Προηγούμενα:
«Ξέρω πως μοιάζω. Μοιάζω
σαν αλήτης. Είμαι αλήτης»
«Δεν είσαι αλήτης. Κι αν
πρόσεχες λίγο την εμφάνισή σου θα μπορούσες ακόμα και να βρεις μια δουλειά που
να σου αρέσει»
«Δεν έχει εφευρεθεί ακόμα
δουλειά που να μου αρέσει»[1]
Ξάπλωσα καλύτερα στον καναπέ, νύσταζα αλλά δεν
υπήρχε περίπτωση να χάσω το τέλος της ταινίας. Το είχα ξαναδεί και θα το
ξανάβλεπα. Γιατί, ξέρεις, υπάρχουν τρεις κατηγορίες ταινιών:
-Αυτές που τις βλέπεις πολλές
φορές.
-Αυτές που τις βλέπεις μια
φορά μόνο.
-Αυτές που δεν θα ήθελες να
έχεις δει ούτε μια φορά.
Όσες κουβαλάω ανήκουν στην
πρώτη κατηγορία κι όταν λέω ότι τις κουβαλάω δεν εννοώ μόνο σε κούτες στις
μετακομίσεις… Είμαι παλιές ταινίες και βιβλία που όσοι τα έγραψαν έχουν πεθάνει
κατά κάποιο τρόπο και τραγούδια που όσοι τα είπαν θα έπρεπε να έχουν πεθάνει επίσης.
Η ταινία τελειώνει κι εγώ δε
νυστάζω, όμως σε λίγο βρίσκομαι να κοιμάμαι στον καναπέ ενώ η τηλεόραση παίζει εκείνη
την ισπανική σειρά που κάποιος έχει Αλτσχάιμερ αλλά είναι και αρχηγός της
τοπικής μαφίας και τέλος πάντων κοιμάμαι ξέροντας ότι κοιμάμαι, αλλά ακούω τους
θορύβους του σπιτιού γιατί οι ηλεκτρικές συσκευές ποτέ δεν κοιμούνται. Αυτό
γίνεται…
Μέχρι που χτυπάει το τηλέφωνο.
Κάπου… Δεν είναι για μένα οπότε συνεχίζω τον ύπνο μου αλλά συνεχίζει να χτυπάει
γιατί είναι για μένα, για ποιον θα ήταν; Δε μένει άλλος στο σπίτι. Σηκώνομαι
από τον καναπέ ανακαλύπτοντας ότι φοράω ακόμα τα ρούχα μου, βρίσκω το τηλέφωνο
στη βάση του (πού αλλού θα ήταν το ασύρματο;) κάθομαι πάλι στον καναπέ γιατί
νιώθω ζαλάδα.
«Ναι;» απλό, λιτό και κρύβει
τη βραχνάδα.
«Καλημέρα -είμαστε από κάτω,
στο αυτοκίνητο», αντρική φωνή μέσα από το θόρυβο του δρόμου.
«Από κάτω;»
«Από το σπίτι σας…»
«Και;»
«Σας περιμένουμε».
Ε, βέβαια… Τι άλλο θα μπορούσε
να κάνει κάποιος εφόσον βρίσκεται κάτω από το σπίτι σου;
«Έρχομαι σε δυο λεπτά»,
μουρμουρίζω.
Τρέχοντας προς το μπάνιο
σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να τους καλέσω να ανέβουν -αλλά έχω τα χάλια μου. Κι
εγώ και το σπίτι. Και μετά σκέφτομαι ότι δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί που με
περιμένουν, αλλά ρίχνω μπόλικο νερό στα μούτρα μου για να ξυπνήσω, βουρτσίζω τα
δόντια μου, ρίχνω ένα πουκάμισο πάνω από την τσαλακωμένη μπλούζα κι ένα μπουφάν
πάνω από το πουκάμισο, φοράω τις μπότες μου αν και δε θα οδηγήσω το Δούκα
-μάλλον…
Όσο κατεβαίνω τις σκάλες
ανακαλύπτω ότι η ώρα είναι 11:30, εδώ και μισή ώρα έχω ραντεβού με το Σαμουράι…
Στην είσοδο της πολυκατοικίας είναι
παρκαρισμένο ένα ασημί Τογιότα, φρεσκοπλυμένο εικοσαετίας. Στο τιμόνι κάποιος
ασπρομάλλης με ζακετούλα και γυαλιά ηλίου, στο πίσω κάθισμα διακρίνω τη
σιλουέτα ενός χοντρού. Κάτι μου θυμίζει, άρα, έτσι θα πρέπει να έχει καταντήσει
σήμερα ο Σαμουράι. Προχωράω επιφυλακτικά -δε θέλει και πολύ να πρόκειται περί
παρεξήγησης…
Ο χοντρός ανοίγει την πόρτα
προς τη μεριά μου και σέρνεται στη δερματίνη για να μου κάνει χώρο.
«Μπες μέσα ρε Κάστρο, τι
κοιτάς σα χάνος;» γελάει.
«Εσύ είσαι;» ψιθυρίζω.
«Ποιος άλλος θα ήταν;» απορεί.
Αλλά μετά το πιάνει από το
βλέμμα μου.
«Γεράσαμε Κάστρο, γίναμε
σαπιοκοιλιάδες…»
«Κι αυτό είναι το λιγότερο»,
συμπληρώνω.
«Σωστός ο Κάστρο… Τι κάνεις
εσύ ρε ψυχή; Πού εξαφανίστηκες;» αρχίζει τα τυπικά ο Σαμουράι.
«Κατά πως φαίνεται, στα περί
εξαφάνισης δεν τα κατάφερα και πολύ καλά…», συμπεραίνω.
Στο μεταξύ ο ασπρομάλλης έχει
ξεκινήσει το αυτοκίνητο και βολτάρουμε σε στυλ τουρίστες.
«Κερνάω καφέ», λέει ο
Σαμουράι.
«Με σώζεις», χαμογελάω.
Είμαστε δυο λυκόσκυλα που
μετριόμαστε προσπαθώντας να αποφασίσουμε αν θα χυμήξουμε ή θα γίνουμε αγέλη κι
όσο το σκέφτομαι όλο αυτό, τόσο αναρωτιέμαι. Γιατί να χυμήξουμε; Τι έχουμε να
χωρίσουμε εγώ κι αυτός; Όμως έτσι νιώθω, ότι ο Σαμουράι με μετράει κι
απογοητεύεται -δεν ξέρω τι περίμενε να δει. Εγώ πάλι… Όσους παλιούς θυμάμαι,
όλοι τα ίδια χάλια έχουν -αυτός τουλάχιστον δεν το παίζει κουστουμάτος ή ιστιοπλόος,
φοράει ένα καφέ μπουφάν και πουλόβερ, πάνω από κάποιο γαλάζιο πουκάμισο,
εντάξει, δεν τον κόβεις για αξιωματούχο της κυβέρνησης, αλλά δεν τον λες και άστεγο.
Εμένα πάλι…
Ο Σαμουράι σκάει το πλαϊνό του
παράθυρο ως τη μέση κι ανάβει τσιγάρο, φέρνει μετά το πακέτο σε μένα.
«Άστο για τον καφέ», λέω.
«Τώρα ξύπνησες ρε όργιο;»
γελάει.
«Πες καλύτερα ότι ακόμα
κοιμάμαι», τον ενημερώνω.
Γελάει, ίσως από υποχρέωση. Ο
Σαμουράι ανήκει στην κατηγορία Τζιμ Μούρισον, είναι τύποι με τάση προς
παχυσαρκία που, στα νιάτα τους, όσο διατηρούνται αδύνατοι μοιάζουν με Έλληνες
θεούς, σαν το Μόρισον, αλλά όταν τους πάρει η κάτω βόλτα δε μαζεύονται με την
καμία.
«Πόσα χρόνια…» λέει κοινότυπα.
«Πώς τη βόλεψες εσύ;»
Σκέφτομαι ότι ξέρει πολύ καλά
την απάντηση, αλλά δε γαμιέται… Κουβέντα να γίνεται.
«Όπως τα ξέρεις», απαντάω.
«Έβγαλα κάτι βιβλία με περιορισμένη αποτυχία, κάτι μεταφράσεις για βιοπορισμό, μέχρι
και μαθήματα έκανα μια εποχή…»
«Στο πτυχίο σου;»
παραξενεύτηκε.
«Πλάκα κάνεις;» απόρησα. «Το
πτυχίο το αποκτήσαμε για την εμπειρία, τα ξέχασες;»
Γέλασε πάλι.
«Εσύ;» θέλησα να μάθω.
«Μονίμως γραμματέας -τι άλλο;»
φύσηξε τον καπνό έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. «Στο φοιτητικό, μετά στη
νεολαία, μετά…», κοίταξε μπροστά, πέρα από το τζάμι του οδηγού αφηρημένα.
Μετά έμπλεξες, σκέφτηκα, αλλά
δεν του το είπα. Εντάξει, κάποιος πρέπει να κάνει τη βρομοδουλειά και σε τελική
ανάλυση, καλύτερα ο Σαμουράι παρά κάνας ψυχάκιας ακροδεξιός, ή έτσι ήθελα να
πιστεύω στην τελική.
Το αυτοκίνητο στρίβει αργά
δεξιά και παρκάρει έξω από ένα κυριλέ καφέ με γελοίο όνομα, ο οδηγός κοιτάζει
τον Σαμουράι ο οποίος εγκρίνει με ένα νεύμα.
«Καλά δεν είναι εδώ;» με
ρωτάει.
«Χειρότερα δε γίνεται», εγκρίνω
με τη σειρά μου.
Κατεβαίνουμε, ο καθένας από
την πόρτα του, όσο ο οδηγός φεύγει για να παρκάρει κάπου πιο μόνιμα. Έχει κρύο
αλλά αντέχεται χωρίς κουμπωμένο μπουφάν, ακολουθώ τον Σαμουράι που ανοίγει την
πλεξιγκλάς πόρτα.
Η αίθουσα μυρίζει φτηνό
αποσμητικό χώρου -κάτι μεταξύ λεβάντας και καμφοράς -λες και μπήκαμε κατευθείαν
στις τουαλέτες. Ένας γέρος πίνει τον καφέ του δίπλα στο τζάμι διαβάζοντας την
τεράστια εφημερίδα που πιάνει το μισό τραπεζάκι. Ημίφως και μεταλλικές μαύρες
καρέκλες, στους τοίχους κρέμονται θολωμένοι καθρέφτες, πινακίδες αυτοκινήτων
και κάτι αφίσες από παλιές ελληνικές ταινίες. Χάρμα…
Ο σερβιτόρος φτάνει με το πάσο
του, παραγγέλνουμε ένα σκέτο εσπρέσο κι έναν μέτριο -ο σκέτος για μένα.
«Έχουν καλό καφέ εδώ», με
πληροφορεί ο Σαμουράι.
«Βασικά, θα μάσαγα ακόμα και
κόκκους μπας και ξυπνήσω», του εξηγώ.
Με σκανάρει διερευνητικά -κεφάλι,
μπλούζα, παντελόνι, μπότες -δεν χαίρεται ιδιαίτερα με αυτά που βλέπει και δεν
το κρύβει.
«Είδα τη Ράνια τις προάλλες», μου
λέει στο άσχετο.
«Ποια Ράνια;»
«Τη Γάνια τέλος πάντων»,
γελάει.
Η Ράνια, ξανθιά, αέρινη, ένας
άγγελος που κυκλοφορούσε στη σχολή διακριτικά και χαμηλόφωνα -χωρίς σαφή
πολιτική τοποθέτηση και χωρίς να προφέρει σωστά το «ρο». Η Γάνια… Νύχτα στην
κατάληψη της σχολής, ανακαλύπτουμε μια κρυμμένη ταράτσα και σπάμε το χερούλι στο
μακρόστενο παράθυρο για να βγούμε. Μισό φεγγάρι και μπόλικα αστέρια στον ουρανό,
είναι άνοιξη, είμαστε 20 χρονών και όλα μοιάζουν πιθανά.
«Τι κάνει η Γάνια;» ρωτάω για
να πω κάτι.
«Η Γάνια είναι γιαγιά
-παντρεύτηκε νωρίς, έκανε δυο γιούς και τώρα έχει εγγόνι».
Γιαγιά… Μπορεί κάποιος καλός
άνθρωπος να κλείσει την ταφόπλακά μου γιατί μπαίνει κρύο;
«Μάλιστα…» μουρμουρίζω.
«Είναι στο κόμμα, τώρα μάλιστα
έγινε Γενική Γραμματέας Ισότητας», συνεχίζει ο Σαμουράι.
«Ισότητας;»
«Των φύλων»
«Μόνο αυτών;» απορώ.
Κάνει ότι δεν καταλαβαίνει.
«Έχεις χαιρετίσματα και πολλά
φιλιά», με πληροφορεί.
«Ότι έχει κανείς, για καλό του
είναι», σχολιάζω.
Δεν τραβάει η κουβέντα κι ο
Σαμουράι το καταλαβαίνει. Έχει έρθει κι ο καφές, πίνουμε βιαστικά και
παραγγέλνουμε μια από τα ίδια.
«Πάω να κάνω ένα τσιγάρο έξω»,
του λέω.
Έξω κάνει περισσότερο κρύο από
πριν, ανάβω ένα Κάμελ και πνίγομαι κατεβάζοντας απότομα τον καπνό -τι διάολο
κάνω εκεί μέσα; Κάτι θέλει ο Σαμουράι κι εγώ δεν έχω τίποτα να του δώσω, είμαι
σίγουρος -αλλά ήρθα από περιέργεια για το τι θέλει. Προετοιμάζω ήδη τις
δικαιολογίες για να του αρνηθώ -δεν είμαι πια ενεργός, δεν ενδιαφέρομαι, δεν
ξέρω αν θα τα καταφέρω… μαλακίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να κάνω τίποτα
γι΄αυτούς, δεν θέλω να κάνω τίποτα για κανέναν, δεν θέλω να κάνω τίποτα γενικώς
-είμαι εδώ στην αναμονή -πού θα πάει; Ζωή είναι, θα περάσει. Βάζω το τσιγάρο
ανάμεσα σε αντίχειρα και μέσο, το τινάζω σημαδεύοντας τον απέναντι κάδο -αστοχώ
ως συνήθως. Ξαναμπαίνω μέσα.
«Λοιπόν;» ρωτάω.
«Έχουμε πρόβλημα», αρχίζει
διστακτικά ο Σαμουράι. «Πέσανε όλοι να μας φάνε από την πρώτη μέρα που γίναμε
κυβέρνηση -τα εκδοτικά συγκροτήματα, τα μέσα, οι δεξιοί, ακόμα κι ο χώρος…»
«Λογικό δεν είναι;» απορώ.
«Και λοιπόν, τι; Έπρεπε να
αφήσουμε τη χώρα στους ακροδεξιούς; Να πνίγουν κόσμο στο Αιγαίο, να γαμάνε και
να δέρνουν;» αγανακτεί προβαρισμένα.
«Ρωτάς τη γνώμη μου;»
«Ναι ρε φίλε -σε ρωτάω, τι να
κάναμε; Οι άλλοι μας πήγαιναν φούντο, ο κόσμος πεινάει, καταστολή παντού, ξύλο
και πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Δεν έπρεπε να σταματήσει κάπου αυτό;»
Πίνω μια γουλιά καφέ πριν
αρχίσω να παίζω με τον ζίπο μου. Γιατί την κάνουμε τώρα αυτή την κουβέντα;
«Δεν ξέρω γιατί μου τα λες όλα
αυτά -δεν με αφορούν στην τελική», του ξεκόβω. «Δίκιο έχεις ότι η κατάσταση ήταν
σκατά, καλά κάνατε και ήρθατε στα πράγματα, ή άσχημα κάνατε γιατί μπορούσατε να
αφήσετε την κατάσταση να χειροτερέψει και να μη λερωθείτε, αλλά αυτό είναι δικό
σας θέμα. Αποφασίσατε να σώσετε τη χώρα, κάντε ότι μπορείτε, εμένα δε με
ενδιαφέρει. Βλέπεις, είμαι από αυτούς που δε θέλουν να σωθεί η χώρα -για την
ακρίβεια θα χαιρόμουν πολύ αν αύριο το πρωί εξαφανιζόμασταν από το χάρτη και
κανένας δε μας θυμόταν, είμαστε σκάρτοι ως το μεδούλι φίλε μου», σταματάω για
να πάρω ανάσα -έχω μιλήσει πολύ, περισσότερο από όσο θα ήθελα.
Σηκώνεται.
«Σειρά μου να πάω για
τσιγάρο», με πληροφορεί πριν βγει έξω.
Βλέπω ότι παίρνει και το
τηλέφωνό του μαζί, αρχίζει να τηλεφωνεί πριν ανάψει τσιγάρο και συνεχίζει να
μιλάει όσο καπνίζει. Έχει σκεβρώσει, κινείται αργά σα ρομπότ, είναι αυτό,
μάλλον, αποτέλεσμα των χρόνων στα κομματικά γραφεία -στραγγίζουν τον άνθρωπο οι
ατέλειωτες συσκέψεις, τα σχέδια που φτιάχνονται για να ανακοινωθούν κι όχι για
να υλοποιηθούν, τα ξέχειλα τασάκια, τα άδεια κουτιά από μπύρες και πίτσες, το
άγχος, οι διαπραγματεύσεις… Πολλαπλασίασε τα όλα αυτά επί δέκα κι έχεις μια
θητεία σε κυβερνητική θέση.
«Πρόκειται για τον Αργύρη»,
μου λέει όσο ξανακάθεται στην καρέκλα του.
«Τον Αργύρη, μάλιστα. Μέσα δεν
είναι ακόμα;» απορώ.
«Ναι, έχει ακόμα κάτι
χρονάκια… Ξεκίνησε απεργία πείνας».
«Συμβαίνουν αυτά», παραδέχομαι.
«Ναι, το θέμα είναι ότι έχει
κάτι αιτήματα γάμησέ με… Μόνο να καταργήσουμε τις φυλακές δε ζητάει…»
«Κακώς κατά τη γνώμη μου…»
«Που βάζει ανεκπλήρωτα
αιτήματα, συμφωνώ», λέει ο Σαμουράι.
«Όχι. Κακώς που δεν ζητάει να
καταργήσετε τις φυλακές», του εξηγώ.
«Ρε Κάστρο κόψε την πλάκα»,
εκνευρίζεται. «Είμαστε πρόθυμοι να αλλάξουμε πολλά στις φυλακές, δεν είναι
συνθήκες αυτές εκεί μέσα. Αλλά μέχρι ενός σημείου…»
«Αλλιώς θυμάμαι ότι τα λέγαμε
παλιά», υπενθυμίζω.
«Παλιά ήταν παλιά… Τώρα πρέπει
να είμαστε ρεαλιστές».
«Να είσαστε. Εσείς που πήρατε
την εξουσία. Τι λόγο έχει ο Αργύρης να είναι ρεαλιστής;» απορώ.
«Το να ζήσει βέβαια», χτυπάει
το χέρι του στο τραπέζι, τα φλιτζάνια κουδουνίζουν στα πιατάκια τους.
«Τον ρώτησες αν θέλει να ζήσει
εκεί μέσα;»
«Δηλαδή, είναι καλύτερα να
πεθάνει;»
«Πού να ξέρω; Άντε ρώτα τον…»
Βγάζει ένα τσιγάρο, το
καρφώνει ανάμεσα στα χείλη του αλλά δεν το ανάβει. Δεν τον θυμόμουν έτσι το
Σαμουράι, σπάνια έχανε την ψυχραιμία του.
«Τέλος πάντων, τι θες από
μένα;» τον ρωτάω για να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση.
«Να πας να του μιλήσεις. Να
διαπραγματευτείς. Ότι θέλει θα το έχει, μέσα σε λογικά πλαίσια. Σκοπεύουμε να
κάνουμε αποσυμφόρηση στις φυλακές και να βελτιώσουμε τις συνθήκες διαβίωσης. Θα
ελαστικοποιήσουμε και το καθεστώς των αδειών…»
«Και γιατί δεν πας εσύ να του
τα πεις αυτά; Είσαι και κυβερνητικός, έχεις άλλο ειδικό βάρος», λέω και μετά το
μετανιώνω βλέποντάς τον να ρουφάει ασυναίσθητα την κοιλιά του.
«Επειδή εσύ είσαι φίλος του…»
μουρμουρίζει.
«Ήμουν», τον διορθώνω.
«Ήσουν, έστω…»
Χαμογελάω. Κανονικά, σε
τέτοιες φάσεις, ανάβεις τσιγάρο και βγάζεις τον καπνό απολαυστικά -αλλά μας
έχουν γαμήσει με τον αντικαπνιστικό και γενικότερα δηλαδή.
«Αυτό που δε μου λες, φίλε
μου, είναι ότι δεν θέλεις να πουν ότι μιλάς με τρομοκράτες και το άλλο που δε
μου λες είναι ότι, στα παπάρια σου αν ζήσει ή πεθάνει ο Αργύρης -απλώς φοβάσαι τον
αντίκτυπο», συμπεραίνω γέρνοντας προς το μέρος του.
«Εντάξει, θα κάνουμε δουλειά
τώρα ή θα μαλακιζόμαστε;» αδημονεί.
«Είχα την εντύπωση ότι
ανέκαθεν υπήρξαμε υπέρ της μαλακίας και κατά της δουλειάς», χαχανίζω αλλά δεν
το εκτιμά.
«Έχεις τη δυνατότητα να
βοηθήσεις έναν δικό σου άνθρωπο και να καλυτερέψεις τις ζωές πολλών άλλων, δε
βλέπω γιατί να μην το κάνεις», επιχειρηματολογεί.
«Δηλαδή αν δεν το κάνω εγώ, θα
αφήσετε τους φυλακισμένους στην κατάντια τους;»
«Δηλαδή μαλάκα, εδώ μιλάμε για
πολιτική», μου σφυρίζει. «Αν πεθάνει ο Αργύρης θα ποντάρουμε στο ότι είμαστε
αδέκαστοι σε θέματα τρομοκρατίας, ακόμα κι όταν αυτά αφορούν άτομα φιλικών μας,
σε εισαγωγικά, χώρων. Θα χάσουμε από αριστερά, θα κερδίσουμε από δεξιά -αν το
δεις ποσοτικά, μας συμφέρει κιόλας. Αν ζήσει ο Αργύρης, θα μείνουμε πιστοί στις
αρχές μας -κι αυτό μας συμφέρει. Είμαι κατανοητός;»
Άραξα πίσω στην καρέκλα μου.
Αυτός ήταν ο Σαμουράι που θυμόμουν από παλιά. Τον ένιωθες δικό σου άνθρωπο,
πόρτα για το χειμώνα, αλλά εκείνος είχε το σκοπό του και δεν τον έχανε ποτέ.
«Δικός σου ο πόντος»,
παραδέχτηκα.
«Λοιπόν;» ζήτησε να μάθει.
«Θέλω να το σκεφτώ».
«Με την ησυχία σου, αλλά
φρόντισε να αποφασίσεις πριν πεθάνει ο Αργύρης».
Σηκώθηκα, μάζεψα τα πράγματά
μου.
«Πληρώνεις τους καφέδες», τον
ενημέρωσα.
Χαμογέλασε.
«Δε θες να σε πάμε σπίτι σου;»
«Λέω να το περπατήσω το
ζήτημα», είπα ανοίγοντας την πόρτα.
Όταν με χτύπησε ο κρύος αέρας
το μετάνιωσα, αλλά δε μ΄έπαιρνε να κάνω πίσω.
Περπατούσα με προσοχή στις
σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων, γιατί αυτή η πόλη έχει υποστεί βομβαρδισμό χωρίς κανένας να αδειάσει βόμβες
στον ουρανό της τον τελευταίο μισό αιώνα και βάλε. Λαμβάνοντας, βέβαια, υπόψη και
τα σκυλόσκατα, μάλλον για ναρκοθέτηση θα πρέπει να μιλάμε, αν θέλουμε να
είμαστε ακριβείς. Πέρασα το δρόμο κατά Κυψέλη μεριά, αποφεύγοντας τα απρόβλεπτα
αυτοκίνητα και βρέθηκα στην πλατεία με το γνωστό άγαλμα, αλλά όχι στη γνωστή
πλατεία. Χρειαζόμουν ένα τσιγάρο κι έτσι σκαρφάλωσα στο πιο κοντινό παγκάκι,
πάντα καθισμένος στην πλάτη του με τα πόδια να πατάνε το ξύλινο κάθισμα. Δίπλα
μου κάθισε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο Άρης Μαλτέζος.
Χαμογέλασε αφήνοντας ανάμεσα
στις μπότες μου ένα πακέτο Κάμελ κλειστό, με τη ζελατίνα του.
«Τι τα κουβαλάς τα τσιγάρα
αφού δεν καπνίζεις εκεί που είσαι;» ρώτησα αν και ήξερα ήδη την απάντηση.
«Τα τσιγάρα είναι ένας καλός
λόγος να έχεις μαζί σου σπίρτα», απάντησε φυσικά.
«Το ήξερα ότι θα το πεις»,
σχολίασα.
«Το ήξερα ότι το ήξερες,
γι΄αυτό το είπα. Δε συνηθίζω να ξαφνιάζω τους άλλους από την αρχή μιας
κουβέντας, κι αυτό είναι πραγματικά μεγάλο ξάφνιασμα για τους περισσότερους»,
μου εξήγησε.
«Το θέμα μου είναι ο Αργύρης»,
είπα βιαστικά για να ξεμπερδεύω μαζί του.
«Ο Αργύρης;»
«Ωραίος τύπος, ήμασταν μαζί
πριν πολλούς αιώνες -στις καταλήψεις των σχολών. Βέβαια ο Αργύρης έμπαινε σε
σχολή μόνο για κατάληψη, ποτέ για μάθημα…»
«Ωραίος τύπος, όντως»,
συμφώνησε εκείνος.
«Μετά χαθήκαμε… Εγώ, εκεί
κάπου στα 30 πέθανα, όπως θα ξέρεις…»
«Και ποιος δεν πέθανε;»
γέλασε.
«Ξέρω ΄γω… ο Αργύρης ας πούμε…
το έριξε στην ανατροπή του συστήματος, βόμβες, προκηρύξεις… τέτοια πράγματα».
«Κι αυτό θα πει ότι ζούσε;» απόρησε
εκείνος.
«Τουλάχιστον…»
«Μην είσαι χαζός. Το να
ξεμείνεις 20 χρονών για πάντα δεν είναι ζωή», μου εξήγησε.
«Μισό λεπτό -σταμάτησες να
πιστεύεις ότι ποτέ δεν είναι αργά για μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία;» αναρωτήθηκα.
«Ξέρεις πολλούς να έχουν
παραμείνει παιδιά στα 20 τους;» με ρώτησε.
«Ναι, ήξερα…»
«Ε, λοιπόν, αυτός ο Αργύρης
που λες δε μου φαίνεται να ήταν ποτέ παιδί…»
«Αλλά οι βόμβες…»
«Οι βόμβες πράγματι είναι
ωραία φάρσα, αλλά όταν ακολουθούνται από προκηρύξεις παύει να είναι αστείο. Ειδικά
όταν οι προκηρύξεις απαντούν σε ερωτήσεις που ποτέ δεν τέθηκαν… Σκέψου το λίγο.
Εσύ αποφασίζεις να σώσεις τον κόσμο γιατί εσύ κατέχεις την απόλυτη αλήθεια, τι
παιδικό υπάρχει σε αυτό; Νομίζω ότι είναι ο ορισμός της γεροντικότητας, αν μου
επιτρέπεις την λέξη. Όταν είσαι σίγουρος για την αλήθεια, έχεις βάλει ήδη το
κοστουμάκι για να συμμετάσχεις στην
κηδεία σου».
Είχε δίκιο βέβαια.
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας»,
είπα για να αποφύγω το στρίμωγμα.
«Ένας λόγος παραπάνω να το
κουβεντιάζουμε λοιπόν», γέλασε άγρια εκείνος.
Ήταν από τους ανθρώπους που
όταν σε στριμώξουν στα σχοινιά θα σε γλεντήσουν μέχρι λίγο πριν την τελική
πτώση.
«Το θέμα μας είναι η εξουσία»,
σοβάρεψε ξαφνικά. «Ήρθε η εξουσία σε εσένα και σε ακούμπησε με τα ρυπαρά της
δάχτυλα. Τώρα έχεις αυτή την πίσσα πάνω σου, γυρίζεις το κεφάλι από την άλλη
όμως ακόμα βρομάει, φοβάσαι να την καθαρίσεις με τα δάχτυλά σου για να μη
λερωθείς περισσότερο… Όμως κοίτα να δεις που η πίσσα βρομάει όλο και πιο
ελκυστικά -ε; Την αναπνέεις δειλά γιατί δεν θέλεις να το παραδεχτείς, αλλά σε
λίγο θα σου είναι δύσκολο να ζήσεις χωρίς αυτή, μπορεί κιόλας να ψάχνεις
απεγνωσμένα για το μεγάλο βάλτο της κόλασης όπου τα τέρατα παίρνουν το μπάνιο τους,
ποιος ξέρει; Εσύ, ξέρεις;»
Άναψα δεύτερο τσιγάρο με την
καύτρα του πρώτου.
«Δε μ΄ενδιαφέρει», είπα
ξεκάρφωτα.
«Αν όμως… έβγαζες την πίσσα
από πάνω σου χωρίς να την ακουμπήσεις;» γέλασε πονηρά.
Τον κοίταξα.
«Άρχισε να σε ενδιαφέρει τώρα
λοιπόν; Δεν με κοροϊδεύεις, από την αρχή σε ενδιέφερε», με γείωσε. «Άκου -μέσα στο
φρικτό κάστρο της εξουσίας, πίσω από τα μαύρα τείχη που κουνιούνται σαν φτερά
δράκων, υπάρχουν ακόμα καουμπόιδες και άγγελοι. Υπήρχαν από τότε που έκανε
κουμάντο ο Άλεν Ντάλες».
Φτύσαμε και οι δύο ταυτόχρονα,
μισό μέτρο μακριά από το παγκάκι[2].
«Θες να πεις ότι αυτοί εδώ
είναι οι άγγελοι;» απόρησα.
«Θέλω να πω ότι οι άγγελοι
δουλεύουν χωρίς να φαίνονται και βέβαια αυτοί δεν είναι άγγελοι. Όμως κάποια
στιγμή, το βράδυ ίσως, πριν τους πάρει ο ύπνος, ή όταν κάνουν έρωτα, ή όταν
κοιτάζονται στον καθρέφτη πριν κάνουν μια δημόσια εμφάνιση -ένας άγγελος τους
σκουντάει ψιθυρίζοντας κάνε κάτι καλό μη σου γαμήσω τα πρέκια. Για
κάποιο λόγο, τον ακούνε. Την ίδια στιγμή που οι καουμπόιδες ονειρεύονται
ξεκοιλιασμένα πτώματα και καλύβες παραδομένες στις φλόγες -με παρακολουθείς;»
Τον παρακολουθούσα. Καθώς
σηκωνόταν από το παγκάκι για να ξεμουδιάσει και με αυτή ακριβώς την κίνηση
εξαφανίστηκε. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί από την άλλη πλευρά μπήκαν στην πλατεία
κάτι πιτσιρίκια, δεν τα έκανα πάνω από 20 χρονών, όμως ποτέ δεν ξέρεις. Όσο
γερνάς τόσο μικρότεροι σου φαίνονται οι υπόλοιποι, μάλλον λόγω απόστασης. Άναψα
ακόμα ένα Κάμελ χαζεύοντάς τους, η κατασκοπία αγνώστων πάντα με γοήτευε.
Τρία αγόρια, δυο κορίτσια -φαρδιά μπουφάν και παντελόνια τα αγόρια,
μπουφάν ως τη μέση και κολάν τα κορίτσια -έμοιαζε να καυγαδίζουν αλλά ήξερα
καλά ότι έκαναν απλώς χαβαλέ. Ένα από τα αγόρια με πήρε είδηση και με έδειξε
στην υπόλοιπη παρέα, συνέχισα να τους κοιτάζω σαν να μην τρέχει τίποτα. Άραξαν
στο πεζούλι του αγάλματος κι εμφάνισαν μια πλαστική σακούλα με μπύρες, χυμούς
και γαριδάκια -φυσικά, ένα από τα αγόρια κούνησε κρυφά μια μπύρα πριν την κάνει
πάσα, αυτός που την άνοιξε έγινε κώλος κανονικά. Αφού βρίστηκαν, έβγαλαν τις καπνοσακούλες
τους κι άρχισαν να στρίβουν, τότε ένα από τα κορίτσια ήρθε προς το μέρος μου με
ψεύτικο χαμόγελο.
«Να σας πάρω ένα τσιγάρο;» με
ρώτησε.
Κοίταξα το πακέτο που είχε
πετάξει ανάμεσα στις μπότες μου ο Μαλτέζος, ήταν ακόμα εκεί -στο παγκάκι.
«Πάρε όλο το πακέτο, έχω κι
άλλα», της είπα.
Είχε μακριά μαύρα μαλλιά,
τρομακτικά λευκό δέρμα και μικρά πράσινα μάτια -χαμογέλασε καθώς άπλωνε το χέρι
της, αλλά σταμάτησε απότομα.
«Άφιλτρα είναι;» ρώτησε.
Το παραδέχτηκα σηκώνοντας τους
ώμους.
«Δεν έχετε με φίλτρο;»
«Για ποιο λόγο; Αφού καπνίζω
άφιλτρα», απόρησα.
Το άλλο κορίτσι -ξανθά μαλλιά,
ούτε μακριά, ούτε κοντά, με πεταχτά ζυγωματικά -πλησίασε. Τα αγόρια μας
κοίταζαν τώρα. Έφερα το ένα μου πόδι πιο κοντά στο άλλο, φροντίζοντας να μην
αγγίξω το πακέτο και σηκώθηκα.
«Λοιπόν, χάρηκα που τα
είπαμε», μουρμούρισα φεύγοντας.
«Το πακέτο σας δεν θα το
πάρετε;» με φώναξε το πρώτο κορίτσι.
Γύρισα, αργά.
«Δεν είναι δικό μου», της
είπα.
Έφτασα στο σπίτι μετά από
καμιά ώρα, ιδρωμένος από το περπάτημα, λαχανιασμένος και θυμωμένος γιατί είχα
ήδη πάρει την απόφασή μου. Πέταξα το μπουφάν, άνοιξα το λάπτοπ στο στρογγυλό
τραπέζι, όσο περίμενα να ξεκινήσει έφερα τασάκι, τσιγάρα, αναπτήρα κι ένα
ποτήρι Στολίσναγια-τόνικ, έβγαλα τις μπότες.
Άρχισα να γράφω…
Ακόμα δεν έχω καταλάβει πως
βγήκα ζωντανός από εκείνη την ποντικοπαγίδα. Εννοώ, αν μπορείς να το
αντιληφθείς, όλο το βενζινάδικο τινάχτηκε στον αέρα, σα σκηνή αμερικάνικης
ταινίας. Τη μια στιγμή έβλεπα τον πιτσιρικά με τη μάνικα στην τάπα του
ρεζερβουάρ μου και την επόμενη …
Είδα την τρύπα στο έδαφος,
φωτιά έγλυφε τις άκρες της και αμέσως η φωτιά ανέβηκε ψηλά, δεν μπορούσα να δω
που έφτανε. Μετά άκουσα τον θόρυβο –ήδη γύριζα το κλειδί στη μηχανή. Δεν ξέρω
πως έφυγα από εκείνη την ποντικοπαγίδα, μόνο αργότερα, έκοψα λίγο ταχύτητα για
να δω τι με είχε χτυπήσει. Τίποτα. Ένιωθα μια χαρά και το αυτοκίνητο δεν είχε
πάθει ζημιά –έτσι φαινόταν.
Δεν ήταν δικό μου το
αυτοκίνητο, η εταιρεία μού το είχε δώσει για να μεταφέρω τα δέματα στους
πελάτες. Κούριερ πολυτελείας. Έτρεξα σα να με κυνηγούσαν χίλιοι διαβόλοι, γιατί
οι εκρήξεις ακούγονταν ακόμα. Έπιασα τον παραλιακό δρόμο από ένστικτο –λες και
πέφτοντας στη θάλασσα θα γλίτωνα τη φωτιά. Ένστικτο.
Είχε περάσει περισσότερο
από μια ώρα όταν τελικά αναρωτήθηκα τι συνέβη. Το φταίξιμο ήταν όλο στο
βενζινάδικο –έκαναν ανεφοδιασμό και πούλαγαν βενζίνη ταυτόχρονα. Προσπάθησα να
θυμηθώ αν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα μαζί με μένα –σίγουρα θα υπήρχαν. Τότε ανακάλυψα
πως είχε ξεφλουδίσει το πλαστικό του τιμονιού και τα λάστιχα στα σπασμένα
τζάμια είχαν λιώσει. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη –είχα καεί στο
μέτωπο, τα μαλλιά μου ακόμα άχνιζαν. Μετά ένιωσα τη μυρωδιά, λες και χρειαζόταν
να το δω πρώτα, για να το μυρίσω. Μάλλον λιποθύμησα.
Σταμάτησα, το διάβασα με
περιέργεια, αποφάσισα ότι ωραία τα έλεγε ο μάγκας και συνέχισα. Μέχρι που το
μπουκάλι τελείωσε και το πακέτο των Κάμελ άδειασε και το δωμάτιο ήταν θολό αλλά
παγωμένο, ανατρίχιασα, με πλάκωσε μια διάθεση να βάλω τα κλάματα ακουμπώντας
στον κοντινότερο γυναικείο ώμο κι έτσι ξάπλωσα στον καναπέ, σκεπάστηκα με μια
κουβέρτα και άνοιξα την τηλεόραση. Πριν διαλέξω τι θα δω, πήρα τηλέφωνο τον
οδηγό του Σαμουράι από τη μνήμη του σταθερού μου.
«Παρακαλώ;»
«Πες στο δικό σου να ετοιμάσει
τα διαδικαστικά και να με ειδοποιήσει», ψιθύρισα.
«Να μιλήσετε μαζί του
καλύτερα;»
«Όχι».
Έκλεισα το τηλέφωνο βιαστικά.
Άλλωστε ξεκινούσε καινούργιο επεισόδιο στην οθόνη.
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!