Προηγούμενα:
Η Δήμητρα με πήρε τηλέφωνο δυο
μέρες μετά την πρώτη μας συνάντηση. Ήθελε να βρεθούμε, για να κουβεντιάσουμε
κάποια πράγματα. Βρεθήκαμε σε μια καφετέρια -μου εξήγησε ότι πασχίζει να κάνει
ένα διδακτορικό στο Ρέθυμνο για τις νεανικές υποκουλτούρες της δεκαετίας του
’80 σε συσχετισμό με τις πολιτικές τάσεις της εποχής, της ξεκαθάρισα ότι θεωρώ
το όλο θέμα βαρετό και τετριμμένο, αλλά, σε τελική ανάλυση, το δικό της κώλο
ποντάριζε -ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν και πολύ ωραίος κώλος (αυτό δεν της
το είπα).
Καταλήξαμε να ξαναβρεθούμε
άλλες τρεις φορές μέσα στο μήνα -ερχόταν στο σπίτι μου πλέον, πράγμα που μου προκάλεσε
τρομερή αμηχανία, ειδικά η πρώτη της επίσκεψη. Βλέπεις, το σπίτι μου είναι
τάφος και δεν υπάρχει χώρος για δεύτερο άτομο μέσα σε έναν τάφο. Το άλλο
πρόβλημα ήταν ότι τη γούσταρα σα γυναίκα -ευτυχώς που με την αύξηση της ηλικίας
επέρχεται σχετική μείωση των ορμών κι έτσι μπορούσα να κοντρολάρω το όλο ζήτημα,
γλιτώνοντας τα ρεζιλίκια. Αυτά είχαν συμβεί τον προηγούμενο μήνα.
Τώρα ετοιμαζόμουν για την τέταρτη
επίσκεψή της, ήταν 6 το απόγευμα πράγμα που σήμαινε ότι είχα 2 ώρες μπροστά μου
μέχρι να έρθει (ή και περισσότερο, αν ήταν ασυνεπής), έξω έπεφτε ένα
συγκαταβατικό κρύο που θα δυνάμωνε όσο νύχτωνε. Ήμουν πλέον προετοιμασμένος για
τις επισκέψεις της. Στο ψυγείο υπήρχε ένα μπουκάλι λευκό κρασί, δυο είδη
κίτρινων τυριών (κίτρινων αλλά, παραδόξως, όχι κιτρινισμένων), συν ένα κουτί με
αλμυρά σκατολοϊδια που είχα προμηθευτεί από το κοντινό σουπερμάρκετ. Ένα
μπουκάλι Στολίσναγια ήταν ακόμα σφραγισμένο με τη χάρτινη ταινία του -εκείνη έπινε
μόνο κρασί και κάθε φορά που με πλησίαζε ένιωθα τη στυφή μυρωδιά του να
ανακατεύεται με το άρωμά της, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου: μαζέψου γέρο
μην ξεφτιλιστούμε….
Ήμουν ακόμα με το μπουρνούζι,
φρεσκοπλυμένος, φρεσκοξυρισμένος -το στόμα μου φωσφόριζε από το στοματικό
διάλυμα -επαρκώς γελοίος με δυο λόγια. Έβαλα σιντί στην τύχη, όπως συνηθίζεται
σε τέτοιες περιπτώσεις στις ταινίες, κι όσο έψαχνα πουλόβερ για να καλύψω το
μπλουζάκι με το φλεγόμενο σήμα των Χ, o παλιόφιλος ο Τομ Ρόμπινσον έδινε
οδηγίες «Βρες ένα μπαρ, απέφυγε έναν καυγά/ δείξε τα χαρτιά σου, να είσαι
ευγενικός/ πήγαινε σπίτι αφού δεν έχεις που αλλού να πας»[1].
Όμορφα πράγματα, ρομαντικά…
Έψαξα αν υπήρχε μισοτελειωμένο
μπουκάλι για να μου φτιάξω μια Στολίσναγια με τόνικ -δεν υπήρχε κι έτσι,
ανοίγοντας το σφραγισμένο, σκέφτηκα ότι στην επόμενη έξοδό μου έπρεπε να
αγοράσω -αγχώθηκα για λίγο, ήμουν σίγουρος ότι θα το ξεχνούσα, αλλά μετά ξέχασα
το άγχος μου και όλα έγιναν εντάξει.
Το σιντί έπαιζε όσο άνοιξα την
τηλεόραση με κλειστό ήχο και χάζεψα τα δελτία ειδήσεων -κάμποσοι τζιτζιφιόγκοι
παρέα με λαχουρένια βλαχαδερά κοπανιόντουσαν στα πλεξιγκλάς τραπέζια των
στούντιο ενώ γιγαντοοθόνες πίσω τους έδειχναν, μάλλον, κυβερνητικούς
αξιωματούχους -τα βίντεο είχαν παρεμβολές με τη φωτογραφία του πρωθυπουργού,
πράγμα που μου θύμισε εκείνη τη σκηνή από τον Εξορκιστή με τον Μαξ φον
Σίντοφ στις σκάλες του Υπόγειου Σιδηρόδρομου και την εικόνα του σατανά (η οποία
έμοιαζε εξοργιστικά πολύ με τον Αλαντίν Σέιν) να παρεμβάλλεται σαν
καμένο αρνητικό μεταξύ των καρέ. Είχα μια περιέργεια για το λόγο που έβριζαν
την κυβέρνηση πάλι, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να κόψω το σιντί, οπότε έκοψα την
περιέργεια. «Αν πας σε δείπνο με αυτούς τους κανίβαλους/ κάποια στιγμή θα
φάνε κι εσένα αγαπούλα[2]»,
όπως έλεγε κι ο Αρχηγός πριν μετεξελιχθεί σε Αγκαλίτσα και ξεφτιλιστεί.
Ανατρίχιασα κι έτσι πετάχτηκα
ν’ ανοίξω τη θέρμανση, συν κάποιο φως, επειδή το δωμάτιο έμοιαζε με σκηνικό
ταινίας τρόμου, στη διαδρομή μάζεψα μια βρεγμένη πετσέτα, ένα πακέτο χαρτί Α4, δυο
κούπες με ξεραμένα υπολείμματα καφέ -τελικά γίνονταν διάφορα σ΄αυτό το σπίτι…
Ξαναχώθηκα στην πολυθρόνα,
δίπλα στον διθέσιο καναπέ, αλλά πριν δω τι συμβαίνει στην οθόνη, κόλλησα με
τους γυμνούς τοίχους -κάτι έπρεπε να βάλω εκεί πέρα, για να μη δίνω την εικόνα
σχιζοφρενή. Και γιατί όχι, δηλαδή; Γιατί είναι κακό αυτό; Φύγε από εδώ μέσα
όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί θα καταλήξεις με κομμένη καρωτίδα -αυτό δεν
επεδίωκα; Σκέφτηκα τη Δήμητρα, με το πλεκτό, εφαρμοστό φόρεμα και μετά με σατέν
πουκάμισο και εφαρμοστό τζιν -κινήσεις νωχελικές, σα γάτα σε περιπολία … Και
βέβαια, σκέφτηκα εκείνη -τα γόνατά μου κόπηκαν, το δωμάτιο αντήχησε
ερημιά, «αλλά εκείνη δε θα μάθει ποτέ ότι ήταν εδώ/ ότι καθόμαστε δίπλα,
μεθυσμένοι όπως έκαναν οι παλιοί./ Κοιτάζω ψηλά κι ο Θεός μου λέει ‘τι θα γίνει;’/
Κοιτάζω ψηλά και ουρλιάζω ‘νόμιζα ότι ήταν στο δικό σου χέρι’»[3],
ένα τσιγάρο -πού είναι τα τσιγάρα μου;
Η Δήμητρα, μια κάποια Δήμητρα
τέλος πάντων, θα μπορούσε να γίνει ένας σοβαρός αντιπερισπασμός, αλλά εγώ δεν
είχα καταφέρει να εξελιχθώ σε τέτοιο κάθαρμα -αυτό ήταν το θέμα. Κλείσε την
πόρτα και τελείωνε, κλείσε και το σιντί γιατί παίζει πάλι από την αρχή, κλείσε
και κλείσου…
Το κουδούνι χτύπησε
απαιτητικά. Άνοιξα από το θυροτηλέφωνο μετανιώνοντας που την είχα ξανακαλέσει
στο σπίτι μου -τι σκατά ήθελε τέλος πάντων; Ότι αρχεία κρατούσα από παλιά τα
είχε σκαλίσει, σκανάρει, φωτογραφίσει, αντιγράψει -τι άλλο ήθελε;
Άνοιξα την εξώπορτα του
διαμερίσματος και την περίμενα ν’ ανέβει. Πρώτα άναψε το φως του διαδρόμου και
μετά εμφανίστηκε, μαύρο μακρύ παλτό, πλεκτό πολύχρωμο πουλόβερ, τζιν και μαύρα
μποτάκια -χαμογέλασε όταν με είδε. Πέρασε δίπλα μου, με φίλησε στο μάγουλο.
«Πώς πάμε; Όλα καλά;» ρώτησε
καθώς άπλωνε την πραμάτεια της, πρώτα το παλτό που το πέταξε σε μια καρέκλα και
μετά την τεράστια δερμάτινη τσάντα της που την άδειασε πάνω στο
τραπέζι-ροτόντα.
Είχα μείνει να τη χαζεύω με το
χέρι στο πόμολο της εξώπορτας, μέχρι που αποφάσισα τελικά να κλείσω, νιώθοντας
κάπως μαλάκας για την καθυστέρηση. Η Δήμητρα έκανε ένα μπαλετικό στυλάκι και
ξεφορτώθηκε τα μποτάκια της, μετά απλώθηκε στον διθέσιο καναπέ και με κοίταξε
χαμογελώντας.
«Πίνουμε κάτι σ΄αυτό το σπίτι,
ή…»
Πόσων χρονών να ήταν; Ήξερα
ότι έριχνα 3 με 4 χρόνια στο Σπήλιο και ήξερα ότι υπήρχε ακόμα ένας αδερφός, η
Δήμητρα ήταν η μικρότερη -άρα σαραντάρα, ή λίγο πιο κάτω. Δεν της φαινόταν. Δηλαδή,
δεν ξέρω και πολύ καλά να υπολογίζω τις ηλικίες -όμως είχε αυτά τα αμυγδαλωτά
βαθυπράσινα μάτια που σε αποσπούσαν από τα ληξιαρχικούς αρχεία.
«Πίνουμε», μουρμούρισα και
έφυγα για την κουζίνα.
Άνοιξα το κρασί, σέρβιρα σε
κολονάτο ποτήρι (δυο τέτοια είχα όλα κι όλα), μετά έβγαλα μια πιατέλα και
βάλθηκα να κόβω τυριά. Πρόσθετα αλμυρά κρακεράκια όταν την άκουσα να ρωτάει αν
θέλω βοήθεια.
Αντί για απάντηση, έπιασα με
το δεξί χέρι το ποτήρι -σκέφτηκα να φέρω και το μπουκάλι αλλά προτίμησα να μην
το κάνω -και με το αριστερό την πιατέλα. Μπήκα στο δωμάτιο και τα τακτοποίησα
μπροστά της, πριν φύγω για να ετοιμάσω το δικό μου ποτό.
«Άψογο σέρβις», παρατήρησε.
«Μη σε χάσουμε κι από πελάτη»,
μουρμούρισα περισσότερο πικρόχολα από ότι θα ήθελα.
Έφερα το ποτό μου μαζί με
τασάκι, τσιγάρα, αναπτήρα και βολεύτηκα στην πολυθρόνα -τότε κατάλαβα ότι είχα
ξεχάσει ανοιχτή την τηλεόραση, ακολουθώντας το βλέμμα της.
«Την ανοίγεις με χαμηλωμένο
τον ήχο, για ντεκόρ;» γέλασε.
«Ναι, ενημερώνομαι…»
μουρμούρισα.
«Χωρίς να ακούς;»
«Δε χρειάζεται -τα έχω
ξανακούσει», είπα.
Άναψε τσιγάρο και τη μιμήθηκα.
Μετά ήπιε λίγο κρασί, ενστικτωδώς πήγα να κάνω το ίδιο με το δικό μου ποτήρι,
αλλά σταμάτησα γιατί θα ήταν πολύ κάρφωμα.
«Ήθελα να σε ευχαριστήσω για
τη βοήθεια… Πήρα μπόλικο υλικό, θα πρέπει να το επεξεργαστώ. Ειδικά τα φανζίν… Δεν
τα βρίσκεις εύκολα».
Ήπια τελικά μια γερή γουλιά.
«Εντάξει -δεν ήταν τίποτα. Φάνηκαν
σε κάτι χρήσιμα -ως σήμερα απορούσα γιατί δεν τα πετάω», είπα.
«Για όνομα… Αν δεν τα θέλεις,
τα παίρνω ευχαρίστως», άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
Προφανώς και τα ήθελα. Τα
πάντα ήθελα. Είναι όλα τους κομμάτια μου, είμαι ένα ψυχοφθόρο παζλ. Απλά πήγα
να το παίξω άνετος -μετάνιωσα.
«Τέλος πάντων, σε τι μπορώ σου
φανώ χρήσιμος;» γύρισα την κουβέντα.
Μαζεύτηκε.
«Ένα κομμάτι του διδακτορικού
μου αφορά συνεντεύξεις από όσους έζησαν εκείνη τη δεκαετία και αναμίχθηκαν
ενεργά στα πολιτικά πράγματα», εξήγησε.
«Δηλαδή, πήρες συνέντευξη κι
από το Σπήλιο;» ρώτησα χαμογελώντας.
«Ναι, βέβαια», παραδέχτηκε.
«Και από ποιους άλλους;»
«Κοίταξε -πριν τη συνέντευξη
δεν μπορώ να σου πω για να μην επηρεαστούν οι απαντήσεις σου».
Την κοίταξα. Χαμογέλασε. Όχι,
δεν είναι αυτό που νομίζεις, μαλάκα -συνέντευξη θέλει να σου πάρει.
«Άσχετα απ΄όλα αυτά… Τι τρέχει
με σένα και το Σπήλιο;» θέλησε να μάθει.
«Τι τρέχει; Τίποτα δεν τρέχει…
Κάποτε κάναμε παρέα και μετά δεν κάναμε… Αυτό είναι όλο», δικαιολογήθηκα.
«Τσακωθήκατε;»
Έσβησα το τσιγάρο, την
κοίταξα, δεν απέφυγε το βλέμμα μου.
«Ξέρεις το Σπήλιο… Καυγαδίζει
ακόμα κι όταν σου λέει καλημέρα»
Γέλασε.
«Όντως… Αλλά νομίζω ότι εσείς
δεν καυγαδίσατε σχετικά με το πόσο καλή ήταν η μέρα», είπε.
Κι όμως -γι΄αυτό ακριβώς
καυγαδίσαμε…
«Εκείνον τον ρώτησες;» ζήτησα
να μάθω.
«Ναι, αλλά δε μου είπε».
«Άρα;»
«Νόμισα πώς…»
«Μην ασχολείσαι», μουρμούρισα.
Σήκωσε τους ώμους δείχνοντας
ότι παραιτείται της προσπάθειας.
«Μου επιτρέπεις να
μαγνητοφωνήσω τη συνέντευξη;» ρώτησε.
«Κάνε ότι σε βολεύει», απάντησα.
Σηκώθηκε, πήρε το κινητό της,
το ρύθμισε πριν το τοποθετήσει ανάμεσά μας, στο μπράτσο του καναπέ. Μετά είπε
την ημερομηνία και το όνομά μου, με φωνή απροσδόκητα επίσημη και μου έριξε ένα παγοθραυστικό
χαμόγελο.
«Αρχίζοντας, θέλω να μου
αναφέρεις τις πολιτικές σου καταβολές στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Δηλαδή
την ιδεολογική σου τοποθέτηση, τις επιρροές σου, τον πολιτικό χώρο στον οποίο
ανήκες», είπε κοντά στο μικρόφωνο του κινητού.
Προσπάθησα να κρύψω τον
μορφασμό μου αλλά δεν ξέρω κατά πόσο τα κατάφερα. Άναψα τσιγάρο -βοηθάει αυτό.
«Τη δεκαετία του ’80 την
πέρασα μαθητής και στη συνέχεια φοιτητής. Αν θέλουμε να απλουστεύσουμε το
ζήτημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκα στον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο.
Αλλά αυτό είναι μια τερατώδης απλούστευση. Στην πραγματικότητα κι εγώ και
κάμποσοι άλλοι ήμασταν αντί. Είχαμε διαβάσει Μπακούνιν, Κροπότκιν κι
εκείνο το βιβλίο του Τζέιμς Τζολ για τους Αναρχικούς, είχαμε διατρέξει
ολίγη από Μαρξ, με την έννοια ότι και 3 βιβλία να διαβάσεις από αυτόν, το πολύ να
έχεις μια επαφή μέσου Κνίτη με το έργο του, αργότερα διάβασα Καστοριάδη, Καμύ,
Τζέισον Ξενάκη, Μαρκήσιο ντε Σαντ και τα σχετικά -όμως… Ήμουν αντί. Αντι-εξουσιαστής,
αντι-κρατιστής, αντι-κομμουνιστής, αντι-χίππης, αντι-φεμινιστής, αντι-φαλλοκράτης,
αντι-οικολόγος, αντι-εθνικιστής, αντι-ειρηνιστής κι αντι-πολεμοκάπηλος, αντι-κληρικαλιστής,
αντι-κοινοβουλευτικός, αντί γενικότερα. Ακόμα και το ντύσιμο μας ήταν αντί,
η συμπεριφορά μας, επίσης. Ψάχναμε πώς να γίνουμε αντιπαθείς κι όταν κάποιος
έκανε το λάθος να μας συμπαθήσει, φροντίζαμε να τον απογοητεύσουμε άμεσα. Νιώθαμε…
ένιωθα ότι είχα χρέος να καταστρέψω -το χτίσιμο ήταν δουλειά αυτών που θα
έρχονταν μετά από μένα. Αν θέλεις να μια συνοπτική περιγραφή, θα σου πω ότι πήραμε
το μήνυμα των Sex Pistols αλλά το ακούσαμε στραβά κι έτσι βαδίσαμε. Κάναμε λάθος, αλλά
υπερασπιστήκαμε το λάθος μας όσο καλύτερα μπορούσαμε. Απάντησα καθόλου στην
ερώτησή σου;» σταμάτησα κατεβάζοντας το μισό ποτό μου με τη μία. Ο λαιμός μου
παρέμεινε στεγνός.
Κοίταξε προς τα κάτω, σα να
συμβουλευόταν τις ανύπαρκτες σημειώσεις της. Και μετά βέβαια, θυμήθηκε ότι δεν
είχε βγάλει τις σημειώσεις της οπότε σηκώθηκε για να τις φέρει.
«Στην πολιτική σου διαμόρφωση
επέδρασε, υποθέτω, η συμμετοχή στις καταλήψεις των σχολών και στις
αντιφασιστικές διαδηλώσεις. Ξεχνάω κάτι;» ρώτησε ενώ καθόταν πάλι στη θέση της.
«Ναι. Ξεχνάς τα σημαντικότερα.
Τις συναυλίες», επισήμανα.
«Εννοείς τις συναυλίες για την
υποστήριξη των καταλήψεων ή για την αποποινικοποίηση, τους αντιρρησίες
συνείδησης και τέτοια;»
«Όχι. Εννοώ τις κανονικές
συναυλίες -που ανέβαιναν κάτι τύποι εγχώριοι ή αλλοδαποί στη σκηνή και γινόταν
μακελειό».
«Αυτές πώς επηρεάζουν την
πολιτική και κοινωνική σου τοποθέτηση;»
«Όπως ακριβώς οι γενικές
συνελεύσεις επηρεάζουν την κινηματική πρακτική».
Σήκωσε τα μάτια της και με
κοίταξε σκεπτική.
«Δεν είμαι σίγουρη ότι βγάζουν
νόημα όλα αυτά», είπε.
«Εγώ απεναντίας είμαι σίγουρος
ότι δεν βγάζουν», χαμογέλασα.
«Δηλαδή, ας πούμε, μου κάνεις
πλάκα τώρα;»
«Όχι -μιλάω ειλικρινά. Έτσι
έγιναν τα πράγματα», διαμαρτυρήθηκα.
Έκλεισε τη μαγνητοφώνηση
εκνευρισμένη.
«Πες μου μια από αυτές τις
συναυλίες», ζήτησε.
«Στην τύχη;»
«Ναι, στην τύχη».
«Police στο
Σπόρτινγκ», είπα χωρίς να σκεφτώ.
«Και πώς αυτή η συναυλία με
ένα συγκρότημα εντελώς απολιτίκ…» ξεκίνησε να λέει.
«Ήταν η πρώτη συναυλία ξένου
συγκροτήματος μετά από χρόνια. Πήγαμε με την αγωνία του παρθένου στο μπουρδέλο.
Οι μπάτσοι μας περίμεναν από τον Ηλεκτρικό μέχρι το Κλειστό -φάγαμε ξύλο
ανελέητο. Φάγαμε και ξύλο από κάποιους που δεν ήταν μπάτσοι αλλά δε γούσταραν
τα μούτρα μας, ή ήθελαν να αρπάξουν κάνα εισιτήριο, ή ήταν Αεκτζήδες,
Παναθηναϊκοί, Ολυμπιακοί, τρέχα-γύρευε… Όταν βγήκαμε από εκεί μέσα, ήμασταν
αποφασισμένοι ότι δεν επρόκειτο να την πατήσουμε την επόμενη φορά. Ξεφύτρωσαν
συγκροτήματα μεταξύ μας, μαγαζιά για να παίζουν τα συγκροτήματα, γιάφκες που
πρόβαραν τα συγκροτήματα… Καταλαβαίνεις πού το πάω;»
Ένευσε ότι καταλάβαινε.
«Θα μου βάλεις λίγο κρασί
ακόμα;» ζήτησε αφήνοντας το σημειωματάριο στην άκρη.
Αυτά με τη συνέντευξη…
σκέφτηκα.
Πήγα στην κουζίνα, έβγαλα το
μπουκάλι από το ψυγείο κι επέστρεψα κοντά της για να γεμίσω το ποτήρι.
«Άστο καλύτερα εδώ -να μην πηγαινοέρχεσαι»,
μου πρότεινε.
Το άφησα.
Γεμίζοντας το δικό μου ποτήρι
(φυσικά έφερα και το δικό μου μπουκάλι για να υπάρχει πρόχειρο) την κοίταξα.
«Λοιπόν, Δήμητρα, μου φαίνεται
ότι δεν τα πήγα πολύ καλά», είπα.
«Μάλλον εγώ έχω πιάσει λάθος
το θέμα…» μουρμούρισε.
«Δε φταις εσύ -είναι εκείνη η
δεκαετία… Από όπου κι αν την πιάσεις, γλιστράει», της εξήγησα.
«Σε είχα δει στην κατάληψη του
Λυκείου… Πότε ήταν; ’80; ’81; Ο Σπήλιος πήγαινε ακόμα Γυμνάσιο, ήταν αντίθετη
βάρδια από εσάς τους μεγαλύτερους, αλλά με πήρε μια μέρα μαζί του για να δούμε
τι γίνεται», ξεκίνησε να λέει.
«Εσύ υποθέτω νηπιαγωγείο;»
ρώτησα.
Γέλασε.
«Πρώτη Δημοτικού…»
«Δύσκολη τάξη, απαιτητική»,
κορόιδεψα.
«Είχατε κλείσει την
καγκελόπορτα με θρανία και πάνω ήταν σκαρφαλωμένοι διάφοροι που φώναζαν, είχαν
κι ένα κασετόφωνο που έπαιζε άθλια μουσική…» συνέχισε.
«Πουλόπουλο να υποθέσω;»
αναρωτήθηκα.
«Πανκ να υποθέσεις», με
γείωσε. «Τέλος πάντων, εσύ ακουμπούσες στα κάγκελα δίπλα στη μεγάλη πόρτα και
κάπνιζες. Στο πεζοδρόμιο απέξω ήταν κάμποσοι καπελάκηδες που κουβέντιαζαν με
γονείς ή περαστικούς… Τα παιδιά πάνω στα κάγκελα έβριζαν τους καπελάκηδες,
ξέρεις, όσο είστε μπάτσοι θα είμαστε απάτσι, τέτοια… Εσύ στεκόσουν
αμίλητος, δεν κούναγες ούτε βλέφαρο και κοίταζες στην άλλη πλευρά από εκεί που
γινόταν το νταβαντούρι -το θυμάσαι;»
Το θυμόμουν. Είχα μπλοκάρει
ένα άνοιγμα στα κάγκελα και κοίταζα στην πλευρά που υπήρχε μια μικρή πορτούλα
με κλειδαριά της πλάκας, περίμενα πότε θα πάρουν χαμπάρι οι μπασκίνες και θα τη
σπάσουν να μπουν μέσα. Τελικά δεν μπήκαν -βγήκαμε μόνοι μας…
«Όχι δεν το θυμάμαι», της
είπα.
«Ο Σπήλιος σε χάζευε λες κι
έβλεπε κανέναν σούπερσταρ. Είχε έρθει πιο κοντά σου για να δει τις κονκάρδες του
μπουφάν σου, νομίζω ότι από τότε ξεκίνησε να ακούει πανκ και νιού γουέιβ».
«Αλλά μέχρι το πανκ έφτανε το
μυαλό του», παρατήρησα.
«Πες το ψέματα», γέλασε
γεμίζοντας το ποτήρι της.
Μετά το κατέβασε μονορούφι
-κοίταξε το μπουκάλι.
«Γίνεται να το γυρίσω στο δικό
σου; Γιατί δε βλέπω να μας βγάζει για πολύ ακόμα το κρασί», μου ζήτησε
απλώνοντας τα πόδια της στον καναπέ.
Πάει να πει, ότι δεν
σκοπεύει να την κάνει γρήγορα από εδώ μέσα, σκέφτηκα.
«Σκέτο ή με τόνικ;» ρώτησα.
«Σκέτο. Πάντα», χαμογέλασε και
σηκώθηκε.
Την είδα να πηγαίνει μέχρι την
κουζίνα, να ψάχνει τα ντουλάπια για καινούργιο ποτήρι, άρχιζε να με ενοχλεί αφόρητα
η όλη φάση…
«Να φέρω κάτι και για σένα;»
ρώτησε από μέσα.
«Ναι -πιάσε το κουζινομάχαιρο,
θα το χρειαστώ», μουρμούρισα.
«Τι είπες;» ρώτησε φωναχτά.
«Τίποτα», απάντησα.
Και τότε μπήκε κρατώντας όντως
το κουζινομάχαιρο -τρόμαξα στ΄αλήθεια -αλλά είχε μαζί και κάτι λεμόνια (απορώ
πού τα βρήκε) συν ένα πιάτο, τα ακούμπησε στο μεγάλο τραπέζι κοντά μας και
άρχισε να τα κόβει φέτες, τα λεμόνια, πριν διαλέξει ένα και το σφηνώσει στο καινούργιο
ποτήρι της. Μετά το γέμισε Στολίσναγια και άραξε απέναντί μου -τα πόδια πάνω
στον καναπέ, μισοξαπλωμένη, με το κεφάλι να στηρίζεται στον δεξί της αγκώνα.
«Για ποιο λόγο ήταν εκείνη η
κατάληψη;» με ρώτησε.
Ήπια ακόμα μια γουλιά.
«Για κάποιο σημαντικό ζήτημα
που θα αποτελούσε τη θρυαλλίδα προκειμένου να ξεσπάσει η επανάσταση», δήλωσα
επίσημα.
Γέλασε.
«Κόψε την πλάκα -θυμάσαι για
τι ήταν;»
Σταύρωσα τα πόδια μου κι
ακούμπησα τον δικό μου αγκώνα στο αριστερό μου γόνατο.
«Μας είχαν απαγορεύσει να πάμε
στην πορεία του Πολυτεχνείου. Κάποιοι πήγαν και την επόμενη μέρα, εκτός από την
απουσία, πήραν και αποβολή», είπα σιγά.
«Και πού κατάληξε όλο αυτό;»
ζήτησε να μάθει.
«Ακύρωσαν τις αποβολές κι
έληξε η κατάληψη».
«Τα καταφέρατε δηλαδή»,
χαμογέλασε.
«Σχεδόν. Βλέπεις… Μετά ανακάλυψαν
ότι είχαν γίνει κάτι ζημιές στο κτίριο και φώναξαν την αστυνομία. Έπεσαν
κάποιες μηνύσεις, έγινε κι ένα δικαστήριο, έφαγε δυο μήνες με αναστολή το
προεδρείο…»
«Ενδιαφέρον», είπε σκεπτική.
«Λοιπόν, πώς το βλέπεις; Τα
καταφέραμε ή την πατήσαμε;» τη ρώτησα με τη σειρά μου.
«Ποιοι έφαγαν τις αποβολές;»
με ρώτησε.
«Πού να θυμάμαι, μετά από τόσα
χρόνια…» έκανα σηκώνοντας τους ώμους.
Θυμόμουν βέβαια. Ο Ζόμπι, ο Κώστας
που τον έλεγαν Σόλωνα, ο Πάνος το Βουνό κι εγώ. Και η Μελίνα που την είχε κάνει
κοπάνα εκείνη τη μέρα, αλλά όχι για την πορεία -για να πηδηχτεί με το γκόμενό
της, έναν εξωσχολικό.
«Αλλά σίγουρα θυμάσαι ποιους
πέρασαν από δίκη», είπε αδειάζοντας το ποτήρι της.
«Καμιά δεκαριά άτομα»,
απάντησα.
«Ήσουν μέσα σε αυτούς;»
«Ναι».
Πήγε να ρωτήσει κάτι ακόμα
-αλλά της έκανα νόημα.
«Ξέρεις κάτι; Τα βαριέμαι όλα
αυτά…»
«Εγώ καθόλου», χαμογέλασε.
«Αλλά εντάξει -ας αλλάξουμε θέμα. Τι κάνεις γενικότερα με τη ζωή σου; Γράφεις
κάτι καινούργιο;»
Ασυναίσθητα κοίταξα προς το
λάπτοπ, ευτυχώς ήταν κλειστό.
«Όχι -δε γράφω. Και νομίζω ότι
αρκετά ασχοληθήκαμε. Προτιμώ να ακούσω για σένα», είπα γέρνοντας το κεφάλι στο
πλάι. Εντάξει, μπορεί να το έπαιρνε για πέσιμο, αλλά δε γαμιέται στην τελική;
Αρκεί να σταματούσε την ανάκριση.
«Εξαρτάται από το τι θέλεις να
μάθεις…» έκανε μισοκλείνοντας τα μάτια και κοιτάζοντάς με πονηρά (ή κάτι
τέτοιο). «Τι θέλεις να μάθεις και πόσο θα έχω πιεί», συμπλήρωσε.
Κοίταξα το μπουκάλι, ήμασταν
ακόμα πάνω από τη μέση.
«Ας αρχίσουμε από τα
γκομενικά», της ζήτησα με τη λεπτότητα που πάντα δεν με διέκρινε.
«Χμμ… αυτό θα μπορούσα να το
θεωρήσω…» δίπλωσε τα πόδια της ώσπου αυτά ακούμπησαν στο στήθος της.
«Να το θεωρήσεις σαν κουβέντα
να γίνεται», είπα κοφτά. «Είσαι αδελφή του Σπήλιου, άρα, οικογένεια».
«Εσύ κι ο Σπήλιος οικογένεια;»
ξεκαρδίστηκε.
«Εντάξει -κάθε οικογένεια έχει
και το μαλάκα της, δεν τα διαλέγεις αυτά», απάντησα.
«Ναι ε;»
Άναψα τσιγάρο -το πράγμα
πήγαινε πολύ άσχημα. Λάθος, το πράγμα πήγαινε πολύ όμορφα αλλά πολύ άβολα. Σε
Κ.Σ. θα πήγαινα να καθίσω δίπλα της, μου είχε ήδη κάνει χώρο μαζεύοντας τα
πόδια, και θα περνούσα το χέρι μου πάνω από τους ώμους της. Μετά θα έμπαιναν τα
βιολιά και μετά θα έβγαιναν τα ρούχα. Σε Κ.Σ. που θα πει σε Κανονικές
Συνθήκες, όπως θυμάσαι.
Αντί γι΄αυτό, της ξαναγέμισα
το ποτήρι -το σήκωσε ψηλά, μου ευχήθηκε και το κατέβασε μονορούφι. Εντυπωσιακό.
Δεν τη μιμήθηκα.
«Ήμουν παντρεμένη για κάποια
χρόνια και μετά χωρίσαμε -ξέρεις, δεν ταίριαζα στο σενάριό του…» είπε.
«Όπου σενάριο…» αναρωτήθηκα.
«Παιδιά, σπίτι στα προάστεια,
δυο αυτοκίνητα, ερωμένη…» γέλασε. «Εντάξει, αυτό με την ερωμένη έπαιξε για ένα
διάστημα -δηλαδή τα έφτιαξα με μια συνάδελφό του και εξαφανιστήκαμε για κάνα
μήνα στη Μάλτα, αλλά νομίζω ότι τελικά απλώς ήθελα να τον ξεφορτωθώ»,
παραδέχτηκε.
Υπέροχη η κυρία…
Ήπια το υπόλοιπο ποτό μου αλλά
βαριόμουν να φέρω τόνικ, οπότε έβαλα μια δόση Στολίσναγια και την περίμενα να
συνεχίσει.
«Τώρα ζω μόνη σε ένα
διαμέρισμα στο κέντρο, παλεύω αυτό το διδακτορικό και δουλεύω σε δυο-τρεις ιστοσελίδες,
υλατζού. Πιο παλιά ήμουν σε περιοδικά, πέρασα κι από μια εφημερίδα…»
«Και από την τηλεόραση», είπα
καθώς θυμήθηκα τη συνέντευξη που μου είχε ζητήσει πριν χρόνια.
«Ναι -για κάνα δυο χρόνια,
υπεύθυνη σύνταξης σε μια καθημερινή εκπομπή. Εκεί γνώρισα το Χάρη…»
«Χάρης;»
«Ναι, ένας καργιόλης
παντρεμένος με δυο παιδιά. Μου την έπεσε, του έκατσα λόγω βαρεμάρας αλλά μετά
την είδε σε συνέχειες την υπόθεση. Κάπως έτσι τελείωσε η τηλεοπτική μου
καριέρα».
Άδειασε ακόμα ένα ποτήρι
μονορούφι -το μπουκάλι έπεφτε πολύ κάτω από τη μέση όσο ξαναγέμιζε.
Κατέβασε τα πόδια της από τον
καναπέ και έγειρε προς το μέρος μου.
«Σε είχα δει στη δίκη, όταν
πιάσανε το Σπήλιο», είπε σιγά.
«Καλά, δεν έχει σημασία»,
έκανα ενοχλημένος και γέμισα το ποτήρι μου.
Κατέβασε το δικό της μονορούφι,
μετά σηκώθηκε από τον καναπέ, ανέβηκε πάνω μου όσο καθόμουν ακόμα στην
πολυθρόνα και με φίλησε. Το στόμα της δεν είχε την ξινή γεύση του κρασιού, η
Στολίσναγια φροντίζει να τα κρύβει όλα, μαζί με τις αναστολές και τις
δικαιολογίες. Τη φίλησα κι εγώ διστακτικά κι έτσι περάσαμε κάμποση ώρα.
Μετά την έσπρωξα απαλά και την
ένιωσα ελαφριά σαν συνείδηση μωρού. Πέρασα το ένα μου χέρι πίσω από την πλάτη
της και το άλλο κάτω από τα γόνατά της, τώρα ήταν η ώρα του ακροβατικού.
Σηκώθηκα πατώντας πρώτα στις φτέρνες και μετά στα πέλματα, ένιωσα τη μέση μου
να διαμαρτύρεται -βασικά, φοβόμουν περισσότερο το αριστερό μου γόνατο που είχε
διαλυθεί από κάτι σαβούρδες με τη μηχανή…
Κρατώντας τη στην αγκαλιά μου
πήγα στην κρεβατοκάμαρα, την απόθεσα στο στρωμένο κρεβάτι, με κοίταξε με
μισόκλειστα μάτια.
«Έλα», μου ζήτησε.
«Μισό λεπτό», είπα.
Πήγα μέχρι τη ντουλάπα, έβγαλα
μια κουβέρτα και τη σκέπασα με αργές κινήσεις. Μέχρι να τελειώσω είχε
αποκοιμηθεί. Το κάνω αυτό στις γυναίκες -τις ρίχνω ξερές. Εύκολα…
Έβγαλα ακόμα μια κουβέρτα κι
ένα εφεδρικό μαξιλάρι, πήγα στον καναπέ, ξάπλωσα, βούλιαξα μέσα στο άρωμά της
και θύμωσα πολύ με τον εαυτό μου.
Βρήκα το τηλεκοντρόλ κι έβαλα
μια καινούργια σειρά με κάτι καργιόληδες που ήθελαν να φτιάξουν μια εταιρεία
και να τ΄αρπάξουν χοντρά, τέλειωσα το μπουκάλι της Στολίσναγια τέσσερα
επεισόδια πριν με πάρει ο ύπνος.
Αυτά έγιναν εκείνο το βράδυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!