Τετάρτη, Απριλίου 08, 2009

2. Νυχτερινή συζήτηση περί ανθρωπίνων σχέσεων

Προηγουμένως:
-Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.

Είχε πάρει να νυχτώνει -καθόμασταν στην τραπεζαρία και τρώγαμε σκεφτικοί –ήμασταν οι περισσότεροι εκεί πέρα, 10 άτομα στο σύνολο. Έλειπαν οι τρεις περίεργοι του 205, δυο άντρες και μια γυναίκα, οι «περίεργοι του 205» έτσι τους λέγαμε. Επειδή δεν ξέραμε ούτε τα ονόματά τους, σπάνια έβγαιναν από το δωμάτιο –συνήθως ο ένας από τους άντρες, ο νεώτερος, κατέβαινε να πάρει φαγητό για όλους. Μετά κλειδώνονταν στο δωμάτιο 205, έλειπαν λοιπόν αυτοί οι τρεις. Και οι κυνηγοί που δεν είχαν γυρίσει ακόμα.

Φυσικά η Κατερίνα δεν είχε αφήσει άνθρωπο να μην του περιγράψει την εμπειρία μας με τον κρεμασμένο. Κι ακόμα πιο φυσικά, μετά από αυτό, επικράτησε πανικός στην τραπεζαρία. Ψιθύριζαν μεταξύ τους κοιτάζοντας έξω από τα σκοτεινά παράθυρα, έπειτα κοίταζαν τριγύρω λες και περίμεναν την αποδοχή των υπολοίπων και ήταν περίεργο, επειδή κανένα τραπέζι δεν άκουγε το διπλανό του αλλά όλοι ένευαν καταφατικά όταν μπερδεύονταν τα βλέμματά τους. Καθόμουν μόνος τρώγοντας κάτι που έμοιαζε με κοτόπουλο, ο Στέφανος τριγύριζε μεταξύ των τραπεζιών. Αδιαφορούσα για τον πανικό τους, καθόμουν και περίμενα να νυστάξω πριν πάω στο δωμάτιό μου. Η Κατερίνα έδειχνε συνέχεια προς το μέρος μου, προφανώς με χρησιμοποιούσε σαν επιβεβαίωση των όσων έλεγε.

Τότε, απροειδοποίητα, η Ελβίρα έκανε κάτι παράξενο, δηλαδή πήγε στην εξώπορτα και την κλείδωσε. Η Ελβίρα ήταν πάνω-κάτω στα χρόνια μου, έμενε στο ξενοδοχείο μαζί με τη φίλη της, μια χοντρούλα σαραντάρα, τη Θάλεια. Η Κατερίνα μου είχε μεταφέρει τη φήμη που κυκλοφορούσε και τις ήθελε να έχουν σχέση στενότερη από φιλική.
«Για μαζευτείτε πιο κοντά να σας πω δυο πραγματάκια», είπε η Ελβίρα και ενδιάμεσα στους ψιθύρους η φωνή της ακούστηκε σαν πιάτο που σκάει στο πάτωμα.
Οι υπόλοιποι βιάστηκαν να έρθουν πιο κοντά της, έμοιαζαν αρκετά φοβισμένοι και έτοιμοι για καθοδήγηση. Εγώ δεν χρειάστηκε να κουνηθώ από τη θέση μου επειδή το μεγάλο τραπέζι ήταν ακριβώς δίπλα μου. Ο Στέφανος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε πίσω μου, χτυπώντας με στην πλάτη, η Κατερίνα πήγε πλάι στην Ελβίρα με το κεφάλι κατεβασμένο.
«Έχετε όλοι ακούσει οτι υπάρχει ένας κρεμασμένος έξω από το ξενοδοχείο...» ξεκίνησε η Ελβίρα. Περίμενε λίγο, σίγουρη οτι ο κόσμος θα έφτιαχνε μια μικρή χάβρα επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενά της κι ο κόσμος δεν την απογοήτευσε.
«Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να αποφάσισε να αυτοκτονήσει, μπορεί όμως και κάποιος να τον κρέμασε –ησυχία μισό λεπτό!» φώναξε η Ελβίρα προλαβαίνοντας τις αντιδράσεις. «Το σίγουρο είναι οτι ο πεθαμένος δεν πρόκειται να πει την άποψή του για το τι έγινε κι αυτό ίσως δημιουργήσει προβλήματα», είπε η Ελβίρα.
«Εξήγησε», της σφύριξε, αρκετά δυνατά για να ακουστεί, απ΄όλους η Θάλεια.
«Εξηγώ. Αν ο πεθαμένος έχει συγγενείς ή γνωστούς και τον ψάξουν θα έρθουν να μας ζητήσουν το λόγο. Εντάξει, υποθέτω οτι κανένας από τους παρόντες δεν έχει σχέση με το ζήτημα, αλλά –άντε να σε πιστέψουν!»
«Οι κυνηγοί τον κρέμασαν», μούγκρισε η Κατερίνα.
Κεφάλια άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μεγάλο τραπέζι, ο καθένας είχε άποψη σχετικά με το θέμα. Άρχισαν τα πηγαδάκια.
«Ησυχάστε λίγο! Να τελειώσω αυτά που θέλω να πω διάολε!» χτύπησε το χέρι στο τραπέζι η Ελβίρα. «Αν τον κρέμασαν οι κυνηγοί δεν κάνει διαφορά, όποιος έρθει να ζητήσει το λόγο θα τον ζητήσει απ΄όλους μας. Κι αν είναι αγριεμένοι δεν θα προλάβουμε να τους εξηγήσουμε πολλά πράγματα».
«Να προσθέσω οτι όποιος κι αν τον κρέμασε θα μπορούσε αύριο να κάνει το ίδιο με έναν από μας», είπε η Θάλεια απαλά.
«Γι΄αυτό κλείδωσα την πόρτα, να δούμε τι θα κάνουμε!» φώναξε η Ελβίρα.
Εκείνη τη στιγμή βρήκε ο Στέφανος να με σκουντήξει.
«Άρη πες κάτι!» σφύριξε στο αυτί μου. Αλλά είχε ησυχία και όλοι τον άκουσαν.
Τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος μου η Ελβίρα χαμογέλασε προσπαθώντας να κρύψει την ενόχλησή της.
«Η Κατερίνα είπε οτι οι κυνηγοί είναι οπλισμένοι. Δε νομίζω λοιπόν οτι θα τους κρατήσει έξω μια κλειδωμένη πόρτα», είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.
«Τι προτείνεις λοιπόν;» κάγχασε η Θάλεια, έτοιμη να με ξεφτιλίσει.
Άναψα τσιγάρο αφού στριφογύρισα τον αναπτήρα στην παλάμη μου. Δεν είχα καμιά διάθεση να τις κοντράρω, ούτε να τους αμφισβητήσω την αρχηγία –ήθελα απλά να περάσω απαρατήρητος κάνοντας τις περισσότερες δυνατές συμμαχίες.
«Δεν προτείνω κάτι, απλά μια επισήμανση κάνω», μουρμούρισα.
«Αν δεν έχεις τίποτα να προτείνεις, δεν έχεις και τίποτα να πεις. Μην γαμάς την κουβέντα!» είπε άγρια η Ελβίρα.
Χαμογέλασα αμήχανα –δεν έβγαινε άκρη μαζί τους.
«Για αρχή λοιπόν, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, δεν πρόκειται να επιτρέψουμε στους κυνηγούς να μπουν στο ξενοδοχείο», δήλωσε η Ελβίρα. «Ίσως θα έπρεπε κάποιοι να μείνουν κοντά στην πόρτα, να ειδοποιήσουν τους υπόλοιπους αν τους δουν να έρχονται».
Κοίταξα τους ανθρώπους στο μεγάλο τραπέζι αν και δεν χρειαζόταν. Η Ελβίρα είχε πέσει από μόνη της στην παγίδα της συμμετοχής. Επειδή όλα είναι καλά όσο αναλαμβάνεις εσύ να καθαρίσεις, όταν όμως αρχίσεις να ζητάς τη συμμετοχή του κόσμου τότε ο κόσμος κοιτάζει αλλού. Ή φτιάχνει δικαιολογίες.
«Αν τελείωσες, θα ήθελα να ακούσουμε και τον Άρη», πετάχτηκε από την άκρη του τραπεζιού ο Μάρκος, ο ένας από τους δυο τριαντάρηδες που επέστρεφαν από τις διακοπές στους στο απέναντι νησί όταν αποκλείστηκαν στο ξενοδοχείο.
Η Ελβίρα μόρφασε περιφρονητικά.
«Δεν έχω πρόβλημα», είπε. «Ας μιλήσει ο Άρης ή όποιος άλλος θέλει τέλος πάντων».
Τα κεφάλια γύρισαν πάλι σε μένα. Δεν έκανα τίποτα, αλλά εκείνοι εξακολουθούσαν να με κοιτάζουν περιμένοντας. Έσπρωξα την καρέκλα πίσω, άπλωσα τα πόδια μου και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξεμπερδέψω όσο πιο γρήγορα γινόταν από όλο αυτό.
«Αν θέλετε τη γνώμη μου...» ξεκίνησα διστακτικά. «Ίσως θα ήταν καλύτερο να περιμένουμε τους κυνηγούς. Δεν ξέρω αν υπάρχουν όπλα μέσα στο ξενοδοχείο, αλλά ακόμα κι έτσι δεν βλέπω το λόγο να σκοτωθούμε μεταξύ μας. Ας τους αφήσουμε να μπουν μέσα, να μας εξηγήσουν. Αν κρέμασαν τον άνθρωπο εκεί έξω θα πρέπει να μας πουν τον λόγο. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θα γίνει στην περίπτωση που έρθουν κάποιοι για τον κρεμασμένο».
«Σαν τι να γίνει δηλαδή; Θα τους δώσουμε τους κυνηγούς να τους κρεμάσουν, να ησυχάσουμε», είπε ο Αργυρόπουλος.
Χαμογέλασα. Μακάρι όλα να ήταν τόσο απλά.

Δεν βγήκε τίποτα σπουδαίο από αυτή μας την συγκέντρωση, γρήγορα άρχισαν να κουβεντιάζουν όλοι μεταξύ τους, άνοιξαν και δυο μπουκάλια κρασί, φοβόντουσαν λιγότερο τώρα. Άρχισε να σφυροκοπάει το κεφάλι μου από τη φασαρία, πήγα λοιπόν στο σαλονάκι της ρεσεψιόν ψάχνοντας για λίγη ησυχία. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση. Είδα την Κατερίνα, που είχε πλέον γίνει ομάδα με την Ελβίρα και τη Θάλεια, να με δείχνει από μακριά. Ξεκίνησαν και οι τρεις τους προς το μέρος μου.
«Κατάλαβες τι έκανες εκεί πέρα;» επιτέθηκε πριν καν καθίσει η Ελβίρα.
«Είπα τη γνώμη μου, αυτό μόνο», μουρμούρισα.
«Και που οδήγησε αυτό; Στο να μην κάνουμε τίποτα απολύτως», φώναξε η Ελβίρα.
«Λυπάμαι», είπα.
«Μαλακίες!» πετάχτηκε η Θάλεια.
«Εντάξει, όπως νομίζεις», σηκώθηκα επιτόπου. «Τώρα λέω να πάω για ύπνο –συγνώμη».
Αλλά υπήρχε κάτι που με ενοχλούσε στην υπόθεση. Πέρα από το γεγονός οτι ξεκίνησα να φτιάχνω συμμάχους και κατέληξα να δημιουργήσω τους πρώτους αντιπάλους μέσα στο ξενοδοχείο. Πλησίασα λοιπόν τον Στέφανο και τον τράβηξα παράμερα.
«Πες μου κάτι», είπα σιγά. «Γιατί προηγουμένως μου ζήτησες να μιλήσω;»
Με κοίταξε απορημένος.
«Επειδή είσαι αυτός που είσαι!» είπε τελικά.
Έξυσα το κεφάλι μου περιμένοντάς τον να συνεχίσει, αλλά δεν έδειχνε καμιά τέτοια διάθεση.
«Δηλαδή, ποιος είμαι;» ρώτησα τελικά.
«Δεν είναι ώρα για σαχλαμάρες», είπε ο Στέφανος αυστηρά. «Τα πράγματα πάνε άσχημα εδώ πέρα, ξεκίνα να κάνεις αυτό που ξέρεις γιατί δε μας βλέπω καλά».
«Τι ξέρω; Ποιος είμαι;» τον ταρακούνησα.
«Έρχονται!» ακούστηκε μια φωνή από το σαλόνι.
Κοιτάξαμε ταυτόχρονα προς τα κει, όλοι έτρεχαν στην πόρτα.
«Πάμε και συγκεντρώσου, για το καλό όλων μας», σφύριξε ο Στέφανος ξεκινώντας για το σαλόνι.

Η πόρτα όμως ήταν ακόμα κλειδωμένη. Είδαμε το χερούλι της να γυρίζει και μετά ακούσαμε τα χτυπήματα. Νευρικά χτυπήματα πάνω στο ξύλο.
«Ανοίξτε κάποιος!» φώναξε ο Μάρκος πίσω μας.
Πάνω στην πόρτα ήταν η Ελβίρα, ακουμπούσε την πλάτη της εκεί και μας κοίταζε.
«Ανοίξτε μας!» ακούστηκε η φωνή απέξω.
Μείναμε όλοι χωρίς αναπνοή, ακόμα και οι φλόγες των κεριών σταμάτησαν να παίζουν.
«ΑΝΟΙΞΤΕ!» φώναξαν πάλι απέξω.
Η Ελβίρα μας κοίταξε ερωτηματικά. Όταν τα μάτια μας διασταυρώθηκαν είδα κίτρινο θυμό.
«ΑΝΟΙΞΤΕ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!» φώναξαν απέξω.
Πήγα εκεί, έσπρωξα μαλακά την Ελβίρα στο πλάι και ξεκλείδωσα. Οι κυνηγοί χώθηκαν μέσα παρασύροντάς με.
«Τι στο διάολο σας έπιασε όλους;» φώναξε ο Λευτέρης. «Τι μαλακίες είναι αυτές;»
Περιμέναμε σιωπηλοί για λίγο. Οι δυο κυνηγοί έλυσαν ταυτόχρονα τις ζώνες με τα φυσίγγια.
«Υπάρχει ένας κρεμασμένος εκεί έξω», είπε η Ελβίρα.
Ο Λευτέρης την κοίταξε κι άρχισε να γελάει.
«Α, γι΄αυτό λοιπόν; Και τρόμαξες μην κρεμάσουμε εσένα μετά;»
«Δεν κρεμάμε κυρίες –ακόμα κι αν είναι από αυτές που μας ανταγωνίζονται στο κυνήγι», γέλασε με τη σειρά του ο Παναγιώτης.
«Εσείς δηλαδή...» ξεκίνησε διστακτικά η Κατερίνα.
«Δυο μέρες του στήναμε συνέχεια καρτέρια του πούστη! Είχαμε καταλάβει οτι κάποιος έκλεβε πράγματα από τους καταψύκτες...» είπε ο Παναγιώτης.
«Ποιος ξέρει πόσοι άλλοι σαν κι αυτόν κυκλοφορούν εκεί έξω! Τον αφήσαμε εκεί για να τους κόψουμε τη φόρα», συνέχισε ο Λευτέρης.
«Κι αν ήταν από το χωριό;» πετάχτηκε ο Στέφανος.
«Και τι μ΄αυτό; Όποιος τολμήσει να πλησιάσει θα τον ξεσκίσουμε», είπε ο Λευτέρης.
Έπεσε σιωπή γύρω μας. Οι άνθρωποι κοίταζαν τους κυνηγούς και την Ελβίρα, ζύγιζαν προσπαθώντας να αποφασίσουν. Ήμουν σίγουρος οτι τελικά θα διάλεγαν τους κυνηγούς.
«Πρέπει να βάλουμε κάποιον να προσέχει», είπε ο Αργυρόπουλος και μιλούσε τώρα αποκλειστικά στους κυνηγούς.
Τα περισσότερα κεφάλια κουνήθηκαν συμφωνώντας –οι κυνηγοί χαμογέλασαν.
«Θα μπουν σκοπιές, θα φυλάξουμε όλοι μας, με τη σειρά», είπε ο Λευτέρης. «Όποιος δει κάτι θα έρθει αμέσως να μας ξυπνήσει –είμαστε σύμφωνοι;»
Από εκεί που βρισκόμουν μπορούσα εύκολα να τον πλησιάσω, ίσως κιόλας να τον αφόπλιζα πριν με πάρει χαμπάρι. Αλλά θα έμενε ο Παναγιώτης και τελικά για ποιο λόγο να τα κάνω όλα αυτά; Έκλεισα τα μάτια, με λένε Άρη, ήρθα για να βρω μια γυναίκα κι ένα παιδί. Το παιδί είναι κόρη μου, η γυναίκα ποια είναι; Και που είναι; Ίσως στο κοντινό χωριό, γι΄αυτό μάλλον διάλεξα να μείνω εδώ, στο ξενοδοχείο. Πρέπει να πάω σύντομα στο χωριό και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπλεχτώ σε φασαρίες εδώ πέρα. Ας κάνουν οτι θέλουν οι κυνηγοί, ας τους κρεμάσουν όλους –εγώ πρέπει να ψάξω για το παιδί. Και τη γυναίκα.
Ο Στέφανος με κοιτάζει από μακρυά, χαμογελάει ειρωνικά, κάτι ξέρει. Κάτι που εγώ δεν θυμάμαι, αλλά ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Σκέψου δυο φορές πριν μάθεις τι είσαι, επειδή μαζί θα μάθεις και τι πρέπει να κάνεις. Γυρίζω την πλάτη και πηγαίνω προς τις σκάλες.
«Που πας; Τώρα κανονίζουν τις σκοπιές!» με πιάνει από το μπράτσο η Αργυροπούλου.
Σταματάω, την κοιτάζω κάπως μπερδεμένος. Μετά την σπρώχνω λίγο, ελευθερώνω το χέρι μου και ανεβαίνω τις σκάλες, εξαντλημένος. Στον πρώτο όροφο ησυχία, συνεχίζω, φτάνω στον δεύτερο και τότε ανοίγει η πόρτα του 205.
«Να σου πω...» μου κάνει νόημα ο άντρας μισοβγαίνοντας έξω από την πόρτα.
Πλησιάζω. Είναι ο μεγαλύτερος από τους δυο άντρες.
«Τι έγινε κάτω; Ακούσαμε φασαρία...»
«Τίποτα, ήρθαν οι κυνηγοί», απαντάω.
«Και λοιπόν;» απορεί.
«Φαίνεται οτι κρεμάσανε κάποιον εδώ απέξω...»
«Ναι ε;»
Τον κοιτάζω αμίλητος. Έχει μια ουλή, ξεκινάει από το φαλακρό του κρανίο και φτάνει μέχρι το δεξί φρύδι. Πρώτη φορά μιλάμε από τόσο κοντά.
«Από το ξενοδοχείο ήταν αυτός που κρεμάσανε;» ρωτάει.
«Όχι. Άγνωστος», λέω εγώ.
«Εντάξει, καληνύχτα», μουγκρίζει καθώς κλείνει την πόρτα απότομα στα μούτρα μου.
Γυρίζω να φύγω, φτάνω μέχρι τη σκάλα, όμως εκεί αλλάζω γνώμη. Πατάω προσεκτικά τη μοκέτα, επιστρέφω έξω από την πόρτα του 205 και στήνω αυτί. Ακούω σιγανές κουβέντες αλλά δεν ξεχωρίζω τι λένε, μετά ακούγονται γνωστοί ήχοι –γεμιστήρες που κουμπώνουν σε περίστροφα. Μετράω, ένας, δυο, τρεις. Και φεύγω όσο γίνεται πιο αθόρυβα.

Στο σκοτεινό δωμάτιο με περιμένουν πλοκάμια από αέρα, γλύφουν το πρόσωπό μου όσο περπατάω ψηλαφιστά, ένα γυναικείο γέλιο που αλλάζει απότομα σε ξαφνιασμένο ουρλιαχτό, φωνές που απομακρύνονται πνιγμένες από βογκητό μηχανής τρένου και μετά μια μονότονη ομιλία που αραδιάζει νούμερα συνοδευμένα από γράμματα. Σφίγγω τα δόντια, συγκεντρώνομαι όσο μπορώ όμως δεν μου λένε τίποτα όλα αυτά. Μόνο το τρένο ακούω να απομακρύνεται και μετά ο θόρυβος δυναμώνει πάλι, ένα καινούργιο τρένο αλλά δε με αφορά καθόλου αυτό, χαλαρώνω και το τρένο παύει ν΄ακούγεται.

Ξαπλώνω στο κρεβάτι χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου, χαζεύω τις σκιές που χορεύουν στο ταβάνι του δωματίου, από το ισόγειο ακούγονται θόρυβοι όσο ο κόσμος οργανώνεται. Σε λίγο θα έρθουν στα διπλανά δωμάτια, θα τους περιμένω πριν αποφασίσω να αποκοιμηθώ, δεν έχω διάθεση να με ξυπνήσουν οι φωνές τους. Όταν πετάγομαι από τον ύπνο δυσκολεύομαι να επιστρέψω εδώ, στο δωμάτιο, στο ξενοδοχείο, δίπλα στη θάλασσα. Νιώθω τότε οτι βρίσκομαι σε ένα διαμέρισμα πνιγμένο στα σύννεφα, οτι ακούω την ήρεμη παιδική ανάσα από το διπλανό δωμάτιο και δίπλα μου κοιμάται μια γυναίκα, φτάνει ν΄απλώσω το χέρι μου για να την αγγίξω. Δεν το κάνω όμως, επειδή ψάχνω το φωτισμένο ρολόι δίπλα μου, να μάθω πόση ώρα ύπνου μας απομένει –η μικρή έχει σχολείο το πρωί κι εμείς πρέπει να πάμε στη δουλειά, ψάχνω το ρολόι, αλλά δεν το βρίσκω πουθενά. Και τότε πέφτω απότομα σ΄αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου δίπλα στη θάλασσα –πάντα αυτό γίνεται.

Δεν κατάλαβα πως με πήρε ο ύπνος, ήρθε μάλλον όταν σκεφτόμουν πως να τον καθυστερήσω και ήταν βαρύτερος απ΄ότι μπορούσα να κρατήσω. Με ξύπνησαν άνθρωποι που έτρεχαν στις σκάλες και πόρτες που χτυπούσαν απειλητικά, πετάχτηκα -βρέθηκα δίπλα στη δική μου πόρτα πριν καταλάβω τι συμβαίνει. Απ΄έξω ακουγόταν η ίδια φράση συνεχώς, «είναι εκεί, είναι εκεί, είναι εκεί» -δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα. Πήγα μέχρι το παράθυρο να κοιτάξω αλλά έξω υπήρχε μόνο σκοτάδι και η ατέλειωτη κίνηση των κλαδιών. Πιο κάτω σίγουρα παραμόνευε η θάλασσα αλλά αυτό δεν άλλαζε σε τίποτα την κατάσταση. Τότε χτύπησαν τη δική μου πόρτα κι έτρεξα ν΄ανοίξω. Ο Στέφανος όρμησε μέσα φουριόζος.
«Άρη μπλέξαμε», είπε λαχανιασμένος.
«Τι έγινε;» ρώτησα.
«Ήρθαν αυτοί από το χωριό...»
«Εδώ;»
«Όχι, στο δέντρο, τους είδαμε να κατεβάζουν τον κρεμασμένο...»
«Εντάξει –και που είναι το πρόβλημα;» αναρωτήθηκα.
«Τον ανακάλυψαν και σύντομα θα έρθουν για μας...» ψιθύρισε ο Στέφανος.
«Αυτό θα γινόταν αργά ή γρήγορα», είπα εγώ.
«Έλα κάτω, δεν είναι μόνο αυτό!» παρακάλεσε ο Στέφανος.
Τον ακολούθησα μπερδεμένος. Ίσως τελικά να ήταν καλύτερα έτσι. Αν μιλούσα με τους χωρικούς μπορεί να μάθαινα γι΄αυτούς που έψαχνα.

Βρήκα τον κόσμο κολλημένο στα τζάμια. Σκέφτηκα να τους φωνάξω να τραβηχτούν πίσω, αν κάποιος εκεί έξω είχε όπλο θα τους έκανε τα μούτρα κιμά, έτσι για την πλάκα του. Αλλά το μετάνιωσα –όσο λιγότεροι μέναμε μέσα στο ξενοδοχείο τόσο καλύτερα. Πίσω από τη ρεσεψιόν οι κυνηγοί γέμιζαν τα όπλα τους. Έδειχναν βιαστικοί.
«Τι μύγα τους τσίμπησε;» ρώτησα τον Στέφανο.
«Θέλουν να ρίξουν στους χωρικούς για να μην τους πάρουν τον κρεμασμένο...» απάντησε εκείνος.
«Αν γίνει αυτό θα μας λιανίσουν», μουρμούρισα.
Κινήθηκα γρήγορα προς το μέρος τους, πέρασα τον πάγκο της ρεσεψιόν κι έπιασα τις κάνες με τα δυο μου χέρια.
«Δεν υπάρχει λόγος να κάνετε τα πράγματα χειρότερα», είπα.
«Άρη ξέρουμε καλά τι πρέπει να κάνουμε. Μην ανακατεύεσαι», φώναξε ο Λευτέρης γυρίζοντας ένα ζευγάρι θολά μάτια προς το μέρος μου.
Είχαν πιει οι ηλίθιοι! Πνίγηκα στο φόβο αλλά δεν άφησα τις κάνες.
«Μην ανακατεύεσαι», είπε ο Παναγιώτης.
Μετά, σα συνεννοημένοι, έσπρωξαν ταυτόχρονα τις καραμπίνες προς το μέρος μου, παραπάτησα, αλλά πρόλαβα να στηριχτώ στον πάγκο της ρεσεψιόν.
«Ρίξτου!» έκανε νόημα ο Λευτέρης.
Ένιωσα τις κάνες να γυρίζουν μέσα στις παλάμες μου ψάχνοντας για καλύτερο σημάδι.
«Αφήστε κάτω τα δίκαννα μην έχουμε κανένα ατύχημα!» ακούστηκε κοφτή η φωνή από τις σκάλες.
Οι κυνηγοί σήκωσαν τα κεφάλια ξαφνιασμένοι, εγώ δεν χρειάστηκε –την αναγνώριζα τη φωνή.
«Μην ανακατεύεστε!» γκρίνιαξε ο Λευτέρης.
«Άσε κάτω το όπλο ρε μαλάκα!» ακούστηκε η δεύτερη φωνή.
Οι κυνηγοί χαλάρωσαν το πιάσιμό τους, οι καραμπίνες έπεσαν προσεκτικά στο πάτωμα. Ο νεώτερος από τους δυο άντρες κατέβηκε γρήγορα και τις μάζεψε.
«Πάμε στην τραπεζαρία», είπε ο μεγαλύτερος άντρας.

Όλοι ακολούθησαν, έμοιαζε να μην τους νοιάζουν πια οι χωρικοί απέξω, ίσως επειδή ο φόβος ταξινομείται ανάλογα με την απόσταση. Οι δυο άντρες αράδιασαν τα όπλα μπροστά τους στο τραπέζι πριν καθίσουν φροντίζοντας να έχουν πίσω τους τοίχο. Ο μικρότερος άρχισε να παίζει ταμπούρλο τα δάχτυλά του στο ξύλο, ο μεγαλύτερος κοίταζε χαμογελαστός σαν ασφαλιστής.
«Μέχρι τώρα δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα», είπε ο μεγαλύτερος άντρας. «Είμαι ο θείος Χάρης κι από δω ο ανιψιός μου ο Γιούρι», έδειξε τον άντρα δίπλα του ο οποίος μόρφασε αποκαλύπτοντας τα υπερβολικά πολλά δόντια του. «Ήρθαμε εδώ μαζί με την άλλη ανιψιά μου, τη Βανέσα, για να ξεκουραστούμε κι αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε –θέλουμε την ησυχία μας, έγινα κατανοητός;» ο θείος Χάρης μας κοίταξε προσεκτικά, φαινόταν να ενδιαφέρεται για τυχόν αντιρρήσεις. Είχα την εντύπωση οτι αν κάποιος του έφερνε αντίρρηση θα τον πυροβολούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
«Υποθέτω όμως οτι κι εσείς όλοι, την ησυχία σας θέλετε –άρα δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Άκουσα πως κάποιοι κρέμασαν έναν άνθρωπο και, ειλικρινά, δεν μου καίγεται καρφί. Έχω μάθει να μην μπλέκομαι στις υποθέσεις των άλλων ανθρώπων αρκεί οι υποθέσεις τους να μην μπλέκονται με τη δική μου ζωή. Όπως τώρα!» σταμάτησε και κοίταξε τον Γιούρι, δεν κατάλαβα για ποιο λόγο. Μετά στράφηκε προς τους κυνηγούς.
«Εσείς», είπε κοφτά «κρεμάσατε αυτόν τον άνθρωπο. Και τώρα θέλετε να αρχίσετε το πιστολίδι, να φέρετε τη φασαρία στην πόρτα μας -αυτό δε μου μοιάζει πολύ με τις διακοπές που σκεφτόμουν, καθόλου δε μοιάζει για να πω την αλήθεια!»
Κοίταξα τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι έδειχναν μαγεμένοι από τον θείο. Μόνο οι κυνηγοί κρατούσαν ακόμα αμυντική στάση.
«Γι΄αυτό, λέω να κρατήσουμε τα όπλα στο δωμάτιό μας –να μην έχουμε ατυχήματα. Θα σας παρακαλούσα επίσης, αν υπάρχουν άλλα όπλα να μας τα φέρετε τώρα. Είμαι ήρεμος άνθρωπος, γέρασα πια, αλλά ο Γιούρι δεν είναι σαν κι εμένα», γύρισε πάλι να τον κοιτάξει. «Οι νέοι σήμερα έχουν γίνει πολύ νευρικοί», μουρμούρισε λες και μίλαγε στον εαυτό του. «Νευρικοί και απρόσεκτοι –ας πούμε ο Γιούρι εδώ πέρα, αν δει κάποιον με όπλο... οτιδήποτε όπλο, καραμπίνα, πιστόλι, μαχαίρι, νυχοκόπτη ... φοβάμαι οτι θα τον πυροβολήσει επιτόπου! Θέλει κανένας μας να συμβούν τέτοια ατυχήματα; Δε νομίζω! Υπάρχουν άλλα όπλα, κρυμμένα στα δωμάτιά σας;» σταμάτησε απότομα και μας κοίταξε περιμένοντας.
«Δεν έχουμε καμιά σχέση με όπλα, εμείς τουλάχιστον...» βιάστηκε να πει ο Μάρκος.
Ο θείος Χάρης του χαμογέλασε.
«Μπράβο παλικάρι μου, καλά κάνετε. Όποιος έμπλεξε με όπλα έφαγε το κεφάλι του αργά ή γρήγορα. Οι υπόλοιποι τι λέτε;» ρώτησε γενικά αλλά αναφερόταν αποκλειστικά στους κυνηγούς.
Εκείνοι απέφυγαν να τον κοιτάξουν.
«Ωραία!» έτριψε τα χέρια του ο θείος Χάρης. «Τώρα εσείς οι δυο που ξεκινήσατε τη φασαρία θα πάτε σαν υπεύθυνοι άνθρωποι που είσαστε να μιλήσετε με τους απέξω. Δεν έχω καμιά διάθεση να χαλάσω τις σχέσεις μου με τους γείτονες, ειδικά αν δεν είναι δικό μου το φταίξιμο».
«Αυτό ακριβώς έλεγα κι εγώ!» πανηγύρισε η Ελβίρα από την άκρη της τραπεζαρίας.
«Εντάξει λοιπόν, συμφωνούμε», είπε ο θείος Χάρης. «Γιούρι, συνόδευσε τους κυρίους μέχρι την πόρτα...»
«Δεν πρόκειται να βγούμε άοπλοι εκεί έξω!» ούρλιαξε ο Λευτέρης.
«Τότε ο Γιούρι θα σας πυροβολήσει εδώ μέσα», εξήγησε ήρεμα ο θείος Χάρης.
Ακούσαμε όλοι πεντακάθαρα την ασφάλεια του περιστρόφου να τραβιέται.
«Δεν πάμε πουθενά!» κλαψούρισε ο Παναγιώτης.
Ο Γιούρι τον πυροβόλησε αμέσως μόλις τελείωσε τη φράση του, η λάμψη μας τύφλωσε στο μισοσκότεινο δωμάτιο, περιμέναμε να ξεβουλώσουν τ΄αυτιά μας, αλλά δεν είχαμε καθόλου όρεξη να κοιτάξουμε προς το πάτωμα. Μια γυναίκα ούρλιαξε.
«Δεν του έδωσες την ευκαιρία να το ξανασκεφτεί, δεν ήταν σωστό αυτό που έκανες!» του είπε αυστηρά ο θείος Χάρης. «Αλλά δυστυχώς αυτά τα πράγματα δεν διορθώνονται...», μουρμούρισε κρατώντας το κεφάλι του. «Εσείς κύριε....», κοίταξε σταθερά τον Λευτέρη, «τι έχετε να πείτε;»
Ο Λευτέρης έχασκε έντρομος.
«Θα βγω», ψέλλισε και ξεκίνησε προς την πόρτα με βήματα αστροναύτη.
«Μισό λεπτό!» φώναξε ο θείος Χάρης.
Ο Λευτέρης κοκάλωσε.
«Νομίζω οτι ο άνθρωπος στο πάτωμα ήταν φίλος σας, μην μας τον αφήνετε εδώ πέρα. Το χρέος προς τους φίλους είναι ιερό, τι θα ήμασταν χωρίς φίλους; Κτήνη περιπλανώμενα, θέλετε να καταντήσετε κι εσείς ένα ανθρωπόμορφο κτήνος;»
Ο Λευτέρης ταλαντεύτηκε στα τακούνια των παπουτσιών του αναποφάσιστος.
«Όχι, όχι!» μουρμούρισε.
«Ε τότε πάρτε και τον φίλο σας μαζί! Δείξτε μας οτι παραμένετε άνθρωπος!» φώναξε ο θείος Χάρης εξοργισμένος.

Τον παρακολουθούσαμε αμέτοχοι να σέρνει το πτώμα στα πλακάκια του διαδρόμου, ακούγαμε αυτόν τον αηδιαστικό θόρυβο, σα να χτυπάνε χταπόδι στο τσιμέντο, μια γυναίκα έκλαιγε –κοίταξα αλλού.
«Από τους ώμους πιάστον ρε ηλίθιε!» ούρλιαξε αγανακτισμένος ο θείος Χάρης.
Όλοι γυρίσαμε προς το μέρος του.
«Θα κάνει χάλια το πάτωμα και θα βρωμάει για κάνα μήνα...» δικαιολογήθηκε ντροπαλά.
Ο Λευτέρης άνοιξε την πόρτα και βγήκε μαζί με τα απομεινάρια του φίλου του.
«Είμαστε σίγουροι οτι έτσι θα ξεμπερδέψουμε;» ρώτησε δειλά ο Αργυρόπουλος. «Εννοώ... αυτός μπορεί να πει οτι θέλει εκεί έξω... στους χωρικούς».
«Καταπληκτική παρατήρηση!» επευφήμησε ο θείος Χάρης. «Γιούρι παιδί μου, βγες πίσω του και φρόντισε να καταλάβουν αυτοί οι κανίβαλοι οτι τους στείλαμε τους πραγματικούς και μοναδικούς δολοφόνους».
Ο Γιούρι τσακίστηκε να εκτελέσει την εντολή.
«Λέω να πάω στο δωμάτιό μου, είμαι ψόφιος στην κούραση», είπα χωρίς να απευθύνομαι σε κανέναν συγκεκριμένα.
«Βεβαίως και να πάτε! Καλή σας ξεκούραση!» μου ευχήθηκε ο θείος Χάρης.
Δεν γύρισα να τον κοιτάξω.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες σταμάτησα στο παράθυρο του δευτέρου ορόφου –από εκεί έβλεπα μια χαρά στο ξέφωτο μέχρι το δέντρο. Ο Γιούρι περπατούσε με το πιστόλι κρεμασμένο στο δεξί του πλευρό, 50 μέτρα πιο πίσω από τον Λευτέρη, είχε φροντίσει κιόλας να συγχρονίσει το βήμα του για να διατηρήσει την απόσταση. Υπολόγισα πρόχειρα οτι οι άνθρωποι γύρω από το δέντρο ήταν καμιά εικοσαριά. Οπλισμένοι μάλλον με τσεκούρια και στειλιάρια, δεν μπορούσα να διακρίνω αν είχαν πυροβόλα όπλα. Ο Λευτέρης κοντοστάθηκε, ο Γιούρι έκανε κι αυτός το ίδιο. Σήκωσε το όπλο του, τον σημάδεψε, ο Λευτέρης ξεκίνησε πάλι. Ο Γιούρι κατέβασε το όπλο και κάτι φώναξε, αλλά δεν μπορούσα να ακούσω. Μετά γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να επιστρέφει στο ξενοδοχείο. Οι άνθρωποι κινήθηκαν διστακτικά προς το Λευτέρη, εκείνος τότε σταμάτησε, κοίταξε πίσω του, είδε οτι ο Γιούρι έφευγε και το΄βαλε στα πόδια παρατώντας το πτώμα. Οι άνθρωποι ξεθάρρεψαν –άρχισαν να τον κυνηγάνε. Δεν μπορούσα να δω περισσότερα, επειδή χάθηκαν προς τη θάλασσα.

Έφτασα στο δωμάτιό μου, έβγαλα τα ρούχα μου, τα δίπλωσα προσεκτικά στο σκοτάδι, έκλεισα τις κουρτίνες και σκεπάστηκα μέχρι πάνω από το κεφάλι. Ήθελα να κρατήσω τις εξελίξεις μακριά μου, ήθελα να σβήσω τη μέρα αυτή από το μυαλό μου.

Κοιμήθηκα με σχετική ευκολία.

18 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

TROLL είπε...

ετσι ειναι οι ανθρωπες των μυθιστορημάτων , δεν φωναζουν ποτε την αστυνομία

πως θα ζησουν οι δικηγοροι με λές ?

The Motorcycle boy είπε...

Αφού είναι αποκλεισμένοι -που να τη βρουν την αστυνομία;

Mr.Fixit είπε...

Den to polypianw to nohma alla 8a ekfrasw apopsh se merikes synexeies akoma.

Ypopsiazomai pws einai epithdes 8olo. Exei opla pantws, kalo auto, prin sapisame sto mpounidi :P

The Motorcycle boy είπε...

Καθότι εξέλιξις αγαπητέ! Πριν μπουνίδι, τώρα όπλα, μετά θα το γυρίσουμε σε άρματα μάχης και βομβαρδιστικά!

Μη βιάζεσαι για το νόημα, κάτσε να το πιάσω εγώ πρώτα και στο δίνω μετά.

Unknown είπε...

Καλά το πας, πολύ καλά.

Μη μου χαλιέσαι ρε fixit! Εδώ άλλοι χωρίς να το διαβάσουν έχουν άποψη, και εσυ ψάχνεις για νόημα ;)

Puppet_Master είπε...

o arhs einai to pnevmatiko pedi tou xARHS, san ton gio tou gamaw ena prama.polu zoriliki o thios.emena mou fernei kati se max payne(ena pexnidi einai) na skasei o arhs me tipota dual pistols k na therisei kosmo xaxaxaxa.

p.s.:mh dineis shmasia twra ksipnisa k einai vari na se diavazw prwi prwi...

RaZz the sociology girl είπε...

poso gamaei!!! ma poso gamaei!!!! oi dialogoi sovara ta spane!!! razzmataki ecstatic!!!! grafe ki allo!!!

The Motorcycle boy είπε...

ΤΒ, την πιο αντικειμενική άποψη την έχεις αν ΔΕΝ διαβάσεις το κείμενο! Αλλιώς μπορεί να επηρεαστείς και να μην πεις τη σαχλαμάρα που ήθελες, γιατί (άκου τώρα!) μπορεί να είναι και εκτός θέματος.

Ρε Puppet, χαχαχα που τα βρίσκεις πανάθεμά σε! Και δηλαδή, εντάξει, τα βρίσκεις, δεν κάθεσαι να τα γράψεις κιόλας -να κονομήσεις κι εσύ, να δώσεις τίποτα και σε μας!
Χαίρομαι που τον βλέπεις έτσι τον θείο Χάρη -να τη θυμάσαι την αρχική εντύπωση.

Raz, είδες για να εντρυφήσεις στην κοινωνιολογία; Περίμενε και παρακάτω!

ClouD είπε...

Ε boy, υποκειμενικά το πας καλά. Το πρώτο το έχασα λιγάκι, τώρα συντονίστηκα -στο χάσιμο.

Επίσης, για την ταινία του Νικολαϊδη που έλεγε ο Fixit έγκυρες πληροφορίες μου είπαν ότι ο ήχος τον έπινε σε μεγάλο μέρος της ταινίας.

Σε λίγες ημέρες σκάει μύτη το b is for beer, αλλά μέχρι τότε για πες από το Νικολαϊδη τι να ψάξω να διαβάσω.

Χαιρετισμούς.

The Motorcycle boy είπε...

Εντάξει, κι εγώ τώρα το ψάχνω -λογικό είναι να το έχασες.
Έτσι τις βλέπαμε κι εμείς παλιά τις ταινίες του Νικολαϊδη, με τον ήχο να γαμιέται, κάποιοι μου είχαν πει οτι στην πρώτη προβολή των Κουρελιών η θρυλική Ρίτα Μπενσουσάν (αν έχεις δει την ταινία, θα καταλάβεις για ποια λέω) είχε πεταχτεί στο διάλειμμα και φώναζε "ρε σεις κλάνει ο ήχος δεν το ακούτε!"
Έστω κι έτσι τις γουστάραμε πάντως τις ταινίες, όπως τα τραγούδια των Στόουνς που ακούγονταν τα λόγια θολά.
Πάντως, μάλλον θα αξιωθούμε σύντομα να δούμε τις ταινίες του κανονικά -με ήχο και εικόνα κρύσταλο.

Άντε, το περιμένω το Μπι, στην Αγγλία έψαξα μήπως το είχαν βγάλει αλλά τίποτα. Από Νικολαϊδη, ξεκίνα με Μοντεζούμα και μετά καπάκι Γουρούνια στον Άνεμο. Πακέτο διαβάζονται αυτά.

Ανώνυμος είπε...

δε ξέρω τι λέτε για νικολαΐδη. εμένα όλο το σκηνικό αυτό μου κάνει λουίς μπουνιουέλ στα καλά του. τους παγιδευμένους στον "εξολοθρευτή άγγελο" για παράδειγμα.

προσοχή μόνο στις παγίδες.
δε θέλουμε απαραίτητα νόημα,
θέλουμε σίγουρα το χάος.

το πρτφ

The Motorcycle boy είπε...

Το ένα δεν αναιρεί το άλλο φίλε μου. Μόνο που στον Εξολοθρευτή Άγγελο υπήρχε αυτό το χέρι που τιμωρούσε, εδώ ... Θα δείξει.

Το νόημα το δίνει ο αναγνώστης στην ιστορία ποτέ η ιστορία στον αναγνώστη.

lugozi είπε...

Μάλλον τη γουστάρεις περισσότερο αυτή την ιστορία, φαίνεται να σου βγαίνει πιό αβίαστα.. Χτένιζέ τη λίγο όμως, τα περίστροφα δεν έχουν γεμιστήρες, τα κόμματα τα βάζεις όπου να'ναι και εγώ είμαι ένας υπερβολικός γκρινιάρης.. Α, και η virago δεν έβγαινε σε 600 αν και τα πολυθρονατά μακροπήρουνα μηχανάκια δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου.. (το κράταγα από την προηγούμενη ιστορία, αν δεν το έλεγα θα έσκαγα..)

The Motorcycle boy είπε...

Τα σαρανταπεντάρια δεν έχουν γεμιστήρες, τα λεγόμενα και "καουμπόικα". Όλα τα υπόλοιπα έχουν γεμιστήρες, συνήθως στη λαβή. Για τα κόμματα θα το κοιτάξω (αν και φοβάμαι οτι μου κομματικοποιείς τη συζήτηση, χαχαχαχα).
Η Βιράγκο έβγαινε σε 600 (μήπως κάνω λάθος και ήταν 650;) πριν αντικατασταθεί από τη Ντραγκ Σταρ, αλλά είσαι μικρό παιδί και δεν το θυμάσαι μάλλον.
Να μου τα λες πάντως να διορθώνω και να διορθώνομαι -γι'αυτό τα βγάζω σε μπλογκ άλλωστε!

lugozi είπε...

Tα περιστροφα έχουν μύλο που περιστρέφεται, αυτά με το γεμιστήρα είναι πιστόλια. Το virago έβγαινε σε 535cc και για φορολογικούς λόγους (τεκμήρια γαρ) και σε 500. Πολύ χαίρομαι που μικροδείχνω στα comments! Mην κολλάς που σε ψέγω, αν δεν γούσταρα δεν θα ασχολούμουνα καν!

The Motorcycle boy είπε...

Ναι μωρέ εντάξει -περίστροφα λόγω περιστρεφόμενου, αλλά δεν την ήθελα τη συγκεκριμένη λέξη εκεί πέρα, μου χτύπαγε άσχημα γι΄αυτό. Δίκιο έχεις, θα πάρω για μια ακόμα φορά την ποιητική μου άδεια, νομίζω οτι βγήκε άκρη.

Βιράγκο 600 αγόρασε τελικά ο φίλος μου στο Αμέρικα (ένα σούργελο που το ονόμασε Άνθια -για άγνωστους λόγους), έβγαιναν και στην Ευρώπη. Το 535 ήταν για την ακρίβεια κρατημένο 550, για τους φορολογικούς λόγους που ανέφερες. Μετά χαμήλωσε το τεκμήριο και το 535 έγινε 500, ίδιοι κύλινδροι, μόνο γρανάζωμα κοντύτερο και κάτι άλλα ψιλολόγια. Η Ελβετία, η Αμερική, η Γερμανία και όλες οι πολιτισμένες χώρες είχαν 600 φυσικά και αναγκαστικά λόγω V. To 250 ας πούμε ήταν τυπικά δικύλινδρο, ουσιαστικά μονοκύλινδρο.

Υ.Γ.: Όπως καταλαβαίνεις τις γουστάρω αυτές τις κουβέντες.

ClouD είπε...

Πρτφ φίλε, προσοχή σε αυτούς που λένε προσοχή. Το νόημα και το νόημα... Μιλάμε για πολύ νόημα όπως λέει ο Χάρυ Κλυν -δεν πάει έτσι.

Boy, οπλάκιας;

Ήρθαν εχθές τα γουρούνια και η στεκιά. Τα γουρούνια τα έφαγα ήδη και τώρα μεταβολίζω. Έχω πάθει μια κάποια πλάκα, καιρό είχα να διαβάσω κάτι που να με πιάσει τόσο έντονα. Στο μεταξύ φαίνεται πως ο τύπος παίζει πολύ με την εικόνα στο μυαλό του. Ωραίος...

Τώρα για το άλλο, δεν είναι η πρώτη φορά που λες πως σε λίγο καιρό -μάλλον- θα παίζουν τα εργάκια του σε κατάλληλη ποιότητα. Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω να έχω το νου μου; Γιατί, οκέη, γουστάρω, αλλά δε ψήνομαι να τα βλέπω στην ποιότητα που έχω βρει μέχρι τώρα -αξίζει να περιμένω;

The Motorcycle boy είπε...

"Εγώ πάντως, μαζί σου είμαι Αρτέμη -δεν ξέρω για τους άλλους, άμα λάχει ναούμ..."
Τη στεκιά ρε αλητάμπουρα δε σου είπα να διαβάσεις πρώτα; Χαχα, δεν πειράζει -τα πήγες με τη σειρά έκδοσης έτσι τα διάβασα κι εγώ.

"Τελικά υπάρχει η νήσος Πάιτα, δεν έλεγε παραμύθια ο Μπόγκι".

Ναι, έχω γκαραντί πληροφορίες οτι σύντομα τα έργα θα κυκλοφορήσουν στην ποιότητα που τους αξίζει, ξέρω μάλιστα οτι άτομα δουλεύουν πάνω σ΄αυτό, ψειρίζουν, σπάνε τα κεφάλια τους και τα στομάχια τους, αλλά χαλάλι του. Καλύτερα λοιπόν περίμενε για να τις δεις κανονικά τις ταινίες. Τώρα, αν θέλεις να δεις κάτι μέχρι τότε, δες τον "Χαμένο" που είναι υποφερτή η κόπια του και είναι πολύ κοντά στα "Γουρούνια".

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι