύ να μην το ξέρεις! Είναι και θέμα καταγωγής -δίπλα μένετε...

kalo paidi alla... είπε...

Το χω ξαναπεί αλλά είναι κόλλημα η ιστορία. Μη σταματήσεις!

The Motorcycle boy είπε...

Να σε ρωτήσω τώρα εσένα που τη διαβάζεις -σου φάνηκε κάπως ασυνάρτητη, μπερδεμένη, honeyημανατοπαιδί αυτή η συνέχεια;

bwana είπε...

κάπου είχε πάρει το μάτι μου ότι κάποιος νόμιζε ότι ήταν Rimbaud...

The Motorcycle boy είπε...

Σαν τον Πένι Ρεμπώ των Κρας, ας πούμε; Μια χαρά μου φαίνεται -κρίμα που δεν τους είχαμε ακούσει στις αρχές του '80.

miliokas είπε...

Να σε ρωτήσω τώρα εσένα που τη διαβάζεις
νομίζω απευθείνεται σε όλους μας, σωστός; -σωστός νομίζω!

Πάμε λοιπόν.. κάπου νομίζω πως κάτι έχασα και σ' αυτό ίσως να φταίει που τη διάβαζα δυνατά κι απ' το τηλέφωνο σε μια φίλη μου.
Από την άλλη περίμενα τον Τραντζίστορ να κάνει κάτι με την κυρία Κατερίνα (μου θύμισε λίγο από Τέλος Εποχής αυτό)...

νομίζω πως αυτό έχω χάσει -το σουλατσάρισμα γύρω από το φουρό της κυρίας Κατερίνας ή κάτι τέτοια. Από την άλλη πάλι -σε περίπτωση που μόνο νομίζω πως έχω "κάτι χάσει" και δεν έχω- θεωρώ πως βάζουμε και τη φαντασία μας...
Αυτά...
κι ελπίζω να βγαίνει νόημα γιατί μου φαίνεται πως κάπως ασυνάρτητα τα γράφω...
..και βρέχει πάλι -σαν τις ταινίες του ΝΝ
miliokas aka skylos_mayros

kalo paidi alla... είπε...

όχι εμένα μου φαίνεται πως πάει καλά η ιστορία. υπάρχουν πράγματα που πρέπει να απαντηθούν βέβαια αλλά όσο δεν απαντιούνται σημαίνει πως θα υπάρχει και συνέχεια άρα αυτό είναι καλό!

The Motorcycle boy είπε...

Milioka, όπως τα λες είναι: "βάλε και μια βροχή για ατμόσφαιρα". Σαφώς η ερώτηση πήγαινε σε όσους ήθελαν να με διαφωτίσουν (αυτό είναι το καλό του μπλογκ, οτι δε γράφεις μόνος σου, γράφεις παρέα).
Γιατί όμως σου είχε έρθει οτι ο Τρανζίστορ θα την έπεφτε στην κ. Κατερίνα; Ο Πίβοτ είναι ο θρασύς της της ιστορίας -ή έτσι προσπάθησα τουλάχιστον. Έχει και κάποια σχέση με το όργανο που παίζει ο καθένας (στο συγκρότημα εννοώ).

Καλό παιδί, δίκιο έχεις. Αν απαντηθούν όλα ή θα πρέπει να μπουν καινούργια ερωτήματα ή η επιγραφή ΤΕΛΟΣ.

Ευχαριστώ πάντως και τους δυο σας για την ανταπόκριση.

miliokas είπε...

Στέλνω
αυτό δεν ξέρω πως να το σκαννάρω ολόκληρο -σε φωτογραφία χάνεται_

Αν πατήσεις εδώ βλέπεις και κάποια άλλα, όχι τόσο παλιά αλλά είναι κάτι.
Τη φωτό στη στέλνω αν θέλεις να τη βάλεις σε κείνη την ομάδα του φεησμπούκ μιας κι εγώ δεν έχω αλλά μια χαρά πέρασα κάμποσες μέρες χαζεύοντας τις φώτος, διαβάζοντας τα σχόλια κι εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μου_

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

Ωραία είναι (αν και κάποια είναι πολύ νεανικά, πολύ '90, χεχεχεχε).
Αυτό το ρετρό πάντως στο ταγκ σου με σκότωσε ρε φίλε! Συνομήλικος του Αττίκ ένιωσα.

miliokas είπε...

Για λόγους ευκολίας το έβαλα. Για να βρίσκω εγώ μερικά εννοώ, Όντως μερικά είναι 90ς αλλά είπαμε -έχω χάσει πολύ πράμα εξαιτίας της αδερφής μου. Μέχρι και το ημερολόγιο του στρατού. Αυτό ήταν και που με πείραξε περισσότερο γιατί άλλα μυαλά τότε, διαφορετική Οπτική Γωνία -άλλα χρόνια -ας μην τα θυμόμαστε όμως.
και μιας και είπες "Αττίκ" δες κι αυτό > http://www.divshare.com/download/14787894-d07

Αυτά προς το παρόν

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

Ρε τον Γκαετάνο Σιρέα! Και μπαλαδόρος και καλλιτέχνης!

Υ.Γ.: Καλύτερα που τα έχασες, καλό σου έκανε η αδερφή σου. Άκου κι εμένα τον γεροντότερο.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι