Παρασκευή, Δεκεμβρίου 27, 2024

Η εφημερίδα

 Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Για μια βδομάδα κατέβασα το παραπέτασμα και δεν άφησα να μπει τίποτα μέσα -ούτε οι ακτίνες του ήλιου. Είδα κολλητά 5 σειρές (8 επεισοδίων η κάθε μία) μετά είδα μια σειρά 6 κύκλων -προσπάθησα να βάλω κάποια ταινία αλλά το πράγμα δούλευε εναντίον μου.  Γιατί όταν παίζει η ταινία που έχεις διαλέξει προσεκτικά (όχι κλειστοφοβικές σκηνές, όχι διεφθαρμένοι μεγιστάνες του Τύπου, όχι σε αυτούς που γεννήθηκαν για να χάνουν) κι ακούς το μουστάκια να λέει: «Όσο για μένα, θα ξαναμπώ στη ντουλάπα, εκεί που οι άντρες είναι άδεια παλτά»[1] -τότε ανακαλύπτεις ότι δεν θα γλιτώσεις -όλο αυτό το κόλπο είναι στημένο γύρω σου κι όσο προσπαθείς να ξεφύγεις, τόσο πιο βαθιά μπαίνεις…

Έκλεισα την τηλεόραση, έκλεισα τα μάτια, άνοιξα τους φόβους. Η Δήμητρα είχε τηλεφωνήσει πάνω από 10 φορές αυτές τις μέρες, στο κινητό -δεν το σήκωσα, αλλά δεν της έκανα απόρριψη -δεν ήθελα να την κόψω εντελώς και δεν μπορούσα και να της μιλήσω. Ο Σαμουράι με πήρε 2-3 φορές στο σταθερό, δεν ασχολήθηκα καν…

 

Και τότε χτύπησε το κινητό -με ξάφνιασε.

Αλλά ένιωσα χειρότερα όταν είδα ποιος ήταν. Άνοιξα το κινητό αμίλητος.

«Είσαι καλά;», ρώτησε εκείνη.

«Μια χαρά -γιατί; Τι έγινε;» έκανα μια προσπάθεια να απορήσω.

«Όλα αυτά στην τηλεόραση…» ξεκίνησε να λέει και μετά κατάλαβε. «Έλα τώρα, μην κάνεις πλάκα».

«Δεν κάνω πλάκα, όμως, ξέρεις πολύ καλά ότι δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά».

«Τίποτα δε σε ενδιαφέρει…» μουρμούρισε.

Πήγαινα στοίχημα ότι ήθελε να το πει από μέσα της, αλλά της ξέφυγε.

«Κάπως έτσι…» παραδέχτηκα αμήχανα. «Εσύ τι κάνεις;»

«Τα ίδια».

«Εντάξει…»

«Λοιπόν, θα μου πεις πώς μπλέχτηκες σε αυτή την υπόθεση;» με ρώτησε.

«Μαλακίες… Ένας παλιός γνωστός μου ζήτησε να βοηθήσω μπας και δεν τα τινάξει ένας άλλος παλιός γνωστός», είπα.

«Α έτσι;»

«Ναι -κάπως έτσι».

«Και τι θα κάνει ο παλιός γνωστός για να σε προστατεύσει τώρα που σε ξεσκίζουν στα κανάλια;» ζήτησε να μάθει.

«Δε νομίζω ότι χρειάζομαι προστασία», είπα.

«Καλά -όπως νομίζεις…»

Έπεσε μια σιωπή.

«Να κλείσω λοιπόν, αν δεν έχεις να μου πεις κάτι άλλο», είπε όταν η σιωπή παρατράβηξε.

«Ναι, δεν έχω να σου πω κάτι άλλο», παραδέχτηκα.

Άκουσα τον ήχο του τέλους συνομιλίας αλλά έμεινα με το κινητό στο αυτί για κάμποσο ακόμα. Τι σκατά έκανα εδώ πέρα; Γιατί δεν ήμουν μαζί της;

 

Λοιπόν -έπρεπε να ανοίξω τηλεόραση, να δω τι γινόταν, αλλιώς θα τρελαινόμουν εδώ μέσα… Έβαλα μπροστά την ιεροτελεστία -γέμισα ένα ποτήρι με Στολίσναγια-τόνικ, έφερα δίπλα μου το ζίπο και τα Κάμελ, πήρα μια λεπτή κουβέρτα για την περίπτωση που θα νύσταζα και πάτησα το κουμπί. Χρειάστηκε να περιμένω κάμποση ώρα για να περάσουν τα τηλεπαιχνίδια και οι διαφημίσεις, οι διαφημίσεις, οι διαφημίσεις, οι τίτλοι των δελτίων ειδήσεων, οι διαφημίσεις, τα πρώτα θέματα, οι διαφημίσεις… Και μετά ήρθε η σειρά μου.

 

Φωτογραφίες μου από την εποχή που έμοιαζα πιτσιρικάς (χωρίς να είμαι -ποτέ δεν ήμουν), σε διαδηλώσεις (κακή ποιότητα, χοντρός κόκκος, εφημερίδα), η φωτογραφία μου από την Ασφάλεια μετά τη σύλληψη (αυτή έπαιζε φόντο στο ρεπορτάζ), φωτογραφία δίπλα σ’ εκείνη σε κάποια εκδήλωση 20 χρόνια πριν (πόσο όμορφη ήταν, πόσο απορημένος με την τύχη μου έδειχνα…) και για κλείσιμο η κλασική φωτογραφία με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος όσο η Αθήνα καιγόταν.

Άκουσα κιόλας ότι είχα συλληφθεί για σύσταση και συμμορία, ότι είχα προφυλακιστεί -αλλά δεν άκουσα ότι στο δικαστήριο που έγινε, αθωώθηκα. Άκουσα ότι υποστήριξα έμπρακτα τα μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, αλλά δεν άκουσα ότι η υποστήριξή μου αφορούσε μόνο το να καταθέσω ως μάρτυρας υπεράσπισης. Άκουσα ότι πρωτοστάτησα σε καταλήψεις σχολών, στα επεισόδια της Νομικής στην καταμέτρηση των εδρών για πολλά έτη (μαλακίες -για όλα τα έτη έπρεπε να πουν, όσο ήμουν φοιτητής η παράδοση απαιτούσε να πλακωνόμαστε στη Νομική τη νύχτα των εκλογών), άκουσα ότι συμμετείχα στις καταλήψεις κτιρίων, αλλά δεν άκουσα ότι η συμμετοχή μου αφορούσε απλώς τη διοργάνωση συναυλιών, άκουσα ότι ξεκινούσα επεισόδια σε κάθε πορεία που συμμετείχα (υπερβολές), άκουσα ότι είχα γράψει βιβλία αντιεξουσιαστικού περιεχομένου (φαίνεται ότι το να διηγείσαι τη ζωή σου είναι αντιεξουσιαστική πράξη), άκουσα ότι τα τελευταία χρόνια απέφευγα τη δημοσιότητα (όντως -τον τελευταίο μισό αιώνα και βάλε), ότι ήμουν επιθετικός (λάθος -πάντα αμυντικός διάλεγα να παίξω στα γηπεδάκια 5Χ5 με φίλους), άκουσα ότι ήμουν περίεργος και ψάχτηκα να δω μήπως είχα τίποτα κεραίες στο κεφάλι, ή μακρόστενα αυτιά σαν το δόκτωρ Σποκ.

Μετά πέρασαν στο Σαμουράι. Φυσικά και τον βρήκαν, φυσικά και ξέθαψαν την κατάληψη στη σχολή όπου συνεργαστήκαμε, φυσικά και μας έβγαλαν κολλητούς -η απαράμιλλη φιλία μαζί με την αγαστή συνεργασία καρποφόρησαν τα τελευταία 30 χρόνια, άσχετα που δεν είχαμε καμιά απολύτως επαφή. Όχι, δεν είχαν στοιχεία για τις μεταξύ μας συναντήσεις, αλλά ήταν σίγουροι ότι βλεπόμασταν συχνά-πυκνά και καταστρώναμε σχέδια. Πάντα στα πλαίσια της κατάργησης της εξουσίας με βίαια μέσα, βέβαια.

Κατέληγαν ότι ο πρωθυπουργός σκόπευε να μετατρέψει τη χώρα σε Σοβιετική Ένωση (ή Κούβα) κι ο γραμματέας της κυβέρνησης υλοποιούσε αυτό το σχέδιο σε συνεργασία με αποβράσματα σαν και του λόγου μου.

 

Στην αρχή είχα την αίσθηση ότι όλος ο κόσμος με έβλεπε αγουροξυπνημένο με το σώβρακο, μετά θύμωσα, μετά ένιωσα ότι το όλο θέμα δε με αφορά γιατί στην οθόνη περιέγραφαν έναν άνθρωπο που δεν γνώριζα και σε καμιά περίπτωση δεν ήμουν εγώ. Απλά αυτός ο τύπος είχε βρεθεί (κάποιες φορές) στα ίδια μέρη με μένα, είχε κάψει την Αθήνα περισσότερες φορές από όσες στην πραγματικότητα είχε καεί αυτή η πόλη και συνωμοτούσε με κάποιον άλλο, ονόματι Σαμουράι, που έμοιαζε, αλλά δεν ήταν ο Σαμουράι. Εκείνο που με ενοχλούσε ήταν η φωτογραφία της δίπλα σε αυτόν τον κάποιον. Ζήλευα μάλλον. Είχα την αίσθηση ότι η φωτογραφία ήταν τωρινή, γιατί εκείνη παρέμενε το ίδιο όμορφη όσο εγώ γερνούσα ενώ ο άλλος, που μου έμοιαζε, ήταν αγέραστος. Μαλάκας βέβαια και ηλίθιος κρεμανταλάς, αμήχανος σχετικά με το πώς να σταθεί και που να βολέψει τα χέρια του -όπως κι εγώ -αλλά αγέραστος.

Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα δει ούτε μια φωτογραφία του Αργύρη. Για την ακρίβεια δεν έλεγαν ούτε το όνομά του -το θεώρησα φυσικό γιατί θα έπρεπε να εξηγήσουν και τι είχε κάνει, για ποιο λόγο ήταν φυλακή και, όσο να πεις, ο Αργύρης δεν ήταν το πρότυπο του στυγνού τρομοκράτη που βλέπεις στις αμερικάνικες ταινίες…

 

Το ποτό είχε τελειώσει, οι ειδήσεις είχαν τελειώσει, το τασάκι ξεχείλιζε -σκεπάστηκα με την κουβέρτα, έφυγα από τα τηλεοπτικά κανάλια κι επέστρεψα στον λαβύρινθο της πλατφόρμας -αρκετά με την ενημέρωση…

 

Ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο Γκίνη, γινόταν συνέλευση κι ο κόσμος φώναζε, όταν όμως κοίταξα τριγύρω είδα ότι όλοι τους ήταν δυσδιάστατοι, σαν τις φιγούρες από χοντρό χαρτόνι που βάζουν στις εισόδους των κινηματογράφων. Δεν ένιωσα καμιά έκπληξη γιατί οι δυο-τρεις που βρίσκονταν στα διπλανά μου έδρανα ήταν από χρόνια πεθαμένοι -ο Βαγγέλης, ο Καβάτζας κι ο Κώστας που τον λέγαμε Σόλωνα -οι δυο πρώτοι είχαν πάει από πρέζα μετά τις συνεχόμενες προφυλακίσεις κι ο Κώστας που τον λέγαμε Σόλωνα είχε φουντάρει με τη βέσπα του από τον Κρεμαστό Λαγό. Ήταν όλοι τους νέοι και όμορφοι (πιο όμορφοι από τότε που ζούσαν -αλλά αυτά κάνει το σινεμασκόπ) κι ο ομιλητής σκαρφαλωμένος στην έδρα ούρλιαζε δείχνοντάς μας. Μετά έδειχνε μόνο εμένα, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε κι από δίπλα μου μύρισα καμένο χαρτί, φοβήθηκα να κοιτάξω, αλλά ήξερα ότι αν δεν έφευγα από το αμφιθέατρο θα καίγονταν όλοι εκεί μέσα, σηκώθηκα, τα πόδια μου αρνούνταν να δουλέψουν. Περπάτησα, όμως ο αέρας ήταν πιο πηχτός από τσιμεντόκολλα, προσπάθησα να μετρήσω να βήματα μέχρι την πόρτα κι η πόρτα όλο απομακρυνόταν, τότε ο ομιλητής μου φώναξε «αργείς και μας πλησιάζουν» και το δάχτυλό του άρχισε να μαυρίζει χωρίς να βλέπω τη φωτιά -πήγα να απαντήσω αλλά ο λαιμός μου είχε κλείσει, άπλωσα το χέρι αν και το πόμολο της πόρτας ήταν μακριά, με κύκλωσαν καπνοί, δεν μπορούσα ν΄αναπνεύσω κι ένα κουδούνι άρχισε να χτυπάει δαιμονισμένα.

 

Με ξύπνησε το κουδούνι της εξώπορτας, βρέθηκα με το κεφάλι στο πάτωμα και μέχρι να καταλάβω ότι είχα κοιμηθεί στον καναπέ πέρασε κάποια ώρα. Το κουδούνι εκεί -απτόητο. Πήγα μέχρι το θυροτηλέφωνο.

«Ποιος είναι;»

«Κώστας Παπαγιάννης», μούγκρισε η φωνή στην άλλη άκρη. Μετά μου είπε ότι ήταν δημοσιογράφος και το όνομα της εφημερίδας -την ήξερα, παλιά τη διάβαζα κιόλας, ακόμα πιο παλιά θυμάμαι ότι παίρναμε τηλέφωνο στα γραφεία της για να μάθουμε τα ονόματα των συλληφθέντων, μπας κι εντοπίσουμε τίποτα δικούς μας που τους είχαμε χάσει μετά από διαδηλώσεις.

«Και λοιπόν;» αναρωτήθηκα.

«Μπορώ ν΄ανέβω;» ζήτησε η φωνή.

Θα ήθελα να τον ρωτήσω περισσότερα, αλλά δεν είχα κουράγιο -χρειαζόμουν μια ασπιρίνη, ένα κρύο ντους και 2-3 καφέδες επειγόντως, έτσι του άνοιξα την εξώπορτα. Μετά πήγα κι άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός του και μετά χώθηκα στο μπάνιο, κατέβασα την ασπιρίνη, έχωσα το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση, έπλυνα τα δόντια μου για να φύγει η γεύση του καμένου χαρτιού και βγήκα στο καθιστικό. Ένας χοντρός τύπος, μεταξύ 30 και 40 χρονών, με περίμενε αμήχανα στην ανοιχτή πόρτα.

Τον πλησίασα.

«Καλημέρα», είπε.

Το στόμα του μύριζε άσχημα -σα να είχε μόλις ρευτεί καρυκεύματα.

«Έλα πιο μέσα», μουρμούρισα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Έκανε δυο βήματα αλλά δεν το αποφάσιζε να στρώσει τον κώλο του σε κάποια καρέκλα.

«Πάω να φτιάξω καφέ -θέλεις;» τον ρώτησα.

«Ναι -έναν γλυκό με γάλα», είπε.

«Αν είσαι τυχερός θα είναι γλυκός, αλλά για γάλα -ξέχασέ το», του εξήγησα.

 

Πήγα στην κουζίνα κι έφτιαξα δυο εσπρέσο, διπλούς, στον ένα έριξα τρίμματα ζάχαρης τα οποία ξεκόλλησα από τον πάτο κάποιου βάζου, ξαναπήγα στο καθιστικό και ανακάλυψα ότι ο δημοσιογράφος χάζευε τις στοίβες με τα βιβλία μου καθώς και ότι το δωμάτιο ήταν ασορτί με μένα -σε κακό χάλι.

«Κάτσε», του ζήτησα δίνοντάς του τον καφέ.

Κάθισε στην πολυθρόνα, κάθισα στον καναπέ -άρχισα να πίνω τον καφέ μου βιαστικά, πήγε να με μιμηθεί, στην πρώτη γουλιά στράβωσε τα μούτρα.

«Δεν ήσουν και τόσο τυχερός τελικά», απολογήθηκα.

Χαμογέλασε βεβιασμένα κι άφησε τον καφέ στο τραπεζάκι δίπλα του.

«Ήθελα να σας ρωτήσω κάποια πράγματα», είπε σιγά ενώ τραβούσε ένα σακ βουαγιάζ (προφανώς δικό του) προς το μέρος του.

Χαμογέλασα, άναψα τσιγάρο, ήπια καφέ -περίμενα.

«Δηλαδή, να σας πάρω συνέντευξη…» συμπλήρωσε.

«Σχετικά με ποιο θέμα;» απόρησα.

«Με αυτό που παίζουν στις ειδήσεις, μια βδομάδα τώρα», έκανε έκπληκτος.

«Και γιατί θα πρέπει να δώσω συνέντευξη; Δεν φτάνουν τα όσα ακούγονται στις ειδήσεις;»

«Θα ήταν καλό να υπάρχει και η δική σας άποψη…»

«Καλό για ποιον;» τον έκοψα.

«Για σας…»

«Κι εσείς ενδιαφέρεστε για το καλό μου δηλαδή;» χαμογέλασα.

Δεν ήξερε τι να πει, μάλλον, γι΄αυτό τράβηξε ακόμα μια τζούρα καφέ και το μετάνιωσε αμέσως.

«Λοιπόν, εντάξει -συνέντευξη, αλλά πριν δημοσιεύσεις θα μου στείλεις το κείμενο να το ελέγξω», είπα.

Στην τελική -γιατί όχι; Πόσο χειρότερα να γίνουν τα πράγματα;

Χαμογέλασε.

«Ευχαριστώ», είπε. «Μπορώ να τη μαγνητοφωνήσω;»

Κούνησα το κεφάλι όσο αυτός έβγαζε ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι από το σακ βουαγιάζ του. Η ασπιρίνη είχε κάνει δουλίτσα, το κεφάλι μου δεν κουδούνιζε πλέον -βοηθούσε κι ο καφές βέβαια. Άραξα αναπαυτικά στον καναπέ και τον περίμενα όσο αγκομαχούσε βγάζοντας ένα ζευγάρι γυαλιά κι ανοίγοντας το σημειωματάριο του.

«Πού βρήκες τη διεύθυνσή μου;» τον ρώτησα.

«Από…»

«Δεν έχει σημασία -άνοιξε το μαραφέτι να τελειώνουμε», τον έκοψα γιατί, στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να ξέρω.

 

Άκουσα το κλικ από το μαγνητοφωνάκι και μετά ο δημοσιογράφος ξεκίνησε.

«Κύριε Καστρινέ, σας κατηγορούν για μυστικές συνεννοήσεις με κυβερνητικό αξιωματούχο, τι έχετε να δηλώσετε σχετικά;» διάβασε από το σημειωματάριό του.

«Ότι μάλλον τα ειδησεογραφικά τμήματα των καναλιών πάσχουν από την έλλειψη καλών σεναριογράφων», είπα αυθόρμητα.

«Τι εννοείτε;»

«Εννοώ πώς τα δελτία ειδήσεων βγαίνουν βάσει σεναρίου -χτίζουν μια ιστορία και την παίζουν σε συνέχειες, τα δελτία ειδήσεων είναι η εξελιγμένη μορφή της σαπουνόπερας», είπα.

«Στο προκείμενο -δεν είχατε κάποια συνεννόηση…»

«Ο Αργύρης Δημητρακόπουλος, και θέλω να γράψετε κανονικά το όνομά του γιατί τα δελτία αποφεύγουν να το πουν, υπήρξε παλιός φίλος μου. Όσο κάναμε παρέα βέβαια δεν έβαζε βόμβες κι όταν άρχισε να βάζει βόμβες δεν κάναμε παρέα -είχαμε ξεκόψει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80…»

«Γιατί ξεκόψατε;»

«Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πήγα φαντάρος, η όλη υπόθεση τράβηξε κοντά δυο χρόνια κι όταν τελείωσα οι περισσότεροι γνωστοί μου είχαν εξαφανιστεί. Άλλος είχε πιάσει δουλειά, άλλος έφυγε για το εξωτερικό, κάποιοι πέθαναν… Ο Αργύρης δεν θυμάμαι τι έγινε, θυμάμαι όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, να διαβάζω ότι τον έπιασαν για βομβιστικές ενέργειες. Μετά έγινε κάποια δίκη όπου με κάλεσαν να καταθέσω σαν μάρτυρας υπεράσπισης -πήγα, δεν τα κατάφερα και ιδιαίτερα καλά…»

«Τι ακριβώς καταθέσατε στη δίκη του;»

«Ότι ο Αργύρης ανήκει σε συγκεκριμένο ιδεολογικό χώρο και οι ενέργειές του δεν είχαν σκοπό το προσωπικό όφελος, αλλά τη διάδοση των ιδεών του».

«Είναι οι βόμβες μέθοδος για τη διάδοση ιδεών;»

«Για τον Αργύρη φαίνεται πώς ήταν…»

«Άρα, μπορεί να πει κανείς ότι επικροτούσατε τις μεθόδους του».

Άναψα καινούργιο τσιγάρο.

«Αυτός που θα πει κάτι τέτοιο είναι ηλίθιος», του ξέκοψα. «Είναι κατανοητό ή χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις;»

«Εννοείτε ότι εσείς απλώς καταθέσατε μια κατάσταση χωρίς να ενστερνίζεστε…»

«Εννοώ ότι πίστευα κι εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Αργύρης έβαζε βόμβες για ιδεολογικούς λόγους. Αν πίστευα ότι είχε δίκιο θα έβαζα κι εγώ βόμβες -σωστά;»

«Εσείς δεν έχετε βάλει ποτέ βόμβα;» με κοίταξε σοβαρός, ανασαίνοντας βαριά.

«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» απόρησα.

«Για ιδεολογικούς λόγους», είπε.

«Δεν υποστηρίζω κανενός είδους ιδεολογία που δικαιολογεί μια επαναστατική ελίτ η οποία αναλαμβάνει εργολαβικά να σώσει τον κόσμο. Οι άνθρωποι ή θα σωθούν από μόνοι τους, ή θα χαθούν -σε κάθε περίπτωση δεν έχω καμιά διάθεση να επιλέξω στο όνομα των άλλων, συνήθως δεν έχω διάθεση να επιλέξω ούτε για τον εαυτό μου δηλαδή», ξεκαθάρισα.

«Αυτό σημαίνει ότι δεν έχετε εμπλακεί σε διαδηλώσεις, καταλήψεις και παρόμοιες ενέργειες;» ρώτησε.

«Τι σχέση έχουν οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις με τις βόμβες;» εκνευρίστηκα.

«Καμιά σχέση», παραδέχτηκε ντροπαλά. «Αλλά ας γυρίσουμε στην αρχική ερώτηση. Πείτε μας τι ακριβώς έγινε με την υπόθεση…»

Πήρα βαθιά ανάσα πριν ρίξω το παραμύθι.

«Διάβασα ότι ο Αργύρης έκανε απεργία πείνας και ήξερα ότι ο Σαμουράι…»

«Σαμουράι;»

«Έτσι τον λέγαμε στη σχολή, ήταν γνωστό αυτό σε όλους».

«Συνεχίστε».

«Τέλος πάντων, πήρα ένα τηλέφωνο στο γραφείο του Σαμουράι να τον ρωτήσω πώς μπορώ να μιλήσω με τον Αργύρη. Μου είπε ότι υπήρχε αυτό το νομοσχέδιο για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις φυλακές κι αν ήθελα να τον συναντήσω θα έπρεπε να επικοινωνήσω με το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αυτό έκανα κι έτσι έγιναν όλα».

«Όμως ακούγεστε να λέτε…»

«Ακούγομαι να λέω -μάλιστα. Αλλά αυτό που παίζουν στις ειδήσεις είναι 1 λεπτό από μια συζήτηση που κράτησε περίπου μισή ώρα. Αφού μας καταγράφουν παρά τη θέλησή μας και εντελώς παράνομα, ας βάλουν το σύνολο της συζήτησης».

«Τι κουβεντιάσατε εκείνη τη μέρα με τον Αργύρη;»

«Βασικά του είπα ότι θα ήταν καλύτερο να ζήσει παρά να πεθάνει».

«Μόνο αυτό;»

«Τι άλλο;»

«Ακούγεται να απειλεί στο τέλος της συνομιλίας σας κι εσείς να τον ενθαρρύνετε», είπε διστακτικά.

«Δηλαδή θεωρείτε λογικό να πω σε έναν άνθρωπο που κάνει απεργίας πείνας και δίψας ότι, άλφα, διαφωνώ με τις μεθόδους του και, βήτα, δε θα βγει ποτέ από εκεί μέσα;»

«Δεν ξέρω», είπε ο δημοσιογράφος.

Τέλειωσα τον καφέ μου και γύρισα προς το μέρος του.

«Κύριε Παπαγιάννη, να σας κάνω μια ερώτηση;»

«Τι εννοείτε;» έκανε μπερδεμένος.

«Έχετε δει αυτές τις χολιγουντιανές ταινίες με τους διαπραγματευτές; Εκείνους τους τύπους που προσπαθούν να πείσουν όσους ετοιμάζονται να αυτοκτονήσουν ότι δεν πρέπει να το κάνουν;»

«Ναι, έχω δει…» μουρμούρισε.

«Είδατε ποτέ κανέναν σε αυτές τις ταινίες να λέει στο άτομο που ετοιμάζεται να βουτήξει στο κενό ότι καλώς παθαίνει ότι παθαίνει, ότι οι επιλογές του είναι λάθος, ότι αν κατέβει από το πεζούλι θα τον μπουζουριάσουν και θα τον κάνουν ίσα με δέκα οκάδες στο ξύλο;»

«Όχι», παραδέχτηκε αμήχανα.

«Αυτή λοιπόν είναι η απάντησή μου στο θέμα των απειλών και της ενθάρρυνσης. Και, νομίζω, ότι είχα κάποιο αποτέλεσμα…»

Σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι του.

«Ας περάσουμε τώρα σ΄εσάς», ζήτησε.

«Το βρίσκετε αναγκαίο;» απόρησα.

«Ακούγονται τόσα πράγματα στα δελτία ειδήσεων…»

«Και γιατί πρέπει να απαντήσω εγώ κι όχι οι σεναριογράφοι των δελτίων;» αγανάκτησα ελεγχόμενα.

«Λένε ψέματα;»

«Έχουν παραποιήσει μια φωτογραφία μου και εκεί που είμαι με τον εκδότη μου χαμογελαστός έξω από τον εκδοτικό οίκο, ξαφνικά βρίσκομαι να χαμογελάω μόνος μπροστά από φασαρίες -αυτό λέγεται μοντάζ, έτσι δεν είναι;»

«Έχει συμβεί κάτι τέτοιο;» πετάχτηκε.

Σηκώθηκα και έφερα τη φωτογραφία από το γραφείο μου. Την άφησα πάνω στο σημειωματάριό του.

«Απίστευτο…» μουρμούρισε.

«Ελάτε τώρα -η πρώτη φορά είναι που το κάνουν, ή θα είναι η τελευταία;» τον γείωσα.

Έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή, ζούμαρε στη φωτογραφία μου και την τράβηξε.

«Αυτό θα κάνει πάταγο…» θαύμασε.

«Καλά -μην ενθουσιάζεσαι», προσπάθησα να τον μαζέψω.

«Έχουν παραποιήσει…»

«Αναφέρουν ότι έχω συλληφθεί -σωστά;»

«Σωστά».

«Δεν αναφέρουν όμως ότι αθωώθηκα γιατί δεν είχα κάνει τίποτα παράνομο. Όπως και δεν αναφέρουν ότι δεν έχω κάνει καμιά αξιόποινη πράξη -εκτός αν απαγορεύεται να συμμετέχεις σε καταλήψεις σχολών ή σε διαδηλώσεις».

«Οι καταλήψεις κτιρίων όμως…» προσπάθησε να πει.

«Και ποιο κτίριο κατέλαβα;» τον ρώτησα.

«Δε γνωρίζω».

«Ούτε κι εγώ», του είπα.

«Διαβάζοντας κανείς τα βιβλία σας…»

«Ναι;»

«Περιγράφονται πράξεις που βρίσκονται στα όρια της νομιμότητας και μερικές φορές, αυτά τα όρια παραβιάζονται».

«Στα βιβλία μου».

«Ναι, στα βιβλία σας».

«Άρα λοιπόν, ο συχωρεμένος ο Ναμπόκοφ έπρεπε να κατηγορηθεί για παιδεραστία, ο Βιάν για πολλαπλές δολοφονίες, κάπως έτσι;»

Χαμογέλασε.

«Λέτε λοιπόν ότι όσα περιγράφονται στα βιβλία σας είναι προϊόντα φαντασίας…»

«Όσα περιγράφονται στα λογοτεχνικά βιβλία -ακόμα και στα αμφιβόλου ποιότητας σαν τα δικά μου -δεν είναι πραγματικά γεγονότα. Σε διαφορετική περίπτωση θα πίναμε καφέ με τον Φίλιπ Μάρλοου, η αντιτρομοκρατική θα κυνηγούσε τον Μπέρναρντ Μίκεϋ Ρανγκλ και πολλοί από εμάς θα ξενυχτούσαμε κάτω από το παράθυρο της  βασιλικής οικογενείας των Φύρστενμπεργκ – Μπαρκαλόνα μπας και ξεμυτήσει η Λι Τσέρι -σωστά;»

Δεν πολυκατάλαβε τι εννοούσα, αλλά απέφυγε να ρωτήσει.

Έκλεισε το μαγνητοφωνάκι.

 

Όσο τακτοποιούσε τα υπάρχοντά του στο σακ βουαγιάζ άναψα καινούργιο τσιγάρο και υπολόγισα ότι θα έφτιαχνα ακόμα έναν καφέ όταν έφευγε.

«Πρέπει να τα πείτε και δημόσια όλα αυτά…» μουρμούρισε.

«Τι εννοείτε; Δημόσια δεν τα είπα; Δε θα δημοσιευτούν;» απόρησα.

«Ναι, αλλά η εφημερίδα δεν έχει την απήχηση…»

«Πράγμα που σημαίνει ότι θα το θάψουν το θέμα στις τηλεοράσεις -αν κατάλαβα καλά», τον διευκόλυνα.

«Κάπως έτσι…»

«Και προτείνεις να βγω σε κάποιο δελτίο ειδήσεων», συνέχισα βολτάροντας ανέμελα από τον ενικό στον πληθυντικό.

«Τότε σίγουρα θα σας ακούσουν περισσότεροι…» είπε.

«Κι αφού θα θάψουν μια συνέντευξη σε εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας, θεωρείς ότι δεν θα θάψουν κι εμένα αν βγω στα κανάλια τους;»

Το σκέφτηκε λίγο.

«Σας έχω εμπιστοσύνη», μουρμούρισε. «Κι έχω διαβάσει όλα τα βιβλία σας».

«Έτσι ε;»

Κούνησε το κεφάλι συνεσταλμένα. Μετά έψαξε στο σακ βουαγιάζ κι έβγαλε ένα βιβλίο.

«Θα μου το υπογράψετε;» ζήτησε.

«Προφανώς και όχι. Δεν είναι δικό μου το βιβλίο», είπα.

«Μα εσείς το γράψατε», μπερδεύτηκε.

«Τα βιβλία δεν είναι μοσχάρια στο Φαρ Ουέστ να τα μαρκάρουμε… Άλλο πράγμα είχα εγώ στον υπολογιστή μου, πριν εκδοθεί, άλλο πράγμα πήγε στο βιβλιοπωλείο και διαφορετικό είναι αυτό που έχετε εσείς στην κατοχή σας. Αν θέλετε υπογραφή στο βιβλίο, βάλτε τη δική σας κύριε Παπαγιάννη».

«Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω», παραδέχτηκε.

«Ούτε κι εγώ… Λοιπόν, καλημέρα σας…» έκανα και σηκώθηκα.

«Απόγευμα είναι», ψιθύρισε μπερδεμένος.

«Τότε καλησπέρα», έκανα απτόητος.

«Να μη βγάλουμε κάποιες φωτογραφίες για τη συνέντευξη;» ζήτησε.

«Δεν υπάρχει λόγος -χρησιμοποιείστε ότι έχετε από το αρχείο σας».

Σηκώθηκε αργά, με αποχαιρέτησε και βγήκε από την πόρτα.

 

Έμεινα πάλι μόνος στο σπίτι, αλλά στο σπίτι δεν ήμουν μόνος μου, υπήρχε ακόμα η βαριά μυρωδιά του Παπαγιάννη, υπήρχε η τηλεόραση που καραδοκούσε, το παράθυρο που με κοίταζε, οι τοίχοι που με πίεζαν, η Δήμητρα που ήταν εδώ χωρίς να θέλω, εκείνη που δεν ήταν εδώ χωρίς να ξέρω γιατί… Άπλωσα τα χέρια, έψαξα να βρω τους δικούς μου, αλλά ως φαίνεται, οι πεθαμένοι κοιμούνται τα απογεύματα.


 



[1] «Monkey Business», Marx Brothers

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!