Προηγούμενα:
Ξύπνησα πριν τη Δήμητρα, την
επόμενη μέρα -αν υποθέσουμε ότι κοιμήθηκα καθόλου δηλαδή. Γιατί αυτό που έκανα
όλο το βράδυ ήταν να πετάγομαι ιδρωμένος, κάποιες φορές πήγα μέχρι την πόρτα
της κρεβατοκάμαρας, είναι μανίκι να κοιμάται κάποιος στο ίδιο σπίτι με σένα
μετά από τόσο καιρό και ειδικά αν ο κάποιος δεν είναι εκείνη….
Έκανα ένα βιαστικό ντους,
ντύθηκα όλο νεύρα, γιατί δεν είχα πιει ακόμα καφέ και τσακίστηκα μέχρι τον φούρνο
της επόμενης γωνίας. Στο δρόμο ο ήλιος δυνάμωσε τον πονοκέφαλό μου, ψάχτηκα
στις μέσα τσέπες του μπουφάν, βρήκα ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά και μπήκα στο
φούρνο σε στυλ αόμματος.
Επέστρεψα στο σπίτι με μια
σακούλα τιγκαρισμένη -έβαλα το γάλα και το χυμό πορτοκάλι στο ψυγείο, το ψωμί
σ΄ένα ντουλάπι, τα κουλουράκια δίπλα στο ψωμί και κάτι κρουασάν τα παράτησα στη
σακούλα γιατί τα ξέχασα. Μετά πλακώθηκα να φτιάξω έναν ξεγυρισμένο εσπρέσο,
ελπίζοντας να μην την ξυπνήσει ο ήχος του ηλεκτρικού μύλου που άλεθε τους
κόκκους.
Άνοιξα τα παράθυρα, κάθισα
στον καναπέ παρέα με τον καφέ μου αλλά το μετάνιωσα επιτόπου -μεταφέρθηκα στο
τραπέζι δίπλα στο λάπτοπ και τα τσιγάρα. Θες γυρεύεις;
Άνοιξα μια αθλητική σελίδα για
να χαζέψω τα διεθνή νέα, άνοιξα και την τηλεόραση με χαμηλωμένο ήχο κι έριχνα
κλεφτές ματιές -βροχές και καταιγίδες προβλέπονταν στην ηπειρωτική χώρα και
πτώση της θερμοκρασίας. Όμορφα…
Τότε άκουσα να κλείνει πίσω
της η πόρτα της τουαλέτας, απαλά, σα να φοβόταν μη με ξυπνήσει. Έστησα αυτί
μπας και έκανε τίποτα εμετούς, αλλά αμέσως το σταμάτησα -δεν ξέρεις τι μπορεί
ν΄ακούσεις από μια τουαλέτα κι όταν είναι κάποια γυναίκα μέσα, καλύτερα να μην ρισκάρεις
τη γοητεία της…
Βγήκε μετά από κάνα δεκάλεπτο
ή περισσότερο, εγώ είχα τελειώσει την εμβριθή ανάλυση φιλοσοφικών αναλύσεων
περί των εναλλακτικών συστημάτων που χρησιμοποιούσε ο Πεπ Γκουαρδιόλα (εντάξει
αδερφέ, κι εγώ αν είχα τους παιχταράδες του θα έπαιζα μέχρι ποδοβόλεϊ στα
ντέρμπι) όταν μπήκε στο δωμάτιο. Την κοίταξα προσπαθώντας να διακρίνω σημάδια
καταπόνησης, αλλά μόνο στα μάτια της φαινόταν η κούραση -κατά τα λοιπά ήταν
στην πένα. Ή έτσι μου φάνηκε.
Κάθισε απέναντί μου στο
τραπέζι και έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της.
«Δεν πήγε και πολύ καλά αυτή η
συνέντευξη», μουρμούρισε νυσταγμένα.
«Καφέ;» ρώτησα.
«Ναι, παρακαλώ».
«Ζάχαρη;»
«Όχι»
«Γάλα;»
«Ναι»
«Χυμό πορτοκάλι;»
Με κοίταξε απεγνωσμένα.
«Λυπήσου με», παρακάλεσε.
Της έφτιαξα ένα πλήρες πρωινό
-αν και ποτέ δεν έμαθα τι σημαίνει αυτό, επειδή το δικό μου πλήρες πρωινό εξαντλούταν
στο ένας καφές αμέσως μετά τον καφέ. Πάρκαρα μπροστά της τα κουλουράκια
και έναν καπουτσίνο (ή λάτε;) πριν αράξω απέναντι κι ανάψω τσιγάρο. Μου έμεναν
δυο γουλιές από τον δικό μου καφέ, αλλά τις άφηνα για μετά το τσιγάρο, για να κρατήσω
τη γεύση.
«Χτες βράδυ…» ξεκίνησε να
λέει, αφού είχε πιει το μισό καφέ της.
«Χτες βράδυ… όλα καλά», την
καθησύχασα. «Απλά αυτόν τον καιρό έχω κάποια άσχημα θέματα…»
Με κοίταξε, περιμένοντας να
συνεχίσω, όπως φοβόμουν.
«Και λέγοντας τον τελευταίο
καιρό, εννοώ την τελευταία δεκαετία… και λέγοντας άσχημα θέματα,
εννοώ ότι είμαι άσχημα ερωτευμένος με τη γυναίκα μου…» συμπλήρωσα.
«Είσαι παντρεμένος;» ρώτησε.
«Πες το κι έτσι…»
«Και η γυναίκα σου;»
«Ζει στο σπίτι μας, εγώ
έφυγα…»
Άναψε τσιγάρο και με κοίταξε.
«Να ρωτήσω γιατί;»
Επειδή ήμουν ένα περιττό
βάρος χωρίς διάθεση για τίποτα και δεν υπήρχε λόγος να την μιζεριάζω κι εκείνη.
«Όχι -καλύτερα να μη
ρωτήσεις», είπα.
«Εντάξει, ας αλλάξουμε θέμα..»
πρότεινε κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο μου. «Εσύ δεν είσαι στη φωτογραφία;»
«Ποια φωτογραφία;»
«Αυτή που δείχνουν στην
τηλεόραση».
Γύρισα απότομα και ήμουν
σίγουρος ότι ήταν κάποιο χοντροκομμένο αστείο από αυτά που κάνουν τα αγόρια στο
σχολείο, αλλά δεν ήταν αστείο γιατί η Δήμητρα δεν ήταν αγόρι. Στην οθόνη υπήρχε
όντως μια φωτογραφία μου, δεκαετίας και βάλε -στεκόμουν σαν το μαλάκα με τα
χέρια σταυρωμένα και χαμογελούσα -πίσω μου καιγόταν ο τόπος, μπάτσοι, καδρόνια,
διαδηλωτές με full face…
Πότε ήταν αυτό; Δεν το θυμόμουν καθόλου και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί
πόζαρα…
Η Δήμητρα ανακάλυψε το
τηλεκοντρόλ και άνοιξε τη φωνή.
«… κυρίαρχη μορφή του
αντιεξουσιαστικού χώρου με πλούσια συμμετοχή σε ενέργειες που θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν έκνομες», είπε η αόρατη αντρική φωνή. «Τώρα θα ακούσετε το ηχογραφημένο
απόσπασμα από τη συνομιλία του Νίκου Καστρινού με γνωστό τρομοκράτη, ο οποίος
εκτίει την ποινή του στις φυλακές Δομοκού».
Ένιωσα τα γόνατά μου να
κόβονται.
«Το ρεζουμέ είναι ότι ο
Σαμουράι μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες κράτησης και για σένα και για
τους υπόλοιπους φυλακισμένους, αλλά θέλει να σταματήσεις την απεργία», άκουσα
τη φωνή μου μπουκωμένη από την κακή ηχογράφηση.
«Εκεί κατάντησες, Καστρινέ;
Μεσάζοντας της εξουσίας;» άκουσα τον Αργύρη, εξίσου μπουκωμένο.
«Κι όποιος σε ρωτήσει εκεί
έξω, να του πεις ότι συνεχίζω κανονικά και σύντομα θα βγω από αυτή την τρύπα
και θα τους μπιιιιιιιιιπ», συνέχισε ο Αργύρης.
«Καλά θα κάνεις»,
απάντησα εγώ.
Εκεί τελείωσε το μαγνητοφωνημένο απόσπασμα.
«Είναι προφανές ότι υπήρξε
συναλλαγή μεταξύ κάποιου υψηλόβαθμου κυβερνητικού παράγοντα, ο οποίος
αναφέρεται με κωδική ονομασία, πράγμα που δημιουργεί πρόσθετες απορίες, και
ενός καταδικασμένου τρομοκράτη. Σε αυτή τη συναλλαγή, ο Νίκος Καστρινός
χρησιμοποιήθηκε ως μεσάζοντας», είπε η αόρατη αντρική φωνή, όσο ο εαυτός μου με
κοίταζε από την οθόνη χαμογελώντας ηλίθια.
Πότε στο διάολο τράβηξαν αυτή
τη φωτογραφία;
Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας
χοντρός με τρισάθλια μπλε γυαλιά πρεσβυωπίας, μαζί με μια άσχημη κοπέλα που
είχε μια έκφραση σα να είχε μόλις φάει σκατά.
«Αυτή η κυβέρνηση δε θα
σταματήσει να μας εκπλήσσει», είπε ο χοντρός.
«Αρνητικά πάντα», συμπλήρωσε η
κοπέλα.
«Ας περάσουμε τώρα σε άλλο
θέμα», είπε ο χοντρός.
Συνέχισα να χαζεύω το επόμενο
θέμα αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα από όσα έλεγαν. Και μετά πέρασαν σε άλλο θέμα
κι εγώ χάζευα απορροφημένος, μέχρι που με σκούντησε η Δήμητρα.
«Τι είναι όλο αυτό;» με
ρώτησε.
«Δεν ξέρω», είπα αφηρημένα.
«Εσύ μιλούσες στο
ηχογραφημένο;»
«Ναι»
«Με ποιον;»
«Τον Αργύρη. Ένα φιλαράκο που
είναι φυλακή. Είχα πάει να τον δω…»
Έφυγε από δίπλα μου, πήρε ένα
κουλουράκι κι άρχισε να το μασουλάει.
«Ποιος σας ηχογράφησε;» με
ρώτησε τελικά.
«Πού να ξέρω;» απόρησα.
«Όποιος το έκανε πάντως, έδωσε
υλικό στα κανάλια να ξεσκίζουν την κυβέρνηση για κάνα μήνα», διαπίστωσε.
«Ένα μήνα;» ψέλλισα.
«Τι νομίζεις -ότι εδώ θα
τελειώσει όλο αυτό; Έχουν συνομιλία με δυο τρομοκράτες, από τους οποίους ο ένας
κάνει συνεννοήσεις με την κυβέρνηση για να βολέψει τον άλλο».
«Δυο τρομοκράτες;»
«Νομίζεις ότι θα σε
παρουσιάσουν σαν κάτι διαφορετικό;»
«Να βολέψει;»
«Αυτό φάνηκε», μου είπε
δείχνοντας την τηλεόραση.
«Να βολέψει -μάλιστα…» είπα με
τη σειρά μου. «Δηλαδή, σα να λέμε, ο γνωστός τρομοκράτης εγώ, έταξα κάποια
θεσούλα, τίποτα διορισμό στο Δημόσιο, στον άλλο τρομοκράτη, τον Αργύρη…»
«Αυτό θα παίξει», με
διαβεβαίωσε.
«Ρε δε γαμιόμαστε;» τινάχτηκα
απότομα.
«Θα μπορούσαμε χτες βράδυ…
Σήμερα είναι αργά», μου απάντησε χαμογελώντας.
Την κοίταξα.
«Καλή ατάκα, μόνο που συνήθως
τη χρησιμοποιώ εγώ», της είπα.
«Συνήθως», επανέλαβε.
Άναψα τσιγάρο ξεχνώντας να πιώ
τις δυο τελευταίες γουλιές του καφέ μου. Κοίταξα τον απέναντι, άδειο, τοίχο κι
ο τοίχος με κοίταξε ανέκφραστα -έτσι κάνουν οι τοίχοι, ειδικά όταν είναι
άδειοι.
«Μάλιστα», είπα χωρίς λόγο.
«Τι θα κάνεις για όλο αυτό;»
με ρώτησε.
«Τι να κάνω; Τίποτα δεν θα
κάνω. Δε με αφορά η τηλεόραση».
«Δεν ισχύει το ίδιο για την
κυβέρνηση όμως».
«Ούτε η κυβέρνηση με αφορά»,
της εξήγησα.
«Κι αυτός ο Σαμουράι…»
αναρωτήθηκε.
«Τι τρέχει με το Σαμουράι;»
αναρωτήθηκα με τη σειρά μου.
«Είναι όντως…»
«Έτσι φαίνεται».
«Και γιατί Σαμουράι;»
«Έτσι τον λέγαμε από παλιά»,
της είπα.
«Δύσκολη κατάσταση…»
μουρμούρισε.
«Μην ασχολείσαι», της
πρότεινα.
Κάθισε πάλι στη θέση της,
τελείωσε τον καφέ της αμίλητη.
«Μάλλον πρέπει να πηγαίνω»,
διαπίστωσε.
«Μάλλον ναι», είπα.
Σηκώθηκε, άρχισε να μαζεύει τα
πράγματά της, κοντοστάθηκε.
«Αν χρειαστείς βοήθεια…» είπε.
«Θα σε φωνάξω», την έκοψα.
«Κι αν δεν χρειαστείς…»
«Πάλι θα σε φωνάξω».
«Αλήθεια;»
«Η αλήθεια είναι παροδική»,
είπα.
Φόρεσε το παλτό της, με φίλησε
στο μάγουλο κι έφυγε.
Έμεινα μόνος, τέσσερεις
τοίχοι, μια πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο, ένας διάδρομος που οδηγούσε στην
κουζίνα, το μπάνιο και το υπνοδωμάτιο. Μια τηλεόραση που έπαιζε διαφημίσεις.
Από πού ήταν εκείνη η φωτογραφία που έδειχναν στην τηλεόραση; Τι φορούσα; Ίσως
έτσι να θυμόμουν… Μαύρο δερμάτινο μπουφάν -εντάξει, αυτό φοράω τα τελευταία
εκατό χρόνια. Μαύρο μπλουζάκι. Με στάμπα; Χωρίς στάμπα. Και χαμογελάω -γιατί;
Μα επειδή ποζάρω με τον εκδότη μου, στην εκδήλωση για την κυκλοφορία του
βιβλίου μου. Ποιου βιβλίου μου; Κάποιου βιβλίου. Και πού πήγε ο εκδότης; Και
γιατί πίσω μου γίνεται της κόφας; Επειδή είναι φωτομοντάζ… Μου ήρθε από το
πουθενά κι έτσι έτρεξα στα συρτάρια του γραφείου, έψαξα ανάμεσα σε
σημειωματάρια, καλώδια φορτιστών, μπαταρίες τηλεφώνων, συρραπτικά… Φωτογραφίες
πεταμένες άτσαλα. Εγώ κι εκείνη σε διακοπές -πίσω μας ο Δούκας πενταβρώμικος
-Κρήτη. Εγώ κι εκείνη σε μπαράκι -ο Δούκας δεν φαίνεται. Εγώ μόνος, γελοίος με
μαγιό -Εύβοια. Εγώ με διάφορους πεθαμένους. Εγώ με λίγους ζωντανούς. Κι
επιτέλους -εγώ με τον εκδότη μου, εκείνον τον καλόβολο, αργοκίνητο γεράκο που
τόσο πολύ ήθελε να βγάζει βιβλία μου αλλά βαριόταν ν’ ασχοληθεί. Εγώ με τα
χέρια σταυρωμένα στο στήθος να χαμογελάω, εκείνος δίπλα μου, έγερνε μονόπαντα
από μια τεράστια δερμάτινη τσάντα. Πίσω μας η είσοδος του εκδοτικού οίκου, η
είσοδος του εκδοτικού οίκου όχι η Αθήνα που καιγόταν… Καργιόληδες…
Τράβηξα τη φωτογραφία και την
άφησα πάνω στο τραπέζι. Έμεινα να τη χαζεύω κάνα δεκάλεπτο ή έτσι μου φάνηκε. Σταμάτησα
να την κοιτάζω όταν χτύπησε το τηλέφωνο, το σταθερό. Πήγα μέχρι τη βάση
φόρτισης για να το σηκώσω.
«Παρακαλώ»,
«Έλα, εγώ είμαι», είπε ο
Σαμουράι από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Σε περίμενα», του είπα.
«Ναι, εντάξει… Είδες
τηλεόραση;»
«Είδα».
«Τι έχεις να πεις;»
«Ότι ο παρουσιαστής φορούσε
άθλια γυαλιά και η κοπέλα δίπλα του ήταν σα να είχε φάει σκατά», είπα.
«Δεν είναι ώρα για πλάκες,
Κάστρο».
«Αλήθεια; Και τι είναι όλο
αυτό δηλαδή; Για εξήγησέ μου εσύ που είσαι της βαθυστόχαστης…»
«Θα μας τσακίσουν, ο
πρωθυπουργός είναι ανήσυχος».
«Να του πεις να μην τρώει
βαριά το βράδυ και θα του περάσει», συμβούλευσα.
«Κόψε τις μαλακίες», με
γείωσε. «Πρέπει να βρεθούμε».
«Πρέπει;»
«Σίγουρα. Στο μεταξύ θα βγει ο
εκπρόσωπός μας να κάνει ανακοίνωση».
«Και τι θα λέει;»
«Τι να πει ρε Κάστρο; Την
αλήθεια»
«Η αλήθεια είναι παροδική»,
επανέλαβα για δεύτερη φορά μέσα στο τελευταίο δίωρο.
«Λοιπόν, αυτοί σίγουρα θα
έχουν ρίξει κάποιον δικό τους έξω από το σπίτι σου, άρα δεν μπορώ να έρθω. Για το
γραφείο μου και τη Βουλή δεν το συζητάμε…» υπολόγισε ο Σαμουράι.
«Κάτσε -τι εννοείς ότι θα
έχουν ρίξει κάποιον έξω από το σπίτι μου; Ποιοι είναι οι αυτοί; Η
Ασφάλεια; Το Σπουδαστικό; Η ΚΥΠ;»
«Τα κανάλια ρε Κάστρο -πού
ζεις;»
«Το ότι ζω το έχεις σίγουρο
δηλαδή;» απόρησα.
«Τέλος πάντων, άστο, θα κανονίσουμε εμείς τη συνάντηση».
«Να κανονίσετε», επικρότησα.
«Σε μισή ώρα θα βγει η δήλωση
του εκπροσώπου».
«Δε θα παραλείψω…» τον
διαβεβαίωσα, κλείνοντας το τηλέφωνο.
Κάθισα στον καναπέ με το
στομάχι κόμπο. Απέναντί μου, όρθιος, ο Άρης Μαλτέζος, με τα χέρια σταυρωμένα
στο στήθος, χαμογελαστός όπως εγώ στη φωτογραφία. Όχι, δε φορούσε μαύρο
δερμάτινο μπουφάν.
«Σε πήραν χαμπάρι», μου είπε.
«Δεν κρυβόμουν», απάντησα.
«Το πιστεύεις αυτό;»
Κούνησα το κεφάλι.
«Τώρα τι γίνεται, είναι το
θέμα…» μουρμούρισα.
«Τώρα… τι να γίνει τώρα; Θα σε
κάνουν κομμάτια στις ειδήσεις μέχρι να βαρεθούν, αυτό θα γίνει τώρα».
«Έτσι λες;»
«Γιατί -εσύ λες κάτι
διαφορετικό; Είσαι ενδιάμεσος φίλε μου, είσαι το σαμάρι -θα σε χτυπάνε μέχρι
ν΄ακούσει το γαϊδούρι…»
«Κάποια άποψη για την
εκλεγμένη κυβέρνηση του τόπου», γέλασα.
«Δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά.
Κυβερνήσεις, εκλογές, το έθνος, το καλό του λαού…»
«Ούτε κι εμένα, αλλά εδώ
πρόκειται για φίλο…» επεσήμανα.
«Το Σαμουράι; Εντάξει λοιπόν,
έκανες ότι σου ζήτησε -αν στράβωσε η φάση, δεν είναι δικό σου θέμα».
«Δεν είναι δικό μου θέμα. Αλλά
από πότε με ενδιαφέρουν μόνο τα δικά μου θέματα;»
«Από τότε που θάφτηκες εδώ
μέσα και περιμένεις να πεθάνεις», γέλασε εκείνος. «Αν και νομίζω πώς ούτε τα
δικά σου θέματα σε ενδιαφέρουν».
Συμφώνησα σκεπτικός.
«Πρόσεχε εκεί έξω, γιατί στην
έχουν στημένη. Ότι κι αν κάνεις, κινήσου υποβρυχιακά», με συμβούλευσε.
«Run silent, run deep», μουρμούρισα.
«Σωστός νομίζω», γέλασε καθώς
εξαφανιζόταν.
Κοίταξα το ρολόι μου, έφτανε η
ώρα για τη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου -έβαλα το κρατικό κανάλι γελώντας
-πού φτάσαμε ρε φίλε, να παίρνουμε γραμμή από την κυβέρνηση…
Μετά από κάτι διαφημίσεις για
αλυσοπρίονα και πάνες ακράτειας ενηλίκων, βγήκε στην οθόνη ένας πιτσιρικάς με
απροσδιόριστο ύφος και περιποιημένο μουσάκι. Είπε εκεί πέρα τα δικά του, για
θέματα που δε γνώριζα ούτε και ήθελα να μάθω -μετά άρχισαν οι ερωτήσεις.
«Κύριε εκπρόσωπε, τι έχετε να
δηλώσετε για την υπόθεση που απασχολεί την επικαιρότητα σχετικά με τις
δοσοληψίες κυβερνητικού παράγοντα με καταδικασμένο τρομοκράτη;» ακούστηκε από
το βάθος μια αντρική φωνή με βαριά, λεσβιακή (το νησί, όχι η σεξουαλική
προτίμηση) προφορά.
«Δεν υπήρξε καμιά δοσοληψία»,
του ξέκοψε ο πιτσιρικάς εκπρόσωπος. «Ο κύριος Καστρινός αιτήθηκε στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης να παρέμβει προκειμένου να διακοπεί μια ιδιαίτερα επικίνδυνη, για
τη ζωή του συγκεκριμένου φυλακισμένου, απεργία πείνας και δίψας. Το αίτημά του
ήταν ανθρωπιστικής φύσης και σαν τέτοιο έγινε άμεσα αποδεκτό. Ο κύριος
Καστρινός βοήθησε στο να σωθεί μια ζωή και γι΄αυτό τον ευχαριστούμε».
«Ποιος είναι ο Σαμουράι;»
ακούστηκαν δυο-τρεις φωνές από το βάθος.
«Δεν γνωρίζω κανένα Σαμουράι
πέραν αυτών που έχω δει σε ταινίες του κινηματογράφου», απάντησε ο πιτσιρικάς.
«Ο κύριος Καστρινός
επικαλέστηκε τη διαβεβαίωση αυτού του Σαμουράι προκειμένου να πείσει τον
καταδικασμένο τρομοκράτη», είπε η μια γυναικεία φωνή.
«Άκουσα το σχετικό απόσπασμα»,
απάντησε ο πιτσιρικάς. «Αυτά που λέει ο κύριος Καστρινός είναι αναρτημένα σε Δημόσια
Διαβούλευση -πρόκειται για το νομοσχέδιο για τις συνθήκες κράτησης που θα έρθει
εντός του μήνα για ψήφιση στη Βουλή. Άρα, δεν υπήρξε κάποια δοσοληψία, κάποια
συναλλαγή κάτω από το τραπέζι. Οι συνθήκες κράτησης είναι τριτοκοσμικές και θα
αλλάξουν άμεσα -όχι προς χάριν ενός φυλακισμένου, αλλά προκειμένου να
συμβαδίζουμε με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη».
Τότε ένας άλλος δημοσιογράφος,
πιο φιλικός προς τον χρήστη, έκανε ερώτηση για άλλο θέμα κι έτσι η
υπόλοιπη συνέντευξη του κυβερνητικού εκπροσώπου σταμάτησε να έχει ενδιαφέρον
για μένα.
Αυτό έγινε λοιπόν… Έκανα
αίτηση, υποθέτω κοπάνησα και δυο τρία χαρτόσημα υπέρ ΟΓΑ, τίποτα παράβολα και
τέτοια… Νίκος Καστρινός, φιλάνθρωπος παύλα ακτιβιστής -φοβήθηκα ότι αν το έλεγα
φωναχτά θα πάθαινα πονόλαιμο. Χτύπησε το σταθερό και πήγα μέχρι τη βάση του για
να το πιάσω.
«Άκουσες;» με ρώτησε ο
Σαμουράι.
«Ενδελεχώς», απάντησα.
«Σε μισή ώρα, στο γραφείο του
Αλέκου», μου είπε.
«Καλώς».
«Πρόσεξε μη σε πάρουν από
πίσω», φώναξε.
«Μην ανησυχείς -θα τους πω να
με πάρουν από μπροστά», τον καθησύχασα.
Δε γέλασε. Ούτε κι εγώ.
Ήταν περίπου 4 το απόγευμα
όταν βγήκα από την πολυκατοικία μου, με το δερμάτινο κουμπωμένο ως τ΄αυτιά
γιατί ο ήλιος είχε παρατήσει κάθε προσπάθεια να ζεστάνει αυτόν τον καταραμένο
τόπο. Στο πεζοδρόμιο, ο Δούκας με περίμενε στωικά -καθώς ξεκλείδωνα το λουκέτο
κοίταξα τριγύρω. Και βέβαια, στο απέναντι πεζοδρόμιο περίμενε ένας καργιόλης,
στα πόδια του παρατημένο το σακ βουαγιάζ (φωτογραφική μηχανή με τρίποδο και
τηλεφακό να υποθέσω;) κάπνιζε (μπορούσα να δω κάμποσες γόπες γύρω του) και με έκοβε
στα ίσα. Είπα να πάω εκεί πέρα και να του βάλω το λουκέτο στον κώλο, αλλά το
σκέφτηκα καλύτερα κι έτσι ανέβηκα στο Δούκα. Τον περίμενα ζεσταίνοντας δήθεν
τον κινητήρα -μέσα από τους καθρέφτες τον είδα να τρέχει προς κάποιο αμάξι.
Φόρεσα το κράνος με αργές κινήσεις, δίνοντάς του χρόνο να καθίσει πίσω από το
τιμόνι. Έβαλε μπροστά, άνετος, γιατί ήταν τόσο μαλάκας που δεν είχε πάρει
χαμπάρι ότι απλώς σταμπάριζα το αυτοκίνητό του.
Μετά ξεκίνησα χαλαρά -σε στυλ χαζεύω
τα αξιοθέατα.
Πήγαμε κάνα δυο χιλιόμετρα,
τον έβλεπα να σκαλίζει το ραδιόφωνό του ψάχνοντας τους σταθμούς κι έτσι χώθηκα
στην κυκλοφορία, φροντίζοντας να τον κρατάω κοντά μου στα μποτιλιαρίσματα. Πριν
το φανάρι της Αλεξάνδρας έκοψα ταχύτητα, σα να έψαχνα στενό να στρίψω. Βρεθήκαμε
κάπου στη μέση της ουράς, περιμέναμε -όταν άναψε πράσινο καβάλησα πεζοδρόμιο
και πετάχτηκα μπροστά, 100 μέτρα ήταν αυτά -πρόλαβα οριακά πριν γίνει πάλι
κόκκινο και αντίο μαλάκα. Έφυγα σφαίρα στην Πατησίων, χώθηκα στα
Εξάρχεια, έκανα τα στενά μέχρι να ξαναβγώ Ακαδημίας κι από εκεί πήρα το δρόμο
για Καλλιθέα, μέσω πλατείας Συντάγματος. Πάρκαρα το Δούκα σ΄ένα σούπερ μάρκετ,
πίσω από κάτι ΚΑΦΑΟ της ΔΕΗ και πήγα στο γραφείο του Βραχνά με τα πόδια,
κοιτάζοντας γύρω μου. Κόσμος ελάχιστος, καργιόλης άφαντος.
Το γραφείο του Βραχνά ήταν
κλειστό για το κοινό -το κατάλαβα μπαίνοντας στον σκοτεινό και έρημο χώρο
υποδοχής, όμως η μπεζ πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Έβλεπα ήδη το Σαμουράι χυμένο σε
μια πολυθρόνα και τον Αλέκο δίπλα του όρθιο όσο έμπαινα φουριόζος.
«Καλώς τα μάτια μας τα δυο»,
είπε ο Αλέκος.
Ο Σαμουράι δε μίλησε.
«Θέλεις καφέ;» ρώτησε ο
Αλέκος.
Δεν ήθελα.
«Λοιπόν Κάστρο… πώς το βλέπεις
το όλο θέμα;» ρώτησε ο Σαμουράι.
Κάθισα σε μια πολυθρόνα,
έβγαλα Κάμελ-ζίπο, ο Αλέκος τσακίστηκε να βρει το περίπου τασάκι του.
«Δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να
το δω», είπα.
«Μπήκες στο χορό, φίλε…» έκανε
ο Αλέκος πηγαίνοντας προς την πολυθρόνα πίσω από το γραφείο του.
«Νομίζω ότι το τραγούδι μου
μόλις τελείωσε», συνέχισα τη βλακώδη χρήση μεταφορών.
«Αντιθέτως…» μουρμούρισε ο
Σαμουράι. «Είσαι σίγουρος ότι δε σε πήρε κανένας από πίσω;»
«Εγώ ναι -εσύ;» ρώτησα με τη
σειρά μου.
«Εντάξει… Αλλά υπήρχε
κανένας…»
«Βέβαια -τα ξέρεις αυτά, εμείς
οι διάσημοι έχουμε συνηθίσει στους παπαριάτσι», χαμογέλασα.
«Α ρε Κάστρο, μια ζωή μούτρο…»
πανηγύρισε στο άσχετο ο Αλέκος.
Ο Σαμουράι μαζεύτηκε, το
γύρισε σε σταυροπόδι και έγειρε προς το μέρος μου.
«Θα το συνεχίσουν, δεν θα το
αφήσουν έτσι», μου είπε. «Πρέπει να δούμε το επόμενο βήμα...»
Τον κοίταξα ανέκφραστος,
περιμένοντας.
«Είναι αρκετά ηλίθιοι ώστε να κάνουν
τη σύνδεση του Σαμουράι με το επώνυμό μου», συνέχισε.
«Δεδομένο αυτό;» ρώτησα.
«Αν ήταν, θα το είχαν κάνει
ήδη», είπε.
«Εκτός αν το κρατάνε για τη
συνέχεια του σήριαλ», πρότεινα.
«Δεν μπορούν να αποδείξουν…»
πετάχτηκε ο Αλέκος.
«Μη γίνεσαι μαλάκας», του είπα
χωρίς να τον κοιτάζω. «Αν βρουν ότι ήμασταν συμφοιτητές με το Σαμουράι, όλα θα
πάνε χαρτί…»
«Και πού θα το βρουν;» θύμωσε
ο Αλέκος.
«Θυμάσαι ποιος άλλος ήταν
συμφοιτητής μας, εκείνα τα χρόνια;» τον κάρφωσε ο Σαμουράι.
Θυμήθηκε. Κι εγώ θυμόμουν -από
την αρχή της κουβέντας… Στελεχάρα, κομματικός νεολαίος της Δεξιάς -νυν
ανεξάρτητος και άτεγκτος δημοσιογράφος λέμε τώρα…
«Τον ήπιαμε», κατέληξε ο
Αλέκος.
Έσβησα το τσιγάρο μου, τους
κοίταξα ήρεμα.
«Θέλετε να μου πείτε ρε
λεβέντες ότι είστε στην κυβέρνηση και δεν μπορείτε να κουμαντάρετε τον Τύπο;»
απόρησα.
Γέλασαν και οι δύο, στενάχωρα.
«Για να τους κουμαντάρουμε
πρέπει να τους ταΐσουμε και δεν υπάρχει σάλιο…», σχολίασε ο Σαμουράι. «Ούτε και
διάθεση», βιάστηκε να προσθέσει.
«Δηλαδή σα να λέμε -είστε
κυβέρνηση περιορισμένων αρμοδιοτήτων», παρατήρησα.
Δε μίλησαν.
«Εντάξει… Αφήστε τους να λένε.
Σε τελική ανάλυση δεν έκανες και τίποτα κακό -απλώς επανέλαβες το νόμο που
έχετε δημοσιεύσει για διαβούλευση, έτσι δεν είπε ο πιτσιρίκος;» αναρωτήθηκα.
«Καμιά σχέση», με γείωσε ο
Σαμουράι. «Θα το κάνουν λάστιχο, θα κοπανάνε συνέχεια ότι είχαμε συναλλαγές με
τρομοκράτη και κανένας δε θα ενδιαφερθεί για την ουσία του πράγματος».
«Ωραία -βγείτε κι εσείς να
πείτε ότι σώσατε μια ζωή και θα σώσετε ακόμα περισσότερες με ένα νόμο που ήδη
φτιάχνατε…» είπα.
«Και ο οποίος βγήκε στη
Διαβούλευση μετά τη συνάντησή σου με τον Αργύρη», με συμπλήρωσε ο
Σαμουράι.
Πετάχτηκα από την καρέκλα,
πήγα μέχρι το παράθυρο, κοίταξα κάτω το δρόμο -νύχτωνε.
«Λοιπόν, νομίζω ότι δε με
χρειάζεστε άλλο», είπα.
«Πρέπει να βγεις στην
τηλεόραση», είπε ο Σαμουράι.
Γύρισα. Τον κοίταξα
προσπαθώντας να φανώ ψύχραιμος.
«Ούτε για πλάκα», του ξέκοψα.
«Δεν θα το κάνεις μόνο για
εμάς, θα το κάνεις και για σένα», με πληροφόρησε.
Πήγα και στάθηκα από πάνω του.
«Πώς το εννοείς;» τον ρώτησα.
«Θα σε κόψουν στη μηχανή του
κιμά και θα σε φάνε μαζί μ’ εμάς», είπε σιγά.
«Εντάξει -ελπίζω να είμαι
νόστιμος, γιατί εσείς δεν τρώγεστε», του ξεκαθάρισα.
«Μη γαμιέσαι ρε Κάστρο…»
πετάχτηκε ο Αλέκος όσο μασούλαγε ένα τοστ, ξεχασμένος πίσω από το γραφείο του.
Ξαφνιάστηκα.
«Έχει και μπουφέ το
κατάστημα;» απόρησα.
Ο Σαμουράι σηκώθηκε, έφερε το
δεξί του χέρι στον ώμο μου και με κοίταξε.
«Όταν σφίξουν τα γάλατα, κράτα
με απέξω», μου ζήτησε. «Αν με έχουν βγάλει στον τάκο, πες ότι απλά μιλήσαμε
-τηλεφωνικά -και σε προέτρεψα να πας μέσω Υπουργείου Δικαιοσύνης».
Έσπρωξα το χέρι του μακριά σα
να τίναζα κατσαρίδα.
«Κοίτα κάτι -δε μου αρέσουν
καθόλου όλα αυτά, από την αρχή δεν μου άρεσαν», του είπα. «Μην περιμένεις να
βγω στα κανάλια, μην περιμένεις να σας στηρίξω, μην περιμένεις τίποτα,
γενικότερα δηλαδή. Και θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν αυτή είναι η τελευταία
επαφή που έχετε μαζί μου. Καλά;»
Τον κοίταξα κατάματα -κι αυτός
το ίδιο, αμίλητος. Μετά μάζεψα τα υπάρχοντά μου, έφυγα προς την πόρτα.
«Ρε παπάρα Μουσάτε, τζατζίκι
έχεις βάλει στο τοστ;» φώναξα όσο πέρναγα την πόρτα.
«Παστουρμά», άκουσα τη φωνή
του να απαντάει από μέσα.
Σιχάθηκα, όσο να πεις…
Γύρισα στο σπίτι πιο
συννεφιασμένος από τη νύχτα κι όσο πάρκαρα το Δούκα κοίταξα τριγύρω. Ο
καργιόλης δεν είχε επιστρέψει -ήμουν μόνος. Κι εκείνος ήταν τυχερός, πολύ
τυχερός -μόνο που δεν το ήξερε ακόμα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!