Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2008

9. Μια μεγάλη βόλτα

1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών
4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"
5. Η αποξένωση των διπλανών δρόμων
6. Ο νεκρός του επάνω ορόφου
7. Φτερά πεταλούδας στη γλώσσα ενός φιδιού
8. Ο φόβος είναι οικογενειακή υπόθεση

Οι δρόμοι της πόλης κουδούνιζαν σα ρολόι με σπασμένα ελατήρια. Στις λεωφόρους ήταν παραταγμένα τα ερπυστριοφόρα –γυαλιστερά από τη νυχτερινή υγρασία, πετρωμένα στην αναμονή. Τα αγήματα έκαναν τροχάδην στους παράδρομους. Ομάδες ανθρώπων ακολουθούσαν τη μέθοδο της πλημμύρας –ενώνονταν σε απειλητικό αριθμό, χτυπούσαν με μολότωφ, σίδερα, ξύλα, πέτρες και μετά χωρίζονταν σε ευέλικτες παρέες. Η εντολή «πυροβολήστε πρώτα και ρωτήστε μετά», έφτασε σαν φυσικό επακόλουθο για τους στρατιώτες. Η πόλη μούχλιαζε στο αίμα.

Σαφείς εντολές
«Αρχίστε παρακαλώ».
«Βεβαίως. Σας αναφέρω πως όλοι οι τομείς της πρωτεύουσας τελούν υπό πλήρη ή μερικό έλεγχο. Για την ακρίβεια …», πλησίασε στον χάρτη, «οι τομείς Β, Γ και ΣΤ που οριοθετούν το ιστορικό κέντρο ελέγχονται απολύτως. Οι τομείς …»
Τον διέκοψε με ένα νεύμα.
«Δεν με ενδιαφέρει παρακάτω. Το κέντρο είναι η βιτρίνα, όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν».
«Όντως. Γι΄αυτό θεωρήσαμε πρέπον να εγκλωβίσουμε τις εστίες αντίστασης και να περιμένουμε την εξασθένισή τους. Όταν θα καταβληθούν από τις ελλείψεις, η επέλαση μας θα γίνει χωρίς να ανοίξει μύτη», απομακρύνθηκε από τον χάρτη, λίγο ακόμα και θα ξανακαθόταν στη θέση του.
«Ταξίαρχε!»
Πετάχτηκε σαν ελατήριο πριν ακουμπήσει ο πισινός του στην καρέκλα.
«Διατάξτε κύριε Πρωθυπουργέ».
«Να μην περιμένετε. Να εισβάλετε και να τους κατεδαφίσετε. Απαιτώ, εντός των επομένων ημερών, οι συνοικίες που δημιουργούν προβλήματα να ισοπεδωθούν. Δεν θέλω να υπάρχει εκεί, τίποτα υψηλότερο των πενήντα πόντων μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Έγινα αντιληπτός;»
«Μα …»
«Ευχαριστώ πολύ Ταξίαρχε. Νομίζω πως ολοκληρώθηκε η σύσκεψη».
Όλοι σηκώθηκαν από το μακρόστενο τραπέζι, αδημονώντας να φτάσουν στην έξοδο.

«Ίλαρχε τι σου είπαν;»
«Προχωράμε άμεσα».
«Τι θα πει αυτό;»
«Είσαι ηλίθιος δόκιμε; Δώσε εντολή στο πλήρωμα –ξεκινήστε αμέσως!»
«Θα γίνει μακελειό!»
«Δεν ζήτησα την άποψή σου δόκιμε».
«Ας περιμένουμε λίγο. Θα φύγουν όπου νάναι».
«Ξεκινήστε αμέσως –η εντολή είναι σαφής».
«Μα … τι μαλακίες είναι αυτές;»
«Δεν άκουσα καλά δόκιμε! Είπες κάτι;»
«Τίποτα. Στις διαταγές σας …»

«Λοχία αποβιβαστείτε. Εφ ενός ζυγού!»
«Τι θέλουν οι γαμιόληδες;»
«Δεν τα ξέρεις. Πάλι παρέλαση θα κάνουμε».
«Λόχος! Οπλίσατε!»
«Τι είπε;»
«Δεν μου αρέσει αυτό».
«Τσακιστείτε γομάρια! Τι περιμένετε –να σας σερβίρουν πρώτα, πρωινό;»
«Ξεσκισμένοι!»

Κάποιες δικαιολογίες -ασήμαντες
Ο Γρηγόρης έκανε το ίδιο δρομολόγιο για δεύτερη φορά μέσα στη βδομάδα. Είχαν περάσει τρεις μέρες από τότε που μετέφερε το παιδί –κάποια αναμαλλιασμένη γρια τους είχε πάρει χαμπάρι όσο κοντοζύγωναν το σπίτι. Είχε σταθεί απέναντι στο αυτοκίνητο που πλησίαζε –προσπαθούσε να κοιτάξει αδιάκριτα προς την πλευρά του οδηγού. Δεν άργησε να δει το παιδί –τράβηξε τα μαλλιά της και μπήκε στο σπίτι ουρλιάζοντας. Ήταν η γιαγιά.

Ο Γρηγόρης είχε γνωρίσει την υπόλοιπη οικογένεια –μια μητέρα, συνομήλική του, η γνωστή μισότρελη γιαγιά, ένα μικρότερο αγόρι, αδύνατο, αλλά το ίδιο άσχημο με το χοντρό πληγωμένο παιδί. Ο πατέρας έλειπε –κανείς δεν ήθελε να πει κάτι περισσότερο γι΄αυτό. Η μητέρα τον είχε πλησιάσει στο χωλ, όσο οι υπόλοιποι τσίριζαν γύρω από το μπανταρισμένο παιδί. «Ευχαριστώ πολύ. Αν δεν ήσασταν εσείς …», είχε πει. Ο Γρηγόρης είχε σταματήσει την κουβέντα, απρόθυμα. Είχε υποσχεθεί πως θα ξαναπέρναγε για να δει πως πήγαινε το παιδί. Είχε εξαφανιστεί βιαστικά. Η μητέρα του παιδιού τον αναστάτωνε. Πάσχιζε να βρει το λόγο, ακόμα και τώρα που πλησίαζε το σπίτι –πάρκαρε το αμάξι στο σκαμμένο πεζοδρόμιο, ακριβώς απέξω.

Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Έτοιμος να το βάλει στα πόδια –ο μικρός αδελφός του παιδιού άνοιξε και μετά εξαφανίστηκε στον μισοσκότεινο διάδρομο. Ο Γρηγόρης μπήκε διστακτικά. Μια πόρτα άνοιξε φανερώνοντας κάποια ακατάστατη κρεβατοκάμαρα, το κεφάλι της γριάς κρεμάστηκε στη χαραμάδα και εξαφανίστηκε αμέσως μετά.
«Εσείς!» φώναξε η γυναίκα από την κουζίνα. «Περάστε!»
Τα ξανθά της μαλλιά ήταν πιασμένα βιαστικά με την ετοιμόρροπη στέκα –ένα τσουλούφι έκρυβε το δεξί μάτι, θυμίζοντας πως κάποτε, αυτή η γυναίκα υπήρξε νέα. Και ελκυστική.
Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες της φαρδιάς τζιν φόρμας –τον κοίταξε χαμογελώντας μισά.
«Συγνώμη για την ενόχληση …»
«Μα τι λέτε; Καθίστε».
Βολεύτηκε στην άκρη του σκοροφαγωμένου καναπέ κοιτάζοντας τριγύρω. Η γυναίκα κάθισε απέναντί του, σταυροπόδι.
«Ο …», μουρμούρισε.
«Έφυγε. Ήρθαν οι φίλοι του και τον πήραν. Δεν μπορούσε καλά –καλά ούτε το πόδι του να πατήσει. Φέραμε γιατρό, του έγραψε αντιβίωση … αλλά δεν ακούει κανέναν αυτός.
Έφυγε…»
Κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός. Δεν είχε τι να πει.
«Εσείς όμως … δεν ξέρω ούτε το όνομά σας …»
«Γρηγόρης».
«Μαριάνα».
«Χάρηκα».
Έψαξαν και οι δυο για τη συνέχεια. Σε ένα σπίτι που μύριζε χτεσινό φαγητό και παρουσίες ανθρώπων.
«Να σου ψήσω έναν καφέ;»
«Δεν θέλω να ενοχλήσω. Αφού είναι καλύτερα το παιδί …»
«Βιάζεσαι;»
«Όχι ιδιαίτερα. Δεν έχω τίποτα να κάνω».
Σηκώθηκε και έτρεξε στην κουζίνα. Αυτός έμεινε να την ακούει –μια γυναίκα έφτιαχνε καφέ, γι΄αυτόν. Ξεχασμένη αίσθηση. Έψαξε το πακέτο με τα τσιγάρα του.
«Δεν σε ρώτησα πόση ζάχαρη θέλεις και τον έκανα μέτριο …»
«Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς ο τούρκικος δεν είναι του γούστου μου. Μην αγχώνεσαι».
Τον κοίταξε απορημένη. Σκέφτηκε να γκρινιάξει γιατί θα μπορούσε να του φτιάξει κάποιον διαφορετικό καφέ –το μετάνιωσε και κάθισε απέναντί του ξανά, αφού τον είχε σερβίρει.
«Τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησε.
«Σε μια εταιρεία στατιστικών ερευνών. Είμαι … αναλυτής … κάτι τέτοιο».
«Σαν αυτούς που βγαίνουν στην τηλεόραση;»
«Όχι, όχι σαν αυτούς …», παρέλειψε να πει ότι αυτοί ήταν συνήθως κάποιοι άχρηστοι υπάλληλοί του που μόνο για δημόσιες σχέσεις ήταν ικανοί. «Εσύ δουλεύεις;»
«Δούλευα. Σε μια εταιρεία που φτιάχνει καλλυντικά. Αλλά μας σχολάσανε με την κρίση …»
«Και ο άντρας σου;»
Τον κοίταξε απορημένη.
«Ναι –τι ο άντρας μου;»
«Τίποτα», μαζεύτηκε ο Γρηγόρης.
Άναψε τσιγάρο και της πρότεινε το πακέτο. Μετά, την κοίταξε όσο αυτή το στριφογύριζε ανάμεσα στα δάχτυλά της ψάχνοντας …
«Που λέει πόση πίσσα έχει;»
Γέλασε, ξεκαρδίστηκε.
«Στο πλάι, αλλά μη δίνεις σημασία. Όλα τα ίδια σκατά είναι».
Γέλασε κι αυτή, ανάβοντας ένα από τα τσιγάρα του. Στην πρώτη ρουφηξιά πνίγηκε.
«Βαριά!» σχολίασε.
«Λοιπόν; Τι νέα;» έκανε χαζά ο Γρηγόρης.
«Δεν υπάρχουν νέα σε αυτές τις γειτονιές. Βράζουμε στο ζουμί μας μέχρι να κλείσει κάποιος το μάτι της κουζίνας».
«Ή να χυθεί το ζουμί έξω από την κατσαρόλα», μουρμούρισε ο Γρηγόρης.
«Σιγά και μην!» κορόιδεψε η Μαριάνα. «Εδώ μας έχουν μαντρωμένους –μια βδομάδα πριν αρχίσουν οι ταραχές μας είχαν στείλει τις κλούβες …»
«Τυχεροί ήσασταν. Είχατε κάποιους να σας προσέχουν από νωρίς», γέλασε ο Γρηγόρης.
«Τρελαίνομαι. Σιγά –σιγά παρανοώ», μουρμούρισε η Μαριάνα κοιτάζοντάς τον κατάματα.
«Τι πράγμα;» ξαφνιάστηκε ο Γρηγόρης.

Μερικές υποχωρήσεις -σημαντικές
«Θυμάσαι πως ήταν τα πράγματα –τότε. Σπουδές ή γάμος κι αν έπαιζε και λίγο το μάτι σου … λοιπόν, η μάνα μου ήταν πολύ χαρούμενη που δεν θα τους επιβάρυνα οικονομικά. Πανεπιστήμιο δεν πέρναγα ούτε με σφαίρες –σε ΤΕΙ ίσως, στην επαρχία … Τι τα θέλεις αυτά κορίτσι μου; Κοίτα να αποκατασταθείς μια ώρα αρχύτερα –μετά θα είναι αργά. Αυτό δεν το ξέρεις, κανένα από τα αγόρια της εποχής –κανένας σας δεν καταλάβαινε πως οι μανάδες μας σπρώχνανε στην πουτανιά. Δεν το ξέρατε γιατί δεν ήσασταν εσείς ο στόχος –κάτι παιδιά από τα συνεργεία, κάτι γιοι μανάβηδων, αποκατεστημένοι. Με αυτοκίνητο και την ευκολία να κεράσουν δεύτερο ποτό στη ντισκοτέκ. Αυτός είναι για σένα! Μια χαρά παιδί –προκομμένο! Έπεφταν πάνω μας στο πίσω κάθισμα κι έπρεπε να φυλαγόμαστε από το μοιραίο. Για λίγο καιρό, κάποιους μήνες –μην τους κάνουμε να βαρεθούν κιόλας! Μετά ανοίγαμε τα πόδια –αν γκαστρωνόμασταν κιόλας ήμασταν τυχερές. Αλλιώς -εκβιασμός. Στην πενταήμερη ήρθε μαζί μου, με είχε από κοντά, έβλεπα τους άλλους να μεθάνε … Δεν του το συγχώρεσα, αλλά το ξέχασα με τον καιρό. Ήρθαν άλλα, χειρότερα. Εσείς που την κάνατε για τα πανεπιστήμια δεν τα μάθατε ποτέ αυτά. Μας κοιτάγατε με ύφος –κότες, κυράτσες, τέτοια πράγματα. Ξενυχτάγατε σε κραιπάλες, ξενυχτάγαμε για να ξεσκατίσουμε μωρά. Δεν παραπονιόμαστε –τη δικιά μας δειλία πληρώσαμε. Αλλά όχι και καζούρα ρε παιδιά!»
Σταμάτησε και έλιωσε το απομεινάρι τσιγάρου στο τασάκι δίπλα του. Ο Γρηγόρης κοίταζε –κάπου ανάμεσα σε σαστισμένος και αποσβολωμένος –γιατί δεν περίμενε αυτόν το μονόλογο από μια κακοντυμένη νοικοκυρά. Αλλά δεν ήταν εκεί το θέμα. Όσο η Μαριάνα μιλούσε κοιτάζοντάς τον κατάματα –επιθετικά –τόσο γινόταν κάποια άλλη γυναίκα, ψέματα, κάποιο άλλο κορίτσι. Που βρέθηκε αυτή εδώ πέρα; Εκεί ήταν το θέμα.
«Και τώρα τρελαίνομαι –καταλαβαίνεις; Πέρασα τόσα χρόνια παρακαλώντας να εξαφανιστεί ο καργιόλης, να με αφήσει ήσυχη –του έκανα παιδιά, τι σκατά δηλαδή; Τι άλλο ήθελε από μένα; Κι αυτός εξαφανίστηκε, αλλά εγώ έμεινα εδώ –με τα παιδιά και μια μισότρελη γριά. Τον μεγάλο τον είδες –δεν ξέρει τι του φταίει και πάει να φάει το κεφάλι του. Δεν τον κατηγορώ –μήπως έχει και καμιά άλλη ελπίδα; Ο μικρός … είναι ακόμα μικρός γι΄αυτό δεν έχει βγει στους δρόμους. Εγώ τι κάνω –μου λες;»
Ένιωθε πως ήταν η ώρα του να πει κάτι.
«Δεν ξέρω τι να σου πω –μακάρι να ήξερα. Μου φαίνεται πως γάμησες τη ζωή σου αμετάκλητα και συγνώμη κιόλας, αλλά ποτέ δεν ήμουνα καλός στην παρηγοριά. Αν πάντως κάτι πρέπει να απαντήσω … κάτσε και περίμενε. Η οικογένειά σου θα σε χρειαστεί».
Έβγαλε ένα σφύριγμα απαξίωσης πριν του χαμογελάσει στραβά.
«Με γουστάρεις –έτσι; Μπορώ ακόμα να τα βλέπω αυτά, με γουστάρεις –γι΄αυτό ήρθες. Βοήθησες το παιδί –εντάξει είσαι καλός άνθρωπος. Αλλά σήμερα ήρθες για μένα».
Τινάχτηκε μαζεύοντας τα τσιγάρα του.
«Σύνελθε Μαριάνα», είπε σιγά.
«Με γουστάρεις μαλάκα. Αλλά φοβάσαι».
«Δεν έχουν νόημα αυτές οι κουβέντες. Καλύτερα να πηγαίνω».
Τον σταμάτησε στην πόρτα.
«Κάνε μου μια χάρη. Περίμενέ με λίγο στο αυτοκίνητο –θέλω να με πας κάπου. Γίνεται;»
Σήκωσε τους ώμους –γιατί όχι;

Την περίμενε με αναμμένη τη μηχανή –μπερδεμένος. Έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται το κορμί της, πώς να ήταν κάτω από τα φαρδιά ρούχα … «Σύνελθε μαλάκα», δάγκωσε τη γλώσσα του. Αλλά δεν έβρισκε, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, κανέναν απολύτως λόγο για να συνέλθει –ο κόσμος έπεφτε γύρω του σαν πετρωμένο χιόνι κι αυτός δεν είχε καμιά υποχρέωση, καμιά εκκρεμότητα. Σε λίγο μια γυναίκα που κάποτε υπήρξε όμορφη και τώρα παρέμενε τουλάχιστον τύπισσα, θα έμπαινε στο αυτοκίνητό του. Τα υπόλοιπα ήταν σκέτες φλούδες, ή έτσι έμοιαζαν. Νομίζω;

Εμπόδια στο οδόστρωμα
Τον ξάφνιασε καθώς χώθηκε στη θέση του συνοδηγού με μια κόκκινη τσάντα, παραγεμισμένη. Είχε αλλάξει και ρούχα, είχε πιάσει τα μαλλιά της αλογοουρά –τώρα ήταν μέχρι και όμορφη. Ο Γρηγόρης γέλασε μέσα από τα δόντια –«σε βάρεσε η αγαμία στο κεφάλι» -και ξεκίνησε χωρίς να βγάλει άχνα.
Στην πρώτη διασταύρωση τους μπλόκαρε μια ομάδα ανθρώπων που κατέβαζε τζαμαρίες με σιδερολοστούς και καδρόνια. Ο Γρηγόρης φρέναρε κάνοντας τη Μαριάνα χαλκομανία.
«Άντε ανοίξτε δρόμο ρε λεχρίτες! Τι μας περάσατε –για μπασκίνες;» τσίριξε αυτή, βγάζοντας το κεφάλι της από το παράθυρο.
«Πρόσεχε τα λόγια σου κυρά μου», χαμογέλασε απειλητικά ένας τύπος με αμάνικη φανέλα.
«Άμα κατέβω και σε πάω από τ΄αυτί στην κυρα –Θεοδοσία, τη μάνα σου, θα δεις», γέλασε η Μαριάνα.
«Κυρία Μαριάνα εσείς είστε;» απόρησε ο τύπος. «Τι κάνει ο Μάριος; Που χάθηκε;»
«Με τα κωλόπαιδα τους δικούς σας –ρωτάς λες και δεν ξέρεις», έφτυσε τις λέξεις η Μαριάνα.
«Άκουσα πως …»
«Καλά έκανες και το άκουσες. Τσακιστείτε πιο κει τώρα μην πατήσουμε κανέναν», κούνησε το χέρι της η γυναίκα.
«Αλλά τι γυρεύεις εσύ με …»
Η ερώτηση έμεινε μετέωρη στα χείλη του άντρα καθώς το αυτοκίνητο του Γρηγόρη χανόταν μέσα στη σκόνη των μισογκρεμισμένων προσόψεων.
«Βλέπω –έχεις τις επαφές σου», είπε για να πει κάτι.
«Αμφέβαλλες;» τον μπέρδεψε εκείνη.

Στα δυο χιλιόμετρα έπεσαν σε μπλόκο. Ένας στρατιώτης τους έδειχνε κάποιο πλάτωμα του δρόμου για να σταματήσουν. Κάτι γαλονάδες έξυναν τα΄αρχίδια τους περιμένοντας στο βάθος. Κάπου τριγύρω υπήρχαν όπλα που σημάδευαν όποιον είχε τη διάθεση να παρακούσει. Πρόθυμα όπλα.
«Τη βάψαμε!» μουρμούρισε τρομοκρατημένη η Μαριάνα.
«Τι συμβαίνει στρατιώτη;» έριξε μια έξτρα προσποιητική αγανάκτηση ο Γρηγόρης.
«Έλεγχος. Κάντε στην άκρη και βγείτε από το αυτοκίνητό σας», είπε ο στρατιώτης.
«Δεν μου αρέσει ο τρόπος σου στρατιώτη. Φώναξέ μου τον υπεύθυνο εδώ πέρα», είπε ο Γρηγόρης παρκάροντας το αμάξι στο πλάτωμα.
Ο στρατιώτης τον κοίταζε άκαμπτος.
«Βγείτε έξω παρακαλώ».
«Ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ;» αγανάκτησε ο Γρηγόρης ανοίγοντας την πόρτα. Δεν είχε προλάβει να βγει ολόκληρος από την καμπίνα του οδηγού όταν ο στρατιώτης τίναξε το κοντάκι του όπλου προς το ηλιακό του πλέγμα. Εκεί σημάδεψε τουλάχιστον –γιατί ο Γρηγόρης πρόλαβε να μισογυρίσει και έφαγε το χτύπημα στον ώμο. Κύλησε στο χώμα σφαδάζοντας. Οι αξιωματικοί έτρεξαν προς το μέρος τους.
«Τι έγινε εδώ;»
«Προέβαλε αντίσταση κύριε λοχαγέ!» τσίριξε ο στρατιώτης.
«Τι λες μωρέ; Πότε πρόλαβα; Αφού με χτύπησες την ώρα που έβγαινα από τα΄αμάξι», φώναξε ο Γρηγόρης καθώς σηκωνόταν.
«Όπως και να΄χει …» ξεκίνησε να λέει ο αξιωματικός.
«Όπως και να΄χει, θέλω τα ονόματά σας. Ονομάζομαι Σπηλιώτης και είμαι σύμβουλος του γραφείου Πρωθυπουργού σε θέματα διερεύνησης γνώμης», τράβηξε το πορτοφόλι του και ανέμισε κάποιο πάσο μπροστά στις έκπληκτες φάτσες τους. «Θα σας δώσω την ταυτότητά μου, το δίπλωμά μου και ότι άλλο ζητήσετε, αλλά δεν θα φύγω από εδώ αν δεν πάρω τα ονόματά σας. Συνεννοηθήκαμε;»
Ο λοχαγός έκανε ένα βήμα πίσω, ασυναίσθητα. Ο φαντάρος απέκτησε κάποιο νευρικό τικ στο δεξί μάτι. Αλλά παραμέρισαν, ανοίγοντας χώρο στον επόμενο γαλονά.
«Ταγματάρχης Πεζικού Αλκίνοος Χαλβατζής κύριε Σπηλιώτη», είπε αυτός χτυπώντας ασυναίσθητα τα τακούνια του στο χώμα. «Τι πρόβλημα υπάρχει;»
«Εννοείτε εκτός από το χτύπημα που δέχτηκα αναίτια;» γκρίνιαξε ο Γρηγόρης.
«Θα πρέπει να συγχωρήσετε τον ζήλο των ανδρών μας κύριε Σπηλιώτη. Άλλωστε, βρίσκεστε σε μια άκρως επικίνδυνη συνοικία …»
«Η οποία, όλως τυχαίως, παρεμβάλλεται μεταξύ του σπιτιού μου και της εργασίας μου. Τι θα έπρεπε να κάνω; Να πετάξω για να την αποφύγω;»
Ο άλλος γέλασε καλόκαρδα.
«Ε, όχι δα …»
«Τέλος πάντων. Θέλετε κάτι άλλο από μένα;»
Ο Γρηγόρης μετάνιωσε αμέσως μόλις το είπε. Θα έπρεπε να το παίξει λίγο ακόμα –αλλά ήταν πλέον αργά.
«Ποια είναι η γυναίκα που μεταφέρετε στο αυτοκίνητό σας; Ξέρετε, υποθέτω, πως απαγορεύεται η μετακίνηση των κατοίκων της περιοχής …»
«Άλλο πάλι κι αυτό!» αγανάκτησε ο Γρηγόρης αδιαφορώντας για το πόσο ψεύτικος ακουγόταν. «Η κυρία είναι αδελφή μου. Μένει μαζί μου αυτές τις μέρες».
«Μπορούμε να δούμε τα χαρτιά της;» είπε μελιστάλαχτα ο Ταγματάρχης.
«Όχι δεν μπορείτε! Ας τελειώνουμε το παραμύθι κύριοι! Συλλάβετέ μας, οδηγείστε μας στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα! Θα τα πούμε εκεί με τους ανωτέρους σας».
Ο ταγματάρχης γέλασε.
«Μην εκνευρίζεστε. Πηγαίνετε στο αυτοκίνητό σας, είστε ελεύθεροι να φύγετε».
Ο Γρηγόρης γύρισε κλωτσώντας μια πέτρα και απομακρύνθηκε φουριόζος. Θεώρησε καλό να ρίξει κάποια βρισιά την ώρα που έμπαινε στο αυτοκίνητο. Το μπλόκο άνοιξε, κάνοντάς του χώρο. Ξεκίνησε μαλακά για να περάσει ανάμεσα τους. Ο ταγματάρχης του χτύπησε το τζάμι όταν βρέθηκε δίπλα του. Φρέναρε.
«Τι είναι τώρα;»
«Τίποτα κύριε Σπηλιώτη. Απλά ήθελα να σας ευχηθώ καλή διασκέδαση με την … αδελφή σας».
Ανέβασε το τζάμι και έφυγε χωρίς να απαντήσει. Η Μαριάνα έτρεμε δίπλα του.
«Είσαι σημαντικό άτομο τελικά», είπε ξέπνοα.
«Που είπες ότι πηγαίνεις;» ρώτησε εκείνος, αποφεύγοντας να δώσει συνέχεια.
«Πουθενά συγκεκριμένα», απάντησε η Μαριάνα.
Η πόλη τραντάχτηκε από στερεοφωνικές εκρήξεις κι ο Γρηγόρης φρέναρε ασυναίσθητα στον άδειο δρόμο. Μετά ξεκίνησε βιαστικός για να πάει τη Μαριάνα στο συγκεκριμένο πουθενά.

Μαζεύοντας σφυριά -μέρος πρώτο
«Τι είναι εδώ;»
«Κυριλέ συνοικία. Δεν έχεις ξανάρθει;»
«Όχι. Εδώ μένεις;»
«Καμιά σχέση».
Κοίταξε το σπίτι σκεπτικός. Δεν τον χώριζαν πάνω από 10 μέτρα, αλλά καθυστερούσε να πάει προς το κουδούνι της πολυκατοικίας. Άναψε δυο τσιγάρα και έδωσε το ένα στη Μαριάνα.
«Τι ακριβώς κάνουμε;» ενδιαφέρθηκε να μάθει εκείνη.
«Καπνίζουμε».
«Και μετά;»
«Μετά … αφού αποφάσισες να κολλήσεις μαζί μου, θα υποχρεωθείς να γνωρίσεις κάποια γοητευτικά άτομα. Υπάρχει πρόβλημα;»
«Κανένα … νομίζω».
«Αλήθεια, έχεις σκεφτεί τι ακριβώς θέλεις να κάνεις; Εννοώ …έχεις αφήσει τα παιδιά σου εκεί πίσω …»
«Και τι σε νοιάζει εσένα; Τέλος πάντων –σε περιοχές σαν τη δικιά μου, τα παιδιά μεγαλώνουν στο δρόμο. Τα παιδιά δεν είναι κανενός εκεί κάτω. Τα παιδιά ανήκουν στη γειτονιά –κατάλαβες;»
«Κι αν γίνουν φασαρίες; Δε σε νοιάζει;»
Σήκωσε τους ώμους της.
«Έτσι κι αλλιώς, κανένας μας δεν θα γλιτώσει. Τι ψάχνεις τώρα;»
Συνέχισαν να καπνίζουν αμίλητοι, χαζεύοντας την πολυκατοικία άνευ λόγου.
«Πάω», είπε ο Γρηγόρης. «Εσύ περίμενέ με εδώ».
«Μισό λεπτό», απαίτησε η Μαριάνα.
Ο Γρηγόρης την κοίταξε και δεν έκανε καμιά κίνηση για να την αποφύγει καθώς το πρόσωπό της άγγιξε το δικό του. Ούτε και στο φιλί της αντέδρασε.
«Πήγαινε τώρα», του είπε εκείνη ντροπιασμένη.
Έμεινε να τον κοιτάζει όσο χτυπούσε κάποιο κουδούνι στην είσοδο της πολυκατοικίας.

«Ποιος είναι;»
«Πάρε τα αναγκαία και κατέβα».
«Τι;»
«Τέλειωνε μωρέ μαλάκα. Δεν θα σε περιμένω για πάντα».
«Ποιος;»
«Θα είμαι στο αυτοκίνητο. Τσακίσου».

Ξανακάθισε στο τιμόνι αποφεύγοντας να κοιτάξει την είσοδο της πολυκατοικίας. Η Μαριάνα τρωγόταν. Τέντωνε το κεφάλι, στηριγμένη στα χέρια, αδημονούσε.
«Ποιον περιμένουμε;»
«Ομορφούλα, από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει η μια από τις αιτίες αυτής της παλιοκατάστασης. Γενικά μιλώντας και ειδικά εννοώντας».
Δεν τον πρόσεχε πια, γιατί από την πόρτα της πολυκατοικίας είχε εμφανιστεί ένας αιλουροειδής τύπος που πλησίαζε τραβώντας κάποιο σακ βουαγιάζ. Έκανε τον γύρο του αυτοκινήτου, άνοιξε –έκλεισε το πορτ μπαγκάζ και μετά χώθηκε στην πίσω θέση μη κρύβοντας τη δυσφορία του.
«Ποιο είναι το κοριτσάκι;» ρώτησε δείχνοντας την Μαριάνα.
«Το κοριτσάκι είναι μια απρόσκλητη εισβολή στην καθημερινότητά μας, αλλά μπορείς άφοβα να την λες Μαριάνα. Αφού βέβαια με χαιρετήσεις και ενδιαφερθείς για την πολύτιμη υγεία μου», γέλασε ο Γρηγόρης.
«Τι σε έπιασε και μου βάραγες τα κουδούνια ρε μαλάκα;» συνέχισε απτόητος ο άλλος.
«Μάλιστα! Αυτό το άτομο, Μαριάνα, είναι ένας από τους καλύτερούς μου φίλους. Το πιστεύεις;» αναστέναξε ο Γρηγόρης.
«Και το όνομα του φίλου;» αναρωτήθηκε η Μαριάνα.
«Νίκος, αλλά μην περιμένεις να χαρώ για τη γνωριμία», απάντησε ο Νίκος.
«Είναι τουλάχιστον ειλικρινής», αποφάνθηκε ο Γρηγόρης ξεκινώντας το αυτοκίνητο.
Άφησαν το επόμενο δεκάλεπτο να περάσει αμίλητο.
«Δεν βάζεις τουλάχιστον κάποια μουσική; Εκτός αν πάμε σε κηδεία», γκρίνιαξε ο Νίκος.
«Ναι, θα βάλω μουσική γιατί, όντως πάμε σε κηδεία», τον πληροφόρησε ο Γρηγόρης.
Και δεν έκανε καμιά κίνηση προς το σιντί πλέιερ του αυτοκινήτου.

«Είδα τον Βασίλη τις προάλλες», είπε ο Νίκος.
«Σε τι φάση;» ενδιαφέρθηκε ο Γρηγόρης.
«Επαναστατική –τι άλλο; Και με γείωσε κανονικά».
«Τουτέστιν –όντως είδες τον Βασίλη», θαύμασε ο Γρηγόρης.
«Μήπως θέλει κανένας να μου πει που πάμε;» αγανάκτησε η Μαριάνα.
«Μπα, δε νομίζω …», σχολίασε ο Νίκος.
Το αυτοκίνητο ρόλαρε ανάμεσα σε καπνισμένα σκουπίδια συναντώντας τη μεγάλη λεωφόρο. Με τα μάτια καρφωμένα στα διπλανά πεζοδρόμια, ο Γρηγόρης οδηγούσε στην τσίτα. Ο αέρας μύριζε αδέσποτες σφαίρες.

Μαζεύοντας σφυριά -μέρος δεύτερο
Φτάνοντας στη μεσοαστική συνοικία νόμισαν πως πέρασαν στο παρελθόν. Τίποτα δεν γινόταν εκεί, τίποτα δεν έδειχνε πως η πρωτεύουσα καιγόταν. Μόνο αν ήσουν πιο προσεκτικός θα έβλεπες ότι τα αυτοκίνητα φρέναραν συχνότερα από το κανονικό και οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια βιάζονταν ανεξέλεγκτα.
«Εδώ να νοικιάσουμε σπίτι αγάπη μου. Είναι τόσο ήσυχα!» είπε ο Γρηγόρης στον Νίκο.
«Ναι, το καλύτερο περιβάλλον για να μεγαλώσουν τα παιδιά μας!» ψευτοθαύμασε εκείνος.
Η Μαριάνα άφησε κάποιο νευρικό γέλιο.
Το αυτοκίνητο έκανε διερευνητικούς κύκλους περνώντας μπερδεμένες πλατείες.
«Χάθηκες άσχετε;» ρώτησε ο Νίκος.
«Σαφώς και όχι. Απλά το παίζω παραπλάνηση για να γλιτώσω την παρακολούθηση».
Η Μαριάνα κοίταξε απότομα στο πίσω τζάμι και ο Νίκος ξεκαρδίστηκε.
«Ρώσοι πράκτορες, ανακατεμένοι με μυστικούς αστυνομικούς –τους βλέπεις κοριτσάκι;»
«Άντε γαμήσου ηλίθιε», είπε η Μαριάνα και πήρε το βλέμμα της από τον άδειο δρόμο πίσω τους.
«Στρίψε δεξιά και στο επόμενο στενό αριστερά –άντε γιατί θα ξημερωθούμε εδώ πέρα», φώναξε ο Νίκος.

Ο Νίκος με την Μαριάνα παρακολουθούσαν τον Γρηγόρη στη συνηθισμένη, πλέον, διαδικασία του χτυπήματος κουδουνιού.
«Τελικά, εσύ τι ρόλο βαράς;» ρώτησε στο ξεκάρφωτο ο Νίκος.
«Ξέρω ΄γω … γυναίκα πρόθυμη για όλα», γέλασε η Μαριάνα.
«Τώρα δέσαμε!» θαύμασε εκείνος.
«Τα λέτε πουλάκια μου;» σχολίασε ο Γρηγόρης μπαίνοντας πάλι στο αυτοκίνητο.
«Ναι –ψήνουμε ειδύλλιο», κορόιδεψε ο Νίκος.
«Μαριάνα, κάνε μου τη χάρη και πήγαινε πίσω», παρακάλεσε ο Γρηγόρης.
«Γιατί;»
«Επειδή αυτός που περιμένουμε είναι η σχέση του Γρηγόρη», σχολίασε πειραχτικά ο Νίκος.
Η γυναίκα βγήκε γκρινιάζοντας, αλλά κοντοστάθηκε πριν ξαναμπεί στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου. Κάρφωσε το βλέμμα της σε μια οικοδομή, στην άλλη πλευρά του τετραγώνου –για λίγο. Μετά χτύπησε το μέτωπό της και μπήκε στο αυτοκίνητο.
«Έγινε κάτι;» ρώτησε ο Νίκος.
«Όχι –τίποτα», είπε η Μαριάνα.
Η μπροστά πόρτα άνοιξε και ο Αντώνης όρμησε μέσα.
«Φύγε και άσε τις αγκαλιές για το ηλιοβασίλεμα», είπε στον Γρηγόρη.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε σπινιάροντας και χάθηκε στην επόμενη στροφή. Κουβαλώντας τρεις αμήχανους άντρες και μια ανήσυχη γυναίκα.

Διαλέγοντας μουσική
Ο δρόμος έξω από το σπίτι του Αντώνη έμεινε άψυχος –δεν πέρασε κανένα αμάξι και δεν έτρεξε ούτε ένας περαστικός στα πεζοδρόμια. Μόνο στον πρώτο όροφο της οικοδομής, στην άλλη πλευρά του τετραγώνου, ένας άντρας σηκώθηκε τινάζοντας τα ρούχα του. Άρχισε να λύνει τη φωτογραφική του μηχανή, ξεκινώντας από τον τηλεφακό. Αλλά, ακόμα, δεν αποφάσιζε να φύγει. Εξακολουθούσε να κοιτάζει –τον άδειο δρόμο και το σπίτι του Αντώνη.
«Τώρα σας έχω κανονικά –κορόιδα», μουρμούρισε ο κύριος Αλεξίου, βάζοντας τη φωτογραφική μηχανή στη δερμάτινη, μαλακή, θήκη. Χαμογελούσε όσο κατέβαινε την τσιμεντένια σκάλα, αλλά το χαμόγελό του πάγωσε όταν συνειδητοποίησε πως τα παπούτσια του είχαν γεμίσει στίγματα από ασβέστη.
«Σκατοδουλειά», βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του.

Το αυτοκίνητο πήγαινε αργά στη μεσαία λωρίδα. Η λεωφόρος ήταν το ίδιο βουβή με τους επιβάτες του αυτοκινήτου. Κάποια άδεια σακούλα πιάστηκε στην πίσω ρόδα, ο θόρυβος τους ξύπνησε στιγμιαία.
«Προηγουμένως … νόμισα πως είδα …», μουρμούρισε η Μαριάνα.
Ο Αντώνης γύρισε και την κοίταξε ξαφνισμένος.
«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε.
«Τη λένε Μαριάνα», απάντησε ο Νίκος.
Ο Αντώνης έστριψε ολόκληρος στο κάθισμά του και κοίταξε προσεκτικότερα τη γυναίκα.
«Μα φυσικά –Μαριάνα! Πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι;» μουρμούρισε σκεπτικός.
«Την ξέρεις;» ρώτησε ο Γρηγόρης.
«Τι είπες ότι είδες;» ρώτησε τη Μαριάνα ο Νίκος.
«Δεν έχει σημασία», απάντησε εκείνη.
«Σαφέστατα –δεν έχει σημασία πλέον. Έτσι κι αλλιώς, την έχουμε βαμμένη άσχημα», αποφάνθηκε ο Αντώνης.

Ο Γρηγόρης κοκάλωσε το αυτοκίνητο και καβάλησε το κοντινότερο πεζοδρόμιο. Μετά γύρισε και τους κοίταξε προσεκτικά. Έναν –έναν.
«Να βάλω μουσική;» ρώτησε όλο σοβαρότητα.
«Ναι, ήρθε η ώρα να ακούσουμε επιτέλους τη μουσική μας», μουρμούρισε ο Αντώνης.
Ο Γρηγόρης ξαναβγήκε στον δρόμο προσεκτικά, χωρίς να κάνει καμιά κίνηση προς το σιντί πλέιερ του αυτοκινήτου.
«Σπάστα καλλιτέχνη!» φώναξε ο Νίκος και μάταια η Μαριάνα έψαξε να βρει σε ποιον απευθυνόταν.

(συνεχίζεται ασθματικά)

14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Αφού ήταν η γνωστή Μαριάνα γιατί η συνάντηση με τον Αντώνη ήταν τόσο λίγη; Λόγω τόσων χρόνων δεν αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο; Θυμάμαι ότι είχαν βρεθεί και σε μια λαϊκή με τη Μαριάνα να κρατάει ένα παιδί, άρα θα ταίριαζε χρονικά αν κρατούσε το μεγάλο γιο τότε.

Υποθέτω ότι το πόνημα έχει μπόλικο ψωμί ακόμα ε;

Ανώνυμος είπε...

Α ξέχασα! Βρήκα το μονόλογο της Μαριάνας εκπληκτικό.

The Motorcycle boy είπε...

Χμμ, φίλε μου -δεν ήταν η γνωστή Μαριάνα. Ήταν απλά η Μαριάνα που πάντα πρέπει να υπάρχει για να υπάρχει λόγος μαζέματος της παρέας.

Να σημειώσω πως αυτή η εμφάνιση της Μαριάνας (που είναι άλλη, όμως στην τελική ανάλυση είναι η ίδια σαν παρουσία) είναι κατευθείαν κλοπή από το τελευταίο βιβλίο του Νικολαϊδη. Αλλαγμένο όνομα, αλλά η ίδια λογική.

Υ.Γ.: Χαίρομαι που σου άρεσε ο μονόλογος -γράφοντάς τον ήμουν σίγουρος πως κάπου τον έχω δει ή ακούσει. Αλλά δεν θυμάμαι που ακριβώς. Πάντως, σίγουρα, δεν είναι δικός μου μονόλογος.

Ο Καλος Λυκος είπε...

Περιμένω ένα λόγο που να στέκει, για το ότι δωθήκανε μόνοι τους και τόσο άνετα στον Αλεξίου...

The Motorcycle boy είπε...

Το έχουν ήδη αναλύσει πιο πίσω, αλλά θα τον δεις και στα επόμενα τον λόγο -όταν θα γίνει κάποια επαφή.

Ο Καλος Λυκος είπε...

μου ξέφυγε... εν αναμονή λοιπόν...

Ανώνυμος είπε...

Πάντως (και κορόιδεψε όσο θες) σχεδόν το διάβασα από την άρχή και ειδικά τα κομμάτια με τις 2 προηγούμενες εμφανίσεις τις Μαριάνας και έχω να πω: Την πρώτη φορά εμφανίζεται στην αναδρομή του Αντώνη και την ερωτική απογοήτευση που του προκαλεί και μετά πάλι στη συνάντηση μαζί του στη λαϊκή που κρατάει το παιδί. Δεν μας άφησες πουθενά αυτό που λες παραπάνω ότι είναι η δικαιολογία για να βρεθεί η παρέα μιας και τις άλλες 2 φορές ήταν μόνο ο Αντώνης παρών. Μετά λοιπόν την επαναφέρεις, δημιουργείς μια ερωτική σκηνή με τον άλλο και μου λες ότι είναι ο λόγος μαζέματος της παρέας. Δικαίως μπερδεύτηκα ή κατι μου διαφεύγει; Και συγχώρα με αν γίνομαι υπερβολικά ορθολογιστής. Δεν έχω καμιά διάθεση να το αποδομήσω - απλά μου φάνηκε ότι κάνεις ένα απότομο άλμα.

Και ακόμα δεν έχεις απαντήσει την άλλη μου ερώτηση. Έχει μπόλικο ψωμί ακόμα; (ελπίζω να πεις ναι και να μην έχεις σκοπό να το μαζέψεις σε ένα ακόμα κεφάλαιο μόνο)

The Motorcycle boy είπε...

Νίκο, πότε με ρώτησες αν έχει μπόλικο ψωμί ακόμα; Δεν το πήρα χαμπάρι -λοιπόν, ναι, έχει μπόλικο ψωμί ακόμα αλλά εγώ δεν ξέρω πόση διάθεση έχω να το ψήσω. Θα δούμε. Πάντως -να το τελειώσω ξεπέτα δεν παίζει. Το πολύ -πολύ να το αφήσω ημιτελές αν δεν έχω όρεξη για παρακάτω.

Ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σου σχετικά με τη Μαριάνα -τέτοιες παρατηρήσεις (δες και του Λύκου από πάνω για άλλο θέμα) με βοηθάνε να συμμαζεύω το κείμενο. Γιατί άλλα έχω εγώ στο μυαλό μου, αλλιώς βγαίνουν στο "χαρτί". Λοιπόν για πάμε:

Υπήρξε μια Μαριάνα στα λυκειακά χρόνια του Αντώνη, την οποία ο άνθρωπος ερωτεύτηκε, με τα γνωστά αποτελέσματα. Αυτή η Μαριάνα εμφανίζεται στη λαϊκή με το κουτσούβελο για να διαλύσει τις παιδικές αυταπάτες το ήρωα -αλλά όχι και για να υποβαθμίσει τον έρωτά του για την "ιδέα Μαριάνα". Προσπαθώ να μιλήσω για κάποιο "ερωτικό πρότυπο που είναι απλησίαστο σαν τέτοιο".
Αν θυμάσαι, ο Γρηγόρης αφήνει κι αυτός μηνύματα σε κάποια γυναίκα που έχει φύγει από κοντά του.

Και εδώ εμφανίζεται η καινούργια Μαριάνα (θα ήταν πολύ απλουστευτικό να είναι η παλιά με την οποία ξαναβρίσκεται ο Αντώνης). Η καινούργια Μαριάνα λοιπόν, χωρίς να είναι το ίδιο πρόσωπο με την παλιά, κουβαλάει τις ιδιότητές της. Η φοβερή εκείνη κοπέλα των σχολικών μας χρόνων που παντρεύτηκε τον πρώτο τυχαίο μαλάκα και κατέρρευσε στο δίπτυχο γάμος -οικογένεια.
Και τώρα που ο κόσμος καίγεται, καταφέρνει να αποδράσει από τη μοίρα της.
Γιατί ξαναδένει την παρέα; Θυμήσου πως οι πρώτοι κολλητοί ήταν ο Αντώνης με τον Γρηγόρη. Ο δεύτερος βρίσκει αυτή την, ας πούμε μυθική μορφή γυναίκας και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να πάει να τη δείξει στον κολλητό του. Κλασσική τακτική επανένωσης παρέας.
Σε βοήθησα κάπως; Το ελπίζω -αλλιώς θα πρέπει να κόνω ριζικές διορθώσεις στο κείμενο.

Ανώνυμος είπε...

Ναι όλα καλά. Απλά λίγο η χρήση του ίδιου ονόματος, λίγο τα κουτσούβελα, νόμιζα ότι ήθελες να μας δείξεις ακριβώς το ίδιο πρόσωπο.

Please μη το αφήσεις στη μέση :)

The Motorcycle boy είπε...

Η ίδια ιδέα -όχι απαραίτητα το ίδιο πρόσωπο. Άλλωστε αυτή μετράει, γι΄αυτό και όλα είναι ίδια αλλά όχι όμοια.
Στο είπα και τις προάλλες -το όλο κόνσεπτ της συγκεκριμένης φάσης το έχω κλέψει από το τελευταίο βιβλίο του Νικολαϊδη. Αν τύχει και το διαβάσεις θα το βρεις -μόνο που εκεί, ο άνθρωπος το κάνει πολύ καλύτερα.

Θα δείξει που θα πάει γιατί οι ιστορίες πάνε μόνες τους, απλά την ώθηση δίνουμε εμείς.

Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα
Πάρα πολύ διαφορετικό το καινούριο.
Πάντως είχα μπερδευτεί κ από παλιά με τους χαρακτήρες και ξεχνούσα ποιος είναι ποιος. Δε μου λέγανε πολλά τα ονόματα γιατί δεν είχαν περιγραφτεί αρκετά οι χαρακτήρες.

Μήπως θα μπορούσες να τους αναφέρεις (έστω σε σχόλιο) τα ονόματά τους με τις "ιδιότητές" τους. Δλδ π.χ. απ' αυτόν το Νίκο το μόνο που θυμαμαι λίγο είναι το συμβάν με το πάρκο...
Τον Γιάννη ας πούμε τον θυμάμαι ξεκάθαρα

The Motorcycle boy είπε...

Ell, έχεις δίκιο -το γράφω αργά είναι και κάπως πολύπλοκο -άντε να βγάλει άκρη ο άλλος. Κανονικά θα έπρεπε να φτιάξω μια περίληψη αλλά είμαι πολύ μούχλας για τέτοια πράγματα.
Κι εγώ πολλές φορές μπερδεύω τα ονόματα γιατί έχω επιλέξει να είναι κοινότυπα. Και σκοπεύω οι χαρακτήρες να φτιαχτούν σιγά -σιγά, μέσα στο κείμενο.
Τον Γιάννη είναι λογικό να τον θυμάσαι γιατί σου είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση, απ΄ότι θυμάμαι.
Ο Νίκος είναι ο δικηγόρος που κανόνισε την κατεδάφιση του πάρκου -ομοφυλόφιλος και ντροπαλός, μοναχικός που προσπαθεί να περάσει στη δράση.
Ο Γρηγόρης είναι ο τύπος που πείραξε τις στατιστικές, με τη γυναίκα της ζωής του φευγάτη από καιρό.
Ο Αντώνης είναι ο δημόσιος υπάλληλος με την ερωτική απογοήτευση των λυκειακών χρόνων.

Αυτά τα λίγα για αρχή.

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ McBoy. Θυμήθυκα μία γλαφυρότατη ιστορία με τον Νίκο εξώ από ένα μπαρ. Απλά είχε μπει ξαφνικά...

Σ' αρέσουν και σένα τα flash back

Υ.Γ. πολύ ωραίο το βιβλίο του Νικολαϊδη.Ένα από τα βιβλία που διάβασα μονορούφι.

The Motorcycle boy είπε...

Flash back είναι το μεσαίο όνομά μου ell. Παλιότερα ήταν Flash Gordon αλλά γεράσαμε ανεξίτηλα και οι δυο μας.
Χαίρομαι που σου άρεσε το βιβλίο -πράγματι είναι το καλύτερο που έχω διαβάσει την τελευταία διετία (μπορεί και περισσότερο).

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι