Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 22, 2011

2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα

Προηγούμενα:

1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο 


< Ήμουνα σε κελί της βόρειας πτέρυγας κι από το ψηλό παράθυρο έβλεπα τα παράθυρα των απέναντι κελιών, πάσχιζα για ένα κομμάτι ουρανού αλλά πόσο να τεντωθεί το μάτι; Έκανα επιτόπια αλματάκια, το ένιωθα δηλαδή, επειδή κουνιόταν η εικόνα του παράθυρου και τότε είδα μέσα από κάποιο απέναντι παράθυρο ένα ζευγάρι να πηδιέται. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος στην κουκέτα και η γυναίκα τον είχε καβαλήσει, για λίγο συντόνισα την κίνησή μου με τη δική της και τότε η γυναίκα έβγαλε ένα κατσαβίδι με κίτρινη φλούο λαβή, άνοιξα το στόμα μια πιθαμή καθώς την έβλεπα να καρφώνει το κατσαβίδι στο μάτι του άντρα. Ο άντρας ούρλιαξε όμως η φωνή του βγήκε σαν κουδούνι πόρτας, ανοιγόκλεινε το στόμα του και κουδούνιζε, αν έχεις το θεό σου. Και το κουδούνισμα κομμάτιασε την ησυχία της νύχτας, άνοιξα τα μάτια, ήμουνα ακόμα πεσμένος στον καναπέ του σπιτιού μου και το κουδούνισμα έβγαινε από το τηλέφωνο άσε που δεν ήταν καθόλου νύχτα –ο μεσημεριανός ήλιος με στράβωσε.
Έπεσα από τον καναπέ στη βιασύνη μου να ψάξω το τηλέφωνο, σήκωσα το ακουστικό μουγκρίζοντας.
«Ήρθε ένας φάκελος για σένα», μου είπε ο μπάρμαν από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Τι φάκελος;» βόγκηξα.
«Κίτρινος με φουσκίτσες».
«Απέξω;»
«Από μέσα».
Έξυσα το κεφάλι μου.
«Ποιος τον έφερε;»
«Ένας πιτσιρίκος απ΄αυτούς που σου παίρνουν τσιμπούκι για 20 ευρώ».
Σωστός ο μπάρμαν, άξιος ο μισθός του.
«Καλά –έρχομαι», ψέλλισα και μετά πέταξα το τηλέφωνο μακριά από τη συσκευή. Αν ήθελε κάποιος άλλος να επικοινωνήσει μαζί μου θα έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο.

Έβγαλα τα βρώμικα ρούχα μου –κανονικό δεύτερο δέρμα –και χώθηκα κάτω από το ντους. Όταν με χτύπησε το ζεστό νερό πήρα να ξερνάω μαύρη χολή, πλύθηκα έτσι, διπλωμένος κι άρρωστος. Η πλάτη μου πήρε να μουδιάζει από τον πόνο, ήξερα τα σημάδια, σε λίγο ο πόνος θα πέρναγε μπροστά, στο στέρνο, και μετά θα απλωνόταν όπου υπήρχε κόκαλο. Άπλωσα το χέρι μου τρέμοντας, έπιασα την καρτέλα με τα χάπια κωδεϊνης, έσκισα τρέμοντας το αλουμίνιο και κατάπια δυο-τρία, τα κατέβασα με ζεστό νερό και πιέστηκα να μην τα ξεράσω. Σε λίγο όλα έγιναν υπέροχα.
Το νερό έβγαζε ηχούσα σαν κρύσταλλο Βοημίας χτυπώντας στο δέρμα μου, το βαρύ κεφάλι από τον ακατάστατο ύπνο εξαφανίστηκε, η ζωή άρχισε να μοιάζει με εκείνους τους παλιούς καθρέφτες που είχανε ζωγραφισμένο έναν ήλιο να ξημερώνει κι ένα απαλό κίτρινο «καλημέρα». Χαμογέλασα.

Ήπια έναν βιαστικό καφέ, τόσο βιαστικό που οι κόκκοι δεν προλάβανε να λιώσουν στο νερό κι αναγκάστηκα να τους μασήσω, ντύθηκα κατεβαίνοντας τις σκάλες. Χρώσταγα ένα τηλεφώνημα στον κύριο πελάτη από το πρωί αλλά είχα την εντύπωση οτι ο φάκελος με πρόλαβε και ήρθε από μόνος του. Έξω φύσαγε του σκοτωμού, ένα κουτί άδειο από καπότες παρέκαμψε το σήμα του  Stop συνεχίζονταν το σβουριχτό του ταξίδι για το πουθενά. Σκόνη από την τριμμένη άσφαλτο με στράβωσε προσωρινά. Θα τα κατάφερνα, στ΄αλήθεια, να ξεμπερδέψω με όλα αυτά αν δεν ήταν το γαμημένο φως του ήλιου που με γονάτισε. Πέρασα τα τετράγωνα σαν κατσαρίδα με πατημένο κεφάλι, χώθηκα στο μπαρ κανονικός κυνηγημένος.
«Δώσε», είπα του μπάρμαν.
Ήταν διαφορετική βάρδια από τον χτεσινό, άρα δεν υπήρχε λόγος να τον ρωτήσω αν πήρε πουθενά το μάτι του τον Κωνσταντινίδη όσο ο πιτσιρικάς τού έδινε τον φάκελο.
Μου πάσαρε ένα γκαστρωμένο πράγμα,  καθώς το πασπάτευα ένιωσα τις σκληρές γωνίες κάποιου ντοσιέ, πολύ οργανωμένος ο Κωνσταντινίδης.
«Έναν καφέ Ιάκωβε», του ζήτησα και βιάστηκα να αποσυρθώ στο γραφείο μου –το γνωστό τραπεζάκι στο βάθος του μπαρ, αριστερά της τουαλέτας. Μέχρι να ετοιμαστεί ο καφές είχα βγάλει το ντοσιέ και χάζευα φωτογραφίες της Φωτίου, η πρώην γκομενάρα είχε καταλήξει να φέρνει σε μπαγιάτικο σταφιδόψωμο, κυριολεκτικά αγνώριστη. Έπρεπε να κεντράρεις με μεγάλη προσοχή για ν΄ ανακαλύψεις κάποια υπολείμματα λαγνείας στο βλέμμα της, το μόνο που υπήρχε σε αφθονία ήταν το εξεζητημένο στήσιμο –κατάλοιπο πρώην ντίβας με ειδίκευση στην απόκρυψη σωματικών ατελειών. Οι φωτογραφίες την έδειχναν σε νυχτερινό μαγαζί, υπέθεσα οτι ήταν το μαγαζί του γνωστού σιχαμερού τύπου με τον οποίο την είχα δει στη φωτογραφία του ίντερνετ. Οι συγγενείς της (ανίψια κυρίως) έμεναν από Χαλάνδρι και πάνω, δίπλα σε κάθε διεύθυνση υπήρχε κι ένα τηλέφωνο σπιτιού αλλά κανένα κινητό. Στις τελευταίες διαφάνειες του ντοσιέ υπήρχαν κάποιες φωτογραφίες από το σπίτι της στη Νέα Σμύρνη και μια διεύθυνση, έπρεπε να περάσω από κει, να ρίξω μια ματιά –όχι οτι θα έβρισκα τίποτα αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Πίνοντας αργά τον καφέ μου αποφάσισα οτι ο πρώτος που θα επισκεπτόμουν ήταν ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου, Χάρης Αλευράς με τ΄ όνομα. Έβγαλα το κινητό μου και πήρα την υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών, στο δεύτερο κουδούνισμα μού απάντησε μια πρόθυμη υπάλληλος.
«Θέση 10, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
«Ήθελα να με συνδέσετε με τον κύριο Αλευρά, τον κύριο Χάρη Αλευρά».
«Μισό λεπτό παρακαλώ...»
Περίμενα όσο η γκόμενα με είχε γειώσει ρίχνοντας μουσικά παράσιτα στη γραμμή.
«Δεν υπάρχει καταχώρηση σε αυτό το όνομα», με πληροφόρησε μετά από λίγο.
Το περίμενα. Ευχαρίστησα, έκλεισα το τηλέφωνο και έκανα μια περασιά τους αριθμούς που είχα κρατημένους στη συσκευή –μπας και μου έρθει κάποια ιδέα. Μέχρι που η ιδέα απέκτησε όνομα και το όνομα αυτής Κώστας «Γκας» Καλαντζάκος.  Φυλακές Κορυδαλλού, προφυλακισμένος για συμμετοχή σε εμπρηστική ενέργεια, εκεί γνωριστήκαμε –η δίκη του δεν έγινε ποτέ. Τον είχαν αφήσει με περιοριστικούς όρους, είναι κι αυτό ένα από τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας με σημαίνοντα πρόσωπα της κοινωνίας. Τηλεφώνησα κι όσο περίμενα να το σηκώσει κοίταζα το ρολόι του μπαρ –κόντευε 4 το απόγευμα, θα τον πετύχαινα στο ξύπνημα.
«Ποιος πούστης...» ακούστηκε θαμπή η φωνή του από τα βάθη της κόλασης.
«Τι έγινε –σ΄ αφήσανε να πάρεις το κινητό στον τάφο σου;» απόρησα.
«Σε γαμάω...» μούγκρισε.
«Κάνω ένα μπανάκι κι έρχομαι», του απάντησα.
«Ποιος είσαι;»
«Λούης».
«Ζεις ακόμα ρε μουνί;»
«Δεν θα έπαιρνα όρκο περί αυτού», είπα σκεπτικά.
«Σ΄ αφήσανε;»
«Κοντεύω χρόνο έξω».
«Και γιατί δεν τηλεφώνησες νωρίτερα; Δε σου ‘χα πει οτι έχω έτοιμη δουλειά για σένα;»
«Ξέρω ‘γω... την είδα να μείνω λίγο έξω γι΄αυτό και σε απέφυγα. Πάντως μην ανησυχείς –όταν θελήσω να με ξαναβουτήξουν θα είσαι ο πρώτος που θα το μάθει».
«Ίσα ρε μόρτη –τα παιδιά που δουλεύουν για τον Γκας δουλεύουν για το δημόσιο. Μονιμότητα, σίγουρη συνταξιοδότηση, μέχρι και ιατροφαρμακευτική παρέχουμε...»
 «Ναι –τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στις φυλακές Διαβατών αλλά αποφάσισα να στηριχτώ για λίγο στην ιδιωτική πρωτοβουλία...»
«Μια ζωή μαλάκας», έβηξε ο Γκας.
«Δεν σε πήρα για να ρωτήσω πώς με βλέπεις», του ξεκαθάρισα.
«Αλλά;»
«Χάρης Αλευράς...»
Του έφαγε λίγο χρόνο μέχρι να συνδέσει το όνομα με πρόσωπο.
«Μου χρωστάει 5 χιλιάρικα –αν του τα πάρεις το 20% δικό σου», είπε στο τέλος.
«Εντάξει, θα το έχω υπόψη», τον έκοψα. «Για άλλο σε θέλω όμως. Θέλω το τηλέφωνό του και ίσως μια καλή κουβέντα από πάρτη σου».
«Τι παίζει;»
«Κάποιος με πληρώνει να βρω μια γκόμενα με την οποία τραβιόταν ο Αλευράς...»
«Έγινες νταβατζής ρε μαλάκα;» γέλασε ο Γκας.
«Μια γκόμενα με την οποία τραβιόταν προ δεκαπενταετίας ο Αλευράς», του ξεκαθάρισα.
«Τι ανωμαλία είναι αυτή τώρα;» απόρησε.
«Καλλιτεχνικά δρώμενα –δεν ασχολούμαι», του ξέκοψα.
«Καλλιτεχνικά τι;»
«Μη με πρήζεις ρε Γκας –θα μου κάνεις τη χάρη ή όχι;»
«Ναι μανούλα μου, ότι θέλει το φιλαράκι. Αλλά με ξύπνησες που με ξύπνησες, να μη μάθω και μισό κουτσομπολιό;»
«Όχι, να μη μάθεις».
«Εντάξει», είπε χολωμένα.
«Πώς πάνε οι δουλειές;» τον ρώτησα για να μαλακώσω λίγο την ατμόσφαιρα.
«Θα τα πούμε από κοντά –όποτε περάσεις από Ψυρρή, έλα να με βρεις. Αράζω στο Κατ Μπαλού».
«Τι είναι αυτό;»
«Μπαράκι. Το ΄χει ο Βασιλάκης ο Τηνιακός».
«Εντάξει, θα περάσω», του είπα κι έκλεισα.
Δεν υπήρχε περίπτωση.

Τέλειωσα τον καφέ μου, άναψα τσιγάρο –σύμφωνα με το ημερήσιο πρόγραμμά μου θα έπρεπε να περιμένω τουλάχιστον δυο ώρες πριν αρχίσω τις βότκες, αλλά η σημερινή ήταν ιδιαίτερη μέρα.
«Ιάκωβε, το ποτό μου», ζήτησα.
Ένα μήνυμα κουδούνισε στο κινητό μου. Ήξερα τι ήταν –το νούμερο τηλεφώνου δίπλα σ’ ένα ΟΚ.
Άμεση εξυπηρέτηση ο Γκας, χαμογέλασα και υπολόγισα οτι θα έπαιρνα τον Αλευρά μετά από μισή βότκα. Σ΄ αυτό το ελεύθερο διάστημα οργάνωσα κάπως τις σκέψεις μου, έβαλα σε μια τάξη το χάος και κάπνισα δυο τσιγάρα όσο το χάος παρέμενε απείραχτο. Πήρα τηλέφωνο τον Αλευρά.
«Ποιος;»
«Λούης Πετράς... Σας μίλησε για μένα...»
«Τι θες;»
«Κάποιες πληροφορίες για την Λίζα Φωτίου...»
Ένας παροξυσμός βήχα πετάχτηκε από το ακουστικό του κινητού μου.
«Πού τη θυμήθηκες αυτήν; Πάνε 10 χρόνια και».
«Εντάξει, αλλά ήθελα να σας ρωτήσω κάποια πράγματα. Γίνεται να τα πούμε από κοντά;»
«Ο Γκας μου είπε οτι είχατε κάνει μαζί....»
«Ναι».
«Από πότε προσλαμβάνουν φυλακόβιους στα ποικίλης ύλης;»
Το άφησα να περάσει χωρίς να πω κάτι.
«Έχετε χρόνο να τα πούμε από κοντά;»
«Εντάξει ρε παιδάκι μου –έλα. Σε μια ώρα στο μαγαζί μου, στην παραλία. Το ξέρεις;»
Είπα οτι το ήξερα και έκλεισα το τηλέφωνο.
«Ιάκωβε, θα χρειαστώ το Ντεντμομπίλ», πληροφόρησα τον μπάρμαν.
Εκείνος με κοίταξε αδιάφορα πριν μου πετάξει τα κλειδιά. Δεν έκανα καμιά κίνηση να τα πιάσω στον αέρα, απλώς τα φρέναρα με τη μπότα μου πριν χωθούν σε κάποια μυστήρια τρύπα του πατώματος.
«Τι –έτσι; Δεν θα πας να μου το ετοιμάσεις;» απόρησα.
«Έχει βενζίνη –φρόντισε μόνο να το παρκάρεις κανονικά όταν γυρίσεις, μη μαζεύουμε πάλι τις κλήσεις με τη σκούπα», μούγκρισε ο μπάρμαν και με ξενέρωσε πλήρως.
Τέλειωσα το ποτό μου, κάπνισα στα γρήγορα ένα τσιγάρο κι έτσι προετοιμάστηκα για μια ακόμα δύσκολη μέρα.
Έξω από το μπαρ ο αέρας εξακολουθούσε να χορεύει βαλς τα σκουπίδια, τα αυτοκίνητα εξακολουθούσαν να κορνάρουν ανυπόμονα (μέχρι που έφτανε η σειρά τους να παρκάρουν στη μέση του δρόμου και τότε οι πιο πίσω αναλάμβαναν το καθήκον του κορναρίσματος). Μια πλάκα στο πεζοδρόμιο κουνήθηκε λίγο κι αυτό με έβαλε σε διαδικασία περιδίνησης –έφταιγαν κάτι παλιά χτυπήματα στα πλάγια του κεφαλιού ή τα χρόνια που πέρασα σε κλειστούς χώρους, η επιστήμη ακόμα διαφωνούσε στο συγκεκριμένο θέμα. Όταν συνήλθα, άρχισα να ψάχνω το Ντεντμομπίλ το οποίο δεν ήταν τίποτα άλλο από μια Λάντσια Δέλτα -σκέτο φέρετρο –απομεινάρι της δεκαετίας του ’70. Μ΄ αυτό βολεύονταν οι μπάρμαν όταν χρειαζόταν να πεταχτούν για τίποτα δουλειές κι εγώ που το χρησιμοποιούσα όταν έπρεπε να απομακρυνθώ από το κέντρο. Τον υπόλοιπο καιρό σάπιζε παρκαρισμένο πέριξ του τετραγώνου.
Γι΄αυτό άλλωστε και μου έβγαλε την πίστη μέχρι να πάρει μπροστά, η μίζα βαριόταν να γυρίσει, δεν έβλεπε το λόγο, αλλά επέμεινα και τελικά μου έκανε το χατίρι. Το φέρετρο κύλησε ράθυμα προς την Ακαδημίας, κόλλησα στο μποτιλιάρισμα κι έτσι βρήκα την ευκαιρία να σκαλίσω λίγο το ραδιόφωνο. Έψαχνα κανένα σταθμό με ειδήσεις (το καλύτερο ηρεμιστικό για μποτιλιάρισμα) ή τίποτα πληροφορίες για την κίνηση στους δρόμους. Έπεσα σε υστερικές εκπομπές όπου υστερικές άντρες και βαριοί γυναίκες αράδιαζαν, άγνωστα σε μένα, ονόματα ανθρώπων με ρυθμό δακτυλογράφησης. Αφού δεν υπήρχαν ειδήσεις έμεινα σ΄ έναν  τέτοιο σταθμό και ήταν μεγάλη μαλακία μου γιατί κόντεψα να τρακάρω –πρόσεξε τι συνέβη. Από τους Στύλους ως το Δέλτα παρακολουθούσα με αγωνία τη στιχομυθία μεταξύ δυο πλασμάτων  περί του θανάσιμου αμαρτήματος κάποιας διάσημης κυρίας (της οποίας το όνομα δεν συγκράτησα) –αυτή λοιπόν η κυρία είχε κάνει κάτι πολύ χοντρό, αποτρόπαιο σα να λέμε κι απορούσα πώς τα κουβεντιάζουν αυτά στο ραδιόφωνο αντί να πάρουν επιτόπου την αστυνομία. Αλλά τι είχε κάνει, δεν το λέγαμε οι εκφωνητές (ή εκφωνήτριες –δεν μπορούσα να βγάλω άκρη). Σύρθηκα σ΄αυτή την υπόθεση μεταξύ διαφημιστικών και άσχετων θεμάτων μέχρι που, βγαίνοντας από τη στροφή στο Δέλτα έμαθα επιτέλους το αμάρτημα της κυρίας –είχε βγάλει τα παπούτσια της σε αεροπορική πτήση και βρωμάγανε τα πόδια της. Μου ΄φυγε προς στιγμή το τιμόνι, μπέρδεψα το φρένο με το γκάζι, πήγαινε καρφωτό το φέρετρο να καβαλήσει πεζοδρόμιο, το μάζεψα, ένας καργιόλης διάλεξε εκείνη ακριβώς τη στιγμή να μου κάνει σφήνα, παγωμένος ιδρώτας στη ραχοκοκαλιά μέχρι να διορθωθούν τα πράγματα. Ο καργιόλης πέρασε μπροστά και μου έκανε κωλοδάχτυλο, χαμογέλασα επειδή εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν τι θα έκανα στους παρουσιαστές του συγκεκριμένου σταθμού αν κάποτε πέφτανε στα χέρια μου. Κατά τα λοιπά, η διαδρομή μέχρι την παραλία εξελίχθηκε συνηθισμένα.

Είμαι συνεπής στα ραντεβού μου, με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνεται το ρηθέν του προφήτη περί του οτι «η συνέπεια στα ραντεβού είναι μια πολύ μοναχική εμπειρία». Βέβαια, η συνέπεια στα ραντεβού, κάποιες φορές, σώζει ζωές – φτάνοντας νωρίς μπορεί να τους πιάσεις στα πράσα όσο σου στήνουν την παγίδα –αλλά αυτή η φορά δεν έμοιαζε για τέτοια. Το παραλιακό μαγαζί ήταν ακόμα κλειστό, κάτι πλαστικοί φοίνικες στην είσοδο με κοροϊδεύανε ασύστολα κι ένα ξεθωριασμένο κόκκινο χαλί γεμάτο χαλίκια που έφτανε μέχρι το πάρκινγκ με βύθισε στην κατάθλιψη. Ο αέρας δίπλα στη θάλασσα ήταν 2 μποφόρ δυνατότερος, κι έτσι ένιωσα λίγο Κώστας Πρέκας που περιμένει την Έλενα Ναθαναήλ για να της ανακοινώσει οτι λίαν συντόμως πεθαίνει από ανίατη πλήξη. Ευτυχώς ο Μανιάτης δεν είχε παίξει σε τόσο μεγάλες σάχλες –άρα δεν θα χρειαζόταν να υποκρίνομαι οτι δεν αναγουλιάζω κάθε φορά που θα έλεγα το όνομά του. Κάποιος θόρυβος ακούστηκε από το κλειστό μαγαζί, σε λίγο πετάχτηκε μια ατσούμπαλη καθαρίστρια σέρνοντας μερικές μαύρες σακούλες.
«Καλησπέρα», της ευχήθηκα.
Με κοίταξε απορημένη πριν επιστρέψει στα βάσανά της και με ξεχάσει πλήρως.
«Συγνώμη...» είπα.
«Το μαγαζί είναι κλειστό», μούγκρισε.
Λες και δεν το’ βλεπα....
«Έχω ραντεβού με τον κύριο Αλευρά», ξαναδοκίμασα την τύχη μου.
«Το μαγαζί είναι κλειστό», επέμεινε η καθαρίστρια.
Κοίταξα κατάπληκτος τους πλαστικούς φοίνικες, το βρωμερό κόκκινο χαλί και την μισόκλειστη βαριά πόρτα.
«Αλήθεια;» απόρησα «Και πότε ανοίγετε;»
«Το μαγαζί είναι κλειστό», μου εξήγησε η καθαρίστρια και έφυγε σφαίρα για τον πλησιέστερο κάδο.
Άναψα τσιγάρο. Στις πρώτες τζούρες ήρθε ένα κτηνώδες τζιπ με φιμέ τζάμια να μου χαλάσει την ησυχία – ο αέρας σώπασε και τα χαλίκια εκτινάχθηκαν φονικά καθώς το τζιπ φρέναρε. Από την πόρτα του οδηγού βγήκε ένας ουραγκοτάγκος χωρίς ίχνος σβέρκου, από την πίσω πόρτα βγήκανε δυο χτικιάρηδες -τελευταίος εμφανίστηκε ο Χάρης Αλευράς, καλογυαλισμένος σαν  ασημένιο τασάκι. Λαμέ κοστούμι χωρίς γραβάτα, μεταξωτό πουκάμισο, γυαλί γιγαντοοθόνη, τα λουστρίνια του επέπλευσαν για λίγο στα χαλίκια πριν βρουν άμμο λόγω βάρους. Μου έριξε μια βιαστική ματιά πριν κατευθυνθεί φουριόζος προς το μαγαζί του.
«Εσύ είσαι ο Πετράς;» ρώτησε ένας από τους χτικιάρηδες.
Το παραδέχτηκα.
«Πέρνα μέσα», μου είπε.
Ακολούθησα λοιπόν την κουστωδία των παλιάτσων, μπήκαμε στο μαγαζί που βρώμαγε τσιγάρο, μαραμένα γαρύφαλλα και κάτουρο. Η παρέα κάθισε στο πρώτο τραπέζι μπροστά στην πίστα, κάθισα κι εγώ χαζεύοντας τα παρατημένα μουσικά όργανα και τους σβηστούς προβολείς.
«Λέγε», έκρωξε ο Αλευράς. «Και γρήγορα –έχουμε δουλειές».
Η φωνή του θύμιζε έντονα τσατσά της οδού Φυλής στα τελευταία στάδια καρκίνου του λάρυγγα. Έτσι όπως έγειρε προς το μέρος μου με πήρε η μπόχα από το πατσουλί κι ανακάλυψα οτι φορούσε περουκίνι.
«Ψάχνω τη Λίζα Φωτίου», είπα.
«Στ΄αρχίδια μου», απάντησε.
«Επειδή έχω ακούσει οτι πέρασε κι από κει, γι΄αυτό ήρθα σε σένα...» έριξα το καλαμπουράκι.
Ξεκαρδίστηκε και πνίγηκε στο βήχα του ο μαλάκας.
«Καλώς», είπε στο τέλος.
«Λοιπόν;» αναρωτήθηκα.
Ο Αλευράς τεντώθηκε στην καρέκλα η οποία διαμαρτυρήθηκε διακριτικά, έξυσε τ΄αρχίδια του έξω από τον λαμέ καβάλο και ένευσε χωρίς να κοιτάζει. Ο ουραγκοτάγκος εμφανίστηκε.
«Το δικό μου κι ότι πάρει το παιδί», διέταξε.
«Μια Στολίσναγια τόνικ», ζήτησα.
Ο Αλευράς ξίνισε σα να είχα ζητήσει ορυκτέλαιο αλλά δεν σχολίασε.
«Ωραίο μουνί στα νιάτα της», αναπόλησε. «Την είχα άχτι από μικρός αλλά όταν μου ΄κατσε είχε καταντήσει πλισές. Το ‘κανα το ψυχικό, έτσι, τιμής ένεκεν....»
Περίμενα καπνίζοντας –ο ουραγκοτάγκος είχε ήδη φέρει τα ποτά μας.
«Ήμασταν μαζί κοντά ένα χρόνο, περισσότερο δεν αντεχόταν –την έστειλα...»
«Πόσος καιρός πάει από τότε;»
Ο Αλευράς αναστέναξε βαριά.
«Πάνω από 10 χρόνια, κάτω από 20...»
«Και μετά; Πού πήγε η Φωτίου;
«Ξέρω ‘γω πού πήγε; Σπίτι της για μπιντέ –τι με ρωτάς τώρα...»
Σκέφτηκα λίγο κι αποφάσισα να το πιάσω διαφορετικά το ζήτημα.
«Είχε κάποιο σπίτι εκτός από εκείνο στη Νέα Σμύρνη; Κάποιο εξοχικό ας πούμε...»
«Η Λίζα;» ξεκαρδίστηκε ο Αλευράς. «Ρε παιδί, η Λίζα δεν είχε δεύτερη κιλότα, όταν έβαζε πλύση δεν ξεμύταγε από το σπίτι για να μην τριγυρνάει ξεβράκωτη –άκου εξοχικό...»
Δυσανασχέτησα.
«Σα χοντρά να μου τα λες ρε αφεντικό», του είπα. «Τόσες ταινίες είχε κάνει η γυναίκα, εκείνη την εποχή μάλιστα έπαιζε και σε κάτι σήριαλ –από πού τόση φτώχεια;»
Τότε οι δυο χτικιάρηδες σπρώξανε τις καρέκλες τους κοντά μου, με αγριοκοίταξαν κι ο αριστερός έχωσε τη χλεμπόνα του μπροστά στη μύτη μου.
«Και τι είπαμε πώς τη θέλεις την κυρία Φωτίου;» με ρώτησε.
Ένιωσα λίγο ασφυκτικά.
«Δεν τους παίρνεις από τη μούρη μου γιατί είμαι κι ευαίσθητος στις ιώσεις;» ζήτησα κοιτάζοντας καρφί τον Αλευρά.
«Εγώ σου μιλάω...» μου είπε ο δεξιός χτικιάρης.
Κούμπωσα.
«Κατά πρώτον δεν μου μιλάς εσύ και κατά δεύτερον τραβήξου μη σε γαμήσω», του ζήτησα.
Τα υπόλοιπα ήρθαν κάπως πιο γρήγορα απ΄ότι υπολόγιζα, δηλαδή ο ουραγκοτάγκος μού έριξε μια σβουριχτή στο σβέρκο επειδή, σα μαλάκας, τον είχα χάσει από τα μάτια μου –σωριάστηκα.
Ξέμπλεξα τα πόδια μου από την πεσμένη καρέκλα, τίναξα τη σκόνη από το τζιν μου και στήθηκα με τα πόδια μισάνοιχτα, καουμπόικα να πούμε, απλώς και μόνο για να μου τραβήξει μια ξυριστή κλωτσιά στα τακούνια ένας από τους χτικιάρηδες και να με ξανασωριάσει. Δεν έβγαζε πουθενά αυτό το αστείο.
Ξανασηκώθηκα.
Ο ουραγκοτάγκος και ο ένας χτικιάρης ήταν μπροστά μου, τους κοίταξα κι απότομα έκανα μια πιρουέτα 180 μοιρών για να βρεθώ φάτσα με τον χτικιάρη νούμερο 2 που ετοιμαζόταν να με ξανακοπανήσει πισώπλατα –το φανταζόταν αλλά όχι τόσο γρήγορα κι έτσι του εφάρμοσα το φημισμένο αριστερό μου κροσέ και τον απογείωσα. Οι άλλοι δυο όρμησαν ταυτόχρονα.
«Έλα, φτάνει με τις μαλακίες», μούγκρισε ο Αλευράς.
Οι λεβέντες του κοκάλωσαν επιτόπου.
«Ο Γκας μου είπε οτι του χρωστάς κάτι φράγκα, δε νομίζω οτι θα χαρεί όταν μάθει πώς με υποδέχτηκες», εξηγήθηκα.
«Νερό κι αλάτι», έκανε ο Αλευράς. «Που ‘σαι, φέρε ακόμα ένα στο παλικάρι», διέταξε τον ουραγκοτάγκο πριν γυρίσει προς το μέρος μου. «Ότι έγινε –έγινε», μου είπε.
Ξανακάθισα απέναντί του.
«Εντάξει, αλλά πες στους καργιόληδες να πάνε δυο τραπέζια παραδίπλα», του ξεκαθάρισα.
Ενοχλήθηκε αλλά τους έκανε νόημα με τα μάτια.
«Δε μ΄ αρέσουν τα κουτσομπολιά», ψιθύρισε ο Αλευράς.
«Ούτε μένα. Κι αν είχες να μου δώσεις μια διεύθυνση για το που μένει η Φωτίου δεν θα σε ρωτούσα ούτε καν το μικρό της όνομα. Βλέπεις, πρέπει απλώς να τη βρω...» απολογήθηκα.
«Κι ο λόγος;»
«Κάποιο αφιέρωμα για τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και θέλουν να της πάρουν συνέντευξη».
«Μπέσα;»
«Έτσι μου είπαν αυτοί που με προσέλαβαν, έτσι σου λέω».
Το σκέφτηκε λίγο αυτό κι όσο σκεφτόταν έβγαλε ένα μαρκούτσι από το τσεπάκι του, κάτι σαν πιπέτο χωρίς τσιγάρο. Καθόμουν εκεί πέρα και τον κοίταζα όσο πάταγε ένα κουμπάκι στη μέση του πιπέτου και ρούφαγε ενώ άναβε στην άλλη άκρη το μπλε φωτάκι.
«Παλεύω να το κόψω το ρημάδι», μου δικαιολογήθηκε.
Κούνησα το κεφάλι με κατανόηση.
«Σκέτος καρκίνος είναι», τον σιγοντάρισα και καπάκι τράβηξα ένα Πλέιερς Σπέσιαλ Νέιβι Κατ για να το ανάψω μπροστά στη μούρη του.
«Λοιπόν η Λίζα...», μουρμούρισε ο Αλευράς παίρνοντας μια νοσταλγική φάτσα σκέτη κακογουστιά. «Παλικάρι μου, αν είχε μυαλό αυτή η γκόμενα θα ήταν δική της η μισή Αθήνα, τόσο που χρέωνε τις βίζιτες στα νιάτα της...»
«Βιζιτού η Φωτίου;» απόρησα.
«Είσαι μικρός και δεν τα ξέρεις...» με συμπόνεσε. «Την είχε πάρει όλη η καλή Αθήνα και η μισή Θεσσαλονίκη».
«Πάντα ριγμένη η συμπρωτεύουσα», διαπίστωσα.
«Εγώ ήμουνα μικρός τότε, πούλαγα κέρατα στο Μοσχάτο, αλλά τα ‘μαθα αργότερα από σίγουρη πηγή. Λέγανε οτι έτσι βγήκε στον κινηματογράφο, το σίγουρο πάντως είναι οτι μετά που τη χώρισε ο Μανιάτης ξεσκίστηκε».
«Και τα λεφτά τι τα ΄κανε;»
«Είχαν ακουστεί διάφορα για τζόγο...»
«Εύκολο», είπα.
Με κοίταξε απορημένος.
«Ο τζόγος είναι στανταράκι όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε εξαφανισμένα χρήματα», υποστήριξα.
Χαμογέλασε.
«Είσαι έξυπνο αγόρι», διαπίστωσε.
«Και λοιπόν; Σκοπεύεις να με στεφανωθείς;» απόρησα.
Έριξε ένα βήξιμο ξεγυρισμένο.
«Όσο ήμασταν μαζί έβγαζε φράγκα –όχι από βίζιτες και τέτοια, δεν τα σηκώνω αυτά... Αλλά δεν είδα ποτέ δραχμή... Τι τα έκανε, πού τα χάλαγε –δεν ξέρω. Δεν τζογάριζε πάντως, αυτό σίγουρα».
«Κάνα νόθο παιδί;» αναρωτήθηκα.
«Πολύ ελληνικό σινεμά βλέπεις», γέλασε.
«Τότε τι;»
«Βρες το –τι με νοιάζει εμένα;» με γείωσε ο Αλευράς.
«Με δυο λόγια δεν ξέρεις τίποτα για την Φωτίου», συμπέρανα.
«Τίποτα πέρα από το πώς τον έπαιρνε...»
Αποφάσισα να κάνω μια τελευταία προσπάθεια πριν εγκαταλείψω.
«Κι αν έλεγα στον Γκας να μην επιμένει άλλο για εκείνο το χρέος;» πρότεινα.
«Τότε θα σου ζητούσα ακόμα μια ανάλογη πίστωση...» υπολόγισε εκείνος.
«Κι εγώ θα σου πρότεινα να πας να γαμηθείς», του εξήγησα.
Σήκωσε τους ώμους δήθεν ανήμπορα. Κι εγώ μάζεψα την πραμάτεια μου, παίρνοντάς το απόφαση οτι είχα χάσει ένα ακόμα απόγευμα.
«Σοβαρολογείς δηλαδή για το χρέος;» με ρώτησε ο Αλευράς.
Ξανακάθισα.
«Η Φωτίου πήγαινα συχνά σ’ έναν ανώμαλο ονόματι Βίκτορα....» σταμάτησε για να σκεφτεί, πράγμα που του πήρε κάμποση ώρα κι ανάλογο ξύσιμο «Βίκτορα Αλεξιάδη», είπε τελικά.
«Τι μέρος του λόγου ήταν αυτός; Αδερφή κι έτσι;» ρώτησα.
«Όχι ρε –σου είπα, ανώμαλος. Οι πούστηδες βολεύονται με τον τρόπο τους, εκείνος δε βολευόταν με τίποτα. Ρε Λιζάκι, της έλεγα, τι τρέχει με τον μυστήριο; Να πω οτι σε πηδάει, να το καταλάβω δηλαδή. Αλλά αυτός για να φορέσει την παντόφλα του χρειάζεται νοσοκόμα.... Κάθε που της αρχίναγα κουβέντα με κοίταγε το Λιζάκι σε στυλ Μπριζίτ Μπαρντό, επιτόπου ξέχναγα τι έλεγα και θυμόμουν τις μαλακίες που είχα τραβήξει για πάρτη της...»
«Της Μπριζίτ Μπαρντό;
«Της Λίζας ρε παιδί μου –όταν ήμουνα μικρότερος...»
«Μάλιστα. Και αυτός ο Αλεξιάδης;»
«Άφραγκος λεφτάς. Έχει ένα ρετιρέ στο Κολωνάκι κι αγναντεύει την ψωμόλυσσά του από τους πέντε ορόφους».
«Διεύθυνση;»
Ο Αλευράς τεντώθηκε πάλι προς τα πίσω, ένας από τους χτικιάρηδες τσακίστηκε να έρθει κοντά του.
«Πήγαινε αγορίνα στο γραφείο μου και φέρε την καφέ ατζέντα», του είπε.
Ο χτικιάρης εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Ο Αλευράς έκανε νόημα στον άλλο χτικιάρη.
«Ήρθαν τα παιδιά;» τον ρώτησε.
«Όχι ακόμα», μουρμούρισε εκείνος.
«Άμα έρθουν να τους ξεχέσεις και μετά να μου τους στείλεις», είπε ο Αλευράς.
Ο χτικιάρης απομακρύνθηκε.
«Κατάλαβες;» μου παραπονέθηκε ο Αλευράς. «Τους πληρώνω, τους έχω κάνει ανθρώπους από πλανόδιους μουσικούς και μου το παίζουν σνομπαρία».
Κατάλαβα αλλά δεν μίλησα γιατί εκείνη τη στιγμή έφτασε η καφέ ατζέντα. Ο Αλευράς την ξεφύλλισε, μετά έκοψε ένα κομμάτι χαρτί, σημείωσε μια διεύθυνση και μου το έδωσε.
Το πήρα, σηκώθηκα, οριστικά αυτή τη φορά και τον ευχαρίστησα.
«Μην ξεχάσεις να ενημερώσεις τον Γκας», μου είπε.
Τον διαβεβαίωσα οτι δεν θα το ξέχναγα και προφανώς έλεγα ψέματα.

Ο αέρας έξω δεν είχε κόψει, σήκωσα τους γιακάδες του δερμάτινου μπουφάν μου και χώθηκα τρέχοντας στο αυτοκίνητο. Βγήκα στην παραλιακή ενώ σκεφτόμουν οτι έπρεπε σύντομα να πιάσω τον περιφερειακό για να περάσω από τα σπίτια των συγγενών της Λίζας Φωτίου. Αυτό ήταν το σωστό, θα γλίτωνα χρόνο και κόπο, αλλά προτίμησα να πάω στη Νέα Σμύρνη για να πάρω λίγο μάτι το πρώην σπίτι της. Ήθελα να πατήσω την άσφαλτο έξω από το σπίτι της, να ακουμπήσω τίποτα καχεκτικά δεντράκια στο πεζοδρόμιο, να μυρίσω τον αέρα της γειτονίας της, να μιλήσω με τον περιπτερά της, τον εβγατζή της ή όποιον άλλο παλιόγερο ήταν πρόχειρος για κουτσομπολιό.

Η Λίζα Φωτίου ήταν μια όμορφη γυναίκα που γέρασε άσχημα. Ίσως να αποφάσισε κάποια στιγμή οτι θα ήταν καλύτερο να εξαφανιστεί παρά να βλέπει ο κόσμος την κατάντια της. Αν  θέλεις τη γνώμη μου –καλά έκανε. Γιατί κάποιος πρέπει να προστατεύει τα όνειρα κι αν εμείς δεν μπορούμε να το κάνουμε τότε αναλαμβάνουν τα ίδια τα όνειρα ν΄ αυτοπροστατευτούν. Κρυμμένα πίσω από βαριές κουρτίνες, αποφεύγοντας το φως και τα αιχμηρά μάτια, τα όνειρα μάς παρακολουθούν.

Το κιβώτιο του Ντεντμομπίλ διαμαρτυρήθηκε όταν έβαλα δευτέρα καρφωτή για να μη ντεραπάρω στη στροφή προς Νέα Σμύρνη. Σκόπευα να ξεθάψω ένα όνειρο κι αυτό μόνο μπελάδες μπορεί να φέρει. Πολλούς μπελάδες, σε πολλούς ανθρώπους.

7 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Χάρακας ή Σάπιος ή Σογιάς ή Μάρλης είπε...

Φιλε, παρατα ησυχη τη Φωτιου μη σε βρει κανας μπελας. Ενας φιλος.

The Motorcycle boy είπε...

"Φίλε -το νεκροταφείο της πόλης μας είναι γεμάτο φίλους"

Μαρλυ δε Κιντ είπε...

Και μια αορατη ορχηστρα αρχισε να παιζει Εννιο Μορικονε.

The Motorcycle boy είπε...

Έννοια σου Μουρηκόνε και θα σε κανονίσω εγώ...

Μάικ Χάμερ είπε...

Πρόσεχε. Οι κοκκινομάλλες φέρνουν πάντα γρουσουζιά.

Σαντανς Μαρλυ είπε...

Τι? Θα μου φας ολα τα κουλουράκια?

The Motorcycle boy είπε...

Μάικ, τραστ μι, άι νόου γουάτ αμ ντούιν!

Μπίλυ δε Μάρλυ, υπολογίζοντας καθαρά τον κυβισμό -όχι μόνο τα κουλουράκια αλλά και κάνα δάχτυλο μπορεί να σου δαγκώσω αν το δω να περνάει από μπροστά μου.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι