Παρασκευή, Νοεμβρίου 15, 2024

Ο κύριος Αλέκος

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 


Άφησα στοργικά τον Λεπτό Μαύρο Δούκα να ξύσει το αριστερό γκριπ στον σαγρέ τοίχο του κτιρίου που έμοιαζε να έχει δει και καλύτερες μέρες. Όπως κι ο Δούκας άλλωστε, το γυαλιστερό μαύρο ντεπόζιτό του είχε καταντήσει πλέον ματ, η εξάτμιση θύμιζε μπουρί σόμπας -περνάμε και γερνάμε, φίλε μου.

Κατέβηκα από τη σέλα αποφεύγοντας τα καουμποϊλίκια, τα κόκαλά μου κουδούνισαν από την υγρασία, μύρισα τον αέρα -άκαυτη βενζίνη, κάτουρο και λιγδιασμένες τυρόπιττες. Καλλιθέα -πάντα άσχημη,  πλέον αμήχανη.

Έκανα δυο βήματα και κοιτάχτηκα στη τζαμαρία ενός παπουτσάδικου -τα μαλλιά μου δεν είχαν ανακατευτεί από το κράνος γιατί τα έκοβα πλέον εκνευριστικά κοντά, το τζιν και το δερμάτινο μπουφάν κρέμαγαν κατά τόπους και φούσκωναν εκεί που άρχισα να βάζω κιλά, ευτυχώς δεν είχα καταλήξει ακόμα εντελώς σαπιοκοιλιάς. Το τακούνι της δεξιάς μπότας μου είχε μαζέψει κάποια τσίχλα την οποία θα φρόντιζα να ξεφορτωθώ διακριτικά στο γραφείο του κυρίου Αλέκου.

 

Άψογος σε ελεγχόμενο χάλι.

 

Στάθηκα μπροστά στην πλεξιγκλάς καφέ πόρτα της πολυκατοικίας και χάζεψα τα κουδούνια. Ευχήθηκα να μην είχε κάποια εταιρεία με μυστήριο όνομα αυτός ο κύριος Αλέκος και μπορεί κάποιος να με άκουσε τελικά γιατί η ταμπέλα έγραφε «Α. Βραχνάς και Συνεργάτες – Δικηγορικό Γραφείο, 3ος όροφος». Κούμπωσα -τι σκατά δουλειά είχα με δικηγόρους; Κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ με την ελπίδα να είναι αυτός ο Βραχνάς εκδότης που θέλει να ξανακυκλοφορήσει κάποιο παλιότερο βιβλίο μου, ή να μου προτείνει να γράψω κάτι καινούργιο -μαλακίες, προφανώς έβλεπα πολλές σειρές στις συνδρομητικές πλατφόρμες τον τελευταίο καιρό.

 

Ανέβηκα μέχρι τον 3ο με ένα ασανσέρ που έσταζε χτιστό ιδρώτα -ασανσέρ δικηγόρου.

 

Το γραφείο του Βραχνά (και των Συνεργατών) ήταν κουκλίστικο. Στον χώρο υποδοχής ένα στρογγυλό (τι άλλο;) τραπέζι μελαμίνης στο χρώμα του άγουρου μήλου, μαύρες πλαστικές καρέκλες και λίγο πιο μέσα, το γραφείο της κοπέλας με την πλούσια φωνή που μου είχε τηλεφωνήσει. Από το ταβάνι κρέμονταν φωτιστικά που μάλλον ξέμειναν από την τελευταία ανακαίνιση στο σπίτι του κυρίου Αλέκου και μεταφέρθηκαν εδώ για να μην πάνε χαμένα. Απέφυγα τη ροτόντα με αέρινο στυλ και ο δεξιός μου αστράγαλος βρήκε το πόδι μιας καρέκλας, την κράτησα τελευταία στιγμή γλιτώνοντας το ρεζιλίκι καθώς πλησίαζα το γραφείο της κοπέλας που δεν είχε σηκώσει καν το κεφάλι να με δει.

«Καλημέρα», ψιθύρισα συνεσταλμένα γιατί έτσι πρέπει να μιλάς σε δικηγορικά γραφεία.

«Ο κύριος;» απόρησε η κοπέλα ξεφυλλίζοντας μια ατζέντα.

«Καστρινός, με είχατε καλέσει…»

Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι -είχε πατήσει τα σαράντα προ πολλού αλλά δε φαινόταν να το παραδέχεται. Με σημάδεψε με ένα κόκκινο μακρύ νύχι και μετά έφερε ένα δεύτερο μπλε του ίδιου χεριού να κάνει παρέα στο κόκκινο, χαμογέλασε αφήνοντάς με να δω τόνους κραγιόν ν’ αργοσαλεύουν κι ένα κρεμ σάλι έπεσε από τους ώμους της.

«Καλώς ήρθατε… Ο κύριος Αλέκος σας περιμένει, περάστε, περάστε…»

Τι σόι πλάκα ήταν αυτή τώρα; Προχώρησα διστακτικά μέχρι τη βαριά μπεζ πόρτα, χτύπησα, προφανώς κανένας δε με άκουσε από μέσα.

«Ανοίξτε, σας περιμένει», φώναξε η κοπέλα.

Αυτό σίγουρα το είχε ακούσει ο κύριος Αλέκος γιατί άνοιξε εκείνος την πόρτα διάπλατα και χαμογέλασε. Εξίσου διάπλατα.

«Ήρθες επιτέλους ρε μούτρο;» πανηγύρισε βλέποντάς με.

Τον κοίταξα.

Πουκάμισο χρώματος εκρού με τεζαρισμένα τα κουμπιά στην κοιλιά, γραβάτα χαλαρωμένη, παντελόνι τεριλέν, παπούτσια ακριβά αλλά στραβοπατημένα, μαλλί άσπρο όπου δεν έπιανε η φαλάκρα.

«Ήρθα», παραδέχτηκα.

«Έλα μέσα», φώναξε τραβώντας με από το χέρι και κλείνοντας την πόρτα πίσω μας.

Ήρθα μέσα, βολεύτηκα και σε μια πολυθρόνα στην από εδώ πλευρά ενός μαύρου γραφείου που δεν κόλλαγε καθόλου με το υπόλοιπο βαρυφορτωμένο δωμάτιο, εκείνος έσκασε σα σακί πατάτες σε μια επιβλητική πολυθρόνα στην από εκεί πλευρά του γραφείου -μείναμε να κοιταζόμαστε σα μαλάκες.

«Θες καφέ;» ρώτησε στο τέλος.

«Άστο να μένει…» είπα.

«Δε με γνώρισες ακόμα ξεφτιλισμένε Μπουρζουά;» ξεκαρδίστηκε.

Τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Μπουρζουά με έλεγαν πριν πολλούς αιώνες κάμποσοι κομμουνιστές σταλινικής προελεύσεως κάνοντας φτηνό χιούμορ με το επώνυμό μου. Τότε ήμασταν φοιτητές κι ο κόσμος έπρεπε να αλλάξει -μέχρι που πάψαμε να είμαστε φοιτητές κι ο κόσμος άλλαξε προς το χειρότερο. Έτσι, έμεινα να τον κοιτάζω αμίλητος ενώ κοπάναγα το κράνος στα γόνατά μου από αμηχανία.

«Ο Αλέκος είμαι ρε… Ο Μουσάτος έτσι με λέγατε… γαμημένοι Αυτόνομοι γκομενίτσες», ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Αλέκος (όχι πια κύριος) ο Μουσάτος.

Ο Μουσάτος. Δήθεν καθοδηγητής στη σχολή αλλά το κόμμα τον είχε γραμμένο κανονικά. Τράβαγε εκεί πέρα κάτι αναλύσεις περί υπαρκτού, οι φωτισμένοι ηγέτες γίνονταν την επομένη αιμοσταγείς δικτάτορες χωρίς να ιδρώσει το μούσι του Μουσάτου, παπάρας όσο να πεις -μονίμως της προσκολλήσεως. Ποτέ δεν κατάλαβα αν επεδίωκε να βγάλει γκόμενα ή να γράψει μέλη στο κόμμα. Και δε χάρηκα καθόλου που τον ξαναείδα.

Έβγαλα τα τσιγάρα από τη μέσα τσέπη του μπουφάν, αφήνοντάς τον να χαζέψει τη στάμπα I Am a Cliché που φιγουράριζε στη μπροστινή πλευρά του φούτερ μου. Τον είδα ότι αηδίασε κάπως, αλλά το έκρυψε -κανονικός δικηγόρος. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν του έδειξα το τσιγάρο -ζορίστηκε αλλά βρήκε κάπου ένα μεταλλικό παπάρι, τύπου γουδί σε μικρογραφία και το έσπρωξε προς το μέρος μου. Άναψα το τσιγάρο, τράβηξα δυο γερές τζούρες πριν ρίξω τη στάχτη μου.

«Ο Μουσάτος λοιπόν…» μουρμούρισα όπως είχα δει να κάνουν οι ντετέκτιβ στις παλιές ταινίες. «Και πώς να σε γνωρίσω χωρίς τα μούσια ρε παιδί μου;»

Γέλασε σφιγμένα.

«Γερνάμε Καστρινέ… κι εσύ άσπρισες όσο να πεις… Αλλά το μαλλί ατόφιο ρε μπαγάσα. Εγώ άρχισα να τα χάνω όπως βλέπεις…»

«Ποια;» απόρησα γιατί αν εννοούσε τα μαλλιά, το σωστό θα ήταν να πει ότι πλέον σπανίως τα έβρισκε.

«Τα μαλλιά -ποια; Τα μυαλά ρε Καστρινέ;» αγανάκτησε.

Ένευσα. Οι άνθρωποι που ζητούσαν να συνεννοηθούν μαζί μου έπρεπε να διαθέτουν την απαραίτητη υπομονή κι ο Μουσάτος έδειχνε να βιάζεται μη ελεγχόμενα.

«Τέλος πάντων», είπα, γιατί είχα αρχίσει να κουράζομαι. «Προς τι όλο αυτό;»

Ο Μουσάτος έγειρε πάνω στο γραφείο, οι αγκώνες του έκαναν τα εκρού μανίκια να τσιρίξουν.

«Είμαστε κυβέρνηση, Καστρινέ», είπε σιγά.

«Κάτι έχω ακούσει σχετικά», παραδέχτηκα.

«Όλα αλλάζουν…»

«Ποια όλα;» απόρησα.

«Όλα», είπε με μυστήριο ύφος.

Το άφησα να περάσει γιατί το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να μπλέξω σε πολιτική συζήτηση με το Μουσάτο.

«Το κόμμα σε χρειάζεται», μου είπε δήθεν αδιάφορα.

«Εμένα; Δεν έχει κανονικά μέλη το κόμμα;»

«Μην ξηγιέσαι τώρα… Τόσα χρόνια σας στηρίξαμε όσο μπορούσαμε…»

«Ποιους;» ρώτησα και το μετάνιωσα επιτόπου. Δε θα τη γλίτωνα την πολιτική κουβέντα τελικά.

«Εσάς, εσένα, τους δικούς σου…»

«Μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλο», εξήγησα.

«Άστα τώρα Καστρινέ. Από τις σχολές, όποτε βρίσκατε τα σκούρα…»

«Από τις σχολές όποτε βρίσκαμε τα σκούρα, τα κάναμε μαύρα -γνωστό αυτό. Και ας μη συζητήσουμε πόσο ήσουν στο κόμμα που σήμερα είναι κυβέρνηση, σα φοιτητής, έτσι Αλέκο;»

Έγειρε πίσω.

«Τελικά θα το πάρω εκείνο το τσιγάρο», μούγκρισε.

Επειδή δεν του είχα προσφέρει, μου πήρε κάνα λεπτό μέχρι να καταλάβω ότι εννοούσε τα δικά μου. Χαμογέλασα -από παλιά ήταν μέγας τρακαδόρος ο Μουσάτος.

Του πέταξα το πακέτο μαζί με τον ζίπο για φουλ εξυπηρέτηση κι εκείνος το στραπατσάρισε με τις χερούκλες του, έτρεμα ότι θα κοπάναγε τον ζίπο στα πατώματα για ν΄ανάψει -ποτέ μην εμπιστεύεσαι τα πράγματά σου σε πρώην μουσάτους, το σημείωσα για να το θυμάμαι σε ανάλογες καταστάσεις.

«Είναι δύσκολα τα πράγματα, Καστρινέ», είπε προσπαθώντας να μην πνιγεί από το τούρκικο χαρμάνι. «Ακόμα δεν αναλάβαμε και μας περιμένουν στη γωνία…»

Αδιαφόρησα και το έδειξα κιόλας, απλώνοντας τα πόδια μου για να ξεμουδιάσουν.

«Το Σαμουράι τον θυμάσαι;» μου πέταξε στο ξαφνικό.

Τον θυμόμουν και του το είπα. Ο Σαμουράι υπήρξε μεγάλος γκόμενος τα χρόνια της σχολής και δυνατό κομματικό στέλεχος. Έκανε καταπληκτικά πάρτι, είχε ιδέες απ΄αυτές που μπορούσαν να σταθούν χωρίς γιουχάισμα για πάνω από μισάωρο -εντάξει, στην πρακτική τα χάλαγε κάπως, την πολιτική πρακτική εννοώ, γιατί σε σχέση με τις κοπέλες δεν είχα ακούσει παράπονα.

«Θέλει να βρεθείτε», είπε ο Αλέκος.

«Ο Σαμουράι;» απόρησα.

«Ναι»

«Και γιατί δε με έπαιρνε ένα τηλέφωνο;»

«Δεν το είχε».

«Ούτε εσύ, νομίζω…» τον γείωσα.

«Τέλος πάντων, ήθελε να σε βολιδοσκοπήσω πρώτα…» μουρμούρισε ο Αλέκος καθώς πίεζε άτσαλα το τσιγάρο στο, ας το πούμε, τασάκι.

Έμεινα να κοιτάζω όσο το χαρτί σκιζόταν και τα δάχτυλά του γέμιζαν με κομματάκια καπνού -κρίμα το τσιγάρο…

«Καλώς. Εγώ να πηγαίνω», είπα τελικά.

«Δηλαδή…» μουρμούρισε ο Αλέκος.

«Ναι, αυτό δηλαδή. Με βολιδοσκόπησες, δεν ενδιαφέρομαι, χάρηκα που τα είπαμε -τα ξαναλέμε σε 30 χρόνια», έκανα καθώς σηκωνόμουν.

«Πώς ξέρεις ότι δεν ενδιαφέρεσαι;» έκανε μουλωχτά.

«Έχω έκτη αίσθηση -τι να πω;» παραδέχτηκα σεμνά.

«Κάνε μου τη χάρη να δεις το Σαμουράι και μετά αποφασίζεις», πρότεινε.

«Να σου κάνω τη χάρη…» μουρμούρισα.

Εντάξει, δεν είχα τίποτα να χάσω, αλλά αυτά τα καργιολίκια για βολιδοσκοπήσεις και ενδοσκοπήσεις με έκαναν έξαλλο.

«Σε χρειαζόμαστε ρε φίλε -δε θα πάθεις και κάτι να μας βοηθήσεις», είπε ο Αλέκος.

«Ποιοι με χρειάζεστε;»

Έκανε να πει «το κόμμα», αλλά μαζεύτηκε.

«Όχι μόνο ο Σαμουράι… Πρόκειται για υπόθεση που αφορά δικούς σου».

«Δικούς μου; Δεν έχω πλέον δικούς μου, Αλέκο -είμαι ένας μόνος μου», είπα.

«Δες το Σαμουράι ρε Καστρινέ, τι σου ζητάμε δηλαδή; Μη μας γαμείς το κέρατο στο κάτω-κάτω…» έπεσε πίσω στην πολυθρόνα βαρύθυμα ο Αλέκος.

Του γύρισα την πλάτη και πήγα προς την πόρτα. Πριν την ανοίξω κοντοστάθηκα, ικανοποιημένος από τον εαυτό μου γιατί τελικά τα είχα ακόμα αυτά τα παλιά στυλάκια.

«Ας πούμε ότι τον βλέπω, Αλέκο -με παρακολουθείς;» έκανα πονηρά.

Ένευσε.

«Με τη βολιδοσκόπηση τι γίνεται;» συνέχισα.

Με κοίταξε μπερδεμένος.

«Πώς με έκοψες ρε παιδί μου; Πρόθυμο να σας βοηθήσω;»

Γέλασε.

«Θα βοηθήσεις», είπε.

Σήκωσα τους ώμους, δεν καταλάβαινα καθόλου πώς δούλευε το μυαλό του, αλλά είχα κουραστεί κιόλας. Έπρεπε να φύγω γρήγορα από εκεί μέσα και για να γίνει αυτό -όχι με το Σαμουράι, αλλά με τον Κόμη Δράκουλα θα ήμουν πρόθυμος να κλείσω ραντεβού.

«Αύριο την ίδια ώρα είναι καλά;» με ρώτησε ο Αλέκος.

«Είναι;» ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου.

«Μια χαρά είναι», αποφάσισε ο Αλέκος.

«Εντάξει», είπα.

«Εντάξει», είπε κι αυτός. «Γειά σου Καστρινέ με τα κλαρίνα σου…»

Κοντοστάθηκα.

«Ναι, αλλά πού;» απόρησα.

«Άστο σε μας», χαμογέλασε ο Αλέκος.

Τι άλλο να έκανα; Το άφησα σ΄αυτούς και βγήκα από το γραφείο του πριν του έρθει καμιά όρεξη για ψιλοκουβέντα.

 

Η ξανθιά μου έσκασε ένα χαμόγελο γκραν γκινιόλ.

«Όλα εντάξει με τον κύριο Αλέκο;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.

«Ναι -βγάζει γούστα», είπα σιγανά.

Αλλά ο κύριος με το γκρι κοστούμι που περίμενε στην απέναντι καρέκλα το άκουσε.

 

Οδήγησα το Δούκα αργά -μάλλον ο Δούκας με οδήγησε – κι αυτό συμβαίνει όταν δεν έχεις αποφασίσει τον προορισμό σου. Περάσαμε πλάι από πολυτελή ξενοδοχεία, ακουμπήσαμε λίγο στην παλιά σχολή που έμενε ίδια έχοντας αλλάξει εντελώς, ή έτσι ήθελα να πιστεύω τέλος πάντων, μπλοκάραμε στην κίνηση για το κέντρο της πόλης. Πού πάμε τώρα;

Ξαφνικά με έπιασε μια φοβερή πείνα, κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα ήταν σωστή -τέτοια ώρα τρώνε μεσημεριανό οι γέροι, όσο οι πιτσιρικάδες φτιάχνουν το πρωινό τους.

Ανέβηκα λοιπόν το πεζοδρόμιο ενός πολυτελούς μπεργκεράδικου -απ΄αυτά που στην Αμερική τα έχουν για να ταΐζουν τους άστεγους, αλλά στην Αθήνα τα πληρώνουμε γκράντε -σα να πρόκειται για τριάστερα της Μισελέν.

 

Μπαίνοντας, χρειάστηκα μισό λεπτό για να συνηθίσω το ημίφως ενώ οι Φόρινερ μου χτένιζαν το νευρικό σύστημα -απορώ ποιος μαλάκας αποφάσισε ότι η χαρντ ροκ είναι κατάλληλη για φαγάδικο, εντάξει, νιώθεις ότι μπήκες σε παρακμιακό μπιλιαρδάδικο της Αλαμπάμα, αλλά, διάολε, μπιφτέκι ήρθες να φας, όχι να παίξεις ξύλο με χαρλεάδες…

Βολεύτηκα σε ένα από τα τραπέζια που δεν είχαν θέα προς το δρόμο, δεν ήθελα να βλέπω, δεν ήθελα να με βλέπουν και γενικότερα δεν ήθελα. Μια κοπελίτσα τίγκα στις κονκάρδες με πλεύρισε πριν ακόμα ακουμπήσω το κράνος δίπλα μου.

«Καλησπέρα, είστε έτοιμος να παραγγείλετε;» χαμογέλασε.

Κοίταξα τις κονκάρδες πάνω στο κόκκινο μπλουζάκι, όλο κοινότυπα σλόγκαν έγραφαν -θυμήθηκα την εποχή που κονκάρδα σήμαινε μουσική και πολιτική τοποθέτηση -χαμογέλασα με τη σειρά μου.

«Το 7», της έδειξα στον πλαστικοποιημένο κατάλογο.

«Πολύ ωραία», επικρότησε.

«Και ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα κι ένα Τζακ σκέτο».

«Τίποτα άλλο;»

Τι άλλο βρε χρυσό μου κορίτσι; Κέρασε όλον τον κόσμο από μια τσικουδιά ξέρω ΄γω -ποιον κόσμο δηλαδή, εγώ κι ο κανένας ήμασταν στο μαγαζί.

«Τίποτα, ευχαριστώ», μουρμούρισα.

Με το που έφυγε, έβγαλα το κινητό κι άρχισα να γκουγκλίζω τον Σαμουράι -εντάξει το επίθετο το θυμόμουν, αλλά το μικρό του όνομα με δυσκόλεψε -πώς διάολο τον έλεγαν; Εγώ Σαμουράι τον ήξερα πάντως…

Το γύρισα στις εικόνες μπας και βγάλω άκρη -μαλακίες, δεν υπήρχε περίπτωση να αναγνωρίσω τον Σαμουράι, 30 χρόνια μετά την τελευταία φορά που τον είχα δει. Ψάξτο αλλιώς -συνδύασέ τον με το κόμμα ή την κυβέρνηση… Το έκανα -με το κόμμα απέτυχα, αλλά με την κυβέρνηση έβγαλα λαγό. Ο Σαμουράι είναι Γενικός Γραμματέας στην Προεδρία της Κυβέρνησης -τι λες ρε παιδί μου… Κατανοητή η βολιδοσκόπηση από τον Μουσάτο, αλλά ακατανόητη η επιμονή του για συνάντηση εφόσον δεν έδειξα πρόθυμος. Ήρθε η μπύρα και η πιατέλα με το μπέργκερ και τις πατάτες, το φαγητό ήταν αρκετό για να σιτιστεί ένας λόχος, επειδή όμως δεν υπήρχε ψυχή γύρω μου, αποφάσισα να μην περιμένω και να πέσω με τα μούτρα. Πεινούσα.

Στις δυο μπουκιές χόρτασα βέβαια. Έχουν αυτόν τον κιμά τα μπέργκερ που σε κάνει να νιώθεις μια ματαίωση, μια απογοήτευση -δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό, ή αν συμβαίνει μόνο σε μένα. Έσπρωξα ακόμα λίγο φαγητό με τη μπύρα και αποφάσισα να το συζητήσω το όλο θέμα. Κάπως έτσι, ήρθε και θρονιάστηκε απέναντί μου ο φοβερός Άρης Μαλτέζος, Θανάσιμος Μεταφορέας το επάγγελμα. Μου χαμογέλασε -δεν έκανα το ίδιο, μη με περάσουν και για τρελό -έστρωσε προς τα πίσω τα μαλλιά του, εντελώς μάταια, αφού ένα τσουλούφι έπεσε στο μέτωπό του και κοίταξε λιμάρικα το ποτήρι με το Τζακ.

Τότε μου ήρθε μια διάθεση για κανιβάλισμα και τράβηξα μια γερή γουλιά δείχνοντας απέραντη ικανοποίηση, όσο βολευόμουν καλύτερα στον δικό μου πάγκο.

«Έχετε απ΄αυτό, εκεί που είσαι;» τον ρώτησα -από μέσα μου βέβαια.

«Έχουμε ότι νομίζουν πως χρειαζόμαστε, αλλά όχι ότι πραγματικά χρειαζόμαστε», μουρμούρισε.

«Και τι νομίζουν ότι χρειάζεστε;» απόρησα.

«Τίποτα -είμαστε αυθύπαρκτοι, άρα είμαστε αυτάρκεις», χαμογέλασε.

«Δικός σου ο πόντος, αλλά δεν ήρθες να μιλήσουμε για αυτό», παραδέχτηκα.

«Ναι, νομίζω ότι εδώ πέρα υπάρχει μια υπόθεση χωρίς λεφτά αλλά με πολλούς μπελάδες -άρα θα την αναλάβεις, ακόμα κι έτσι όπως είσαι ντυμένος», είπε.

«Τώρα, είναι λόγοι αυτοί για να αναλάβω μια υπόθεση; Αν υπήρχε τουλάχιστον κάποια γυναίκα, κάποιος φίλος…»

«Κάποιος φίλος, καλά το είπες», με διέκοψε.

«Δεν ήμουν ποτέ φίλος με το Σαμουράι».

«Πώς εννοείς τους φίλους σου;» ζήτησε να μάθει.

«Εννοώ… κάποιος που έχουμε μοιραστεί το τελευταίο τσιγάρο όταν το πάρτι έχει τελειώσει κι έχουμε ξεμείνει μόνοι μας…»

«Κι όσοι ήταν μέσα στο πάρτι;»

«Εξαρτάται…»

«Από τι;»

«Από τη μουσική που ακούνε, ξέρω ΄γω;»

«Καλά το είπες», χαμογέλασε.

«Εννοείς…»

«Αν δεν τον νοιώθεις φίλο σου, τι διάβολο κάνατε μαζί στο πάρτι; Και γιατί πήγες τελικά;»

Δάγκωσα ακόμα ένα κομμάτι μπέργκερ και μου ήρθε η επιθυμία να το φτύσω επιτόπου, αλλά το κατάπια για λόγους ευγένειας.

«Ας μιλήσουμε καθαρά», ζήτησα.

«Νόμιζα ότι αυτό κάναμε», διαμαρτυρήθηκε.

«Εντάξει, βρεθήκαμε στην ίδια πλευρά, για λίγο και όχι την ώρα που η κατάσταση έκαιγε. Αλλά κάποια στιγμή κοίταξε την πάρτη του, ίσως από την αρχή αυτό να κοίταζε κι εγώ να μην το είχα πάρει χαμπάρι. Μου χρωστάει, δεν του χρωστάω…»

«Βιαστική λογιστική, για να σφραγίσουμε τα βιβλία», γέλασε χαιρέκακα. «Όμως ο λογιστής είναι κάποιος που τέτοια ώρα γυρίζει στο σπίτι ελπίζοντας να μην έχει όρεξη η γυναίκα του για κουβέντα, να διαβάζει τα μαθήματά του το παιδί κι εκείνος να κρυφτεί αθόρυβα σε μια πολυθρόνα περιμένοντας να τελειώσει το μαρτύριό του. Εσύ πάλι…»

«Εγώ πάλι δε γράφω βιβλία, δεν έχω γυναίκα να με περιμένει, ούτε παιδί και δεν γυρίζω από πουθενά γιατί πουθενά δεν πάω -το ‘πιασα», παραδέχτηκα.

«Καιρός είναι λοιπόν να πας κάπου», είπε ο Μαλτέζος και σηκώθηκε χώνοντας τα χέρια του στο μακρύ μαύρο παλτό του.

«Ας πάω λοιπόν…» μουρμούρισα, κανονικά, όχι από μέσα μου.

Κοίταξα τριγύρω μήπως με πήραν χαμπάρι, αλλά ο κόσμος αδιαφορούσε για τις μαλακίες μου.

Ποιος κόσμος δηλαδή;

 

«Να τα μαζέψω, να μη σας ενοχλούν;» με ρώτησε η γκαρσόνα.

Ναι, μάζεψέ τα γιατί έχω να ρίξω πασιέντζα, είπα. Από μέσα μου.


 (Συνεχίζεται)


0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι