1. "1984 παρά κάτι"
2. "Ποντικοπαγίδα"
3. "Αν τα παιδιά ήταν ενωμένα"
Ήμουν κοντά ένα μήνα φοιτητής όταν γνώρισα την Άσπα. Κάποιο όνομα –έτσι; Η πρώτη φράση που της είπα με το που συστηθήκαμε ήταν «γεια σου Άσπα, η CIA πότε θα έρθει;» Φοβερό αστείο –κάτι τέτοια πέταγα πάντα -γι΄ αυτό δε σταύρωνα γκόμενα.
«Έχεις τίποτα να κρύψεις από
τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες;» ανταπέδωσε η Άσπα χαμογελώντας και με
κάρφωσε με ένα ζευγάρι σχιστά μάτια όλο νάζι.
Την αγάπησα επιτόπου –δηλαδή
ήθελα να πηδηχτούμε, αυτό εννοώ.
Είχα προλάβει να στήσω έναν
υποτυπώδη κύκλο γνωριμών αυτό το μήνα στη σχολή –ανακατεύτηκα στους Αυτόνομους
του Θοδωρή, τον όποιο όλοι λέγαμε Παπ πλέον –λόγω επωνύμου. Κάναμε συναντήσεις,
καπνίζαμε πολύ και χτίζαμε έναν καινούργιο κόσμο –εντάξει, προγραμματίζαμε και
την κάθοδό μας στις φοιτητικές εκλογές, οριοθετούσαμε τις θέσεις μας, γράφαμε
κείμενα που στη συνέχεια τα σκίζαμε με συνοπτικές διαδικασίες –όλα καλά.
Ήμασταν έντεκα άτομα -7 αγόρια
και 4 κορίτσια –γαμώ τις προοπτικές... Κι από τα κορίτσια, η μια είχε ύφος «αν
με πλησιάσει άντρας θα του κόψω τον πούτσο», η άλλες δυο ήταν νευρωτικές και η
τελευταία, η Βιβή (μεταξύ μας τη λέγαμε και Nτουμπλεβέ, γιατί είχε
πάει σα βούρλο να γραφτεί έξτρα γλώσσα γερμανικά στο παράρτημα ξένων γλωσσών της
σχολής) ήταν αρκετά όμορφη και κάμποσο τύπισσα αλλά έψαχνε «γκόμενο με αρχίδια
όχι παιδαρέλια» καθότι ένα χρόνο μεγαλύτερή μας. Τέλος πάντων –είχα μια
παρέα...
Ο Αντώνης πέρασε κάνα δυο
φορές, φρικαρισμένος από τη δουλειά –μοίραζε γράμματα στα σπίτια και τον
κυνηγάγανε σκυλιά, μάλιστα μια γριά ήθελε να τον βάλει μέσα και να τον κεράσει,
«τρόμαξα να γλιτώσω από την καργιόλα και το χειρότερο –έχει ένα γράμμα τη
βδομάδα, μάλλον μόνη της τα στέλνει η σκρόφα...» Του γνώρισα τους λίγους που
ήξερα και τους κοίταζε ο Αντώνης λες και ήταν σταρ του Χόλυγουντ –«μουνάκι,
διασκεδάζεις κι εγώ πηδιέμαι», μου έλεγε. Μέχρι και η μια από τις νευρωτικές
τού άρεσε –μια μπουμπού χρώματος καφετί που ήταν ανεξήγητα φιλική με όλους
μέχρι που έμπηγε τα κλάματα –φυσικά, εξίσου ανεξήγητα. Αυτή την έλεγαν Μαρία
και τη φίλη της, την άλλη νευρωτική την έλεγαν Αλέκα (και για να τις λένε έτσι,
μάλλον αυτά ήταν τα ονόματά τους δηλαδή). Η Αλέκα ήταν κάμποσο Λάρισα με βαριά
προφορά εντελώς ντεκαβλέ –κρίμα κιόλας γιατί ήταν αρκετά όμορφη, μεγάλα μάτια,
μακριά μαλλιά κι όλος ο σχετικός εξοπλισμός.
Τέλος πάντων –η μέρα που
γνώρισα την Άσπα...
Να προσθέσω εδώ οτι είχε ήδη
δημιουργηθεί μια θεατρική ομάδα που συμμετείχαν και πρωτοετείς, πράγμα εντελώς
αδιάφορο, αλλά σχετικό με τη μέρα που γνώρισα την Άσπα. Αυτή η ομάδα
προετοίμαζε ένα θεατρικό αλληγορικό ας πούμε, όπου ένας κακός βασιλιάς ήθελε να
κάνει έναν καλό, έξυπνο και επαναστάτη χωρικό να γονατίσει μπροστά του
–μαλακίες στο πάτερο... Τους ρόλους είχαν δυο Γιώργοι που, για να τους
ξεχωρίζουμε, τους φωνάζαμε Γιώργος ο
βασιλιάς και Γιώργος ο χωρικός –δεν
πέρασε πολύς καιρός και κόψαμε το Γιώργος,
έμειναν ο Βασιλιάς κι ο Χωρικός. Καθόμαστε λοιπόν στο καφενείο
απέναντι από τη σχολή με το Χωρικό και πίνουμε από μια μπύρα έκαστος (για ώρα πολλή
λόγω αφραγκίας), εγώ κουνούσα το κεφάλι όλο ενδιαφέρον χωρίς να ακούω τι λέει.
Γιατί με το Χωρικό έφτανε να ακούσεις την αρχή της κουβέντας –η συνέχεια ήταν
όλο επαναλήψεις και επεξηγήσεις περί του πόσο δύσκολη ήταν η κάθε κατάσταση και
πόσο άνετα την έβγαλε πέρα. Τότε εμφανίζεται ο Βασιλιάς με την Άσπα. Ο Βασιλιάς
ήταν μονίμως στο πετσί του ρόλου, άσχετα με την παράσταση.
«Μικροί, ταπεινοί μου
υπήκοοι», φώναξε από μακρυά.
Ο Χωρικός τού έσκασε ένα
κωλοδάχτυλο.
«Φρουροί... Ποιος είναι αυτός
ο αχρείος;» αγανάκτησε ο Βασιλιάς.
Ένας αδυνατούλης μαλλιάς που
πέρναγε από δίπλα του, σταμάτησε και ψάχτηκε.
«Θέλεις τσιγάρο συνάδελφε;»
ρώτησε το Βασιλιά.
«ΜΜΜΜουουουαααααχχχχ»,
μούγκρισε ο Βασιλιάς και τον προσπέρασε.
Καθώς ήταν θεόρατος, δεν
είχαμε δει την Άσπα που ερχόταν πίσω του.
Στάθηκε πάνω από το τραπέζι
και μας έκρυψε τον ήλιο, ο Χωρικός χαμογέλασε –εγώ πάλι όχι.
«Έχω σημαντική δουλειά στην
αίθουσα του θρόνου», μας ανακοίνωσε.
«Πάλι για χέσιμο θα πας;» τον
ρώτησε ο Χωρικός.
«Ανόητο ανθρωπάκι…» κάγχασε ο
Βασιλιάς. «Θα πάω να διδάξω Ψυχολογία».
«Εσύ θα μπεις σε μάθημα;» απόρησα.
«Έχεις δει την καθηγήτρια;» με
αποστόμωσε ο Βασιλιάς.
Δεν την είχα δει.
«Όσο λοιπόν εγώ θα είμαι
απασχολημένος με τα καθήκοντά μου εσείς θα κάνετε παρέα στην ταπεινή μου υπήκοο
και συμφοιτήτριά σας», διέταξε ο Βασιλιάς.
Τότε παραμέρισε και είδαμε την
Άσπα. Έγινα αυτομάτως βασιλικός, ξεχνώντας τις απόψεις μου περί πάλης των
τάξεων.
«Κάτσε», της είπε ο Χωρικός.
Η Άσπα κάθισε.
«Με λένε Άσπα», είπε.
«Γεια σου Άσπα, η CIA πότε θα έρθει;» ρώτησα.
Όλοι ξέρουμε τι μου απάντησε.
«Καφέ;» τη ρώτησε ο Χωρικός.
«Ναι», είπε.
«Εντάξει –όπως θα
παραγγέλνεις, πες του να φέρει ακόμα μια μπύρα», τη γείωσε ο Χωρικός.
Χαλάρωσα –η Άσπα ήταν δική
μου…
«Εμείς αποχωρούμε», δήλωσε ο
Βασιλιάς κι έφυγε ευθυτενής.
Η Άσπα έβγαλε ένα πακέτο
τσιγάρα λάιτ και έψαξε τον καφετζή. Εγώ έκλεισα το μάτι στον Κύπριο που πέρναγε
πίσω της και μου έκανε νόημα τύπου ωραίο
γκομενάκι.
«Λοιπόν Άσπα…» ξεκίνησε ο
Χωρικός.
Κι επιτόπου σταμάτησε. Από την
άλλη πλευρά του δρόμου ερχόταν προς το μέρος μας φουριόζα μια κοπέλα με
τσαλακωμένα ρούχα κι εξίσου τσαλακωμένη διάθεση. Ο Χωρικός κούμπωσε απότομα.
«Πάμε στο σπίτι σου να πάρω τα
πράγματά μου», του είπε η κοπέλα χωρίς να κοιτάξει κανένα από μας.
«Τώρα έχω δουλειά», απάντησε ο
Χωρικός.
«Χέστηκα», είπε η κοπέλα.
«Πρέπει να προλάβω το ΚΤΕΛ».
Ο Χωρικός σηκώθηκε βαρύς κι
ασήκωτος.
«Θα ξανάρθω», μας είπε. «Μας
έχεις γαμήσει», είπε στην κοπέλα. «Πλήρωσε και τα βρίσκουμε», είπε, μάλλον σε
μένα, αλλά εκείνη την ώρα κοιτούσα ένα κοπάδι αγριογούρουνα που κατέβαιναν την
κορυφογραμμή της Συγγρού και δεν του έδωσα σημασία.
«Επιτέλους μόνοι», είπα στην
Άσπα όταν μείναμε μόνοι.
«Ναι», συμφώνησε. «Λοιπόν;
Ποιες είναι οι προθέσεις σου;»
«Οι καλύτερες», πανηγύρισα.
«Δηλαδή οι χειρότερες».
Χαμογέλασε. Σκατά. Τι λένε τώρα;
«Ενδιαφέρον», έσκασε ένα
χαμόγελο Κολγκέιτ η Άσπα και με έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Ότι πεις…» έριξα ένα φτηνό
στυλάκι στο τραπέζι. «Αν και το μέρος δεν προσφέρεται για ενδιαφέροντα
πράγματα....», κοίταξα τριγύρω μου με απαξίωση.
«Έχω Δημόσιο Δίκαιο σε μια
ώρα», είπε η Άσπα.
«Ότι έχει κανείς για καλό
είναι….» φιλοσόφησα εντελώς ξεφτιλοειδώς. «Από την άλλη βέβαια, έχει ωραία μέρα
για βόλτα…»
«Βόλτα;» με κοίταξε σκεφτική.
«Δεν το αφήνουμε καλύτερα για άλλη φορά;»
Σήκωσα τους ώμους προσπαθώντας
να το παίξω αδιαφορία όσο κατάπινα τη χυλόπιτα.
«Βέβαια…» έκανε η Άσπα.
Κόντεψα να πεταχτώ από την
καρέκλα αλλά κρατήθηκα.
«Βαριέμαι κιόλας για μάθημα,
έχει και ήλιο…» συνέχισε.
«Έχει –όπως και να το
κάνουμε», παραδέχτηκα.
«Για πού λες;» ρώτησε.
«Βουνό ή θάλασσα;»
ντουμπλάρισα την ερώτηση.
«Από θάλασσα είμαι –την έχω
μπουχτίσει», μου εξήγησε.
«Βουνό λοιπόν;» χαμογέλασα.
«Τι βουνό –για κυνήγι θα πάμε;
Χάθηκε η πόλη δηλαδή;» απόρησε.
«Κι αν χάθηκε, θα τη βρούμε»,
τη διαβεβαίωσα και πέταξα ένα κατοστάρικο στο τραπέζι καθώς σηκωνόμουν.
Με ακολούθησε μέχρι την
παρκαρισμένη μηχανή μου και κοίταζα πάνω από τον ώμο της για να δω τι εντύπωση
κάνω στους υπόλοιπους που φεύγω αεράτος με γκόμενα από τις πρώτες μέρες. Δεν
παίρνω και όρκο αλλά στα παπάρια τους οι υπόλοιποι…
«Ωραία μηχανή», είπε.
«Κι εσύ ωραία είσαι», σφύριξα.
Χαμογέλασε. Χαμογέλασα κι εγώ
με τη σειρά μου.
Σε κομπλιμέντα τσίμπαγε, το χρέπι που καβάλαγα της άρεσε –τι άλλο να
ζητήσει κανείς;
Ανέβηκα, ανέβηκε πίσω μου
κανονικά κι όχι μαλακισμένα σαν αυτές που πατάνε στον ένα μαρσπιέ και κάνουν
αλματάκι με αποτέλεσμα να σου γαμάνε την ισορροπία αν δεν είσαι συγκεντρωμένος.
Τράβηξα μια μανιβελιά
ξεγυρισμένη και ήρθε η ανάποδη και μου γάμησε τη γάμπα αλλά δεν έτρεχε κάστανο-
το μόνο που φοβόμουν ήταν μη μουλαρώσει το χρέπι και δεν παίρνει μπροστά και
βρεθούμε να σπρώχνουμε μετά βαΐων και κλάδων.
Κατέβηκα το πεζοδρόμιο έξω από
τη σχολή με την πίσω ρόδα και η Άσπα τσίριξε –αμέσως αρπάχτηκε από πάνω μου,
την ένιωσα ζεστή στην πλάτη μου και ξαφνικά είδα τη ζωή με άλλο μάτι. Τόσο
μαλάκας…
Βγήκαμε καρφωμένοι στη
Συγγρού, τσέκαρα ότι τα αυτοκίνητα είχαν μείνει στο προηγούμενο φανάρι και
καβάλησα το διαχωριστικό, η Άσπα με τσίμπησε στα πλευρά –το ένιωσα σα χάδι –και
άλλαζα τις ταχύτητες γεμάτες πηγαίνοντας προς κέντρο, στο ΦΙΞ σκαρφάλωσε το
κοντέρ τα 100 και δεν έλεγε να πέσει, καβούρντιζε το κινητηράκι του DT σα
να ψήνανε εκεί μέσα στραγάλια αλάδωτα. Ένα ‘Αουντι χρώματος κρεμ καραμελέ
άλλαξε στο ξεκάρφωτο λωρίδα και μας έκλεισε –σκέφτηκα να κοιτάξω τον δεξί
καθρέφτη, αλλά αν έβλεπα αμάξι πίσω μου το είχαμε σίγουρο το σακάτεμα, έκοψα
λοιπόν δεξιά κι η μηχανή πλάγιασε κάμποσο, ευτυχώς δεν ερχόταν κανένας πίσω
μας, στο σήκωμα η μηχανή κοσκίνισε –ήθελα να τον γαμωσταυρίσω το μαλάκα τον
Άουντι αλλά δεν προλάβαινα –περάσαμε ένα πορτοκαλί φανάρι και βρεθήκαμε στις
Στήλες. Έκοψα.
«Κοίτα –αν ήθελες να με
εντυπωσιάσεις το πέτυχες. Μπορούμε να πηγαίνουμε λίγο ανθρώπινα τώρα;» φώναξε
στο αυτί μου η Άσπα όταν μας έπιασε το φανάρι στο Σύνταγμα.
Τινάχτηκα –την είχα ξεχάσει
αυτή…
«Συγνώμη», μουρμούρισα
δαγκωμένα.
Μέχρι την πλατεία πήγαμε
τουριστικά –μας πήρε ένα τέταρτο να περάσουμε το ΡΕΞ, για να καταλάβεις.
Οι καρέκλες του ΤΣΑΦ πάνω στην
πλατεία ήταν μισοάδειες και τα τραπέζια επίσης. Βολευτήκαμε δίπλα σ΄ ένα ξερό
δέντρο, απλώθηκα όσο η Άσπα τακτοποιούσε την τσάντα της.
«Αυτά είναι λοιπόν τα θρυλικά
Εξάρχεια», διαπίστωσε.
«Δεν έχεις ξανάρθει;»
«Μπααα… δεν έχω τέτοιες
παρέες…»
«Δεν είχες, θες να πεις», τη
διόρθωσα.
«Δεν έχω…» επέμεινε και κάπως
κατσούφιασε.
Το άφησα να περάσει. Ήρθε και
το γκαρσόνι, παραγγείλαμε μπύρες…
«Νωρίς δεν είναι;» δίστασε η
Άσπα.
«Ποτέ δεν είναι νωρίς γιατί
γεννηθήκαμε αργά», της πέταξα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Δηλαδή;»
«Τι δηλαδή; Τίποτα»,
μαζεύτηκα.
Σιγά μην καθόμουν να της
εξηγήσω ότι ο Sid
πέθανε, οι Birthday Party διαλύθηκαν, μαζί τους και οι Bauhaus και οι Jam και
τελικά δεν υπήρχε κανένας καργιόλης που να άξιζε τον κόπο να μετρηθούμε μαζί
του, να πάρουμε αξία από την ήττα μας βρε αδερφέ…
Η κατάσταση πήγαινε προς το
αμήχανο αλλά, ευτυχώς, πέρναγε εκείνη την ώρα η Πάολα.
«Πώς πάει;» τη ρώτησα.
«Όπως πάει, έτσι έρχεται
–καμιά βελτίωση», γκρίνιαξε.
«Τόσο καλά…»
«Α ναι… Άνοιξε ένα
βιβλιοπωλείο εδώ παρακάτω –πολύ ωραίο…»
«Υπάρχουν κι άσχημα
βιβλιοπωλεία;» απόρησα.
«Ναι –αυτά που δεν μπορείς να
βουτήξεις βιβλία», μου εξήγησε. «Τσιγαράκι κερνάς;»
Κέρασα.
«Ξεκινάω περιοδικό», είπε η
Πάολα.
«Ποιος θα γράφει;»
«Εγώ –γιατί δε με έχεις ικανή
χρυσό μου;»
«Για όλα σε έχω ικανή…»
«Ευχαριστώ για το κομπλιμάν
μωράκι…. Και τι κρίμα… Αν ήσουν πιο όμορφος θα σε πήδαγα κιόλας», με
πληροφόρησε η Πάολα.
«Αν ήμουν πιο όμορφος, σιγά μη
σου καθόμουν…» γέλασα.
«Κακιασμένο», τσίριξε και
σηκώθηκε. «Λοιπόν, σας είδα, με θαυμάσατε, έφυγα».
Κι έφυγε.
«Τι ήταν αυτή;» απόρησε η
Άσπα.
«Η Πάολα», είπα.
«Α, αυτή είναι η
τραβεστί-φρικιό…» αποφάνθηκε.
Ξενέρωσα. Και ήρθαν κι οι
μπύρες. Κατέβασα τη δικιά μου βιαστικά γιατί είχε πέσει κάποια αμηχανία –όμορφο
κορίτσι η Άσπα κι όλα πάνω της όμορφα, αλλά φλωρούμπα ρε αδερφάκι μου, απ΄αυτές
που όταν τις ρωτάς τι μουσική ακούνε…
«Λοιπόν για πες μου κάτι για
σένα…»
«Τι να σου πω δηλαδή;»
«Ξέρω ΄γω; Τι μουσική ακούς, για
παράδειγμα…»
«Α, τα πάντα…»
..σου λένε «τα πάντα» και
εννοούν Πουλόπουλο, Πάριο –πουλιά και παπάρια με δυο λόγια.
«Τα πάντα; Και Πουλόπουλο;»
«Γιατί όχι… έχει μερικά καλά
τραγούδια…» απαντάει η Άσπα και ρίχνει ένα χαμόγελο σκανταλιάρικο απ΄αυτά που
σε κάνουν (δηλαδή εμένα με κάνουν) να ξεχνάς ότι το κορίτσι είναι πιο κενό κι
από λεωφορείο στο σχόλασμα.
Πάμε παρακάτω…
«Τη μπύρα σου δεν βλέπω να την
πίνεις…»
«Α, έτσι είμαι εγώ –με μια
μπύρα μπορεί να γίνω κουδούνι»
«Άρα, να παραγγείλω και
δεύτερη;»
Με κοιτάζει πονηρά, την
κοιτάζω ηλίθια.
«Γιατί; Θέλεις να με μεθύσεις;»
«Κακό είναι;» το παίζω αθώα.
«Όπως το πάρει κανείς…»
χαμογελάει.
Σπρώχνω την καρέκλα μου προς το
μέρος της, προωθούμαι σε στυλ Κόμης
Δράκουλας.
«Δεν πιστεύω να με φοβάσαι;»
σκάω και μισό χαμόγελο διφορούμενο.
«Θα έπρεπε;» ρωτάει τόσο αθώα
που αν ήμουν δικαστής θα της έριχνα ισόβια χωρίς δεύτερη σκέψη.
Της πιάνω το χέρι. Δεν
τραβιέται –καλά πάμε.
Και τότε ακούγεται το μπαμ.
Ένα μπαμ που έρχεται παρέα με κάποιο γκουπ και κάτι τσαφ από μπουκάλια με
βενζίνη που σκάνε. Πετάγομαι όρθιος –στη Σπύρου Τρικούπη τρέχει κόσμος, βλέπω
κι ένα περιπολικό που έχει κοπανήσει πεζοδρόμιο, εντάξει, συμβαίνουν αυτά –το περίεργο
είναι ότι φοράει και μια καρέκλα στο παρμπρίζ του, μεταλλική καρέκλα, καφετέριας,
απ΄αυτές με τα μαξιλαράκια δερματίνης. Οι μολότωφ δεν έχουν κάνει και πολλή
ζημιά –δυο μπάτσοι πετάγονται και τρέχουν προς τη Στουρνάρη, ο κόσμος δεν τους ακολουθεί,
προτιμάει να χαζεύει το παρατημένο περιπολικό.
Η Άσπα είναι ήδη στον αέρα.
«Τι έγινε;» τρέμει.
«Μη δίνεις σημασία…»
«Πάμε να φύγουμε»
Γαμώ την καταδίκη μου, θα χάσω όλο το τζόγο…
«Πάμε».
Καβαλάμε τη μηχανή και
γινόμαστε μπουχός –η Άσπα έχει κολλήσει στην πλάτη μου και με τσιμπάει, λες και
είμαι μουλάρι, για να πάμε πιο γρήγορα.
Κουμπώνω άσχημα.
«Πού να σε αφήσω;» τη ρωτάω.
«Εσύ δηλαδή θα ξαναγυρίσεις;»
ρωτάει εκείνη.
Δεν απαντάω.
«Ζάππειο, στο τέρμα των
λεωφορείων», λέει τελικά.
Περνάω δυο κόκκινα στην
Ακαδημίας, καβαλάω ολίγο πεζοδρόμιο Ηρώδου και την φτάνω στα λεωφορεία –σκέτος Άσπρος Σίφουνας ΑΖΑΞ.
Κατεβαίνει από τη μηχανή,
κοντοστέκεται –τι διάολο θέλει και δε
φεύγει τώρα;
Σκύβω προς το μέρος της,
πλαγιάζω τη μηχανή υποφερτά, ρίχνουμε ένα φιλί κάπως άβολο γιατί φοβάμαι μη
γύρει η μηχανή και μας πλακώσει.
«Λοιπόν…» λέει.
«Λοιπόν…» λέω κι εγώ.
«Αύριο;»
«Αύριο»
«Στη σχολή…»
«Πού αλλού;»
Ξεκουμπίζεται επιτέλους κι εγώ
πάω ανάποδα μπας και προλάβω το σαματά.
Μαλακίες…
Στην πλατεία κάτι καπελάκηδες
κόβουν βόλτες και λιάζονται, το περιπολικό έχει μετακινηθεί κάμποσο για να
περνάνε τα αυτοκίνητα –παρμπρίζ ζάχαρη, τα πίσω λάστιχα λιωμένα και καμιά
γνωστή φάτσα στα πέριξ. Ανεβάζω τη ζελατίνα του κράνους για να πάρω αέρα. Ένας καπελάκιας
φτάνει δίπλα μου, χτυπάει τη σέλα με το γκλοπ του.
«Θες τίποτα ρε μαλακισμένου;»
μουγκρίζει.
«Ένα πακέτο τσιγάρα από το
περίπτερο», απαντάω.
«Αει ξικουμπίσου μην την
πληρώσεις εσύ», με συμβουλεύει πατρικά.
Τι να κάνω; Ξικουμπίζομαι….
Πάει ο τζόγος…
Η μέρα είναι ακόμα μπροστά κι
εγώ δεν έχω τίποτα να πάω. Ο κόσμος θα έχει ήδη αρχίσει να μαζεύεται στου Μπιλ
του Χοντρού, φάτσες που γεννήθηκαν βαριεστημένες κι έχουν μια ζωή μπροστά τους να
ξεπεράσουν. Έχω φτάσει Βουλιαγμένης, ο δρόμος είναι τόσο ίδιος που μου ΄ρχεται
να φρενάρω σε μια άκρη και να κοπανήσω το κεφάλι μου στην κοντινότερη βιτρίνα.
Αλλά ούτε καν αυτό…
Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει
στους Flys.
wellcome back
ΑπάντησηΔιαγραφήόλα καλά εύχομαι_
skylos
Άει γαμήσου αν θα σου πάρει πάλι 7 μήνες για να δημοσιεύσεις τη συνέχεια. Αυτό είναι το "μου έλειψες" στα αντρίκια - πρέπει να κρατάμε κι ένα προφίλ, καταλαβαίνεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα'σαι καλά.
Goldfinger
Χαχαχαχα -καλώς σας ξαναβρήκα! Όχι κι 7 μήνες, λέω να το ξεπετάξω τσακ μπαμ το επόμενο -στο εξάμηνο.
ΑπάντησηΔιαγραφή