Παρασκευή, Δεκεμβρίου 06, 2024

Ο Σπήλιος

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης


Έχουν περάσει τέσσερεις μέρες από τότε που είδα τον Αργύρη και δυο μέρες από τη λήξη της απεργίας του. Χτες με πήρε τηλέφωνο ο Σαμουράι, «ευχαριστώ πολύ» μου είπε, «δεν κάνει τίποτα» απάντησα και τον έκλεισα -ήθελα να τελειώνει αυτή η ιστορία όσο πιο γρήγορα γίνεται.

 

Άνοιξα την τηλεόραση κι έψαξα κάτι να δω στην πλατφόρμα -αφού σκρόλαρα τις επιλογές αποφάσισα ότι δεν είχα διάθεση κι έτσι την ξανάκλεισα. Το λάπτοπ ήταν ανοιχτό στο τραπέζι δίπλα μου, αυτό που είχα αρχίσει να γράφω πήγαινε σαν καρδιογράφημα στα πρόθυρα εμφράγματος, ή θα γέμιζα σελίδες, ή θα χάζευα την άσπρη οθόνη χωρίς να έχω κουράγιο ούτε καν για διορθώσεις.

Η τελευταία παράγραφος στη μισογεμάτη οθόνη…

«Έβρεχε καταρρακτωδώς όταν βγήκα από το κτίριο της εταιρείας. Ξαφνική φθινοπωρινή μπόρα –όπως και να είχε, ποτέ δεν κρατούσα ομπρέλα. Μου τη δίνουν οι ομπρέλες, εμποδίζουν τις κινήσεις σου, σημαδεύουν τα μάτια των περαστικών. Αλλά έπρεπε να προφυλάξω το δέμα –σήκωσα την μπλούζα μου και το έχωσα από κάτω –μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο έμοιαζα σα γκαστρωμένος.»

Μαλακίες, αλλά δεν είχα όρεξη ούτε να το σβήσω.

 

Και τότε με έπιασε μια όρεξη να βγω έξω, ήθελα να δω τι υπάρχει πέρα από τους τοίχους του διαμερίσματος, ίσως και να είχα διάθεση να μιλήσω με κάποιον άνθρωπο -που ξέρεις; Ντύθηκα στα γρήγορα -όσο ετοιμαζόμουν δε μου πέρασε καθόλου από το μυαλό να κοιτάξω τι ώρα είναι. Μόνο βγαίνοντας από την εξώπορτα της πολυκατοικίας ανακάλυψα ότι είχε πέσει το σκοτάδι, εδώ και 5-6 ώρες, σύμφωνα με το ρολόι μου. Κούμπωσα το μπουφάν, φόρεσα γάντια-κράνος και άφησα στο Δούκα τα υπόλοιπα.

Σε δέκα λεπτά, ή κάπου τόσο, ήμουν στη λεωφόρο. Υγρασία, σαγρέ οδόστρωμα και βιτρίνες καταστημάτων που δεν πουλούσαν τίποτα. Άφηνα τις ταχύτητες να γεμίζουν και τις άλλαζα πριν γκρινιάξει ο Δούκας, ήταν ένα παιχνίδι που κάναμε χρόνια, συνήθως έχανα, αλλά σήμερα το πήγαινα καλά.

 

Τερματίζοντας την Μπενάκη έπεσα σε γνωστές περιοχές, έκοψα ταχύτητα κι άρχισα να κινούμαι τύπου παρέλαση -όσο χρειαζόταν για να μην πλαγιάσει η μηχανή. Έβλεπα καινούργια μπαρ και καφετέριες, πολύ χειρότερα, ή πολύ διαφορετικά, ή τέλος πάντων τίποτα δεν μπορεί να νικήσει τις αναμνήσεις, γι΄αυτό ο κόσμος πάει προς τα πίσω αντί για μπροστά… Πάρκαρα το Δούκα στο πεζοδρόμιο, έξω από ένα μαγαζί που μου ταίριαζε χρωματικά, δηλαδή σκοτάδι με ενδιάμεσα διαστήματα νοσοκομειακού λευκού για να σφίξουν οι κώλοι. Κοίταξα από τη τζαμαρία -το μαγαζί ήταν μισοάδειο.

 

Όταν μπήκα μέσα, κατάλαβα τη μαλακία μου γιατί είχε μια τεράστια μπάρα κι ελάχιστα τραπεζάκια, τοποθετημένα έτσι ώστε να τα αποφεύγουν οι πελάτες αφού κανένα δεν ήταν κοντά σε τοίχο -όλα βρίσκονταν στη μέση του μαγαζιού, εκεί που χτύπαγε το λευκό φως. Όμως αυτό μας έτυχε εδώ θα κάτσουμε, κι έτσι σκαρφάλωσα σε ένα σκαμπό στην αριστερή άκρη της μπάρας, την κοντινότερη στον τοίχο, βόλεψα το κράνος και το μπουφάν ακριβώς δίπλα μου για να αποφύγω τους γείτονες και έριξα τα Κάμελ με τον ζίπο ακριβώς μπροστά μου.

Η κοπέλα πίσω από τη μπάρα, μια καστανή με αλογοουρά και ολόσωμη φαρδιά φόρμα με πήρε στην άκρη του ματιού της και αδιαφόρησε. Κοίταξα τριγύρω -άδειοι τοίχοι με φτηνιάρα πέτρινη επένδυση, άρχισα να το γουστάρω το μαγαζί, αλλά γρήγορα άλλαξα γνώμη όταν άκουσα τη μουσική. Λοιπόν, μουσικά, το μόνο χειρότερο από τα κλασικά ροκ του ’70 είναι τα εναλλακτικά ροκ του 2000 που αντιγράφουν τα κλασικά ροκ του ’70. Κι αυτό ακριβώς έπαιζαν εδώ μέσα. Κοίταξα την κοπέλα με απεγνωσμένο βλέμμα, αν δεν έπινα κάτι δεν αντεχόταν το όλο πράγμα.

Ήρθε φουριόζα, όχι επειδή με είχε αφήσει να περιμένω αλλά γιατί αυτό ήταν το στυλ της, έσκυψε κοντά μου, το πράσινο μπλουζάκι που φορούσε μέσα από τη φόρμα αποκάλυψε λίγο από λευκό αθλητικό σουτιέν και η αναπνοή της μύριζε μπρόκολο.

«Καλησπέρα, τι θα πάρετε;» ρώτησε χαμογελώντας με το ζόρι.

«Μια Στολίσναγια με τόνικ», ζήτησα.

Μουρμούρισε ένα «αμέσως» κι έφυγε σφαίρα. Την παρακολουθούσα να ετοιμάζει το ποτό, φερόταν με μια απίστευτη βαναυσότητα στο μπουκάλι της Κόκκινης, έτσι όπως το βούτηξε από το ράφι και το στράγγισε σα λεμόνι στο ποτήρι με τα παγάκια, μετά άνοιξε ένα πλαστικό μπουκάλι τόνικ και άδειασε το μισό, με ελεγχόμενο μίσος. Μα τι της είχα κάνει;

 

Έφερε το ποτό, πέταξε ένα χάρτινο σουβέρ μπροστά μου και προσγείωσε το ποτήρι πάνω του -ζήτησε έξι ευρώ, ξερά. Τα έβγαλα και της τα έδωσα πριν με αρχίσει στα χαστούκια γιατί το έβλεπα ότι κατά κει πήγαινε το πράγμα. Επικεντρώθηκα μετά στις φυσαλίδες του τόνικ μέσα στο ποτήρι, άναψα τσιγάρο, καθυστερούσα την πρώτη γουλιά για να δώσω χρόνο στην ανάμιξη.

«Είστε της περιοχής;» άκουσα τη φωνή της απότομα και πνίγηκα με τον καπνό.

Σήκωσα το κεφάλι, στεκόταν μπροστά μου μ΄εκείνο το ζορισμένο χαμόγελο.

«Μπα», έκανα, «εφοριακός είμαι -σε μυστική αποστολή».

Γέλασε. Κανονικά τώρα, όχι με το ζόρι. Κοπάνησε το πανί δίπλα από το ποτό μου και καθάρισε κάποιον αόρατο λεκέ.

«Δε σας έχω ξαναδεί στο μαγαζί, γι΄αυτό ρωτάω», μου εξήγησε.

«Ναι, δεν έχω ξανάρθει», παραδέχτηκα.

Κοίταξα τριγύρω, υπήρχαν άλλα τέσσερα άτομα ακροβολισμένα στη μπάρα, τρεις άντρες και μια γυναίκα -όλοι κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους. Στα τραπέζια κάθονταν δυο ζευγάρια και μια παρέα αντρών. Μα που είχα έρθει; Η κοπέλα στεκόταν ακόμα πάνω από το κεφάλι μου.

«Δε βγαίνω συχνά», είπα, «είμαι οικιακής χρήσεως».

Γέλασε ξανά -λίγο πιο χαλαρά τώρα, αλλά μην περιμένεις θαύματα…

«Μεταξία», είπε.

«Ποιος ήρθε;» απόρησα.

«Μεταξία, έτσι με λένε», μου εξήγησε.

Πρέπει να σε μισούσαν πολύ οι γονείς σου, έτσι εξηγούνται όλα, σκέφτηκα.

«Χάρηκα», απάντησα ψέματα.

«Πάω να σερβίρω τον κύριο και τα ξαναλέμε», απείλησε.

Μαζεύτηκα. Ήπια δυο γερές από το ποτό μου και υπολόγισα ότι σε κάνα τέταρτο θα είχα καθαρίσει από εκεί μέσα. Την παρακολουθούσα όσο έβαζε ποτό σε κοντό ποτήρι και το άφηνε μπροστά σε έναν άντρα με σγουρά μαλλιά και χοντρό πουλόβερ. Το θέμα ήταν ότι ο άντρας δεν είχε ζητήσει τίποτα, μόνη της αποφάσισε -σε λίγο θα κλείδωνε την πόρτα και θα άρχιζε να μας μαστιγώνει.

Γύρισε πάλι σε μένα.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» ζήτησα.

«Βεβαίως», είπε σφιγμένα.

«Γιατί του πήγες ποτό αυτού εκεί χωρίς να σου πει;»

Κοίταξε απότομα πίσω από τον ώμο της λες και δε θυμόταν τι είχε κάνει πριν λίγο.

«Α, ναι… Επειδή είναι τακτικός, τον ξέρω… κάθε μισή ώρα θέλει το ποτό του».

Μου ήρθε στο μυαλό το καναρίνι που είχε μια γειτόνισσα, «κάθε μέρα πρέπει να του αλλάζω νερό, κάθε δεύτερη, κελαϊδίνη» -ανατρίχιασα.

«Εσένα, κάθε πόση ώρα πρέπει να σου φέρνω;» ρώτησε η κοπέλα.

Έξυσα το κεφάλι μου -αυτό λοιπόν θα πρέπει να ήταν κάποιο είδος αντιεξουσιαστικής κονσομασιόν…

«Όταν σου ζητήσω -καλά δεν είναι;» έκανα διστακτικά, περιμένοντας την έγκρισή της.

«Μια χαρά», είπε και στήριξε το κεφάλι στις παλάμες, ακουμπώντας τους αγκώνες της στη μπάρα. «Λοιπόν; Πώς απ΄τα μέρη μας;»

Δεν θα το έπινα το ποτό με την ησυχία μου -ή ίσως και να ήταν το κόλπο της για να παραγγείλω δεύτερο στο καπάκι.

«Λοιπόν… Μεταξία…» ξεκίνησα παίζοντας με τον ζίπο, «περνούσα απέξω και σκέφτηκα να πιώ κάτι στα γρήγορα, πριν γυρίσω σπίτι μου, έχω ακούσει ότι ένα ποτό την ημέρα κάνει καλό στην καρδιά».

Χαμογέλασα, θαυμάζοντας την απάντησή μου. Απλά, λιτά, της είχα πει ότι δεν επρόκειτο να πάρω άλλο ποτό, ότι θα έφευγα σύντομα κι ότι είμαι γέρος άνθρωπος που δεν ασχολείται με παιχνίδια έλξης νεαρών κοριτσιών.

«Έτσι…» μουρμούρισε μουτρωμένη κι έγινε κάμποσο άσχημη καθώς σούφρωνε τα λεπτά της χείλη. «Αλλά σήμερα έχουμε προσφορά, στο ένα άλλο ένα, άρα θα κάνεις διπλό καλό στην καρδιά σου».

Μου ήρθε στο μυαλό εκείνος ο τελικός μπάσκετ που ο προπονητής έχει σχεδιάσει μια εμπνευσμένη επίθεση με τη μπάλα να πηγαίνει δεξιά-αριστερά και το τριάρι να ξεμαρκάρεται για να πάρει σουτ για τρίποντο κι όταν μπαίνουν οι παίκτες στο παρκέ, ο πλέι μέικερ δεν προλαβαίνει να περάσει το κέντρο αφού στα 5 δευτερόλεπτα του κλέβουν τη μπάλα οι αντίπαλοι.

«Ωραία…» ψιθύρισα με μισή καρδιά.

«Γιατί μου φαίνεσαι γνωστός;» ρωτάει η κοπέλα, χωρίς να έχει αλλάξει στάση.

Ξύνω το κεφάλι μου.

«Ίσως… βλέπεις τηλεόραση;» τη ρωτάω με τη σειρά μου.

«Όχι».

«Εντάξει -γιατί δεν έχω εμφανιστεί ποτέ στην τηλεόραση», λέω. «Ελληνικό κινηματογράφο βλέπεις;»

«Ναι», χαμογελάει.

«Ούτε εκεί έχω εμφανιστεί», της εξηγώ.

Παίρνει γραμμή το δούλεμα, αλλά δε μαζεύεται όπως περίμενα.

«Από αλλού σε ξέρω…» λέει.

Το φοβόμουν ότι εκεί θα κατέληγε.

«Μάλλον με μπερδεύεις με άλλον», λέω. «Έχω πολύ συνηθισμένη φάτσα».

Με κοιτάζει εξεταστικά, αλλά, ευτυχώς εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένα ζευγάρι στην πόρτα -τσεκάρουν το χώρο, η κοπέλα με παρατάει απότομα (πώς αλλιώς;) και τρέχει προς το μέρος τους. Συγκεντρώνομαι στο ποτό μου, ανάβω φρέσκο τσιγάρο και ψάχνω γύρω, μήπως κάποιος από τους δικούς μου έρθει για παρέα -όμως το μέρος έχει πολλή φασαρία για τα φαντάσματα. Πρέπει να γυρίσω σπίτι αλλά δεν γεννήθηκε ακόμα το ποτό που θα μείνει στο ποτήρι μου, ρουφάω ακόμα μια γερή δόση ενώ το συγκρότημα ξεκοιλιάζει από τα ηχεία μια διασκευή του Shadowplay -φαντάζομαι τον Ίαν Κέρτις να συσπάται σε κρίση επιληψίας κάτω από το χώμα.

Και τότε το βλέπω.

Ο άντρας που μόλις μπήκε, έχει έρθει πίσω από τη μπάρα και μιλάει με τη μπαργούμαν, γνωστή και ως Μεταξία, η οποία με δείχνει αναιδέστατα. Εκείνος κρατάει το χέρι του κοντά στο στόμα λες και φοβάται μη διαβάσω τα χείλη του -τι μαλακίες είναι αυτές τώρα; Παρατηρώ τον άντρα -καρό πουκάμισο, ανοιχτό, μπλουζάκι με κάποια γελοία στάμπα, μπυροκοιλιά και μακριά μαλλιά γκριζαρισμένα λόγω ηλικίας, στα χρόνια μου τον κόβω. Ψάχνω να βρω τη γυναίκα που ήρθε μαζί του αλλά έχει γίνει άφαντη.  

 

Σβήνω το τσιγάρο, ακουμπάω ενστικτωδώς την δεξιά μου παλάμη στο κράνος καθώς ο άντρας πλησιάζει.

Και πλησιάζει. Αργά. Κοντοστέκεται, δυο μέτρα απόσταση, με κοιτάζει μισοκλείνοντας τα μάτια. Τον κοιτάζω κι εγώ -τι άλλο να κάνω;

«Καλά, πλάκα μου κάνεις;» μουγκρίζει ο άντρας.

Κι έρχεται να ακουμπήσει στη δική του πλευρά της μπάρας, απέναντί μου. Μετά αρπάζει το πακέτο μου, βγάζει ένα Κάμελ, το ανάβει με τον αναπτήρα μου -θα γίνουμε κώλος εδώ μέσα, τη βλέπω τη δουλειά.

«Τι θες εσύ εδώ;» με ρωτάει ανέκφραστα.

«Δεν ήξερα ότι απαγορεύεται», κάνω ύπουλα, γιατί κατά πώς φαίνεται, σύντομα θα πλακωθούμε.

«Δε με θυμάσαι;» ξαναρωτάει.

Τραβάω το πακέτο προς το μέρος μου, ανάβω καινούργιο τσιγάρο ενώ το προηγούμενο καίγεται στο τασάκι, τον κοιτάζω.

«Κατά πρώτον, δε μου αρέσει ο τρόπος που ρωτάς. Κατά δεύτερον, και να σε θυμόμουν, θα προσπαθούσα φιλότιμα να σε ξεχάσω».

Χαμογελάει.

«Πάντα ο ίδιος -δε σε άλλαξαν πολύ τα χρόνια, Κάστρο».

Είναι η σειρά μου να μισοκλείσω τα μάτια.

«Ο Κάστρο είναι στην Κούβα, δεν πας να τον βρεις αντί να με ενοχλείς την ώρα που πίνω το ποτό μου;»

Ξεκαρδίζεται.

«Ο Κάστρο ναι. Το Κάστρο όμως…» με κοιτάζει χαμογελώντας.

Και βέβαια καταλαβαίνω εκείνη ακριβώς τη στιγμή ότι έχω απέναντί μου το Σπήλιο, τον κακό καργιόλη που τραβάει τις φασαρίες χειρότερα απ΄ότι τα σκατά τραβάνε τις μύγες.

«Εντάξει, όλα καλά», μουρμουρίζω. «Λέω να την κάνω πριν πλακώσουν τα βιολιά».

Μου τραβάει μια ξεγυρισμένη στην αριστερή ωμοπλάτη, δαγκώνομαι.

«Πόσα χρόνια πάνε;» ρωτάει. «Μου είπε η Μεταξία ότι κάποιον της θύμιζες, αλλά πού να σκεφτώ…»

Σκύβω προς το μέρος του.

«Πες μου κάτι ρε φίλε. Γιατί εγώ να θυμίζω κάτι σε ένα κορίτσι που γεννήθηκε όταν έβγαινα στη σύνταξη;» τον ρωτάω για να κόψω λίγο τις δικές του ερωτήσεις.

«Επειδή, αγόρι μου, έχουμε έρθει στη μόδα εμείς οι παλιοί…»

«Στη μόδα; Ποια μόδα; Έγινε μόδα η μιζέρια;»

«Δεν ήταν μόνο μιζέρια τα χρόνια μας…» αναπολεί και καλά.

«Όχι. Ήταν και πείνα και μαλακία πηχτή. Αλλά δε βλέπω τι απ΄όλα αυτά μπορεί να γίνει μόδα», του εξηγώ.

Όσο μιλάω με έχει πλευρίσει η γυναίκα που μπήκε προηγουμένως μαζί του, αλλά είμαι πολύ απορροφημένος για να την προσέξω -πράγμα που δε θα μου συνέβαινε πριν κάποια χρόνια.

«Είναι αυτός που νομίζω;» λέει εκείνη.

Πριν γυρίσω να την κοιτάξω έχω μυρίσει το άρωμά της -λευκά νεκρολούλουδα. Έχει κοντά μαλλιά, κουρεμένα α λα γκαρσόν, μαύρες τούφες μισοκρύβουν τα μάτια της, φοράει πλεκτό, εφαρμοστό φόρεμα και κινείται σα γάτα. Ο Σπήλιος της απαντάει με ένα νεύμα.

«Αυτός είναι, αλλά δε θέλει να το παραδεχτεί», της εξηγεί.

 

Η Μεταξία έρχεται και ακουμπάει τρία καφέ σφηνάκια μπροστά μας -φεύγει και πριν προλάβω να τα κοιτάξω κουβαλάει τα ποτά.

«Στο ένα, άλλα πολλά», μου κάνει κλείνοντας το μάτι.

Κοιτάζω το ταβάνι -ίσως το να έπεφτε στα κεφάλια μας θα ήταν κάποια λύση.

Ο Σπήλιος πιάνει πάλι το πακέτο μου, προσφέρει στη γυναίκα που έχει μεταφέρει το κράνος και το μπουφάν μου παραδίπλα κι έχει θρονιαστεί πλάι μου, εκείνη κουνάει αρνητικά το κεφάλι βγάζοντας ένα κομψό πακέτο, μακριά τσιγάρα, λευκό επιστόμιο, καθόλου νικοτίνη -και ανάβει με τον ζίπο μου. Χίπικο κοινόβιο γίναμε…

«Μπορεί να με θυμάστε», μου λέει.

Έχει μπάσα φωνή και όμορφα μάτια -αλλά δεν τη θυμάμαι.

«Δήμητρα Παπαγιάννη, σας είχα τηλεφωνήσει για μια συνέντευξη πριν…»

Θυμάμαι.

«Θυμάμαι», τη διακόπτω. «Αλλά ήταν για κάποια τηλεοπτική εκπομπή -σωστά;»

«Σωστά», παραδέχεται.

«Δεν έχω φάτσα για τηλεόραση», δικαιολογούμαι καθώς θυμάμαι την απάντηση που είχα δώσει τότε, πριν δυο χρόνια, και ήταν πολύ πιο αγενής.

«Το αντίθετο -αλλά όπως νομίζετε», χαμογελάει εγκάρδια εκείνη.

«Μην του μιλάς στον πληθυντικό, θα τον πιάσει κατάθλιψη που κωλογέρασε», παρεμβαίνει ο Σπήλιος.

«Κάστρο λοιπόν;» χαμογελάει περιπαικτικά εκείνη.

«Το όνομα μου είναι Νίκος Καστρινός. Κάστρο με φώναζαν παλιά κάτι μαλάκες και δυστυχώς παραμένουν μετά από τόσα χρόνια», της εξηγώ.

«Παραμένουν;» ρωτάει.

«Μαλάκες», εξηγώ.

Γελάει. Ο Σπήλιος πάλι -καθόλου.

«Τι σκατά κάνεις στο μαγαζί μου λοιπόν;» ρωτάει.

«Δεν ήξερα ότι είναι δικό σου -αν το ήξερα θα πέρναγα δυο δρόμους παρακάτω», του λέω.

«Εσείς οι δύο έχετε κάτι μεταξύ σας…» διαπιστώνει η Δήμητρα.

«Μη δίνεις σημασία», της λέω. «Είναι σεξουαλικό το ζήτημα. Ήθελε να με πηδήξει και δεν του έκατσα».

Ο Σπήλιος χτυπάει τη γροθιά του στον πάγκο.

«Δηλαδή, μας παράτησες και τώρα ζητάς και τα ρέστα», μουγκρίζει.

«Αντιθέτως -λέω να τα αφήσω μπουρμπουάρ στην κοπέλα», απολογούμαι. «Λοιπόν, δε χάρηκα που τα είπαμε κι ελπίζω να μη σας ξαναδώ».

 

Σηκώνομαι, μαζεύω τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, αλλά εκείνος καπακώνει το χέρι μου με την παλάμη του.

«Κάτσε λίγο», μου λέει.

Τον κοιτάζω. Έχει γεράσει κι αυτός, αλλά παραμένει γομάρι.

«Πάρε το χέρι σου», ψιθυρίζω.

Πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό μου, σκύβοντας πάνω από τον πάγκο.

«Κάτσε ρε πούστη που σου λέω…», μουγκρίζει.

Η ανάσα του βρωμάει σκόρδο.

Τότε παρεμβαίνει η Δήμητρα -ακουμπάει το χέρι της στο μπράτσο του Σπήλιου.

«Γιατί γίνεσαι φορτικός τώρα…» του λέει.

Εκείνος μαζεύει το χέρι του κι εγώ μαζεύω τα τσιγάρα μου.

Πριν τα βάλω στην τσέπη του μπουφάν κοντοστέκομαι. Αρχίζω το καινούργιο ποτό μου γιατί το προηγούμενο έχει γίνει νερό. Ανάβω δυο τσιγάρα και του πασάρω το ένα. Ακουμπάω τους αγκώνες στον πάγκο, η Δήμητρα δίπλα μου σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος.

«Αφού τα έφερε η κατάρα να βρεθώ στο δικό σου μαγαζί…» αρχίζω κοιτάζοντας πίσω από το Σπήλιο. «Ότι πέρασε πέρασε κι ότι λείπει λείπει[1], εντάξει;» τον κοιτάζω για λίγο πριν γυρίσω τα μάτια μου στο βάθος, στα ράφια με τα γεμάτα μπουκάλια.

«Τι θες να πεις;» απορεί.

«Ότι δε θέλω να πω τίποτα, αυτό λέω. Δεν έχω όρεξη να μιλήσουμε για τα παλιά, δε γουστάρω να ψάξουμε για ευθύνες, δε γουστάρω αναλύσεις του κώλου, ούτε και κώλους που αναλύουν -αυτά…», τον κοιτάζω κατάματα τώρα γιατί ήταν από παλιά κομματάκι αργός ο Σπήλιος.

Αρχίζει τότε να τραγουδάει φάλτσα…

«Μεγαλοπιάστηκες και χάθηκες από την πιάτσα/ δεν ξαναφάνηκες από τα στέκια τα παλιά»[2]

Γελάω σφιγμένα, γυρίζω προς τη Δήμητρα.

«Τι δουλειά έχεις με αυτόν τον κρετίνο;» τη ρωτάω.

«Μάλλον θα πρέπει να ρωτήσεις τη μητέρα μας», χαμογελάει.

«Είσαι αδελφή του;» απορώ.

Κουνάει το κεφάλι με συγκατάβαση.

«Τι παίζει ρε Κάστρο; Εμείς σου ξινίζουμε, αλλά δεν έχεις πρόβλημα να την πέφτεις στην αδελφούλα μας;»

Γυρίζω προς το μέρος του.

«Μπα -τα τελευταία χρόνια πάω μόνο με άντρες», απαντάω.

«Δηλαδή θέλεις να σου κάνει κονέ μαζί μου -γι΄αυτό…» χαζογελάει.

«Είπα ότι πάω με άντρες, όχι με μαλάκες», του εξηγώ υπομονετικά.

Ξεκαρδίζεται.

«Κλασικός Κάστρο», φωνάζει. «Δεν πας πουθενά ρε μουνόπανο, εδώ θα τα πιούμε μέχρι τελικής πτώσης».

Φοράω το μπουφάν μου και πιάνω το κράνος. Μετά δίνω το χέρι μου στη Δήμητρα.

«Χάρηκα», της λέω και είναι σχεδόν αλήθεια.

«Θέλω να μιλήσουμε», λέει εκείνη.

«Για τη συνέντευξη…»

«Όχι, όχι -αυτό τελείωσε εδώ και δυο χρόνια… Θα ήθελα όμως να με βοηθήσεις σε κάτι, κάνω μια έρευνα για το διδακτορικό μου».

Την κοιτάζω και μου φαίνεται κάπως μεγάλη για διδακτορικό, αλλά αποφεύγω να το επισημάνω. Εκείνη όμως το πιάνει.

«Ναι, κάλλιο αργά παρά ποτέ», χαμογελάει.

«Δεν ξέρω αν εγώ μπορώ να βοηθήσω», δικαιολογούμαι.

«Μπορείς, σίγουρα μπορείς….» με διαβεβαιώνει.

«Εντάξει τότε», κάνω απρόθυμα.

Βγάζω το κινητό μου και της το δίνω, εκείνη σχηματίζει τον αριθμό της και τον καλεί, μετά από λίγο μου το επιστρέφει.

«Τώρα έχεις και το τηλέφωνό μου», χαμογελάει. «Κοίτα να το αποθηκεύεις με το όνομά μου, για να μην αναρωτιέσαι όταν θα σε πάρω».

Χαμογελάω κι εγώ μαζεύοντας τα υπάρχοντά μου. Ο Σπήλιος με παρακολουθεί όσο απομακρύνομαι. Όταν πιάνω το πόμολο της πόρτας, ακούω τη γαϊδουροφωνάρα του.

«ΚΑΣΤΡΟ»

Γυρίζω να τον κοιτάξω.

«ΓΑΜΙΕΣΑΙ».

Βγαίνω έξω χαμογελώντας. Δεν έχει άδικο.



[1] «Ανήσυχοι νεκροί», Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ

[2] «Όλοι θα ζήσουμε» Γ. Κοινούσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!