Προηγούμενα:
«Ίσωμα στραβάδια», ξεφυσάω.
«Θάνατος στους φοιτητές, τους
αυριανούς διευθυντές», γελάει ο Καβάτζας.
Ο Βαγγέλης χεσμένος από τα
σιρόπια κοιτάζει τριγύρω.
«Πρέπει να μαζέψουμε ξύλα»,
μουρμουρίζει.
«Γιατί; Έρχεται βαρύς
χειμώνας;» απορώ.
Ο Βαγγέλης εξαφανίζεται
τρέχοντας –ούτε που με άκουσε.
«Τι παίζει;» ρωτάω τον
Καβάτζα.
«Λίγα πράγματα…» μουρμουρίζει
ενώ μου τρακάρει τσιγάρο.
«Τόσο καλά...» καταλήγω.
Πάω μέχρι το περίπτερο του
Μαοϊκού, εξοπλίζομαι με δυο Καμήλες φιλοπερίεργες –ψάχνω για κάποια καλή
διάθεση…
«Ανάψαμε», κάνω νόημα στο
Μαοϊκό δείχνοντας τη φωτιά.
«Μπα –ακόμα σβηστοί είμαστε»,
σχολιάζει μέσα από τα δόντια του.
Έχει τα δίκια του. Καμιά φωτιά
δεν είναι ικανή να μας ζεστάνει, πάει καιρός τώρα…
Στο μεταξύ, ένας μαλάκας με
πατέντα έχει βρει κάποιον πυροσβεστήρα και τρέχει να τον πετάξει στη φωτιά, στη
μέση της πλατείας –άλλοι τρέχουν πίσω του να τον προλάβουν, τους ξεφεύγει, ο
κόσμος το βάζει στα πόδια πανικόβλητος, ο μαλάκας εκτοξεύει τον πυροσβεστήρα
όταν φτάνει στα 3 μέτρα από τη φωτιά και αστοχεί. Η πλατεία γίνεται ένα
τεράστιο χάχανο.
Νυστάζω και πονάνε τα γόνατά
μου –ήρθα κατευθείαν από τη γαμωσυνέλευση και βγαίνει η κούραση από τους πόρους
του δέρματός μου, σταχτί ιδρώτας. Πάω μέχρι τη μηχανή, βγάζω το πέταλο, κόβω
κίνηση –πουθενά να τρέξεις, πουθενά να
κρυφτείς…
Είναι η μέρα, δηλαδή η νύχτα,
που θα δω τι είναι αυτός ο ΠΗΓΑΣΟΣ για τον οποίο πολλοί μιλάνε πολύ. Τηλεμάχου
–δυο στενά πάνω από την πλατεία, πας και με τα πόδια, αλλά πώς ξαναγυρνάς… Στην
τρίτη μανιβελιά η μηχανή αρχίζει να δουλεύει, φεύγω πιο αποκαμωμένος από πορεία
Ειρήνης στο Καλλιμάρμαρο.
Έξω από το κωλάδικο είναι
παρκαρισμένα μπόλικα παπιά και κάτι εντούρια χάρβαλα –το σκέφτομαι σοβαρά να
παρκάρω εκεί και το δικό μου, ίσως παρακαλέσω το φρουρό να ρίχνει κάνα μάτι μη
μου το γδύσουν τίποτα ηλεκτρολόγοι, αλλά δεν έχω διάθεση ούτε να φτύσω…
Περνάω από την είσοδο του
μαγαζιού, χαζεύω αφίσες συγκροτημάτων που ξέρω, άλλων που δεν ξέρω και πολλών
που θα ήθελα να μάθω –με μια κουβέντα, βίδωσέ με εκεί μέσα κι άσε με, αφεντικό
–θέλω να τους δω όλους.
Μέσα είναι κάμποσοι μαζεμένοι,
υπάρχει μια μικρή σκηνή που δεν την παίρνεις χαμπάρι με την πρώτη –πηγαίνω προς
το μπαρ, βλέπω ένα εύκαιρο σκαμπό, σκαρφαλώνω και προσπαθώ να ανασυνταχτώ.
Κοιτάζω τον κόσμο τριγύρω –ωραίοι, δικοί μου, νιώθω άνετα. Από τα ηχεία παίζει Cramps, ο κόσμος
κουνιέται ελαφρά, κατεβάζοντας μπουκάλια μπύρας, έχει κι ένα δωμάτιο παραδίπλα
με τραπεζάκια γεμάτα κόσμο που κάνει φασαρία.
Ο μπάρμαν είναι ωραίος τύπος
–κάνει χαβαλέ με τον ντιτζέι, κάπου τον ξέρω το ντιτζέι αλλά δεν μπορώ να
θυμηθώ.
«Μαλάκα Ντάνυ –αν δε φέρεις
κάτι να πιω ΤΩΡΑ, δεν έχει ούτε μουσική ούτε λάιβ», γελάει ο ντιτζέι στο
μπάρμαν.
«Εγώ πάντως θα την έπινα μια
Στολίσναγια με τόνικ», χώνομαι ανάμεσά τους.
«Εσύ κι ο Σιντ Βίσιους»,
μουρμουρίζει ο μπάρμαν Ντάνυ.
Δέσαμε…
Καπνίζω και κατεβάζω τη βότκα
αργά γιατί δεν είμαι για σπατάλες –δυο κορίτσια έρχονται κι ακουμπάνε στη μπάρα
δίπλα μου, τζιν μπουφάν με κονκάρδες, κολλητά παντελόνια και ψηλές μπότες, τις
κόβω με την άκρη του ματιού μου, δε θέλω να πιστέψω ότι άνοιξε η τύχη μου αλλά
τα δεδομένα έχουν μια τάση να με διαψεύσουν. Η πιο κοντινή μου έχει ξανθό μαλλί
εντελώς Cure και η διπλανή της κόκκινο τύπου Ziggy. Όμορφες
και οι δύο ή έτσι μου φαίνεται.
«Ποιοι θα παίξουν;» ρωτάω στο
αδιάφορο.
Η ξανθιά με κοιτάζει –ξεκινάει
να με κόβει με μισό μάτι αλλά στην πορεία μαλακώνει κάπως. Μάλλον είδε τα χάλια
μου και με λυπήθηκε.
«Οι Νέφος –δεν είδες την
αφίσα;» απορεί.
Τους ξέρω τους Cpt Neφος, έχω
και το σινγκλάκι τους από το Χάπενινγκ
–υπέροχα…
«Δεν προσέχω τις αφίσες γιατί
έχω πρόβλημα με τις μέρες», παραδέχομαι.
«Τι πρόβλημα;» απορεί η
ξανθιά.
«Χάνω μέρες, είμαι χασομέρης…»
απαντάω.
Με κοιτάζει λες και της πάσαρα
κακάδι από τη μύτη μου.
«Εσύ;» συνεχίζω απτόητος.
«Αν έχω πρόβλημα με τις
μέρες;» ρωτάει.
«Γενικά ρε παιδί μου…» λέω για
να πω κάτι.
«Νατάσα», μου απαντάει στο
ξεκάρφωτο.
Λέω το όνομά μου και τη βλέπω
να γυρίζει προς τη φίλη της για να το μεταφέρει. Η κοκκινομάλλα γέρνει προς το
μέρος μου.
«Λία», μου λέει.
«Ενδιαφέρον», παρατηρώ.
«Τι πράγμα;» ρωτάει.
Το αφήνω να περάσει γιατί αν
τους κάνω κι άλλο αστειάκι θα φωνάξουν τους μπάτσους από δίπλα να με δέσουν.
«Σε ποια σχολή;» με ρωτάει η
Νατάσα.
Τι διάολο –βρωμάω φοιτητίλα;
«Πάντειο –εσείς;»
«Αγγλική φιλολογία», απαντάνε
με ένα στόμα.
Ε, και λοιπόν;
Τότε πετάγεται ο ντιτζέι από
τη θέση του και ανεβαίνει στη σκηνή -από τα τραπέζια του άλλου δωματίου
εμφανίζονται κάμποσοι ακόμα –εμφανώς οι Cpt Neφος. Τους έχω ξαναδεί στου Γκύζη, αλλά στο σινγκλάκι δεν
ήταν τόσο πανκ –έχουν και σαξόφωνο πλέον. Η μουσική έχει σταματήσει και το
συγκρότημα χαιρετάει βιαστικά –ξεκινάνε, κάμποσοι βγαίνουν μπροστά για να
χορέψουν, να φωνάξουν -χαμογελάω. Δεν είμαι πια κουρασμένος.
«Ωραίοι», λέω στη Νατάσα δίπλα
μου.
Χαμογελάει, με κοιτάζει κάπως
περίεργα και τη βλέπω ότι γυρίζει στη φίλη της.
«Θα μας προσέχεις λίγο τα
πράγματα να πάμε μια τουαλέτα», μου λέει.
«Ευχαρίστως», χαμογελάω τυπικά.
Γι΄αυτό λοιπόν με θέλανε οι
γκόμενες. Για να τους φυλάω τις τσάντες όσο πουδράρουν τις μύτες τους… Δε
γαμιέται –τουλάχιστον υπάρχει το συγκρότημα…
Το οποίο κόβει κώλους πάνω
στην ανύπαρκτη σκηνή. Θα σηκωνόμουν να πέσω πάνω στους άγριους που κοπανιούνται
στην πρώτη σειρά αλλά φοβάμαι ότι στα δυο βήματα θα καταρρεύσω σαν κέντα που
σκάει δίπλα σε φλος ρουαγιάλ.
«Πιάσε μια μπύρα Ντάνυ, απόψε
θα διψάσουμε», φωνάζει κάποιος δίπλα στ΄ αυτί μου.
Γυρίζω ξαφνιασμένος και πέφτω
πάνω στον Άλκη.
«Τι θες εσύ εδώ ρε;» μάλλον το
λέμε ταυτόχρονα.
Τον Άλκη τον ξέρω από τη
συνοικία –είναι ένα χρόνο μικρότερός μου, συχνάζουμε στα ίδια στέκια.
«Προετοιμάζομαι για
πανελλήνιες», ξεκαρδίζεται ο Άλκης.
Το συγκρότημα παίζει την
κλασική του διασκευή στο Guns of Brixton.
«Αυτό είναι SOS», του λέω.
«Έπεσε πέρσι, κάθε χρόνο το
ίδιο θα πέφτει;» αναρωτιέται.
Πού είναι οι κοπέλες; Τώρα που είμαστε δύο ίσως να μπορούσαμε να
προωθηθούμε πιο εύκολα…
Το συγκρότημα τελειώνει –ο
χώρος γεμάτος ιδρώτα και οι κοπέλες είναι πάλι δίπλα μου. Πότε ήρθαν, δεν το
κατάλαβα. Σπινταρισμένες, γελάνε πολύ, κοιτάζουν ακόμα περισσότερο –τι σκατά να
κάνω μόνος μου;
«Πού θα πάτε μετά;» ρωτάω
αποφασισμένος να μην πέσω χωρίς να προσπαθήσω.
«Δεν ξέρω», λέει η Νατάσα.
«Πού θα πάμε;» ρωτάει τη Λία.
«Θα πάμε κάπου;» απορεί η Λία.
Το ξέρω αυτό το κόλπο
–καταλήγει στο «έχουμε δουλειά αύριο, θα πρέπει να γυρίσουμε σπίτια μας» για να
ξεφορτωθούν τον ενοχλητικό.
«Εσύ πού προτείνεις;» με
ρωτάει η Νατάσα.
Αυτό δεν το περίμενα…
«Εγώ είμαι από χωριό –δεν τα ξέρω τα κατατόπια…
Παίζει κάνα μπαράκι στα πέριξ;» ψελλίζω.
«Από χωριό ε»; με κοιτάζει
περίεργα η Λία. «Από πού;»
Της λέω το προάστιο που μένω.
«Καλέ αυτό είναι εδώ παραέξω…»
γελάει η Νατάσα.
«Ναι –αλλά χωριό…» επισημαίνω.
«Ε, αφού είσαι άβγαλτος, να σε
ξεναγήσουμε στη μεγάλη πόλη», γελάει η Λία.
«Πού θα τον πάμε;» ρωτάει η
Νατάσα.
«Πού αλλού; Βιτόφσκι…»
αποφαίνεται η κοσμογυρισμένη Λία.
Γίναμε…
Φεύγουμε μπροστά στο μπάτσο
τρικάβαλο –κωλώνω λιγάκι μη μας την πέσουν τίποτα περιπολικά αλλά ο μπάτσος δε
δίνει δεκάρα, έχει βάλει κάποιο κρύο και η Λία που είναι στο ενδιάμεσο, κολλάει
πάνω μου κι εγώ ξεχνάω τα πάντα γιατί τελικά η ζωή μπορεί και να είναι υπέροχη.
Μέχρι να φτάσουμε στο Βιτόφσκι
τουλάχιστον…
Γιατί εκεί μέσα τις χάνω
–πέφτουν στις αγκαλιές γνωστών και φίλων, βρίσκομαι μόνος και κλασσικός μαλάκας
που χρησιμεύει ως ταρίφας. Ψάχνομαι για λεφτά, στύβω τις τσέπες για να πιω μια
μπύρα, ακουμπάω σ΄έναν τοίχο, σκέφτομαι ότι θα μείνω εδώ μέχρι να με βαρεθεί ο
τοίχος –όλα τα καλά παιδιά πετάγονται στη μέση του μαγαζιού με τη σειρά τους,
ανάλογα με το σήμα που παίρνουν από τα ηχεία. Οι σαϊκομπιλάδες πανηγυρίζουν για
κάποιο Έγκλημα στο νεκροταφείο, οι
κιουράδες κόβουν νευριασμένοι βόλτες γιατί πήρε φωτιά στο Κάιρο, οι πάνκηδες σκάνε επί δικαίων και αδίκων για να
αποδείξουν ότι η Σούπα είναι καλό φαγητό
–κάπου εκεί αρχίζω να καταλαβαίνω πιο άνετα τους στίχους των τραγουδιών γιατί
έχουν μπει τα Κειμήλια των Metro Decay, ο
κόσμος φρενάρει –το κομμάτι γαμάει αλλά είναι δικό μας το συγκρότημα, σιγά μη
χορέψουμε μ΄ αυτούς…
«Τι κάνεις εδώ μόνος σου;» με
βουτάει από το μπράτσο η Νατάσα. Έχει κολλήσει το στόμα της στο αυτί μου και
μυρίζω το άρωμά της ανακατεμένο με ιδρώτα –φτιάχνομαι.
«Την είδα απόμαχος κι έτσι…»
χαμογελάω.
«Άσε βρε τις σαχλαμάρες… Η
δικιά μου σε γουστάρει, το κατάλαβες, έτσι;»
Χάνω επαφή με τις πατούσες μου
–το πρόβλημα εντοπίζεται μάλλον στα γόνατα που έχουν λυθεί και πάνε μόνα τους.
Στηρίζομαι στον τοίχο, πίνω μια γερή γουλιά μπύρα, πνίγομαι.
«Έτσι ε;» λέω σαν κλασσικός
ηλίθιος.
«Άντε να της πεις καμιά
κουβέντα –τι περιμένεις;» μου σφυρίζει η Νατάσα και χάνεται σε μια παρέα με
νιουγουεϊβάδες.
Τελειώνω τη μπύρα, καθυστερώ
λίγο μπας και πουλήσω μούρη –σε ποιον όμως; Η Λία κάθεται σ΄ένα τραπέζι τίγκα
στα μπουκάλια και στα ξεχειλισμένα τασάκια, την πλησιάζω –τραβάω μια καρέκλα
δίπλα της.
«Πώς πάει; Διασκεδάζουμε;» τη
ρωτάω.
«Μπα –ψιλοβαριέμαι…»
παραδέχεται.
«Κι εγώ το ίδιο ήμουν πριν
λίγο», λέω.
«Μπα; Και τώρα τι άλλαξε;» με
κοιτάζει απορημένη.
«Τώρα… μιλάω μαζί σου», λέω με
υφάκι μεγάλου εραστή.
Χαμογελάει.
«Και θα με κάνεις κι εμένα να μη
βαριέμαι;» με κοιτάζει με βλέμμα απ΄αυτά που κάνουν τα παγωτά να τρώγονται με
κουταλάκι.
Τραβάω πιο κοντά την καρέκλα
–το σωστό είναι να της την πέσω στα ίσα αλλά ακόμα κωλώνω.
«Μπορώ να σε κάνω να μη
βαριέσαι γενικώς, αλλά να βαριέσαι εμένα ειδικώς», χαμογελάω και κάπου στο
σύμπαν ένας πλανήτης πεθαίνει παγωμένος από το κρύο αστείο.
«Ε, τότε…» λέει εκείνη.
Και γέρνει προς το μέρος μου
–εντάξει, τόσο μαλάκας δεν είμαι –την τραβάω κι άλλο κοντά μου και τη φιλάω,
κανονικά, με απ΄ όλα…
Ξεκολλάμε για λίγο αλλά
ξανακολλάμε επιτόπου γιατί μας άρεσε αυτό που κάναμε προηγουμένως –η Λία
μυρίζει τσιγάρο και βαρύ άρωμα κι έχει την τάση να κολλάει πάνω μου εντελώς
εφαρμοστικά –αυτό πολύ μου αρέσει.
«Τι έγινε; Λίγο σας άφησα
μόνους κι αρχίσατε τα σαλιαρίσματα;» φωνάζει η Νατάσα πάνω από το κεφάλι μας.
Ναι –κρατήσου μην πέσεις από κάνα σύννεφο…
Της χαμογελάμε αγκαλιασμένοι
σε στυλ σκανδαλιάρικα παιδιά και
τέτοιες γελοιότητες, η Λία ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου –υπέροχη
κατάσταση.
«Θα πάμε από το σπίτι του
Νίκου –θες να ΄ρθεις;» τη ρωτάει η Νατάσα.
Μαγκώνω κάπως –τι πουστιά
είναι αυτή τώρα;
«Μπα, βαριέμαι… Λέω να γυρίσω
σπίτι να την πέσω», απαντάει η Λία.
Τι εννοεί η ποιήτρια; Μου βάζει πάγο ή μου κάνει σήμα για τα περαιτέρω;
Ξαναμένουμε οι δυο μας.
«Θέλεις να σε πάω σπίτι;» της
προτείνω.
«Ας πιούμε ένα τελευταίο…»
λέει. «Βασικά δε γούσταρα να πάω μαζί τους».
«Αυτό σημαίνει ότι γουστάρεις
να είσαι μαζί μου;» ρωτάω ηλιθιωδώς.
«Θα δείξει…» μουρμουρίζει
καθώς σηκώνεται.
«Τι να σου φέρω;»
«Είμαι ταπί», της εξηγώ.
«Τζιν πίνεις;»
«Και πίνω και φοράω».
«Θα φέρω ένα και για τους δυο
μας», δηλώνει πηγαίνοντας προς το μπαρ.
Την χαζεύω να απομακρύνεται
–έχει ατέλειωτα πόδια και μια κίνηση γατίσια, τι χρώμα έχουν τα μάτια της; Από
βυζιά πώς πάει; Να θυμηθώ να τα ψάξω όλα αυτά…
Και τότε ανοίγει η πόρτα του
μαγαζιού κι εμφανίζονται 5 κουρεμένοι –περπατάνε σε παράταξη μέχρι το κέντρο
του μαγαζιού -πέφτει παγωμάρα. Οι παρέες μαζεύονται σε επιφυλακή. Εγώ κάθομαι
σαν τον καλό μαλάκα στο τραπεζάκι μου αφού δεν έχω πού να πάω. Ψάχνω για τους
νιουγουεϊβάδες της Νατάσας αλλά μάταια. Η Λία περιμένει στο μπαρ αμέριμνη.
Οι κουρεμένοι κοπανάνε τις
βρωμοαρβύλες τους στο πάτωμα και κάτι φωνάζουν, στήνω αυτί. Κάποιον ψάχνουν.
Και τελικά βρίσκω την παρέα της Νατάσας, γιατί οι σκινάδες έχουν βουτήξει έναν
από τους δικούς της και τον κοπανάνε. Αρχίζω να ιδρώνω –εδώ μέσα θα πεθάνουμε.
Σηκώνομαι, περιμένω να δω ανταπόκριση από το μαγαζί, οι πάνκηδες είναι στην
τσίτα, εύχομαι να μην πάω άκλαυτος.
«Αφήστε τον ρε γαμημένοι»,
γκαρίζω.
Κοντοστέκομαι για να μετρήσω
πόσες θα μαζέψω –αλλά εκείνη τη στιγμή σκάνε πάνω τους οι πάνκηδες
συντονισμένοι, παίρνει γραμμή και το υπόλοιπο μαγαζί, βάζουν στη μέση τους
κουρεμένους και βαράνε κατά βούληση. Ησυχάζω –φτηνά τη γλιτώσαμε…
Τρέχω κατά το μπαρ, βρίσκω τη
Λία, την τραβάω κοντά μου γιατί έχει σπάσει ο κύκλος και τα σκίνια κάνουν πίσω
προς το μέρος μας. Ένας απ΄ αυτούς στρίβει, τα μάτια του έχουν γυρίσει ανάποδα,
ρίχνει μια κλωτσιά στον αέρα επειδή νομίζει ότι πάμε να του κόψουμε το δρόμο –μπαίνω
μπροστά της, μαζεύω την κλωτσιά στην αριστερή γάμπα, σφίγγω τα δόντια. Ο
κουρεμένος παίρνει θάρρος, μας πλησιάζει κι άλλο –είναι όμως ηλίθιος γιατί έχει
γυρίσει την πλάτη στους υπόλοιπους –κάποιος κιουράς του σκάει ένα μπουκάλι
μπύρας στην κεφάλα, ο σκιν γονατίζει μέσα στα αίματα. Η Λία ουρλιάζει, την
τραβάω προς την έξοδο.
Πεταγόμαστε έξω, μας χτυπάει
κρύος αέρας αλλά δεν ξέρω αν είναι απ΄ αυτό που τρέμει η Λία. Από το μαγαζί
ακούγονται φωνές και σπασίματα.
«Πάμε να φύγουμε», λέει
κλαίγοντας.
«Ναι», μουρμουρίζω αλλά δεν
κουνάω από τη θέση μου.
Θέλω να δω που θα καταλήξει
όλο αυτό.
«Πάμε», μου φωνάζει.
Διακρίνω μια υστερία που όλο
πλησιάζει. Την τραβάω λοιπόν προς τη μηχανή και την κρατάω αγκαλιά με την πλάτη
γυρισμένη προς την πόρτα. Το σκέφτομαι. Δεν βλέπω άλλους κουρεμένους στα πέριξ
–μάλλον ο κόσμος στο μπαρ θα τους τσακίσει και θα τους πετάξει στα σκουπίδια.
Τη σπρώχνω απαλά πίσω, ανεβαίνω στη μηχανή, τη νιώθω να ανεβαίνει πίσω μου.
«Πού πάμε;» ρωτάω πριν
ξεκινήσουμε.
Μου γυρίσει το κεφάλι προς τα
πίσω, κοντεύει να μου στραμπουλίξει το σβέρκο αλλά μου σκάει ένα ξεγυρισμένο
φιλί και το ξεχνάω.
«Σπίτι μου να πηδηχτούμε»,
βογκάει.
Δε μου φαίνεται άσχημο σαν
ιδέα… Ξεκινάω καρφωμένος χωρίς καν να τη ρωτήσω που μένει. Δεν έχει σημασία…
Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους The Only Ones
Είναι πολύ καλό! Ξέρω πόσο δύσκολο είναι να "επιστρέφεις" εκεί, δύσκολο κι επίπονο μαζί. Αλλά, μα την αλήθεια, έχει μια τέτοια φρεσκάδα, σα να το έγραψες τότε, με την δυνατότητες καταγραφής, ωστόσο, που έχεις διαμορφώσει σήμερα. Μόνο στο "Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα" είχα διακρίνει κάτι ανάλογο. Ο αντι-ήρωας της ιστορίας, δίχως να χάνει στάλα πρωτοτυπίας, μου προκαλεί παρόμοια συναισθήματα με τον "Σπόρο" του Νικολαΐδη. Σα να τα γράφει, όπως ανέφερα ήδη, ένας δεκαοκτάχρονος με "δουλεμένες" αφηγηματικές ικανότητες, πέρα από το χάρισμα. Και για να σε προλάβω. Δεν σε υπερτιμώ. Ούτε συγκρίνω. Μου αρέσει απλώς πολύ αυτό που διαβάζω εδώ και θα άξιζε να ολοκληρωθεί και να τυπωθεί με τα χίλια. Εγώ, έστω και σε φωτοτυπίες, τυπωμένο το διαβάζω. Σε ευχαριστώ επίσης και για τους συγγραφείς που μου πρότεινες. Και ναι, αν δεν ξεχνάς ποτέ, είναι φύσει αδύνατον να ξεχαστείς. Ψέματα; Μάλλον ο Μεγάλος μας έκανε πλάκα, για άλλη μια φορά. Ελπίζω να μην αργήσει τόσο το κεφάλαιο 9. Όπως και να έχει συνέχισε να γράφεις, είσαι πραγματικά καλός.
ΑπάντησηΔιαγραφήείναι κάτι μέρες που ψάχνεις μέσα σε όλη αυτή την φορμόλη πληροφοριών, που μυρίζει ατόφια απάθεια και αναισθησία από μακριά, να βρεις και κάτι που να κυλάει σαν το αίμα στις φλέβες, απλά και φυσικά, δίχως να σε ρωτήσει. επιτέλους, ας σαμποτάρουμε με ατόφια ανθρωπίλα αυτές τις μηχανές, φτιαγμένες για μεγάλες ιστορίες και παρακολουθήσεις. πάντα θα περιμένουμε τη συνέχεια βέβαια, ακόμη κι αν χρειαστεί να περάσουν χίλιες και μία νύχτες.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=bJQCdnvz4gk
Προφανώς καταλαβαίνετε και οι δυο σας οτι είστε από τους βασικούς λόγους που αυτή η ιστορία συνεχίζεται εκεί που πήγαινε για να "κοιμηθεί το Μεγάλο Ύπνο". Από την πλευρά μου, σας οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ ή ένα "με μπλέξατε άσχημα ρε μπαγάσες" που είναι ακριβώς το ίδιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήCaptain -αυτό που διακρίνεις και σου θυμίζει Νικολαϊδη δεν είναι βέβαια το ταλέντο, ούτε το στυλ γραφής -εκεί που έφτυσε ο Νικολαϊδης δε φυτρώνουν ούτε 10 σαν εμένα. Το κοινό όμως είναι οτι τόσο η γενιά του, όσο και η δική μου, βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο και "έψαχναν κάτι να πιστέψουν και να πεθάνουν γι΄αυτό", όπως έλεγε κι εκείνος. Ίσως τελικά η ιστορία να κάνει κύκλους κάθε 30 χρόνια, γι΄αυτό η γενιά του '80 ένιωθε τόσο δικό της τον Νικολαϊδη που αντιπροσώπευε τη γενιά του '50. Κάποια κομμάτια της κάθε γενιάς τέλος πάντων...
Ocellus αν σε βοηθάνε αυτά που γράφω για όσα αναφέρεις -τότε να γράφω φίλε μου! Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω.
Και όχι -δεν θα πάρει τόσο πολύ η συνέχεια (ελπίζω).
Να είστε καλά και να προσέχετε.
Καιρος ηταν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερίμενα μπας και φτιάξει, αλλά δεν βλέπω φως...
ΑπάντησηΔιαγραφή