Πέμπτη, Απριλίου 14, 2016

5. «Εδώ είμαστε, στο πουθενά»

Προηγούμενα:
1. "1984 παρά κάτι"
2. "Ποντικοπαγίδα"
3. "Αν τα παιδιά ήταν ενωμένα"
4. "Αγάπη και κοκτέιλ Μολότωφ"


Ήμασταν όλοι συνεννοημένοι από νωρίς –τηλέφωνα έπεσαν, κουδούνια χτύπησαν και αγουροξυπνημένοι μαλάκες με σώβρακο και παντόφλα είχαν βγει στις εξώπορτες –όλα κανονισμένα. «Το απόγευμα κατεβαίνουμε Πλάκα –παίζουν οι Stress». Προσυγκεντρώσεις στις κατά τόπους γιάφκες –εμείς στου Μπιλ του Χοντρού, οι υπόλοιποι σε ανάλογα ευαγή ιδρύματα –στις 6 θα συναντιόμασταν Γυμναστική Ακαδημία.

Κατέβηκα με το Στάθη στου Μπιλ, έτσι κι αλλιώς με τη μηχανή μου θα κυκλοφορούσαμε. Κάπνα και υγρασία –το μαγαζί ασυνήθιστα γεμάτο για τέτοια ώρα. Και το πεζοδρόμιο τίγκα. Στον πάγκο δίπλα στην πλαϊνή τζαμαρία κάθονται οι Μεγάλοι –Άρης το Κτήνος, Τζον Τάραμας, Γιάννης ο Ρέινμποου, Έλβις, Ιωακείμ, ο Ινδιάνος με κάτι δικούς του –τίγκα στη μαλλούρα το τραπέζι.
«Τι θέλουν αυτοί εδώ ρε μαλάκα;» ρωτάω το Στάθη.
«Ότι ξέρεις –ξέρω», σηκώνει τους ώμους.
Περνάμε το τραπέζι σε απόσταση –είναι αυτός ο γαμιόλης ο Έλβις που έφαγε γκόμενα από την τάξη μας, τη Ρούλα και είχε έρθει μαζί μας στην εξαήμερη –μας μόστραρε το θηριώδες Ζ1 του κάτω από το ξενοδοχείο μέχρι που ένα βράδυ, λιώμα όλοι μας, το σηκώσαμε, το ανεβάσαμε μέχρι απέξω από το δωμάτιο που πήδαγε τη Ρούλα και το περιτυλίξαμε με κωλόχαρτο, από τότε μας έψαχνε να μας σκίσει. Οι άλλοι είναι εντάξει άτομα –αλλά τι θέλουν εδώ πέρα; Τι δουλειά έχουν αυτοί με τους Stress;

Περνάμε και το τραπέζι με τους Πιτσιρικάδες –Πουλής, Τσουλού, Μάριος και κάτι αδέσποτοι –για να καταλήξουμε στους δικούς μας.

Έχουμε το πιο γεμάτο τραπέζι –λογικό είναι –δικό μας είναι το συγκρότημα. Η δικιά μας ηλικία. Ο Καραμέλας κάτι μαλακίες κάνει πίσω από την πλάτη του Γένια, ο Τζόρνταν με το Σόλωνα έχουν κατουρηθεί στα γέλια για άγνωστη αιτία, ο Σάκης ο Μυτόγκας συνωμοτεί με τον Πανή, ο Ηλίας με το Γρηγόρη τσεκάρουν για καμιά ξέμπαρκη γκόμενα, ο Τάκης δείχνει στον Αλεξό ένα σετ μπαγκέτες προσπαθώντας να τον ψήσει ότι έγινε ντράμερ, ο Κάρα είναι, ως συνήθως στον κόσμο του, ο Παναγιώτης το Βουνό τρώει κάποιο χάμπουργκερ της συφοράς (απ΄αυτά που μόνο ο Μπιλ φτιάχνει κι απορούμε πώς δεν μας έχουν στείλει ακόμα στα θυμαράκια) ο Ζόμπι φυσάει καπνό μέσα στο μπουκάλι της μπύρας του…
«Κάντε ένα κώλο παραδίπλα ρε μαλάκες», φωνάζει ο Στάθης.
Βολευόμαστε με τα χίλια ζόρια.
«Πήγες καθόλου σχολή;» με ρωτάει ο Τζόρνταν.
«Ναι –εσύ;»
«Πήγα… Κι έφυγα».
«Γιατί;»
«Αρένων»
«Τόσο καλά…»
«Εσύ;»
«Κάτι γίνεται…»
«Έλα ρε μουνί…» πανηγυρίζει ο Τζόρνταν και γυρνάει επιτόπου στο Σόλωνα. «Μαλάκα, αυτός θα γαμήσει…» του ανακοινώνει.
«Όχι πριν από μένα», χαμογελάει ο Σόλωνας.
«Αφού εσύ έχεις στάνταρ τη Ρένα ρε παπάρα», αντιδρώ.
«Η Ρένα είναι για εδώ. Μαλάκας ήμουνα που πέρασα Πάτρα;» μου εξηγεί ο Σόλωνας.
«Ότι δηλαδή θα στραβωθεί κι άλλη εκτός από τη Ρένα και θα σου κάτσει…» απορώ.
«Το μυρίζονται αγόρι μου… Αν είσαι ρέστος σε αποφεύγουν σαν την πανούκλα. Αν όμως είσαι δεσμευμένος…» μου σφυρίζει ο Σόλωνας σκύβοντας προς το μέρος μου.
«Δεσμευμένος ε;» μουρμουρίζω με τη σειρά μου.
«Δεσμευμένος», επαναλαμβάνει εκείνος.
«Αν είσαι δεσμευμένος ρε μαλάκα, σε λίγο θα τρώμε κουφέτα», γελάω.
«Δεν πάει να τρώτε και σπανακόρυζο; Θα πηδάω εγώ ένα σωρό γκόμενες;» με γειώνει ο Σόλωνας.
Σηκώνομαι να πάω για μπύρες –δε βγαίνει άκρη.

Ο Μπιλ είναι σα Συννεφιασμένη Κυριακή πίσω από τη μπάρα, ετοιμάζει 2 ποτήρια μπύρες με το που με βλέπει να πλησιάζω.
«Πώς πάει αφεντικό;» ρωτάω.
«Δεν πάει ρε μαλακισμένο –βλέπεις εσύ να πάει;»
«Κέφια έχεις…» παρατηρώ.
«Πάρε τις μπύρες και άντε γαμήσου», μουγκρίζει.
«Μη μιλάς έτσι στο γιό μου, θα του δημιουργήσεις τραύμα», λέει ο Άρης το Κτήνος που έχει εμφανιστεί δίπλα μου.
«Τραύμα είναι από μόνος του αυτός», παρατηρεί ο Μπιλ.
«Τι ξαφνικό ήταν αυτό πατέρα;» ρωτάω το Κτήνος.
«Ξαφνικό;»
«Εσείς στους Stress;» απορώ.
«Γιατί όχι δηλαδή;»
«Δε σας είχα για πάνκηδες…»
«Ρε σπόρε, την εποχή που πηγαίναμε εμείς στην Παρανόιντ να δούμε Παρθενογένεσις, εσύ ήσουνα παρθενοαγέννητος».
«Ναι ε;»
Το Κτήνος με βουτάει από το γιακά του μπουφάν και με σηκώνει 5 πόντους.
«Διαφωνείς;»
Με αφήνει πάλι κάτω.
«Τώρα που το είδα αφ΄υψηλού το ζήτημα, όχι και τόσο», παραδέχομαι.
Το Κτήνος σκύβει προς το μέρος μου.
«Έχουμε ραντεβού με κάτι αρχίδια από την Αγία Παρασκευή», μου εξηγεί.
«Εντάξει. Αλλά πείτε και σε μας τίποτα να είμαστε προετοιμασμένοι», διαμαρτύρομαι.
«Δεν είναι δικιά σας δουλειά», μου ξεκόβει.
Ο Μπιλ του έχει ετοιμάσει τέσσερεις μεγάλες μπύρες τις οποίες αρπάζει, δύο σε κάθε χέρι και φεύγει για την παρέα του.
Πάω κι εγώ στους δικούς μου. Αλλά εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο Φώτης ο 7 και οι δυο μεγαλύτεροι αδερφοί Ιντζέ. Οι δικοί μου τους βλέπουν και κουμπώνονται.
«Τι παίζει τώρα;» ρωτάει ο Ηλίας.
«Τσαμπουκάς», του λέω.
«Πού;»
«Εκεί που πάμε».
«Με ποιους;»
«Σάντα Φράιντεϊ»
«Εμείς για τη συναυλία δεν πάμε;» απορεί ο Γρηγόρης.
«Κι ότι ήθελε προκύψει…» συμπληρώνει ο Σόλωνας.
«Γαμώ την καταδίκη μου δηλαδή..» κουμπώνει ο Στάθης.

«Σηκωθείτε μουνάκια, φεύγουμε», φωνάζει ο Τάραμας και επιτόπου όλο το μαγαζί γίνεται όρθιο.
Πίνουμε τις μπύρες μονορούφι με το Στάθη και βγαίνουμε βλαστημώντας.

Όλοι πάνε στις μηχανές ή στα παπιά τους, μανιβελιές σκάνε από παντού, φοράω τα γάντια μου και κάνω νόημα στο Στάθη ν΄ανέβει και τότε βλέπω ότι από το στενό δίπλα μας εμφανίζεται η παρέα του Βόδενα –πέντε εντούρο και τρία στριτ –χαλάνε τον κόσμο μαρσάροντας.
Κατεβαίνουμε από το πεζοδρόμιο να τους χαιρετήσουμε.
«Πού πάτε χωρίς εμάς ρε ψοφίμια; Αφού δε χωράτε», γκαρίζει ο Βόδενας.
Οι πιτσιρικάδες βολεύονται χωρίς δεύτερη κουβέντα στις μηχανές τους και ξεκινάμε.

Μπροστά ο Βόδενας με τους δικούς τους που το γαμάνε λίγο στις σούζες μέχρι να μαζευτούμε και οι υπόλοιποι. Στη μέση οι Μεγάλοι –κάνουν κάτι περίεργα νοήματα, δεν καταλαβαίνω μέχρι που βλέπω να εμφανίζεται η θρυλική Πλύμουθ με τον Γιάννη το Ρέινμποου στο τιμόνι –την έχει από τον πατέρα του που τη δούλευε πειρατικό ταξί πριν κάμποσα χρόνια. Οι άγριοι ουρλιάζουν στη θέα της Πλύμουθ, ανοίγουν τις πόρτες όσο το κήτος κινείται και μπουκάρουν μέσα –μετράω τρεις μπροστά και πέντε πίσω.
Εμείς μένουμε τελευταίοι, πίσω από την Πλύμουθ –κάποια γαμημένη οπισθοφυλακή ως συνήθως. Ο Έλβις κρατάει λίγο το Ζ1 όσο περνάει η πομπή, αφήνει την τσοπεριασμένη BMW του Ινδιάνου να τον περάσει –φιδιάζει δίπλα στο KLR του Ηλία.
«Κάποια στιγμή θα σας ξεσκίσω», του λέει σηκώνοντας το γιακά του τζιν του με το μεσαίο δάχτυλο.
«Κάποια στιγμή…» χαμογελάει ο Ηλίας και φεύγει αέρας μπροστά.

Στο σήμα της Ολυμπιακής πετυχαίνουμε αυτούς που κατεβαίνουν από Άγιο Παύλο και Σούρμενα, επικεφαλής ο Λεό με Καρχαρία του, χώνονται ανάμεσά μας και ο σχηματισμός διαλύεται –δεν είμαστε πλήθος αλλά είμαστε ατέλειωτοι.
Ο Στάθης ανάβει τσιγάρο πίσω μου, κάτι έρημοι που περιμένουν λεωφορείο πιάνουν τοίχο όσο περνάμε –νιώθουμε επίφοβοι κι αυτό είναι μαλακία, νομίζω. Στου Δαρζέντα βλέπω τα μπροστινά μηχανάκια να φρενάρουν, κόβω, συμβαίνει κάποιο σημαντικό ανακάτεμα, ο Στάθης βλαστημάει. Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι η ηρωική Πλύμουθ του Γιάννη έμεινε, συνηθισμένα πράγματα. Οι επιβάτες της κατεβαίνουν κι αρχίζουν να σπρώχνουν, από δίπλα οι μηχανές κορνάρουν –πέφτει άγριο κανιβάλισμα –οι Σουρμενιώτες πλευρίζουν το αμάξι και πετάνε τάλιρα σε στυλ «βάλε βενζίνη ρε τσίπη» -τέλος πάντων, το αμάξι ξαναξεκινάει μετά από λίγο.
Συναντάμε τους Ηλιουπολίτες στη Γυμναστική Ακαδημία –τώρα είμαστε πλήρεις.

Κι έτσι μπαίνουμε στην πόλη, δίπλα μας οι Στύλοι και κάτι αδέσποτοι σκύλοι που μας παίρνουν στο κατόπι από τα πεζοδρόμια –ζωώδης κατάσταση ας πούμε…
Χωθήκαμε στην Πλάκα από Κυδαθηναίων, κορνάραμε εθιμοτυπικά έξω από τη 16 και κάναμε στάση στη Φιλόμουσα για ανασύνταξη δυνάμεων. Χυθήκαμε στα τραπεζάκια ενώ οι Μεγάλοι μπήκαν στα ενδότερα για ανεφοδιασμό και οι πιτσιρικάδες πετάχτηκαν στο Ριμέμπερ για καταδρομική.
Άραξα με Στάθη, Σόλωνα και Βουνό –το παλιό ηρωικό Γ1.  Κοζάραμε κάτι τουρίστριες πολύ μίζερες, χιποκατάσταση.
«Τις ψήνουμε;» ρώτησε το Βουνό.
«Βαριέμαι», έκανε ο Στάθης ως συνήθως.
«Επίπεδο», προειδοποίησε ο Σόλωνας και τράβηξε ένα σφύριγμα κλέφτικο.
Οι κοπέλες γύρισαν, μας κοίταξαν –μια πλατεία γεμάτη κανίβαλους –και γέλασαν.
«Ντου γιου ντρινκ ούζο;» τους φώναξε ο Σόλωνας.
«Όζο;» απόρησε η μια απ΄αυτές –εντελώς λιώμα φαινόταν.
«Γιες, όζο πάουερ» ξεκαρδίστηκε ο Σόλωνας. «Καραμέλα είναι», αποφάνθηκε.
Εκείνη τη στιγμή βγήκαν από τη Φιλόμουσα ο Έλβις με τον Τάραμα –έκοψαν τις τουρίστριες και προωθήθηκαν με τη μία.
«Μας τις φάγανε», είπε το Βουνό.
«Επίπεδο», είπε ο Σόλωνας και τράβηξε ένα ρέψιμο.
Οι άλλοι είχαν φορτώσει από το εσωτερικό του μαγαζιού, κάτι λέγανε στις τουρίστριες, ο Έλβις άνοιξε το τζιν μπουφάν του και κάτι τους έδειξε, εκείνες ξεκαρδίστηκαν.
«Δηλαδή αυτές θα γίνουν κι εμείς πάλι στην απέξω», γκρίνιαξε ο Στάθης.
«Κάτι θα μείνει και για μας», τον καθησύχασα.
«Με την προοπτική να παίξουμε ξύλο», υπενθύμισε το Βουνό.
«Αν είναι για τώρα νωρίς –εντάξει», είπε ο Στάθης.
Οι άλλοι δυο με τις τουρίστριες ξαναμπήκαν στο μαγαζί.

Παραγγείλαμε κάτι μπύρες και χαζέψαμε τη θέα αμίλητοι –κάμποσα φρικιά πέρασαν και μας στραβοκοίταξαν, ο Τζόρνταν σηκώθηκε κι έφυγε αέρας καταπάνω τους αλλά πριν τους φτάσει έστριψε και χώθηκε στο μαγαζί.
«Επίπεδο…» θαύμασε ο Σόλωνας και πέταξε το άδειο μπουκάλι της μπύρας του στον τοίχο του μαγαζιού.
Ένας σενιαρισμένος φρίκος με φουλάρι και φράντζα πετάχτηκε από το μαγαζί και τον αγριοκοίταξε.
«Θες τίποτα;» τον ρώτησε.
«Άλλη μια τέτοια», είπε ο Σόλωνας και μας έκλεισε το μάτι.
«Αν ξαναπετάξεις μπουκάλι θα στο βάλω στον κώλο», κούμπωσε ο φρίκος.
«Πριν το πετάξω, ολόκληρο, ή μετά σπασμένο;» ρώτησε ευγενικά ο Σόλωνας.
«Ρε άντε γαμήσου», μούγκρισε ο άλλος και ξαναμπήκε μέσα.
«Άμα έχεις επίπεδο…» γέλασε το Βουνό.
Τότε έφτασαν τρέχοντας οι πιτσιρικάδες κι από πίσω τους δυο αγριεμένοι –μάλλον από το Ριμέμπερ. Οι μικροί πρόλαβαν και χώθηκαν στα τραπέζια των Μεγάλων, οι Ριμέμπερ έκοψαν, μας μέτρησαν κι απομακρύνθηκαν βρίζοντας. ‘Ήρθε στο τραπέζι μας ο Άρης.
«Τι άκουσα γιε μου; Τραβιέσαι με τον Παπ;» με ρώτησε καβαλώντας μια ψάθινη καρέκλα.
«Τον ξέρεις;»
«Από την ομάδα της Ηλιούπολης. Καλό παιδί αλλά πολύ μελετηρός ρε συ –αν δεν το γράφει ο Μπακούνιν δεν το κάνει…» μούγκρισε ο Άρης.
«Ο Μπακούνιν ε;»
«Άντε κι ο Κροπότκιν –παραπέρα δεν πάει…»
«Εντάξει –στην πορεία αλλάζουν αυτά», δίστασα.
«Ναι, άμα το ρίξετε στις πορείες, πολλά θ΄αλλάξουν –μη σου πω ότι θα έρχονται μαζί σας κι οι Κνίτες», ξεκαρδίστηκε ο Άρης κι άφησε μια χούφτα χάπια πάνω στο τραπέζι.
«Άντε –στην υγεία μας», φώναξε κι έφυγε φουριόζος.
Τα μοιραστήκαμε αμίλητοι αλλά δεν τολμήσαμε ακόμα να τα καταπιούμε –είχαμε νύχτα μπροστά μας.
Και τότε ακούστηκε μια φασαρία ανακατεμένη με σφυρίγματα –δεν πρόλαβα να δω από πού ερχόταν γιατί κάτι γαμήδια άρχισαν να σκάνε γύρω μας σα μπαλάκια του τένις, μόνο που όταν έπεφταν στο τσιμέντο έκαναν πλαφ... Κόλλησα για λίγο –ο Στάθης με έσπρωξε απότομα και βρέθηκα στο έδαφος, κοίταξα γύρω μου, βροχή από νεράντζια.
«Έχουν ξυραφάκια», μούγκρισε ο Σόλωνας.
Από τις δυο άκρες, στα πλάγια της Φιλόμουσας έρχονταν –ήταν πολλοί και έκαναν δαιμονισμένο θόρυβο πλέον.
«Γαμώ την Αγιά Παρασκευή τους μέσα…» βογκάει ο Στάθης που έχει φάει ένα νεράντζι στη γάμπα.
Προσπαθούμε να κρυφτούμε πίσω από το πεσμένο τραπέζι –όχι όλοι μας –το Βουνό δεν έχει πέσει καν κάτω, τώρα προχωράει προς το μέρος τους.
Τον κοιτάζουμε αμίλητοι. Το Βουνό δεν είναι πάνω από 60 κιλά κι από ύψος έχει καβατζάρει το 1,90 προ πολλού –τρώει σα μπουλντόζα αλλά δε βάζει δράμι από τότε που τον ξέρω. Τον λέμε Βουνό λόγω επωνύμου κι επειδή ποτέ δεν πέφτει. Στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο ξύλο –όποιος τρακάρει μαζί του χρειάζεται επειγόντως φαναρτζίδικο. Τώρα είναι 10 βήματα από τα παιδιά της Αγίας Παρασκευής –του πετάνε νεράντζια αλλά τα αποφεύγει –φαίνεται σα να αστοχούν αλλά δεν είναι έτσι, αν προσέξεις καλύτερα θα δεις ότι το Βουνό σπάει το κεφάλι λίγο στο πλάι, κουνάει ανεπαίσθητα τους ώμους, μαζεύει τα χέρια, ντριπλάρει αέρινα.   
«Μην τον αφήσουμε μόνο του», λέει ο Σόλωνας κι έχει ήδη στηθεί στα πόδια του.
«Γαμώ την πουτάνα μου μέσα», μουγκρίζει ο Στάθης και σηκώνεται –το παντελόνι του έχει σκιστεί σε κάνα δυο σημεία αλλά δεν τρέχει αίμα.
Φοράω κι εγώ τα γάντια της μηχανής, τρέχω πίσω τους.

Ο αιφνιδιασμός είναι υπέροχη στρατηγική αλλά όχι όταν την πέφτεις σε ανθρώπους που κάθονται σε καφετέρια γιατί αυτοί διαθέτουν τραπέζια και καρέκλες, τα οποία σίγουρα θα χρησιμοποιήσουν. Από τη μεριά των Μεγάλων έχουν αρχίσει ήδη οι ρίψεις –ο Άρης πετάει τραπέζια, οι υπόλοιποι έχουν πιάσει τις καρέκλες και ορμάνε –με τις καρέκλες μπροστά για να τους προφυλάσσουν κι από τα νεράντζια. Ο σενιαρισμένος φράντζα-φουλάρι, χώνεται στο μαγαζί και κλειδώνει.
Είμαστε πίσω από το Βουνό και φροντίζουμε να μην του πάρουν τις πλάτες. Τώρα που τους βλέπω από κοντά είναι ίδιοι με εμάς, τζιν μπουφάν, αρβύλες, όρθια μαλλιά –αλλά δεν έχουμε καμιά σχέση. Αυτοί ζουν στην πόλη, εμείς στα προάστια. Αυτοί είναι πολιτισμένοι, εμείς βάρβαροι. Διαλέγω κάποιον που δε με κοιτάζει και του σκάω μια καλή πάνω στο αυτί –ο τύπος πιάνει κατευθείαν το κεφάλι του και διπλώνεται, με παίρνουν χαμπάρι οι διπλανοί του και μ΄αρχίζουν στα κλωτσίδια, κάνω πίσω, πιάνω τοίχο και προσπαθώ να φυλαχτώ.
Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή κάνει ντου ο Βόδενας με τους δικούς του –αλυσίδες και κράνη σκάνε πάνω σε κεφάλια και πλάτες. Παίρνω ανάσα αλλά δεν ξεκολλάω από τον τοίχο. Ο Στάθης περιποιείται ένα γομάρι έχοντας σκύψει σα μποξέρ για να καλύψει το στομάχι του, ο Σόλωνας γκαρίζει «άκρη, λερώνει» και ρίχνει αγκωνιές σε όποιον βρίσκεται δίπλα του, το Βουνό έχει φρενάρει και χτυπάει όποιον τον πλησιάζει. Τότε νιώθω το μάγουλό μου να τσούζει –ξέρω τι είναι –κοιτάζω να δω ποιος μου έσκασε το νεράντζι και βλέπω έναν πιτσιρικά να μου κάνει κωλοδάχτυλο –χαμογελάω για να το παίξω ψύχραιμος, τρέχει αίμα, το νιώθω με το γάντι μου.
«Σκαρφέις κι έτσι μωρό μου…» γελάει ο Βόδενας όταν με βλέπει.
Οι δικοί του έχουν αρχίσει να παίρνουν φαλάγγι τα παιδιά από την Αγία Παρασκευή.
«Επίπεδο», γκαρίζει ο Σόλωνας και βάζει τρικλοποδιές σ΄αυτούς που υποχωρούν.
Γυρίζω στην πλατεία, από την άλλη πλευρά οι Μεγάλοι ρίχνουν άγριο ξύλο, ο Τάραμας ψάχνει κεφάλια για να σπάσει καρέκλες, ο Έλβις κάνει κύκλους και κοπανάει κόσμο από πίσω, ο Ινδιάνος έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια, ο Ρέινμποου ακουμπάει στον τοίχο καπνίζοντας κι όταν βλέπει κάποιον να δυσκολεύεται, πετάγεται για να ρίξει κάμποσα κλωτσίδια, όλα καλά. Βλέπω και τον Άρη να μοιράζει αβέρτα σφαλιάρες σε όσους προλαβαίνει να αρπάξει, γιατί όταν σε πλησιάζει το Κτήνος χέζεσαι πάνω σου –κατά βάθος ο Άρης είναι πολύ ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδί (κατά πολύ βάθος) και προσέχει τα δάχτυλά του στους καυγάδες επειδή παίζει άψογη κιθάρα, δεν του αρέσει να τραυματίζεται. Αν το ξέρανε θα τον χτυπάγανε αλύπητα –αλλά δεν το ξέρουν και τρέχουν.
Οι αδελφοί Ιντζέ δουλεύουν συντονισμένα –ο ένας κοπανάει κι ο άλλος ξαφρίζει –αλλά τότε βλέπω το Φώτη με ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας στο χέρι και τρομάζω. Πλησιάζει αργά έναν τύπο που κουνάει συνέχεια τα χέρια του σα να διευθύνει ορχήστρα και φωνάζει (όχι σα να διευθύνει ορχήστρα).
«Άρη…» φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ.
Γυρίζει προς το μέρος μου με αποτέλεσμα ένας μαλάκας να του σκάσει μια μπουνιά την πλάτη. Του δείχνω το Φώτη, σηκώνει τα χέρια στον αέρα και στο κατέβασμα τραβάει ένα χαστούκι στον τύπο που του έριξε μπουνιά.
Τρέχει προς το Φώτη αλλά τον έχει προλάβει ήδη ο Ρέινμποου –πιάνει το Φώτη από τις πλάτες και προσπαθεί να τον συγκρατήσει. Ο τύπος που κάνει το μαέστρο τους βλέπει, κιτρινίζει λίγο στη θέα του σπασμένου μπουκαλιού αλλά σκύβει, αρπάζει ένα καρεκλοπόδαρο και πηγαίνει προς το μέρος τους. Ο Φώτης βγάζει αφρούς, με το ζόρι τον κρατάει ο Ρέινμποου. Έχει ήδη φτάσει ο Άρης, τραβάει κάτι ξεγυρισμένες σφαλιάρες στο μαέστρο ο οποίος του ρίχνει δυο τρεις με το καρεκλοπόδαρο μέχρι να πάρει χαμπάρι ότι ο Άρης δε νιώθει. Στην πέμπτη σφαλιάρα μαζεύει τα κόκκινα αυτιά του και το βάζει στα πόδια. Ησυχάζουν κάπως τα πράγματα. Φαίνεται ότι νικήσαμε αλλά μόνο οι πιτσιρικάδες πανηγυρίζουν –τους βλέπω να διηγούνται ήδη μεταξύ τους όσα έγιναν κι όσα δεν έγιναν…
Οι Μεγάλοι κοιτάζουν συννεφιασμένοι το τίποτα, οι δικοί μου ξεσκονίζονται και μετράνε ζημιές.
«Τελειώνετε ρε μαλάκες –πάμε να φύγουμε», γκαρίζει ο Άρης.
Κι έχει δίκιο. Η πλατεία έχει γίνει Λίβανος, όπου να ‘ναι θα σκάσουν οι μπάτσοι.
«Πάμε για Σοφίτα», ακούω δίπλα μου.
Ανεβαίνω στη μηχανή, έρχεται κι ο Στάθης.
«Σοφίτα παίζουν τελικά;» τον ρωτάω.
«Μπορεί να ΄ναι κι έτσι…» ρίχνει ένα υφάκι συνοικιακό.
«Μεγάλη ζημιά;»
«Μου γαμήσανε το παντελόνι», γκρινιάζει.
«Έγινες πάνκης» γελάω.
«Ρε σάλτα και γαμήσου», κουμπώνει. «Εσύ δηλαδή με το ξεραμένο αίμα στη μούρη τι έγινες;»
«Ζόμπι», απαντάω.
«Έλα», πετάγεται ο Ζόμπι από δίπλα μου. Είναι στη μηχανή του Αλεξό και παλεύει ν΄ανάψει τσιγάρο.
«Κάνε δουλειά σου», τον γειώνω και φεύγουμε αέρας.

Παρκάρουμε έξω από τη Σοφίτα και μετριόμαστε, κάμποσες σκισμένες μπλούζες και λίγο αίμα στα χέρια κάποιων. Εντάξει, ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα…
Ο Τάραμας έχει στριμώξει σε μια γωνιά τους πιτσιρικάδες και τους ξεχέζει.
«Ρε μαλακισμένα, σας πήραν χαμπάρι και μας βρήκανε», ουρλιάζει όσο τους σπρώχνει για να κολλήσουν στον τοίχο.
Πλησιάζω τον Άρη.
«Τι ζόρι τραβάει;» ρωτάω.
«Είδαν τους μικρούς στο Ριμέμπερ και τους ακολούθησαν», λέει ο Άρης.
«Ναι –τους μικρούς περίμεναν…» κοροϊδεύω.
«Άντε πες του το», με γειώνει ο Άρης.
«Και τελικά γιατί πλακωθήκαμε;» απορώ.
«Έχει σημασία;»
«Για ιστορικούς λόγους…»
«Μας την έπεσαν τις προάλλες στην Όμπρε…»
«Ο λόγος;»
«Άντε ρώτα τους…»
Ανάβω τσιγάρο, δεν έχει νόημα… Τριγύρω περνάει κόσμος, μας αποφεύγουν λες και είμαστε φτιαγμένοι από σκατά.
Ακούω να με φωνάζουν και είναι περίεργο επειδή η φωνή είναι γυναικεία. Ψάχνω –εντοπίζω τη Μαργαρίτα που κουνάει τα χέρια της από την άλλη άκρη του στενού σαν ανεμόμυλος. Τι σου λέει αυτό τώρα;
Την πλησιάζω –φοράει ένα ααμάνικο μπλουζάκι φίρμα και κολλητό τζιν, τα μαλλιά της πέφτουν μέχρι τους ώμους, δεν τα έχει πιάσει σ΄εκείνη την υστερική κοτσίδα, όμορφη είναι τελικά… Αλλά ο τύπος δίπλα της δεν είναι.
«Ο Σάκης», μου λέει κάμποσο συνεσταλμένα, παρουσιάζοντάς τον.
«Εντάξει», λέω κι εγώ.
«Χάρηκα», λέει ο Σάκης. Τι να πει κι αυτός; Μοιάζει ενοχλημένος, πάω στοίχημα ότι σκέφτεται πως η αρραβωνιαστικιά του έχει μπλέξει με ναρκωτικά –το λιγότερο.
«Τι έχεις εσύ; Τι έπαθες;» τσιρίζει η Μαργαρίτα.
«Τι έπαθα;» πετάγομαι κι εγώ τρομοκρατημένος… Λες να μου λείπει κάνα αυτί και να μην το πήρα χαμπάρι.
«Το μάγουλό σου…»
Ησυχάζω.
«Μη δίνεις σημασία», της λέω. «Έπεσα από τις σκάλες».
«Ποιες σκάλες;»
«Όλες τις σκάλες… Του Μιλάνου, του Ωρωπού, τρέχα γύρευε…»
Βγάζει από την τσάντα της (που σήμερα δεν είναι τεράστια) ένα φουλάρι.
«Φτύσε», μου ζητάει, φέρνοντάς το κοντά στο στόμα μου.
Πλάκα κάνουμε τώρα;
«Γιατί; Θα παίξουμε κρυφτό;» απορώ.
Γελάει.
«Έλα μωρέ όλο σαχλαμάρες…»
Ο Σάκης κάθεται παραδίπλα με ένα ύφος λες και βλέπει εγχείριση σκωληκοειδίτιδας. Η Μαργαρίτα φέρνει το φουλάρι στο στόμα της, το σαλιώνει κι αρχίζει να μου καθαρίζει το μάγουλο.
«Δεν ήθελες να σου φέρω λίγο νερό;» μιλάει επιτέλους ο Σάκης.
Ναι, πιάσε και μια βανίλια όπως θα ‘ρχεσαι, σκέφτομαι.
«Δεν είναι τίποτα», λέει η Μαργαρίτα.
«Γιατί; Είπα εγώ ότι είναι;» κουμπώνω.
«Τι έγινε; Τι είναι όλοι αυτοί;» με ρωτάει.
«Οι φίλοι μου τα ζώα», γελάω. «Εσείς –πώς από ΄δω;»
«Πάμε σε ένα ταβερνάκι».
Ανατριχιάζω. Ταβερνάκι, κρασάκι, μεζεδάκι, γαμησάκι…
«Έγινε καμιά φασαρία;» ενδιαφέρεται να μάθει ο Σάκης.
«Κάποια παρεξήγηση, αλλά λύθηκε πολιτισμένα», απαντάω κι αμέσως το μετανιώνω. Γιατί δηλαδή του πουλάω μούρη του ανθρώπου; Κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα ΄κανα –θα κοίταζα να χτυπήσω καμιά γκόμενα σένια, να νοικοκυρευτώ. Εντάξει, εγώ ποτέ δεν θα ήμουν στη θέση του –άλλωστε ποιος από μας θα ζήσει μετά τα τριάντα;
«Κράτα το», λέει η Μαργαρίτα και μου αφήνει το φουλάρι.
Ωραίο φουλάρι, μαλακό, μεταξωτό και πολύ γυναικείο. Ρεζίλι θα γίνουμε…
«Δεν είναι ανάγκη», μουρμουρίζω.
«Είπα κράτα το», θυμώνει. «Θα τα πούμε αύριο στη σχολή».
Και τότε μας πλευρίζουν ο Στάθης με το Σόλωνα, δείχνουν μελιστάλαχτοι –πράγμα που με τρομάζει.
«Τι κάνουμε; Όλα καλά;» χαμογελάει διαφημιστικά ο Σόλωνας και συστήνεται στο Σάκη δίνοντας το χέρι του.
Ο Στάθης χαμογελάει μόνο χωρίς να μιλάει. Η Μαργαρίτα τον κοιτάζει –φυσικά και της αρέσει αυτό που βλέπει, σε όλες αρέσει ο Στάθης.
«Η Μαργαρίτα, από τη σχολή κι ο Σάκης…» λέω.
«Εσείς φυσικά είστε καθηγητής των παιδιών στη σχολή», ρίχνει το καρφί του ο Σόλωνας.
Ο Σάκης μαζεύεται.
«Δεν πάτε μέσα λέω εγώ;» λέω εγώ.
«Δεν θα έρθετε κι εσείς;» τους ρωτάει ο Σόλωνας.
«Τι έχει μέσα;» ρωτάει με τη σειρά του ο Σάκης.
«Μια συναυλιούλα…»
«Ποιοι παίζουν;»
«Κάτι φίλοι μας…»
«Κρίμα –έχουμε κανονίσει…» απολογείται ο Σάκης.
Η Μαργαρίτα το πιάνει το δούλεμα και με αγριοκοιτάζει. Σηκώνω τους ώμους –τι να κάνω δηλαδή;
«Έλα, πάμε», λέει στο Σάκη.
«Χάρηκα», κάνει αυτός όσο η Μαργαρίτα τον σέρνει μαζί της.
Μένουμε να τους κοιτάζουμε όσο απομακρύνονται.
«Ωραίο γκομενάκι. Το τρως;» με σκουντάει ο Σόλωνας.
«Αφού είναι αρραβωνιασμένη ρε μαλάκα», πετάγομαι.
«Ένας λόγος παραπάνω…» με γειώνει. «Πήδημα άνευ υποχρεώσεων».
«Είσαι φιλόσοφος ρε πούστη…» μουρμουρίζω καθώς ανάβω καινούργιο τσιγάρο.
Έχουμε μείνει τελευταίοι, οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη στη Σοφίτα και δεν έχω διάθεση για τίποτα. Η Άσπα κάπου θα μετανιώνει για εκείνο το φιλί, η Μαργαρίτα θα απαγορεύει στο Σάκη το τζατζίκι αν θέλει να έχει συνέχεια η βραδιά τους κι εγώ θα πρέπει να σπρώξω μερικά βαρετά χρόνια ακόμα, μέχρι να τελειώσει το μαρτύριο…
Ο Στάθης κάπου έχει τσιμπήσει μια μπύρα, του την παίρνω και κατεβάζω τα χάπια –δε γαμιέται; Τι άλλο μας μένει;

Μέσα στη Σοφίτα έχει αρχίσει ο χαμός –οι Stress δεν έχουν ανέβει ακόμα να παίξουν αλλά τα παιδιά κοπανάνε ότι βρουν, πίνουν μπύρες και σκάνε τα μπουκάλια στους τοίχους, κλωτσάνε καρέκλες, όλα καλά.
Κάθομαι σε μια γωνιά –σωριάζομαι για την ακρίβεια –μαζεύω τα πόδια να μη με ενοχλούν και καπνίζω. Παραδίπλα είναι ο Λούης με τον Κώστα από τους Stress –ο Κώστας φωνάζει στον Άρη, καταλαβαίνω τι του λέει –του τα χώνει που δεν ειδοποίησαν κι αυτόν για τον τσαμπουκά. Το συγκρότημά μας…
Μετά από λίγο ανεβαίνουν στη σκηνή, ο Λούης χαμογελάει.
«Κάπως ξαναμμένους σας βλέπω απόψε», λέει και ξεκινάνε το Athens Burning.
Οι πιτσιρικάδες κοπανιούνται ανελέητα, οι Μεγάλοι έχουν πιάσει τις άκρες και κουνάνε τη μαλλούρα τους, οι δικοί μου έχουν ορμήσει για προμήθειες σε μπύρες.
Μου φέρνει μία ο Στάθης –πίνω δυο γουλιές.
«Τέλειωνε», μου φωνάζει.
«Γιατί; Τι τρέχει;»
«Εγώ κι εσύ ρε μαλάκα. Οι δυο μας…»
Κατεβάζω πάνω από τη μισή μπύρα γιατί το στόμα μου είναι παπούτσι και τον ακολουθώ μπροστά στη σκηνή. Ξεκινάμε ένα pogo περιποιημένο, τα χέρια δεμένα πίσω, τα κεφάλια να βιδάρουν στον αέρα και σκούντημα μόνο με ώμους –οι Stress παίζουν τα κομμάτια συνεχόμενα, «Χαφιέ», «Περιθωριακό», «Έλληνα», κι εγώ τα βλέπω όλα κόκκινα.
Κάποτε μας πετάνε πίσω -μια καινούργια φουρνιά ξεκούραστων αγριεμένων- σκάμε στον τοίχο και σωριαζόμαστε. Ιδρώτας πολύς. Βγάζω το φουλάρι της Μαργαρίτας να σκουπιστώ –μυρίζει άρωμα, λευκά άνθη ή κάτι τέτοιο. Μπορεί και να τρέμω λίγο –μπορεί και να τρέμω πολύ.
«Ωραίο το φουλαράκι σου κουκλίτσα μου», γελάει ο Στάθης κι ανάβει δυο Καμήλες.
Παίρνω τη μία, δε μιλάω, τα παιδιά έχουν ανέβει στη σκηνή –συγκρότημα και κόσμος ένα πράγμα.
Ξέρω ότι κάπου εδώ τελειώσαμε, ξέρω ότι αύριο θα τρακάρουμε στο δρόμο και θα γυρνάμε από την άλλη –αμηχανία και τι να πεις σε τελική ανάλυση;
Μετράω αυτούς που είναι εδώ και μετράω αυτούς που λείπουν. Ο μικρός αδερφός του Σόλωνα που έφυγε με μια βέσπα στον Κρεμαστό Λαγό, λιώμα και πουλημένος από ένα κορίτσι με πράσινα μάτια, ο Βάγγος ο Αποστολάκης που την κοπάνησε κρυμμένος σε φορτηγό για την Αγγλία κυνηγημένος από το φαντάρικο κι ο άλλος ο Βαγγέλης, ο κολλητός του, που τα παράτησε για να πάει Ωδείο (το πρωί οικοδομή), ο Λευτέρης που πούλησε τους δίσκους του (πάνω από τρακόσους είχε ο μπαγάσας) και δε θέλει να έχει πλέον παρτίδες μαζί μας, η Ρούλα που ονειρεύεται νυφικά και περιμένει να στρώσει δουλειά ο Έλβις για να τη γκαστρώσει, η Φανή που σενιαρίστηκε και έγινε δακτυλογράφος χοντρών λιγούρηδων αφεντικών, η Μελίνα που όλοι μας την ερωτευτήκαμε αλλά μας την πήρε ένας λίγδας χοντρέμπορος ειδών μαναβικής…
Πρέπει να φύγουμε και θα φύγουμε.

«Πάμε;» σκουντάω το Στάθη.
«Να πας όπου θες», μου ρίχνει το στυλάκι του.

Πρέπει να φύγουμε και θα φύγουμε. Μόνο που δεν έχει πουθενά να πάμε.


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Stiff Little Fingers

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!