Παρασκευή, Ιανουαρίου 17, 2025

Ο εκδοτικός οίκος

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Κοίταξα για τελευταία φορά στον καθρέφτη του μπάνιου -το δεξί μου μάτι είχε ένα περιποιημένο πρήξιμο που έδενε με το τσιρότο πάνω από το φρύδι αλλά κατά τα λοιπά το πρόσωπό μου ήταν ως συνήθως. Άσχημο, γέρικο, έτοιμο να κρεμάσει προγούλι. Για κάποιο ηλίθιο λόγο πέρασα μπόλικο ζελέ στα μαλλιά μου. Έξω από το παράθυρο του μπάνιου λίγα πράγματα διακρίνονταν -νυχτώνει νωρίς το χειμώνα.

Φορούσα ένα φαρδύ τζιν παντελόνι και φανελένιο πουκάμισο, μου πήρε λίγη ώρα να βρω το δερμάτινο αεροπορικού τύπου (χρώματος καφέ), με τις άπειρες εσωτερικές τσέπες και την καβάτζα μέσα από την επένδυση. Βρήκα όμως γρήγορα τις Μάρτενς μου κι αυτό οφειλόταν στο ότι είχα μόλις τέσσερα ζευγάρια παπούτσια -τι να τα κάνεις τα περισσότερα;

 

Κοντοστάθηκα δίπλα στο κράνος, βέβαια δεν το χρειαζόμουν αφού ο Δούκας είχε αναληφθεί στους ουρανούς, αλλά έχωσα στην πλαϊνή τσέπη τα κοντά δερμάτινα γάντια  ελέγχοντας τα μεταλλικά προστατευτικά πολλαπλών χρήσεων.

 

Βγήκα βιαστικά από το διαμέρισμα -κλείδωσα μέσα τους πεθαμένους μου.

 

Από το σπίτι μου ως την πλατεία είναι κοντά μισή ώρα δρόμος με τα πόδια -οι εκδόσεις του Αραμπατζή βρίσκονται δυο δρόμους πιο κάτω, κοίταξα το ρολόι μου και διαπίστωσα ότι με έπαιρνε για μια μπύρα συν ξελαχάνιασμα ως την ώρα του ραντεβού. Βγαίνοντας στη λεωφόρο, από το πεζοδρόμιο αυτή τη φορά, κοντοστάθηκα -υπήρχε κάτι που έπρεπε να κάνω.

Τράβηξα το κινητό από την εσωτερική τσέπη και πήρα τη Δήμητρα.

«Πώς ήταν αυτό;» ρώτησε αντί για απάντηση.

«Εντάξει -είμαι απαράδεκτος», παραδέχτηκα. «Αλλά χρειάζομαι βοήθεια».

«Από μένα;» ρώτησε μετά από μισό λεπτό σιωπής που την κάλυψαν τα κορναρίσματα της λεωφόρου.

«Από το Σπήλιο», είπα.

«Εντάξει», μουρμούρισε.

«Πού θα τον βρω;»

«Εξαρτάται… πού είσαι;»

«Πηγαίνω προς πλατεία»

«Πέρνα από το μαγαζί -τέτοια ώρα παραλαμβάνει».

«Σίγουρο αυτό;»

«Τίποτα άλλο;» η αγανάκτησή της ακούστηκε πάνω από τους θορύβους των αυτοκινήτων.

«Θα πρέπει κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά», είπα.

«Μαλακίες…» ξεφύσησε. «Όποτε θέλεις, το τηλέφωνό μου το έχεις».

Και μετά έκλεισε.

 

Ψάρεψα κάτι ξεχασμένα ακουστικά με καλώδιο από την τσέπη του μπουφάν και αποφάσισα να κάνω τη διαδρομή μετά μουσικής -κόντεψαν να με πατήσουν στη διάβαση όσο έψαχνα τι να βάλω, τελικά κατέληξα στους γοητευτικούς Flatfoot 56 με αποτέλεσμα να καλύψω τη διαδρομή ως το μπαρ του Σπήλιου σε 20 λεπτά.

 

Το μαγαζί ήταν εμφανώς κλειστό κι έτσι κόλλησα τα μούτρα στη τζαμαρία -από μέσα διακρινόταν κάποια κίνηση. Χτύπησα και περίμενα. Δεν έγινε τίποτα οπότε ξαναχτύπησα το τζάμι, μια σιλουέτα ξεκόλλησε από το πίσω μέρος πλησιάζοντας προς το μέρος μου.

«Τι ‘πες τώρα…» χαμογέλασε ψεύτικα ο Σπήλιος στο άνοιγμα της πόρτας. «Κι έλεγα ποιος καργιόλης μας έλειπε για να φτιάξει η μέρα».

Φορούσε ένα ξεχειλωμένο πράσινο φούτερ με στάμπα δυσδιάκριτη και στρατιωτικό παντελόνι με πλαϊνές τσέπες.

«Εδώ θα κάτσουμε;» ρώτησα.

«Όχι βέβαια… Εγώ θα πάω μέσα κι εσύ θα πας σπίτι σου. Ή όπου στον πούτσο γουστάρεις -εκτός από το μαγαζί μου», με ενημέρωσε.

Προχώρησα ένα βήμα μπροστά και τον έσπρωξα με τον δεξί μου ώμο για να μπω μέσα. Μου έκανε χώρο με το ζόρι.

«Ωραίος ο Κάστρο…» ψευτοθαύμασε.

 

Τον αγνόησα και κάθισα σ΄ένα τραπέζι στη μέση του μαγαζιού. Έβγαλα τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, αλλά όχι το μπουφάν γιατί έκανε ψοφόκρυο εκεί μέσα. Εκείνος πήγε μέχρι τη μπάρα, πήρε μια μπύρα ήδη ανοιγμένη, και ήρθε να σταθεί πάνω από το κεφάλι μου. Άναψα τσιγάρο.

«Σε φτιάξανε μια χαρά», είπε κοιτάζοντάς με προσεκτικά στο μισοσκόταδο.

«Στολίσναγια με τόνικ αφού επιμένεις», απάντησα.

Ξαφνιάστηκε για μια στιγμή και μετά γέλασε.

«Βρε μ΄έναν πούστη…» μουρμούρισε καθώς πήγαινε να μου φτιάξει το ποτό.

Στο τραπέζι δεν υπήρχε τασάκι, άρα έριχνα τις στάχτες στο πάτωμα, σκέφτηκα ότι δεν θα τον πείραζε ιδιαίτερα.

«Είμαστε μόνοι;» τον ρώτησα όταν μου έφερε το ποτό και θρονιάστηκε απέναντί μου.

«Γιατί -θα μου κάνεις ερωτική εξομολόγηση;» έσκυψε προς το μέρος μου. «Τι τρέχει με την αδερφή μου ρε μαλάκα; Σαν πολλά πάρε-δώσε δεν έχετε;»

Ανασήκωσα τους ώμους.

«Ήθελε να τη βοηθήσω στο διδακτορικό της», είπα μπας και ξεπεράσουμε γρήγορα το όλο θέμα.

«Κι εσύ τη βοήθησες, ας πούμε… Δηλαδή πώς; Οριζοντίως ή καθέτως;»

«Κόφτο», τον προειδοποίησα.

Άπλωσε το χέρι του και καπάκωσε το δικό μου.

«Η Δήμητρα είναι πονεμένο πλάσμα, Κάστρο. Δεν θα της κάνει καλό να μπλέξει μ΄ένα μαλάκα που θα την παρατήσει άνευ λόγου».

«Εντάξει -και γιατί μου το λες;» απόρησα.

«Σε προειδοποιώ», μούγκρισε πιέζοντας το χέρι του.

Του τίναξα την παλάμη μακριά και έπιασα το ποτήρι.

«Δεν τρέχει τίποτα με τη Δήμητρα και δεν ήρθα να μιλήσουμε γι΄αυτό», ξεκαθάρισα.

Περίμενε, κοιτάζοντάς με εξεταστικά.

«Θέλω να μάθω ποιοι καργιόληδες μάς την έπεσαν», τον ρώτησα.

Γέλασε.

«Τι σκατά ήθελες στην πλατεία με το Μπόρις;» ρώτησε με τη σειρά του.

«Ήρθαμε να πιούμε ένα ποτό, δεν ήξερα ότι απαγορεύεται», είπα.

«Απ΄ότι φαίνεται, απαγορεύεται δια ροπάλου», χαχάνισε με το αστείο του.

«Ποιοι ήταν;» ξαναρώτησα.

«Βρες τους και πάρτους», είπε.

Κοιταχτήκαμε για λίγο -έτοιμοι για καυγά.

«Άκου», ξεκίνησα ήρεμα. «Δεν ήρθα να ζητήσω τα ρέστα για μένα, ούτε για το Μπόρις. Αλλά αυτοί οι καργιόληδες έκαψαν το Δούκα. Πες μου τώρα εσύ -τι πρόβλημα είχαν με τη μηχανή;»

«Εντάξει, υπάρχει κάποιο τελετουργικό σε όλα αυτά, υποθέτω…» σχολίασε.

«Τελετουργικό και τ΄αρχίδια μας κουνιούνται. Δεν ήρθα να ψάξω τους πιτσιρικάδες, αυτοί δε με ενδιαφέρουν. Ήταν μαζί τους και δυο μεγάλοι -αυτούς θέλω».

Με κοίταξε χαμογελώντας.

«Αυτό που θέλεις είναι να γίνω χαφιές και να μου κάψουν το μαγαζί», είπε.

«Έτσι πάει λοιπόν…» μουρμούρισα.

Ήπια το υπόλοιπο ποτό μου αμίλητος. Ο Σπήλιος τσίμπησε ένα τσιγάρο από το πακέτο μου και το άναψε.

«Μην τα σκαλίζεις ρε Κάστρο», είπε τελικά. «Έκανες μαλακία που μπλέχτηκες -κρύψου στο σπιτάκι σου για ένα διάστημα και θα περάσει η μπόρα…»

Χαμογέλασα.

«Λοιπόν, φιλαράκο», του απάντησα όσο σηκωνόμουν, «το ίδιο ακριβώς μου είχαν πει κι οι μπάτσοι πριν κάτι χρόνια».

Μάζεψα το πακέτο μου, τράβηξα δυο τσιγάρα και τα άφησα στο τραπέζι μπροστά του συν ένα δεκάρικο για το ποτό όσο εκείνος συννέφιαζε.

Και κάπως έτσι έφυγα από το μαγαζί του.

 

 

Ο εκδοτικός οίκος του Αραμπατζή ήταν, περιέργως, εντυπωσιακός. Γωνιακό οίκημα, ανακαινισμένο νεοκλασικό, με βιβλιοπωλείο στο μπροστά μέρος και γραφεία στον πάνω όροφο. Άναψα ένα τσιγάρο χαζεύοντας τις βιτρίνες, μπόλικη λογοτεχνία της μόδας -σκανδιναβικά αστυνομικά, ρομαντικές ιστορίες αγγλοσαξονικής προελεύσεως, ασιατικές συνταγές ευζωίας και κάτι βαρύγδουποι τόμοι για πανεπιστημιακή διάθεση. Τα ΒΙΠΕΡ έπαιρναν την εκδίκησή τους -αφού κατάφεραν να αναγνωριστούν ως λογοτεχνία (δικαίως), έπνιξαν κάθε άλλο λογοτεχνικό ρεύμα. Αδίκως; Ποιος ξέρει… Το εμπόριο ποτέ δεν εμπόδισε ένα πραγματικά καλό βιβλίο -ίσως και να το έκανε δηλαδή, αλλά ποτέ δεν το μάθαμε, οπότε άνοιξα την πλεξιγκλάς πόρτα και μπήκα αρκούντως κουμπωμένος.

Η κοπέλα στο ταμείο με πληροφόρησε ότι αν ήθελα να δω τον κύριο Αραμπατζή θα έπρεπε να βγω έξω και να ξαναμπώ από την πλαϊνή είσοδο που οδηγούσε στον πάνω όροφο κι αυτό ακριβώς έκανα.

Ανέβηκα με το ασανσέρ και βρέθηκα μπροστά σε μια ακόμα πλεξιγκλάς πόρτα που άνοιγε σε ενιαίο χώρο με γραφεία παραταγμένα μπροστά στα θεόρατα τζάμια των παραθύρων -μάλλον υπήρχε κάποιο χοντρό κόλλημα με τη διαφάνεια και τη φωτεινότητα σε αυτό τον εκδοτικό οίκο. Βέβαια ήξερα ότι το άπλετο φως χρησιμοποιείται για να κρύψει το βαθύ σκοτάδι, αλλά προτίμησα να αφήσω τις απόψεις μου στον εξωτερικό διάδρομο. Ένας πιτσιρικάς με κοτσίδα και γενειάδα με οδήγησε στην αίθουσα συσκέψεων, στο κέντρο του χώρου -δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι η αίθουσα περιβαλλόταν από τζαμαρίες.

Κάθισα στην πρώτη εύκαιρη δερμάτινη κρεμ καρέκλα.

«Θέλετε κάτι; Έναν καφέ, ένα αναψυκτικό;» με ρώτησε ο πιτσιρικάς.

Κοίταξα στο μεγάλο τραπέζι και διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε τασάκι, άρα ξεχνάμε τον καφέ.

«Λίγο νερό -ευχαριστώ», απάντησα.

Ο πιτσιρικάς έφυγε και ξαναγύρισε μετά από λίγο με ένα εμφιαλωμένο. Το άφησε μπροστά μου, δίπλα σε κάποιο ποτήρι που βρέθηκε εκεί ως δια μαγείας. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε, αφήνοντάς με να περιμένω. Ωραία κόλπα -μανατζερίστικα, Αϊοκόκα κι έτσι, ας πούμε… Το τραπέζι συσκέψεων ήταν από πλεξιγκλάς (φυσικά), γύρω του υπήρχαν 12 κρεμ καρέκλες (μαζί με τη δική μου) ενώ κάτι γλάστρες με τεράστια φυτά (καλοδιατηρημένα σε βαθμό πλαστικοποίησης) απειλούσαν να ρεζιλέψουν όποιον σηκωνόταν απότομα σπρώχνοντας την καρέκλα του προς τα πίσω.

Προσπάθησα να θυμηθώ πώς πήγαινε το όλο πράγμα με τα συγγραφικά δικαιώματα την εποχή που εκδίδονταν τα βιβλία μου -ήταν μια αναλογία σε σχέση με τις πωλήσεις, κάποιο ποσό ανά βιβλίο, αλλά με τίποτα δεν μπορούσα να κάνω την αναγωγή σε ευρώ. Τι σκατά να πλήρωναν τώρα; Θυμόμουν ότι παλιά όλος ο τζερτζελές γινόταν για το σε ποια θέση θα μπουν τα βιβλία στη βιτρίνα, τι εκδηλώσεις προώθησης θα διοργανώνονταν -το κεφάλι μου άρχισε να κουδουνίζει και ήμουν έτοιμος να την κοπανήσω από εκεί μέσα γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να μπλέξω σε τέτοιες ιστορίες πάλι.

Τότε άνοιξε η πόρτα -ο Αραμπατζής, σαφώς γερασμένος και παχύτερος από τις φωτογραφίες, μαζί με μια τριαντάρα καρακάξα κι ένα συνομήλικό μου, κοντό με μπυροκοιλιά, μπήκαν σχεδόν ταυτόχρονα.

Χάζευα τα ρούχα τους -ο Αραμπατζής ντυμένος με τζιν και φαρδύ γαλάζιο πουκάμισο (όλα επώνυμα), η καρακάξα με κολλητό μαύρο φόρεμα και τεράστιο χρυσό μενταγιόν κι ο δικός μου με ξεχειλωμένο πουλόβερ, άστα να πάνε…

«Καλώς ορίσατε κύριε Καστρινέ», χαμογέλασε ο Αραμπατζής καθώς μου έκανε μια χλιαρή χειραψία.

«Καλώς σας βρήκα», ανταπέδωσα όσο οι υπόλοιποι ακροβολίζονταν στο τραπέζι. Η καρακάξα άνοιξε ένα τεράστιο ντοσιέ και το ‘ριξε στο διάβασμα όσο ο άλλος τυπάκος ξεκίνησε να παίζει με το κινητό του.

«Η κυρία Βερούτη είναι υπεύθυνη για τις δημόσιες σχέσεις και ο κύριος Λιόλιος είναι ο διευθυντής του ατελιέ», έκανε τις συστάσεις ο Αραμπατζής.

Οι άλλοι δύο απλώς ένευσαν όταν άκουσαν το όνομά τους και ξαναγύρισαν στις ασχολίες τους. Εγώ δεν είπα τίποτα.

«Γνωρίζετε τα βιβλία μας κύριε Καστρινέ;» πετάχτηκε απότομα η καρακάξα τινάζοντας μια τούφα από τα κοκαλωμένα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά της.

«Έχω διαβάσει κάποια από αυτά», παραδέχτηκα γρήγορα.

«Πώς σας φάνηκαν;» ξαναρώτησε.

«Τα βιβλία;» απόρησα. «Ξέρω ‘γω; Σα βιβλία…»

«Η Λίνα εννοεί πώς σας φάνηκαν οι εκδόσεις», ανέλαβε να βοηθήσει ο Αραμπατζής.

Έξυσα το κεφάλι μου γιατί, πραγματικά, δε θυμόμουν να έχω αγοράσει βιβλίο των εκδόσεών τους. Απλά είχα διαβάσει πολλές από τις ανατυπώσεις που έκαναν, αλλά σε παλιότερες εποχές, όταν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος οίκος.

«Εντάξει», μουρμούρισα κοιτάζοντας τη Λίνα Βερούτη η οποία τσαλάκωσε ένα χαρτί από το ντοσιέ.

«Λοιπόν, σκοπεύουμε να κάνουμε ένα άνοιγμα σε Έλληνες συγγραφείς, σύγχρονους -και τα βιβλία σας θα είναι η πρώτη μας κίνηση», είπε ο Αραμπατζής που έπιασε γρήγορα την αμηχανία στην ατμόσφαιρα.

«Τα βιβλία μου εκδόθηκαν για πρώτη φορά πριν από μια εικοσαετία περίπου -δεν με λες και σύγχρονο συγγραφέα», γέλασα απαντώντας του.

«Αντιθέτως… Είστε εκτός από σύγχρονος και επίκαιρος», με διόρθωσε ο Αραμπατζής.

Κοίταξα τον τυπάκο που εξακολουθούσε να παίξει με το κινητό του -τον ζήλεψα για μια στιγμή.

«Για ποιο βιβλίο μου ενδιαφέρεστε;» ρώτησα.

«Για όλα», πετάχτηκε η Βερούτη.

Αυτό δεν το περίμενα.

«Από τα 8 βιβλία σας, τα 5 είναι εξαντλημένα από τους εκδότες. Και τα άλλα 3 βρίσκονται με δυσκολία και μόνο κατόπιν παραγγελίας», συνέχισε.

Δε μίλησα.

«Σκοπεύουμε να προχωρήσουμε σε συνολική επανέκδοση -ολόκληρης της σειράς…» είπε ο Αραμπατζής.

«Άμεσα», τον συμπλήρωσε η Βερούτη.

Τέντωσα τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι, ήπια λίγο νερό και κοίταξα τον Αραμπατζή.

«Δηλαδή αυτό που θέλετε είναι να εκμεταλλευτείτε το θόρυβο που γίνεται σχετικά με μένα», είπα.

«Κακό είναι;» απόρησε.

«Όπως το πάρει κανείς…» απάντησα.

«Σας δίνουμε 10%, νομίζω ότι πρόκειται για αρκετά γενναιόδωρη προσφορά», είπε γρήγορα ο Αραμπατζής.

«10% επί των πωλήσεων -σωστά;» ρώτησα.

«Μείον τα έξοδα προώθησης και επικοινωνίας φυσικά», συμπλήρωσε η Βερούτη.

Χαμογέλασα.

«Χάρηκα που τα είπαμε -λέω να πηγαίνω», τους πληροφόρησα.

«Τι εννοείτε;» πετάχτηκε η Βερούτη.

Ο τυπάκος άφησε στην άκρη το κινητό και με κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Ακούστε», είπα ακουμπώντας τους αγκώνες μου πάνω στο τραπέζι. «Εδώ υπάρχει ένα θέμα που έχει φτιαχτεί από τα δελτία ειδήσεων και μπορεί να ξεφουσκώσει όσο γρήγορα φούσκωσε. Όπως θα είδατε στα κανάλια κι όπως βλέπετε μπροστά σας, είχα μια πρόσφατη περιπέτεια η οποία μπορεί να κόψει αναγνωστικό κοινό… Αφού λοιπόν εδώ μιλάμε για μπίζνες, ας το κάνουμε σωστά. 50 χιλιάδες και παίρνετε τα βιβλία δικά σας».

Με κοίταξαν με ειλικρινή ανησυχία.

«Είστε τρελός;» σφύριξε η Βερούτη.

Ο Αραμπατζής σήκωσε αργά το χέρι -ησυχία επικράτησε.

«Όταν λέτε πως παίρνουμε τα βιβλία δικά μας;» ζήτησε να μάθει.

«Παίρνετε τα δικαιώματα», του εξήγησα. «Και τα κάνετε ότι θέλετε. Τα εκδίδετε, τα καίτε, τα πουλάτε σε φυλλάδες…»

«Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα, εμάς μας ενδιαφέρει η γνώμη του συγγραφέα, η ενεργή συμμετοχή του, αναπτύσσουμε σχέσεις μαζί του -είμαστε κάτι σαν οικογένεια», είπε.

Με το ζόρι κρατήθηκα να μη γελάσω.

«Εντάξει, εμένα δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά», ξεκαθάρισα. «Δεν σας ξέρω και δεν ξέρω αν θέλω να σας γνωρίσω. Μπορεί λοιπόν, στο μέλλον, να σας φέρω ένα νέο βιβλίο μου και να το εκδώσετε…»

«Θα χαρούμε πολύ», πετάχτηκε ο τυπάκος.

Ξαφνιάστηκα -αυτόν τον είχα ξεχάσει.

«Μέχρι τότε όμως», συνέχισα κοιτάζοντάς τον, «θέλετε κάποια βιβλία μου που έχουν κάνει τον κύκλο τους -προσωπικά τα θεωρώ τελειωμένα. Και τα θέλετε γιατί με ξεσκίζουν στις ειδήσεις, άρα, πολλοί μαλάκες θα θέλουν να τα διαβάσουν από αρρωστημένη περιέργεια. Αυτό εμένα μου μοιάζει με εμπορική συμφωνία και όχι με οικογενειακό τραπέζι -λοιπόν, σας είπα την τιμή μου».

«30», μουρμούρισε ο Αραμπατζής.

«40 κι ο κλόουν μέσα», αντιπρότεινα.

«Ο κλόουν;» ρώτησε η Βερούτη.

«Εννοεί ότι θα συμμετέχει στις εκδηλώσεις προώθησης», εξήγησε ο τυπάκος.

Εντάξει, δικός μας ήταν αυτός…

 

Ο Αραμπατζής σηκώθηκε με αργές κινήσεις. Κοίταξε τους υπαλλήλους του.

«Νομίζω ότι μπορούμε να περάσουμε στο μπουφέ», τους είπε.

Μετά γύρισε προς εμένα.

«Καλωσήρθατε στην οικογένειά μας κύριε Καστρινέ», μου ευχήθηκε.

«Ότι πεις…» μουρμούρισα καθώς σηκωνόμουν. «Έχω όμως έναν τελευταίο όρο…»

Κοντοστάθηκε, οι άλλοι είχαν φτάσει ήδη στην πόρτα.

«Θέλω τα 10 άμεσα και τα υπόλοιπα όταν βάλετε μπροστά τις μηχανές», του είπα.

«Κανένα πρόβλημα», χαμογέλασε.

 

Τον ακολούθησα σε μια άλλη αίθουσα με μικρότερα παράθυρα και θέα στη λεωφόρο. Ένας κύριος καθόταν πίσω από το μπουφέ, έψαξα γρήγορα να εντοπίσω το αλκοόλ. Η Βερούτη τηλεμεταφέρθηκε δίπλα μου και με άρπαξε από το μπράτσο -τρόμαξα λίγο.

«Ανυπομονώ να συζητήσουμε για τις εκδηλώσεις προώθησης», μου είπε.

«Θα το δέσετε με το θόρυβο στα κανάλια φυσικά…» επανέλαβα.

«Άκου Νίκο -μου επιτρέπεις τον ενικό, έτσι;» δεν περίμενε την απάντησή μου και συνέχισε. «Θεωρώ ότι πρέπει να έχεις βήμα για να εκφράσεις τις απόψεις σου, είμαι εξοργισμένη με τη δολοφονία χαρακτήρα που υφίστασαι…»

«Άσε που αν είναι αλήθεια τα όσα λένε, θα πάνε άπατα τα βιβλία», τη συμπλήρωσα.

«Αν ήταν αλήθεια δε θα σου προτείναμε συνεργασία», είπε.

Μαγκώθηκα. Πώς στο διάολο με είχαν ψάξει; Από πού;

«Τι συνωμοτείτε εσείς οι δυο;» μας πλησίασε πρόσχαρα ο Αραμπατζής. «Λίνα, άσε τον άνθρωπο να βρέξει λίγο το λαιμό του».

Η Βερούτη ξεκόλλησε από πάνω μου και πήρα ένα ποτήρι φτηνή σαμπάνια που μου πρόσφερε ο Αραμπατζής. Τη σιχαίνομαι τη σαμπάνια.

«Συνήθως προτιμώ το ουίσκι», μου ψιθύρισε. «Εσύ;»

«Βότκα τόνικ σαν το Σιντ Βίσιους», άκουσα μια φωνή από πίσω μου.

Ο τυπάκος είχε πλησιάσει κρατώντας δυο ποτήρια -μου πρόσφερε το ένα. Το πήρα, δοκίμασα. Εντάξει ήταν. Ο Αραμπατζής μας άφησε μόνους.

«Δε με θυμάσαι ρε Κάστρο;» είπε ο τυπάκος.

Τον κοίταξα. Φάτσα ταλαιπωρημένη, στίγματα αλκοολικού στη μύτη και στα μάγουλα, δε μου έλεγε τίποτα απολύτως.

«Ο Λίο, από την Καλών Τεχνών…» με βοήθησε.

Τον κοίταξα καλύτερα προσπαθώντας να καταλάβω αν μου κάνει πλάκα.

Ο Λίο, ένα αδύνατο, χλωμό παιδί με φράντζα που του έκρυβε το δεξί μάτι -μπλιτζάς, η ψυχή των πάρτυ…

«Εσύ είσαι;» ψέλλισα.

«Εντάξει -έχω τα χάλια μου, μην το κάνεις θέμα», γέλασε.

«Όλοι τα χάλια μας έχουμε, δεν έχει σημασία», πήγα να το γυρίσω.

«Εσύ είσαι ακόμα μια χαρά», είπε.

«Όπως το δει κανείς… Τι δουλειά έχεις εδώ ρε Λίο;»

«Κάπως πρέπει να βγαίνει το μεροκάματο… Δούλευα με τον πατέρα του Αραμπατζή, πριν πάρει αυτός εδώ τα κουμάντα. Μεγάλος μαλάκας ο γέρος -είχε πήξει την αγορά στην παραψυχολογία και στις ακάλυπτες… Ευτυχώς ο γιός του τα σουλούπωσε κάπως τα πράγματα».

Χαμογέλασα στραβά.

«Ότι δηλαδή, το να σκάει 40 για ν΄αγοράσει τις μαλακίες μου είναι σουλούπωμα…»

Με χτύπησε στον ώμο.

«Και 100 ήταν πρόθυμος να δώσει -θα βγάλει έναν σκασμό από τα βιβλία σου. Δεν έχεις πάρει είδηση ότι το ’80 αναβιώνει;»

«Ξέρεις, όλο αυτό δε με ενδιαφέρει καθόλου… Απλά χρειαζόμουν τα χρήματα».

«Θα μπορούσες να πάρεις και περισσότερα», μου είπε.

«Δε χρειάζομαι περισσότερα», του απάντησα.

Σήκωσε τους ώμους.

«Για πες μου κάτι ρε Λίο», έκανα όσο αυτός κατέβαζε λαίμαργα το ποτό του. «Εσύ έδωσες τις πληροφορίες για μένα;»

«Ποιος άλλος;» απόρησε γνήσια.

«Και πώς ήξερε ότι θα συμφωνήσω κι είχε έτοιμο μπουφέ;»

«Επειδή την προσφορά την έκανε για τα μάτια -θα δεχόταν ότι του ζητούσες, σε λογικά πλαίσια βέβαια».

«Κοίτα να δεις που είμαι σταρ τελικά…» χαμογέλασα. «Λοιπόν φίλε Λίο, επειδή έχω και κάτι δουλίτσες, πότε βλέπεις να μπορώ να την κάνω από ‘δω μέσα;»

«Κάτσε, θα σε φτιάξω», μου είπε κι έφυγε προς τον Αραμπατζή.

Όσο ήμουν μόνος χάζευα τη λεωφόρο πίνοντας το ποτό μου. Βασικά, είχα μια τεράστια ανάγκη για τσιγάρο, θα άρχιζα να μασάω τα νύχια μου αν τράβαγε κι άλλο η υπόθεση.

Ο Αραμπατζής με έπιασε από τους ώμους.

«Πάμε στο γραφείο μου», είπε.

Πήγαμε.

 

Το γραφείο του ήταν σκοτεινό, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο χώρο. Βαριά, παλιά έπιπλα και μυρωδιά ξύλου. Μου έδειξε ένα φάκελο με αυτιά και λάστιχα στο οβάλ τραπέζι συσκέψεων που είχε στο κέντρο του δωματίου. Τον άνοιξα -μέσα υπήρχαν δυο αντίγραφα συμβολαίων.

«Μισό λεπτό», μου ζήτησε.

‘Έβγαλε δυο πούρα από  τον υγραντήρα στο πίσω μέρος του γραφείου του. Άναψε το δικό του και μου πρόσφερε το άλλο.

«Προτιμώ τα τσιγάρα μου, αν δεν σας πειράζει», είπα ανακουφισμένος.

Σήκωσε τους ώμους και παράτησε το πούρο στο τραπέζι, δίπλα στα συμβόλαια. Τους έριξα μια ματιά. Έχανα τα δικαιώματα των βιβλίων μου και αναλάμβανα την υποχρέωση να φέρω ότι έγραφα από εδώ και πέρα πρώτα σε αυτούς και μόνο σε περίπτωση αρνητικής απάντησης θα είχα δικαίωμα να μιλήσω με άλλο εκδοτικό οίκο. Επίσης αποδεχόμουν τη συμμετοχή μου σε 5 ως 10 εκδηλώσεις προώθησης, σε 5 τηλεοπτικές συνεντεύξεις και σε 8 ραδιοφωνικές. Γύρισα να τον δω όπως καθόταν πίσω από το μαονένιο γραφείο του.

«Μοιάζει να ξέρετε με ακρίβεια τις εκδηλώσεις και τις συνεντεύξεις», παρατήρησα.

«Είναι στάνταρ αυτά», είπε.

«Στάνταρ ε; Και γιατί 8 ραδιόφωνα και όχι 5 ή 10 ας πούμε;»

Χαμογέλασε.

Πήρα ένα στυλό και υπέγραψα τα δυο συμβόλαια -φουλ υπογραφή στο τέλος και μονογραφή σε κάθε σελίδα. Απ΄ ότι είδα, εκείνος είχε ήδη υπογράψει.

«Πείτε μου τον αριθμό του λογαριασμού σας κύριε Καστρινέ», ζήτησε ανοίγοντας το λάπτοπ του.

Τον βρήκα στο τηλέφωνό μου και του τον είπα. Στο λεπτό άκουσα την ειδοποίηση για νέα κατάθεση.

«Σιδεροκέφαλος», μου ευχήθηκε.

«Α, τόσο καλά…» διαπίστωσα.

Κάθισα στην πολυθρόνα στην εξωτερική πλευρά του γραφείου του καπνίζοντας -ευτυχώς είχε εκεί μπροστά ένα γιγάντιο τασάκι από φυσητό γυαλί.

«Η Λίνα θα είναι σε καθημερινή επαφή μαζί σας για το αμέσως προσεχές διάστημα και μετά ο κύριος Λιόλιος…» ξεκίνησε να λέει.

«Εντάξει -εφόσον αγοράστηκα, εσείς κάνετε παιχνίδι», τον διέκοψα. «Κι αφού είμαστε πλέον οικογένεια…» τον κοίταξα για να δω αν θα γελάσει «μπορώ να μάθω τι περιμένετε να βγάλετε από όλο αυτό;»

«Αφού μιλάμε σαν οικογένεια…» έκανε βγάζοντας τον καπνό αργά, «θα πρέπει να ξέρετε ότι είστε πολύτιμο asset για εμάς. Η εγχώρια λογοτεχνία κύριε Καστρινέ, έχει τελματώσει. Από τη λαγνεία της παράδοσης και τα λευκά σπίτια στο Αιγαίο περάσαμε στη νευρασθενική καταγραφή του σήμερα -απότοκο της κατάρας των blogs… Με λίγα λόγια, το κοινό χωρίστηκε σε γριές κυρίες που θέλουν να ξεχαστούν με ρομαντικές ιστορίες και νεαρά παιδιά που δεν έχουν μάθει να πληρώνουν για βιβλία, ούτε να διαβάζουν πάνω από 2 σελίδες μαζεμένες. Τι μας λείπει; Οι παραγωγικές ηλικίες των 30 έως 50. Σκοπεύουμε να σας κάνουμε επιτυχία κι έτσι να δημιουργήσουμε μια σχολή συγγραφέων που θα απευθύνονται σε αυτές τις ηλικίες. Όχι πια εμφύλιος, όχι πια πικρή ξενιτιά, όχι πια ανέλπιδοι καλοκαιρινοί έρωτες αλλά ούτε και τι φάγαμε χτες, πιο μαγαζί τρεντάρει και πόσο βαριόμαστε όταν πηδιόμαστε. Είμαι κατανοητός;»

«Αφού λοιπόν έχουμε υπογράψει συμβόλαια», έκανα βγάζοντας καπνό από τη μύτη, «μπορώ να σας πω ότι δεν πιστεύω πως θα πετύχετε κάτι με όλα αυτά. Οι παραγωγικές ηλικίες που λέτε δε διαβάζουν γιατί δεν έχουν χρόνο ούτε να χέσουν. Και τα βιβλία μου έχουν ξοφλήσει…»

Γέλασε.

«Μένει να τα δούμε όλα αυτά κύριε Καστρινέ», είπε.

Έσβησα το τσιγάρο, σηκώθηκα.

«Θα πρέπει να πηγαίνω», απολογήθηκα.

«Να πάτε στο καλό. Κάτι τελευταίο… Απ΄ότι είδα, για την υπόθεσή σας δεν δώσατε καμιά συνέντευξη στα κανάλια, προτιμήσατε μια εφημερίδα φιλικά προσκείμενη…»

«Σε μένα;»

«Γενικώς… Να ξέρετε λοιπόν ότι μέσα στην εβδομάδα θα μιλήσετε σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων, η Λίνα θα σας ενημερώσει σχετικά».

«Η πρώτη από τις 5 συνεντεύξεις;» τον ρώτησα.

«Όχι… Η συνέντευξη δεν θα αφορά τα βιβλία και δεν θα πείτε κουβέντα σχετικά. Η συνέντευξη θα αφορά την υπόθεσή σας».

«Κι αν αρνηθώ;»

«Τότε θα γίνει η πρώτη από τις 5 συνεντεύξεις…»

«Όπου θα μιλήσω για τα βιβλία;» χαμογέλασα.

«Αν θέλετε να σας πάρουν με τις πέτρες, μπορείτε να το κάνετε», χαμογέλασε με τη σειρά του.

Είχε δίκιο ο καργιόλης…

 

Κατέβηκα στην πλατεία, έκοψα λίγο κίνηση -πεθαμένα πράγματα, η πλατεία δεν ήταν πια το κέντρο του σύμπαντος -κάτι πλανόδιοι πούλαγαν σιντί και ντιβιντί, μια παρέα που κοντοστεκόταν μέχρι να αποφασίσει, λίγοι βιαστικοί περαστικοί, η ώρα ήταν 7 και κάτι, η νύχτα ερχόταν περίπου κρύα, σα μπύρα σε συνοικιακό σουβλατζίδικο. Κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε κανένας δικός μου. Σκέφτηκα να τους φωνάξω αλλά δεν πήγαιναν έτσι τα πράγματα. Οι πεθαμένοι έρχονται όποτε θέλουν, το κέρδισαν αυτό το δικαίωμα με το θάνατό τους. Είπα λοιπόν να πάω στον μοναδικό πεθαμένο μου που έμενε άθαφτος κι έτσι ανηφόρησα προς τον πεζόδρομο -εκεί ήταν ο Δούκας, ξασπρισμένος από τη φωτιά και τη σκόνη του δρόμου. Κάποτε θα πέρναγε κάποιο σκουπιδιάρικο του Δήμου, από εκείνα τα ειδικά, να τον μαζέψει και να τον παραχώσει σε τίποτα χωματερές κι έτσι ο Δούκας θα γινόταν ανάμνηση για όσο ακόμα διέθετα μνήμη. Μετά θα πέθαινε οριστικά.

 

Από συνήθεια γύρισα προς το απέναντι μαγαζί κι εκεί καθόταν ο μαλάκας με τα ξυρισμένα πλαϊνά του κεφαλιού και το κοτσιδάκι, δίπλα του καθόταν μια κοπελίτσα με κολάν κάτω από μαύρο φόρεμα, φαρδύ μπουφάν και πάνινα αθλητικά. Έτρωγαν κρέπες στον εξωτερικό πάγκο του μαγαζιού -τι άλλο;

Τους πλησίασα από πίσω, ήταν πολύ απασχολημένοι για να με προσέξουν. Φόρεσα τα γάντια μου με τα σιδερένια προστατευτικά. Όταν τους έφτασα η κοπέλα γύρισε προς το μέρος μου αλλά ο μαλάκας ήταν κομμάτι αργός, οπότε τον άρπαξα από το κοτσιδάκι και του κοπάνησα τα μούτρα στον ξύλινο πάγκο. Η κοπελίτσα ούρλιαξε, δεν έδωσα σημασία.

«Πού είναι οι άλλοι;» τον ρώτησα κρατώντας ακόμα τα μαλλιά του.

Με κοίταξε, η μύτη του είχε στραβώσει κι έτρεχε αίμα από το στόμα του.

«Τι θες;» ψέλλισε.

«Πες τους ότι θα τους βρω όπου κι αν πάνε», του εξήγησα.

Μετά τον άφησα και γύρισα να φύγω.

 

Πριν κάνω τρία μέτρα μου είχε ορμήσει η κοπελίτσα -κουλουριάστηκε στο δεξί μου πλευρό κι άρχισε να με βαράει με τις γροθιές της στο πρόσωπο.

Ούρλιαζε.

«Καργιόλη…. ποιος πούστης είσαι… θα πεθάνεις…» και τέτοια.

Και συνέχιζε να με χτυπάει μέχρι που βρεθήκαμε στη μέση της πλατείας -εκεί σταμάτησα, την άρπαξα από τη μέση και την κράτησα μακριά μου.

«Δεν είναι για μένα, αλλά για το Δούκα -πες τους να ξέρουν, θα τους βρω», της εξήγησα.

Πάλευε απεγνωσμένα να με πλησιάσει κι αυτό δεν ήταν καλό γιατί σύντομα θα χαλάρωνα τη λαβή μου εξουθενωμένος. Κοίταξα λοιπόν προς τα πίσω.

«Δε φαίνεται καλά ο δικός σου», της είπα.

Όντως, είχε πάρει να γέρνει ο μαλάκας από το σκαμπό.

«Θα σου σκίσουμε τα ράμματα, αρχίδι», τσίριξε η κοπελίτσα και με παράτησε για να τρέξει να τον βοηθήσει.

Πήρα τη Μπενάκη αλλά γρήγορα έστριψα δεξιά, χώθηκα στα δρομάκια των ερειπωμένων ανθρώπων κι εκεί βρήκα έναν τοίχο εύκαιρο για ν΄ακουμπήσω.

 

Άναψα καινούργιο τσιγάρο και κατάλαβα ότι είχα λαχανιάσει.

 

Λοιπόν, όποιος θέλει να με ξεσκίσει, να πάρει χαρτάκι από το μηχάνημα -μην έχουμε τίποτα παρεξηγήσεις.

 

Γέλασα ανακουφισμένος.

 

Παρασκευή, Ιανουαρίου 10, 2025

Ξύλο

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Η παγωνιά ερχόταν από τα πλάγια αυτή τη νύχτα -σ’ έβρισκε κάτω από τις μασχάλες όταν πήγαινες να σφίξεις τα γκριπ, κάθε φορά που σκεφτόσουν ότι θα δώσεις γκάζι έτρωγες την προειδοποίηση -δε θα την βγάλεις καθαρή μετά την επόμενη στροφή.

 

Ο Δούκας είχε το Ληστή του Μπόρις για πρωινό σε κανονικές συνθήκες αλλά όσο ο Μπόρις πλάγιαζε έτοιμος να ξύσει μαρσπιέ στην άσφαλτο ή κούναγε τον ασημένιο κώλο του ανάμεσα στα αυτοκίνητα της λεωφόρου, οι συνθήκες δεν ήταν κανονικές, δεν ήταν καν συνθήκες. Ακολουθούσα αγκομαχώντας, ενίοτε το έπαιζα και τουρίστας σε στυλ χαζεύω τη βιτρίνα παραπλεύρως για να μην ξεφτιλιστώ. Μας έπιασε κόκκινο στη μέση της λεωφόρου, πρώτα εκείνον βέβαια, σύρθηκα έτοιμος να του ρίξω στ΄αυτιά στην εκκίνηση κι αυτό ακριβώς έκανα -έφυγα μαλλιά, αλλά στα 200 μέτρα ένας καργιόλης από δεξιά αποφάσισε ν΄αλλάξει λωρίδα στο άσχετο και χέστηκα πάνω μου.

Με πλησίασε, άνοιξε τη ζελατίνα του κράνους.

«Πάμε πλατεία;» γκάριξε.

«Πάμε πλατεία», απάντησε με ηλίθια φωνή.

 

Στη Μπενάκη φρέναρε απότομα, φυσικά ήταν μπροστά μου, σταμάτησα κι εγώ όταν τον έφτασα. Μου έδειξε τη τζαμαρία ενός άδειου μαγαζιού, μπαλωμένη κατά τόπους με χαρτόνια για να καλυφθούν τα σπασίματα.

«Θυμάσαι;» μου έκανε νόημα δείχνοντάς την.

«Όχι», είπα.

Αλλά θυμόμουν.

 

Παρκάραμε στον πεζόδρομο έξω από κλειστό ΒΟΞ,  απέναντι κάθονταν κάτι τύποι που χλαπάκιαζαν κρέπες ασύστολα. Μας έκοψαν από πάνω ως κάτω, αδιαφορήσαμε.  Διασχίσαμε την πλατεία με αργά βήματα για να κόψουμε κίνηση.

«Η φιλοσοφία της μιζέριας», μουρμούρισε ο Μπόρις.

«Μπορεί και η μιζέρια της φιλοσοφίας», παρατήρησα.

«Μιλάς για παλιά…»

«Παλιά ήταν καλά», κορόιδεψα.

Του πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβει την ειρωνεία και μετά ξεκαρδίστηκε, κυρίως με τον εαυτό του.

«Πού θα την πέσουμε;» με ρώτησε.

«Το Τσαφ δεν υπάρχει, απ΄ότι βλέπω και η Μαρονίτα…» έκανα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Γωνία κάτω από το Ίρις;» ρώτησε.

«Το Ίρις δεν υπάρχει επίσης και η γωνία έχει ψωφόκρυο», είπα.

«Μη μας γαμείς τώρα -αν πάμε μέσα σε μαγαζί θα μας γανώσει η μουσική», αντέδρασε.

«Μήπως να την κάνουμε κατά Κολωνάκι μεριά, άκουσα ότι παίζουν κάτι βιολογικά τέια -θα γίνουμε μια χαρά», γέλασα.

«Πόσο μαλάκας…» θαύμασε, σηκώνοντας τους ώμους και επιταχύνοντας το βήμα.

«Πολύ μαλάκας», διαπίστωσα ακολουθώντας τον.

 

Κοίταζα τριγύρω, η πλατεία βρώμικη, έρημη και σάπια σαν κουφάρι -είχα ακούσει ότι ο κόσμος μαζεύεται δυο-τρία τετράγωνα πιο κάτω πλέον, από τότε που οι μπάτσοι σκότωσαν το δεύτερο παιδί. Ίσως εκεί θα έπρεπε να πάμε κι εμείς, αλλά τώρα ήταν πλέον αργά -τα παπούτσια οδηγούν τα πόδια, αλλά τα δικά μας παπούτσια είναι περασμένης μόδας όπως και να το κάνεις.

«Έλα μωρή κωλόγρια -εδώ έχει και σόμπες», μου έδειξε ο Μπόρις.

Όντως, το γωνιακό μαγαζί είχε από αυτές τις άθλιες σόμπες εξωτερικού χώρου που σε καίνε όταν κάθεσαι δίπλα τους και δεν κάνουν απολύτως τίποτα αν κάθεσαι λίγο πιο πέρα, αλλά δεν είχα όρεξη για διαφωνίες. Ένιωθα τον αέρα να με ξενίζει, σα να είχα συνηθίσει σε διαφορετική πυκνότητα και τώρα πνιγόμουν από το πιο πλούσιο μείγμα.

Ο Μπόρις ήδη είχε βολευτεί σε μια μεταλλική καρέκλα με μαξιλαράκια, κάθισα απέναντι του, παρκάραμε τα κράνη στην τρίτη καρέκλα και προσέξαμε να αποφύγουμε την υγρασία στην επιφάνεια του τραπεζιού.

Μείναμε αμίλητοι μέχρι να έρθει η κοπέλα, παραγγείλαμε ένα Τζακ σκέτο και μια Στολίσναγια με πάγο, γύρω μας κάθονταν 2-3 παρέες πιτσιρικάδων, ένιωσα ζόμπι.

«Δεν παίζει τίποτα της προκοπής…» διαπίστωσε ο Μπόρις.

«Εννοείς…» έκανα.

«Μην αρχίσεις τις μαλακίες περί ηλικίας», με έκοψε. «Και 20 χρονών να ήμασταν δεν θα την πέφταμε ποτέ σε τέτοια σούργελα…»

Χαμογέλασα.

«Ότι δηλαδή αν μας κάθονταν, εμείς θα λέγαμε όχι…»

«Άλλο αυτό -είπα κάτι τέτοιο ρε μαλάκα;» νευρίασε. Αν μας κάθονταν θα πηγαίναμε με πολλή χαρά -τι θέλεις δηλαδή; Να βρεθούμε στην Κόλαση όταν πεθάνουμε;»

Η σερβιτόρα έφερε τα ποτά κι ο Μπόρις της χαμογέλασε.

«Αυτή όμως κάτι λέει», μου ψιθύρισε όταν η κοπέλα απομακρύνθηκε.

Την κοίταξα -με την κοντή φούστα και το μαύρο μάλλινο καλσόν -κάποια καρικατούρα μάνγκα.

«Ακόμα κολλημένος με το μύθο της σερβιτόρας;» τον ρώτησα.

«Κάποιοι μύθοι αντέχουν ακόμα και τη μυθοπλασία», απάντησε.

Άναψα τσιγάρο, πήρε το πακέτο, έβγαλε ένα κι αυτός αλλά βέβαια δεν άναψε με το ζίπο μου -ο Μπόρις είχε πάντα τις τσέπες του γεμάτες αναπτήρες τους οποίους ποτέ δεν άφηνε σε κοινή θέα.

«Λοιπόν, πες μου την ιστορία -πώς βρέθηκες Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο;» ρώτησε σκύβοντας προς το μέρος μου.

«Τόσο χάλια;» γέλασα. «Ας είναι…» άραξα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα στην καρέκλα μου και άφησα τον καπνό του τσιγάρου να βγει αργά στον παγωμένο αέρα. «Το θέμα είναι ότι στα 40 αρχίζεις να ζεις μ' εκείνο τον περίεργο και συνεχή φόβο πώς αν στρίψεις σε μια γωνιά του δρόμου, υπάρχει ο κίνδυνος να δεις τον εαυτό σου να' ρχεται από το απέναντι πεζοδρόμιο να σε συναντήσει. Άλλωστε... στο βάθος κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει απ' τον εαυτό του[1]

Γέλασε.

«Έτσι λοιπόν…»

«Κάπως έτσι».

«Ας δούμε τώρα και τα πραγματικά γεγονότα όπως προκύπτουν από το ρεπορτάζ», μου ζήτησε.

Το σκέφτηκα λίγο.

«Κοίταξε, περάσαμε 20 χρόνια μαζί -τα πρώτα 10 μπορείς να τα δεις σε ταινία, παίζονται στους καλύτερους κινηματογράφους. Μετά όμως άρχισε να γυρίζει το πράγμα, από υπερπαραγωγή γίναμε ανεξάρτητος κινηματογράφος και τελικά καταλήξαμε Αγγελόπουλος. Μεγάλα πλάνα, ακίνητα τοπία, μηδενικοί διάλογοι…  Δεν έφταιγε εκείνη, εγώ έφταιγα. Μετατρεπόμουν σε έπιπλο -εκεί που με άφηνες, εκεί με έβρισκες μετά από μέρες πολλές. Ίσως έτσι να γίνεται ο άνθρωπος πριν πεθάνει, άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά που πέθαινα, αυτό είχε συμβεί ήδη στα 30 μου… Αλλά όσο περισσότερες φορές πεθαίνεις τόσο περισσότερο μοιάζεις με πεθαμένο -με καταλαβαίνεις;»

Κούνησε το κεφάλι του.

«Δηλαδή μου λες ότι επειδή δεν πηδιόσασταν 2 φορές τη μέρα και έβλεπες τηλεόραση αντί να βγαίνετε έξω, αποφάσισες να την κάνεις από το σπίτι σας», είπε.

«Σου λέω ότι κάποια πράγματα είναι καλύτερα να μην ξεφτιλίζονται από το χρόνο. Ένα από αυτά είναι η ζωή μας».

Κατέβασε δυο γερές γουλιές και κοίταξε τριγύρω.

«Και το κοριτσάκι που κατεβαίνει από δεξιά, τι σου λέει;» με ρώτησε δείχνοντας με τα μάτια.

Δεν κοίταξα καν. Αλλά θα έπρεπε. Γιατί τότε θα έβλεπα ότι το κοριτσάκι δεν ήταν μόνο -υπήρχαν και 5-6 κρετίνοι που το ακολουθούσαν.

«Τέλος πάντων», είπα. «Ας πούμε τίποτα άλλο…»

Τότε η παρέα με το κοριτσάκι και τους κρετίνους στάθηκε πάνω από τα κεφάλια μας.

 

Τους έκοψα από πάνω ως κάτω κι αμέσως κατάλαβα ότι θα έχουμε μπλεξίματα. Επειδή οι τέσσερεις από αυτούς ήταν γύρω στα 20 με 25 αλλά υπήρχαν δυο ακόμα που έρχονταν τελευταίοι κι εκείνοι ήταν μεγάλοι, σαραντάρηδες το λιγότερο. Ο Μπόρις τους πήρε χαμπάρι και σφίχτηκε στο κάθισμά του.

«Ρε μουνί, εσύ είσαι ο Καστρινός;» μου φώναξε ένας από τους πιτσιρικάδες. Φορούσε πράσινο πλαστικό μπουφάν και είχε μια αφάνα απ΄αυτές που απαγορεύονταν δια ροπάλου από τις αρχές του ’80 ήδη.

«Εσύ ποιος είσαι που ρωτάς;» χώθηκε ο Μπόρις.

Οι κρετίνοι απλώθηκαν και μας περικύκλωσαν, άρχισα να νιώθω πολύ άβολα.

«Λέγε ρε, εσύ είσαι ο Καστρινός;» πετάχτηκε ένας άλλος πιτσιρικάς με ξυρισμένα τα πλαϊνά του κεφαλιού του και κοτσιδάκι.

«Εγώ είμαι», παραδέχτηκα. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

«Εσύ ρε πήγες και εκβίασες τον Αργύρη να σταματήσει την απεργία πείνας;» φώναξε από λίγο πιο πίσω ένας από τους μεγάλους.

Τον κοίταξα, κάτι μου θύμιζε με τα αραιωμένα του μαλλιά και το δερμάτινο μπουφάν, αλλά δεν είχα χρόνο να το ψάξω περισσότερο.

«Τον ξέρεις τον Αργύρη;» ρώτησα.

«Να μη σε νοιάζει τι ξέρω -απάντα», είπε ο μεγάλος.

Ο Μπόρις έσπρωξε σιγά την καρέκλα του προς τα πίσω κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί έξω από τον κύκλο που μας έστηναν. Ήθελε το χρόνο του κι έπρεπε να του τον δώσω.

«Αν λες ότι τον εκβίασα, μάλλον δεν τον ξέρεις τον Αργύρη», είπα.

«Και τότε τι έκανες; Τον κορόιδεψες; Σε στείλανε οι μπάτσοι να σπάσεις την απεργία του -έτσι δεν είναι;» χώθηκε ο δεύτερος μεγάλος.

Οι πιτσιρικάδες φούντωναν μετά από κάθε φράση. Η κοπελίτσα είχε βάλει τα χέρια μέσα από το πλαστικό μπουφάν της και κάτι έψαχνε -ήξερα πολύ καλά τι ήταν αυτό.

Είδα το Μπόρις με την άκρη του ματιού μου, είχε ήδη σπρώξει την καρέκλα του στο πλάι, τώρα χρειαζόταν απλώς ένα βήμα για να βρεθεί πίσω τους.

«Πολύ τηλεόραση βλέπετε ρε μάγκες», γέλασα και μετά πετάχτηκα απότομα από την καρέκλα μου.

 

Ο Μπόρις είχε ήδη σηκωθεί και κρατούσε τη δική του καρέκλα στον αέρα όσο μου την έπεφταν δυο πιτσιρικάδες από το πλάι. Αδρεναλίνη του φόβου, καλό πράγμα, τους έσπρωξα και πέρασα ανάμεσά τους. Είδα την πιτσιρίκα να βγάζει δυο πτυσσόμενα γκλοπ και να τα μοιράζει, οι σαραντάρηδες τραβήχτηκαν λίγο πίσω καθώς οι πιτσιρικάδες μου την έπεσαν μαζεμένοι. Μπερδεύτηκαν μεταξύ τους και καθυστέρησαν, έτσι πρόλαβα να ρίξω κάνα δυο κλωτσιές στα κοντινότερα αρχίδια, αλλά μετά έσκασαν τα γκλοπ πάνω μου και το γύρισα σε άμυνα. Δεν είχα καμιά τύχη -σε λίγο θα με πλεύριζαν μπρος-πίσω και θα με λιάνιζαν -τότε άκουσα την καρέκλα να χτυπάει σε πλάτες και κόσμο να βογκάει και μετά άκουσα το Μπόρις να φωνάζει «γαμώ το σπίτι σας» κι άλλα βογγητά, κατέβασα τα χέρια από το πρόσωπο, έφαγα μια ξεγυρισμένη δεξιά δίπλα από τη μύτη, είπα να κρατηθώ όρθιος αλλά η πιτσιρίκα με κοπάνησε πίσω από τις γάμπες με κάτι σιδερένιο και γονάτισα.

Βρέθηκαν αμέσως από πάνω μου, μέτρησα τρεις, άρα οι υπόλοιποι την έπεφταν στο Μπόρις -κουλουριάστηκα και τους άφησα να με κλωτσάνε, σε λίγο έγλυψα αίμα από τα χείλη μου, δεν άλλαξα στάση, περίμενα να τελειώσουν.

 

Άκουγα γύρω μου φωνές και τα χτυπήματα σταμάτησαν, τόλμησα λοιπόν να κατεβάσω τα χέρια μου και είδα κόσμο μαζεμένο αλλά όχι αυτούς που μας χτυπούσαν. Παιδιά που γέλαγαν ή κάθονταν αμήχανα -έψαξα το Μπόρις και τον είδα στα 10 μέτρα να κουτσαίνει καθώς με πλησίαζε.

«Καλή φάση, για να σπάνε τα άλατα», είπε καθώς μου έδινε το χέρι του για να σηκωθώ.

Τα κατάφερα, στήθηκα στα πόδια μου και δεν πονούσα, αλλά μετά από λίγο άρχισα να πονάω παντού.

«Έκαναν δουλίτσα τα παιδιά», παρατήρησε ο Μπόρις.

«Εντάξει -κι εσύ ωραίος είσαι», του είπα χαζεύοντας ένα σκίσιμο πάνω από το αριστερό του φρύδι.

Μια κοπέλα μας πλησίασε και άπλωσε ένα μπουκάλι νερό προς το μέρος μας, έτσι που ήμασταν αγκαζέ.

«Είστε εντάξει;» ρώτησε.

Δεν απάντησα γιατί δεν κατάλαβα αν ρωτούσε και τους δύο ή απλώς χρησιμοποίησε πληθυντικό ηλικίας.

«Είδες τι τραβάμε για να σε εντυπωσιάσουμε», της γέλασε ο Μπόρις.

Η κοπέλα τραβήχτηκε πίσω απότομα.

Τότε άκουσα καινούργιες φωνές κι όλοι γύρισαν να κοιτάξουν προς τα πίσω, είδα πρώτα τον καπνό, έπρεπε να παραμερίσω αδύναμα κάμποσο κόσμο για να διαπιστώσω ότι ο Δούκας καιγόταν.

«Καργιόληδες..» μούγκρισα κι άρχισα ν΄ανηφορίζω την πλατεία κουτσαίνοντας.

 

Ο Μπόρις έφτασε πριν από μένα, ως συνήθως, τον είδα να βγάζει το μπουφάν του μπας και καπακώσει τη φωτιά αλλά μετά σταμάτησε και το κράτησε στο χέρι του αμήχανα γιατί ήδη άρπαζαν τα λάστιχα. Κάποιο καθίκι είχε σπάσει την τάπα της βενζίνης κι είχε χώσει μέσα αναμμένο στουπί ή κάτι τέτοιο, γιατί το ντεπόζιτο έλιωνε και κομμάτια της σέλας κυλούσαν προς τα πλαϊνά καπάκια.

«Εντάξει, οδηγείται ακόμα», είπε ο Μπόρις.

«Ναι, αν είσαι ο Γκοστ Ράιντερ», τον διαβεβαίωσα.

Έβγαλα με τα χίλια ζόρια το πακέτο, άναψα δυο τσιγάρα και του έδωσα το ένα. Μείναμε εκεί να κοιτάζουμε το Δούκα που παραμορφωνόταν, μέταλλα και πλαστικό ανακατεύονταν χάνοντας το καλούπι τους.

«Καλύτερα να καεί παρά να ξεθωριάσει[2]», μουρμούρισα κι έτσι κάπως αποχαιρέτησα το Δούκα.

 

Φύγαμε με το Ληστή την ώρα που ακούγαμε μια σειρήνα να πλησιάζει -δεν είχα όρεξη για νέες γνωριμίες.

 

Μπήκαμε στο διαμέρισμά μου κουτσαίνοντας, αλλά ο καθένας μόνος του, διατηρούσαμε κάποια αξιοπρέπεια η οποία μας εμπόδιζε να πιαστούμε αγκαζέ και να πατάμε δεξί πόδι εγώ, αριστερό ο Μπόρις. Τα μπουφάν μας ήταν μέσα στη λάσπη, το παντελόνι μου τα ίδια και χειρότερα, σωριάστηκα στην πολυθρόνα για ν΄αφήσω τον καναπέ στο Μπόρις.

«Έχεις μπλέξει άσχημα φίλε μου», διαπίστωσε.

Του πέταξα ένα τσιγάρο αλλά δεν είχε κουράγιο να το πιάσει στον αέρα -έτσι το άφησε να σκάσει στο στήθος του και το φρέναρε όσο κυλούσε προς την κοιλιά του.

Πριν ανάψω το δικό μου σηκώθηκα, με πολύ ζόρι είναι η αλήθεια -του έφερα μια σακούλα παγάκια και βολεύτηκα με κάτι παγοκυψέλες κρυμμένες στην κατάψυξη από την εποχή που αγόρασα το ψυγείο.

«Για πες μου κάτι εσύ που είσαι και σοφός», ξανάρχισε ο Μπόρις. «Θυμάσαι πότε καίγαμε μηχανές στην πλατεία;»

«Όταν τις οδηγούσαν ασφαλίτες», μουρμούρισα.

«Καλά θυμόμουν», είπε εκείνος.

«Δεν υπήρχε λόγος να μπλεχτείς σε όλο αυτό», έκανα αφηρημένα.

«Κι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που μπλέχτηκα», πήγε να γελάσει, αλλά πνίγηκε και το παράτησε. «Το θέμα είναι, τι γίνεται τώρα;»

«Τι να γίνει; Εσύ θα πας σπιτάκι σου κι εγώ θα τη βρω την άκρη», είπα.

«Δεν πάει έτσι, φιλαράκο. Τώρα είμαστε χωμένοι και οι δυο στην υπόθεση».

Έξυσα το κεφάλι μου και δεν μπόρεσα να καταλάβω αν πονούσα περισσότερο εκεί ή στο χέρι που σηκώθηκε για να ξύσει.

«Μην ασχολείσαι», του ξέκοψα.

«Άσε τις μαλακίες ρε Νίκο. Εδώ μας την έπεσαν οι Μεξικάνοι, μας έριξαν ένα χέρι ξύλο και έκαναν πυροτέχνημα το Δούκα -δε γίνεται να το αφήσουμε. Πρόσεξε -όχι ότι θέλω να κάνω κάτι, απλά πρέπει κάτι να γίνει»

«Πώς το βλέπεις δηλαδή;»

Άπλωσε τα πόδια του στον καναπέ.

«Πρώτον, στέλνω μήνυμα στην Άννυ να περάσει από δω το πρωί, σου αφήνει το αυτοκίνητό της και φεύγουμε με το Ληστή…» σήκωσε το χέρι του και έκοψε τις αντιρρήσεις μου. «Δεύτερον, τραβάμε τις κομπρέσες μας, τα ωμά μπιφτέκια στη μούρη και τα σχετικά για να συνέλθουμε. Τρίτον… γενικά…»

«Γιατί μου αφήνει το αυτοκίνητο η Άννυ;» απόρησα.

«Για να μετακινείσαι ρε ηλίθιε -το Ληστή τον θέλω λόγω δουλειάς, δεν υπάρχουν παρκαρίσματα στο κέντρο».

«Έχω αμάξι», είπα.

«Δεν έχεις. Εκείνη το έχει κι εσύ δεν πρόκειται να της το ζητήσεις, μιλάω σωστά;»

Δεν απάντησα -δίκιο είχε.

«Τώρα ρίχνουμε έναν ύπνο για να έρθουν τα νεφρά στη θέση τους, αφού βέβαια στείλω μηνυματάκι στην Άννυ για να μη φρικάρει», είπε και μου γύρισε την πλάτη.

Έμεινα να τον κοιτάζω σα χαζός, μετά σηκώθηκα.

«Τίποτα κουβερτούλα, μαξιλαράκι παίζει;» τον άκουσα να λέει μέσα από τα δόντια του.

Τον τακτοποίησα πριν πέσω στο κρεβάτι με τα ρούχα.

 

Με πήρε ο ύπνος κάνα δυο ώρες μετά, αφού  προηγουμένως είχα πάει μια βόλτα ως το ψυγείο και μπουκωθεί με ότι παυσίπονο υπήρχε εύκαιρο, συν μια βόλτα στην τουαλέτα όπου κατούρησα αίμα. Ένιωθα σα να με είχαν κλείσει σε φούρνο μικροκυμάτων, όλα γύριζαν και κάτι με τρύπαγε σε διάφορα μέρη του σώματός του -ως φαίνεται, αυτός ο φούρνος είχε πάνω από ένα λαμπτήρα πυράκτωσης. Κάπου κοντά μου άκουγα φωνές, «θα σε σκίσουμε μουνόπανο», «εδώ θα πεθάνεις», «τέλειωσες πούστη» και τα τέτοια…

Ξύπνησα νιώθοντας πιο άσχημα από ότι πριν κοιμηθώ. Από το παράθυρο έμπαινε κάποιο φως ημέρας, όσο άφηνε η συννεφιά να ξεμυτίσει -δηλαδή όχι σπουδαία πράγματα.

 

Ο Μπόρις ακόμα κοιμόταν και ροχάλιζε πανηγυρικά. Έφτιαξα καφέ, τον ήπια στα όρθια πριν πάω να κάνω μπάνιο -έβγαλα από πάνω μου κομμάτια ιδρώτα και ξεραμένο αίμα ανακατεμένο με λάσπη, αλλά ένιωσα κάπως ανθρώπινα. Ντύθηκα και έφτιαξα καινούργιο καφέ όσο ο Μπόρις στριφογύρναγε στον καναπέ.

 

«Μαλάκα, ο καναπές σου χάνει ελατήρια», μούγκρισε.

«Εννοείς;» ρώτησα από την κουζίνα.

«Ότι τα μισά μπήκαν στον κώλο μου και τα υπόλοιπα βγήκαν από το ύφασμα -κάπως έτσι», απάντησε όσο σηκωνόταν. «Τι ώρα είναι;»

«Ώρα να την κάνεις».

Με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια όσο χωνόταν στην τουαλέτα.

«Άσε τίποτα ρούχα απέξω ρε κρετίνε», φώναξε για να ακουστεί από το τρεχούμενο νερό.

Κρέμασα ένα καρό πουκάμισο κι ένα τζιν από το χερούλι της πόρτας, το σκέφτηκα να του δώσω και τίποτα σωβρακοφανέλες αλλά προτίμησα να μην.

«Πώς τον πίνεις;» ρώτησα.

«Κατευθείαν από την πηγή», απάντησε.

Κι έτσι του έφτιαξα ένα εσπρέσο δυναμίτη με μισή κουταλιά ζάχαρη -αν δεν έβαζε δεν θα του φαινόταν κι αν έβαζε πάλι δε θα τον πείραζε.

 

Με πέτυχε καθισμένο μπροστά στην οθόνη του λάπτοπ, είδα ότι είχε βρει τον καφέ και έπινε αδιαμαρτύρητα. Εγώ πάλι άνοιγα κι έκλεινα τα μέιλ μου γιατί σήμερα έπρεπε να περάσω από τον εκδοτικό οίκο -σκεφτόμουν μήπως έριχνα τίποτα αναβολή κι έτσι.

«Λοιπόν φίλε μου, την ώρα που έχεζα στο μπάνιο σου…» ξεκίνησε ο Μπόρις.

Γύρισα προς το μέρος του.

«Είναι ανάγκη να το μοιραστείς μαζί μου αυτό;» παρακάλεσα.

«Ανάγκη και κόψιμο σαν αυτό που έπαθα προ ολίγου… Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα».

Έσκυψε πάνω μου, τραβήχτηκα ενστικτωδώς, προσπαθώντας να μη μυρίσω την ανάσα του.

«Δες ρε ηλίθιε», μου είπε, φέρνοντας το κινητό του μπροστά στη μούρη μου.

Είδα.

«Ποιος το έχει σηκώσει;» ρώτησα όταν τελείωσε το βίντεο.

«Άσχετο», ξεκαθάρισε. «Τον τίτλο τον διάβασες;»

Κοίταξα καλύτερα. Έξω οι ρουφιάνοι του κράτους από την πλατεία, έγραφε. Ο Μπόρις με άφησε να το απολαύσω και μετά σκρόλαρε για να δω μερικά σχόλια, αλλά δε χρειαζόταν -τα είχα ήδη ακούσει στον ύπνο μου. Και βέβαια, το βίντεο έδειχνε εμένα κι εκείνον να τρώμε ξύλο.

«Άμεση η ενημέρωση του φιλοθεάμονος κοινού από τα σόσιαλ», γέλασε ο Μπόρις.

Εγώ πάλι δε γέλασα.

«Πιες τον καφέ και φύγε», του είπα.

«Τι έπαθες ρε μαλάκα;»

«Τελείωνε».

Έβαλε τα χέρια στη μέση και με κοίταξε.

«Κάντην ρε Μπόρις -θα σε πάρω τηλέφωνο εγώ», του ξέκοψα.

«Κάτσε να έρθει η Άννυ…»

«Φύγε με το Ληστή, δε θέλω τίποτα. Ούτε αυτοκίνητο, ούτε τίποτα -με πιάνεις;»

«Σε πιάνω… και σ΄αφήνω», μούγκρισε ψάχνοντας το μπουφάν του.

Στην πόρτα κοντοστάθηκε.

«Και που είσαι μαλάκα, κάνε καμιά δίαιτα -σαν αρλεκίνος είμαι με τα ρούχα σου», είπε πριν εξαφανιστεί.

 

Δεν κοίταξα καν την πόρτα. Η οθόνη του λάπτοπ τρεμόπαιζε, αλλά μπορεί να έφταιγαν και τα μάτια μου. Άναψα τσιγάρο και κοίταξα τον άδειο τοίχο απέναντι.

«Ήρθα για να κάνω φούσκες και να σκίσω κώλους. Κι έχω ξεμείνει από τσίχλες[3]», είπα στον τοίχο.

Δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη.

 



[1] «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», Νίκος Νικολαϊδης

[2] «Out of the blue» Neil Young

[3] «They live», J. Carpenter.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 03, 2025

Μπόρις δε σπάιντερ

 

 Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Το βρήκα καθώς έψαχνα στα μέιλ μου για κάτι άλλο. Είχαν περάσει 2 μέρες από την επίσκεψη του Παπαγιάννη και μία από τη δημοσίευση της συνέντευξης, φυσικά δεν μου είχε στείλει το κείμενο να το ελέγξω -πράγμα το οποίο απέδωσα στη μόλυνση των δημοσιογράφων από το μικρόβιο της αποκλειστικότητας -όλο και περισσότεροι δημοσιεύουν, όλο και λιγότεροι διασταυρώνουν, έτσι πάνε αυτά…

 

Τέλος πάντων, σκέφτηκα ότι μπορεί και να τον αδικούσα τον άνθρωπο γιατί δεν τσέκαρα τα μέιλ και ίσως όντως να μου είχε στείλει κάτι, πήγα λοιπόν να ελέγξω. Δεν βρήκα μέιλ από τον Παπαγιάννη αλλά βρήκα ένα από εκδοτικό οίκο -το είχαν στείλει τον προηγουμένη (προφανώς, αφού διάβασαν τη συνέντευξη) και μου ζητούσαν να συναντηθούμε για να συζητήσουμε την προοπτική επανέκδοσης κάποιων βιβλίων μου. Ποιων; Δεν έγραφαν. Πού; Στα Εξάρχεια. Ποιος; Ο εκδότης, ονόματι Παύλος Αραμπατζής.

 

Άνοιξα ένα ακόμα παράθυρο και τον έψαξα. Σαραντάρης, με ατημέλητο στυλάκι και ακριβά ρούχα. Ο εκδοτικός οίκος του ειδικευόταν σε επανεκδόσεις κλασικών αριστουργημάτων, απ΄αυτά με τα ληγμένα πνευματικά δικαιώματα. Είχε και κάτι ξένους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, κάποια επιστημονικά βιβλία (μάλλον προπαραγγελία από πανεπιστήμια), αλλά δεν είχε εκδώσει ούτε έναν Έλληνα. Περίεργο…

 

Ξανακοίταξα το μέιλ -ο Αραμπατζής δήλωνε διαθέσιμος, οποιαδήποτε μέρα ήθελα για ραντεβού, από τις 9 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα. Άρχισα να γράφω την απάντηση -αμφιταλαντεύτηκα μεταξύ του να κλείσω ραντεβού για αύριο το πρωί και του να κλείσω για την επόμενη βδομάδα, τελικά κατέληξα στις τρεις μέρες -απόγευμα, κατά τις 5, του έγραψα. Όχι λιγούρης αλλά ούτε και εντελώς καβαλημένος. Έστειλα το μήνυμα και έμεινα να κοιτάζω την οθόνη λες και περίμενα άμεση απάντηση. Μετά από λίγο έκλεισα το λάπτοπ.

 

Τα βιβλία μου. Δεν μπορούσα πια να τα διαβάσω -μου έβγαζαν κάποια αηδία μαζί με τη διάθεση να κανιβαλίσω το μαλάκα που τα έγραψε και ταυτοχρόνως να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα αγόραζε ο κόσμος (κάποιος κόσμος…) κι έτσι δεν κατάλαβα γιατί σταμάτησε να τα αγοράζει. Δεν ήταν καλά βιβλία, δεν είχαν στέρεη πλοκή ούτε βαθιά κρυμμένα νοήματα -περισσότερο έμοιαζαν με το ημερολόγιο ενός απορημένου ανθρώπου. Κι επειδή αυτός ο άνθρωπος δεν έκανε και τίποτα σπουδαίο στη ζωή του, δεν υπήρχε λόγος να διαβάσεις το ημερολόγιό του, έτσι το καταλάβαινα εγώ.

 

Σηκώθηκα να πάω μέχρι την κουζίνα, να φτιάξω καφέ, αλλά μετά από λίγα βήματα διπλώθηκα στα δύο. Λες και κάποιος μου κάρφωσε μια βελόνα στη μέση -κανονική βελόνα, πλεξίματος, όχι αυτές που έχουν τα πικάπ. Στο καπάκι ανακάλυψα ότι το κεφάλι μου πονούσε διαολεμένα, συν ότι οι κλειδώσεις μου είχαν μαζέψει γρέζια και δούλευαν με τα χίλια ζόρια. Τι σκατά είναι αυτό πάλι; Έκανα πίσω βήματα και σωριάστηκα στον καναπέ κοιτάζοντας το ταβάνι. Τον περιμέναμε για να κανονίσουμε την επανέκδοση των βιβλίων του, αλλά δυστυχώς βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του… Πιστοί στη δέσμευσή μας θα προχωρήσουμε στην επανέκδοση, τιμώντας την αναχώρησή του. Έριξα κάποιο βεβιασμένο γέλιο καθώς προσπαθούσα να βολευτώ καλύτερα στον καναπέ.

 

Είχα τέτοια θέματα και παλιότερα -ειδικά η μέση με γαμάει από αρχαιοτάτων, αλλά και κάτι πονοκέφαλοι έξτρα πρίμα γκουντ, ποτέ δεν με ξέχασαν, δεν έχω παράπονο. Όμως όσο γερνάς τόσο πιο ανήμπορος νιώθεις -με αποτέλεσμα ένας κλασικός πόνος στη μέση να σε οδηγεί σε σκέψεις περί ολικής ή μερικής αναπηρίας, γηροκομείου, συγγενών που σου αλλάζουν πάνα και τα σχετικά….

Σωριάστηκα στον καναπέ εξακολουθώντας να πονάω, όποια στάση κι αν άλλαζα. Ξεκίνησα λοιπόν τη διαδικασία για παυσίπονο, έφτασα κυρτός σα σίγμα τελικό μέχρι το ψυγείο στο οποίο, για κάποιο ηλίθιο λόγο, φύλαγα τα χάπια και μπουκώθηκα τρία παυσίπονα διαφορετικών φαρμακευτικών εταιρειών. Μετά κοίταξα τις ημερομηνίες λήξης -πράγμα επίπονο λόγω πρεσβυωπίας -και ησύχασα, μόνο δύο στα τρία ήταν ληγμένα.

 

Ένιωσα καλύτερα. Όχι αμέσως, αλλά ένιωσα. Όχι πολύ, αλλά κάπως. Πάει να πει, δεν μπορούσα να ισιώσω την πλάτη μου, περπατούσα με δυσκολία, όπως κι αν καθόμουν πονούσα, αλλά εντάξει… Σκέφτηκα…

Πώς θα πάω στο ραντεβού με τον εκδότη; Λένε ακόμα μαλακίες για μένα στις ειδήσεις; Πώς να είναι το στήθος της Δήμητρας χωρίς σουτιέν; Ένιωσα αυτομάτως χειρότερα, πολύ χειρότερα.

 

Άνοιξα την τηλεόραση με τα χίλια ζόρια και υπολόγισα ότι καλό θα ήταν να φέρω το σταθερό παύλα φορητό τηλέφωνο δίπλα μου αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ξανασηκωθώ από τον καναπέ. Πέρασα τις διαφημίσεις, μου έκανε μάλιστα εντύπωση ότι ενώ κόντευε μεσημέρι έπαιζαν διαφημίσεις-ντοκυμαντέρ, δηλαδή υποθεσούλα κανονική. Μια κυρία που πόναγαν τα πόδια της και σώθηκε λόγω της παντόφλας τάδε, ένας κύριος που πόναγε ο κώλος του και σώθηκε κάνοντας πρωκτικό σεξ με αντλία υποπίεσης, κάτι ομορφόπαιδα που πλέον χέζουν κανονικά πριν πάνε για τζόκινγκ λόγω φυτικής παστίλιας -τέτοια πράγματα.

Σταμάτησα σε ένα κανάλι όπου, με φόντο την κυκλοφορία της παραλιακής, δυο χοντροί καθισμένοι σε άβολα σκαμπό μιλούσαν με μια φάτσα απροσδιορίστως γνωστή, καθισμένη επίσης σε σκαμπό. Η φάτσα ανήκε σε έναν γραβατωμένο τύπο, τέρμα φαλακρό και πατημένα πενηντάρη με άσχημη σωματική διάπλαση (τύπου κακοχυμένος λουκουμάς). Το πρώτο που πρόσεξα ήταν τα παπούτσια της φάτσας, καφέ μοκασίνια, έδιναν την αίσθηση ότι μπορούσες να τρέξεις μαραθώνιο φορώντας τα και να μην ενοχληθούν καθόλου τα ποδαράκια σου. Πόσο να κόστιζαν αυτά τα παπούτσια και γιατί ήταν τόσο άσχημα;

Και ποιος ήταν αυτός ο πούστης -τι μου θύμιζε; Δυνάμωσα τον ήχο.

«… όλοι μαζί στη συγκεκριμένη γιάφκα, ήταν ένα κοινόβιο αλλά με αυστηρούς στρατιωτικούς κανόνες και είχα την υποψία ότι υπήρχε εκεί μέσα κρυμμένο υλικό, καταλαβαίνετε… Εκτός από προκηρύξεις εννοώ…» έλεγε η φάτσα με συνωμοτική φωνή.

«Θέλετε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;» ζήτησε ευλαβικά ο ένας από τους δυο δημοσιογράφους.

«Πόσο πιο συγκεκριμένος;» τον έκοψε ο άλλος δημοσιογράφος θυμωμένα. «Είπε ο άνθρωπος ότι υπήρχαν διάφορα πράγματα κρυμμένα εκεί μέσα… Εσείς, κύριε Γιαβάση, είχατε δει τίποτα;»

Γιαβάση τον λένε τον καργιόλη -τι μου θυμίζει όμως;

«Ναι βέβαια, κάποιες φορές… μια φορά δηλαδή είχε πέσει στην αντίληψή μου ένα μπιτόνι με πετρέλαιο και παντού στο χώρο υπήρχαν παλαιστινιακές μαντίλες, καταλαβαίνετε… και κράνη φουλ φέις και γάντια κι όταν κάποια φορά, έψαχνα για ζάχαρη και πήγα να ανοίξω ένα συρτάρι με απέτρεψαν…»

«Ποιος σας απέτρεψε;»

«Ο Καστρινός απ΄ότι θυμάμαι…»

Οι δημοσιογράφοι χαμογέλασαν, ο Γιαβάσης κατέβασε τα μάτια όλο ταπεινότητα κι εγώ ένιωσα τον πόνο στη μέση να δυναμώνει.

«Είχατε διαπιστώσει όμως τη συμμετοχή της συγκεκριμένης ομάδας ατόμων σε έκνομες ενέργειες;» επέμεινε ο δημοσιογράφος.

«Κοιτάξτε…. Αυτή η ομάδα δραστηριοποιούνταν με διάφορους τρόπους. Ας πούμε, συμμετείχαν σε διαδηλώσεις όπου προέβαιναν σε καταστροφές…»

«Καταστροφές;» γυάλισε το μάτι του άλλου δημοσιογράφου.

«Ναι, ξέρετε… σπασίματα σε βιτρίνες, έβαζαν φωτιές σε κάδους, πέταγαν πέτρες σε αστυνομικούς….»

«Αναφερθήκατε όμως και σε άλλες μεθόδους δράσης», τον γείωσε ο δημοσιογράφος.

«Ναι, αυτά γίνονταν μυστικά, είχαν συνωμοτικές μεθόδους… ας πούμε, πήγαινα πολλές φορές εκεί και έλειπαν οι περισσότεροι… συνήθως νύχτες. Και κανένας δεν ήξερε να μου πει πού είναι, όσο κι αν ρώταγα… Και μετά διαβάζαμε στις εφημερίδες για βομβιστικές ενέργειες…»

«Ενδιαφέρον», έκανε βαθυστόχαστα ο δεύτερος δημοσιογράφος. «Εσείς κύριε Γιαβάση, πότε σταματήσατε να έχετε επαφή μαζί τους;»

«Εμένα με έδιωξαν βιαίως… το ’86 ή ’87 αν θυμάμαι καλά… Είχαμε πάντα διαφωνίες, κυρίως πολιτικής φύσεως γιατί εγώ ήμουν κατά της βίας και μια μέρα με περίμεναν, μου επιτέθηκαν φραστικά και μετά με πλάκωσαν στο ξύλο… Δεν ξαναπήγα εκεί…»

«Δηλαδή μας λέτε ότι όποιος διαφωνούσε με τις μεθόδους τους έτρωγε ξύλο», διαπίστωσε ο δημοσιογράφος.

«Με εμένα τουλάχιστον, αυτό συνέβη», είπε ο Γιαβάσης.

«Μια τελευταία ερώτηση… γιατί είχαν υιοθετήσει όλοι τους κάποια ψευδώνυμα, όπως Κάστρο, Σαμουράι κι εγώ δεν ξέρω τι; Εσείς είχατε ψευδώνυμο;»

«Υποθέτω ότι αυτό γινόταν για συνωμοτικούς λόγους», είπε ο Γιαβάσης. «Εμένα με έλεγαν Γιάβα… σαν τις μοτοσυκλέτες, ξέρετε».

Ο Γιάβα ρε μαλάκα, αυτός ήταν… Το αρχιδάκι ο Γιάβα που έκανε το μεθυσμένο για να βάζει χέρι στις κοπέλες… Τι σκατά κάνει ο Γιάβα στην τηλεόραση; Και γιατί ζει ακόμα; Δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να τον αφαλοκόψει; Ο Γιάβα που ερχόταν στα σπίτια των κοριτσιών και σκάλιζε τα συρτάρια τους για να τους κλέψει κάνα εσώρουχο, ο Γιάβα το σκουπίδι…

Πετάχτηκα όρθιος από τον καναπέ, άρχισα να γυροφέρνω στο δωμάτιο, πήγα μέχρι το τηλέφωνο, το άνοιξα αλλά δεν είχα ποιον να πάρω και τότε κούμπωσε η μέση -πώς την είχα ξεχάσει αυτή; Θόλωσα, μαύροι καταρράκτες στα μάτια μου, μάλλον σωριάστηκα.

 

Συνήλθα με φρικτό πονοκέφαλο, πεσμένος στο πάτωμα κι ένα καρούμπαλο φούσκωνε στη δεξιά πλευρά του μετώπου μου. Το ψηλάφισα -δεν είχε αίμα. Πονούσα από παντού -ολοκληρωτική επίθεση -κι έτσι έμεινα εκεί που βρισκόμουν και κοιμήθηκα ή κάτι τέτοιο….

 

«Αρκετά κοιμήθηκες, λεβέντη μου», είπε ο Μαλτέζος.

Άνοιξα, διστακτικά, τα μάτια κι εκείνος καθόταν στην πολυθρόνα απέναντί μου -σταυροπόδι. Χαμογελούσε, παίζοντας με ένα άδειο ποτήρι.

«Αρκετά; Τι θα πει αρκετά;» αναρωτήθηκα.

«Θα πει ότι τα πράγματα γίνονται χειρότερα και δε θα ήθελες να σε βρουν σε τέτοια χάλια».

Έκανα μια προσπάθεια να σηκωθώ, αλλά το μετάνιωσα.

«Ίσως μια βρεμένη πετσέτα να βοηθούσε, ίσως και μερικές μπουνιές, στην ώρα τους πάντα…» είπε σκεπτικά.

«Για την ώρα, το ξύλο το τρώω εγώ πάντως», διαπίστωσα.

«Αν αυτό το θεωρείς ξύλο, καλύτερα να μην είσαι εκεί όταν αρχίσουν οι πραγματικές φασαρίες», με προειδοποίησε.

«Μα ποιος είπε ότι θέλω να είμαι εκεί;» απόρησα.

«Δεν μπορείς να το αποφύγεις, λεβέντη μου. Οι φασαρίες είναι η δουλειά σου», γέλασε.

 

Ξύπνησα πολύ αργότερα, ή λίγο αργότερα, ή αμέσως -δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έξω είχε νυχτώσει αλλά δεν θυμόμουν τι ώρα είχα βρεθεί στο πάτωμα -όταν πέφτεις δεν κοιτάζεις το ρολόι, έτσι δεν είναι;

Ο πόνος στη μέση ήταν το λιγότερο που με απασχολούσε αφού πλέον πονούσα παντού και το κεφάλι μου βούιζε σα σταθμός του μετρό με πολυκοσμία. Όσο προσπαθούσα να σταθώ στα πόδια μου έφτασε στην πλατφόρμα αποβίβασης το επόμενο τρένο με αποτέλεσμα να χάσω τον προσανατολισμό μου -κάπως έτσι βρέθηκα στην εξώπορτα αντί για την πόρτα του μπάνιου. Εντάξει, ποτέ δεν είναι αργά ν’ αλλάξεις πορεία, ειδικά όταν δεν έχεις να πας πουθενά κι έτσι, μετά από συντονισμένες προσπάθειες βρέθηκα να μουλιάζω σε μια γεμάτη μπανιέρα με ένα κουτί παυσίπονα και ένα ποτήρι του νερού γεμάτο Στολίσναγια.

Χρειαζόμουν ένα τσιγάρο, χρειαζόμουν ένα ζευγάρι στοργικά γυναικεία πόδια για να ακουμπήσω το κεφάλι μου και μια φωνή να μου λέει ότι όλα αυτά είναι προσωρινά. Το μόνο που είχα ήταν σαπουνάδα και απελπισία. Μαζί με τη διάθεση να τα παρατήσω όλα και να βγάλω ένα εισιτήριο για τη νήσο Πάιτα -θα μου έπαιρνε 2-3 μέρες μέχρι να φτάσω, αλλά εκεί πέρα με περίμεναν δικοί μου άνθρωποι, όχι απαραιτήτως ζωντανοί.

Λοιπόν, φίλε μου, τα πράγματα έχουν γίνει πολύ δύσκολα. Ζούμε σ΄ένα κόσμο όπου δεν μπορείς ούτε να πεθάνεις με την ησυχία σου. Κι όσο κρύβεσαι τόσο σε βρίσκουν, άρα η καλύτερη κάλυψη είναι να βγεις φόρα-παρτίδα και τελικά, ας μη γινόμαστε μαλάκες -το αντικάρφωμα είναι σκέτο κάρφωμα, θυμάσαι; Προσπαθείς να πείσεις τους πάντες ότι είσαι άνετος και μακριά από όλα αυτά, ότι τίποτα δε σε απασχολεί και κανένας, ότι «είσαι πια νεκρός και δε σε νοιάζει για τίποτα, πετρέλαιο και νερό είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα… κοιμάσαι τον Μεγάλο Ύπνο δίχως να νοιάζεσαι για όλη τούτη τη βρωμιά[1]» Ανοησίες, φίλε μου -από τη στιγμή που σε νοιάζει εκείνη, όλα σε νοιάζουν. Το πώς νιώθει κάθε πρωί που ξυπνάει κι αν κλαίει το βράδυ πριν κοιμηθεί, αν έκανε τα ψώνια της ημέρας ή ξέμεινε από γάλα και τελικά ποιος θα της φτιάξει τον καφέ της και γιατί να πάρει γάλα αν δεν το βάζει στον καφέ; Και γιατί να ξεσκίσουν το Σαμουράι, ποιος ο λόγος να φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου ο Αργύρης και τελικά ποιοι αποφασίζουν τι είσαι και ποιος είσαι; Κάποτε η αδικία είχε την ίδια επίδραση πάνω σου με το μουχλιασμένο τυρί -τώρα κάθεσαι και μιλάς με τον εαυτό σου σα σχιζοφρενής -τι συνέβη στο μεταξύ; Και τι πρόκειται να κάνεις όταν παγώσει το νερό κι αναγκαστείς να βγεις από τη μπανιέρα;

 

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της κεντρικής εισόδου κι έτσι ξεμπέρδεψα με τα υπαρξιακά μου. Συνήθως κάτι τέτοια με ενοχλούν, αλλά τώρα βιάστηκα να σηκωθώ και να τυλιχτώ με μια τεράστια πετσέτα μπάνιου (ένα μπουρνούζι θα ήταν βολικότερο για την περίσταση, αλλά απεχθάνομαι τα μπουρνούζια) και να πάω προς το θυροτηλέφωνο στάζοντας παντού και προετοιμάζοντας κάποιο επικίνδυνο γλίστρημα παύλα κάταγμα παύλα διάσειση με κατάληξη έναν μοναχικό θάνατο.

«Ποιος είναι;» ρώτησα.

«Μπόρις δε Σπάιντερ[2]», είπε η παραμορφωμένη, από το φτηνό ηχείο του θυροτηλεφώνου, φωνή.

Τι λες τώρα…

Άνοιξα χωρίς να το σκεφτώ και μετά απόμεινα ακίνητος όσο υπολόγιζα πόσα χρόνια είχα να τον δω και τι ήθελε ο Μπόρις στο σπίτι μου σήμερα, πώς με βρήκε, γιατί με βρήκε και μήπως τελικά δεν έπρεπε να του ανοίξω.

Μετά χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας του διαμερίσματος και πήγα αυτόματα ν’ ανοίξω.

 

Στην πόρτα στεκόταν χαμογελαστός ο Μπόρις, λίγο γκριζαρισμένος -λιγότερο από όσο θα αντιστοιχούσε στην ηλικία του -με μια φράντζα να του κρύβει το δεξί μάτι, αδύνατος σαν τα μοντέλα που διαφημίζουν βίνταζ ρολόγια (αλλά όχι αξύριστος) με σκισμένο τζιν παντελόνι, στρατιωτικό μπουφάν και μαύρη μπλούζα -διαφήμιση συνοικιακού τατουατζίδικου. Κόλλησα στο σχέδιο της μπλούζας -ο Μίκυ Μάους με μυδραλιοβόλο, γύρω του νεκροί Αμερικάνοι πεζοναύτες.

«Σε ειδοποίησαν ότι θα έρθω γι΄αυτό πλύθηκες;» με ρώτησε στραβώνοντας το χαμόγελό του.

Βέβαια, σα μαλάκας, ήμουν ακόμα με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω από την κοιλιά.

«Είχα μια διαίσθηση…» μουρμούρισα αφήνοντάς τον να περάσει μέσα, ενώ εξαφανιζόμουν για να φορέσω τίποτα ρούχα.

Τον βρήκα αραχτό στον καναπέ να κοιτάζει τους άδειους τοίχους. Κάθισα στην πολυθρόνα και περίμενα.

«Πέρασα από το σπίτι σου και έμαθα ότι μένεις πλέον εδώ…» μου εξήγησε.

«Εντάξει», είπα.

«Λοιπόν; Πως τη βγάζεις ρε φίλε; Γκαρσονιερίτσα στο κέντρο της πόλης, γκομενίτσες στην ξεπέτα  καθότι μοναχικός συγγραφέας που ψάχνει να πνίξει τη θλίψη του στο ποτό; Για πες μας και σε εμάς που γαμιόμαστε στο μεροκάματο, πώς πάει δηλαδή η όλη φάση;»

«Τα ναρκωτικά ξέχασες…» παρατήρησα.

«Σωστός. Τα ξέχασα γιατί εδώ και μια δεκαετία, το καθημερινό μου ναρκωτικό είναι το γρασίδι της παιδικής χαράς -συνθετικό κιόλας, πολύ άσχημη μαστούρα, σκέτος πονοκέφαλος. Εσύ πάλι, δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάω -έτσι δεν είναι;» έκανε ο Μπόρις σταυρώνοντας τα πόδια του όσο ξάπλωνε καλύτερα στον καναπέ. «Όπως και να ΄χει… πίνουμε κάτι σε αυτό το σπίτι;»

«Καφέ ή ποτό;»

Κοίταξε πίσω από την πλάτη μου το ανοιχτό παράθυρο και το σκοτάδι πίσω απ΄αυτό.

«Καφέ τέτοια ώρα…»

Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω κι εγώ για να καταλάβω -σηκώθηκα λοιπόν με αργές κινήσεις γιατί η μέση δεν πονούσε πια αλλά φοβόμουν ότι θα με ξανάπιανε.

 

Άφησα δίπλα του ένα ποτήρι Στολίσναγια τόνικ χωρίς να τον ρωτήσω και άναψα τσιγάρο. Κρατούσα το δικό μου ποτήρι και δεν αποφάσιζα να καθίσω, ίσως σκεφτόμουν ότι θα μου γυρίσει το ποτό πίσω και θα ζητήσει κάτι διαφορετικό -όχι ότι είχα και τίποτα άλλο δηλαδή, αλλά τέλος πάντων…

«Γέρασες μαλάκα μου», διαπίστωσε ο Μπόρις.

«Και που να με δεις χωρίς μέικ απ…» τον βοήθησα.

«Τι περίπτωση είναι αυτή με την τηλεόραση;» έσκυψε μπροστά καθώς έπινε μια γουλιά ποτό και με κοίταξε.

«Διαδόσεις του κίτρινου τύπου, συμβαίνει συχνά σε εμάς τους διάσημους», του εξήγησα.

«Ναι, βέβαια…» υπολόγισε. «Αν και ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί μπλέχτηκες. Αστείο ποσόν ο Αργύρης…»

«Ναι, είπα να κάνω ένα διάλειμμα στην ενασχόληση με τα σημαντικά».

Γέλασε.

«Σε ξεσκίζουν κανονικά και με το νόμο, φίλε μου. Δεν θα μπορούν να πάνε τα παιδιά σου σχολείο… Αλλά δε σε νοιάζει επειδή δεν έχεις παιδιά», διαπίστωσε.

«Ποτέ κανένας δεν ξέρει… Εσύ, πώς την ψάχνεις γενικότερα;» τον ρώτησα για να απομακρύνω την κουβέντα από τα δικά μου.

«Σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά, αυτή είναι η εργατιά», γέλασε. «Μας έχει πάρει από κάτω με την Άννυ γιατί αγοράσαμε καινούργιο σπίτι, ξέρεις πώς πάει η κατάσταση… Πληρώνεις νοίκια και πετάς λεφτά από το παράθυρο, ώσπου κλείνεις το παράθυρο…»

«Και πετάς τα λεφτά σου στους τοκογλύφους», συμπλήρωσα.

«Γάμησέ τα…» παραδέχτηκε. «Ευτυχώς πάμε καλά, η Άννυ έχει κλείσει κάτι γερές συμφωνίες για προμήθειες μεγάλων εταιρειών κι εγώ πήρα προαγωγή»

«Κάποια εργατιά…» θαύμασα.

«Εμείς είμαστε η εργατιά πλέον -στα εργοστάσια δουλεύουν δουλοπάροικοι από μέρη μακρινά», μου εξήγησε.

Δεν είπα τίποτα.

«Κι όταν γυρίζουμε σπίτι με το ταπεράκι άδειο από λαχανοντολμάδες μάς περιμένουν τα παιδιά, αυτή η ευλογία…»

«Το κάνεις να ακούγεται σαν ευλογιά», παρατήρησα.

«Μέσα είσαι… Λοιπόν, εκεί ήθελα να καταλήξω. Ήρθα να σου φέρω την πρόσκληση, αυτό είναι το θέμα».

«Πρόσκληση;»

«Βαφτίζουμε τη μικρή σε ένα μήνα».

Έξυσα το κεφάλι μου, άναψα καινούργιο τσιγάρο.

«Κανονικά δηλαδή; Με παπάδες, λαμπάδες, κολυμπήθρες και κουφέτα;»

«Δε λες τίποτα…»

«Πώς κι έτσι;»

Ήταν η σειρά του να βρεθεί σε αμηχανία.

«Κάποια πράγματα… Εμείς δηλαδή, στα παπάρια μας η όλη υπόθεση αλλά δε φταίει σε τίποτα το παιδί να το αντιμετωπίζουν σαν το μικρό Αντίχριστο στο σχολείο».

«Για το παιδί λοιπόν…» συμπέρανα.

«Για τι άλλο;»

«Πες μου κάτι ρε Μπόρις. Με θρησκευτικό γάμο παντρευτήκατε -έτσι δεν είναι;»

«Ναι -τα είχαν πληρώσει όλα οι γέροι της Άννυς. Τζάμπα πάρτυ, ποιος θα έλεγε όχι;»

«Δηλαδή άμα στα σκάσει κάποιος, διοργανώνεις και πάρτυ για την 21η Απριλίου ας πούμε;» ρώτησα.

Πήρε το ποτήρι του αλλά δεν ήπιε -το κοίταξε και το άφησε πάλι δίπλα του.

«Σοβαρά τώρα ρε Νίκο;» κατσούφιασε.

«Τέλος πάντων -ο καθένας όπως τη βρίσκει», αποφάσισα να δώσω τέλος στην όλη κουβέντα.

«Όχι -δεν πάει έτσι», σηκώθηκε κι άρχισε να βολτάρει στο δωμάτιο. Σταύρωσε τα χέρια και με κοίταξε, μετά χαμογέλασε και μου γύρισε την πλάτη, κλασικός Μπόρις. «Αν θέλεις να το δούμε σε τέτοιο στυλ, κανένα πρόβλημα. Άλλωστε πάντα γούσταρα τους ήρωες με παντούφλες, στην περίπτωσή σου με πετσέτες μπάνιου, που κάθονται στην απέξω και τη βλέπουν υπεράνω. Ρίχτα λοιπόν αδέκαστε Μπάρα…»

Ξεκαρδίστηκα.

«Όχι -εδώ είμαι, ακούω. Πες μας την ιστορία σου, μίλησε μας για σένα -τι κάνεις τον τελευταίο καιρό; Ετοιμάζεις κάποιο καινούργιο δίσκο, κάποιες συναυλίες;», επέμεινε ο Μπόρις.

Έσβησα το τσιγάρο, γύρισα προς το μέρος του.

«Δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά, φίλε μου. Έρχεσαι εδώ μετά από τόσα χρόνια για να μου φέρεις μια πρόσκληση σε βαφτίσια, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να περάσω ούτε από την πλατεία της περιοχής εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρω για ποιο ηλίθιο λόγο το κάνεις όλο αυτό κι ούτε με νοιάζει το πώς διαχειρίζεσαι την ξεφτίλα σου, αλλά δεν αντέχω το στυλάκι του υπεύθυνου γονέα, πλας ολίγη από Σιντ Βίσιους σε γεύμα με τα πεθερικά -με πιάνεις; Και κάτσε κάτω γιατί έχω αρχίσει να ζαλίζομαι».

Με κοίταξε φέρνοντας την παλάμη του κάτω από το σαγόνι του -καθηγητής Μπόρις δε Σπάιντερ.

«Τόσο ζορισμένος λοιπόν;» αποφάνθηκε.

«Μη δίνεις σημασία», τον καθησύχασα.

«Σωστός και άνευ ουσίας, άνευ σημασίας… Δε φοράς τώρα το μπουφανάκι σου, αν σου κάνει ακόμα, να πάμε για κάνα ποτό και σου ρίξω στ΄αυτιά με το Ληστή

Άθελά μου ένιωσα το κρύο να με περπατάει -βόλτα με τις μηχανές και ειδικά δίπλα στον Μπόρις σήμαινε αποστολή αυτοκτονίας.

«Δεν ψήνομαι», ψιθύρισα.

«Καλά, αυτά μας τα ‘παν κι άλλοι που την είχαν πιο μεγάλη», γέλασε ο Μπόρις αρπάζοντας το δικό του μπουφάν. «Ντύσου γέρο μου, μη μας βρει το πρωί εδώ μέσα».

 

Ντύθηκα βλαστημώντας με σφιγμένα δόντια -τι άλλο να ΄κανα;



[1] «Ο Μεγάλος Ύπνος», Ρέιμοντ Τσάντλερ

[2] «Boris the spider», The Who


Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι