Παρασκευή, Νοεμβρίου 29, 2024

Ο Αργύρης

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

«Ο θάνατος με εμπνέει όπως ο σκύλος εμπνέει το κουνέλι

Μπορείς να σώσεις τη βαριά, βρώμικη ψυχή μου;»[1]

 

Ξύπνησα χαρούμενος σήμερα, ελαφρύς, μπαμπακάτος, πλύθηκα, ξυρίστηκα, αρωματίστηκα όσο έπαιζε το σιντί με μουσική νεότερη από εμένα -απέφυγα τους πεθαμένους καλλιτέχνες -με δυο λόγια, έκανα μια σοβαρή προσπάθεια να γίνω λειτουργικός. Άνοιξα τα παράθυρα, αέρισα το σπίτι, έφαγα στη μάπα μπόλικο σύννεφο και λίγο ήλιο -η ζωή είναι κάτι που συμβαίνει όσες αντιρρήσεις κι αν προβάλεις. Έξω άρχισε να βρέχει.

 

Ο Αργύρης είναι κλεισμένος στο Δομοκό και δεν υπάρχει περίπτωση να πάω ως εκεί με το Δούκα, άρα χρειάζομαι είναι ένα γρήγορο αυτοκίνητο με αξιοπρεπές ηχοσύστημα, μια κούτα Κάμελ και κάμποσα κέρματα για τα διόδια. Δεν έχω διάθεση να ζητήσω τίποτα από το Σαμουράι, αρκετά κοντά ήρθαμε, μην πιάσουμε και κορέους…

 

Ανάβω καινούργιο τσιγάρο, πιάνω το κινητό, ανασηκώνοντας τους ώμους. Της στέλνω ένα μήνυμα.

«Θα χρειαστείς το αυτοκίνητο σήμερα;»

Περιμένω όσο διαλέγω σιντιά. Γονατισμένος μπροστά στις στοίβες που σκονίζονται στο πάτωμα, απορώ -τι μαλακίες ακούω τόσα χρόνια; Εντάξει, φταίει κιόλας ότι τσακώθηκα μονομερώς με κάμποσους ζωντανούς νεκρούς, είναι αποκρουστικό να ζεις πεθαμένος, όσο να πεις… Ξεφτιλίζεις όσα έκανες όσο ζούσες, όταν ζούσες. Το αυτό ισχύει και δι’ ημάς, έτσι δεν είναι; Γάμησέ τα -αρπάζω 5-6 σιντιά στην τύχη, έτσι κι αλλιώς πρόκειται για μια εποχή που κανένας δεν θέλει να θυμάται.

Το κινητό χτυπάει -μήνυμα. «Είναι στο πάρκινγκ». Κοιτάζω την οθόνη μέχρι που σβήνει. Περίμενα κάτι περισσότερο;

 

Φοράω λευκό πουκάμισο (πάντα έξω από το τζιν), μαύρο σακάκι που δεν μου κουμπώνει πλέον, μποτάκια mod (ελπίζω να μη με χτυπήσουν στο περπάτημα) και μαύρο μακρύ παλτό -αυτό είναι ότι πιο επίσημο διαθέτω σε ένδυση και υπόδηση. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βέβαια έχω τα χάλια μου -όμως έχω και τη διάθεση να δείξω κάποιο πρόσωπο στη συναλλαγή μου με την εξουσία, να με λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσοι τέλος πάντων…

 

Βρέχει ακόμα έξω κι ευτυχώς δεν έβαλα ζελέ στα μαλλιά -όχι ότι το χρειαζόμουν δηλαδή, έτσι κοντά που τα έχω κουρεμένα, αλλά δίνει κάποιο στυλ. Βγαίνω από την πολυκατοικία μου και περπατάω κάτω από τα υπόστεγα, στρίβω στην επόμενη γωνιά, πιάνω την κοιλιά μου και καλά έχω φάει σφαίρα, προσποιούμαι ότι τρεκλίζω, ακουμπάω στον τοίχο και τότε καταλαβαίνω ότι οι μαλακίες πληρώνονται γιατί το παλτό μου γεμίζει σκόνη και καυσαέριο…

Η πόλη τρέχει ξαφνιασμένη από τη βροχή, φυσικό είναι, ποιος το περίμενε ότι θα έβρεχε χειμωνιάτικα; Στο πεζοδρόμιο μου επιτίθενται δρεπανιφόρες ομπρέλες, τις αποφεύγω με σπασίματα μέσης, κανονικός αέρινος σέντερ φορ και βέβαια αποφεύγω να πέσω στην παγίδα να πλησιάσω το δρόμο γιατί τα αυτοκίνητα γουστάρουν να σε καταβρέχουν μπας και διασκεδάσουν οι μποτιλιαρισμένους επιβάτες τους. Άσχημη μέρα στο μαύρο βράχο.

 

Το υπόγειο πάρκινγκ μυρίζει κίτρινη άκαυτη αμόλυβδη, οι σόλες μου γλιστράνε όσο κατεβαίνω στο δεύτερο επίπεδο, οι χαραμάδες του τσιμέντου είναι γεμάτες λάσπη. Εδώ είμαστε -βλέπω το ασημί Γιάρις να με περιμένει φρεσκοπλυμένο, είναι βέβαια θεία δίκη να βρέχει όταν έχεις πλύνει το αυτοκίνητό σου και με τα θεία δεν πρέπει να παίζουμε. Χώνομαι πίσω από το τιμόνι, πετάω το σακίδιο με τα σιντιά στη θέση του συνοδηγού και σημειώνω να κάνω στάση στο πρώτο βενζινάδικο για ανεφοδιασμό. Διαλέγω σιντί στην τύχη, χωρίς καν να το κοιτάξω και το βάζω να παίξει καθώς ανεβαίνω προς το δρόμο. Φυσικά, μποτιλιάρισμα και ψιλόβροχο. Καταφέρνω να χωθώ και ακολουθώ το κοπάδι προς την έξοδο της πόλης.

Είμαι λοιπόν παρέα με τον Μικρούλη Τζώνυ το μπιζουδάκι, που τρέχει προς το αεροδρόμιο (η ορμή, ο βρυχηθμός) και βουτάει στο χώμα με το στήθος του γεμάτο φώτα[2] κι αναρωτιέμαι γιατί μπλέχτηκα σ’ αυτή την ιστορία, πόσο με ενδιαφέρει να σώσω έναν άνθρωπο που ζητάει να πεθάνει κι ένα κόμμα που ζητάει να κυβερνήσει -ξέρεις κάτι; Δε με ενδιαφέρει καθόλου και γι΄αυτό μπλέχτηκα. Όπως κι αν πάει, το ίδιο μου κάνει, εγώ περαστικός είμαι και με περιμένουν όχι πια εδώ

 

Η εθνική είναι ήσυχη αν εξαιρέσεις τα φορτηγά που κάνουν αγώνες δρόμου με ελεφαντένια ευελιξία, ο ήλιος παραμονεύει να σε πηδήξει κάθε φορά που πετάγεται από τα σύννεφα και η βροχή δυναμώνει.

 

Σταμάτησα σ΄ένα μεγάλο βενζινάδικο, φούλαρα το Γιάρις, αγόρασα τσιγάρα κι ένα πακέτο μπισκότα για το δρόμο, ξέχασα να πάρω νερό κι έτσι ξαναγύρισα -η υπάλληλος, μια ξανθούλα με ολόσωμη φόρμα της εταιρείας καυσίμων, σίγουρα με πέρασε για βλαμμένο και δεν έπεσε και πολύ έξω, εδώ που τα λέμε. Ξαναβγήκα στην εθνική, υπνωτίστηκα -το σιντί έπαιζε δεύτερη φορά, είχε φτάσει ως τη μέση μέχρι να φιλοτιμηθώ να το αλλάξω, θα πήγαινα την υπόλοιπη διαδρομή παρέα με τους θρυλικά ξεχασμένους Fischer Z και το Μπράιαν -Δεν θα βρεις τον Μπράιαν εδώ, σιχαινόταν κάτι καθίκια σαν εσένα, νομίζεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο; Πόσο έξυπνος είσαι ρε φίλε, πόσο έξυπνος…[3]

Πέρασα τη Λαμία χωρίς να κόψω, κράτησα όση ροπή είχε βγάλει το αυτοκίνητο από τα τελευταία διόδια που ήταν λίγο μετά τα προτελευταία και λίγο πριν τα επόμενα -το παράθυρο μισάνοιχτο για να φεύγει ο καπνός και να μου γαμάει το αριστερό αυτί ο αέρας, μια πραγματική ευτυχία.

 

Κρανίου τόπος με το που βγήκα από το Δομοκό, στο δρόμο για τις φυλακές. Έκοψα ταχύτητα, το Γιάρις τραντάχτηκε καθώς θυμήθηκα ότι δεν είχα φροντίσει να μάθω αν ο Αργύρης ήταν ακόμα εκεί ή τον είχαν πάει σε κάποιο νοσοκομείο. Εξαρτάται από την κατάστασή του θα μου πεις, η οποία κατάσταση εξαρτάται από το πόσες μέρες κάνει απεργία πείνας ο Αργύρης κι από το αν κάνει και απεργία δίψας. Έβγαλα το αυτοκίνητο αργά από το δρόμο, το πάρκαρα σε κάτι χωράφια. Άνοιξα την πόρτα, η βροχή είχε κόψει αρκετά αλλά δεν είχε σταματήσει, κοίταξα τριγύρω -ερημιά και τίποτα. Προσπάθησα να ακούσω κάποιο αγροτικό ή έστω το γάβγισμα ενός σκύλου, τίποτα ρε φίλε -πυρηνική καταστροφή…

Έβγαλα το κινητό από το σακίδιο, ευτυχώς είχα κάποιο σήμα, άρχισα να γκουγκλίζω. Λοιπόν, έχουμε και λέμε… ο Αργύρης ήταν στην 13η μέρα της απεργίας πείνας και στη 4η της απεργίας δίψας -οριακά τον προλάβαινα στο κελί του αφού δε βρήκα πουθενά καμιά αναφορά για νοσοκομεία και τα σχετικά. Βρήκα όμως μπόλικα άρθρα που έβριζαν την κυβέρνηση γιατί δεν καταδικάζει τις ενέργειες του Αργύρη και άλλα άρθρα που περιέγραφαν τη δράση του, για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι ο Αργύρης είχε ξεκληρίσει το μισό Παγκράτι κι ολόκληρο το Μοσχάτο αλλά τελικά, κάπου στο τέλος κάθε άρθρου, έγραφαν ότι μόνο βόμβες σε δημόσια κτίρια εκτός ωρών λειτουργίας και σε κλειστές τράπεζες έβαζε. Είδα και κάτι φωτογραφίες με τους μπάτσους να τον σέρνουν στα δικαστήρια που δεν τον κολάκευαν ιδιαίτερα, τέλος πάντων, βγήκα έξω για να ξεμουδιάσω όσο η βροχή κυκλοφορούσε γύρω μου αναποφάσιστη. Τα παπούτσια μου πάτησαν ξεραμένο χώμα, αυτός ο τόπος δεν ανάσαινε από πουθενά.

 

Έφτασα στις τσιμεντένιες φυλακές και πήρα να γυρίζω έξω από τα συρματοπλέγματα, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά -πήγαινα στοίχημα ότι οι φύλακες στους πυργίσκους θα σήμαιναν συναγερμό αν το έκανα μία ακόμα κι έτσι το ξανάκανα.

«Δεν πρόκειται να φύγει η φυλακή από τη θέση της, όσο κι αν τη γυροφέρνεις παλικάρι μου», γέλασε ο Μαλτέζος από το διπλανό κάθισμα βγάζοντας στα κλεφτά από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα πλακέ μπουκαλάκι το οποίο άδειασε μονορούφι πριν το ξανακρύψει.

«Νόμιζα ότι δεν έχετε τέτοια εκεί που είσαι», παρατήρησα.

«Δεν έχουμε», με διαβεβαίωσε αθώα.

 

Πάρκαρα το αυτοκίνητο κοντά στην κεντρική πύλη πριν τα πράγματα μπλέξουν χειρότερα. Ο φρουρός με κοίταξε με μισό μάτι πριν με πληροφορήσει ότι σήμερα δεν είναι μέρα επισκεπτηρίου. Τον πρόλαβα πριν χωθεί πάλι στο φυλάκιο του, πράγμα το οποίο βιαζόταν να κάνει για να μη βρέχεται, και τον ενημέρωσα για το λόγο της επίσκεψής μου.

«Δεν ξέρω τίποτα», με γείωσε.

«Δε ρωτάς κάναν ανώτερο μπας και ξέρει αυτός;» του πρότεινα.

Μου γύρισε την πλάτη, χώθηκε μέσα στο φυλάκιο και τον άκουσα να γκρινιάζει σε ένα τηλέφωνο. Μετά έβγαλε το κεφάλι του και με κοίταξε.

«Περιμένετε, θα έρθουν να σας συνοδεύσουν».

Μπήκε πάλι μέσα και με άφησε να βρέχομαι σα μαλάκας. Άναψα τσιγάρο, το έκρυψα με τις χούφτες μου για να μη μουσκέψει, το κάπνισα ολόκληρο κι ακόμα τίποτα.

«Θα αργήσει πολύ η συνοδεία ρε πατρίδα;» του φώναξα. «Αν είναι να περιμένω στο αυτοκίνητο».

Με άφησε κάνα λεπτό να λούζομαι κανονικά πριν απαντήσει ότι «όπου να’ναι…» Χαμογέλασα. Μετά από πέντε λεπτά ήρθε ένας χοντρός δεσμοφύλακας με το σακάκι στραβοκουμπωμένο και την ομπρέλα να του καλύπτει τη μούρη.

Ξεκλείδωσε την πύλη, μου έκανε νόημα, μπήκα δίπλα του.

«Ακολουθήστε με», είπε χωρίς να με κοιτάζει.

Φυσικά δεν μου έκανε χώρο κάτω από την ομπρέλα -έτσι βαδίσαμε μέχρι το κεντρικό κτίριο και ανεβήκαμε τα τσιμεντένια σκαλιά. Όταν μπήκαμε μέσα κι έκλεισε την ομπρέλα είδα ότι φορούσε μουστάκι και πηλήκιο.

«Συγνώμη, δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται να έχετε ανοιχτή ομπρέλα όταν φοράτε πηλήκιο;» του χώθηκα.

Με κοίταξε σαν να ήμουν σκουληκόμυγα.  

«Πού το λέει αυτό;» μούγκρισε.

«5 φυ έχει στο στρατό, αν ανοίξεις ομπρέλα με την οχτάρα», τον κούρδισα. «Δεν έχετε υπηρετήσει;»

«Για την αστυνομία δεν ισχύει», δικαιολογήθηκε απότομα.

«Πού το λέει αυτό;» συνέχισα το κούρδισμα.

«Περιμένετε εδώ», είπε κι εξαφανίστηκε πατώντας άτσαλα τα μωσαϊκά.

 

Κοίταξα τριγύρω όσο περίμενα, ήταν μια τεράστια αίθουσα με σιδερόφρακτους φεγγίτες στα 3 μέτρα από το πάτωμα και λιωμένα μωσαϊκά. Στη μέση της ξεκινούσαν πλατιά σκαλιά για τους πάνω ορόφους, έκανα μια βόλτα μέχρι την αρχή της σκάλας, οι κάλτσες πλατσούριζαν μέσα στα παπούτσια μου, σκέτη κατάντια…

Σε 5-6 λεπτά εμφανίστηκε ένας βλάκας με πολιτικά ρούχα και κοντοκουρεμένη φαλάκρα. Ηλικίας 50 με 60, μπορεί και περισσότερο, το γκρι σακάκι του έπλεε καλύπτοντας ένα σκεβρωμένο κορμί, προχωρούσε καμπουριάζοντας με επιφύλαξη σα να είχε ένα μόνιμο πόνο στο στομάχι.

«Καλώς ήρθατε κύριε Καστρινέ», μου είπε πλησιάζοντας με από τη δεξιά πλευρά της σκάλας. Υπέθεσα ότι πίσω από τα σκαλιά υπήρχαν γραφεία ή ότι ο αδύνατος άντρας ξεκόλλησε από τους σοβάδες των τοίχων, κάπως έτσι τέλος πάντων…

Όταν έφτασε μπροστά μου, τίναξε νευρικά το δεξί του χέρι, το οποίο άρπαξα και έσφιξα, περισσότερο από φόβο μην ξεκολλήσει, παρά από εγκαρδιότητα.

«Τσίγκας -είμαι ο διευθυντής του σωφρονιστικού ιδρύματος», με ενημέρωσε.

Η ανάσα του μύριζε σκουπίδια.

«Σας έχουν ενημερώσει…» ξεκίνησα.

«Βεβαίως, βεβαίως κύριε Καστρινέ», με διέκοψε. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ».

Μου γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά δυο-δυο, ο πόνος στο στομάχι είχε μάλλον εξαφανιστεί. Τον ακολούθησα λαχανιάζοντας, αν συνεχίζαμε το τρέξιμο για πολύ ακόμα θα έφτυνα κάνα πακέτο Κάμελ στο τέλος. Ευτυχώς, στον πρώτο όροφο σταματήσαμε την ανάβαση, ο διευθυντής έστριψε βιαστικά στην αριστερή πλευρά ενός αφώτιστου διαδρόμου και σταμάτησε μπροστά από μια πόρτα με κόκκινο σταυρό. Την άνοιξε και μου έκανε νόημα.

«Περάστε», μου φώναξε λες και ήθελε να τον ακούσουν οι από μέσα.

Πέρασα μπροστά του στην ανοιχτή πόρτα και βρέθηκα σε ένα μακρόστενο διάδρομο. Ο διευθυντής δεν μπήκε μαζί μου. Βρόντηξε την πόρτα, αφήνοντάς με μόνο κι αυτό ήταν όλο.

 

Κοίταξα τριγύρω -κλειστές πόρτες και ησυχία, ούτε ταμπέλες, ούτε τίποτα. Έξυσα το κεφάλι μου, τι σκατά κάνουμε εδώ πέρα; Άρχισα να κόβω βόλτες στο διάδρομο, υπολογίζοντας ότι όλο και κάποια πόρτα θα άνοιγε, όλο και κάποιος θα έβγαινε να ρωτήσω… Έφτασα μέχρι το τέρμα, εκεί υπήρχε ένα παράθυρο με κάγκελα, τράβηξα αριστερά το συρόμενο τζάμι και πήρα να χαζεύω τη θέα, μια αυλή άδεια, τοίχοι γκρι και συρματοπλέγματα -θες να με μπαγλαρώσανε κι εμένα στην τελική; Άναψα τσιγάρο κλεφτά και πήρα να φυσάω τον καπνό μέσα από τα κάγκελα γιατί την έκοβα τη δουλειά ότι όπου να ‘ναι θα έσκαγε μύτη ο δεσμοφύλακας για να μου αρχίσει τα «άδειασε τις τσέπες σου, γδύσου, βαθύ κάθισμα και βήξε».

Πέταξα το τσιγάρο στην αυλή, έκλεισα το παράθυρο κι άρχισα πάλι να κόβω βόλτες, μετά από λίγο βαρέθηκα, άνοιξα την πόρτα από την οποία με είχε χώσει μέσα ο διευθυντής και έβγαλα το κεφάλι μου -έξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Περπάτησα προς τον εξωτερικό διάδρομο διστακτικά, έστησα αυτί μπας κι ακούσω κραυγές βασανιστηρίων, βάναυσες εντολές και γκλοπ να σπάνε σε πλάτες, εκείνη τη στιγμή κάτι με άγγιξε στον ώμο, πετάχτηκα.

«Ψάχνετε τίποτα κύριε;» ρώτησε η στριγκή γυναικεία φωνή.

Έκανα μεταβολή στηριζόμενος στα τακούνια μου και τότε την είδα, μια κοντή γυναίκα με σταφιδιασμένη μούρη, καροτί μαλλιά και λευκή ρόμπα.

«Καστρινός…» ψέλλισα. «Είμαι για να δω τον…»

«Το ξέρω, ακολουθήστε με», μουρμούρισε η γυναίκα και μου γύρισε την πλάτη.

Τι κόλπο ήταν αυτό εδώ μέσα -να σου λένε μισή κουβέντα και μετά να κάνουν μεταβολή και να τρέχουν, λες και παίζαμε τούκα πρω

Σπρίνταρα για να την προφτάσω αλλά η μαλακισμένη δεν ήταν γρήγορη σαν τους άλλους, με αποτέλεσμα να σκάσω πάνω στην πλάτη της, κοντέψαμε να σωριαστούμε μαλλιοκούβαροι. «Συγνώμη», είπα ταπεινά.

«Δεν πειράζει», απάντησε χολωμένη.

Ξαναμπήκαμε, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να κλείσει την πόρτα απέξω, άρπαξα τη μπετούγια όσο εκείνη πέρναγε μπροστά μου και έκλεισα εγώ, ενώ εκείνη άνοιγε την τέταρτη πόρτα του διαδρόμου.

«Θα έρθετε;» έκανε ανυπόμονα.

Πήγα.

 

Μέσα υπήρχε ένας μικρός προθάλαμος με συρτάρια και ραφιέρες και στη συνέχεια μια ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο. Ένα κρεβάτι, μια μπλε πλαστική καρέκλα κι ο Αργύρης σκεπασμένος ως το στήθος με τα μάτια κλειστά. Ο χώρος βρώμαγε χλωρίνη και ιδρώτα.

«Εμένα δε με χρειάζεστε», είπε η γυναίκα.

Τη χρειαζόμουν γιατί δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι να κάνω εδώ πέρα αλλά δεν της το είπα. Την παρακολουθούσα λοιπόν όσο έφευγε, άκουσα την πόρτα του προθαλάμου να κλείνει -όμορφα… Και τώρα τι γίνεται;

Τράβηξα την καρέκλα, κάθισα στ΄αριστερά του Αργύρη, έμεινα να τον κοιτάζω αμήχανα. Χάλια μαύρα ο Αργύρης… Την τελευταία φορά που τον είχα δει, πάνε 20 χρόνια μπορεί και περισσότερα, είχε μακρύ καστανό μαλλί και διατηρούσε, ακόμα, πολύ από το νεύρο του -παλιά, όταν γίνονταν φασαρίες ο Αργύρης ξεκόλλαγε από εμάς και έφευγε στο πλάι, οι άλλοι τον έκοβαν έτσι μαζεμένο και δεν τον υπολόγιζαν, αυτό ήταν το λάθος τους γιατί ο Αργύρης απλά έπαιρνε φόρα κι έπεφτε πάνω τους, τους διέλυε, σα μπάλα του μπόουλινγκ, βρίζοντας.

Αυτό που έβλεπα εδώ πέρα έμοιαζε με πρώην άνθρωπο, τα μαλλιά του ήταν άσπρα, ακόμα μακριά αλλά είχαν αραιώσει επικίνδυνα κι από νεύρο…

«Ρε Κάστρο εσύ είσαι;» μουρμούρισε μισανοίγοντας τα μάτια του.

Ηρέμησα κάπως -τουλάχιστον δεν είχε πέσει σε κώμα.

«Ναι, εγώ είμαι -πώς πάει Αργυράκο; Πεθαίνουμε;» μίλησα γρήγορα.

«Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε.

«Μεγάλη ιστορία, θα τα πούμε…»

Ακούμπησε στους αγκώνες του προσπαθώντας να σηκωθεί λίγο, πήρα γραμμή και του έστρωσα το μαξιλάρι στη μεταλλική πλάτη του κρεβατιού.

«Έχεις τσιγάρο;» με κοίταξε.

«Έχω αλλά στην κατάστασή σου…»

«Ποια κατάσταση ρε πούστη; Έγκυος είμαι;» μούγκρισε.

Τράβηξα δυο τσιγάρα από το πακέτο, τα άναψα και του έδωσα το ένα. Φυσικά πνίγηκε στην πρώτη τζούρα. Ρούφηξε άλλη μία αλλά δεν κατέβαινε ο καπνός έτσι ξερό που ήταν το στόμα του, τον έβλεπα να μασάει λες και είχε κόκαλα, φρίκαρα.

«Σβήστο», τον παρακάλεσα.

«Τι θες εδώ;» μούγκρισε κρατώντας ακόμα το τσιγάρο στο χέρι και κοιτάζοντάς το όλο βουλιμία.

«Άκου… δεν ξέρω πόσο χρόνο έχουμε, από την ώρα που μπήκα έχω πέσει σε τοίχους… Τέλος πάντων, μίλησα με το Σαμουράι…» άρχισα.

«Αυτό το αρχίδι; Τι δουλειά έχεις μαζί του;»

«Έχουμε ανοίξει χασαποταβέρνα, τι ψάχνεις τώρα.. Λοιπόν, το θέμα είναι οτι με διαβεβαίωσε…»

«Σε διαβεβαίωσε… Ο Σαμουράι…»

Πετάχτηκα από την καρέκλα, έσβησα το τσιγάρο στον τοίχο.

«Κοίτα ρε μαλάκα Αργύρη, ήρθα να σου πω δυο κουβέντες, τι καταλαβαίνεις δηλαδή; Θα τις πω ή θα μου το γαμάς κάθε λίγο;»

Στηρίχτηκε στους ώμους του καθώς έδειχνε να ζαλίζεται, τον λυπήθηκα και σιχάθηκα τον εαυτό μου που μίλησα έτσι. Ξανακάθισα.

«Το ρεζουμέ είναι ότι ο Σαμουράι μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες κράτησης και για σένα και για τους υπόλοιπους φυλακισμένους, αλλά θέλει να σταματήσεις την απεργία», τα είπα χωρίς ανάσα για να προλάβω ή ίσως και πριν το μετανιώσω.

«Εκεί κατάντησες, Καστρινέ; Μεσάζοντας της εξουσίας;» έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να γελάσει.

«Ναι, πρόσεξε με λίγο… Εδώ ακριβώς τελειώνει το τυπικό μέρος -μου είπε, σου είπα -κλείσαμε. Τώρα υπάρχουν δυο επιλογές, ή κάθομαι και τα λέμε σαν άνθρωποι, ή πάω από κει που ήρθα και νομίζω ότι προσωπικά θα προτιμούσα το δεύτερο. Αλλά εσύ διαλέγεις…»

Έπεσε ησυχία. Επιτέλους ο Αργύρης μου έδωσε το τσιγάρο που κόντευε να φτάσει η καύτρα του στα γράμματα, το πέταξα στο πάτωμα και το πάτησα. Ήξερα ότι όποιος έλεγε την πρώτη κουβέντα θα βρισκόταν σε άμυνα, οπότε προτίμησα να μην είμαι εγώ αυτός.

«Ξέρουν τους όρους μου… Απελευθέρωση όσων κρατούνται χωρίς δίκη, μεταφορά των πολιτικών κρατουμένων σε αγροτικές φυλακές, επίσημη αναγνώριση των πολιτικών μας κινήτρων…»

«Και παράδοση των κλειδιών της Βαστίλης σε μια σεμνή τελετή στο προεδρικό μέγαρο -μαζί μιλάμε Αργύρη», ήταν η σειρά μου να τον διακόψω. «Ξέρεις ότι δεν θα γίνουν όλα αυτά, οπότε κάνεις μια απεργία για να πεθάνεις. Η ερώτησή μου είναι: γιατί;»

Με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.

«Δεν αξίζει να πεθάνεις για αυτά που πιστεύεις;»

Γέλασα.

«Είχα την εντύπωση ότι αξίζει να ζήσεις για αυτά που πιστεύεις», είπα. «Αν η ζωή σου εξυπηρετεί σε κάτι, αξίζει να συνεχίσεις να ζεις, έτσι νόμιζα».

«Εμένα η ζωή μου έχει τελειώσει, Κάστρο. Όταν θα βγω από δω μέσα θα είμαι ή νεκρός ή παράλυτος…»

«Ενώ αν πεθάνεις τώρα, θα γίνει τι;»

«Θα τους ταρακουνήσω, θα δείξω ότι δεν έχουν καμιά σχέση με Αριστερά, θα ξεφτιλιστούν…»

«Και μετά;»

Με κοίταξε.

«Δε σε καταλαβαίνω».

«Μετά τι θα γίνει ρε παιδί μου; Θα πέσουν από την κυβέρνηση;»

«Μακάρι»

«Και μετά;»

«Δε με νοιάζει».

Πήγα ν΄ανάψω νέο τσιγάρο αλλά το μετάνιωσα.

«Σαφώς και δε σε νοιάζει, στα παπάρια σου κανονικά, αφού θα τα έχεις τινάξει. Να σου πω λοιπόν εγώ τι θα γίνει γιατί την έχω δει προφήτης αυτές τις μέρες… Αν πεθάνεις, η κυβέρνηση θα το γυρίσει στο σκληροπυρηνικό -τύπου εμείς δε μασάμε από εκβιασμούς. Πουλάει αυτό το στυλάκι κατά κέντρο μεριά, οπότε ωφελημένοι θα βγουν. Στο μεταξύ, καμιά χιλιάρα άτομα, στην καλύτερη, θα βγουν στους δρόμους, ευκαιρία να δέσουν 5-6 ακόμα και να στρίψουν δεξιότερα, πώς το βλέπεις το σενάριο;»

Δεν είπε κουβέντα.

«Εντάξει, μπορεί να μη γίνει έτσι. Μπορεί δηλαδή να έχουμε ιστορίες τύπου φόνος δεκαπεντάχρονου από μπάτσο, αν και έχεις περάσει προ πολλού αυτή την ηλικία… Κι ας πούμε ότι επειδή αυτοί εδώ είναι ολίγον φλορέτες θα πέσουν… Εκλογές, κάτω αυτοί, πάνω οι φασίστες. Καλά;»

Με κοίταξε άγρια.

«Δηλαδή έχεις γραμμένη στα παπάρια σου τη λαϊκή οργή -δεν υπάρχει περίπτωση ο λαός…»

«Ποιος λαός ρε Αργύρη; Ξέρεις πόσοι πιτσιρικάδες πάνε παρακαλώντας να μπουν στα τάγματα εφόδου των ναζί; Ή μήπως θεωρείς ότι οι άνθρωποι με τις δουλίτσες και τα χρεωμένα σπιτάκια θα βγουν να πολεμήσουν την εξουσία επειδή πέθανε ένας αναρχικός;»

«Τα ίδια λέγατε και πριν λίγα χρόνια», παρατήρησε. «Αλλά ο κόσμος βγήκε στους δρόμους…»

«Μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλο, γιατί έχουμε να μιλήσουμε πάνω από εικοσαετία -άρα, άντε βρες αυτόν που σου έλεγε τα ίδια και ξηγήσου του…» ξεκαθάρισα.

«Κόφτο, έγινες κι εσύ σαν κι αυτούς, μη μου το παίζεις ιστορία τώρα…»

«Αυτούς, ποιους αυτούς; Τι νομίζεις δηλαδή, ότι μιλάς με κομματικό μέλος;»

 

Το άναψα τελικά το γαμήδι το τσιγάρο κι ας ξερογλειφόταν ο Αργύρης.

«Το καπνίζω και την κάνω», του έδειξα. «Δεν ήσουν έξω όταν βγήκαν οι άνθρωποι στους δρόμους και μάλλον δεν στα είπανε καλά. Για να μη χάσουν τα σπίτια τους από τις τράπεζες βγήκαν, για να μην τους κοπούν κι άλλο οι μισθοί -δε βγήκαν για να κάνουν επανάσταση Αργύρη….»

Έκλεισε τα μάτια, δε μίλησε.

«Τι κάνεις εσύ; Πώς τα βολεύεις;» με ρώτησε τελικά.

«Προσεχώς χειρότερα», μουρμούρισα. «Την ψιλοβολεύω πουλώντας ένδοξο παρελθόν, αλλά έχουν αρχίσει να το βαριούνται -διότι, σου λέει ο κόσμος, αν ήσασταν τόσο γαμάτοι κάποτε, γιατί τα πράγματα είναι χειρότερα σήμερα;»

Γέλασε, με το ζόρι.

«Παραιτήθηκες Κάστρο…»

«Από τι;» απόρησα. «Δεν είχα αναλάβει καμιά εργολαβία, ξέρεις… Απλά, με κυνηγάγανε κι έτρεχα και όταν με στρίμωχναν πάλευα να γλιτώσω, αυτό ήταν όλο».

«Δεν μας τα έλεγες έτσι, τότε…» ψιθύρισε.

«Δεν ξέρω, φίλε… Μπορεί να τα έλεγα αλλιώς, μπορεί κι εσύ να ήθελες να τα ακούς αλλιώτικα -δε θυμάμαι τίποτα από τότε. Πράγμα πολύ περίεργο από τη στιγμή που πλασάρω αναμνήσεις -έτσι; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι θυμάμαι γεγονότα, αλλά όχι συναισθήματα κι ακόμα χειρότερα, δε θυμάμαι γιατί τα κάναμε όλα αυτά, ποιος ο λόγος… Ας πούμε, τότε που την πέσαμε στους χουντικούς και διαλύσαμε τα γραφεία τους, εντάξει;»

Με κοίταξε απορημένα.

«Θυμάμαι», είπε.

«Για ποιο λόγο;»

Ζωντάνεψε -τα κάνει κάτι τέτοια η έκπληξη.

«Τι για ποιο λόγο; Για να τους εξαφανίσουμε από προσώπου γης…» μούγκρισε.

«Και τότε γιατί δεν τους σκοτώσαμε;» ρώτησα ήρεμα.

«Τι πράγμα;»

«Γιατί δεν τους σκοτώσαμε ρε Αργύρη και ξαναβγήκαν σε δυο μήνες, σε τρεις μήνες, σε δυο χρόνια, ακόμα και τώρα κυκλοφορούν σαν τα φίδια στις στέρνες; Για πες μου εσύ που είσαι συνειδητoποιημένος και του ένοπλου».

Με κοίταξε αμίλητος. Σώπασε.

«Εγώ λέω γιατί δεν είμαστε ικανοί να σκοτώσουμε. Εσύ τι λες;»

Πήρε να παίζει με τις δίπλες της καφέ κουβέρτας του, κοίταζε κάπου απέναντι και χαμηλά, περίμενα λίγη ώρα για να βεβαιωθώ ότι με ξέχασε και μετά σηκώθηκα.

«Λέω να την κάνω…» του είπα.

Δε μου έδωσε σημασία.

 

Έφτασα στην πόρτα και την άνοιξα.

«Να μου τα δώσουν γραπτά», είπε, προλαβαίνοντας με πριν βγω από το δωμάτιο.

«Εντάξει», είπα.

«Κι όποιος σε ρωτήσει εκεί έξω, να του πεις ότι συνεχίζω κανονικά και σύντομα θα βγω από αυτή την τρύπα και θα τους γαμήσω», συνέχισε.

«Καλά θα κάνεις», απάντησα.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, δεν είχα άλλο κουράγιο. Η κυρία με την λευκή ρόμπα με περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα, σα να την είχε πάρει ο ύπνος. Όμως πετάχτηκε κατευθείαν με το που άκουσε την πόρτα να κλείνει.

«Θα σας συνοδεύσω», μου εξήγησε.

Την ακολούθησα με κατεβασμένο το κεφάλι, τώρα αυτή προχωρούσε αργά, σα να συνόδευε τον επιτάφιο. Κατεβήκαμε τις σκάλες, βγήκαμε από την κεντρική είσοδο. Η βροχή έπεφτε ακόμα εκεί έξω αλλά η γυναίκα με τη λευκή ρόμπα δεν καταδέχτηκε να πάρει ομπρέλα. Με πήγε σημειωτόν μέχρι την πύλη, ο φρουρός πετάχτηκε ν’ ανοίξει, να με ξεφορτωθούν και πριν προλάβω να βγω μου είχε γυρίσει την πλάτη.

Έμεινα εκεί να βρέχομαι, παρακολουθώντας την να επιστρέφει στο κτίριο με γρήγορο βήμα -λες και τώρα μόλις είχε αρχίσει να βρέχει.

Καλά ξηγήθηκε…

 



[1] Heavydirtysoul – 21 pilots

[2] Little Johnny jewel - Television

[3] You ‘ll never find Brian here – Fischer Z


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!