Παρασκευή, Νοεμβρίου 08, 2024

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο

«Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο. Ξέρω πως η βουτηγμένη στο έγκλημα ζωή με οδήγησε σε αυτή την άθλια μοίρα, όμως, κατηγορώ την κοινωνία. Η κοινωνία με έκανε αυτό που είμαι»

«Μαλακίες… Είσαι ένας λευκός πάνκης των προαστείων σαν κι εμένα»

«Ναι, αλλά ακόμα πονάει».[1]

Έκλεισα την τηλεόραση. 65 ίντσες, πανέξυπνη, ασορτί με το έτος γέννησής μου. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές έχω δει την ίδια ταινία. Δε βγαίνουν πια τέτοιες, σκέφτηκα, κι αμέσως ένιωσα το μισό αιώνα -και βάλε -να μου κόβει τα γόνατα. Πενήντα πατημένα, τι περίμενες δηλαδή; Ξυπνάς ένα πρωί και βρίσκεις τον εαυτό σου πεθαμένο, η αναπνοή σου μυρίζει πτωμαΐνη, δεν έχεις σηκωθεί ακόμα από το κρεβάτι και σκέφτεσαι τι σκατά έχεις να κάνεις μέσα στη μέρα μέχρι να ξανακοιμηθείς -και το χειρότερο είναι ότι δεν έχεις να κάνεις τίποτα σημαντικό.

 

Νύχτωνε πριν πολύ καιρό. Αλλά και τώρα -έξω από το παράθυρο είναι εκείνη η άθλια ώρα που τα φώτα στις κολώνες δεν έχουν ακόμα ανάψει, όμως εσύ δε βλέπεις στα πέντε μέτρα. Η ώρα που νιώθεις στα πρόθυρα της τύφλωσης, ή ακόμα χειρότερα της πρεσβυωπίας. Εντάξει, έχω πρεσβυωπία και ποιος δεν έχει; Όμως όταν διαβάζεις ένα χαρτί, μια ιστοσελίδα, τις οδηγίες για να βράσεις μακαρόνια κι εκεί που πριν 10 λεπτά έβλεπες κανονικά, τώρα με το ζόρι διακρίνεις -είναι κάποιος τρόμος όσο να πεις… Κάτι τρέχει με σένα. Πάντα κάτι έτρεχε με σένα κι εσύ έτρεχες πλάι του. Ιστορίες της δεκάρας που τελικά σου εξασφάλισαν λίγες δραχμές, τότε που υπήρχε ακόμα το νόμισμα, και υποτιμήθηκαν όπως ακριβώς κι εκείνο, με την είσοδό μας στο ευρώ.

Κάθισα στο στρογγυλό τραπέζι, σιχαίνομαι τα στρογγυλά τραπέζια αλλά αυτό έχω τώρα, άνοιξα το λάπτοπ και το λάπτοπ δεν άνοιγε γιατί είχε μείνει από μπαταρία, σηκώθηκα, το σύνδεσα στην πρίζα, ξανακάθισα, σηκώθηκα πάλι, πήρα τσιγάρα, αναπτήρα, ένα φρέσκο ποτήρι Στολίσναγια με τόνικ, όλα έτοιμα.

 

Καινούργια σελίδα, άναψα  ένα Camel πάντα άφιλτρο, πάντα ανάποδα, ήπια μια γερή γουλιά, ακούμπησα τα πλήκτρα -η πρώτη λέξη θα είναι…

 

Χτύπησε το τηλέφωνο. Το γαμημένο τηλέφωνο στην άλλη άκρη του δωματίου, αραχτό στη βάση φόρτισης -γιατί το αφήνω συνέχεια στη βάση; Τι το θέλω το ασύρματο τηλέφωνο αν το παρκάρω μονίμως στη βάση του;

«Παρακαλώ;» βραχνή φωνή λόγω παρατεταμένης αχρησίας.

«Ο κύριος Καστρινός;» πλούσια γυναικεία φωνή, υπερβολική για τη συγκεκριμένη ώρα της μέρας.

«Ναι αυτός», κράτησα το ακουστικό μακριά από το αυτί μου, ήμουν σίγουρος ότι θα ακολουθούσε κάποια λεκτική υπερβολή, μια υπερπροσφορά για ρεύμα, τηλέφωνο, τηλεόραση, καπότες ξέρω ΄γω…

«Σας θέλει ο κύριος Βραχνάς», είπε η φωνή.

«Ποιος με θέλει;» απόρησα σχεδόν σίγουρος ότι κοροϊδεύει τη φωνή μου.

«Ο κύριος Αλέκος καλέ…» απηύδησε η φωνή στην άλλη άκρη.

«Α, ο κύριος Αλέκος…» έξυσα ασυναίσθητα το κεφάλι μου. «Και λοιπόν;»

«Τι λοιπόν; Πότε μπορείτε να περάσετε από το γραφείο του;»

«Τώρα».

«Τώρα δε γίνεται…» αγανάκτησε η φωνή.

«Ε, τι με ρωτάτε τότε; Πότε θέλετε εσείς να περάσω;» έγινα ξαφνικά πολύ υποχωρητικός, αλλά αυτά συμβαίνουν άμα σε πιάνουν όταν έχεις να μιλήσεις σε άνθρωπο πάνω από μια βδομάδα.

«Αύριο το πρωί είναι καλά;» γλύκανε η φωνή.

«Ξέρω ‘γω; Καλά είναι;» παρέμεινα επιφυλακτικός.

«Εσείς να μου πείτε…» αγανάκτησε ξανά η φωνή.

«Καλά είναι», απάντησα όλο αποφασιστικότητα αλλιώς δεν θα τελειώναμε ποτέ το τηλεφώνημα.

«Εντάξει. Στις 11».

«Εντάξει -πού θα έρθω;»

«Στο γραφείο του κυρίου Αλέκου…» έριξε μια τσιρίδα η φωνή.

«Ναι, πού είναι αυτό;» ένιωσα ένοχα γιατί δεν το ήξερα.

«Κλεισθένους 10, στην Καλλιθέα».

Κλείνοντας το τηλέφωνο θυμήθηκα ότι δεν είχα ρωτήσει τι με ήθελε ο κύριος Αλέκος, τι γραφείο είχε, ούτε ποιος πούστης ήταν αυτός ο κύριος Αλέκος στην τελική.

 

Κάθισα πάλι μπροστά στο λάπτοπ αλλά είχα χάσει κάθε διάθεση για γράψιμο. Έτσι συμβαίνει όταν ζεις μόνος, κάθε απρόοπτο σού προκαλεί παράνοια. Ζεις την τύφλωση της ρουτίνας, αν σου αλλάξουν τη θέση μιας καρέκλας, χάνεις το δωμάτιο.

 

Ξάπλωσα πάλι στον καναπέ, άνοιξα την τηλεόραση, έψαξα στην πλατφόρμα για κάποια σειρά με πολύ μυστήριο, άφθονες ανατροπές -από αυτές που σε βοηθάνε να μη σκέφτεσαι. Είχα ανάγκη από έναν ήσυχο θάνατο, γι΄αυτό ξέκοψα από όλους -κι από εκείνη. Ναι, αλλά ακόμα πονάει.

 

(Συνεχίζεται)

[1] Repo man – Alex Cox

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι