2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη"
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
8. Η τρομερή ώρα
9. Το στήσιμο
10. Όταν σε περιμένεις στο απέναντι πεζοδρόμιο
11. Ο Ζορό ζορίζεται
12. Με άδεια χέρια
13. "Εμείς είμαστε οι άλλοι"9. Το στήσιμο
10. Όταν σε περιμένεις στο απέναντι πεζοδρόμιο
11. Ο Ζορό ζορίζεται
12. Με άδεια χέρια
14. «Αρχίδια, γλυκιά μου»
15. Φεύγοντας μόνος
Η μεταλλική φωνή έκοβε τη
φασαρία της απέραντης αίθουσας αναμονής με διαδοχικές ανακοινώσεις –η καταιγίδα
έφερνε κάμποσες καθυστερήσεις πτήσεων, αλλά, ευτυχώς, καμιά ακύρωση. Ακόμα.
Έξω από την αίθουσα έκανε
κουμάντο η σκοτεινιά κι ας ήταν μεσημέρι. Αν πλησίαζες κοντά στις εισόδους
άκουγες τη βροχή να σκάει κατά ριπάς στα πλεξιγκλάς.
«Άντε να βγεις να καπνίσεις…»
μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Σύγχρονα αεροδρόμια, σου λέει…
Καλύπτουν τις ανάγκες όλων, εκτός βέβαια από τους καπνιστές, αυτοί δεν
μετριούνται στον ανθρώπινο πληθυσμό», σιγοντάρισε ο Κώστας.
Η Μαρίνα δεν είπε τίποτα –είχε
στο νου της τα παιδιά που έκοβαν βόλτες εξερευνώντας το χώρο λόγω βαρεμάρας.
Σα συνεννοημένοι κοίταξαν έξω
από το πλεξιγκλάς την καταιγίδα και μετά τον πίνακα αναγγελίας πτήσεων. Είναι
άβολη η συνοδεία αυτών που πρόκειται να ταξιδέψουν –σα να μη φτάνει η αμηχανία
του αποχαιρετισμού υπάρχει και η ενδιάμεση αναμονή που όλοι εύχονται να
τελειώσει μια ώρα αρχύτερα. Όλοι εκτός από τους ερωτευμένους –στη συγκεκριμένη
περίπτωση όλοι δηλαδή.
«Πάω να πάρω εφημερίδες», είπε
ο Κώστας κι απομακρύνθηκε.
Όταν έφτασε στο σταντ με τον
ημερήσιο τύπο έβγαλε το κινητό του, κοίταξε τις αναπάντητες κλήσεις και διάλεξε
μία από αυτές.
«Έλα –σ΄ έπαιρνα τηλέφωνο…»
είπε η αντρική φωνή.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Κώστας.
«Είχαμε εξελίξεις, νομίζω
δηλαδή…» ψέλλισε ο Βασίλης.
«Δηλαδή;»
«Βρήκαν έναν άντρα σκοτωμένο
και μια γυναίκα…»
«Τι γυναίκα;»
«Σκοτωμένη κι αυτή, μάλλον
αλληλοπυροβολήθηκαν».
«Κάτσε βρε παιδί μου και τι
σχέση έχει με τον φίλο μου τον Τάκη αυτό;»
«Ο Γιαννάκης…»
«Ο Γιαννάκης;»
«Ναι, ο….»
«Α, εντάξει. Τι τρέχει με το
Γιαννάκη;»
«Λέει πώς ο νεκρός ήταν παλιός
γνωστός σας».
«Πώς τον λέγανε;»
«Άκη κάτι… Σιρχάν Σιρχάν είπε
ο Γιαννάκης να σου πω…»
«Έλα ρε –σκοτώθηκε ο Σιρχάν! Κακό του ψόφο», γέλασε
ο Κώστας.
«Πώς μιλάς έτσι για τον
άνθρωπο –ο Γιαννάκης είπε…»
«Τι είπε ο Γιαννάκης; Οτι ο
Σιρχάν ήταν παλιός χαφιές της Ασφάλειας;»
«Όχι…»
«Κακώς –από εκεί έπρεπε να
ξεκινήσει. Είχε μια ομάδα, δεν θυμάμαι τώρα πώς λέγονταν, κάνανε κάτι ιστορίες
κι όταν τον έπιασαν οι μπάτσοι –συγνώμη, όταν συνελήφθη θέλω να πω –τους έδωσε
όλους στεγνά».
«Εσείς δεν είχατε σχέσεις μαζί
του;»
«Με τον Σιρχάν; Για μαλάκες
ψάχνεις ρε Βασίλη; Αυτόν, όταν τον καλούσες στο σπίτι κοίταζε να χωθεί στην
κρεβατοκάμαρα για να βουτήξει τίποτα εσώρουχα της γκόμενάς σου».
«Τι να τα κάνει; Παρενδυτικός
ήταν;»
«Τι να ήταν;»
«Παρενδυτικός –τραβέλι ρε συ,
πώς το λένε!»
Ο Κώστας ξεκαρδίστηκε.
«Όχι ρε κανίβαλε –για άλλο λόγο
τα ήθελε τα εσώρουχα».
«Α, κατάλαβα», είπε ο Βασίλης.
«Τέλος πάντων, αυτός πάει και μαζί του πάει μια κοπελίτσα σαν τα κρύα τα νερά».
«Γι΄αυτή λυπάμαι αν και,
δυστυχώς, δεν μπορώ να πω οτι τη γνώριζα».
«Έλα που παραπονιέσαι –με
τέτοια κουκλάρα που κυκλοφορείς…» τον μάλωσε ο Βασίλης.
Ο Κώστας θυμήθηκε τις
τέσσερεις αναπάντητες της Αθηνάς.
«Τέλος πάντων, είμαι στο
αεροδρόμιο και πρέπει να κλείσω…»
«Φεύγεις;»
«Όχι εγώ. Η Μαρίνα, η γυναίκα
του συχωρεμένου του Τάκη. Οικογενειακώς».
«Πού πάνε;»
«Στην αδερφή της… Και γιατί
κουμπουριάστηκε ο Σιρχάν με την κοπελίτσα ρε Βασίλη;»
«Έλα ντε!»
«Καλά –θα τα πούμε όταν έρθω
σπίτι, θα σου χτυπήσω για κάναν καφέ».
«Εντάξει… Κώστα…»
«Τι;»
«Ο Γιαννάκης είπε οτι κάνατε
διάφορα στα νιάτα μας».
«Κάναμε περισσότερα απ΄ όσα
ξέρει ο Γιαννάκης. Υπάρχει πρόβλημα;»
«Όχι –άλλωστε υπάρχει
παραγραφή…»
«Έτσι μπράβο. Τα λέμε λοιπόν».
Βιάστηκε να κλείσει το
τηλέφωνο.
Η επόμενη κλήση ήταν στην
Αθηνά.
«Πού είσαι;»
«Στο αεροδρόμιο
–ξεπροβοδίζουμε τη Μαρίνα και τα μικρά».
«Θέλω να σε δω μετά…»
Ο Κώστας δεν είπε τίποτα.
«Λοιπόν;» έκανε ανυπόμονα η
Αθηνά.
«Τι λοιπόν;»
«Θα βρεθούμε; Και σε παρακαλώ
να μη με ρωτήσεις γιατί».
«Δεν σκόπευα…»
«Να έρθω από το σπίτι σου;»
«Έλα».
Έκλεισε το τηλέφωνο ξύνοντας
το μάγουλο του σκεπτικά. Μετά έκανε μεταβολή για να συναντήσει τους άλλους.
«Τι έγινε; Πού είναι οι
εφημερίδες;» τον ρώτησε ο Αργύρης.
«Ποιες εφημερίδες; Α, δεν
πήρα… Με ειδοποίησε ο Βασίλης οτι βρήκαν τα πτώματα…»
«Του Σιρχάν και της Σόνιας;»
ρώτησε η Μαρίνα.
Ο Κώστας ένευσε.
Ο Αργύρης κοίταξε πέρα –ένα
γκρουπ επιβατών σέρνανε βαλίτσες με ροδάκια αναστατώνοντας το σύμπαν. Η Μαρίνα
τον ακούμπησε στο μπράτσο.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα»,
γέλασε εκείνος.
«Δεν μας είπες όμως ρε φίλε…
Πώς βρέθηκες εσύ στο σπίτι του Σιρχάν;» ρώτησε ο Κώστας.
«Όχι –δεν σας το είπα»,
παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Όπως και να ‘χει η Σόνια ίσως
και να σας γλίτωσε από χοντρά μπλεξίματα», παραδέχτηκε η Μαρίνα.
«Αφού πρώτα τα προκάλεσε»,
συμπλήρωσε ο Κώστας.
«Κάποιο σεβασμό στους
νεκρούς…» ζήτησε η Μαρίνα.
Ο Αργύρης δεν είπε τίποτα.
«Σε πόση ώρα φεύγει η πτήση
σας;» ρώτησε ο Κώστας.
«Δεν είναι ανάγκη να μείνετε
μέχρι τότε», κούμπωσε η Μαρίνα.
Κανένας δε βρήκε τίποτα να της
απαντήσει, ούτε και έδειξαν διάθεση να κουνηθούν από τις θέσεις τους.
«Αφού λοιπόν είσαστε ακόμα
εδώ..» είπε η Μαρίνα.
«Και πού να πάμε δηλαδή;»
απόρησε ο Κώστας.
Η Μαρίνα τον αγριοκοίταξε.
«Κι επειδή ελπίζω να μην σας
ξαναδώ…» συνέχισε.
«Όχι αν δε σε δούμε εμείς
πρώτοι», χώθηκε ο Κώστας.
«Θέλω να σας πω –να πάτε να
γαμηθείτε. Ελπίζω στη ζωή μου να μην ξαναπέσω σε τέτοιους μαλάκες που θέλανε
συνέχεια κάποιον από πίσω τους να μαζεύει τις βλακείες τους και να τους
προσέχει μην πάθουν τίποτα…» σφύριξε η Μαρίνα.
«Κι ο Τάκης όμως…» έκανε ο
Κώστας.
«Και γι΄ αυτόν τα λέω –να τ΄
ακούει όπου κι αν βρίσκεται…»
«Να μη σε απογοητεύσω, αλλά…»
ψιθύρισε ο Αργύρης.
«Σκάσε», του χώθηκε η Μαρίνα.
«Βγάλτε το σκασμό για λίγο –κάποτε πρέπει να μάθετε ν΄ ακούτε…»
«Τι;» έκανε ο Κώστας βάζοντας
την παλάμη του σα χωνί πάνω από το δεξί του αυτί.
«Άντε γαμηθείτε…» απηύδησε η
Μαρίνα.
«Αυτό μάς το ξανάπες»,
παρατήρησε ο Κώστας.
Η Μαρίνα σηκώθηκε, μάζεψε τα
πιτσιρίκια και κατευθύνθηκε προς το check in. Οι άλλοι δύο έμειναν μετέωροι. Μέχρι ο Αργύρης να τρέξει πίσω
της.
«Μισό λεπτό», της είπε.
Εκείνη γύρισε. Τα παιδιά
προχώρησαν σαν κουρδιστά.
«Θέλω να ξέρεις οτι όλα πήγαν
στραβά», της είπε.
«Ενώ υπήρχε περίπτωση να πάνε
ίσια…» γέλασε η Μαρίνα.
«Σωστή –δικός σου ο πόντος».
«Δεν είναι θέμα πόντων, Αργύρη»,
του ξεκαθάρισε.
«Όπως και να ‘χει…»
«Όπως και να ‘χει μάς
ξεσκίσατε», έσκυψε το κεφάλι η Μαρίνα και απομακρύνθηκε ακολουθώντας τα παιδιά
της.
Ο Αργύρης έβγαλε τσιγάρο, το
έχωσε ανάμεσα στα χείλια του, δεν το άναψε –το ξανάβαλε στο πακέτο του. Τα
απομεινάρια της οικογένειας του Τάκη πήραν να εξαφανίζονται περνώντας μέσα από
τον ανιχνευτή μετάλλων.
Βγήκαν από την κεντρική
αίθουσα του αεροδρομίου, ο ένας δίπλα στον άλλο, και η βροχή κόντεψε να τους
πάρει απ΄τα μούτρα. Βιάστηκαν να χωθούν στο υπόστεγο της αερογέφυρας, άναψαν
τσιγάρα καπακώνοντας τις φλόγες από τους αναπτήρες τους –κανονικά
συνεννοημένοι.
«Τι γίνεται παρακάτω;»
αναρωτήθηκε ο Κώστας χαζεύοντας ένα δέντρο που το τίναζε η καταιγίδα.
«Τι να γίνει δηλαδή; Ο Σιρχάν
έπαιξε πιστολιές λόγω ερωτικής αντιζηλίας, ως εκ τούτου η επανάστασις αργεί
λόγω έρωτος», υπολόγισε ο Αργύρης.
«Λες ε;»
«Λέω».
«Και οι υπόλοιποι –οι δικοί
του;»
«Πιτσιρικάδες. Σύντομα θα
βρουν καινούργιο μαλάκα που θα κατέχει την απόλυτη αλήθεια –ποιος ξέρει; Μπορεί
και να την κατέχουν οι ίδιοι…»
«Αφ΄εαυτού τους δηλαδή…»
«Ναι –κάπως έτσι…»
«Όμως στην τελική, εκείνοι
φάγανε τον Τάκη…»
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις
γι΄αυτό;»
Ο Κώστας δεν απάντησε.
Τα τσιγάρα τους νοτίστηκαν από
τις σταγόνες που στριφογύριζε ο αέρας, δεν υπήρχε και τίποτα άλλο να κάνουν
εκεί πέρα.
«Θέλεις να σε κατεβάσω με το
αυτοκίνητο στο κέντρο;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Όχι –θα πάρω τον Υπόγειο»,
είπε ο Κώστας.
«Τότε λοιπόν…» έκανε ο Αργύρης
σηκώνοντας το γιακά του μπουφάν του.
«Τότε..» επανέλαβε ο Κώστας.
«Την κάνω. Θα ξαναβρεθούμε
όταν ξαναβρεθούμε», είπε ο Αργύρης.
«Όχι αν έχουμε ξαναβρεθεί
προηγουμένως», γέλασε ο Κώστας.
«Ρε, άντε γαμήσου και φέρε την
είσπραξη», γέλασε ο Αργύρης με τη σειρά του.
Χωρίστηκαν.
Ο Αργύρης πήγε σκυφτός προς το
πάρκινγκ προσπαθώντας να μουσκέψει όσο γινόταν λιγότερο όσο ο Κώστας ανέβαινε
μαρμαρωμένος τις κυλιόμενες σκάλες της αερογέφυρας. Καμιά δεκαριά άνθρωποι
έτρεχαν να χωθούν στ΄ αυτοκίνητα τους, κυνηγημένοι από μια πόλη απροετοίμαστη για
καταιγίδες.
Ο Κώστας έφτασε στον σταθμό του
Υπόγειου κι εκεί έμαθε οτι το επόμενο τρένο θα ερχόταν σε 9 λεπτά. Δεν προλάβαινε
να ξανανέβει για ν΄ αγοράσει εφημερίδα, πράγμα που τον βόλευε. Κοίταξε τριγύρω του,
στάμπαρε μια ομορφούλα που παιδευόταν με την τεράστια τσάντα της, ξεκίνησε να την
πλησιάζει και καλά για να τη βοηθήσει αλλά το μετάνιωσε. Η Αθηνά θα τον περίμενε
στο σπίτι ακόμα κι αν έφτανε μετά από αυτόν. Η Αθηνά…
Ο Κώστας χαμογέλασε ανόρεχτα, ψάχνοντας
στο βάθος του τούνελ για το τρένο.
Άναψε τσιγάρο πριν ανάψει τη μηχανή
του αυτοκινήτου. Οι υδρατμοί θόλωσαν τα τζάμια, έσκασε λίγο το παράθυρο κι αμέσως
άρχισε να μπαίνει η βροχή. Προσπάθησε να επικεντρωθεί στη Σόνια, προσπάθησε να νιώσει
την απώλεια από το θάνατο του Τάκη αλλά το μόνο που ερχόταν στο μυαλό του ήταν η
Μαρία –οι μέρες που την περίμενε να φύγει πριν ξημερωθούν, οι γαμημένοι οι φασίστες
τίγκα στα χάπια, με μάτια κόκκινα να τον περικυκλώνουν…
«Τίποτα δεν τελειώνει πριν τελειώσουμε»,
μουρμούρισε.
Το αυτοκίνητο κύλησε αργά στον
διάδρομο του πάρκινγκ.
Το αεροπλάνο κύλησε μέχρι την άκρη
του διαδρόμου απογείωσης.
Το τρένο είχε καθυστέρηση τελικά.
δεν θα σε βρίσω τώρα...βαριέμαι...πες μου μόνο ότι ΔΕΝ ήταν αυτό το τελευταίο κεφάλαιο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια κάτι ζωντόβολα σαν εσένα που δεν βλέπουν όταν βάζω "Τέλος" στο τέλος και τον τίτλο της ιστορίας στην ετικέτα έγραφα αυτή τη φορά το "Τέλος" στην αρχή...
ΑπάντησηΔιαγραφήε άντε και γ%@$#% λοιπόν!!! Σ' ευχαριστώ που με λύτρωσες από την πνιγηρή μου διάθεση να σε σκυλοβρίσω από την αρχή!!! ασταδγιαλαμαδαφακα!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή:Ρ