Τρίτη, Απριλίου 15, 2025

Νήσος Πάιτα

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Το δελτίο ειδήσεων

Η Τζούλια

Προωθητική εκδήλωση

Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων

Ο Λουκάς

Η μέρα μετά

Gianna K.

Δημόσιες σχέσεις

Γείτονας Καστρινού

Η καντίνα

Συζητήσεις με αγνώστους

Απόδραση

Κοιμήθηκα ελάχιστα, ξύπνησα νωρίς -περίμενα το Μπόρις πίνοντας το δεύτερο καφέ μου, χαζεύοντας τους ανθρώπους που έφευγαν σκυμμένοι για τις δουλειές τους και μετά φύγαμε με τη Τζούλια. Η Άννυ κοιμόταν ακόμα.

«Οδηγώ εγώ», του είπα.

Δεν έφερε αντίρρηση.

 

Πήγαμε από την πρεσβεία για να πάρω τη βίζα, μετά βγήκαμε στη λεωφόρο, κοιτάζαμε μπροστά τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα από το προηγούμενο βράδυ.

«Να κάνουμε λίγη φασαρία πριν φύγεις;» πρότεινε ο Μπόρις.

Δεν απάντησα.

 

Έξω από τις αναχωρήσεις του αεροδρομίου, πάρκαρα και του έκανα νόημα να πάει στη θέση του οδηγού.

«Να την προσέχεις, τα χαρτιά είναι στο ντουλαπάκι», του είπα.

«Αυτό ήταν λοιπόν;» ρώτησε ήσυχα.

«Ναι, μάλλον… Ξέρεις, πρέπει κάποτε να σταματήσω να τρέχω κι αυτό σημαίνει πώς πρέπει να σταματήσουν να με κυνηγάνε».

Γέλασε.

«Αλλά δε μας κυνηγάνε», είπε.

«Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησα.

«Αν δε χρειαζόταν να πηδήξεις, θα πήδαγες;»

«Και χρειάζεται και δεν πρόκειται να το κάνω».[1]

Τράβηξα το σακ βουαγιάζ από το πίσω κάθισμα και περπάτησα στο μαλακό ταρτάν μέχρι τη γυάλινη πόρτα των Αναχωρήσεων.

«Θα σε βρω μια μέρα, μαλάκα», μου φώναξε ο Μπόρις.

«Όχι αν σε βρω πρώτος εγώ», γέλασα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.

 

Έβγαλα εισιτήριο στο γκισέ, με ενδιάμεση στάση στη Μαδρίτη, πέρασα τους ελέγχους και βολεύτηκα στην αίθουσα αναμονής. Είχα μπόλικες ώρες να σκοτώσω και καθόλου διάθεση να μάθω τι συμβαίνει στην πόλη που άφηνα πίσω μου. Σηκώθηκα να πάω μέχρι τα σταντ που πουλάγανε βιβλία, πέρασα κάμποση ώρα χαζεύοντας -ξεφυλλίζοντας. Μετά από μπόλικο σκάλισμα ξετρύπωσα το Perfidia του Ελρόι, παραδίπλα βρήκα ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου με κοκάλινο σκελετό και τα έστησα στο ταμείο μαζί με μια κούτα Κάμελ. Ήμουν έτοιμος. Ή περίπου…

Πήγα στις τουαλέτες, βρήκα τον τεράστιο κάδο απορριμμάτων και πέταξα το τηλέφωνό μου αφού πρώτα το απενεργοποίησα και του αφαίρεσα τη sim. Είδα πως είχα 17 αναπάντητες κλήσεις αλλά δεν ασχολήθηκα περισσότερο. Τη sim την έριξα σε μια τουαλέτα και τράβηξα το καζανάκι.

 

Μετά ξαναπήγα στη θέση μου. Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο -πραγματικά ήταν ότι χειρότερο είχε γράψει ο μπαγάσας ο Τζέιμς. Πήγαινα στοίχημα πώς όσα έγραφε από εδώ και πέρα θα ήταν άθλια. Πρέπει να καταλάβεις πότε τελειώνεις και να πεθάνεις νωρίτερα, παλιόφιλε…

 

Στο αεροπλάνο για Μαδρίτη κάθισα δίπλα σε έναν ιδρωμένο τύπο με λάπτοπ. Δε με ενόχλησε, τον άντεξα.

 

Αναμονή στο Μπαράχας μέχρι να έρθει η πτήση μου για το νησί -είχα φτάσει στη μέση το βιβλίο κι ένιωθα εγκλωβισμένος. Πόση μαλακία άνευ λόγου πια; Αν πετύχαινα πουθενά τον Ελρόι θα τον έβαζα με το ζόρι να διαβάσει Χωμενίδη μπας και καταλάβει σε τι μαρτύριο με υπέβαλε. Πήρα έναν καφέ, «τι καφέ έχετε;» ρώτησα το γέρο στην άλλη πλευρά του πάγκου, «με γάλα ή χωρίς;» με γείωσε -τέτοια κατάσταση. Πάντως ο καφές ήταν ωραίος. Χωρίς γάλα βέβαια.

 

Στην πτήση για το νησί κάθισα δίπλα σε μια παρφουμαρισμένη Ισπανίδα που φώναζε από μακριά οτι πάει για τρελό ξεσάλωμα, φοβήθηκα λίγο γιατί το ταξίδι θα διαρκούσε πολύ κι έτσι φόρεσα τα ακουστικά που ήταν κρεμασμένα πάνω από τη μικροσκοπική οθόνη της μπροστινής θέσης. Έπαιζε το Φλας Γκόρντον, αυτό με την μουσική υπόκρουση από Queen – 2 στα 2 από τον κατάλογο των θεαμάτων που βαριόμουν αφόρητα. Έβγαλα τα ακουστικά, φόρεσα τα γυαλιά ηλίου και το πάλεψα να ρίξω κάναν ύπνο. Από αυτούς στα μέσα μαζικής μεταφοράς, που ακούς τα πάντα γύρω σου αλλά δεν είσαι εκεί -βρίσκεσαι στη γωνία μεταξύ απραξίας και δυστυχίας. Το έβαλα στα πόδια λοιπόν, την κοπάνησα, επιστρέφω εκεί όπου έφυγα κι ας μην έχει αλλάξει τίποτα -παραμένω ένας βαρετός τύπος που αποσυντίθεται λόγω γήρατος και σε λίγα χρόνια θα χρειάζεται νοσοκόμα αντί για ερωμένη. Εντάξει, σύμφωνα με τους υπόλοιπους αυτό κάνω πάντα -την κοπανάω όταν ζορίσουν τα πράγματα, μαλακίες… Ξέρω πολύ καλά πώς φεύγω όταν δεν υπάρχει κανένας λόγος να μείνω, έτσι έκανα πάντα. Από τότε που οι δέκα γίναμε χίλιοι και δυο χιλιάδες και μετά ακόμα περισσότεροι κι όταν συμβαίνει αυτό εμφανίζονται οι αρχηγοί, οι κάτοχοι της μίας και μοναδικής αλήθειας, αρχίζουν τα «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας» και τότε δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις γιατί δεν έχεις δικαίωμα να τους σκοτώσεις (πώς δηλαδή; επειδή εσύ δεν τους γουστάρεις; μα τους θέλουν οι άλλοι…) κι έτσι φεύγεις, να πάνε να γαμηθούν κι αυτοί και όσοι τους προσκυνάνε στην τελική.

Η αεροσυνοδός έσερνε το καροτσάκι με τα φαγητά και μου γάμησε τον αγκώνα κανονικά -ξύπνησα, μου ζήτησε συγνώμη, χαμογέλασα, πήγα να κοιμηθώ ξανά αλλά ήταν μάταιο. Πόσες ώρες πέρασαν; Πόσες έμειναν; Λίγες με πολλές…

 

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη μέση ενός υγρού απογεύματος, μας άφησαν να πάμε με τα πόδια μέχρι την αίθουσα αφίξεων -πονούσα παντού από την ακινησία, ήθελα να καθίσω οκλαδόν στο διάδρομο προσγείωσης και να καπνίσω 5-6 τσιγάρα κολλητά. Αντί γι΄αυτό ακολούθησα το κοπάδι. Στην ουρά για έλεγχο διαβατηρίων, όταν έφτασε η σειρά μου ένας μουλάτος με πράσινα μάτια έριξε το χειρουργικό του βλέμμα στην κατάστασή μου πριν διαβάσει όσα έγραφε το διαβατήριο. «Σκοπός επίσκεψης;» «Για τουρισμό». «Πού θα μείνετε;» Έδωσε τη διεύθυνση του Τόνυ και της Ντιάνα, μου ευχήθηκε καλή διαμονή και βγήκα σχεδόν τρέχοντας από το κτίριο για να βρω την πιάτσα των ταξί. Κάπνισα δυο τσιγάρα χαζεύοντας την κίνηση, έβγαλα το μπουφάν μου και η υγρασία κόλλησε στα χέρια μου σα γράσο. Ανάπνευσα χουρμάδες και μαζούτ.

 

Πλησίασα το πρώτο ταξί στη σειρά και του ζήτησα να με πάει στην παλιά πόλη και να με αφήσει στην Κάρντενας. «Πρώτη φορά στο νησί;» με ρώτησε ο μαύρος που οδηγούσε. «Έχω ξανάρθει», είπα. Στο ραδιόφωνο έπαιζε κλασική μουσική, κάτι χεβυμεταλάδικο τύπου Μπετόβεν ή Βάγκνερ -δεν ήμουν σίγουρος.

 

Έπαιρνε να σκοτεινιάζει αλλά τα φώτα της παλιάς πόλης δεν είχαν ακόμα ανάψει. Περπάτησα καπνίζοντας, πολλοί τουρίστες και κάμποσοι ντόπιοι που τους έβλεπαν σαν κινούμενα δολάρια, σταμάτησα σε μια βιτρίνα να κοιταχτώ, μια χαρά χάλια ήμουν. Μετά πήρα αργά το δρόμο για το μπαρ, ήταν καμιά διακοσαριά μέτρα πιο κάτω, απ΄ότι θυμόμουν. Ένας ντόπιος μου χαμογέλασε και πρότεινε να με πάει στο καλύτερο μπαρ του νησιού. «Είμαι μορμόνος, δεν πίνω», του είπα. Ξεκαρδίστηκε.

 

Το μπαρ ήταν ήσυχο -μια παρέα βορειοευρωπαίων που έτρωγε νωρίς το βραδινό της και κάτι λατίνοι που έπιναν αργά τον καφέ τους. Πέρασα το κεντρικό δωμάτιο, βγήκα πίσω, στο αίθριο.

 

Εκεί ήταν. Μακριά από τους υπόλοιπους, με ένα μισοτελειωμένο Ντάκιρι κι ένα χοντρό βιβλίο που το κράταγαν ανοιχτό τα γυαλιά ηλίου της. Ακούμπησα στην πόρτα που έβγαζε προς το αίθριο και την κοίταζα για ατέλειωτες ώρες διάρκειας 30 δευτερολέπτων. Μετά κάποια με έσπρωξαν για να μπουν, ένας μαύρος με βιολί κι ένας λευκός με κιθάρα. Ένιωσα υπέροχα, ετοιμάστηκα να την πλησιάσω όσο οι τύποι θα έπαιζαν το Too marvelous for words

 

Ξεκίνησα με αργό βήμα, προσπαθώντας να συντονιστώ με τους μουσικούς. Κι εκείνοι ξεκίνησαν. Έφτασα δυο μέτρα πίσω της και τότε το κατάλαβα. Έπαιζαν το Μπίλι Τζιν, αν έχεις το θεό σου δηλαδή…

 

Έβαλα τα γέλια -έτσι γύρισε και με είδε.

 

Χαμογέλασε θλιμμένα. Αλλά δεν κατάλαβα αν ήταν για μένα ή για το τραγούδι.

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 



[1] «Butch Cassidy and the Sundance Kid», George Roy Hill

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2025

Απόδραση

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Το δελτίο ειδήσεων

Η Τζούλια

Προωθητική εκδήλωση

Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων

Ο Λουκάς

Η μέρα μετά

Gianna K.

Δημόσιες σχέσεις

Γείτονας Καστρινού

Η καντίνα

Συζητήσεις με αγνώστους

Η κλήση σε δικάσιμο με περίμενε σφηνωμένη κάτω από την πόρτα -ο όγκος χαρτιού όλο κι αυξανόταν, αν πήγαινε έτσι το πράγμα θα έπρεπε ν΄ ανοίξω μεγαλύτερη χαραμάδα στο κάτω μέρος της πόρτας για να χωράνε τόμοι από την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Δικάσιμος σε 30 ημέρες, θυμήθηκα την όλη φάση, ο μηνυτής ισχυριζόταν ότι έθιξα την τιμή και την προσωπικότητά του, προκαλώντας του επαγγελματική ζημιά, βαρέθηκα να διαβάσω πιο κάτω.

 

Πέρασα λούκι μέχρι να φτάσω στο σπίτι από το σημείο που πάρκαρα, νόμιζα ότι όλοι με κοιτάζουν ή με δείχνουν -ήταν κι η μαύρη μπογιά στον τοίχο της πολυκατοικίας -κανένας δεν έκανε τον κόπο να τη σβήσει και εγώ βέβαια δεν πρόκειται αν την αγγίξω, οι κατηγορίες δε φεύγουν με σαπούνι και νερό. Το διαμέρισμα τέρμα παγωμένο όμως δεν είχα διάθεση ν΄ανοίξω θέρμανση, πήρα μια κουβέρτα από την κρεβατοκάμαρα και κουλουριάστηκα στον καναπέ, βρήκα το τηλεκοντρόλ αλλά πριν ανοίξω τηλεόραση αποκοιμήθηκα.

 

Με ξύπνησε ο ήχος του κινητού. Βγήκα από λήθαργο, δεν καταλάβαινα ούτε που βρίσκομαι, ούτε τι ώρα είναι -θα μπορούσα να είμαι κλεισμένος σ΄ένα κρατητήριο της Ασφάλειας 5 η ώρα το πρωί ή σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο 8 η ώρα το βράδυ. Αυτό που είχε σημασία τώρα ήταν να βρω το κινητό. Βούτηξα από τον καναπέ, μπουσούλισα μέχρι το πεταμένο μου παλτό στο χωλ, έψαξα τις τσέπες όλο αγωνία -το πέτυχα πριν περάσει η κλήση στον τηλεφωνητή.

«Ναι», μουρμούρισα.

«Καλημέρα», είπε εκείνη.

Πρωί ήταν λοιπόν…

«Καλημέρα», είπα κι εγώ.

«Φεύγω».

«Πότε;»

«Τώρα. Είμαι στο αεροδρόμιο».

Κοίταξα το τηλέφωνο για να βεβαιωθώ πως δεν το έβλεπα στον ύπνο μου -κάποια επιβεβαίωση τέλος πάντων…

«Πού πας;» ρώτησα.

«Νήσος Πάιτα», μου εξήγησε.

«Έτσι λοιπόν…»

«Ναι, κάπως έτσι… Βλέπεις… Νόμιζα οτι περνούσα καλά εδώ πέρα… αλλά μετά έφυγες και δεν ήταν καθόλου καλά. Κάπως έγινε και μπήκα στη ζωή σου… και δεν έχω καμιά όρεξη να είμαι εκεί χωρίς εσένα».

«Όταν φύγεις θα βγεις από τη ζωή μου και είσαι τυχερή που γλιτώνεις από μένα. Ξέρεις, έχω την ινδιάνικη κατάρα. Δεν υπάρχει πιθανότητα να κερδίσω».[1]

Γέλασε.

«Και η μπάντα θα παίζει το Too marvelous for words, κάπως έτσι;» αναρωτήθηκα.

«Αυτό είναι στο χέρι σου», μου εξήγησε. «Εννοώ, αν θα το ακούσεις γιατί…»

Μείναμε αμίλητοι όσο τα μεγάφωνα του αεροδρομίου ανακοίνωναν πτήσεις.

«Πρέπει να πηγαίνω», είπε.

Δεν απάντησα. Το τηλέφωνο έκλεισε.

 

Δεν ξέρω πόση ώρα κρατούσα το τηλέφωνο στο χέρι, ούτε για πόσο κοίταζα τον απέναντι άδειο τοίχο. Κάποια στιγμή το χέρι μούδιασε κι ο τοίχος άρχισε να χορεύει νωχελικά.

Έτρεξα στο μπάνιο, έκανα εμετό, μετά χώθηκα κάτω από το ντους, άφησα το κρύο νερό να με φέρει πίσω στο άδειο διαμέρισμα, με τις κλειστές κουρτίνες και το οβάλ τραπέζι.

 

Ντύθηκα αργά, ξυρίστηκα, χτενίστηκα λες κι ετοιμαζόμουν να πάω στην κηδεία μου. Έφτιαξα καφέ και πήγα να συναντήσω τον Άρη Μαλτέζο που με περίμενε χαμογελαστός με ένα ποτό στο χέρι.

«Λοιπόν;» με ρώτησε.

«Έφυγε», είπα λες και δεν το ήξερε…

«Γνωστό αυτό. Εσύ πότε φεύγεις;» με ρώτησε.

«Για πού;»

Γέλασε σαρκαστικά.

«Γέρο μου, έχεις χεστεί πάνω σου -χίλιοι διάβολοι σε περιμένουν εκεί έξω και τελικά οι διάβολοι είναι εδώ μέσα, αυτό συμβαίνει. Μαζί σου θα βγουν από την πόρτα…»

«Πες μου κάτι που δεν ξέρω…» μουρμούρισα.

«Θα σου πω κάτι που ξέρεις κι αυτό είναι οτι ένα σακ βουαγιάζ με τα απαραίτητα αρκεί. Τα υπόλοιπα θα τα βρεις εκεί, όταν φτάσεις».

«Αν φτάσω…»

«Μην είσαι μαλάκας», με γείωσε. «Εδώ έχεις τελειώσει, το είπες και μόνος σου…»

«Να το βάλω στα πόδια λοιπόν; Να την κοπανήσω;»

«Γιατί, έκανες και τίποτα άλλο τόσα χρόνια;» παρατήρησε ήρεμα.

Είχε δίκιο βέβαια…

 

Άρχισα να μαζεύω πράγματα -εσώρουχα, 2 τζιν, 3 πουκάμισα, μπόλικα τι σερτ… Εκεί πέρα έκανε πάντα ζέστη. Κοίταξα τριγύρω. Η μουσική, οι ταινίες, η τηλεόραση (65 ίντσες), το λάπτοπ, όλα στη θέση τους. Ο Μαλτέζος ερχόταν από την κουζίνα με μια μπύρα στο χέρι.

«Μην αφήσεις τίποτα πίσω μας», του είπα. «Να μη μείνει κανένα ίχνος…»

Ένευσε. Έφτασα στην εξώπορτα του διαμερίσματος.

«Δε χάρηκα καθόλου για τη γνωριμία», μου φώναξε.

«Φαντάσου και να σε γνώριζα…», σχολίασα όσο έκλεινα την πόρτα έχοντας αφήσει τα κλειδιά στην εσωτερική πλευρά της.

 

Η μέρα ήταν ήσυχη, ο ήλιος διακριτικός και η κίνηση αραίωνε σταδιακά μέχρι να φτάσω στην πρεσβεία. Εκεί, μια καλή κυρία με υποδέχτηκε στο θυρωρείο και με διαβεβαίωσε πώς η βίζα μου θα ήταν έτοιμη την επομένη το πρωί. Της χαμογέλασα χωρίς να είμαι σίγουρος αν ήθελα να βγει σωστή ή λάθος στην πρόβλεψή της.

Μετά πήρα την τουριστική διαδρομή -πλατεία, Κουκάκι, Συγγρού, παραλία -άκουγα Parquet Courts με κλειστά τα παράθυρα του αυτοκινήτου, μια κοινότυπη επανάληψη παλιότερων όμορφων καιρών και βρέθηκα πριν το Σούνιο να συμφωνώ με τα ομορφόπαιδα, «Απ’ όπου είμαι, λοιπόν κανένας δεν ζούσε ποτέ εκεί/ Κοιτάζω πίσω, τίποτα δεν άλλαξε/ Απ΄όπου είμαι τώρα, ακόμα δε ζει κανένας εκεί/ Κοίταξε πίσω ξανά και κλείδωσε την πόρτα»[2], ωραίες κουβέντες, μελετημένες έτσι; Άφησα την παραλιακή και χώθηκα στα πλαϊνά του βουνού για να φτάσω στην παραλία. Βρώμικη θάλασσα, φύκια και βράχια -πάρκαρα σ΄ένα ξέφωτο και έψαξα το κινητό μου.

«Καλώς τα παιδιά…» πανηγύρισε από την άλλη άκρη ο Μπόρις.

«Θέλω μια χάρη», είπα.

«Πες το κι έγινε, αλλά δε γίνεται», μου ξέκοψε.

«Εντάξει -λοιπόν, θέλω το βράδυ να βρεθούμε. Πάρε και την Άννυ».

«Σε τι φάση;»

«Έτσι… γενικά…»

«Πού και πότε;»

«Έχει ένα μπαρ ο Σπήλιος…»

«Κι εγώ έχω συνάχι αλλά δεν το κάνω θέμα».

Γέλασα ανόρεχτα.

«Θα σας περιμένω», του είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο.

 

Μετά πήρα τη Δήμητρα.

«Πώς αυτό;» απόρησε.

«Θα πας το βράδυ στο μπαρ του αδερφού σου;»

«Δεν το είχα σκοπό».

«Μπορείς να το βάλεις στο πρόγραμμα;»

Σιωπή.

«Για ποιο λόγο;»

«Θα βρεθούμε…»

«Ποιοι;»

«Εγώ και κάτι φίλοι».

«Να βρεθείτε».

«Ήθελα να δω κι εσένα», της ζήτησα.

«Κι αυτό σημαίνει οτι πρέπει να έρθω;»

«Όχι απαραίτητα».

«Καλώς».

Μου έκλεισε το τηλέφωνο.

 

Είχα μπόλικη ώρα να σκοτώσω μέχρι να βραδιάσει κι έτσι αποφάσισα να περάσω από εκείνο το σπίτι με τα φυστικόδεντρα, τη βαριά σιδερένια πόρτα και τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε δίπλα στην πισίνα. Βέβαια, κανένας δεν ήταν -σκαρφάλωσα τη μάντρα, με δυσκολία , πήδηξα μέσα, τα δυο τεράστια σκυλιά πετάχτηκαν αγριεμένα μπροστά μου, αλλά με μύρισαν και θυμήθηκαν. Ο ουρανός έδειξε οίκτο κι έφερε κάμποσα σύννεφα να κρύψουν τον ήλιο, ανέβηκα το δρόμο με τα σκυλιά στο πλάι μου, έφτασα μέχρι την πισίνα, άραξα σε μια ξαπλώστρα. Κούμπωσα το μπουφάν μου, κάπνισα ένα τσιγάρο, με πήρε ο ύπνος.

 

Με ξύπνησε το κρύο. Μαζί μ΄έναν κότσυφα που καθόταν στην άλλη άκρη της ξαπλώστρας και με παρατηρούσε στοχαστικά. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν αλλά είχε πάρει να σκοτεινιάζει -είδα λοιπόν στον ύπνο μου πώς εκείνος άνοιξε τα ξύλινα φύλλα της μπαλκονόπορτας, βγήκε στην άκρη της βεράντας, με έδειξε με το τσιγάρο του χαμογελώντας, φορούσε τα γνωστά μαύρα πολαρόιντ γυαλιά κι ας είχε πέσει ο ήλιος. Κάτι μου είπε, δεν άκουσα. Του έκανα νόημα, ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και ξαναμπήκε μέσα.

«Τι μου είπε;» ρώτησα τον κότσυφα.

Μάλλον ούτε κι αυτός είχε ακούσει γιατί μου γύρισε την πλάτη και άρχισε να τσιμπολογάει στο γκαζόν πριν με βαρεθεί εντελώς και πετάξει πέρα, κατά τα δέντρα. Κρύωνα.

 

Χάιδεψα τα σκυλιά πριν καβαλήσω πάλι το μαντρότοιχο -κάτι περίεργοι ιθαγενείς περνούσαν απέξω όσο κατέβαινα, κοντοστάθηκαν, με κοίταξαν άγρια, τους χαμογέλασα καλοκάγαθα και έφυγα με χορευτικό βήμα λόγω κρύου. Ο δρόμος της επιστροφής ήταν βαριεστημένα ήσυχος, σκέφτηκα να βάλω κάνα σιντί με αρτ ροκ, αλλά ποτέ δεν κουβάλαγα τέτοια πράγματα μαζί μου, άσε που υπήρχε κίνδυνος να κολλήσει ο κινητήρας από τα πολλά μέλια.

 

Έφτασα στο κέντρο, ήταν ακόμα νωρίς και βρήκα εύκολα παρκάρισμα -μετά τριγύρισα στα βρώμικα δρομάκια ψάχνοντας κάτι να φάω. Δεν πεινούσα ιδιαίτερα αλλά δεν ήξερα αν θα είχα την ευκαιρία αργότερα. Χώθηκα σε μια δήθεν ταβέρνα που προσπαθούσε άτσαλα να αναβιώσει το ελευθεριακό παύλα αντιεξουσιαστικό παρελθόν. Μιλάω βέβαια για τις αφίσες στους τοίχους που οι νεότεροι ανάθεμα κι αν καταλαβαίνουν τι λένε, τα φτηνά τραπεζομάντηλα και τις καρέκλες καφενείου -γιατί όταν άνοιγες τον κατάλογο ένιωθες σα να μπήκες σε κυριλέ εστιατόριο του Κολωνακίου. Ένας πιτσιρικάς με μαύρη κολλητή μπλούζα και σκισμένο τζιν ήρθε να μου πάρει παραγγελία πριν προλάβω να καθίσω.

«Μια μοσχαρίσια», είπα κοιτάζοντας την καφασωτή τζαμένια πόρτα.

«Με τι συνοδεία;» ρώτησε.

«Ξέρω ‘γω… ρίξε τίποτα βιολιά» μουρμούρισα. «Πατάτες», είπα τελικά γιατί τον έβλεπα να ζορίζεται.

«Παραδοσιακές ή μπέιμπι;» με γείωσε.

«Τι μπέιμπι; Όπως λέμε μπέιμπι, μπέιμπι ου; Το Τζάστιν Μπίπερ έχετε στην κουζίνα;» απόρησα. «Κανονικές πατάτες ρε παιδί μου -τηγανιτές, απ΄αυτές που κάνουν καλό στα εμφράγματα».

«Εντάξει», είπε σιγά. «Η μοσχαρίσια;»

«Παραδοσιακή, όχι μπέιμπι», τον πρόλαβα.

«Εννοώ, ρέαρ, μίντιουμ ή γουέλ νταν;» μου εξήγησε.

Τον κοίταξα προσεκτικά.

«Πες μου κάτι ρε φίλε. Έχει τίποτα αυτό το μαγαζί που το παραγγέλνεις και στο φέρνουν χωρίς να παίξετε πιο πριν τις δέκα ερωτήσεις;»

Άρχισε να πειράζει νευρικά ένα ταμπλετάκι που κρατούσε στα χέρια.

«Μπολονέζ», είπε τελικά.

«Εντάξει, φέρτη να τη φάμε», ξεφύσησα. «Και μια μπύρα ποτήρι, ότι έχεις».

Κοντοστάθηκε.

«Η μπολονέζ…» έκανε διστακτικά.

«Ναι, τι συμβαίνει μ΄αυτή;»

«Κιμά μοσχαρίσιο ή ανάμεικτο»;»

Τον κοίταξα άγρια και βιάστηκε να την κοπανήσει.

Τι συμβαίνει σ΄αυτή τη χώρα ρε φίλε; Υπνοστεντόν στο νερό μας έχουν ρίξει;

Δυο κοπελίτσες που έτρωγαν στο διπλανό τραπέζι με κοίταζαν κρυφογελώντας αλλά βιάστηκαν να πέσουν με τα μούτρα σε κάτι σαλάτες όταν γύρισα προς το μέρος τους. Ένιωσα μαλάκας.

 

Έφυγα με βαρύ στομάχι κι ελαφριά τσέπη από την ταβέρνα αν και δεν είχα φάει πάνω από πέντε πηρουνιές, η μπολονέζ πρέπει να ήταν αυθεντική, κατευθείαν φερμένη από τη Μπολόνια -μήνες πριν… Χώθηκα στα δρομάκια που είχαν πάρει να γεμίζουν κόσμο κι ο κόσμος αραίωνε όσο πλησίαζα το μαγαζί του Σπήλιου.

Όταν μπήκα μέσα με υποδέχτηκε η εγκατάλειψη μαζί μ΄ έναν ξέμπαρκο που ετοιμαζόταν να ρίξει το κεφάλι του στη μπάρα και να πεθάνει για πάντα. Ευτυχώς δεν είδα τη Μεταξία και δυστυχώς με είδε ο Σπήλιος. Σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι σε στυλ ρε μ’ ένα μπούστη… Ακούμπησα τους αγκώνες μου στην ξύλινη μπάρα κοιτάζοντάς τον.

«Γι΄αυτό έπαιζε το μάτι μου σήμερα…» μουρμούρισε.

«Να το δεις για τίποτα χαλάζιο», τον συμβούλεψα. «Η Δήμητρα;»

«Τώρα… σε τρώει ο κώλος σου, έτσι μου φαίνεται», είπε ο Σπήλιος.

«Ναι, εντάξει -μια φαγούρα την έχω γενικώς… Πες μου κάτι ρε σκύλε, δε βαρέθηκες να είσαι μονίμως τσαντισμένος;»

«Όσο δε βαριέται ο κόσμος να με τσαντίζει…» απάντησε.

«Σωστός. Φέρε κάτι να πιούμε κι άραξε».

Χαμογέλασε.

«Δηλαδή έχεις ραντεβού με τη Δήμητρα εδώ μέσα;»

«Συν δυο φίλους, βάλε κι εσένα -κάντους τρεις τους φίλους».

«Φίλοι ε;» γέλασε.

Μετά έφτιαξε μια Στολίσναγια με τόνικ και γέμισε μπύρα το μισοάδειο ποτήρι του από την κάνουλα.

Ακούμπησα ένα πενηντάρι δίπλα στο ποτό μου.

«Κλείνω την πίστωσή μου», τον πληροφόρησα.

«Πότε πήρες πίστωση;» απόρησε.

«Ποτέ. Αλλά όπως και να ‘χει…»

Άναψε τσιγάρο και τον μιμήθηκα.

«Πρέπει να είσαι ο μοναδικός στην πόλη που τον μισούν όλοι -το έχεις καταλάβει, έτσι;» παρατήρησε.

«Ναι, αλλά δεν το δείχνω -καθότι μετριόφρων», του εξήγησα.

«Πάντα μαλάκας…» είπε. «Σε είχα προειδοποιήσει για τη Δήμητρα…»

«Μόνο εμένα, όχι εκείνη -κάνω λάθος;»

«Καργιολίκια», αποφάνθηκε.

«Πώς είναι;»

«Για να μη σε έχω πλακώσει ακόμα στις μπουνιές…»

«Άρα, μια χαρά».

«Σε ψυλλιάστηκε ηλίθιε. Δε θέλει ούτε ν΄ακούσει για πάρτη σου».

Χαμογέλασα πίνοντας μια γερή γουλιά.

«Κι εσύ;» τον ρώτησα.

«Άντε γαμήσου, Κάστρο», μουρμούρισε φεύγοντας για την άλλη άκρη της μπάρας.

Και καλά έκανε γιατί τότε μπήκε η Δήμητρα -εντυπωσιακά όμορφη μέσα σ΄ένα μαύρο εφαρμοστό φόρεμα, χωρίς την τεράστια τσάντα της. Πήγε κοντά του, μίλησαν για λίγο χωρίς να με κοιτάζουν.

«Λοιπόν, εδώ είμαι», είπε πλησιάζοντάς με.

Χάζευα τη θέση που καθόμασταν όταν είχε ξεκινήσει όλη αυτή η ιστορία, ήταν άδεια κι έτσι έπρεπε.

«Ευχαριστώ», είπα. «Ήθελα να σου πω κάποια πράγματα…»

Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και με κοίταξε περιμένοντας.

«Είσαι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να τύχει στη ζωή ενός ανθρώπου -αν ο άνθρωπος έχει ζωή. Εγώ πάλι…»

«Εσύ ζεις σ΄ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, με παλιές φωτογραφίες, παλιούς δίσκους, παλιά βιβλία και ελάχιστο οξυγόνο. Είναι ζήτημα επιβίωσης να μην αφήσεις άλλον εκεί μέσα -αυτό κατάλαβα», μου εξήγησε.

Χάρηκα που το έβλεπε έτσι.

«Γιατί είμαι η Απληστία κι ο Φόβος και κάθε ίντσα Μίσους που κρύβεις μέσα σου»[3], μουρμούρισα.

Με κοίταξε μπερδεμένη.

«Μη δίνεις σημασία», την καθησύχασα. «Τι θα κάνεις στο θέμα με την Κοντού;»

«Άκου πώς έχει η υπόθεση», ξεκίνησε διστακτικά. «Τον επόμενο μήνα θα ξεκινήσω μια εκπομπή στην τηλεόραση. Πολιτιστικό μαγκαζίνο σε άκυρη ώρα, αλλά κάποιο καλό μεροκάματο όσο να πεις…»

Πήγα να μιλήσω -με διέκοψε.

«Ο εκδοτικός οίκος θα επινοικιάσει το μπαρ, θα το σουλουπώσει για να κάνει τις παρουσιάσεις των βιβλίων του. Κατά τα λοιπά, ο Σπήλιος θα λειτουργεί κανονικά το μαγαζί όπως τώρα…»

«Δεν καταλαβαίνω», απόρησα. «Τι παίχτηκε εδώ;»

«Είσαι πλέον βιαστής -έτσι;» χαμογέλασε.

«Όλοι το ξέρουν άλλωστε», παραδέχτηκα.

«Επίσης συνεργός σε απόδραση τρομοκράτη», συμπλήρωσε.

«Όσο γι΄αυτό…» κοκορεύτηκα.

«Ο εκδοτικός οίκος δεν θέλει να έχει καμιά σχέση μαζί σου και θα αποσύρει τα βιβλία σου, όπως δήλωσε πρόσφατα».

Τη φρέναρα.

«Αλλά δε βιάζεται κιόλας να το κάνει…»

«Μέσα είσαι -κι έβγαλαν δύο ακόμα εκδόσεις στα κρυφά».

«Όμως εσύ θα μπορούσες να το γαμήσεις το όλο ζήτημα αποδεικνύοντας πως δεν είμαι βιαστής και σύντομα θα βουτήξουν τον Αργύρη ο οποίος αποκλείεται να παραδεχτεί πώς τον βοήθησα».

«Μην είσαι σίγουρος…» χαμογέλασε.

«Μπορεί δηλαδή ο Αργύρης…»

«Χέσε μας με τον Αργύρη -ποιος τον ακούει; Ότι θέλουν θα πουν στις ειδήσεις».

«Σωστό κι αυτό», χαμογέλασα. «Αλλά και πάλι εσύ…»

«Στη βράση κολλάει το σίδερο, Νίκο. Τώρα πουλάς, που υπάρχει μυστήριο».

«Κι εσύ τώρα πουλιέσαι -που πιάνεις καλή τιμή», παρατήρησα.

«Με κατηγορείς; Εσύ δηλαδή τι έκανες με τα βιβλία;»

«Κι αυτό τι θα πει ρε Δήμητρα; Πως όλοι πρέπει να γινόμαστε το ίδιο καθίκια;» νευρίασα.

Γέλασε και τη μιμήθηκα. Τι σημασία είχε πλέον;

 

Τότε μπήκε ο Μπόρις με την Άννυ και τραντάχτηκε το μαγαζί, στην κυριολεξία δηλαδή, επειδή ο Μπόρις κλώτσησε την πόρτα και εμφανίστηκε στο άνοιγμά της γκαρίζοντας: «Αστυνομία ρε αλήτες -ψηλά τα χέρια, συλλαμβάνεστε». Η Άννυ δυο βήματα πίσω κράταγε με το ζόρι τα γέλια της όσο τον κορόιδευε.

Η Δήμητρα ξαφνιάστηκε και μετά γύρισε σε μένα.

«Δικοί σου είναι αυτοί, έτσι;» με ρώτησε.

Το παραδέχτηκα ντροπαλά. Πριν η Άννυ πηδήξει πάνω μου, κανονικά, τα πόδια της γύρω από τη μέση μου, σφιχτή αγκαλιά τύπου πύθωνα.

«Τι γίνεται τρομερέ γαμίκουλα; Πόσες πήδηξες σήμερα;» φώναξε.

Κοίταξα το Σπήλιο κι αναρωτιόμουν αν έχει κρυμμένη καμιά κοντόκανη κάτω από τον πάγκο και πότε θα τη βγάλει. Μετά ο Μπόρις με άρπαξε από τους ώμους και με γύρισε σβούρα -η Άννυ είχε προλάβει ευτυχώς να ξεπεζέψει.

«Τη γυναίκα μου ρε μουνίεεεεε;» έκανε.

Ο μοναχικός θαμώνας της μπάρας βιάστηκε να αφήσει ένα χαρτονόμισμα και να την κοπανήσει.

«Δήμητρα -ο Μπόρις και η Άννυ», έκανα τις συστάσεις με όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει.

«Μην πας μαζί του κοριτσάκι, θα μπλέξεις…» της σφύριξε η Άννυ στο αυτί και μετά έκανε λίγο πίσω, την κοίταξε. «Πήγες ήδη ε;» διαπίστωσε.

Τους άρπαξα όσο δε με πρόσεχαν και τους τράβηξα στο κοντινότερο τραπέζι. Έκανα νόημα στη Δήμητρα η οποία μας πλησίασε διστακτικά. Το ζεύγος κάθισε σβηστό, όπως έκανε πάντα μετά τις εντυπωσιακές εισόδους του.

«Είστε φίλοι από παλιά με το Νίκο;» έριξε την τυπική ερώτηση προσέγγισης η Δήμητρα.

«Εγώ δεν ήμουν ποτέ φίλη μ’ αυτόν. Απλά τον είχα από κοντά, μήπως και βαρεθώ το Μπόρις», της εξήγησε η Άννυ.

Σήκωσα τους ώμους δείχνοντας απελπισία.

«Λοιπόν, να σας αφήσω να τα πείτε», έκανε η Δήμητρα και σηκώθηκε.

«Κάθισε σε παρακαλώ», της ζήτησα. «Κι εσείς σκάστε γαμώ το στανιό μου», φώναξα.

«Πώς μας μιλάει έτσι;» ρώτησε ο Μπόρις την Άννυ.

«Σε μας το λέει;» απόρησε αυτή.

«Δεν βλέπω κανέναν άλλο εδώ μέσα…» είπε ο Μπόρις.

«Σε ωραίο μαγαζί μας έφερε…» παρατήρησε η Άννυ.

Η Δήμητρα είχε ξεκαρδιστεί κι εγώ ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα.

«Φεύγω», είπα ξερά.

«Μην ξεχάσεις να πληρώσεις το ποτό σου», είπε η Άννυ.

Σηκώθηκα -πήγα στο μπαρ και παράγγειλα για όλους. Ο Σπήλιος απέφευγε να με κοιτάξει, το όλο πράγμα πήγαινε προς το άβολο κι ευτυχώς ήρθε μια παρέα διάφορων αδιάφορων να μας σώσει. Ήρθε καπάκι και η Δήμητρα να με βοηθήσει στο κουβάλημα -πήγαμε προς το τραπέζι μας.

«Όταν λες πως φεύγεις…» ξεκίνησε ο Μπόρις.

«Νήσος Πάιτα», του εξήγησα.

«Στο Περού;» απόρησε η Δήμητρα.

«Κορίτσι μου, αυτοί οι γελοίοι, όταν λένε Νήσος Πάιτα, εννοούν απόδραση. Ξέρεις τώρα, οδηγώ στη λεωφόρο ξημερώματα κι όλοι οι μπάτσοι του Δυτικού Λος Άντζελες στο κατόπι μου -Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ φάση, κατάλαβες;» ανέλαβε να της εξηγήσει η Άννυ.

«Όχι», είπε η Δήμητρα.

«Και καλώς δεν κατάλαβες γιατί είναι μαλάκες. Νομίζουν πώς παίζουν σε ταινία -μονίμως έτσι;» γέλασε η Άννυ.

«Απόδραση λοιπόν…» είπε η Δήμητρα.

Κοίταξα την Άννυ -ήμουν σίγουρος πως δεν θα της έλεγε την υπόλοιπη υπόθεση της ταινίας.

«Τι άλλο;» απόρησα.

«Εδώ φαίνεται πως υπάρχει κάποιος διαγωνισμός, σχετικά με το ποιος από τους δυο μας είναι το μεγαλύτερο καθίκι», διαπίστωσε η Δήμητρα.

«Δεν παίζει», είπε ο Μπόρις. «Ο Κάστρο πάντα θα κερδίζει σ΄αυτό. Και ξέρεις γιατί; Επειδή για να κερδίσεις, πρέπει να χάσεις».

Η Άννυ έβαλε δυο δάχτυλα στο στόμα της και έκανε μια ολόσωστη μίμηση εμετού.

«Το γαμήσατε πάλι», παρατήρησα.

«Σωστά», είπε η Άννυ. «Εμείς το γαμήσαμε».

Η Δήμητρα γέλασε. Ο Μπόρις κατέβασε το ποτό του μονορούφι και σηκώθηκε να πάρει άλλο.

«Με τι ήρθατε; Αμάξι ή μηχανή;» ρώτησα την Άννυ.

Με κοίταξε όλο οίκτο.

«Σιγά μην ανέβω εγώ στη χαρχάλω του», είπε.

«Πώς τα πας γενικότερα;» το γύρισα στο κοινωνικής φύσεως.

«Τι περιμένεις ν΄ακούσεις ρε Νίκο; Γαμιόμαστε από παντού και δεν το φχαριστιόμαστε».

«Τόσο καλά…»

Εκείνη την ώρα επέστρεψε ο Μπόρις με φρέσκα ποτά για όλους μας. Φυσικά, κανένας εκτός από αυτόν δεν είχε πιεί ούτε το μισό από το προηγούμενο.

«Λοιπόν φίλε μου, την κοπανάς…» διαπίστωσε. «Κάποια δειλία πίσω από τη διασημότητα διακρίνω».

«Γιατί να αλλάξω τις συνήθειες μιας ζωής;» απόρησα.

Η Άννυ έστρωσε κατά πίσω τα κοντά μαλλιά της δυσφορώντας.

«Αγόρι μου, αυτά τα παραμύθια τα πουλάς μόνο ή τα πιστεύεις κιόλας;» με ρώτησε.

«Ακόμα χειρότερα -τα ζω», την πληροφόρησα.

«Και η…» έδειξε τη Δήμητρα.

«Δήμητρα με λένε, αν το ξέχασες», κούμπωσε εκείνη.

«Γενικά μιλάω», γέλασε η Άννυ.

«Η Δήμητρα είναι δικιά μας», είπα.

«Πες μου έτσι, να καταλάβω γιατί την παρατάς», έκανε η Άννυ.

«Δεν τρέχει κάτι μεταξύ μας», είπε η Δήμητρα.

«Πλέον», συμπλήρωσε η Άννυ.

«Μαλάκα, μήπως να τις αφήσουμε να τα πουν οι δυο τους;» πρότεινε ο Μπόρις καθώς σηκωνόταν ξανά.

Τον ακολούθησα.

 

Καθίσαμε στη μπάρα. Ο Σπήλιος μας πλησίασε.

«Τι σκατά συμβαίνει μ΄εσάς;» ρώτησε.

«Φεύγω», του είπα.

«Στα τσακίδια», ευχήθηκε.

Και μας σέρβιρε δυο σφηνάκια τεκίλα.

«Πώς το βλέπεις;» με ρώτησε ο Μπόρις.

«Θέλω μια χάρη, να μείνω σπίτι σας απόψε και το πρωί να με πας αεροδρόμιο», είπα.

«Πες πώς έγινε… Να μη ρωτήσω γιατί δεν σε πάει εκείνη…»

«Επειδή είναι ήδη εκεί».

Με κοίταξε σκεπτικά και μετά το πρόσωπό του φωτίστηκε.

«Νήσος Πάιτα -σωστά», είπε στο τέλος. «Η μικρή;»

«Η Δήμητρα είναι μια χαρά. Λύσαμε κάτι προσωπικές ανασφάλειες και τώρα…»

«Τώρα την κοπανάς για να βρεις…»

«Κάπως έτσι».

«Και τι άλλαξε από τότε που την είχες κοπανήσει από εκείνη;»

Κοίταξα το χαραγμένο ξύλο του πάγκου.

«Τίποτα», είπα. «Απλά με τσάκισαν, αυτό συνέβη».

«Γεγονός;» έκανε ο Μπόρις όλο ενδιαφέρον.

Του γύρισα την πλάτη κι επέστρεψα στο τραπέζι μας. Η Άννυ με τη Δήμητρα μιλούσαν πολύ σοβαρά, αλλά βιάστηκαν να το κόψουν όταν με είδαν.

Ο Μπόρις βολεύτηκε δίπλα μου κι αρχίσαμε μια ηλίθια κουβέντα για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα υβριδικά και τέλος πάντων δεν είχε καμιά σημασία γιατί απλώς σκοτώναμε ώρα.

«Τώρα που είστε όλοι εδώ, να ρωτήσω», έγειρε προς το κέντρο του τραπεζιού η Δήμητρα. «Αυτά που γράφει για εσάς στα βιβλία του είναι αλήθεια;»

Ο Μπόρις με την Άννυ κοιτάχτηκαν έκπληκτοι.

«Γράφεις για εμάς;» έκανε η Άννυ.

«Γράφεις βιβλία;» απόρησε ο Μπόρις.

«Καλά -αν δεν θέλετε να πείτε…» στράβωσε λίγο η Δήμητρα.

«Αυτός ο ηλίθιος γράφει ότι καταλαβαίνει, ότι βλέπει -αλλά αυτό που βλέπει είναι ένα κομμάτι χαρτί και γράμματα εκτυπωμένα ή χτυπημένα στη γραφομηχανή ή σημειωμένα με μολύβι, κατάλαβες;» εξήγησε ο Μπόρις. «Εμείς δεν είμαστε αληθινοί».

«Στα βιβλία εννοείς;» ρώτησε η Δήμητρα.

«Πουθενά», είπε η Άννυ.

«Ποιος νοιάζεται άλλωστε για την αλήθεια;» πετάχτηκε ο Μπόρις. «Μη μου πεις οι δημοσιογράφοι…»

«Μερικοί», είπε η Δήμητρα.

«Γαμάνε καθόλου αυτοί;» ρώτησε ο Μπόρις.

Η Δήμητρα τον κοίταξε μπερδεμένη.

«Σεξ ρε παιδί μου, πήδημα, σχέση -πώς το λένε…» συμπλήρωσε εκείνος.

«Ε ναι -γιατί όχι;» απόρησε η Δήμητρα.

«Και τι λένε για να γαμήσουν; Μωρό μου είσαι ψιλοχάλια αλλά δεν μπορώ να βρω κάτι καλύτερο; Ξέρω πώς σε δυο μήνες θα βαρεθούμε, αλλά τώρα θέλω να πιστέψω πως θα είμαστε για πάντα ερωτευμένοι; Είσαι χάλια και σε βαριέμαι, αλλά είμαστε 10 χρόνια μαζί και πού να ψάξω κάτι καινούργιο;» τη βομβάρδισε ο Μπόρις.

«Τι σχέση έχουν αυτά με τη δημοσιογραφία;» ρώτησε η Δήμητρα.

«Δεν έχουν; Δηλαδή πώς πάει; Όταν βρίσκεις οτι ο τάδε έκανε κομπίνα, ο δείνα σκότωσε, έκλεψε ξέρω ΄γω αποκαλύπτεις την αλήθεια κι όταν γυρνάς σπίτι σου το γυρίζεις στο παραμύθι;»

«Δεν μπορείς να συγκρίνεις…» αγανάκτησε η Δήμητρα.

«Δεν μπορώ να συγκρίνω -εντάξει. Άλλο το ‘να, άλλο τ’ άλλο, κάτσε κάτω να στη βάλω», κατέληξε ο Μπόρις.

«Εμείς πάντως δεν είμαστε έτσι», χώθηκε η Άννυ. «Από την πρώτη στιγμή που είδαμε ο ένας τον άλλον…»

«Βασικά εγώ πήγαινα για μια φίλη της αλλά δε μου βγήκε η φάση», είπε ο Μπόρις.

«Κι εγώ ήμουν σε φάση, ότι κάτσει-όποιος κάτσει…» συμπλήρωσε η Άννυ. «Με τον καιρό όμως…»

«Είμαστε 20 χρόνια ερωτευμένοι», είπε νοσταλγικά ο Μπόρις.

«Κάθε μέρα είναι μια νέα μέρα», συμπλήρωσε ονειροπολώντας η Άννυ.

«Άντε γαμηθείτε», γέλασε η Δήμητρα.

«Δεν τη λήγουμε τη σεπτή τελετή;» πρότεινα.

«Μισό λεπτό», είπε ο Μπόρις. «Πρέπει να πω κάτι τελευταίο κι ως εκ τούτου δηλώνω υπεύθυνα και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου πώς είσαι χέστης, την κοπανάς πάνω που έπρεπε να το παλέψεις, αλλά κι εγώ αυτό θα έκανα».

«Τότε λοιπόν θα πω κι εγώ κάτι», ανακοίνωσε η Άννυ. «Αγορίνα μου είσαι τραγική περίπτωση. Κλινική θα έλεγα…»

«Ποια κλινική;» την διέκοψε ο Μπόρις.

«Η Παμακάριστος, μη με διακόπτεις», τον σκούντησε εκείνη. «Ποιος σου είπε ρε άτομο οτι πρέπει να κουβαλήσεις τα βάρη όλων μας; Γίνανε τίποτα εκλογές και σε βγάλαμε Ιησού Χριστό; Όχι γιατί εγώ δεν πήρα πρέφα…»

«Το Χριστό τον διόρισε ο θεούλης», είπε ντροπαλά ο Μπόρις.

«Άκου το μαλάκα», αγρίεψε η Άννυ. «Έχει δίκιο όμως -είσαι ένας βαρεμένος που λειτουργεί βάσει θείας εντολής και ρωτάω -είδες το Μπακούνιν στον ύπνο σου, τον Τσε Γκεβάρα, τον άγιο Άμπι Χόφμαν, ποιος σε διόρισε τέλος πάντων; Τι σκατά καβάλημα είναι αυτό, τι εγωισμός;»

Σταμάτησαν απότομα, όσο απότομα είχαν αρχίσει. Κοίταξα τη Δήμητρα κι εκείνη κοίταζε εμένα, περιμένοντας.

«Έχω μια απορία», είπα. «Αφού θα φύγουμε μαζί και θα μείνω σπίτι σας για βράδυ, γιατί έπρεπε να μου τα πείτε τώρα αυτά;»

Ξεράθηκαν στα γέλια.

«Νομίζει πώς τόση ώρα του μιλάμε», είπε η Άννυ.

«Μικροπρεπής κι εγωιστής[4]», της εξήγησε ο Μπόρις.

«Γενικώς, αγόρι μου, γενικώς μιλάμε -μην τσιμπάς», είπε η Άννυ.

Η Δήμητρα κοίταζε το ποτήρι της.

«Να πηγαίνουμε», πρότεινα.

«Να πας όπου θες», είπε με περιφρόνηση η Άννυ.

 

Έμεινα λίγο πιο πίσω για να αποχαιρετήσω τη Δήμητρα. Κοιταχτήκαμε προσπαθώντας να το αποφύγουμε.

«Να περνάς καλά», μου είπε.

«Κι εσύ», ευχήθηκα.

«Ωραίους φίλους έχεις», συνέχισε.

«Δεν έχω φίλους», εξήγησα.

«Έχεις. Αλλά δε βλέπεις πέρα από τη μύτη σου».

«Είναι μια καλή απόσταση…» υπολόγισα.

Μετά μου γύρισε την πλάτη κι έμεινα να τη χαζεύω μέχρι που άνοιξε την πόρτα και δεν την έβλεπα πια. Ο Μπόρις με την Άννυ είχαν ήδη βγει.

«Έφυγα άγριε», είπα περνώντας μπροστά από το Σπήλιο.

«Να πας όπου θες», σχολίασε με περιφρόνηση.

Κοιταχτήκαμε -τράβηξε τα μάτια του πρώτος κι άρχισε να μαζεύει ποτήρια από ένα τραπέζι.

 

Τους ακολούθησα όσο οδηγούσαν στη μισοφωτισμένη λεωφόρο. Όταν φτάσαμε στο σπίτι τους είχε μια ησυχία διακοπτόμενη από τους ήχους του ψυγείου και τη βροχή που άρχισε να πέφτει λίγο πριν παρκάρω.

«Θα κοιμηθείς στον καναπέ», είπε η Άννυ.

«Πάω να δω τα παιδιά», είπε ο Μπόρις.

Μετά από λίγο πέρασε μια κοπελίτσα που μάλλον πρόσεχε τα παιδιά, αλλά εγώ είχα ήδη χωθεί ντυμένος κάτω από μια κουβέρτα και χάζευα το κινητό μου. Έριξα μια ματιά στις ειδήσεις, είδα τον τίτλο: «Πυρκαγιά από άγνωστη αιτία σε διαμέρισμα. Ολική καταστροφή». Έκλεισα την οθόνη -ο Μαλτέζος τα είχε καταφέρει μια χαρά, τίποτα δεν έμεινε πίσω -ούτε από αυτόν, ούτε από μένα.

Έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα όσα έγιναν. Αλλά σε λίγο αποφάσισα να μην τα σκέφτομαι και σκέφτηκα εκείνη και κάπως έτσι με πήρε ο ύπνος.



[1] “Dark Passage”, Delmer Daves

[2] «One man, no city», Parquet Courts

[3] «Carnation», The Jam

[4] «Μικροπρέπεια», Τζένη Βάνου

Παρασκευή, Απριλίου 11, 2025

Συζητήσεις με αγνώστους

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Το δελτίο ειδήσεων

Η Τζούλια

Προωθητική εκδήλωση

Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων

Ο Λουκάς

Η μέρα μετά

Gianna K.

Δημόσιες σχέσεις

Γείτονας Καστρινού

Η καντίνα

Βρήκα το σημείωμα μισοσφηνωμένο κάτω από την πόρτα του διαμερίσματος, άνοιξα με προσοχή επειδή ο μαλάκας που το είχε παραχώσει φρόντισε να το τσαλακώσει κιόλας για να μπλοκάρει η πόρτα και να το σκίσει.

Άναψα το φως να διαβάσω. Η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας μου ζητούσε να περάσω την επομένη, στις 10 το πρωί από τη ΓΑΔΑ, γραφείο τάδε, για μια συνάντηση με τον Ανθυπαστυνόμο Λ. Σπανέα. Όλο το χαρτάκι ήταν τυπωμένο, εκτός από το όνομα και το βαθμό του μπάτσου -χαμογέλασα γιατί κάποια πράγματα δεν αλλάζουν κι εγώ ένιωσα καλά μ’ αυτό. Μετά διάβασα τα ψιλά γράμματα στο τέλος της σελίδας για «βιαία προσαγωγή» σε περίπτωση που δεν εμφανιστώ και ένιωσα ακόμα πιο όμορφα. Οι μπάτσοι είναι η παγκόσμια σταθερά γύρω από την οποία γυρίζει η γη -αυτό νομίζω.

 

Κοιμήθηκα ήρεμα το βράδυ πριν την ανάκριση, από παλιά με ηρεμούσε το γεγονός πώς για λίγη (ή για πολλή) ώρα θα άφηνα την τύχη μου στα χέρια άλλων -χωρίς να με νοιάζει τι να κάνω, πού να πάω, πώς να σταθώ. Πας στους μπάτσους κι αναλαμβάνουν αυτοί τα πάντα, να σε βολέψουν, να σε βαρέσουν, να σε χώσουν στο τσιμέντο πίσω από τα κάγκελα -εσύ το μόνο που κάνεις είναι να κοιμάσαι για να περάσει ο καιρός. Κοιμήθηκα καλά λοιπόν και το επόμενο πρωί ξύπνησα φρέσκος, ξυρίστηκα, αρωματίστηκα και ντύθηκα για την περίσταση -πάει να πει, φόρεσα 2-3 μπλούζες, τη μια πάνω από την άλλη (από τη λεπτότερη στη χοντρότερη), πήρα και το παλτό (που κάνει καλή κουβέρτα) κι έφυγα από το σπίτι σφυρίζοντας. Δεν πίστευα οτι θα με μπουζούριαζαν -αλλά δεν πας στην εφορεία χωρίς εκκαθαριστικό και στους μπάτσους χωρίς τον απαραίτητο ρουχισμό.

 

Έφτασα έξω από τη ΓΑΔΑ ένα τέταρτο πριν τις 10 κι άρχισα να ψάχνω θέση για παρκάρισμα. Βρήκα τελικά στην ανηφόρα, κοντά στο τσέχικο εστιατόριο και γαμήθηκα στο περπάτημα -μέχρι να φτάσω στην είσοδο είχα γίνει μουσκίδι. Ήλιος με κρύο, ο καλύτερος φίλος του κρυολογήματος…. Κοίταξα το ρολόι μου -είχα ακόμα 3 λεπτά, την έπεσα λοιπόν σε ένα παρτέρι κι άναψα τσιγάρο για να στανιάρω. Ο φρουρός από κουβούκλιο με κοίταξε στραβά, μετά με ξέχασε και μετά με ξανακοίταξε. Εντάξει αγορίνα -τώρα θα βγάλω τη μπόμπα από τη μέσα τσέπη να στη σκάσω στη μάπα, αλλά πρώτα να καπνίσω -ωραία;

 

Όταν έσβησα το τσιγάρο ξεκίνησα να τον πλησιάζω και μόνο τότε είδα πώς πίσω του, στα σκαλιά του κτιρίου, είχε στήσει καραούλι μια κάμερα συν ένας χλεχλές με μικρόφωνο.

«Τι θέλετε κύριε;» με ρώτησε ο φρουρός.

«Έχω ραντεβού», του εξήγησα, εμφανίζοντας την κλήση με μια γρήγορη κίνηση που τον αλάφιασε.

«Ταυτότητα».

Του έδειξα.

«Προχωρήστε», διέταξε.

«Εγώ να προχωρήσω -αλλά δε μου λες και τι κάνουν αυτοί με την κάμερα και το μικρόφωνο στα σκαλιά;» τον ρώτησα.

«Δε γνωρίζω κύριε», με γείωσε.

Ωραίος φρουρός…

 

Ο μικρόφωνος τσακίστηκε να με υποδεχτεί, ο κάμερα με σημάδεψε ανελέητα.

«Κύριε Καστρινέ γιατί είστε εδώ;» ρώτησε ο τύπος.

Τον κοίταξα, χαμογέλασα αμίλητος. Πήγα να τον ντριπλάρω από δεξιά αλλά ο κάμερα μού έκοψε το δρόμο.

«Μπορώ να περάσω;» του ζήτησα ευγενικά.

«Τι θέλετε εδώ κύριε Καστρινέ; Σας κάλεσαν για την απόδραση Δημητρακόπουλου ή για το βιασμό;» χώθηκε.

«Βασικά, ήρθα για να βγάλω νέα ταυτότητα», του είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα νεύρα μου.

«Μας κοροϊδεύετε κύριε Καστρινέ;» μάγκωσε ο μικρόφωνος.

«Εσείς αρχίσατε πρώτος», μούγκρισα και του χώθηκα από αριστερά -δεν είχε προβλέψει να κλείσει το χώρο κι έτσι ξέφυγα.

Θα με κρεμάγανε στα δελτία, αυτό ήταν σίγουρο. Ότι κι αν έκανα, ότι κι αν έλεγα… Αυτό ήταν σίγουρο.

 

Έφτασα έξω από τη λευκή σιδερένια πόρτα του 12ου ορόφου και πάτησα το κουδούνι -τι φάση κι αυτή, σαν οροφοδιαμέρισμα έμοιαζε η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας…

Ένας πιτσιρικάς μπάτσος άνοιξε το πορτάκι και, αφού με έλεγξε, με έμπασε μέσα.

«Περιμένετε», είπε.

Κοίταξα τριγύρω. Μακρύς διάδρομος κι ένας ξύλινος πάγκος που είχε, μάλλον, περισσέψει από ανακαίνιση παραλιακού μπαρ. Κάθισα. Περίμενα. Χάζευα το χώρο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα απολύτως να δω. Σε λίγο ο μπάτσος βγήκε από μια πόρτα, παρέα με ένα λεχρίτη.

«Κάτσε και περίμενε», του είπε.

Ο λεχρίτης κάθισε δίπλα μου στον πάγκο. Φορούσε μαύρο τζιν μπουφάν και μπλε τζιν παντελόνι -από μέσα μια ριγέ μπλούζα αντίντας. Χαμογέλασα -πλέον τους χαφιέδες δεν χρειαζόταν να τους σταμπάρεις από το σκαρπίνι -κοίταξα τα παπούτσια του, κι αυτά αντίντας.

Ο λεχρίτης έλυσε την αλογοουρά του και την ξανάπιασε με ένα λαστιχάκι, μετά έξυσε το αραιό γένι στο μούτρο του.

«Πώς πάει φιλαράκι;» με ρώτησε.

«Όπως τα ήξερες», απάντησα.

«Εμένα με έχουν εδώ γιατί με πιάσανε με μολότωφ -εσένα;» ρώτησε πλησιάζοντας κοντά μου για να το παίξει συνωμοτικά.

Βρώμαγε αλκοόλ.

«Εγώ δεν ξέρω γιατί με φωνάξανε…» είπα.

Και μετά αποφάσισα να το παίξω λιγάκι, για να περάσει η ώρα. Έσκυψα προς το μέρος του προσπαθώντας να καταλάβω προς τα που κινείται το ρεύμα του αέρα μπας και γλιτώσω τη βρόμα.

«Είσαι του χώρου;» τον ρώτησα σιγά.

«Ε, βέβαια….» φώναξε χαρούμενος.

«Κοίτα -φοβάμαι οτι με φώναξαν γιατί πήραν χαμπάρι την εκτέλεση…» είπα ψιθυριστά.

«Ποια εκτέλεση;» ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια.

«Του κυβερνήτη. Στο Ναύπλιο. Ξέρεις για τι λέω ε;» τον κάρφωσα.

«Ε, βέβαια…» βιάστηκε να συμφωνήσει. «Και είσαι μπλεγμένος;»

«Δεν τον έφαγα εγώ, ο θείος κι ο ανιψιός τον φάγανε -ξέρεις, που τον σκοτώσανε τον ένα επιτόπου και τον άλλο τον πιάσανε…» συνέχισα.

«Ναι, ναι…» έκανε μαγεμένος.

«Εγώ φύλαγα τσίλιες, δίπλα στην εκκλησία που τον φάγανε», εξομολογήθηκα.

«Τι λες ρε φίλε… Φοβερή φάση…»

«Ναι, ναι…» έκανα δήθεν σκεπτικός. «Κι αυτό που του είπε πριν τον σκοτώσει ‘κι εγώ κακά χερόβολα κι εσύ κακά δεμάτια’, το διάβασες έτσι;»

«Ναι, ναι…» είπε σκεπτικός. Κάτι δεν του κόλλαγε. «Ποιος το είπε; Ο θείος;» ρώτησε στο τέλος.

«Ο ανιψιός -καλά, ξέρεις γιατί μιλάμε ή είσαι άσχετος;» κούμπωσα.

«Όχι εντάξει, ξέρω βέβαια…» βιάστηκε να με διαβεβαιώσει. «Απλά δεν καταλαβαίνω γιατί μίλαγε έτσι…»

«Ποιος; Ο θείος;»

«Όχι, ο ανιψιός…» μουρμούρισε χαμένος εντελώς.

«Έτσι μιλάνε αυτοί -δεν έχει πάρει τίποτα τ’ αυτί σου; Δεν ξέρεις;» συνέχισα το δούλεμα.

«Όχι… ναι ξέρω…» σηκώθηκε. «Πάω για ένα κατούρημα, πού είναι οι τουαλέτες;» με ρώτησε.

«Όπως πας, όλο δεξιά», του είπα.

Με στραβοκοίταξε.

«Σίγουρα;» έκανε.

«Εκεί ήταν την τελευταία φορά -μπορεί να κάνω και λάθος», ανασήκωσα τους ώμους.

«Αν με ψάχνουν…» είπε.

«Μείνε ήσυχος», τον καθησύχασα.

Έμεινα πάλι μόνος και σκεφτόμουν πώς μαλακία μου η όλη πλάκα. Θα έπρεπε να βρω κάτι καλύτερο -ας πούμε τη δολοφονία του Ανδρούτσου, ή το θάνατο του Αχιλλέα από τον Πάρη…

 

Μετά από κάνα δεκάλεπτο βγήκε από την απέναντι πόρτα ο μπάτσος και με οδήγησε στο γραφείο του Ανθυπαστυνόμου Σπανέα. Ο οποίος χάζευε τα χαρτιά ενός φακέλου.

«Καθίστε», μου ζήτησε χωρίς να με κοιτάξει.

Ήταν σαραντάρης με περιποιημένο γενάκι και μαλλί τίγκα στο ζελέ. Μάλλον πλασαριζόταν για γκόμενος, αλλά διέκρινα στη φωνή του κάποια προφορά. Επιτέλους σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε και χαμογέλασε.

«Από είστε κύριε Καστρινέ;» με ρώτησε εγκάρδια.

«Η καταγωγή μου είναι από την Καλαμάτα», μπλόφαρα ποντάροντας στο επώνυμο και την προφορά του.

«Ααα, συντοπίτες… Εγώ είμαι από τη μεσσηνιακή Μάνη, από το Οίτυλο», πανηγύρισε.

«Ωραία είναι, έχω πάει», είπα ψέματα.

Αναπόλησε για λίγο το χωριό του πριν ξανασχοληθεί μαζί μου.

«Ξέρετε γιατί είστε εδώ;» με ρώτησε.

«Επειδή μου στείλατε κλήση», απάντησα φυσικά.

«Καλό…» γέλασε. «Ναι, αλλά γιατί σας στείλαμε κλήση κύριε Καστρινέ;»

«Αυτό, φαντάζομαι το ξέρετε εσείς», είπα σεμνά.

«Σωστό», μουρμούρισε. «Εσείς τι υποθέτετε;»

Άρχισα να στραβώνω.

«Εντάξει τώρα -τι σόι πλάκα είναι αυτή;» είπα.

«Καμιά πλάκα», σοβάρεψε ξαφνικά. «Απλά σας δίνω το περιθώριο να μου τα πείτε οικειοθελώς».

«Ποια;» ρώτησα αθώα.

«Όχι πάντως για τη δολοφονία του Καποδίστρια», έκανε νευριασμένα.

«Σκοτώσανε τον κυβερνήτη;» πετάχτηκα δήθεν έκπληκτος.

‘Έσκυψε μπροστά και τα μανίκια του πουκαμίσου του τσίτωσαν. Γυμνασμένο παλικάρι…

«Τι ξέρετε για την απόδραση του Δημητρακόπουλου;»

«Πότε έγινε αυτό;» πετάχτηκα δήθεν έκπληκτος.

«Να το κόβουμε το δούλεμα από λίγο-λίγο…» πρότεινε.

«Να το κόβουμε, αλλά εσείς το αρχίσατε», είπα. «Χαφιές στην αναμονή, λες και είμαστε τίποτα δωδεκάχρονα;»

Το άφησε να περάσει.

«Λοιπόν σας ακούω», είπε.

«Δεν ήξερα οτι απέδρασε ο Αργύρης», είπα τελικά. «Έχω να τον δω από εκείνη την εκδήλωση στην Πάντειο…»

«Στο Πάντειο», με διόρθωσε.

«Ότι πείτε…» συμφώνησα. «Έτσι κι αλλιώς ήταν και κάποιοι δικοί σας, στην εκδήλωση. Δεν σας ενημέρωσαν;»

«Και μετά;»

«Μετά, τίποτα».

«Δηλαδή, θέλετε να μου πείτε οτι δεν τον ξανάδατε», έκανε σκεπτικός.

«Δεν θέλω να σας πω, το είπα ήδη», εξήγησα.

«Κι αν σας δείξω κάποιες φωτογραφίες που είσαστε μαζί μετά από εκείνη τη μέρα;» ρώτησε μισοκλείνοντας τα μάτια μου.

«Δε θα μου δείξετε», είπα.

«Γιατί;»

«Επειδή δεν υπάρχουν», έκανα ήρεμα.

«Είστε σίγουρος;»

«Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι πως χαρμάνιασα χωρίς τσιγάρο τόση ώρα», τον κατατόπισα. «Τώρα, αν εσείς με έχετε μοντάρει δίπλα στον Αργύρη… τι να γίνει; Το έχω ξαναδεί το έργο».

Γέλασε.

«Καταλαβαίνω τι εννοείτε, σας είδα σε εκείνη τη συνέντευξη… Η αστυνομία δεν κάνει τέτοια πράγματα», είπε.

«Όντως», παραδέχτηκα με χαμόγελο.

«Με κοροϊδεύετε;»

«Τι δηλαδή; Κάνετε;» ρώτησα με τη σειρά μου.

Σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο πίσω του. Εμφάνισε ένα μεταλλικό τασάκι από το πλαϊνό συρτάρι του γραφείου του και με κοίταξε χαμογελαστός.

Άναψα τσιγάρο -του πρόσφερα κιόλας, φυσικά δεν κάπνιζε.

«Πείτε μου λοιπόν…» είπε καθώς ξανακαθόταν. «Τι ιστορία είναι αυτή με το βιασμό;»

Κουμπώθηκα -κάποια μαλακία παιζόταν εδώ. Άρχισα να υπολογίζω τα χρόνια και την παραγραφή, όταν θυμήθηκα πως η Αντιτρομοκρατική δεν ασχολείται με καταγγελίες για βιασμούς.

«Δεν καταλαβαίνω…» απόρησα.

«Λέω… τελικά αυτή την Κοντού, τη βιάσατε;»

Έξυσα το κεφάλι μου.

«Τι σχέση έχει αυτό με την απόδραση Δημητρακόπουλου;» ρώτησα.

«Ποιος τον γαμεί το Δημητρακόπουλο», ξεφύσησε. «Θα κάνει τις βόλτες του έξω και στο τέλος θα τον μαγκώσουμε -δεν έχουν πού να πάνε όλοι αυτοί και πάντα ξαναγυρίζουν σε μας…»

«Τότε λοιπόν γιατί με καλέσατε;» απόρησα.

«Πολλές ερωτήσεις κάνετε κύριε Καστρινέ…» με προειδοποίησε.

Κάπνισα για λίγο σκεπτικός το τσιγάρο μου.

«Λοιπόν, αν κατάλαβα καλά, με καλέσατε σήμερα εδώ για να με πάρουν μάτι οι δημοσιογράφοι και ενδιαφέρεστε για το αν βίασα μια κοπέλα πριν από 30 χρόνια…», σταμάτησα, τον κοίταξα, δε μίλησε.

«Ρωτάω καθαρά από φιλολογικό ενδιαφέρον», δικαιολογήθηκε.

«Φιλολογικό μάλιστα… Δεν ήξερα οτι ο βιασμός ενδιαφέρει τους φιλόλογους», παρατήρησα.

Θύμωσε, αλλά συγκρατήθηκε. Λογικό καθότι κυκλοφορούσε κι αυτή η φήμη πως είχα νταραβέρια με την κυβέρνηση.

«Δεν είστε ιδιαίτερα συνεργάσιμος…» παρατήρησε.

«Ενώ αν σας έλεγα σχετικά με το βιασμό…»

«Μα πού κολλήσατε…» φούντωσε. «Είχα μια περιέργεια και γι΄αυτό…»

«Κι εγώ είχα μια περιέργεια σχετικά με το γιατί με καλέσατε, αλλά δε μου λύσατε την απορία», απάντησα.

Έσπρωξε ένα χαρτί προς το μέρος μου.

«Υπογράψτε την κατάθεσή σας», μου ζήτησε.

Πήρα το χαρτί, διάβασα πώς είχα ερωτηθεί και απαντήσει οτι δεν είδα ξανά τον Αργύρη μετά την εκδήλωση στην Πάντειο, εντάξει στο Πάντειο … Γέλασα υπογράφοντας.

«Δεν σας είδα να γράφετε τίποτα όσο μιλάμε», παρατήρησα.

Χαμογέλασε και μετά σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι προς το μέρος μου.

«Να πάτε στο καλό κύριε Καστρινέ», μου ευχήθηκε.

«Ευχαριστώ», είπα αν και πήγαινα στοίχημα πως θέλαμε κι οι δυο να ευχηθούμε στον άλλο να πάει να γαμηθεί.

 

Βγήκα στο διάδρομο -νέκρα. Κοίταξα τριγύρω, κανένας και τίποτα. Έτσι πήγα προς την άσπρη πόρτα της εξόδου, προσπάθησα ν΄ανοίξω αλλά ήταν κλειδωμένα. Τι αστείο ήταν πάλι αυτό; Έξυσα το κεφάλι, περίμενα. Βόλταρα, κάθισα λίγο στον πάγκο, ξανασηκώθηκα. Μέτρησα ως το 50 και προχώρησα προς την πόρτα του Σπανέα. Χτύπησα, κανένας δεν απάντησε. Άνοιξα. Πήγα μέχρι το γραφείο του. Άδειο.

Μαλάκα, πάνε να σε φρικάρουν.

 

Βγήκα, πήγα στη διπλανή πόρτα, χτύπησα -τίποτα. Άνοιξα -κανένας. Στην επόμενη το ίδιο. Άρχισα να ιδρώνω, φορούσα κι ένα σκασμό ρούχα… Ξανακάθισα στον πάγκο, άναψα τσιγάρο και στ΄αρχίδια μου όλα. Ακούμπησα την πλάτη στον τοίχο, αλλά όχι το κεφάλι -δεν ακουμπάς το κεφάλι στον τοίχο όταν καπνίζεις γιατί σε πιάνει πονοκέφαλος, γνωστό αυτό. Πέρασαν 10 λεπτά ή μπορεί και λιγότερα. Και τότε εμφανίστηκε ο Σπανέας, φρεσκότατος, του κουτιού. Σφύριζε κιόλας αλλά δεν αναγνώρισα το σκοπό.

«Ακόμα εδώ είστε;» έκανε έκπληκτος.

«Υποθέσατε οτι έφυγα;» απόρησα.

«Ε μα…»

«Και πώς να το έκανα; Πετώντας από το φεγγίτη;»

Έδειξε έκπληκτος. Μετά κατάλαβε ή έτσι το έπαιξε.

«Είναι κλειδωμένα -χίλια συγνώμη…» είπε.

Κι έφυγε βιαστικά.

Ρε μ΄ένα μπούστη που μπλέξαμε…

 

Σε λίγο εμφανίστηκε ο μπάτσος της υποδοχής, αμίλητος και βιαστικός.

«Ακολουθήστε με», είπε χωρίς να με κοιτάξει.

Τον ακολούθησα. Πήγε προς την πόρτα και την ξεκλείδωσε.

«Απαγορεύεται το κάπνισμα», είπε κοιτάζοντας τη γόπα που είχα πατήσει δίπλα στον πάγκο.

«Το πτύειν επιτρέπεται;» ρώτησα.

«Τι πράγμα;»

«Τίποτα», είπα κι έφυγα βιαστικά.

 

Όταν βγήκα στα σκαλιά της εξόδου δεν υπήρχε κανένας να με περιμένει. «Οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη»[1]. Ξεκαρδίστηκα στα γέλια. Η Αλεξάνδρας μποτιλιαρισμένη έβγαζε ατμούς κι η πολιτεία με περίμενε όλο αγάπη όπως καθένα που βγαίνει από αστυνομικό τμήμα. Μιλάμε για τόση αγάπη που μια Μερσεντές με φιμέ τζάμια μου κόρναρε και η πίσω πόρτα της άνοιξε διάπλατα. Προχώρησα διστακτικά.

Μέσα στο αυτοκίνητο ήταν ένας χοντρός με περουκίνι  και μου χαμογελούσε. Κοντοστάθηκα αμήχανα.

«Έλα μέσα κύριε Καστρινέ», βόγκηξε ο χοντρός.

«Ευχαριστώ -μόλις σχόλασα», είπα.

«Έλα που σου λέω -για καλό σε θέλω», γκάριξε ο χοντρός.

Έσκυψα να τον δω καλύτερα, κόντρα στην αντηλιά. Φορούσε σακάκι και λαμέ πουκάμισο -αν έχεις το θεό σου δηλαδή…

«Ποιος είσαι ρε άνθρωπε;» ρώτησα.

«Ιορδανίδης -μα καλά, δε με γνώρισες;» απόρησε ο χοντρός.

Ανασήκωσα τους ώμους αδιάφορα.

«Έλα μέσα ρε μάνα μου κι έχουμε κλείσει την κυκλοφορία», παραπονέθηκε ο Ιορδανίδης.

«Δεν το βλέπω κύριε Αυτέ μου», τον πληροφόρησα. «Αν θέλεις κάτι, πες το επιτόπου».

«Μυστήριος άνθρωπος είσαι. Πάμε να πιούμε έναν καφέ και τα λέμε», μούγκρισε.

Τράβαγε προς το γελοίο η όλη υπόθεση και για το χοντρό δε μ΄ένοιαζε ιδιαίτερα, αλλά εγώ μόλις είχα βγει από την Ασφάλεια, είχα μια υπόληψη να διατηρήσω.

«Στο πρώτο δεξιά, τέρμα πάνω είναι το τσέχικο εστιατόριο», του είπα κι έφυγα περπατώντας. Η Μερσεντές με πήγαινε από δίπλα για λίγο, μέχρι που βαρέθηκε ο σοφέρ να του κορνάρουν κι επιτάχυνε. Πήρα λοιπόν την ανηφόρα, αργά βήματα μη λαχανιάσω, ας περιμένει ο χοντρός.

 

Φτάνοντας στο τσέχικο, συνειδητοποίησα πώς ήταν ακόμα νωρίς για ν΄ανοίξουν, η Μερσεντές είχε παρκάρει απέναντι κι εγώ ταρακούνησα την κλειστή πόρτα. Η πόρτα άνοιξε μετά από λίγο, ο Τσέχος πετάχτηκε αναμαλλιασμένος -ετοιμοπόλεμος.

«Είναι κλειστά ρε μαλάκα», φώναξε μισοβγάζοντας το κεφάλι του.

«Ακόμα και για τους φίλους;» σφύριξα στο ύπουλο.

Με κοίταξε.

«Γαμημένος Κάστρο, εσύ είσαι;»

Το παραδέχτηκα.

«Σε πέταξε η γυναίκα έξω και ψάχνεις πού να μείνεις;» γέλασε.

«Έχω έναν κύριο εδώ πέρα και θέλει κάτι να μου μιλήσει -μπορείς να μας φτιάξεις δυο καφέδες; Δε θα λερώσουμε», ζήτησα.

«Με γαμάς τώρα…» παραπονέθηκε ο Τσέχος ανοίγοντας την πόρτα διάπλατα. «Φέρτον μέσα τον καργιόλη -αλλά να ξέρεις, τα γκούλας δεν είναι ακόμα έτοιμα».

Γέλασα, μπήκα μέσα κάνοντας νόημα στον Ιορδανίδη.

 

Τον περίμενα στο βάθος του μαγαζιού, σ΄ένα μισοσκότεινο τραπέζι με λευκό τραπεζομάντηλο, ο Τσέχος κάτι κοπάναγε στην κουζίνα όσο εκείνος ερχόταν προς το μέρος μου αγκομαχώντας σαν τρένο. Άναψα τσιγάρο, τον άφησα να βολευτεί στην καρέκλα απέναντί μου -τότε άναψε το κεντρικό φως του μαγαζιού κι ο Τσέχος ήρθε για να παρκάρει δυο κούπες καφέ μπροστά μας, παρέα με μια ζαχαριέρα.

«Ωραίο μαγαζί…» του είπε ο Ιορδανίδης.

«Το θες; Το πουλάω», απάντησε ο Τσέχος και μας γύρισε την πλάτη.

«Έχουν γούστο οι φίλοι σου κύριε Καστρινέ», παρατήρησε.

«Δεν είναι φίλος μου», είπα.

«Τέλος πάντων…» έκανε αρχίζοντας να ψάχνει τις μέσα τσέπες του σακακιού του. «Επειδή έχουμε και δουλειές, θα μπω κατευθείαν στο ψητό», τράβηξε ένα πούρο μεγέθους βραχίονα μικρού παιδιού και το άναψε.

Εγώ καθόμουν χαζεύοντάς τον να κόβει την άκρη του πούρου με τα δόντια του, το κάνουν κάμποσοι για ψάξιμο αλλά εμένα μου προκαλεί αηδία.

«Σε έχω παρακολουθήσει καιρό κύριε Καστρινέ και σε πάω. Γράφεις ωραία στο γυαλί, τους τα λες σένια, κατανοητά… Βάλθηκαν να σε ξεσκίσουν, αλλά δε μασάς…»

Έσβησα το τσιγάρο μου.

«Παρακάτω», είπα.

«Θέλω να σε στηρίξω».

Έξυσα το κεφάλι μου. Ο καφές του Τσέχου ήταν τόσο πηχτός που νόμιζα οτι μασάω τους κόκκους.

«Τι θα πει αυτό;» ρώτησα.

«Θέλω άνθρωποι σαν εσένα να μπουν στην πολιτική. Ο τόπος έχει ανάγκη φωνές σαν τη δική σου κύριε Καστρινέ. Μπας και γλιτώσουμε από την κατρακύλα», είπε ο Ιορδανίδης.

Πνίγηκα με το σάλιο μου αλλά προσπάθησα να μην το δείξω κι έτσι κατέβασα μισό ποτήρι νερό. Ο άλλος με κοίταζε έχοντας σταυρωμένα τα χέρια πάνω από την τεράστια κοιλιά του.

«Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς θέλεις να πεις», μουρμούρισα.

«Θα σε στηρίξουμε να κάνεις κόμμα για να συμμετέχεις στις επόμενες εκλογές -τι δεν καταλαβαίνεις;» απόρησε.

«Ποιοι θα με στηρίξετε;»

«Εγώ και κάποιοι φίλοι μου που νοιαζόμαστε για το καλό αυτού του τόπου».

«Και γιατί δεν το κάνετε εσείς το κόμμα;»

Ξεφύσησε αγανακτισμένος -το τραπέζι πνίγηκε στον καπνό.

«Γιατί είμαστε επιχειρηματίες, δεν μπορούμε να μπούμε στη Βουλή, πρέπει να πουλήσουμε τις επιχειρήσεις μας -δεν το ξέρεις αυτό;»

Το ήξερα βέβαια, αλλά προσπαθούσα να βρω χρόνο, μπας και πάρω γραμμή τι τρέχει.

«Αυτό που μου λες δηλαδή, είναι να κάνω ένα κόμμα μόνος μου…»

«Ε, όχι και μόνος κύριε Καστρινέ. Όποιους θεωρείς άξιους να βοηθήσουν τον τόπο μπορείς να τους φέρεις κι εμείς θα σας στηρίξουμε. Και που ‘σαι…» έσκυψε προς το μέρος μου, έκανα ασυναίσθητα πίσω. «Πλήρης ελευθερία, ότι γουστάρετε θα λέτε. Δεν πρόκειται να επέμβουμε σε τίποτα».

«Δεν πρόκειται να παρέμβετε», τον διόρθωσα ασυναίσθητα. «Δηλαδή αν κάνουμε ένα κόμμα και λέμε να κλείσουν σε θαλάμους αερίων όλους τους πλούσιους και να πάρουν τα σπίτια τους οι φτωχοί;»

«Μέσα -ότι γουστάρετε», γέλασε καλόκαρδα.

«Είσαι μεγάλη ψυχή κύριε Ιορδανίδη», θαύμασα και καλά…

«Όλα για αυτή την πατρίδα, που μας πληγώνει αλλά την αγαπάμε», είπε με σπασμένη φωνή, όπου να ΄ναι θα έτρεχαν και τα σχετικά δάκρυα.

«Κι όταν λέτε οτι θα μας στηρίξετε, πώς το εννοείτε;» ρώτησα μισοκλείνοντας τα μάτια.

«Έχουμε στην άκρη 5 εκατομμύρια γι΄αυτό το σκοπό. Για αρχή… Γραφεία, διαφημιστική εκστρατεία… Κι άλλα θα βρεθούν αν χρειαστεί…»

«Μάλιστα…»

Έσκυψε πάλι μπροστά, φυσώντας καπνό στα μούτρα μου.

«Εντός των ημερών…» ψιθύρισε.

«Ναι; Τι θα γίνει;» απόρησα.

«Θα φας μια μήνυση».

«Δεν ξηγιέσαι σωστά…» αντέδρασα.

«Ένας δημοσιογράφος που τον έβρισες, θα σου κάνει μήνυση», διευκρίνισε.

«Ποιος;»

«Παπαδόπουλος. Αχιλλέας Παπαδόπουλος».

«Δεν τον ξέρω».

«Ναι, αλλά τον έβρισες».

«Πότε;»

«Σε μια παρουσίαση του βιβλίου σου -τον είπες μαλάκα».

«Για να τον είπα, μπορεί και να είναι».

«Ρε, τριμάλακας είναι, αλλά τη μήνυση θα στην κάνει».

«Α, έτσι…»

«Έτσι ναι… Στο δικαστήριο θα πας με δικό μας δικηγόρο και θα ρίξεις μια απολογία -κόλαφο. Από εκεί μέσα μπορεί να ξεκινήσει η πολιτική σου καριέρα. Γουστάρεις; Ντρέιφους κανονικά, Κατηγορώ την κοινωνία να πούμε».

Έξυσα πάλι το κεφάλι μου. Τον τελευταίο καιρό, καλόκαρδοι άνθρωποι φρόντιζαν να με ειδοποιήσουν για το τι θα μου συμβεί. Αλλά δεν το απέτρεπαν -δεν ήταν τόσο καλόκαρδοι.

«Να κάνουμε λογαριασμό, να δούμε πού βρισκόμαστε…» πρότεινα.

«Είσαι ξύπνιο παιδί», χαμογέλασε.

«Μου σκας πέντε και στο χέρι για να στήσω κόμμα, να λέω τις παπαριές μου και να μπω στη Βουλή. Και είσαι ανοιχτός να σκάσεις περισσότερα -υποθέτω πώς για τον κόπο μου να γίνω εθνοσωτήρας θα βγάλω κι εγώ κάτι. Μετά, μισθός βουλευτή και τα σκυλιά δεμένα…»

«Το εκχυδαΐζεις», διαμαρτυρήθηκε.

Απόρησα που ήξερε τέτοιες λέξεις -όλο εκπλήξεις ήταν ο κύριος Ιορδανίδης.

«Πες μου κάτι αγαπητέ», χαμογέλασα. «Όταν μπω στη Βουλή, παίζει να χρειαστείς την ψήφο μου σε κάνα νομοσχέδιο, ας πούμε;»

Την περίμενε την ερώτηση.

«Ναι, μπορεί…» είπε. «Αλλά είσαι ελεύθερος να πράξεις κατά βούληση».

«Κι αν πάω κόντρα θα βγάλεις βούκινο οτι με πληρώνεις, οπότε θα με κρεμάσουν σα σώβρακο στην ταράτσα».

«Αυτό…» ξεκίνησε να λέει, αλλά έκοψε τη φράση του.

Κοίταξα τριγύρω, ο Τσέχος κάτι ψείριζε στους καταλόγους του μαγαζιού στην άλλη άκρη της αίθουσας. Με πήρε γραμμή και ήρθε.

«Αφεντικό -περιποιήσου τον κύριο αν έχεις τίποτα έτοιμο, φέρε και κάνα κρασί -ξέρεις εσύ…»

Ο Τσέχος στράβωσε αλλά μετά χαμογέλασε.

«Κάτι θα γίνει», υποσχέθηκε.

Σηκώθηκα.

«Λοιπόν, χάρηκα που σας γνώρισα κύριε Ιορδανίδη -ελπίζω να μην ξαναβρεθούμε», είπα.

«Κάτσε ρε παιδί μου…» διαμαρτυρήθηκε.

Έσκυψα πάνω του.

«Άκου κάτι», σφύριξα. «Ψάχνεις για κάποιο μαλάκα, αλλά αυτός δεν είμαι εγώ. Δεν ψήνομαι με τα φράγκα σου γιατί μου φτάνουν όσα έχω και δεν με ψήνει να σώσω αυτόν τον τόπο -για την ακρίβεια έχω την άποψή οτι αυτός ο τόπος πρέπει να καεί και μετά να πάρουν τις στάχτες να τις ξανακάψουν, μην έχει ξεμείνει κάνα μικρόβιο. Για σένα λέω, αν δεν το κατάλαβες».

«Εύχομαι να μην το μετανιώσεις», είπε απειλητικά.

«Και να το μετανιώσω, δεν πρόκειται να το μάθεις», απάντησα. «Για την ώρα, αντίο κι ευχαριστώ για τα ψάρια».

Έφυγα από εκεί μέσα σα να με κυνηγούσαν χίλιοι διαβόλοι.

 

Ο σοφέρ κάπνιζε έξω από τη Μερσεντές ξύνοντας τ΄αρχίδια του. Τον πλησίασα.

«Δεν πας να τσιμπήσεις κι εσύ τίποτα; Κρίμα είναι να περισσέψουν», του είπα.

Με αγνόησε.

 

Αλλά η Τζούλια με περίμενε. Κανείς δε θα σε περιμένει εσένα, μαλάκα Νιόνιο… Εμένα με περιμένουν στη γωνία κι είναι κρίμα να περισσέψουν…



[1] «Δημοσθένους λέξις» Δ. Σαββόπουλος

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι