Τρίτη, Δεκεμβρίου 10, 2013

16. «Όλο μόνοι τελειώνουμε»

Προηγούμενα:

2. Όλα δείχνουν χειρότερα την Κυριακή
3. Σα σκυλιά που κυνηγάνε την ουρά τους 
4. "Ο χλωμός εραστής με το άνθος στην κομβιοδόχη" 
5. Μια ενοχλητική φωτογραφία 
6. Δέκα λεπτά μετά τη Ναστάζια Κίνσκι
13. "Εμείς είμαστε οι άλλοι"
14. «Αρχίδια, γλυκιά μου»
15. Φεύγοντας μόνος

Και κοίτα να δεις που στην κηδεία του Τάκη είχε πλημμυρίσει το νεκροταφείο με δημοσιογράφους, κάμερες, μαρκούτσια… Απ΄ έξω κάτι όψιμοι άγριοι φώναζαν δήθεν επαναστατικά συνθήματα μέχρι που βαρέθηκαν και πήγαν για καφέ ή μπύρα (αδιευκρίνιστο, εφόσον η κηδεία του Τάκη έγινε νωρίς το απόγευμα).
Σύμφωνα με τα δελτία ειδήσεων της προηγούμενης μέρας: «Γνωστός πρώην αντιεξουσιαστής δολοφονήθηκε κάτω από ανεξακρίβωτες συνθήκες», σύμφωνα με τα κουτσομπολιά του ίντερνετ, «τον φάγανε οι φασίστες –αντίποινα για το φόνο του Βυθούλκα». Είχε στηθεί λοιπόν μια πρόχειρη διαδήλωση διαμαρτυρίας, τα κανάλια πλάκωσαν στο σπίτι της οικογένειας, η Μαρίνα γαμήθηκε ολοσχερώς προσπαθώντας να προστατεύσει τα παιδιά της, ο Κώστας ήταν δυο μέρες άυπνος –στην πόρτα να διώχνει τους δημοσιογράφους –πέρασαν και κάτι μπασκίνες για ερωτήσεις αλλά τους έδιωξε κι αυτούς μέσα στο σωρό.

Είχε συννεφιά ευτυχώς. Και λίγο κρύο.
Η Μαρίνα στεκόταν στη μέση, πλαισιωμένη από τα πιτσιρίκια, μετά μικρό κενό και παραδίπλα οι υπόλοιποι. Φωνές και σπρωξιές πίσω τους. Ο Κώστας σε ρόλο μαντρόσκυλου –να ξεχωρίζει τους κρετίνους από τους φίλους και συγγενείς. Ο Αργύρης μισοκρυμμένος στη δεύτερη σειρά. Η Αθηνά δίπλα στον Κώστα. Η Σόνια στα πλάγια, μόνη της, αποκομμένη. Όλοι εκεί. Κι ο Βασίλης με τη γυναίκα του –σοβαροί, μετρημένοι, επίσημοι. Στην πρώτη σειρά. Ησυχία πάνω από τη φασαρία. Πολιτική κηδεία, χωρίς παπάδες. «Θέλει κανένας να πει δυο λόγια για τον εκλιπόντα;»
«Τελειώνετε και άντε γαμηθείτε», μούγκρισε ο Κώστας από πίσω, σπρώχνοντας το μακρύ «καλάμι» ενός μικροφώνου.
Το φέρετρο κατέβηκε στο λάκκο.
Ο Αργύρης βγήκε μπροστά. Έριξε μια χούφτα μαύρο χώμα. Τόσο μαύρο όσο τα μάτια του. Ο Κώστας δεν πρόλαβε. Η Μαρίνα έκανε δυο βήματα, κοντοστάθηκε –ένιωσε να χάνεται αλλά θυμήθηκε τα παιδιά, συνήλθε. Η Σόνια άναψε τσιγάρο –πάντα σε απόσταση.
Η σεμνή τελετή έληξε.

Η Μαρίνα άφησε τα πιτσιρίκια στη μάνα της και πήγε προς το δικό της αυτοκίνητο. Ο μεγάλος γιος του Τάκη ξέκοψε από τα υπόλοιπα παιδιά, πλησίασε τον Κώστα και τον τράβηξε από το μανίκι.
«Κουράγιο μικρέ», είπε ο Κώστας.
«Μάθε ποιος το έκανε», μούγκρισε το παιδί κοιτάζοντάς τον άγρια.
«Και τι θα βγει;» απόρησε ο Κώστας.
«Θα τον σκοτώσω», είπε το παιδί.
«Ηρέμησε μικρέ», προσπάθησε να του χαϊδέψει τα μαλλιά ο Κώστας.
Ο μικρός τραβήχτηκε.
«Άμα πεθάνει αυτός που το ‘κανε θα ηρεμήσω», φώναξε κι έφυγε να προφτάσει τ’ αδέρφια του.
Ο Κώστας έμεινε να τον κοιτάξει σκεπτικός.
«Το ίδιο θα ΄λεγε κι ο Τάκης», μουρμούρισε.
Τότε τον πρόφτασε ο Αργύρης.
«Πάμε με τη Μαρίνα», του είπε.
«Φύγαμε».
«Η Αθηνά;»
«Δεν χρειάζεται να έρθει. Η Σόνια;»
«Θα έρθει και η δικιά της σειρά».
«Τι εννοείς;»
«Πάμε με τη Μαρίνα», επανέλαβε ο Αργύρης.
Δεν την άφησαν να οδηγήσει. Δεν είπαν κουβέντα σε όλη τη διαδρομή.

 Ο Αργύρης μύρισε το θάνατο πριν ακόμα ξεκλειδώσει την εξώπορτα η Μαρίνα, αηδίασε αλλά προσπάθησε να μην το δείξει.
«Βολευτείτε, πάω να φτιάξω καφέ», είπε η Μαρίνα και χώθηκε στην κουζίνα.
Κάθισαν απέναντι ο ένας απ΄ τον άλλο και καταπλακώθηκαν από την ησυχία του διαμερίσματος.
«…κάνα ξύδι…» ακούστηκε να λέει ο Κώστας.
«Τι πράγμα;»
«Θα προτιμούσα να πίναμε κάνα ξύδι αντί για καφέ», επανέλαβε ο Κώστας.
Κι ο Αργύρης ξαναβούλιαξε στην αφηρημάδα του.

Η Μαρίνα μπήκε κουβαλώντας ένα δίσκο με φλιτζάνια, καφετιέρα κι ένα μπουκάλι κονιάκ.
«Δεν έχουμε κουλουράκια», ψέλλισε απολογητικά.
«Δεν χρειάζεται», την καθησύχασε ο Αργύρης.
Κι εκείνη τον κοίταξε άγρια.
Κάθισε απέναντί του, πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο του Κώστα, το άναψε, πνίγηκε από τον ξανθό καπνό.
«Τι σκατά καπνίζεις», βόγκηξε γυρίζοντας προς το μέρος του.
Ο Κώστας σήκωσε τους ώμους αμήχανα.
«Λέγε», έκανε η Μαρίνα απότομα στρίβοντας προς τον Αργύρη.
«Είναι δικό μου το λάθος», παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Αλλά τον δικό μου άντρα φάγανε», είπε η Μαρίνα.
Ο Κώστας άναψε τσιγάρο χαζεύοντας τα παπούτσια του.
«Όταν πέθανε η Μαρία μαχαίρωσα ένα Μετωπίτη», μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Γιατί; Τιμής ένεκεν;» απόρησε η Μαρίνα.
«Ένα βράδυ έτρεχα να της βρω φάρμακα. Με στρίμωξαν σε μια πλατεία για έλεγχο και με ξεφτίλισαν –αυτός που μαχαίρωσα έκανε κουμάντο».
«Και είπες να ξεπλύνεις τη ντροπή», γέλασε η Μαρίνα.
«Έχει σημασία τι είπα;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Σωστά. Προχώρα».
«Πιάσανε μετά εκείνον τον Πακιστανό και του φόρτωσαν το φόνο… Έπρεπε να κάνω κάτι…»
«Και τι έκανες; Έφαγες κι άλλο Μετωπίτη;»
«Το σκεφτόμουν, το σχεδίαζα… Αλλά με πρόλαβαν κάτι φουσκωτοί –ποιος ξέρει τι νταραβέρια είχαν. Βρήκα την ευκαιρία κι ανέλαβα την ευθύνη ανωνύμως. Δεν έφταιγε τίποτα ο Πακιστανός…»
«Ο Τάκης τι σχέση είχε με όλα αυτά;»
«Καμιά. Απλώς του τα είχα πει».
«Παρακάτω…»
«Μετά άρχισε να πουλάει μούρη αυτός ο Βυθούλκας…»
«Οπότε σκέφτηκες να τον καθαρίσεις κι αυτόν σαν τους άλλους για να μην τον προσβάλεις», σφύριξε η Μαρίνα.
«Κάπως έτσι…»
«Μια ζωή μαλάκας…» σχολίασε εκείνη.
«Πες το κι έτσι…» της απάντησε ο Αργύρης.
«Ο Τάκης πότε μπλέκεται στην υπόθεση;»
«Όταν αποφασίζουμε να μην αφήσουμε μόνο τον Αργύρη…» πετάχτηκε ο Κώστας. «Κι έτσι…»
«Τον Τάκη τον κρεμάσαμε, τον αφήσαμε απέξω. Εμείς οι δυο πήγαμε για τον Βυθούλκα, ο Τάκης έφαγε στήσιμο», είπε ο Αργύρης.
«Γι΄αυτό δεν ήθελε να σας δει τον τελευταίο καιρό;»
«Γι΄αυτό».
«Και τότε πώς…» αναρωτήθηκε η Μαρίνα.
«Ήρθε τις προάλλες στο σπίτι μου ένας καργιόλης –τον είχε στείλει μάλλον ο Άκης ο Σιρχάν», είπε ο Αργύρης.
«Σιρχάν Σιρχάν;» έκαναν με μια φωνή ο Κώστας και η Μαρίνα.
«Αυτός…»
«Και;»
«Μου είπε οτι ήταν από κάποια οργάνωση και θέλανε να πάρουν την ευθύνη της δολοφονίας Βυθούλκα. Να τους πω λεπτομέρειες, για να γίνουν πιστευτοί…»
«Κι εσύ φυσικά τού είπες –κάνω λάθος;» πετάχτηκε ο Κώστας με ανακούφιση.
Ο Αργύρης δε μίλησε.
«Δεν του είπες;» πάγωσε ο Κώστας.
«Δε γούσταρα τη φάτσα του…» ψιθύρισε ο Αργύρης.
«Δηλαδή –κάτσε να καταλάβω. Έχουμε φάει έναν άνθρωπο…»
«Μετωπίτη, όχι άνθρωπο».
«Έστω κι έτσι… Έχουμε φάει αυτόν τον τύπο μαζί κι έχεις φάει έναν μόνος σου, άσε που έχεις πάρει και την ευθύνη για άλλον ένα. Έρχεται λοιπόν κάποιος και σου λέει, ‘αναλαμβάνω τις ευθύνες και σε καθαρίζω’. Κι εσύ αντί να τον κεράσεις τίποτα γαλακτομπούρεκα, μην αλλάξει γνώμη και φύγει, τον διώχνεις;»
«Δεν έχω γλυκά στο σπίτι…»
«Γιατί;»
«Δεν τα πολυτρώω».
«Γιατί δεν τον άφησες να αναλάβει την ευθύνη –ρωτάω».
«Κι αν ήταν μπάτσος;»
«Μπάτσος ε; Δηλαδή λες να ξέρανε οι μπάτσοι οτι έχεις φάει τόσο κόσμο και να έρχονταν στο πούστικο να σε τουμπάρουν…»
«Δε λέω αυτό».
«Τότε τι;»
Ο Αργύρης ανάβει τσιγάρο σκεφτικός.
«Δεν ξέρω… Δε γούσταρα ρε φίλε. Να δίνω αναφορά σε τσιράκια τού Σιρχάν; Εσύ δηλαδή θα ένιωθες εντάξει μετά;» μουρμούρισε.
«Εντάξει… ο Σιρχάν κάπως χαφιές από αρχαιοτάτων…» παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Δεν ήθελα ιστορίες μαζί του –για ποιο λόγο άλλωστε; Κάναμε ότι κάναμε και το θέμα τελείωσε».
«Πότε τελείωσε; Πριν φάνε τον Τάκη ή μετά;» τον επανέφερε η Μαρίνα.
«Ποτέ δεν τελείωσε, τόσα χρόνια…» παραδέχτηκε ο Κώστας.
«Θες να πεις οτι ο Σιρχάν σκότωσε τον Τάκη;» ρώτησε η Μαρίνα.
«Δεν ξέρω. Πάντως ο Τάκης σκοτώθηκε μια μέρα μετά τη συνάντησή μου με τον καργιόλη τού Σιρχάν… Αν δεν είχε νταραβέρια με τίποτα άλλο –πού, αν είχε, θα μας το έλεγε –κι αν δεν μας πήραν είδηση οι Μετωπίτες –πού αν μας έπαιρναν, θα την έπεφταν πρώτα σε μένα ή τον Κώστα…» έκανε σκεφτικά ο Αργύρης.
«Πώς βρέθηκε μόνος στην πλατεία ο Τάκης;» ρώτησε ο Κώστας.
«Δεν ήμασταν καλά τώρα τελευταία. ‘Μιλούσαμε μόνο με νοήματα’ –κατάλαβες; Κάτι τον έτρωγε και δε μου έλεγε κι εγώ θύμωνα –τόσο μαλακισμένη!» η Μαρίνα έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας να καταπιεί. Ήπιε μια γουλιά καφέ με κονιάκ.
«Πλακωμένος μαζί σου, πουλημένος από μας…» είπε ο Κώστας.
«Όλο μόνοι τελειώνουμε», μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Τελικά ποιος σκότωσε τον Τάκη;» ρώτησε ο Κώστας.
Τον κοίταξαν αμίλητοι. Μετά φρεσκάρισαν το κονιάκ στους καφέδες τους και τα τσιγάρα στο τασάκι.
«Ωραία όλα αυτά. Αλλά από πού έμαθε ο Σιρχάν οτι σκοτώνετε Μετωπίτες;» ρώτησε η Μαρίνα.
Ο Αργύρης την κοίταξε αμίλητος. Αυτή η γυναίκα είχε πολλά πράγματα πάνω της που θύμιζαν το κορίτσι του Τάκη, από εκείνη την, σχεδόν ανύπαρκτη (τώρα που το ξανασκεφτόταν) εποχή όπου οι τρεις τους έκαναν σχέδια για το πώς θα πέσει η Μαρίνα και έστηναν κομπίνες για να τη χωρίσουν από το μαλάκα που την τραβολόγαγε. Το κορίτσι του Τάκη. Από τη μέρα που τα φτιάξανε –νύχτα ήταν, και στο δίπλα δωμάτιο επικρατούσε ντουμάνι ιδεολογικής ανάλυσης –η Μαρίνα έγινε μέλος της παρέας με  άνεση βετεράνου. Μιλούσαν μαζί της για τα πάντα κι εκείνη ήταν μαζί τους στα πάντα.
«Στάσου ρε γαμώτο!» πετάχτηκε η Μαρίνα. «Είχατε ποτέ την ηλίθια ιδέα να νοικιάσετε ιστιοπλοϊκό;»
Ο Αργύρης δαγκώθηκε, αλλά ο Κώστας, ανυποψίαστος, πρόλαβε να πεταχτεί.
«Ιστιοπλοϊκό; Τι παπαριές είναι αυτές –ποιος το σκέφτηκε;»
«Η Σόνια», είπε βαριά η Μαρίνα και μετά σώπασε.
«Μέσα είσαι…» συμφώνησε ο Αργύρης.
«Της τα είπες;» τον ρώτησε αυστηρά η Μαρίνα.
«Όλα».
«Κι εκείνη…»
«Μάλλον στημένη από τον Σιρχάν…» έκανε ο Αργύρης.
«Από την αρχή;»
«Μπορεί…»
«Είπα κι εγώ –τέτοια γκόμενα να στραβωθεί με τον Αργύρη…» γέλασε ο Κώστας.
«Αυτό είναι το θέμα τώρα;» νευρίασε ο Αργύρης.
«Είναι κι αυτό ένα θέμα!» παραδέχτηκε η Μαρίνα.
Και γέλασαν αυθόρμητα. Για ένα λεπτό έμοιασαν με την παρέα εκείνης της σχεδόν ανύπαρκτης εποχής αλλά μετά έφτασε η ώρα του Τάκη να πει το χοντρό αστείο που θα κανιβάλιζε την όλη κατάσταση και τότε έπεσε βαριά η απουσία του με τη σιωπή.
«Τώρα;» έσπασε τη σιωπή ο Κώστας.
«Τώρα, τι;» αναρωτήθηκε ο Αργύρης.
Ακόμα μια σιωπή. Γύρισε προς τη Μαρίνα.
«Ο μεγάλος σου, με ρώτησε ποιος το ΄κανε για να τον βρει και να τον σκοτώσει», της είπε.
Η Μαρίνα χαμογέλασε πεθαμένα.
«Ίδιος ο Τάκης», είπε.
«Δεν είναι κακή η ιδέα του πάντως…» ψιθύρισε ο Κώστας.
«Άσε τις μαλακίες», θύμωσε η Μαρίνα.
«Να τις αφήσει ο Κώστας για να τις πιάσει κάποτε ο γιός σου;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Είναι μικρός, θα ξεχάσει…» ψιθύρισε η Μαρίνα.
«Αν δεν τον έκανες με τον Τάκη μπορεί και να γίνει έτσι», της απάντησε ο Αργύρης.
«Φτάνει!» φώναξε η Μαρίνα. Πετάχτηκε αναποδογυρίζοντας το φλιτζάνι της. «Εκατό χρονών ψοφίμια έχετε γίνει κι ακόμα παιδιαρίζετε –τα παιδιά μου είναι πιο ώριμα από σας, πάρτε το χαμπάρι!»
Οι άλλοι δυο κοιτάχτηκαν με σκυμμένα κεφάλια και δε μίλησαν.
«Προτείνω να τελειώσουμε αυτό το γαμημένο το κονιάκ και να ξεραθούμε όλοι», είπε στη συνέχεια ο Κώστας.
Η Μαρίνα είχε πέσει στα γόνατα και καθάριζε τον χυμένο καφέ από τα πλακάκια με ένα πάκο χαρτοπετσέτες.
«Είμαι μια χαρά, να πάτε σπίτια σας», είπε.
«Ούτε γι΄ αστείο», της ξέκοψε ο Αργύρης.
«Αν όλο αυτό είναι στα πλαίσια της εξιλέωσης…» μουρμούρισε η Μαρίνα.
«Ούτε γι΄ αστείο» επανέλαβε ο Αργύρης.

Οι δυο τους θα κοιμόντουσαν στο δωμάτιο των αγοριών αλλά έμειναν πίσω –όταν η Μαρίνα τους καληνύχτισε- για να καπνίσουν κάνα τελευταίο τσιγάρο. Η ώρα κόντευε 12 και το μπουκάλι του κονιάκ ήταν άδειο.
«Πού λες να είναι η κάβα;» αναρωτήθηκε ο Κώστας.
«Θες να πιεις κι άλλο;»
«Δεν μου κολλάει ύπνος…»
Κοίταξαν τριγύρω, άνοιξαν ντουλάπια, ξετρύπωσαν μια βότκα κάνοντας κάμποσο θόρυβο.
«Σιγά ρε μαλάκα –θα την ξυπνήσεις», σφύριξε ο Αργύρης.
«Αν δεν έχει πάρει χάπια αποκλείεται να κοιμάται. Κι αν έχει πάρει δεν ξυπνάει ούτε με σφαίρες», απάντησε ο Κώστας κι αμέσως του ήρθε ο Τάκης στο μυαλό. «Πόσες σφαίρες έφαγε –έμαθες;»
«Δε ρώτησα».
«Πάνω από μία;»
«Δεν ξέρω –τι σημασία έχει;»
«Έτσι ρωτάω… Θα την πέσω στο Βασίλη μπας και μάθουμε λεπτομέρειες, όλο και κάποιες άκρες θα έχει…»
«Τι σημασία έχει;» ξαναρώτησε ο Αργύρης.
«Να ξέρουμε…»
«Γιατί;»
«Έτσι θα το αφήσουμε;»
«Ναι, έτσι θα το αφήσουμε».
«Πας καλά;»
«Τι θες τώρα ρε μαλάκα; Παντρέψου την Αθηνά όσο ακόμα σε ανέχεται και ξέχνα τα όλα…»
«Δεν πάει έτσι…»
«Έτσι πάει. Κι αν κάποιος πρέπει να κάνει κάτι…»
«Αυτός θα είσαι εσύ;» γέλασε ο Κώστας.
«Καθότι υπεύθυνος και τελειωμένος…» παραδέχτηκε ο Αργύρης. «Η Μαρία πέθανε μέσα στη φρίκη κι εγώ νόμισα οτι η φρίκη είναι ίωση και περνάει με αντιβιώσεις…»
«Αντιβίωση η Σόνια;»
«Ας πούμε…»
«Ποιον κοροϊδεύεις τώρα; Εμένα ή εσένα;»
Ο Αργύρης έβαλε βότκα στο άδειο του φλιτζάνι.
«Ξέρεις κάτι ρε φίλε; Αυτή η Ναστάζια Κίνσκι δεν υπάρχει τελικά. Ποτέ δεν υπήρξε…»
«Πώς έτσι;»
«Εννοώ οτι μια χαρά είναι η γυναίκα και σούπερ γκόμενα και να τη χαίρεται ο μπαμπάς της, θεοσχωρέστον…»
«Θεοσχωρέστον…»
«Αλλά ήταν όλα στο μυαλό μας –βρίσκαμε κάποιες γυναίκες, τις φορτώναμε τις έρμες με την εικόνα που είχαμε στα κεφάλια μας και μετά τις κατηγορούσαμε γιατί δεν έμοιαζαν μ΄ αυτή την εικόνα… Η Ναστάζια Κίνσκι –ένα σκληρό αστείο…» χαμογέλασε πέτρινα ο Αργύρης.
«Έτσι λοιπόν;» αναρωτήθηκε ο Κώστας.
Ο Αργύρης δε μίλησε.
«Ακόμα όμως δεν μου απάντησες στην ερώτηση…»
«Ποια ερώτηση;»
«Ποιον κοροϊδεύεις; Εσένα ή εμένα;»
«Αν ήταν εδώ ο Τάκης θα σου έλεγε ‘και τους δυο’»
«Εντάξει, αλλά ο Τάκης δεν είναι εδώ κι εμείς καθόμαστε στο σπίτι του περιμένοντας πότε θα νιώσει η γυναίκα του τι συνέβη και θα σαλτάρει στα παράθυρα. Λοιπόν άσε τις πίπες για κάποτε που θα χαζεύουμε τις χιονισμένες Άλπεις από τη βεράντα του σαλέ…»
«Ή θα αρμενίζουμε τα πέλαγα με το γιγάντιο ιστιοπλοϊκό μας…»
«Άκου ιστιοπλοϊκό –τι σκέφτηκε η άτιμη!» θυμήθηκε ο Κώστας.
«Όντως», παραδέχτηκε άψυχα ο Αργύρης.
«Και τώρα που είπαμε τα παραμύθια μας και δε μας πήρε ο ύπνος, προχώρα στο παρασύνθημα», τον σκούντηξε ο Κώστας.
«Δεν υπάρχει τίποτα ρε παιδί μου…» διαμαρτυρήθηκε ο Αργύρης.
«Αφού το λες θα το δεχτώ», υπέκυψε ο Κώστας. «Άκου λοιπόν τι σκέφτομαι. Την πέφτουμε πρώτα στο Βασίλη για να μάθουμε πληροφορίες –τι ξέρουν οι μπασκίνες, σε τι θέση ευρέθη το πτώμα, αν είχε φάει σταφύλια προηγουμένως –αυτά που κάνουν και στις ταινίες, με πιάνεις;»
Ο Αργύρης δε μίλησε κι ο Κώστας συνέχισε.
«Αν δούμε οτι πάει κατά Σιρχάν μεριά το πράγμα, στριμώχνουμε τη Σόνια, βρίσκουμε το Σιρχάν…»
«Και μας κάνει σουρωτήρι με τους δικούς του».
«Α, μπράβο! Όχι ρε μαλάκα –τον πετυχαίνουμε μόνο του και τον γαμάμε –άκου να μας κάνει σουρωτήρι! Εμάς ρε;»
«Γιατί βλέπεις κάναν άλλο να τον ψάχνει;»
«Όχι».
«Άρα εμάς!»
«Εντάξει δίκιο έχεις, μάλλον δε φτουράμε και θα μας γαμήσει αυτός αντί να τον γαμήσουμε εμείς».
«Πράγμα που σημαίνει ότι…» του έκλεισε πονηρά το μάτι ο Αργύρης.
«Ψάχνουμε για τον Σιρχάν!» πανηγύρισε ο Κώστας.
«Σιρχάν Σιρχάν», τον συμπλήρωσε ο Αργύρης.
Όταν δεν μένει τίποτα να ειπωθεί και η νύχτα βαραίνει κουρασμένη από τη μέρα, το λόγο παίρνει η τηλεόραση. Χάζεψαν αποβλακωμένα τη συνεχόμενη εναλλαγή καναλιών, είδαν διαφημίσεις και ταινίες που κανείς δεν θα πήγαινε να δει στο σινεμά όταν πρωτοπαίζονταν, προ δεκαετίας, είδαν ειδήσεις όπου οι σκηνές της κηδείας του Αργύρη πέρναγαν σε δεύτερο πλάνο πίσω από ξεμαλλιασμένους ρεπόρτερ, είδαν εκπομπές διαλόγου κωφών όπου λυνόταν και δενόταν το πρόβλημα της τρομοκρατίας των δύο άκρων…
«Τελικά ο Ζαν Κλωντ Βαν Νταμ ήταν άκρο;» απόρησε νυσταγμένα ο Κώστας.
«Με τέτοιο ονοματεπώνυμο δεν τον λες και μέσο…» παραδέχτηκε ο Αργύρης.
«Πάω να ξεραθώ –κουτουλάω», είπε ο Κώστας.
«Έρχομαι», του απάντησε ο άλλος.
Και βολεύτηκε πιο άνετα στον καναπέ, σταθεροποίησε την τηλεόραση σε ένα κανάλι –η Ροζάριο Ντόουσον αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα οικογενειακής φύσεως τα οποία ουδόλως απασχολούσαν τον Αργύρη, αλλά η άτιμη η Ροζάριο ήταν γκομενάρα κι έτσι κόλλησε να την παρακολουθεί που γυρόφερνε στους δρόμους μιας συννεφιασμένης πόλης και μπαινόβγαινε σ΄ένα μακρουλό σαράβαλο το οποίο επέμενε να περνιέται για αυτοκίνητο. Ήθελε να πιει λίγο ακόμα και ν΄ ανάψει ακόμα ένα τσιγάρο αλλά δεν είχε κουράγιο να κουνηθεί, έτσι όπως ήταν βολεμένος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο μαλακό μπράτσο του καναπέ. Μάλιστα, κάπου πήρε το μάτι του και τον Τάκη, πίσω από τη γκομενάρα τη Ροζάριο να κάνει γκριμάτσες όσο εκείνη άπλωνε το δράμα της στον φακό –κάποια στιγμή θα πρέπει να τον πήρε χαμπάρι ο κερατάς ο σκηνοθέτης γιατί άρχισε να θολώνει το μπακγκράουντ και να κάνει κοντινά στην παλιο-Ροζάριο που έκλαιγε με λυγμούς (τρέχα γύρευε για ποιο λόγο). Ο Αργύρης κουνήθηκε απότομα μπας και ξεθολώσει το σκηνικό και δει τι έκανε ο Τάκης, έτσι βρέθηκε με τα μούτρα στο πάτωμα, δεν πόνεσε αλλά ξύπνησε.
«Τι σου ‘ρθε και την κορόιδευες την κοπέλα ρε κάθαρμα;» μουρμούρισε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
Στήθηκε στα πόδια του με αργές κινήσεις, κόκαλα τρίζανε, μύες αρνούνταν κάθε συνεργασία –γεράσαμε, δίκιο έχει η Μαρίνα, σκέφτηκε.
Γέμισε την κούπα του βότκα και κατέβασε μια γερή γουλιά για να κυκλοφορήσει το αίμα του, έψαξε τα τσαλακωμένα πακέτα για τσιγάρα –από το παράθυρο έμπαινε λίγο φως –ξημερώνει, πόση ώρα κοιμόμουν; αναρωτήθηκε.
Πήγε μέχρι το παράθυρο, τράβηξε τις κουρτίνες και τότε τους είδε. Ένας καργιόλης καθισμένος στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, η πόρτα ανοιχτή κι ο τύπος είχε απλώσει τις ποδάρες του έξω. Ένας ακόμα που ερχόταν από την απέναντι πλευρά του δρόμου κουβαλώντας καφέδες και χάρτινα σακουλάκια. Ο Αργύρης τραβήχτηκε στο πλάι του παραθύρου σχεδόν ασυναίσθητα. Ανακάτεψε τα μαλλιά του που είχαν πατικωθεί από τον ύπνο και θυμήθηκε οτι έπρεπε να κατουρήσει.
Στο δίπλα δωμάτιο, των παιδιών, ο Κώστας στεκόταν πίσω από το μισάνοιχτο πατζούρι και κοίταζε το δρόμο. Στεκόταν εκεί κάμποση ώρα –για την ακρίβεια είχε ακούσει το αυτοκίνητο να παρκάρει, τις πόρτες να ανοίγουν… Κοίταζε ακίνητος, παγωμένος. Και είδε την πόρτα της πολυκατοικίας ν΄ ανοίγει (δεν άκουσε το θόρυβο), η Μαρίνα πετάχτηκε σα να την ξέβρασε το κτίριο, έτρεξε προς το σταματημένο αυτοκίνητο. Ο τύπος που καθόταν με απλωμένα τα πόδια βγήκε μαχμουρλίδικα από το αυτοκίνητο κι ο άλλος έδειχνε κάπως αμήχανος με τους καφέδες –μετά τους ακούμπησε στον ουρανό του αυτοκινήτου.
Ο Κώστας έφυγε σφαίρα από το παιδικό δωμάτιο –στη μέση ξαναγύρισε κι έβαλε τα παπούτσια του με λυμένα τα κορδόνια.
«Αργύρη», φώναξε μπαίνοντας στο σαλόνι.
Ο άλλος πρόβαλε από τη μισάνοιχτη πόρτα της τουαλέτας.
«Τι έγινε;» ρώτησε.
«Πάμε κάτω γρήγορα», λαχάνιασε ο Κώστας ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος.
Ο Αργύρης έτρεξε πίσω του, κατρακύλησαν δίπλα-δίπλα στις σκάλες.
«Είδες τους καργιόληδες απέξω;» ρώτησε.
«Το θέμα δεν είναι οτι τους είδα εγώ αλλά οτι τους είδε η Μαρίνα», ψέλλισε ο Κώστας.
«Μάγκα μου…» έκανε ο Αργύρης. «Φρέναρε λίγο και δέσε τα κορδόνια σου –θα σκοτωθείς», είπε στη συνέχεια.
Κι όταν ο Κώστας σταμάτησε, ο Αργύρης τον προσπέρασε –βγήκε πρώτος στο πεζοδρόμιο.

Η Μαρίνα είχε ήδη στηθεί απέναντι στους δυο άντρες και τους φώναζε.
«Τι σκατά θέλετε κάτω από το σπίτι  μου; Τι ζητάτε ρε παλιοχαμούρες; Ποιοι είσαστε;»
Εκείνοι την κοίταζαν σιωπηλοί –ο ένας μάλιστα, αυτός που πριν άπλωνε τις ποδάρες του, χαμογελούσε κιόλας.
Ο Αργύρης έφτασε πρώτος, ο Κώστας ήταν στη μέση της διαδρομής ακόμα.
«Κάτσε πίσω», είπε στη Μαρίνα ο Αργύρης.
«Άσε με. Θέλω να μάθω ποιοι είναι και τι κάνουν κάτω από το σπίτι μου», τσίριξε η Μαρίνα.
Ο Κώστας έφτασε και πήρε θέση δίπλα στη Μαρίνα έτοιμος να επέμβει.
«Κάτι σάς ρώτησε η κυρία», σφύριξε απειλητικά ο Αργύρης κοιτάζοντας τούς δυο άντρες.
Αυτός που κουβάλαγε τους καφέδες κάτι πήγε να πει αλλά ο διπλανός του τον αγριοκοίταξε κόβοντάς του την όρεξη. Ο Αργύρης το ‘πιασε και μάγκωσε κάπως.
«Φάε κάτι πούστηδες –τι κοιτάτε ρε;» τινάχτηκε η Μαρίνα κι έκανε να ορμήσει καταπάνω τους, τελευταία στιγμή πρόλαβε να την κρατήσει ο Κώστας.
«Πάρε την αστυνομία», είπε ήσυχα ο Αργύρης.
Οι δυο τύποι τον κοίταζαν χαμογελώντας πλατύτερα τώρα.
Η Μαρίνα ξέφυγε από τον Κώστα και όρμησε στον χαμογελαστό μαχμουρλή, εκείνος προσπάθησε να βάλει τα χέρια μπροστά στα μούτρα του αλλά δεν κατάφερε πολλά –έφαγε κάτι καλές νυχιές στα μάγουλα. Ο Κώστας την τράβηξε πίσω με τα χίλια ζόρια, ο δεύτερος τύπος έκανε να ορμήσει αλλά ο Αργύρης του έκοψε το δρόμο.
«Τι τρέχει; Θα μας βαρέσεις κιόλας;» τον ρώτησε χαμογελώντας κρύα.
«Άστους», διέταξε κοφτά ο πρώην μαχμουρλής και νυν γρατζουνισμένος. «Μπες στο αμάξι».
Ο άλλος βιάστηκε να υπακούσει, γύρισε πλάτη και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, έτσι τον πέτυχε μπόσικο ο Κώστας, σάρωσε με μια πούστικη συρτή κλωτσιά τα τακούνια των παπουτσιών του –ο μαλάκας παραπάτησε, προσπάθησε να κρατηθεί αλλά κοπάνησε με τα μούτρα στην πόρτα του αμαξιού.
Η Μαρίνα γέλασε υστερικά.
«Έτσι φεύγεις; Χωρίς να χαιρετήσεις;» τον ρώτησε ο Κώστας.
Ο τύπος σηκώθηκε εκτός εαυτού, έχωσε το χέρι στο μπουφάν του και τράβηξε πιστόλι.
«Ήσυχα», του φώναξε ο διπλανός του.
Ο Κώστας βγήκε μπροστά του.
«Ρίξε ρε μουνί, ρίξε αν έχεις άντερα!» τον προκάλεσε.
Ο άλλος κατέβασε το πιστόλι και χώθηκε στο αυτοκίνητο βρίζοντας.
«Πηγαίνετε σπίτι σας», μίλησε επιτέλους εκείνος με τα γρατζουνισμένα μάγουλα. Είχε μια φωνή πιο τυπική κι από αυτόματο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων.
«Τι σκατά είσαστε;» τον ρώτησε ο Αργύρης.
«Δεν σας αφορά», του απάντησε.
«Εντάξει –θα περιμένουμε τότε εδώ πέρα μέχρι να έρθει η αστυνομία», είπε ο Αργύρης.
«Δεν χρειάζεται», έκανε ο άλλος και του γύρισε την πλάτη.
Μπήκε στο αμάξι, έβαλε μπροστά τη μηχανή. Οι τρεις τους έμειναν στο πεζοδρόμιο παρακολουθώντας τους να απομακρύνονται.
«Μπάτσοι;» ρώτησε ο Κώστας κοιτάζοντας τον άδειο δρόμο.
«Ή κάτι παρόμοιο…» μουρμούρισε ο Αργύρης.
«Έπρεπε να με αφήσετε…» διαμαρτυρήθηκε η Μαρίνα.
«Να κάνεις τι;» ρώτησε ο Αργύρης.
«Τίποτα», ψιθύρισε εκείνη με κατεβασμένο το κεφάλι.
«Έτσι», επικρότησε ο Αργύρης.
«Το εννοώ», του είπε εκείνη.
«Τίποτα;» απόρησε ο Κώστας με τη σειρά του.
«Είμαστε καρφωμένοι –αυτό θέλει να πει η Μαρίνα», εξήγησε ο Αργύρης.
«Και πότε δεν ήμασταν;» απόρησε ο Κώστας.
«Τώρα όμως είναι αλλιώς», είπε η Μαρίνα.
«Πάντα αλλιώς ήταν», ξεκαθάρισε ο Αργύρης.
«Άρα;» αναρωτήθηκε ο Κώστας.
«Άρα…» έκανε σκεπτικά ο Αργύρης.
«Άρα, τίποτα», έκλεισε την κουβέντα η Μαρίνα.
Ή έτσι ήθελε να φανεί.

Ανέβηκαν αμίλητοι στο διαμέρισμα, οι δυο άντρες μάζεψαν τα πράγματα τους κι έφυγαν χαιρετώντας με μισόλογα –όταν βγήκαν στο δρόμο ακολούθησαν διαφορετικές κατευθύνσεις χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Ο καθένας τους ήξερε τι σκόπευαν να κάνουν οι άλλοι και ήξερε οτι έπρεπε να τους εμποδίσει να το κάνουν. Τίποτα περισσότερο.

4 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

miliokas είπε...

γεια χαρά - καλή χρονιά κλπ (ευχές δλδ)
είμαι πάντοτε εδώ γύρω -για να ξέρεις-
ίσως να ξέρεις αυτό το κομμάτι,
μάλλον σίγουρα το ξέρεις αλλά σε περίπτωση που δεν... ας το ακούσεις

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

Καλή να είναι κι ας είναι και χρονιά...

Δεν το είχα ακούσει αυτό -πολύ όμορφο, θα το προωθήσω στα κεντρικά.

Afrikanos είπε...

βρε δε γ#%@$% πρωινιάτικο...τι θέλω και συγχύζομαι και τα διαβάζω 3-3 τα γραφτά σου, μαζωμένη στέρησης και τα τοιαύτα...

The Motorcycle boy είπε...

Χε, χε και χε

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι