Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα
2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
4. Τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών
5. "Χασάν ι Σαμπά"
Ανάβω τσιγάρο, της προσφέρω για πολλοστή φορά –όλο ξεχνάω οτι δεν καπνίζει. Αρνείται για πολλοστή φορά. Το κασετοφωνάκι ακόμα γράφει.
«Δεν το κλείνεις;» προτείνω. «Τζάμπα ξοδεύεται η ταινία».
Γελάει αμήχανα.
«Δεν παίρνουν κασέτες πλέον τα δημοσιογραφικά κασετόφωνα», μου εξηγεί. «Έχουν έναν μικρό σκληρό....»
«Και γιατί τα λέμε κασετόφωνα;» απορώ.
Χαμογελάει κάπως πιο ήσυχη.
«Ότι και να’ναι, τζάμπα χαραμίζεται γράφοντας αέρα», καταλήγω.
Το κλείνει διστακτικά.
«Όσες φορές σταμάτησε να γράφει, έβρισκες κι έλεγες κάτι σημαντικό...» μου παραπονείται.
Είναι η σειρά μου να χαμογελάσω.
«Δεν το έκανα επίτηδες», απολογούμαι.
Σηκώνει τους ώμους ναζιάρικα - δεν την έπεισα.
«Πρέπει να σου δείξω κάτι», της υπενθυμίζω.
Ξαναμαζεύεται, την κοιτάζω για να διακρίνω. Φόβος ή αμηχανία;
«Τι θέλεις να μου δείξεις;» ρωτάει διστακτικά.
Το χέρι της πηγαίνει στο κασετοφωνάκι αλλά σταματάει λίγο πριν το ξαναβάλει σε λειτουργία.
Σηκώνομαι.
«Θα έρθεις;» λέω ανυπόμονα. Δεν είναι εύκολα αυτά τα πράγματα.
Προχωράω αργά, πατάω σε υποθετικό ριζόχαρτο σαν τον Κουάι Τσανγκ Κέιν, συγκρατούμαι τελευταία στιγμή να μην αρχίσω τις πουστριλέ περιστροφές των αστραγάλων. Μπορώ να ακούσω οτι με ακολουθεί διστακτικά γι΄αυτό διασχίζω τον διάδρομο, φτάνω στην πόρτα του στούντιο, πιάνω τη λαβή, σταματάω. Την περιμένω κι εκείνη κοντοστέκεται αλλά τελικά αποφασίζει να έρθει δίπλα μου.
«Μη φοβάσαι, δε δαγκώνω», της λέω.
Δεν είναι σίγουρη.
Κι έτσι ανοίγω την πόρτα του στούντιο, ψάχνω τον ροοστάτη στ΄αριστερά, ο χώρος αρχίζει να φωτίζεται. Είμαστε στην κονσόλα, πριν το ηχομονωμένο δωμάτιο. Κι εκείνη τρέμει δίπλα μου, φροντίζω, όσο προσπαθεί να συνηθίσει το ημίφως, να πάρω θέση πίσω της –δεν έχω όρεξη για κυνηγητά.
Το κρεμαστό φωτιστικό πάνω από τα πολύχρωμα κουμπιά είναι σβηστό και η καρέκλα με τα ροδάκια τουμπαρισμένη, στο πάτωμα μια σπασμένη κούπα του καφέ κι ένα τασάκι μεταλλικό (όχι σπασμένο). Τα αποτσίγαρα έχουν φτάσει μέχρι την άκρη της μύτης του έτσι όπως βρίσκεται σωριασμένος, δίπλα στην τουμπαρισμένη καρέκλα, το δεξί του χέρι ακόμα στην κονσόλα.
«Περφεξιονίστας μέχρι τέλους –ήθελε, ως φαίνεται, να κόψει τα πρίμα από τον επικήδειό του», παρατηρώ.
Το κάνω φωναχτά αλλά τα ουρλιαχτά της καλύπτουν τη μισή φράση μου. Κρίμα –ήταν αρκετά πνευματώδες αστείο. Την πιάνω από τους ώμους όσο στριφογυρίζει προσπαθώντας να ξεφύγει, την κρατάω τόσο σφιχτά που αρχίζει να πονάει.
«Αυτόν δεν έψαχνες; Αυτόν δεν ήρθες να δεις;» τη ρωτάω.
Εξακολουθεί να ουρλιάζει κι έτσι τη χαστουκίζω ξανά και ξανά μέχρι να ηρεμήσει.
«Να σου συστήσω τον θρυλικό Πίβοτ, ή ότι απέμεινε απ’ αυτόν τέλος πάντων», της λέω.
Με κοιτάζει σαν ηλίθια.
«Μπορείς ν΄ακούσεις την ιστορία και να φύγεις όταν πλακώσουν οι μπάτσοι ή να πεθάνεις επιτόπου. Τι προτιμάς;» της κάνω χαμογελαστά.
Εξακολουθεί να με κοιτάζει παγωμένη –φοβάμαι οτι έχει πάθει σοκ. Γι΄αυτό την πιάνω κάτω από τις μασχάλες και τη βγάζω έξω, πριν κλείσω το φως προλαβαίνω να δω οτι τα μάτια του έχουν γίνει σκέτο γυαλί. Κάποιος πρέπει να του κλείσει τα μάτια, έτσι συνηθίζεται. Αλλά τώρα δεν προλαβαίνω, άσε που αν πάω κοντά του μάλλον θα τον πλακώσω στις κλωτσιές. Ο Πίβοτ ποτέ δεν θα είναι επαρκώς πεθαμένος -για μένα τουλάχιστον.
Την μεταφέρω στο καθιστικό, της δίνω να πιει λίγο από το νερό της (το πίνει μηχανικά), της δίνω και το κασετοφωνάκι να κρατάει μπας και συνέλθει –τίποτα.
«Θα σου πω τι έγινε, αρκεί να διαθέτεις λίγη υπομονή. Πρέπει να ξέρεις όλη την ιστορία για να την καταλάβεις...» της λέω.
Εξακολουθεί να με κοιτάζει σαν ηλίθια.
Όταν έφυγε ο Γιωργάκης με τη μάνα του καταλάβαμε πώς θα έπρεπε να βρούμε άλλο μέρος για πρόβες. Αυτό που εννοώ είναι οτι ξαναβρεθήκαμε οι υπόλοιποι τρεις, μάς πήρε βέβαια καμιά βδομάδα αλλά στο τέλος πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο -στου Μπιλ- εγώ περίμενα την Έλλη, ο Πίβοτ έπινε με κάτι παιδιά, τότε έσκασε το Μέταλλο (μαύρος σα νυχτερίδα) και μας έκανε νόημα: «τσακιστείτε, θέλω να σας πω».
Τσακιστήκαμε.
Μας είπε οτι ο Γιωργάκης είχε πολλά στο κεφάλι του κι ακόμα περισσότερα στο κορμί του -ένα πλεόνασμα εφιαλτικών παραισθήσεων –α, ναι, είχε και μερικά προβλήματα γενικότερα. Με τη μάνα του, μ΄εμάς, με κάποιους τύπους που τον ψάχνανε επειδή είχε χάσει κάτι πανάκριβο.... Τέλος πάντων, η εκτίμηση του Μέταλλου ήταν πως ο Γιωργάκης θα γύριζε. Μα σε έναν, μα σε δυο μήνες –του κερατά είχε κι ένα σχολείο, δεν υπήρχε περίπτωση να παρατήσει την Τρίτη Λυκείου.
«Όταν γυρίσει πρέπει να είμαστε έτοιμοι», κατέληξε το Μέταλλο.
«Έτοιμοι;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Φάτε έναν μαλάκα», τον έδειξε το Μέταλλο.
«Πάει να πει, θα πρέπει να συνεχίσουμε τις πρόβες», έκανα εγώ.
«Αυτό τουλάχιστον για αρχή», επιδοκίμασε το Μέταλλο.
Δεν δόθηκαν άλλες εξηγήσεις εκείνη τη μέρα, ούτε και την επόμενη που μαζευτήκαμε σα δαρμένα σκυλιά στο στούντιο –αποθήκη του Γιωργάκη και παίξαμε, ανόρεχτα είναι η αλήθεια, όμως καλύτερα από κάθε άλλη φορά.
Το είχαμε ανάγκη –καταλαβαίνεις; Επειδή κάθε φορά που κάναμε διάλειμμα κάτι μας πλάκωνε, κόψαμε τα διαλείμματα αλλά δεν μπορούσε να τραβήξει πολύ αυτό κι έτσι συνειδητοποιήσαμε οτι έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι του Γιωργάκη. Να βρούμε άλλο μέρος για πρόβες. Και για να βρούμε άλλο μέρος για πρόβες θα έπρεπε να το νοικιάσουμε αλλά για να το νοικιάσουμε θα έπρεπε να έχουμε λεφτά.
Ξεχυθήκαμε στην αγορά.
Εργοστάσιο ειδών κιγκελαρίας –η κατάλληλη δουλειά για το Μέταλλο. Εγώ βρήκα θέση σε χαρτοπωλείο (κυρίως εξωτερικές δουλειές με παπάκι) κι ο Πίβοτ τσίμπησε κάτι νυχτερινά σε ένα μπαράκι της παραλίας, έκανε τα ρεπό του μπάρμαν, του ντιτζέι και της σερβιτόρας. Έγινε τότε η μεταξύ μας κατάσταση «άμα βρεθούμε να με χέσεις». Το Μέταλλο γύρναγε εξοντωμένο τα μεσημέρια και κοιμόταν ως τις 7 κάθε απόγευμα, εγώ δούλευα σπαστό ωράριο (πρωί –απόγευμα) κι όταν συναντιόμασταν ήταν ακριβώς η ώρα που ξεκίναγε τη δουλειά του ο Πίβοτ. Όταν σχόλαγε ο Πίβοτ υπήρχε η πιθανότητα (αν έκανε γρήγορα) να πετύχει το Μέταλλο που περίμενε το λεωφορείο για το εργοστάσιο. Δεν μένανε καθαρές ούτε καν οι Κυριακές επειδή όλο και κάποιος από το μπαρ θα είχε ρεπό –κάτι ξενέρωτες Τρίτες ή Πέμπτες ήταν ελεύθερος ο Πίβοτ όταν εγώ δούλευα 8 με 8 (με ενδιάμεσο μεσημεριανό κενό). Θλίψη, απόγνωση, δυστυχία –όχι απαραίτητα μ΄αυτή τη σειρά. Και κούραση, πολλή κούραση.
«Σε λίγο θα τις κόψουμε τις πρόβες, έτσι όπως πάμε», χασμουρήθηκε ο Πίβοτ.
Ήταν Κυριακή μεσημέρι και λιαζόμασταν στην παραλία, σε ακριβή καφετέρια, καθότι κονομημένοι.
«Θέλει ζόρι αν πρόκειται να συνεχίσουμε», σιγοντάρισα.
«Παπάρια θέλει», κατέληξε το Μέταλλο.
«Διαθέτω, αλλά φως δεν βλέπω», σχολίασε ο Πίβοτ.
Ανάψαμε τσιγάρα ταυτόχρονα και χαζέψαμε μια παρέα πιτσιρίκες.
«Τις έχεις;» έκανε νόημα το Μέταλλο.
«Θα μπορούσα αλλά βαριέμαι», είπε ο Πίβοτ.
«Δηλαδή ούτε μουσική παίζουμε, ούτε γκόμενες βγάζουμε», κατέληξα.
«Το αδιέξοδο των ροκ σταρ», σχολίασε το Μέταλλο.
«Τώρα κατανοώ πλήρως τον Ρότζερ Γουότερς», μουρμούρισε σκεφτικά ο Πίβοτ και μετά έσκυψε –ήταν γρήγορος αλλά όχι πιο γρήγορος από δυο ποτήρια νερό. «Πούστηδες», μούγκρισε καθώς το σουρωμένο τσουλούφι έσταζε πάνω στη μύτη του.
Οι πιτσιρίκες κακάρισαν.
«Για σας το έκανα», τις πληροφόρησε το Μέταλλο. «Έτσι λυσσασμένος που είναι θα σας όρμαγε...»
Οι πιτσιρίκες ξαναγέλασαν σε στυλ «άντε απ’εδώ σαχλέ» κι εμείς τον κοιτάξαμε απορημένοι –δεν είχε ξανακάνει πρώτη κίνηση σε καμάκι το Μέταλλο.
«Είδατε τι τραβάω για πάρτη σας;» κλαψούρισε κοιτάζοντάς τες ο Πίβοτ.
Οι πιτσιρίκες αρχίσανε τα ψουψουρίσματα μεταξύ τους.
«Καλά –γάμησέ τες», νευρίασα. «Το θέμα είναι οτι αν πρόκειται να συνεχίσουμε μ΄αυτές τις δουλειές αντίο συγκρότημα».
Σηκώσαμε τους καφέδες και τα τσιγάρα, πλαγιάσαμε το τραπέζι να στραγγίσουν τα νερά.
«Να ‘ρθω να καθίσω στο τραπέζι σας γιατί αυτό έχει γίνει πισίνα;» ζήτησε από τις πιτσιρίκες ο Πίβοτ.
Εκείνες συμφώνησαν όλο τσαχπινιά, ο μαλάκας σηκώθηκε, μαζί του σηκώθηκε και το Μέταλλο, τον σβέρκωσε και τον ξανακάθισε κάτω.
«Έχουμε κουβέντα», του είπε.
«Αλλά εσύ...» ξεκίνησε ο Πίβοτ.
«Μετά», τον καθησύχασε.
«Πρέπει να βρούμε δουλειές με ίδιο ωράριο», είπα.
«Κατά προτίμηση πρωινές για να παίζουμε και κάνα λάιβ», είπε το Μέταλλο.
«Ωραία», είπε ο Πίβοτ. «Να πάω τώρα στις γκόμενες;»
Αγανάκτησα.
«Ρε κορίτσια, έχουμε πρόβλημα –μπας και μπορείτε να μας βοηθήσετε;» τους ζήτησα.
Μυρίστηκαν πρόστυχο αστείο και το γύρισαν σε επιφυλακή. Όμως διαθέταμε καλά αντανακλαστικά –στο φτερό βρεθήκαμε ανάμεσά τους με τις καρέκλες, τα τσιγάρα και τους καφέδες μας.
«Όπως ξέρετε είμαστε συγκρότημα», ξεκίνησε ο Πίβοτ.
«Ποιο συγκρότημα;» ρώτησε η μια πιτσιρίκα.
«Δεν μας γνώρισες;»
«Δεν μας έχεις ακουστά;»
«Τίποτα;»
«Πού πάει το μυαλό σου;»
«Πες το μη φοβάσαι».
«Αυτοί είμαστε, δεν ονειρεύεσαι».
Ρίξαμε τις κλασσικές ατάκες σε ακατάστατη σειρά, μπερδευτήκαμε κιόλας επειδή κάποιες τις έλεγε ο Γιωργάκης –πού να ήταν τώρα ο Γιωργάκης;
Φυσικά οι κοπέλες είχαν ακούσει για το «Φάντασμα στη Μηχανή» (διατηρούσαμε ακόμα τη φήμη μας στην παραλία) αλλά δεν μας είχαν δει ποτέ, ούτε και ήθελαν επειδή ήτανε μπλιτζούδες. Γι΄ αυτό άλλωστε μάς είχαν γυαλίσει –γαντάκι αραχνοΰφαντο, μποτάκι με τακούνι, φουρό, μπουστάκι και μαλλί στα ουράνια.
Άκουσαν το πρόβλημά μας (δεν τις πολυένοιαξε αλλά δεν είχαν επιλογή), σκέφτηκαν μαζί μας (ή έκαναν πώς) και τελικά μάς πρότειναν να μιλήσουν σε μια καφετέρια που σύχναζαν μπας κι αναλαμβάναμε πρωινές και απογευματινές βάρδιες.
«Και δεν πάμε να πούμε του Μπιλ αν είναι έτσι;» πρότεινε ο Πίβοτ.
«Τι να του πούμε; Να μοιραστεί τη χασούρα μαζί μας; Αφού ζει με τα λεφτά που έβγαλε στα καράβια...» υπενθύμισε το Μέταλλο.
Σωστός.
Με τις κοπέλες καταλήξαμε σε ολονυχτία –ήταν τέσσερις κι ο Πίβοτ δούλεψε ντούμπλεξ –αλλά καταφέραμε να τις πηδήξουμε, πράγμα που είχε σα συνέπεια να χάσουν τη δουλειά τους ο Πίβοτ επειδή δεν εμφανίστηκε όλο το βράδυ χωρίς να ειδοποιήσει και το Μέταλλο που αποκοιμήθηκε το επόμενο πρωί και άφησε 5 λαμαρίνες μάσκουλα στο φούρνο να καρβουνιάσουν. Εγώ επέζησα της πανωλεθρίας, κυρίως επειδή η Έλλη ήταν διακοπές με τους γονείς της.
Την επόμενη μέρα πήγαν ο Πίβοτ και το Μέταλλο στην καφετέρια συστημένοι από τις πιτσιρίκες –ήταν μια δηθενερί πίσω από το Άλσος Παγκρατίου, ο ιδιοκτήτης ολίγον βλάχος και πολύ λιγούρι ήθελε να έρχεται πιτσιρικαρία στο μαγαζί του αλλά να μη χάσει και τους συνταξιούχους, να ακούγεται μουσική αλλά όχι πολύ δυνατά, να είναι «ντυμένοι μοντέρνα» οι υπάλληλοι αλλά και να μην τρομάζουν τα γερόντια, να πληρώνουν οι πελάτες τους καφέδες αλλά και να μην τους πίνουν για να τους ξανασερβίρουν στους υπόλοιπους και τέτοια διαστημικά.
«Είπα να του ρίξω ίσα με δυο κιλά χέσιμο...» έκανε το Μέταλλο.
«Αλλά μετά κατάλαβε οτι έχουμε ανάγκη τα φράγκα», συμπλήρωσε ο Πίβοτ.
«Άσε που στο μαγαζί γίνεται νταραβέρι ξεγυρισμένο», ολοκλήρωσε το Μέταλλο.
«Τι νταραβέρι;» ρώτησα.
«Νταραβέρι», ξανάπε το Μέταλλο.
«Ενίοτε και βαραντέρι», συμπλήρωσε ο Πίβοτ.
Δεν κατάλαβα κι έτσι το άφησα να περάσει.
Η δουλειά στην καφετέρια έφερε γρήγορα αποτελέσματα για όλους μας, επειδή από εκεί τύχαινε να περνάνε κάποια παιδιά γνωστών συγκροτημάτων, έγιναν οι επαφές και σύντομα βρεθήκαμε να πληρώνουμε ρεφενέ ένα ανήλιαγο μπουντρούμι σε πολυκατοικία που είχε μετατραπεί σε στούντιο. Νιώσαμε επαγγελματίες. Δεν έφτανε που είχαμε στούντιο αλλά το μοιραζόμασταν με τα μεγάλα συγκροτήματα της περιοχής, τους Villa 21, τους Headleaders, μέχρι και τους Yell-o-Yell, βέβαια όλοι αυτοί ήταν μια παρέα και ποτέ δεν βγάζαμε άκρη ποιος παίζει που όμως η φάση ήταν καταπληκτική. Περνάγαμε σχεδόν όλες τις ελεύθερες ώρες μας εκεί μέσα, κυρίως χαζεύοντας τους άλλους να προβάρουν. Μαθαίναμε.
Στο στούντιο έρχονταν διάφοροι τύποι, σχετικοί και άσχετοι –κάποιος μας πλησίασε θέλοντας να μάθει τι ψάρια πιάνουμε, υπήρχε μια αποδοχή σ΄αυτό που κάναμε κι ας μην ήμασταν τόσο καλοί, ή τόσο διάσημοι όσο οι υπόλοιποι. Αυτός που μας προσέγγισε ήταν ένας τυπάκος κάπως χονδρουλός, με λαδωμένο μαλλί και αντιτουριστικό ντύσιμο –απορούσαμε από την πρώτη φορά που τον είδαμε τι δουλειά είχε εκεί μέσα. Αλλά όταν ενδιαφέρθηκε για μας κολακευτήκαμε. Κανονίσαμε να είναι μέσα σε μια πρόβα μας κι έτσι ακριβώς έγινε.
Απόγευμα, καλοκαίρι, κλειστά παράθυρα, ιδρώτας ανακατεμένος με τσιγαρίλα, μπύρες -λίαν προσεχώς κατρουλιό- κι ο τυπάκος καθισμένος σε σκαμνάκι απέναντί μας. Κοιταχτήκαμε και σκεφτήκαμε το ίδιο ακριβώς πράγμα –πού ήταν ο Γιωργάκης τώρα που τον χρειαζόμασταν;
«Λείπει ο τραγουδιστής μας», είπε ο Πίβοτ.
«Καλά, δεν πειράζει», έκανε ο ανθρωπάκος στο σκαμνί.
«Συνήθως προβάρουμε μόνο μουσική», του εξήγησε ο Πίβοτ.
«Δεν ξέρετε τους στίχους δηλαδή;» απόρησε ο ανθρωπάκος.
«Τους ξέρουμε», είπε ο Πίβοτ.
«Εντάξει», είπε ο ανθρωπάκος.
Κοιταχτήκαμε. Ποιος θα τραγούδαγε;
«Θα τα ρίξω εγώ», ανέλαβε ο Πίβοτ.
Αναστενάξαμε ανακουφισμένοι και η παράσταση ξεκίνησε.
Η φωνή του Πίβοτ ήταν σωστή αλλά ψόφια σαν ποντίκι σε υδρορροή, απόρησα με το πόσο βαρετά ακούγονταν τα τραγούδια μας. Κι έτσι τραμπαλιστήκαμε προσπαθώντας να τα φέρουμε ίσα βάρκα ίσα γιαλό, το Μέταλλο τσιτωμένο για να καλύψει τα φάλτσα μας, ο Πίβοτ με λιγότερη κιθάρα απ΄αυτή που έπαιζε συνήθως κι εγώ σε ρόλο «μπαλάκι του πινγκ πονγκ». Του παίξαμε δυο κομμάτια κολλητά και μετά σταματήσαμε. Ησυχία.
Ο Πίβοτ έβγαλε τις Καμήλες και πήρε να μας μοιράζει.
«Έχετε κι άλλα τέτοια;» ρώτησε ο ανθρωπάκος.
«Εννοείς δικά μας κομμάτια...» ξεκαθάρισε ο Πίβοτ.
«Ε, ναι...» είπε ο ανθρωπάκος.
«Έχουμε μπόλικα», είπα εγώ.
«Πόσα;» ρώτησε.
«Καμιά τριανταριά έτοιμα κι άλλα τόσα στο ψάξιμο», είπε ο Πίβοτ.
Έλεγε ψέματα –με το ζόρι είχαμε 10 κομμάτια έτοιμα. Κι από ψάξιμο....
«Λέω να κάνουμε ένα σινγκλάκι...» πρότεινε ο ανθρωπάκος.
«Τι σινγκλάκι;» ρώτησε ο Πίβοτ.
«Και ποια είναι η εταιρεία σου;» ρώτησε το Μέταλλο.
Ο ανθρωπάκος μάς εξήγησε οτι έγραφε σε μουσικά περιοδικά, ήταν συνέταιρος σ΄ένα δισκάδικο και σκάρωνε μια μουσική εταιρεία αφού είχε όλη αυτή τη δυνατότητα προώθησης των συγκροτημάτων. Δεν είχε βγάλει κανένα συγκρότημα μέχρι τότε κι εμείς ήμασταν οι μόνοι άνευ εταιρείας απ΄όλο το στούντιο.
«Να το σκεφτούμε», του είπε το Μέταλλο.
«Σκεφτείτε το», συμφώνησε ο ανθρωπάκος. «Κι εφόσον το αποφασίσετε, θέλω να μου παίξετε όλο σας το υλικό για να διαλέξουμε».
«Ποιοι θα διαλέξετε;» κούμπωσε ο Πίβοτ.
«Εγώ κι εσείς ρε παιδιά», διαμαρτυρήθηκε ο ανθρωπάκος.
Εκείνο το βράδυ ξεχάσαμε τα πάντα. Διαφωνίες, προβλήματα, πουστιές, κερατιλίκια... Δυο κουβέντες μονάχα έτρεχαν στον πάγκο της καφετέριας: άλφα, αν μπορούμε να εμπιστευτούμε μια εταιρεία που δεν είχε ξαναβγάλει δίσκο (αυτό λύθηκε εύκολα επειδή δεν είχαμε άλλη πρόταση, άρα η επιλογή ήταν προφανής) και βήτα, πού στον πούτσο ήταν ο Γιωργάκης και πότε θα γύριζε;
«Δεν έχεις τηλέφωνό του;» ρώτησε για δέκατη φορά ο Πίβοτ το Μέταλλο.
Εκείνος απέφυγε να του απαντήσει, μόνο πήγε προς το μηχάνημα για να χτυπήσει μια φραπεδούμπα που του είχαν παραγγείλει εδώ κι ένα τέταρτο. Ο Πίβοτ έριξε μια ματιά να δει πόση ώρα είχε ακόμα η κασέτα που έτρεχε για μουσική υπόκρουση στο μαγαζί και ξαναβυθίστηκε ανάμεσα στους αγκώνες του.
«Τι θα κάνουμε ρε πούστη;» κλαψούρισε.
«Κόφτο μωρέ», νευρίασα. «Την άλλη βδομάδα μπαίνει Σεπτέμβρης, μέχρι να παίξουμε τα τραγούδια στο μαλάκα, μέχρι να διαλέξει τι και πως, θα έχει γυρίσει ο Γιωργάκης».
«Κι αν δεν;» συνέχισε τη μίρλα ο Πίβοτ.
«Αν δεν –δεν θα γράψουμε το σινγκλάκι μέχρι να γυρίσει», είπε το Μέταλλο.
«Μαλακία δεν είναι αυτό;» αναρωτήθηκε ο Πίβοτ.
«Δηλαδή πώς αλλιώς;» νευρίασα. «Θα πάρουμε τους στίχους του Γιωργάκη, θα βάλουμε τον φούφουτο να τους τραγουδήσει κι όλα εντάξει;»
«Δεν είπα αυτό...» έκανε ο Πίβοτ.
«Ε, τότε;» απόρησα.
«Να βγάζαμε τα κομμάτια που έχουν δικούς μου στίχους... Ή εκείνους τους στίχους που είχες γράψει εσύ...», πρότεινε εκείνος κοιτάζοντάς με.
«Ρε καργιόλη, για να βγει το δισκάκι είσαι ικανός μέχρι και τη μάνα σου να πουλήσεις», μούγκρισε το Μέταλλο επιστρέφοντας από το σερβίρισμα του φραπέ.
«Άσε τις μανάδες απέξω καλύτερα», ψιθύρισα.
Περάσαμε μια βδομάδα στο λιώσιμο –βρήκαμε εύκολα 5 υποψήφια κομμάτια απ΄τα οποία τα 3 θα χωράγανε σε σινγκλάκι και καθίσαμε να λουστράρουμε τις μουσικές τους. Όταν ξανάρθε ο ανθρωπάκος τού παίξαμε τα 5 υποψήφια κομμάτια με φουλ έξτρα, τού παίξαμε και τα υπόλοιπα ένα κλικ κάτω από το κανονικό, επέλεξε ανεπηρέαστος αυτά που θέλαμε κι εμείς.
«Πρέπει να έρθετε από το μαγαζί να φτιάξουμε συμβόλαιο και να κανονίσουμε για στούντιο», μας είπε.
Δαγκωθήκαμε –δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για τόσο γρήγορη εξέλιξη.
«Πότε θέλεις;» τον ρώτησε ο Πίβοτ.
«Μέσα στη βδομάδα», πρότεινε εκείνος.
Την επόμενη βδομάδα περπατήσαμε στα σύρματα, κλείσαμε μαζί του δυο ραντεβού τα οποία ακυρώσαμε και φροντίσαμε να του προτείνουμε νέα ραντεβού σε ώρες ανύπαρκτες. Σα δικαιολογία χρησιμοποιήσαμε τις δουλειές μας και κάτι υποχρεώσεις που εφεύρισκε ο Πίβοτ, στο τέλος ο ανθρωπάκος φοβήθηκε οτι είχαμε προτάσεις κι από άλλη εταιρεία, μάς τρέλανε στο ψηστήρι περί του πόσο φερέγγυος ήταν και περί της αμέριστης προσοχής που θα τυγχάναμε εφόσον θα ήμασταν το μοναδικό συγκρότημα στην εταιρεία του –ζόρισε η κατάσταση.
Και σα να μην έφτανε αυτό, εξαφανίστηκε κι ο Πίβοτ. Ένα πρωί δεν ήρθε στην καφετέρια, τον κάλυψε το Μέταλλο κι εγώ (όταν σχόλασα) κάνοντας τη βάρδια του, ψάξαμε μετά να τον βρούμε στα στέκια, περάσαμε από το σπίτι του...
«Λείπει από χτες βράδυ, δεν μάς πήρε ούτε ένα τηλέφωνο», έκλαιγε η μάνα του, ο πατέρας του ευτυχώς έλειπε.
«Πού είναι ο καργιόλης;» θύμωσε το Μέταλλο.
«Με καμιά γκόμενα...» υπέθεσα.
«Και πού τη βρήκε; Πού λες να πήγε χτες βράδυ;» απόρησε το Μέταλλο.
«Να πάρουμε τα στέκια με τη σειρά», πρότεινα.
Έτσι κάναμε. Περάσαμε από του Μπιλ (ο Πίβοτ δεν είχε φανεί το προηγούμενο βράδυ), κατεβήκαμε στην παραλία, ρωτήσαμε γνωστούς κι αγνώστους, πήγαμε από το στούντιο στο Παγκράτι, βρήκαμε το Φάρο να προβάρει με τους δικούς του –όχι μόνο δεν είχε περάσει από εκεί ο Πίβοτ αλλά μάς έψαχνε απεγνωσμένα κι ο ανθρωπάκος για το σινγκλ.
«Γαμηθήκαμε», συμπέρανε το Μέταλλο.
«Κράτα μου το χέρι μη χάσω κι εσένα», του ζήτησα εγώ.
Βγήκαμε στη λεωφόρο για να βρούμε ταξί, η επόμενη μέρα προμηνυόταν καταστροφική και η πανσέληνος πάνω από τα κεφάλια μας δεν αρκούσε για να μάς καθησυχάσει.
«Μαλακία να σκάμε τόσα φράγκα στα ταξιά», είπε το Μέταλλο.
«Έβαλα στο μάτι κάτι εντουράκια δίχρονα...» πρότεινα.
«Να τα βουτήξουμε;»
«Όχι ρε μαλάκα –να τ΄αγοράσουμε. Με δόσεις».
«Ωραίος. Έχουμε και λέμε, νοίκι για το στούντιο, δόσεις για μηχανάκια, χαρτζιλίκι για ποτά και τσιγάρα. Φτάνουν αυτά;»
Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας.
«Πάμε τώρα στα έσοδα. Μισθός χαρτοπωλείου από σένα, μεροκάματα στην καφετέρια από μένα. Ο Γιωργάκης είναι ακόμα μαθητής κι ο Πίβοτ λίαν συντόμως απολυμένος –τα λέω καλά;»
Καλά τα έλεγε -τρίκαλα. Μπήκαμε στο ταξί που βρώμαγε ιδρωμένο σκόρδο, φάγαμε στο κεφάλι κάμποσο Μενιδιάτη, Περπινιάδη, Χρηστάκη και άλλους ευαγείς καλλιτέχνες, μέχρι να φτάσουμε στη γειτονιά μας είχαμε αποκτήσει νευρικό τικ. Εγώ στο αριστερό μάτι, το Μέταλλο στο δεξί.
«Καληνύχτα», μου είπε όταν μας άφησε το ταξί.
«Τι καληνύχτα... Αύριο δεν θα προλαβαίνουμε να μετράμε ήττες», μουρμούρισα.
«Ας ξεκουραστούμε λοιπόν απόψε μπας και καταφέρουμε τελικά να μη χάσουμε το μέτρημα», σχολίασε το Μέταλλο.
Κάποια αισιοδοξία –του χαμογέλασα αλλά δεν με είδε.
Όταν έφτασα σπίτι μου, χώθηκα στο δωμάτιό μου και κοιμήθηκα επί τόπου, σαν τούβλο. Πριν ακόμα ακουμπήσει το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, που λένε. Δεν είχα προλάβει να κοιμηθώ πάνω από 10 λεπτά, έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε, όταν χτύπησε το κουδούνι –τινάχτηκα διαολισμένος. Βγαίνοντας από το δωμάτιο ετοιμάστηκα να δω τη μάνα μου ξεμαλλιασμένη να καταριέται αλλά αντί γι΄αυτό την εντόπισα μέσα στην κουζίνα να βράζει γάλατα και λοιπές αηδίες. Κοιταχτήκαμε, απορήσαμε, συνεχίσαμε.
Στο άνοιγμα της πόρτας περίμενε ένας Πίβοτ φρέσκος και χαμογελαστός σα διαφήμιση απογραφής.
«Σ΄έχω γαμήσει», τον προειδοποίησα.
«Τόσο πάθος πια;» ξεκαρδίστηκε.
Μετά με έσπρωξε να κάνω στην άκρη, μπήκε φουριόζος και πίσω του ακολούθησε ο Γιωργάκης γατίσιος και μισόσκυφτος.
«Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» ψέλλισα.
«Κερνάς καφέ;» ζήτησε ο Γιωργάκης.
«Τι ώρα είναι;» ψάχτηκα.
«Νωρίς...» απάντησε.
«Έχεις μια ωρίτσα μέχρι να φύγεις για δουλειά», είπε ο Πίβοτ.
Μ΄έπιασε ένας πονοκέφαλος, υπερέντασης και απότομου ξυπνήματος γωνία.
«Πάμε μέσα», τους είπα.
Σύρθηκα μετά μέχρι την κουζίνα, έφτιαξα τρεις καραβίσιους και τους πήγα στο δωμάτιό μου κλείνοντας την πόρτα.
«Κλείσε την πόρτα», μου είπε ο Πίβοτ.
Πήγα να πω οτι την είχα ήδη κλείσει αλλά κοίταξα πίσω μου κι η πόρτα έχασκε –περίεργο.... Ή ίσως και να τα έβλεπα όλα αυτά στο όνειρό μου, άρα μια χαρά, οι πόρτες δεν κλείνουν, τα κουνούπια δεν πετάνε, οι παντόφλες κολυμπάνε κι όλα τα συναφή.
Ακούμπησα τους φραπέδες, έκλεισα την πόρτα και κάθισα φορώντας ταυτόχρονα ένα σορτσάκι. Φυσικά ξανασηκώθηκα επιτόπου για ν’ανοίξω το παράθυρο εφόσον προβλεπόταν ντουμάνι.
«Λοιπόν, σε τι οφείλουμε την τιμή;» τους ρώτησα όσο ξανακαθόμουν.
«Ήρθαμε», είπε απλά ο Γιωργάκης.
«Έτσι ε;» θαύμασα.
«Τον βρήκα και ήρθαμε», είπε ο Πίβοτ.
«Και τον βρήκες και ήρθατε –άκου κάτι πράγματα», θαύμασα.
«Μουτράκια μωρό μου;» έκανε ο Πίβοτ.
«Ρε σάλτα και γαμήσου», του πρότεινα.
«Έλα –μη χάνουμε χρόνο με σαχλαμάρες», ζήτησε ο Γιωργάκης απλώνοντας τις αρίδες του στο κρεβάτι μου.
«Σωστά», επικρότησε ο Πίβοτ. «Ήρθαμε πρώτα σ΄εσένα επειδή φεύγεις νωρίτερα για δουλειά. Τι λες -κλείνουμε ραντεβού για σήμερα με τον μαλάκα να περάσουμε από το μαγαζί του για τα συμβόλαια;»
Άναψα τσιγάρο, ήπια λίγο καφέ, ηρέμησε κάπως η ταχυπαλμία. Έξω από το ανοιχτό παράθυρο φαινόταν το έρημο μπαλκόνι της Έλλης, κάποια γάτα ή ο αέρας είχαν τουμπάρει μια γλάστρα με γεράνια, έβλεπα το χυμένο καστανόχωμα στο μάρμαρο.
«Δηλαδή τώρα δεν τρέχει τίποτα;» αναρωτήθηκα.
«Σαν τι να τρέχει δηλαδή;» έκανε ο Πίβοτ.
«Γιωργάκη;» επέμεινα.
«Όλα μια χαρά», μου χαμογέλασε εκείνος.
Τους κοίταξα εκεί πέρα να πίνουν νες με τα κεφάλια πλαγιασμένα, μερικές φορές σαν κάτι να συνεννοούνταν και με το ζόρι κρατούσαν το γέλιο τους, σε λίγο θα βγαίνανε αδερφάκια κανονικά κι εγώ ο κακός που δημιουργούσε τα θέματα.
«Εντάξει τότε», είπα. «Το απόγευμα είμαι ελεύθερος, αν θέλετε να τραβηχτούμε στου...»
«Εντάξει», είπε κι ο Γιωργάκης.
«Ηηηη...» έκανε ο Πίβοτ δείχνοντας έξω από το παράθυρο.
«Διακοπές», απάντησα.
«Πότε γυρνάει;» ξαναρώτησε.
«Τι σε νοιάζει;» θύμωσα.
«Έτσι απλά από ενδιαφέρον...» χαμογέλασε.
Γύρισα να κοιτάξω αλλού για να μην του χιμήξω. Κι ο μαλάκας ο Γιωργάκης να μας κοζάρει σαν εξωγήινος.
«Πώς πέρασες στις διακοπές;» τον ρώτησα.
«Προσεχώς καλύτερα», απάντησε χωρίς να σπάσει καθόλου το χαμόγελό του.
«Πρέπει να φύγω», τους πληροφόρησα.
«Στο καλό», μου ευχήθηκαν ξαπλώνοντας πιο αναπαυτικά, ο ένας στο πάτωμα, ο άλλος στο κρεβάτι μου.
«Μαλάκα Πίβοτ πήγες από το σπίτι σου; Οι γέροι σου έχουν φρικάρει», θυμήθηκα ξαφνικά.
«Χέστους –μην τους λογαριάζεις», με διαβεβαίωσε.
Σηκώθηκα, βγήκα, πήγα στο μπάνιο, πλύθηκα, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήμουν ακόμα εγώ (ή κάποιος που μου έμοιαζε τρομακτικά) και δεν φαινόταν για όνειρο η όλη φάση. Τράβηξα μια χαλαρή μπουνιά στο νιπτήρα και ξεράθηκα στον πόνο –δεν ήταν όνειρο.
Όταν ξαναμπήκα στο δωμάτιο κάτι κουβέντιαζαν αλλά το κόψανε απότομα. Έδωσα τόπο στην οργή, ντύθηκα....
«Δεν ξεκουμπίζεστε από σιγά –σιγά;» τους είπα επειδή δεν έβλεπα προθυμία.
«Πρέπει ε;» υπολόγισε ο Γιωργάκης.
Σηκώθηκαν λοιπόν με το πάσο τους και τον είδα να παραπατάει ίδια μ’εκείνο το βράδυ στις ερημιές της Βάρκιζας. Από δίπλα του ο Πίβοτ δήθεν καθάριζε τα γόνατα τού παντελονιού του κι αυτό το πράγμα τού πήρε κοντά λεπτό για να το τελειώσει.
«Ρε καργιόληδες...» ξεκίνησα να λέω.
Με κοίταξαν –βλέφαρα πεσμένα.
Δε μίλησα άλλο. Τους πήγα σπρωχτούς μέχρι την πόρτα, τους έδιωξα και έκλεισα. Μετά μπήκα στο δωμάτιό μου, άνοιξα το παράθυρο, πήδηξα από κει στον κήπο, σκαρφάλωσα τη μάντρα και προσγειώθηκα στην αυλή του σπιτιού της Έλλης. Μέριασα την αυλόπορτα κι έφυγα από εκεί πατώντας στις μύτες δεν ήθελα να πέσω πάνω τους με καμιά δύναμη.
Εκείνη τη μέρα με πέτυχε το αφεντικό του χαρτοπωλείου να κλαίω στην αποθήκη κι αναγκάστηκα να του πω οτι πέθανε μια θειά μου που πολύ την αγαπούσα. Προσφέρθηκε να μου δώσει την υπόλοιπη μέρα άδεια, δεν δέχτηκα –πού να πήγαινα αν έφευγα από τη δουλειά;
Έτσι ήρθε το απόγευμα και φύγαμε εμείς -αμήχανοι στα πίσω καθίσματα του λεωφορείου με προορισμό το κέντρο της πόλης. Ο Πίβοτ με τον Γιωργάκη έμοιαζε να μην έχουν αλλάξει ρούχα τουλάχιστον από το προηγούμενο βράδυ και δώθε, ήταν όμως παγωμένα φρέσκοι, σαν μούμιες. Εγώ με το Μέταλλο ιδροκοπούσαμε ελεγχόμενα, ειδικά όταν ανηφορίσαμε από Ακαδημίας για το μαγαζί του τύπου. Δεν το είχαμε υπόψη μας αυτό το μαγαζί, μια τρύπα ήταν τελικά, ημιυπόγειο με θέα τίποτα -Μεθώνης στο ύψος του Στρέφη.
«Καλώς τα παιδιά», μας υποδέχτηκε ο ανθρωπάκος.
«Από δω ο τραγουδιστής μας, ο Γιώργος», κάναμε κι εμείς τις συστάσεις.
«Χάρηκα –Δάκης», είπε ο ανθρωπάκος.
«Όχι –Γιώργος. Ο Δάκης είναι άλλος τραγουδιστής», βοήθησε ο Πίβοτ.
«Εμένα λένε Δάκη», έκανε κάπως πειραγμένος ο ανθρωπάκος.
«Πώς κι έτσι;» ενδιαφέρθηκε να μάθει το Μέταλλο.
«Είμαι από πάνω», του εξήγησε ο ανθρωπάκος, αν μπορείς αυτό το πράγμα να το πεις εξήγηση.
Μετά ο ανθρωπάκος Δάκης μάς πρόσφερε μαύρα νεροζούμια με χλιαρό νερό τα οποία επέμενε να τα ονομάζει φραπέ για κάποιο δικό του, ανεξιχνίαστο, λόγο και κάθισε σ΄ένα γραφείο τιγκαρισμένο στα βινύλια.
«Αύριο θα είσαστε κι εσείς εδώ πάνω», μάς χαμογέλασε –δεν ξέρω αν το έκανε για καλό αλλά και μόνο η ιδέα να βρίσκεται το δισκάκι μας στοιβαγμένο στο σκονισμένο γραφείο του μάς ανησύχησε.
«Δηλαδή όλους αυτούς τους έβγαλες εσύ;» θέλησε να μάθει ο Γιωργάκης.
«Όχι ρε αγόρι μου –από σας ξεκινάω, δεν τα είπαμε;» απόρησε ο Δάκης.
Τότε έσκυψε λίγο, χάθηκε το κεφαλάκι του πίσω από τις στοίβες, μετά ξαναβγήκε κουνώντας κάτι φύλλα χαρτιού, κίτρινα από την υγρασία.
«Για ρίξτε μια ματιά στο συμβόλαιο», μας πρότεινε.
Το Μέταλλο σηκώθηκε, το πήρε και μας το μοίρασε –ήταν σε δυο αντίτυπα κι έτσι αναγκαστήκαμε να διαβάζουμε αγκαλίτσα. «Ο πρώτος των συμβαλλομένων καλούμενος εφεξής Παραγωγός... ο δεύτερος των συμβαλλομένων καλούμενος εφεξής Δημιουργός...» Αυτό το «Δημιουργός» μας άρεσε....
«Παραγωγός;» παρατήρησε ο Πίβοτ. «Νομίζαμε οτι θα κλείσουμε συμβόλαιο για δίσκο, όχι για μάνατζερ...»
Ο Δάκης γέλασε καλόκαρδα.
«Για δίσκο κλείνετε. Απλά με εξουσιοδοτείτε να προβώ σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να ηχογραφηθεί, να αναπαραχθεί και να διανεμηθεί ο δίσκος...» του εξήγησε.
«Κι εσύ πόσο θα παίρνεις για όλα αυτά;» ρώτησε ο Πίβοτ με τη σειρά του.
«Πόσα θα παίρνω είναι το θέμα ή πόσα θα σας δίνω;» ξαναγέλασε ο Δάκης.
Σκύψαμε πάλι στα συμβόλαια προβληματισμένοι.
«Είναι μόνο για ένα σινγκλάκι», είπε ο Γιωργάκης.
«Ναι», συμφώνησα.
«Πόσο κακό μπορεί να είναι λοιπόν;» σκέφτηκε φωναχτά ο Πίβοτ.
Φυσικά, κανένας μας δεν πρόσεξε οτι στα τραγούδια του σινγκλ ορίζαμε συνιδιοκτήτη τον ανθρωπάκο Δάκη.
«Δεν θέλω να ξεκινάμε με τέτοιες λογικές», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Πιστεύω στο υλικό σας και η προοπτική είναι να επεκτείνουμε τη συνεργασία μας στη συνέχεια. Θέλει κανείς ουίσκι;»
Μπερδευτήκαμε κάπως επειδή όλα αυτά τα είπε χωρίς ανάσα.
«Για να βρέξουμε τις υπογραφές», μας εξήγησε.
Θεωρήσαμε αγένεια να αρνηθούμε αλλά δεν ήμασταν τόσο ριψοκίνδυνοι για να πιούμε το κοριοζούμι που μας πρόσφερε –έτσι απλά βρέξαμε τα χείλη μας, τσουγκρίσαμε και υπογράψαμε φαρδιά πλατιά.
Μετά ο Δάκης μάς τσάκισε στην ανάλυση περί διεθνούς μουσικής σκηνής η οποία έχει χάσει τον προσανατολισμό της λόγω των αλλεπάλληλων χτυπημάτων που δέχεται από το DIY και περί μέλλοντος λαμπρού για τις ανεξάρτητες δισκογραφικές οι οποίες θα καρπωθούν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας αλλά και θα τεμαχίσουν την πίτα σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνει ασύμφορη πλέον η ενασχόληση για τις πολυεθνικές.
«Με τόσες πίτες πείνασα», ψιθύρισε το Μέταλλο.
Κάπως έτσι σηκωθήκαμε, ανταλλάξαμε χειραψίες, κλείσαμε ένα γενικότερο ραντεβού για την επόμενη βδομάδα και φύγαμε από το ημιυπόγειο του Δάκη έχοντας υπογράψει το πρώτο μας συμβόλαιο.
«Γαμήθηκε η μύτη μου από τη σκόνη και την υγρασία», παραπονέθηκα ενώ περπατούσαμε στο δρόμο.
Ο Πίβοτ με τον Γιωργάκη κοιτάχτηκαν και σκάσανε στα γέλια.
«Πού πάμε τώρα;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Κάπου –γενικά...» πρότεινε ο Πίβοτ.
Καταλήξαμε στο Ντραγκονφλάι, πίσω τραπέζι δεξιά, δίπλα στο παράθυρο, με την τηλεόραση να παίζει βιντεάκια συγκροτημάτων και μια παρέα πάνκηδων να βαράει προσοχές κάθε που εμφανίζονταν οι Τζενερέισον Εξ, οι Εξ Ρέι Σπεκς ή άλλος σκληροπυρηνικός.
«Πού ήσουν από χτες το βράδυ ρε μαλάκα;» ρώτησε το Μέταλλο τον Πίβοτ.
«Με το Γιωργάκη», έκανε αθώα εκείνος.
«Πώς δηλαδή;» απόρησα.
«Τι πώς; Περνούσα έξω από το σπίτι του, είδα φως και μπήκα», εξήγησε ο Πίβοτ.
Κοίταξα τον Γιωργάκη, φαινόταν να μην ακούει, απορροφημένος από τη Λένε Λάβιτς που τραγουδούσε για το Τυχερό της Νούμερο.
«Όλα καλά;» τον ρώτησα.
«Πάω στοίχημα οτι μετά θα ρίξει Κλάους Νόμι», μου απάντησε χωρίς να με κοιτάξει.
Στην οθόνη εμφανίστηκε ο Γκάρι Νιούμαν με την πυραυλοκίνητη πολυθρόνα του.
«Στεφάνι κι έξω», μου χαμογέλασε απολογητικά ο Γιωργάκης.
«Συμβαίνουν αυτά», παραδέχτηκα αμήχανα.
«Μήπως θα έπρεπε να βάλουμε και τίποτα πλήκτρα στην ηχογράφηση;» πρότεινε ο Πίβοτ.
Γύρισα να τον κοιτάξω απορημένος.
«Πώς σου ήρθε αυτό;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Όλοι έχουν...» είπε εκείνος.
«Άστους να έχουν», του απάντησε ο Γιωργάκης.
Δεν αλλάξαμε κουβέντα μέχρι να φύγουμε από κει μέσα –τις επόμενες μέρες φροντίσαμε να αποφύγουμε τις συναντήσεις μέχρι εκείνο το απόγευμα Τετάρτης που ανηφορίσαμε τη Μεσογείων πηγαίνοντας στο στούντιο για ηχογράφηση.
Πολλοί λένε οτι όσο ονειρεύεσαι κάτι γίνεσαι απαιτητικός, με αποτέλεσμα να απογοητευτείς αμέσως μόλις το όνειρό σου μοιάσει να πραγματοποιείται. Αυτοί οι πολλοί μάλλον δεν έζησαν ποτέ την πραγματοποίηση κάποιου ονείρου τους. Θέλω να πω οτι τριγυρνάγαμε κάνα μισάωρο στο Χαλάνδρι ψάχνοντας για το στούντιο ηχογράφησης (πώς ονειρεύεσαι να μοιάζει ένα στούντιο ηχογράφησης;) μέχρι ν΄ανακαλύψουμε οτι η αποθήκη με τη λαμαρινένια πόρτα την οποία είχαμε προσπεράσει αμέτρητες φορές ήταν το περιβόητο στούντιο. Χτυπήσαμε ένα κουδούνι που κρεμόταν απ΄τα καλώδιά του, τίποτα δεν έγινε για λίγη ώρα, μέτα η πόρτα σύρθηκε ανατριχιαστικά στον οδηγό της και ο Δάκης εμφανίστηκε χαμογελαστός.
«Αργήσατε», είπε.
«Ψάχναμε για στούντιο, γι΄αυτό την πατήσαμε», τον διαφώτισε ο Πίβοτ, αλλά ο Δάκης δεν έπιασε το χιούμορ.
«Ακολουθείστε», είπε.
Ακολουθήσαμε. Μια βρωμερή σκάλα, θεοσκότεινη –τα πόδια μας μπερδεύονταν στη σκισμένη μοκέτα, ανεβήκαμε δυο ορόφους στα τυφλά, φτάσαμε σε ένα χωλάκι με κόκκινη λάμπα και ψάθινες καρέκλες.
«Καθίστε», είπε ο Δάκης.
Μετά εξαφανίστηκε.
«Τι κάνουμε εδώ μέσα;» αναρωτήθηκε ο Γιωργάκης.
«Περιμένουμε την τσατσά», του απάντησε το Μέταλλο.
Και κοίτα να δεις που εκείνη ακριβώς τη στιγμή έσκασε ένας μουστακαλής με κολλημένο μαλλί πάνω απ΄το κούτελο για να κρύβει τη φαλάκρα, γυαλιστερό πολυέστερ πουκάμισο, παντελόνι καμπάνα και σκαρπινάκι.
«Αυτοί είναι;» ρώτησε κάποιον αόρατο.
«Ναι –πολύ καλό συγκρότημα», του απάντησε ο Δάκης που εμφανίστηκε λίγο πιο πίσω του.
«Παλικάρια, ο Μαγκάρετ από δω με έχει πληρώσει για 8 ώρες, κανονιστείτε λοιπόν», μας είπε ο μουστακαλής.
«Τι 8 ώρες;» απόρησε το Μέταλλο.
«Ποιος είναι ο Μαγκάρετ;» ρώτησα εγώ.
«Δεν ήρθαμε εδώ για πολυλογία», μας υπενθύμισε ο Δάκης ο επιλεγόμενος και Μαγκάρετ όπως μόλις είχαμε μάθει.
Μπήκαμε στο στούντιο, ο Πίβοτ καθυστέρησε λίγο, τελικά ήρθε όταν όλοι είχαμε βολευτεί κουτσά στραβά.
«Τον καργιόλη –άκου 8 ώρες», μούγκρισε. «Του είπα οτι θέλουμε τουλάχιστον 20».
«Σου λέει 8, έχει κλείσει για 10», ψιθύρισε το Μέταλλο.
«Άρα, μέχρι 12 μάς παίρνει», έκανα εγώ.
«8 ώρες –μετά πληρώνετε από την τσέπη σας», ακούστηκε η φωνή του μουστακαλή απέξω.
Θαυμάσαμε τη μαλακία μας να συνωμοτούμε με ανοιχτά μικρόφωνα.
Είχαμε αποφασίσει να γράψουμε ένα Μπίλι, ρυθμικό και χοροπηδηχτό για την πρώτη πλευρά, τους «Κλέφτες Ασθενοφόρων» κι από πίσω θα βάζαμε τη γριά πουτάνα του Γιωργάκη συν ένα ινστρουμενταλάκι του ενάμιση λεπτού. Απ΄αυτό ξεκινήσαμε, για να κουρδιστούμε κιόλας.
«Ώπα, ώπα», έκανε μετά από λίγο ο μουστακαλής.
«Στον κώλο σου μια γόπα», ψιθύρισε ο Πίβοτ.
«Το άκουσα αυτό», είπε ο μουστακαλής.
«Γιατί μας έκοψες;» ρώτησα.
«Επειδή είσαστε παράτονοι», είπε ο μουστακαλής.
«Τι μας λες ρε φον Κάραγιαν», θύμωσε ο Πίβοτ.
«Δεν το πιάνετε από λα μινόρε;» πρότεινε ο μουστακαλής.
«Δεν μας πιάνεις τον πούτσο καλύτερα;» αντιπρότεινε ο Πίβοτ.
«Θα γίνει κι αυτό. Τώρα κρατάω τον κώλο του Μαγκάρετ», μας ενημέρωσε ο μουστακαλής.
Δώσαμε τόπο στην οργή και το ξαναπήγαμε ακριβώς ίδια όπως προηγουμένως.
«Κάπως καλύτερα», μας είπε ο μουστακαλής όταν τελειώσαμε.
«Να γράψουμε και τ΄άλλα δύο;» πρότεινε το Μέταλλο.
Ο μουστακαλής δεν διαφώνησε, οπότε παίξαμε τις μουσικές των υπόλοιπων κομματιών –ο Γιωργάκης θα τραγούδαγε μετά, από πάνω τους.
«Ώπα, ώπα –κόψε», φώναξε ο μουστακαλής.
«Τι θέλει πάλι ο πούστης;» βλαστήμησε το Μέταλλο.
«Έχεις καταλάβει οτι σας ακούω;» ρώτησε ο μουστακαλής.
«Μα γι΄αυτό τα λέω», του απάντησε το Μέταλλο.
«Γιατί παίζει τόσο ψηλά το μπάσο;» ρώτησε ο μουστακαλής.
«Επειδή είναι ψηλό παιδί ο μπασίστας», του απάντησε ο Πίβοτ.
«Μαζέψτε το λίγο και η ντραμς...» έκανε ο μουστακαλής.
«Τι έχει η ντραμς;» απόρησε το Μέταλλο.
«Η ντραμς δεν έχει τίποτα. Εσύ γιατί βάζεις τόση πολλή μπότα μου λες;» ρώτησε το Μέταλλο.
Φορτώσαμε –για την ακρίβεια πρώτος πετάχτηκε ο Γιωργάκης κι οι υπόλοιποι ακολουθήσαμε. Μπήκαμε στην κονσόλα ο μουστακαλής γύρισε και μας κοίταζε ανυποψίαστος. Το Μέταλλο κοπάνησε την πόρτα κι ακούμπησε πάνω της, ο Γιωργάκης με τον Πίβοτ πήγαν και στάθηκαν μπροστά του, εγώ βρέθηκα πίσω από την πλάτη του.
«Άκου ρε μερακλή», άρχισε ο Πίβοτ. «Εμείς ήρθαμε να γράψουμε τα τραγούδια μας. Αν θες να γράψεις τα δικά σου να φύγουμε και να΄ρθουμε άλλη μέρα...»
«Να μην πληρώνει κι άδικα ο Δάκης...» συμπλήρωσε ο Γιωργάκης.
«Ρε παιδιά εγώ για σας το λέω», ξεκίνησε ο μουστακαλής. «Δεν ακούγονται αυτά που παίζετε –σαν κατολίσθηση σε κουζίνα είσαστε».
«Κι εσένα τι σε κόφτει ρε μεγάλε;» χώθηκε το Μέταλλο.
«Ε, πως... Στο στούντιό μου γράφετε –θα μου χαλάσετε το όνομα», διαμαρτυρήθηκε ο μουστακαλής.
«Ποιο όνομα;» απόρησε ο Γιωργάκης.
«Φλάουερ Στούντιος», είπε υπερήφανα ο μουστακαλής.
«Πώς πώς;» απόρησε ο Πίβοτ.
«Φλάουερ Στούντιος –κουφός είσαι; Αλλά μ΄αυτά που παίζεις...» έκανε ο μουστακαλής.
«Τι Στούντιος; Ένα δωμάτιο δεν έχεις μόνο;» τον ρώτησα.
«Έχω κι άλλα στον κάτω όροφο», μου εξήγησε.
«Εκεί είναι το θέμα τώρα;» νευρίασε ο Πίβοτ.
«Άκου Φλάουερ...» θαύμασε ο Γιωργάκης.
«Τιμή σας κιόλας κωλόπαιδα, εδώ έχουν γράψει τα μεγαλύτερα ονόματα της ποπ σκηνής του ‘60. Τραμπς, Κάντιλακς, Μάστανγκς...»
«Μα αυτό δεν είναι στούντιο –είναι συνεργείο», θαύμασε το Μέταλλο.
«Σκάσε ρε», φούντωσε ο μουστακαλής. «Και μη σας πω ποιοι γράφουν εδώ τώρα».
«Μη μας το πεις, να χαρείς τη μουστάκα σου», τον παρακάλεσε ο Γιωργάκης.
«Αδερφέ, κάνε μια προσπάθεια να γράψεις αυτά που παίζουμε. Κι αν πάμε άκλαυτοι, μη στεναχωριέσαι, θα το αντέξουμε», του εξήγησε ο Πίβοτ.
Ξαναμπήκαμε για εγγραφή. Ξαναρχίσαμε. Κατά τις 12 το βράδυ ο μουστακαλής χασμουρήθηκε, ξύστηκε και μας πληροφόρησε οτι κι αύριο μέρα ήταν...
Την επόμενη μέρα μας περίμενε στο στούντιο ένας αγχωμένος Δάκης.
«Παιδιά δεν πάμε καλά, θα φαληρίσουμε πριν ξεκινήσουμε», μας κλάφτηκε.
«Στο μουστάκια πες το που μας έχει σπάσει τα νεύρα», έκανε ο Πίβοτ.
«Του φέραμε κι ένα δίσκο ν΄ακούσει μπας και πάρει γραμμή», χώθηκε ο Γιωργάκης.
«Άντε να δούμε», μουρμούρισε ο Δάκης.
Πριν μπούμε να ξαναγράψουμε στριμώξαμε τον μουστακαλή.
«Άκου», του είπαμε.
Και του βάλαμε 2-3 κομμάτια Μπαουχάους.
«Τι’ναι τούτα;» γκρίνιαξε. «Σα να κλαίει ο διάολος τα παιδιά του».
«Έτσι θέλουμε να βγούμε», του ξεκαθάρισε ο Πίβοτ.
«Άντε ρε κατακαημένοι», μας πρόγκιξε.
Πάντως γράψαμε τη μουσική και ήρθε η σειρά του Γιωργάκη να τραγουδήσει. Καθίσαμε στην κονσόλα και τον αφήσαμε μόνο του μέσα.
«Πάμε», τον ειδοποίησε ο μουστακαλής κι έριξε τη μουσική.
Τότε ο Γιωργάκης μάς γύρισε την πλάτη, έκανε μια προσπάθεια να ξεκινήσει, σταμάτησε.
«Το μικρόφωνο δε βγαίνει;» ρώτησε δείχνοντας το κρεμασμένο ματζαφλάρι.
«Τι σε πειράζει εκεί που είναι;» απόρησε ο μουστακαλής.
Κι ο Γιωργάκης έβγαλε τ΄ακουστικά, βγήκε από το δωμάτιο, έψαξε τριγύρω, εντόπισε ένα χαμηλό τραπεζάκι.
«Για βάλτε ένα χεράκι», μας είπε.
Πήραμε λοιπόν το τραπεζάκι, το βάλαμε στο δωμάτιο εγγραφής κάτω από το κρεμαστό μικρόφωνο και πάνω του ανέβασε μια καρέκλα ο Γιωργάκης, μετά σκαρφάλωσε, κάθισε στην καρέκλα....
«Πες μου πότε είσαι έτοιμος», ζήτησε από τον μουστακαλή.
Και τραγούδησε τα τραγούδια διπλωμένος, με την πλάτη γυρισμένη σε μας που τον ακούγαμε φρικαρισμένοι. Ίσως έφταιγε που έλειπε το τελευταίο διάστημα, ίσως κάτι να δοκίμαζε όσο ήταν μακριά μας, πάντως η φωνή του έμοιαζε πλέον με μασέτα που καθαρίζει το κρέας από τα κόκαλα.
«Δεν είσαστε με τα καλά σας», ψέλλισε ο μουστακαλής.
«Κάνε δουλειά σου», αγρίεψε ο Πίβοτ.
«Ρε πάρτε τον από κει μέσα θα πάθει τίποτα», είπε εκείνος.
Κι εμείς δε μιλήσαμε επειδή ξέραμε πώς ότι ήταν να πάθει το είχε ήδη πάθει ο Γιωργάκης.
Μετά από καμιά ώρα πήρε να μιξάρει ο μουστακαλής με όλους μας πάνω απ΄το κεφάλι του, κάθε μισό λεπτό τον κόβαμε για να τον διορθώσουμε.
«Δε βγαίνει», παραδέχτηκε πρώτος απ΄όλους ο Γιωργάκης.
«Πρέπει να το πάμε από την αρχή», είπε ο Πίβοτ.
«Σίγουρα», είπα εγώ.
«Με καμιά Παναγία. Είσαστε ήδη 2 ώρες πάνω», μας εξήγησε ο μουστακαλής. «Εκτός αν θέλετε να πληρώσετε από την τσέπη σας...»
Θέλαμε αλλά δεν είχαμε.
«Ας τ΄ακούσει κι ο Μαγκάρετ και βλέπουμε», μας πρότεινε τελικά.
Εκείνο το βράδυ κανένας δεν πήγε σπίτι του. Κλειστήκαμε στο στούντιο στο Παγκράτι, προβάραμε τα κομμάτια μέχρι αίματος και συμφωνήσαμε πως έτσι έπρεπε να τα γράψουμε.
Την επόμενη πήραμε τηλέφωνο το Δάκη.
«Τ΄άκουσα –μια χαρά είναι».
«Ούτε να το σκέφτεσαι, θα τα ξαναγράψουμε».
«Καλά, θα τα πούμε αύριο –θα κοιτάξω να σας ξανακλείσω ώρες».
Τη μεθεπόμενη τον ξαναπήραμε τηλέφωνο.
«Εντάξει, αλλά όχι σήμερα. Πάρτε αύριο να σας πω».
Την μεθεπαύριον μια από τα ίδια.
Πέρασαν τέσσερις μέρες στο σύνολο μέχρι που σιχτιρήσαμε.
«Θα πάμε να τα γράψουμε μόνοι μας κι ο λογαριασμός στο θείο», είπε ο Πίβοτ.
Πήγαμε.
«Καλώς τα παιδιά», μας υποδέχτηκε ο μουστακαλής.
«Θέλουμε να γράψουμε», τον πληροφορήσαμε.
«Για ποιο λόγο;» απόρησε ο καλός ο άνθρωπος.
«Για το δισκάκι....»
«Τώρα; Έχει πάρει τα μάστερ εδώ και δυο μέρες ο Μαγκάρετ....»
Πήγαμε στο μαγαζί του Δάκη, τον βουτήξαμε από το λαιμό.
«Γαμημένε, σήμερα πεθαίνεις».
«Ήρεμα ρε παιδιά...»
«Φέρε τα μάστερ».
«Τα έχω δώσει για κοπή...»
«Που να σου κοπεί ο πούτσος, κερατά».
«Ησυχάστε ρε παιδιά –μια χαρά είναι το δισκάκι, θα σκίσετε...»
«Τον κώλο σου θα σκίσουμε».
Εκεί στρίτζωσε αρκετά ο Δάκης, έσπρωξε το Μέταλλο που τον κράταγε από το πουκάμισο.
«Για να σας πω ρε μαλάκες. Εδώ παίζονται λεφτά, γαμώ την καλλιτεχνία σας μέσα... Ο δίσκος έχει ήδη αρχίσει να κόβεται, ή θα βγει έτσι ή δε θα βγει καθόλου».
«Να μη βγει καθόλου ρε πούστη».
«Σοβαρά; Και τα λεφτά που έριξα θα μου τα δώσετε εσείς πίσω;»
«Τι λέει το συμβόλαιο;»
«Για διαβάστε το. Αν έχετε αντιρρήσεις σχετικά με το τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να σας αποζημιώσω, αυτό λέει».
«Δε θέλουμε αποζημίωση, θέλουμε να μη βγει καθόλου».
«Άλλο τι θέλετε κι άλλο τι δικαιούστε....»
Φύγαμε μπαρουτιασμένοι.
Αμίλητοι.
Εκείνη τη μέρα καταλήξαμε στο στούντιο στο Παγκράτι και χτυπήσαμε ένα δεκαπεντάωρο γεμάτο. Είχαμε χάσει τις δουλειές μας, κοντέψαμε να χάσουμε και τα μυαλά μας αλλά όταν βγήκαμε από κει μέσα -σκιές του εαυτού μας, βρώμικοι, στα πρόθυρα της κατάρρευσης- είχαμε ήδη φτιάξει τους σκελετούς των 12 τραγουδιών που αργότερα αποτέλεσαν τον πρώτο μας λονγκ πλέι δίσκο.
«Πρέπει να κοιτάξουμε να βρούμε τίποτα δουλειές, θα χρειαστούμε φράγκα», είπε το Μέταλλο.
«Θα τα βρούμε τα φράγκα», τον καθησύχασε ο Γιωργάκης.
«Εσένα δε σε ψάχνουν πια;» τον ρώτησα.
«Δε με ψάχνουν γιατί φοβούνται μήπως με βρουν», μου απάντησε.
«Για όλη αυτή την ιστορία δε θέλω να ξαναμιλήσουμε ποτέ», μας ξέκοψε ο Πίβοτ.
Αλλά δεν καταλάβαμε αν εννοούσε την ιστορία με το Γιωργάκη ή την άλλη με το σινγκλ. Ότι και να εννοούσε, η επιθυμία του δεν έγινε σεβαστή.
Κάθομαι λίγο πιο μακριά της τώρα, επειδή τη βλέπω σχετικά ήρεμη.
«Να σου φέρω κάτι;» της προτείνω.
«Εσύ τον σκότωσες;» ψελλίζει.
«Εγώ το οριστικοποίησα», της εξηγώ.
«Δεν καταλαβαίνω –θεέ μου δεν καταλαβαίνω τίποτα», κλαψουρίζει.
«Ο Πίβοτ ήτανε χρόνια νεκρός αλλά δεν μπορούσε να πεθάνει κι εγώ τον βοήθησα –βλέπεις, ήταν ο καλύτερός μου φίλος...» αφηγούμαι.
«Άσε με να φύγω», παρακαλάει.
«Όχι ακόμα», της λέω. «Πρέπει να σου πω μερικά πράγματα ακόμα. Στην τελική θα κάνεις και δημοσιογραφική επιτυχία».
«Δεν θέλω ν΄ακούσω, άσε με να φύγω».
Γυρίζω να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, προσπαθούν να κρυφτούν αλλά τους διακρίνω. Παίρνουν θέσεις. Σε λίγο θ΄αρχίσουν τα όργανα.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
29 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
τι είναι οι μπλιτζούδες γκόμενες ρε μότορα, δεν τόχω ξανακούσει.
ωραίος κατατάλλα, αυτό με κάποιους που δεν είναι ποτέ επαρκώς πεθαμένοι, στο κλέβω χαλαρά.
Ρε γιατρέ, είσαι μικρός ή το ΄80 άκουγες Καλατζή και Γαργανουράκη μόνο; Χεχεχεχε
Μπλιτζούδες ρε -από το Μπλιτζ, το μουσικό ρεύμα που χάρισε στην ανθρωπότητα τα συγκροτήματα των Σπαντάου Μπαλέ, Βιζάζ, Αρτ Νουβό, Ντουράν Ντουράν (ας με συγχωρέσουν οι υπόλοιποι γίγαντες που δεν τους θυμάμαι πλέον).
Να μου το κλέψεις αυτό με τους πεθαμένους -άλλωστε το μπλογκ αυτό για τους φίλους λειτουργεί σα φοντανιέρα, όποιος θέλει τσιμπάει ένα φοντανάκι κι όποιος φάει πολλά παθαίνει πονόκοιλο. Αλλά το θέμα είναι να βρίσκουμε τρόπους να σκοτώνονται οι πεθαμένοι -κατάλαβες;
αχαχαχα γαργανουράκης, θεέ μου τι λέει ο άνθρωπας. Ο καλατζής ήτανε αυτός που τραγούδαγε τον ύμνο του πασόκ?
Συμπάθα με, έχω ξεχάσει περισσότερα απόσα εσύ θυμάσαι.
( κι αυτό το ως ανωτέρω πιασάρικο από κάπου τόχω κλέψει)
εντάξει είμαι λίγο μικρότερος αλλά γλύτωσα από πράματα τύπου ντουράν ντουράν, πήγα απευτείας σε μέιντεν και τέτοια.
Καλατζής: "Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν". Είναι αυτός που τον μιμούταν ο Νταλάρας όταν ξεκίναγε την καρίερα του και τραγούδαγε καθαρά με τα κρεατάκια της μύτης.
Το καλύτερο, πιασάρικο, το έχει πει ο Έλβις: "Ξέχασα να θυμηθώ να ξεχάσω".
Οι Ντουράν Ντουράν στα ξεκινήματά τους (όταν στην Αγγλία τους λέγανε Ντούρεξ Ντούρεξ) ντύνονταν πιο ωραία από τους Μέιντεν (με κολάν, καπέλα με φτερά και φουστάκια α λα Ρομπέν των Δασών) και είχε τύχει να διαβάσω συνέντευξή τους στην οποία το μισό κείμενο αναφερόταν στο άγχος του μπασίστα επειδή είχε φάει κλήση έξω από το στούντιο και πώς θα το έλεγε στον μπαμπά του.
pali tha thn pesoun lites se tabouromeno spiti.aman ase k kana nekro sthn isixia tou.
Ε, να μην το κάνουμε λίγο Συμμορία; Την Πέμπτη κανονιστείτε να βρεθούμε -ντάξει;
Ρε μότορα τον Ταρζαν τον έλεγε ο Αντρεάδης, ο Καλαντζής έλεγε τον Κουταλιανό,έτσι δεν είναι;
Τσου. Ο Ανδρεάδης έλεγε τη Λούλα (το νούμερο 1, γιατί το νούμερο 2 το έλεγε ο Λογό -νομίζω). Τον Κουταλιανό τον έλεγε ο Καλαντζής και τον Ταρζάν -μαλακία μου -τον έλεγε ο Ντουνιάς. Αν και κάπου τον έχω ακούσει από Καλαντζή στην ΥΕΝΕΔ με σχετικό βιντεάκι πριν από ποδοσφαιρικό αγώνα (αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω σε δικαστήριο αν κληθώ).
Tη Λούλα την έλεγε,αλλά έλεγε και τον Ταρζάν πρώτος,ο Ντουνιάς μπορεί να το είπε μετά,τέλος πάντων.
Ο Γκούγκλης μου δίνει ΚΑΙ τον Ανδρεάδη ερμηνευτή. Πρώτη ήταν σίγουρα ο Ντουνιάς καθότι Μαρκόπουλος μουσική και στίχοι (κι αυτό από τον Γκούγκλη το βρήκα).
Ετσι λέει ο γκούγκλης,εγώ το άκουγα πιτσιρικάς από τον Αντρεάδη,δε ήξερα ότι το είχε πει κι ο Ντουνιάς,αλλά δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Μωρέ καμμία σημασία δεν έχει -εκτός αν διαβάζει το μπλογκ ο Ντουνιάς, οπότε τη γάμησες γιατί θα σε κατηγορήσει για παραπληροφόρηση και σπίλωση της καριέρας του, χεχεχεχε.
Σωστά, πάω να φύγω χαχα.
Μου άρεσε από την αρχή, αλλά τώρα απογειώθηκε.
Ηλία, βλέπει οτι γράφεις κάτω από τον ΗΛία έτσι; Με τον οποίο είχαμε φιλολογική κουβέντα περί Ντουνιά! Και βλέπω μετά το "μου άρεσε κι απογειώθηκε" ρε πάτε να με τρελάνετε;
ελπίζοντας να μη σου ανέβει η πίεση
http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/05/blog-post_20.html
Μοτορ? Μοτορ? Εισαι καλα? Μιλησε σε παρακαλω... Εναν γιατρο παιδια!
Α ρε Φωντα, τον εφαγες...
Το είδα από χτες ρε -μου το έστειλε ο Καραμαζώφ. Α, ρε κουφάλα Μάρλυ -το ξετρύπωσες κι εσύ; Και ήθελα να στο κάνω έκπληξη το χεστήριο τη Δευτέρα...
Υ.Γ.: Το άρθρο του αυτό είναι για μένα πάσα "πάρτο βάλτο" που έλεγε κι ο Σωτηρακόπουλος.
Το είδα κι εγώ.Ακόμα μια κριτική με αρχές,της σχολής 'σεβασμός στους νεκρούς'.
Ο ίδιος ο αρθρογράφος διατυμπάνισε περήφανα τις δικές του αξίες παλιότερα κι έτσι δεν έχει νόημα να πούμε περισσότερα.
Συγνώμη Μότορ για το εκτός θέματος σχόλιο αλλά δεν τρώγεται πια η στενομυαλιά ορισμένων.
Νομίζω οτι κάτι θα βρω για να το σχολιάσω τη Δευτέρα όλο αυτό φίλε μου. Έτσι κι αλλιώς η επόμενη βδομάδα και η μεθεπόμενη είναι βδομάδες Νικολαϊδη. Μπορούσαν να λείπουν οι Μοσχοβάκηδες;
Να λοιπόν που γνωρίζω ένα κακέκτυπο του Μοσχοβάκη ή και Δανίκα, που δεν έχει ούτε το μισό ταλέντο βρισίματος για τον Νικολαίδη αλλά θυμίζει τόσο έντονα τον κομπλεξισμό τους και την κακοήθεια τους... τον "κύριο" Φώντα... Αυτόν πρέπει να τον κάνει τραγούδι ο Πουλίκας με στίχους που μπορώ να βοηθήσω. Δεν θα μιλήσω για το έργο του ΝΝ, γιατί οι νέοι ξέρουν και θα μάθουν περισσότερα τώρα που θα παιχτούν όλες οι ταινίες του στο αφιέρωμα...δεν θα πω πόσο μπροστά ήταν ο ΝΝ και πώς τάχε προβλέψει όλα - Ευριδίκη, Πρωινή Περίπολος, Zero Years - απλά λέω ότι πρέπει να απομυθοποιήσουμε τον Κιούμπρικ, μια κι έκανε αυτή την ανήθικη ταινία που έμεινε στην ιστορία..."Το κουρδιστό πορτοκάλι" Φτου κακά... "κύριε" Φώντα μας...
Ο Φώντας, για να ξέρεις, είναι το άτομο που έσκιζε το σουτιέν του οτι το '80 δεν παίζανε ξύλο οι ροκάδες με τους πάνκηδες κι όταν του έγραψα για κάποιες συναυλίες που είχε γίνει κόλαση μου απάντησε; "εγώ όπου άκουγα ξύλο έφευγα -μαλάκας ήμουν να κάτσω;" Αυτό πάρτο σαν ΠΡΟΣΕΧΩΣ γιατί από Δευτέρα θα αναλύσω περισσότερο το όλο θέμα.
http://miliokas.tumblr.com/post/5745083375/name-day-part-6-before-everything-starts
κι άσε τους άλλους να λένε ό,τι θέλουνε
miliokas aka skylos_mayros
Δεν είναι πρόθεση μου να σε τρελάνω... Άλλωστε με αυτά που διαβάζω, βλέπω ότι μπορείς να τα καταφέρεις μια χαρά και μόνος σου.
Milioka, ήθελα να το βάλω στο σημερινό μου ποστ αλλά κάτι μαλακία γινόταν και δεν μπορούσα να το σώσω στο καφεκούτι μου. Πολύ ωραίο πάντως -ευχαριστώ.
Ηλία, πες το ψέμματα, χεχεχεχε....
Πες μου τώρα οτι το πρώτο προβάδικο είναι το γνωστό υπόγειο στη βίλα με τα φαντάσματα στην Γαλατσίου του Αντώνη.....
Λέγε σκηνικό να σου πω!
Αρκετούς αιωνες πίσω μαζι με τους προαναφερόμενους καναμε πρόβες στο ιδιο αντιστοιχο σκηνικό.. Δυστυχως (η ευτυχώς συμφωνα με τον ίδιο...) ο Ηντας το πουλησε πριν 2 χρόνια το Vitraux και πάει και τό ονομα...
Τώρα καλλιεργεί ραδίκια σε γνωστό νησί,...
Χαχαχα -κατάλαβα νομίζω. Όχι δεν είναι αυτό. Κι εσύ, για ρίξε μερικές πληροφορίες ταυτότητας (έχω και μέιλ στο πάνω μέρος της σελίδας). Μπορεί να έχω κάποια ενδιαφέροντα πράγματα να σου πω.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!