Παρασκευή, Ιανουαρίου 03, 2025

Μπόρις δε σπάιντερ

 

 Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Το βρήκα καθώς έψαχνα στα μέιλ μου για κάτι άλλο. Είχαν περάσει 2 μέρες από την επίσκεψη του Παπαγιάννη και μία από τη δημοσίευση της συνέντευξης, φυσικά δεν μου είχε στείλει το κείμενο να το ελέγξω -πράγμα το οποίο απέδωσα στη μόλυνση των δημοσιογράφων από το μικρόβιο της αποκλειστικότητας -όλο και περισσότεροι δημοσιεύουν, όλο και λιγότεροι διασταυρώνουν, έτσι πάνε αυτά…

 

Τέλος πάντων, σκέφτηκα ότι μπορεί και να τον αδικούσα τον άνθρωπο γιατί δεν τσέκαρα τα μέιλ και ίσως όντως να μου είχε στείλει κάτι, πήγα λοιπόν να ελέγξω. Δεν βρήκα μέιλ από τον Παπαγιάννη αλλά βρήκα ένα από εκδοτικό οίκο -το είχαν στείλει τον προηγουμένη (προφανώς, αφού διάβασαν τη συνέντευξη) και μου ζητούσαν να συναντηθούμε για να συζητήσουμε την προοπτική επανέκδοσης κάποιων βιβλίων μου. Ποιων; Δεν έγραφαν. Πού; Στα Εξάρχεια. Ποιος; Ο εκδότης, ονόματι Παύλος Αραμπατζής.

 

Άνοιξα ένα ακόμα παράθυρο και τον έψαξα. Σαραντάρης, με ατημέλητο στυλάκι και ακριβά ρούχα. Ο εκδοτικός οίκος του ειδικευόταν σε επανεκδόσεις κλασικών αριστουργημάτων, απ΄αυτά με τα ληγμένα πνευματικά δικαιώματα. Είχε και κάτι ξένους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, κάποια επιστημονικά βιβλία (μάλλον προπαραγγελία από πανεπιστήμια), αλλά δεν είχε εκδώσει ούτε έναν Έλληνα. Περίεργο…

 

Ξανακοίταξα το μέιλ -ο Αραμπατζής δήλωνε διαθέσιμος, οποιαδήποτε μέρα ήθελα για ραντεβού, από τις 9 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα. Άρχισα να γράφω την απάντηση -αμφιταλαντεύτηκα μεταξύ του να κλείσω ραντεβού για αύριο το πρωί και του να κλείσω για την επόμενη βδομάδα, τελικά κατέληξα στις τρεις μέρες -απόγευμα, κατά τις 5, του έγραψα. Όχι λιγούρης αλλά ούτε και εντελώς καβαλημένος. Έστειλα το μήνυμα και έμεινα να κοιτάζω την οθόνη λες και περίμενα άμεση απάντηση. Μετά από λίγο έκλεισα το λάπτοπ.

 

Τα βιβλία μου. Δεν μπορούσα πια να τα διαβάσω -μου έβγαζαν κάποια αηδία μαζί με τη διάθεση να κανιβαλίσω το μαλάκα που τα έγραψε και ταυτοχρόνως να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα αγόραζε ο κόσμος (κάποιος κόσμος…) κι έτσι δεν κατάλαβα γιατί σταμάτησε να τα αγοράζει. Δεν ήταν καλά βιβλία, δεν είχαν στέρεη πλοκή ούτε βαθιά κρυμμένα νοήματα -περισσότερο έμοιαζαν με το ημερολόγιο ενός απορημένου ανθρώπου. Κι επειδή αυτός ο άνθρωπος δεν έκανε και τίποτα σπουδαίο στη ζωή του, δεν υπήρχε λόγος να διαβάσεις το ημερολόγιό του, έτσι το καταλάβαινα εγώ.

 

Σηκώθηκα να πάω μέχρι την κουζίνα, να φτιάξω καφέ, αλλά μετά από λίγα βήματα διπλώθηκα στα δύο. Λες και κάποιος μου κάρφωσε μια βελόνα στη μέση -κανονική βελόνα, πλεξίματος, όχι αυτές που έχουν τα πικάπ. Στο καπάκι ανακάλυψα ότι το κεφάλι μου πονούσε διαολεμένα, συν ότι οι κλειδώσεις μου είχαν μαζέψει γρέζια και δούλευαν με τα χίλια ζόρια. Τι σκατά είναι αυτό πάλι; Έκανα πίσω βήματα και σωριάστηκα στον καναπέ κοιτάζοντας το ταβάνι. Τον περιμέναμε για να κανονίσουμε την επανέκδοση των βιβλίων του, αλλά δυστυχώς βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του… Πιστοί στη δέσμευσή μας θα προχωρήσουμε στην επανέκδοση, τιμώντας την αναχώρησή του. Έριξα κάποιο βεβιασμένο γέλιο καθώς προσπαθούσα να βολευτώ καλύτερα στον καναπέ.

 

Είχα τέτοια θέματα και παλιότερα -ειδικά η μέση με γαμάει από αρχαιοτάτων, αλλά και κάτι πονοκέφαλοι έξτρα πρίμα γκουντ, ποτέ δεν με ξέχασαν, δεν έχω παράπονο. Όμως όσο γερνάς τόσο πιο ανήμπορος νιώθεις -με αποτέλεσμα ένας κλασικός πόνος στη μέση να σε οδηγεί σε σκέψεις περί ολικής ή μερικής αναπηρίας, γηροκομείου, συγγενών που σου αλλάζουν πάνα και τα σχετικά….

Σωριάστηκα στον καναπέ εξακολουθώντας να πονάω, όποια στάση κι αν άλλαζα. Ξεκίνησα λοιπόν τη διαδικασία για παυσίπονο, έφτασα κυρτός σα σίγμα τελικό μέχρι το ψυγείο στο οποίο, για κάποιο ηλίθιο λόγο, φύλαγα τα χάπια και μπουκώθηκα τρία παυσίπονα διαφορετικών φαρμακευτικών εταιρειών. Μετά κοίταξα τις ημερομηνίες λήξης -πράγμα επίπονο λόγω πρεσβυωπίας -και ησύχασα, μόνο δύο στα τρία ήταν ληγμένα.

 

Ένιωσα καλύτερα. Όχι αμέσως, αλλά ένιωσα. Όχι πολύ, αλλά κάπως. Πάει να πει, δεν μπορούσα να ισιώσω την πλάτη μου, περπατούσα με δυσκολία, όπως κι αν καθόμουν πονούσα, αλλά εντάξει… Σκέφτηκα…

Πώς θα πάω στο ραντεβού με τον εκδότη; Λένε ακόμα μαλακίες για μένα στις ειδήσεις; Πώς να είναι το στήθος της Δήμητρας χωρίς σουτιέν; Ένιωσα αυτομάτως χειρότερα, πολύ χειρότερα.

 

Άνοιξα την τηλεόραση με τα χίλια ζόρια και υπολόγισα ότι καλό θα ήταν να φέρω το σταθερό παύλα φορητό τηλέφωνο δίπλα μου αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ξανασηκωθώ από τον καναπέ. Πέρασα τις διαφημίσεις, μου έκανε μάλιστα εντύπωση ότι ενώ κόντευε μεσημέρι έπαιζαν διαφημίσεις-ντοκυμαντέρ, δηλαδή υποθεσούλα κανονική. Μια κυρία που πόναγαν τα πόδια της και σώθηκε λόγω της παντόφλας τάδε, ένας κύριος που πόναγε ο κώλος του και σώθηκε κάνοντας πρωκτικό σεξ με αντλία υποπίεσης, κάτι ομορφόπαιδα που πλέον χέζουν κανονικά πριν πάνε για τζόκινγκ λόγω φυτικής παστίλιας -τέτοια πράγματα.

Σταμάτησα σε ένα κανάλι όπου, με φόντο την κυκλοφορία της παραλιακής, δυο χοντροί καθισμένοι σε άβολα σκαμπό μιλούσαν με μια φάτσα απροσδιορίστως γνωστή, καθισμένη επίσης σε σκαμπό. Η φάτσα ανήκε σε έναν γραβατωμένο τύπο, τέρμα φαλακρό και πατημένα πενηντάρη με άσχημη σωματική διάπλαση (τύπου κακοχυμένος λουκουμάς). Το πρώτο που πρόσεξα ήταν τα παπούτσια της φάτσας, καφέ μοκασίνια, έδιναν την αίσθηση ότι μπορούσες να τρέξεις μαραθώνιο φορώντας τα και να μην ενοχληθούν καθόλου τα ποδαράκια σου. Πόσο να κόστιζαν αυτά τα παπούτσια και γιατί ήταν τόσο άσχημα;

Και ποιος ήταν αυτός ο πούστης -τι μου θύμιζε; Δυνάμωσα τον ήχο.

«… όλοι μαζί στη συγκεκριμένη γιάφκα, ήταν ένα κοινόβιο αλλά με αυστηρούς στρατιωτικούς κανόνες και είχα την υποψία ότι υπήρχε εκεί μέσα κρυμμένο υλικό, καταλαβαίνετε… Εκτός από προκηρύξεις εννοώ…» έλεγε η φάτσα με συνωμοτική φωνή.

«Θέλετε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;» ζήτησε ευλαβικά ο ένας από τους δυο δημοσιογράφους.

«Πόσο πιο συγκεκριμένος;» τον έκοψε ο άλλος δημοσιογράφος θυμωμένα. «Είπε ο άνθρωπος ότι υπήρχαν διάφορα πράγματα κρυμμένα εκεί μέσα… Εσείς, κύριε Γιαβάση, είχατε δει τίποτα;»

Γιαβάση τον λένε τον καργιόλη -τι μου θυμίζει όμως;

«Ναι βέβαια, κάποιες φορές… μια φορά δηλαδή είχε πέσει στην αντίληψή μου ένα μπιτόνι με πετρέλαιο και παντού στο χώρο υπήρχαν παλαιστινιακές μαντίλες, καταλαβαίνετε… και κράνη φουλ φέις και γάντια κι όταν κάποια φορά, έψαχνα για ζάχαρη και πήγα να ανοίξω ένα συρτάρι με απέτρεψαν…»

«Ποιος σας απέτρεψε;»

«Ο Καστρινός απ΄ότι θυμάμαι…»

Οι δημοσιογράφοι χαμογέλασαν, ο Γιαβάσης κατέβασε τα μάτια όλο ταπεινότητα κι εγώ ένιωσα τον πόνο στη μέση να δυναμώνει.

«Είχατε διαπιστώσει όμως τη συμμετοχή της συγκεκριμένης ομάδας ατόμων σε έκνομες ενέργειες;» επέμεινε ο δημοσιογράφος.

«Κοιτάξτε…. Αυτή η ομάδα δραστηριοποιούνταν με διάφορους τρόπους. Ας πούμε, συμμετείχαν σε διαδηλώσεις όπου προέβαιναν σε καταστροφές…»

«Καταστροφές;» γυάλισε το μάτι του άλλου δημοσιογράφου.

«Ναι, ξέρετε… σπασίματα σε βιτρίνες, έβαζαν φωτιές σε κάδους, πέταγαν πέτρες σε αστυνομικούς….»

«Αναφερθήκατε όμως και σε άλλες μεθόδους δράσης», τον γείωσε ο δημοσιογράφος.

«Ναι, αυτά γίνονταν μυστικά, είχαν συνωμοτικές μεθόδους… ας πούμε, πήγαινα πολλές φορές εκεί και έλειπαν οι περισσότεροι… συνήθως νύχτες. Και κανένας δεν ήξερε να μου πει πού είναι, όσο κι αν ρώταγα… Και μετά διαβάζαμε στις εφημερίδες για βομβιστικές ενέργειες…»

«Ενδιαφέρον», έκανε βαθυστόχαστα ο δεύτερος δημοσιογράφος. «Εσείς κύριε Γιαβάση, πότε σταματήσατε να έχετε επαφή μαζί τους;»

«Εμένα με έδιωξαν βιαίως… το ’86 ή ’87 αν θυμάμαι καλά… Είχαμε πάντα διαφωνίες, κυρίως πολιτικής φύσεως γιατί εγώ ήμουν κατά της βίας και μια μέρα με περίμεναν, μου επιτέθηκαν φραστικά και μετά με πλάκωσαν στο ξύλο… Δεν ξαναπήγα εκεί…»

«Δηλαδή μας λέτε ότι όποιος διαφωνούσε με τις μεθόδους τους έτρωγε ξύλο», διαπίστωσε ο δημοσιογράφος.

«Με εμένα τουλάχιστον, αυτό συνέβη», είπε ο Γιαβάσης.

«Μια τελευταία ερώτηση… γιατί είχαν υιοθετήσει όλοι τους κάποια ψευδώνυμα, όπως Κάστρο, Σαμουράι κι εγώ δεν ξέρω τι; Εσείς είχατε ψευδώνυμο;»

«Υποθέτω ότι αυτό γινόταν για συνωμοτικούς λόγους», είπε ο Γιαβάσης. «Εμένα με έλεγαν Γιάβα… σαν τις μοτοσυκλέτες, ξέρετε».

Ο Γιάβα ρε μαλάκα, αυτός ήταν… Το αρχιδάκι ο Γιάβα που έκανε το μεθυσμένο για να βάζει χέρι στις κοπέλες… Τι σκατά κάνει ο Γιάβα στην τηλεόραση; Και γιατί ζει ακόμα; Δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να τον αφαλοκόψει; Ο Γιάβα που ερχόταν στα σπίτια των κοριτσιών και σκάλιζε τα συρτάρια τους για να τους κλέψει κάνα εσώρουχο, ο Γιάβα το σκουπίδι…

Πετάχτηκα όρθιος από τον καναπέ, άρχισα να γυροφέρνω στο δωμάτιο, πήγα μέχρι το τηλέφωνο, το άνοιξα αλλά δεν είχα ποιον να πάρω και τότε κούμπωσε η μέση -πώς την είχα ξεχάσει αυτή; Θόλωσα, μαύροι καταρράκτες στα μάτια μου, μάλλον σωριάστηκα.

 

Συνήλθα με φρικτό πονοκέφαλο, πεσμένος στο πάτωμα κι ένα καρούμπαλο φούσκωνε στη δεξιά πλευρά του μετώπου μου. Το ψηλάφισα -δεν είχε αίμα. Πονούσα από παντού -ολοκληρωτική επίθεση -κι έτσι έμεινα εκεί που βρισκόμουν και κοιμήθηκα ή κάτι τέτοιο….

 

«Αρκετά κοιμήθηκες, λεβέντη μου», είπε ο Μαλτέζος.

Άνοιξα, διστακτικά, τα μάτια κι εκείνος καθόταν στην πολυθρόνα απέναντί μου -σταυροπόδι. Χαμογελούσε, παίζοντας με ένα άδειο ποτήρι.

«Αρκετά; Τι θα πει αρκετά;» αναρωτήθηκα.

«Θα πει ότι τα πράγματα γίνονται χειρότερα και δε θα ήθελες να σε βρουν σε τέτοια χάλια».

Έκανα μια προσπάθεια να σηκωθώ, αλλά το μετάνιωσα.

«Ίσως μια βρεμένη πετσέτα να βοηθούσε, ίσως και μερικές μπουνιές, στην ώρα τους πάντα…» είπε σκεπτικά.

«Για την ώρα, το ξύλο το τρώω εγώ πάντως», διαπίστωσα.

«Αν αυτό το θεωρείς ξύλο, καλύτερα να μην είσαι εκεί όταν αρχίσουν οι πραγματικές φασαρίες», με προειδοποίησε.

«Μα ποιος είπε ότι θέλω να είμαι εκεί;» απόρησα.

«Δεν μπορείς να το αποφύγεις, λεβέντη μου. Οι φασαρίες είναι η δουλειά σου», γέλασε.

 

Ξύπνησα πολύ αργότερα, ή λίγο αργότερα, ή αμέσως -δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έξω είχε νυχτώσει αλλά δεν θυμόμουν τι ώρα είχα βρεθεί στο πάτωμα -όταν πέφτεις δεν κοιτάζεις το ρολόι, έτσι δεν είναι;

Ο πόνος στη μέση ήταν το λιγότερο που με απασχολούσε αφού πλέον πονούσα παντού και το κεφάλι μου βούιζε σα σταθμός του μετρό με πολυκοσμία. Όσο προσπαθούσα να σταθώ στα πόδια μου έφτασε στην πλατφόρμα αποβίβασης το επόμενο τρένο με αποτέλεσμα να χάσω τον προσανατολισμό μου -κάπως έτσι βρέθηκα στην εξώπορτα αντί για την πόρτα του μπάνιου. Εντάξει, ποτέ δεν είναι αργά ν’ αλλάξεις πορεία, ειδικά όταν δεν έχεις να πας πουθενά κι έτσι, μετά από συντονισμένες προσπάθειες βρέθηκα να μουλιάζω σε μια γεμάτη μπανιέρα με ένα κουτί παυσίπονα και ένα ποτήρι του νερού γεμάτο Στολίσναγια.

Χρειαζόμουν ένα τσιγάρο, χρειαζόμουν ένα ζευγάρι στοργικά γυναικεία πόδια για να ακουμπήσω το κεφάλι μου και μια φωνή να μου λέει ότι όλα αυτά είναι προσωρινά. Το μόνο που είχα ήταν σαπουνάδα και απελπισία. Μαζί με τη διάθεση να τα παρατήσω όλα και να βγάλω ένα εισιτήριο για τη νήσο Πάιτα -θα μου έπαιρνε 2-3 μέρες μέχρι να φτάσω, αλλά εκεί πέρα με περίμεναν δικοί μου άνθρωποι, όχι απαραιτήτως ζωντανοί.

Λοιπόν, φίλε μου, τα πράγματα έχουν γίνει πολύ δύσκολα. Ζούμε σ΄ένα κόσμο όπου δεν μπορείς ούτε να πεθάνεις με την ησυχία σου. Κι όσο κρύβεσαι τόσο σε βρίσκουν, άρα η καλύτερη κάλυψη είναι να βγεις φόρα-παρτίδα και τελικά, ας μη γινόμαστε μαλάκες -το αντικάρφωμα είναι σκέτο κάρφωμα, θυμάσαι; Προσπαθείς να πείσεις τους πάντες ότι είσαι άνετος και μακριά από όλα αυτά, ότι τίποτα δε σε απασχολεί και κανένας, ότι «είσαι πια νεκρός και δε σε νοιάζει για τίποτα, πετρέλαιο και νερό είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα… κοιμάσαι τον Μεγάλο Ύπνο δίχως να νοιάζεσαι για όλη τούτη τη βρωμιά[1]» Ανοησίες, φίλε μου -από τη στιγμή που σε νοιάζει εκείνη, όλα σε νοιάζουν. Το πώς νιώθει κάθε πρωί που ξυπνάει κι αν κλαίει το βράδυ πριν κοιμηθεί, αν έκανε τα ψώνια της ημέρας ή ξέμεινε από γάλα και τελικά ποιος θα της φτιάξει τον καφέ της και γιατί να πάρει γάλα αν δεν το βάζει στον καφέ; Και γιατί να ξεσκίσουν το Σαμουράι, ποιος ο λόγος να φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου ο Αργύρης και τελικά ποιοι αποφασίζουν τι είσαι και ποιος είσαι; Κάποτε η αδικία είχε την ίδια επίδραση πάνω σου με το μουχλιασμένο τυρί -τώρα κάθεσαι και μιλάς με τον εαυτό σου σα σχιζοφρενής -τι συνέβη στο μεταξύ; Και τι πρόκειται να κάνεις όταν παγώσει το νερό κι αναγκαστείς να βγεις από τη μπανιέρα;

 

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της κεντρικής εισόδου κι έτσι ξεμπέρδεψα με τα υπαρξιακά μου. Συνήθως κάτι τέτοια με ενοχλούν, αλλά τώρα βιάστηκα να σηκωθώ και να τυλιχτώ με μια τεράστια πετσέτα μπάνιου (ένα μπουρνούζι θα ήταν βολικότερο για την περίσταση, αλλά απεχθάνομαι τα μπουρνούζια) και να πάω προς το θυροτηλέφωνο στάζοντας παντού και προετοιμάζοντας κάποιο επικίνδυνο γλίστρημα παύλα κάταγμα παύλα διάσειση με κατάληξη έναν μοναχικό θάνατο.

«Ποιος είναι;» ρώτησα.

«Μπόρις δε Σπάιντερ[2]», είπε η παραμορφωμένη, από το φτηνό ηχείο του θυροτηλεφώνου, φωνή.

Τι λες τώρα…

Άνοιξα χωρίς να το σκεφτώ και μετά απόμεινα ακίνητος όσο υπολόγιζα πόσα χρόνια είχα να τον δω και τι ήθελε ο Μπόρις στο σπίτι μου σήμερα, πώς με βρήκε, γιατί με βρήκε και μήπως τελικά δεν έπρεπε να του ανοίξω.

Μετά χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας του διαμερίσματος και πήγα αυτόματα ν’ ανοίξω.

 

Στην πόρτα στεκόταν χαμογελαστός ο Μπόρις, λίγο γκριζαρισμένος -λιγότερο από όσο θα αντιστοιχούσε στην ηλικία του -με μια φράντζα να του κρύβει το δεξί μάτι, αδύνατος σαν τα μοντέλα που διαφημίζουν βίνταζ ρολόγια (αλλά όχι αξύριστος) με σκισμένο τζιν παντελόνι, στρατιωτικό μπουφάν και μαύρη μπλούζα -διαφήμιση συνοικιακού τατουατζίδικου. Κόλλησα στο σχέδιο της μπλούζας -ο Μίκυ Μάους με μυδραλιοβόλο, γύρω του νεκροί Αμερικάνοι πεζοναύτες.

«Σε ειδοποίησαν ότι θα έρθω γι΄αυτό πλύθηκες;» με ρώτησε στραβώνοντας το χαμόγελό του.

Βέβαια, σα μαλάκας, ήμουν ακόμα με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω από την κοιλιά.

«Είχα μια διαίσθηση…» μουρμούρισα αφήνοντάς τον να περάσει μέσα, ενώ εξαφανιζόμουν για να φορέσω τίποτα ρούχα.

Τον βρήκα αραχτό στον καναπέ να κοιτάζει τους άδειους τοίχους. Κάθισα στην πολυθρόνα και περίμενα.

«Πέρασα από το σπίτι σου και έμαθα ότι μένεις πλέον εδώ…» μου εξήγησε.

«Εντάξει», είπα.

«Λοιπόν; Πως τη βγάζεις ρε φίλε; Γκαρσονιερίτσα στο κέντρο της πόλης, γκομενίτσες στην ξεπέτα  καθότι μοναχικός συγγραφέας που ψάχνει να πνίξει τη θλίψη του στο ποτό; Για πες μας και σε εμάς που γαμιόμαστε στο μεροκάματο, πώς πάει δηλαδή η όλη φάση;»

«Τα ναρκωτικά ξέχασες…» παρατήρησα.

«Σωστός. Τα ξέχασα γιατί εδώ και μια δεκαετία, το καθημερινό μου ναρκωτικό είναι το γρασίδι της παιδικής χαράς -συνθετικό κιόλας, πολύ άσχημη μαστούρα, σκέτος πονοκέφαλος. Εσύ πάλι, δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάω -έτσι δεν είναι;» έκανε ο Μπόρις σταυρώνοντας τα πόδια του όσο ξάπλωνε καλύτερα στον καναπέ. «Όπως και να ΄χει… πίνουμε κάτι σε αυτό το σπίτι;»

«Καφέ ή ποτό;»

Κοίταξε πίσω από την πλάτη μου το ανοιχτό παράθυρο και το σκοτάδι πίσω απ΄αυτό.

«Καφέ τέτοια ώρα…»

Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω κι εγώ για να καταλάβω -σηκώθηκα λοιπόν με αργές κινήσεις γιατί η μέση δεν πονούσε πια αλλά φοβόμουν ότι θα με ξανάπιανε.

 

Άφησα δίπλα του ένα ποτήρι Στολίσναγια τόνικ χωρίς να τον ρωτήσω και άναψα τσιγάρο. Κρατούσα το δικό μου ποτήρι και δεν αποφάσιζα να καθίσω, ίσως σκεφτόμουν ότι θα μου γυρίσει το ποτό πίσω και θα ζητήσει κάτι διαφορετικό -όχι ότι είχα και τίποτα άλλο δηλαδή, αλλά τέλος πάντων…

«Γέρασες μαλάκα μου», διαπίστωσε ο Μπόρις.

«Και που να με δεις χωρίς μέικ απ…» τον βοήθησα.

«Τι περίπτωση είναι αυτή με την τηλεόραση;» έσκυψε μπροστά καθώς έπινε μια γουλιά ποτό και με κοίταξε.

«Διαδόσεις του κίτρινου τύπου, συμβαίνει συχνά σε εμάς τους διάσημους», του εξήγησα.

«Ναι, βέβαια…» υπολόγισε. «Αν και ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί μπλέχτηκες. Αστείο ποσόν ο Αργύρης…»

«Ναι, είπα να κάνω ένα διάλειμμα στην ενασχόληση με τα σημαντικά».

Γέλασε.

«Σε ξεσκίζουν κανονικά και με το νόμο, φίλε μου. Δεν θα μπορούν να πάνε τα παιδιά σου σχολείο… Αλλά δε σε νοιάζει επειδή δεν έχεις παιδιά», διαπίστωσε.

«Ποτέ κανένας δεν ξέρει… Εσύ, πώς την ψάχνεις γενικότερα;» τον ρώτησα για να απομακρύνω την κουβέντα από τα δικά μου.

«Σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά, αυτή είναι η εργατιά», γέλασε. «Μας έχει πάρει από κάτω με την Άννυ γιατί αγοράσαμε καινούργιο σπίτι, ξέρεις πώς πάει η κατάσταση… Πληρώνεις νοίκια και πετάς λεφτά από το παράθυρο, ώσπου κλείνεις το παράθυρο…»

«Και πετάς τα λεφτά σου στους τοκογλύφους», συμπλήρωσα.

«Γάμησέ τα…» παραδέχτηκε. «Ευτυχώς πάμε καλά, η Άννυ έχει κλείσει κάτι γερές συμφωνίες για προμήθειες μεγάλων εταιρειών κι εγώ πήρα προαγωγή»

«Κάποια εργατιά…» θαύμασα.

«Εμείς είμαστε η εργατιά πλέον -στα εργοστάσια δουλεύουν δουλοπάροικοι από μέρη μακρινά», μου εξήγησε.

Δεν είπα τίποτα.

«Κι όταν γυρίζουμε σπίτι με το ταπεράκι άδειο από λαχανοντολμάδες μάς περιμένουν τα παιδιά, αυτή η ευλογία…»

«Το κάνεις να ακούγεται σαν ευλογιά», παρατήρησα.

«Μέσα είσαι… Λοιπόν, εκεί ήθελα να καταλήξω. Ήρθα να σου φέρω την πρόσκληση, αυτό είναι το θέμα».

«Πρόσκληση;»

«Βαφτίζουμε τη μικρή σε ένα μήνα».

Έξυσα το κεφάλι μου, άναψα καινούργιο τσιγάρο.

«Κανονικά δηλαδή; Με παπάδες, λαμπάδες, κολυμπήθρες και κουφέτα;»

«Δε λες τίποτα…»

«Πώς κι έτσι;»

Ήταν η σειρά του να βρεθεί σε αμηχανία.

«Κάποια πράγματα… Εμείς δηλαδή, στα παπάρια μας η όλη υπόθεση αλλά δε φταίει σε τίποτα το παιδί να το αντιμετωπίζουν σαν το μικρό Αντίχριστο στο σχολείο».

«Για το παιδί λοιπόν…» συμπέρανα.

«Για τι άλλο;»

«Πες μου κάτι ρε Μπόρις. Με θρησκευτικό γάμο παντρευτήκατε -έτσι δεν είναι;»

«Ναι -τα είχαν πληρώσει όλα οι γέροι της Άννυς. Τζάμπα πάρτυ, ποιος θα έλεγε όχι;»

«Δηλαδή άμα στα σκάσει κάποιος, διοργανώνεις και πάρτυ για την 21η Απριλίου ας πούμε;» ρώτησα.

Πήρε το ποτήρι του αλλά δεν ήπιε -το κοίταξε και το άφησε πάλι δίπλα του.

«Σοβαρά τώρα ρε Νίκο;» κατσούφιασε.

«Τέλος πάντων -ο καθένας όπως τη βρίσκει», αποφάσισα να δώσω τέλος στην όλη κουβέντα.

«Όχι -δεν πάει έτσι», σηκώθηκε κι άρχισε να βολτάρει στο δωμάτιο. Σταύρωσε τα χέρια και με κοίταξε, μετά χαμογέλασε και μου γύρισε την πλάτη, κλασικός Μπόρις. «Αν θέλεις να το δούμε σε τέτοιο στυλ, κανένα πρόβλημα. Άλλωστε πάντα γούσταρα τους ήρωες με παντούφλες, στην περίπτωσή σου με πετσέτες μπάνιου, που κάθονται στην απέξω και τη βλέπουν υπεράνω. Ρίχτα λοιπόν αδέκαστε Μπάρα…»

Ξεκαρδίστηκα.

«Όχι -εδώ είμαι, ακούω. Πες μας την ιστορία σου, μίλησε μας για σένα -τι κάνεις τον τελευταίο καιρό; Ετοιμάζεις κάποιο καινούργιο δίσκο, κάποιες συναυλίες;», επέμεινε ο Μπόρις.

Έσβησα το τσιγάρο, γύρισα προς το μέρος του.

«Δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά, φίλε μου. Έρχεσαι εδώ μετά από τόσα χρόνια για να μου φέρεις μια πρόσκληση σε βαφτίσια, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να περάσω ούτε από την πλατεία της περιοχής εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρω για ποιο ηλίθιο λόγο το κάνεις όλο αυτό κι ούτε με νοιάζει το πώς διαχειρίζεσαι την ξεφτίλα σου, αλλά δεν αντέχω το στυλάκι του υπεύθυνου γονέα, πλας ολίγη από Σιντ Βίσιους σε γεύμα με τα πεθερικά -με πιάνεις; Και κάτσε κάτω γιατί έχω αρχίσει να ζαλίζομαι».

Με κοίταξε φέρνοντας την παλάμη του κάτω από το σαγόνι του -καθηγητής Μπόρις δε Σπάιντερ.

«Τόσο ζορισμένος λοιπόν;» αποφάνθηκε.

«Μη δίνεις σημασία», τον καθησύχασα.

«Σωστός και άνευ ουσίας, άνευ σημασίας… Δε φοράς τώρα το μπουφανάκι σου, αν σου κάνει ακόμα, να πάμε για κάνα ποτό και σου ρίξω στ΄αυτιά με το Ληστή

Άθελά μου ένιωσα το κρύο να με περπατάει -βόλτα με τις μηχανές και ειδικά δίπλα στον Μπόρις σήμαινε αποστολή αυτοκτονίας.

«Δεν ψήνομαι», ψιθύρισα.

«Καλά, αυτά μας τα ‘παν κι άλλοι που την είχαν πιο μεγάλη», γέλασε ο Μπόρις αρπάζοντας το δικό του μπουφάν. «Ντύσου γέρο μου, μη μας βρει το πρωί εδώ μέσα».

 

Ντύθηκα βλαστημώντας με σφιγμένα δόντια -τι άλλο να ΄κανα;



[1] «Ο Μεγάλος Ύπνος», Ρέιμοντ Τσάντλερ

[2] «Boris the spider», The Who


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 27, 2024

Η εφημερίδα

 Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Για μια βδομάδα κατέβασα το παραπέτασμα και δεν άφησα να μπει τίποτα μέσα -ούτε οι ακτίνες του ήλιου. Είδα κολλητά 5 σειρές (8 επεισοδίων η κάθε μία) μετά είδα μια σειρά 6 κύκλων -προσπάθησα να βάλω κάποια ταινία αλλά το πράγμα δούλευε εναντίον μου.  Γιατί όταν παίζει η ταινία που έχεις διαλέξει προσεκτικά (όχι κλειστοφοβικές σκηνές, όχι διεφθαρμένοι μεγιστάνες του Τύπου, όχι σε αυτούς που γεννήθηκαν για να χάνουν) κι ακούς το μουστάκια να λέει: «Όσο για μένα, θα ξαναμπώ στη ντουλάπα, εκεί που οι άντρες είναι άδεια παλτά»[1] -τότε ανακαλύπτεις ότι δεν θα γλιτώσεις -όλο αυτό το κόλπο είναι στημένο γύρω σου κι όσο προσπαθείς να ξεφύγεις, τόσο πιο βαθιά μπαίνεις…

Έκλεισα την τηλεόραση, έκλεισα τα μάτια, άνοιξα τους φόβους. Η Δήμητρα είχε τηλεφωνήσει πάνω από 10 φορές αυτές τις μέρες, στο κινητό -δεν το σήκωσα, αλλά δεν της έκανα απόρριψη -δεν ήθελα να την κόψω εντελώς και δεν μπορούσα και να της μιλήσω. Ο Σαμουράι με πήρε 2-3 φορές στο σταθερό, δεν ασχολήθηκα καν…

 

Και τότε χτύπησε το κινητό -με ξάφνιασε.

Αλλά ένιωσα χειρότερα όταν είδα ποιος ήταν. Άνοιξα το κινητό αμίλητος.

«Είσαι καλά;», ρώτησε εκείνη.

«Μια χαρά -γιατί; Τι έγινε;» έκανα μια προσπάθεια να απορήσω.

«Όλα αυτά στην τηλεόραση…» ξεκίνησε να λέει και μετά κατάλαβε. «Έλα τώρα, μην κάνεις πλάκα».

«Δεν κάνω πλάκα, όμως, ξέρεις πολύ καλά ότι δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά».

«Τίποτα δε σε ενδιαφέρει…» μουρμούρισε.

Πήγαινα στοίχημα ότι ήθελε να το πει από μέσα της, αλλά της ξέφυγε.

«Κάπως έτσι…» παραδέχτηκα αμήχανα. «Εσύ τι κάνεις;»

«Τα ίδια».

«Εντάξει…»

«Λοιπόν, θα μου πεις πώς μπλέχτηκες σε αυτή την υπόθεση;» με ρώτησε.

«Μαλακίες… Ένας παλιός γνωστός μου ζήτησε να βοηθήσω μπας και δεν τα τινάξει ένας άλλος παλιός γνωστός», είπα.

«Α έτσι;»

«Ναι -κάπως έτσι».

«Και τι θα κάνει ο παλιός γνωστός για να σε προστατεύσει τώρα που σε ξεσκίζουν στα κανάλια;» ζήτησε να μάθει.

«Δε νομίζω ότι χρειάζομαι προστασία», είπα.

«Καλά -όπως νομίζεις…»

Έπεσε μια σιωπή.

«Να κλείσω λοιπόν, αν δεν έχεις να μου πεις κάτι άλλο», είπε όταν η σιωπή παρατράβηξε.

«Ναι, δεν έχω να σου πω κάτι άλλο», παραδέχτηκα.

Άκουσα τον ήχο του τέλους συνομιλίας αλλά έμεινα με το κινητό στο αυτί για κάμποσο ακόμα. Τι σκατά έκανα εδώ πέρα; Γιατί δεν ήμουν μαζί της;

 

Λοιπόν -έπρεπε να ανοίξω τηλεόραση, να δω τι γινόταν, αλλιώς θα τρελαινόμουν εδώ μέσα… Έβαλα μπροστά την ιεροτελεστία -γέμισα ένα ποτήρι με Στολίσναγια-τόνικ, έφερα δίπλα μου το ζίπο και τα Κάμελ, πήρα μια λεπτή κουβέρτα για την περίπτωση που θα νύσταζα και πάτησα το κουμπί. Χρειάστηκε να περιμένω κάμποση ώρα για να περάσουν τα τηλεπαιχνίδια και οι διαφημίσεις, οι διαφημίσεις, οι διαφημίσεις, οι τίτλοι των δελτίων ειδήσεων, οι διαφημίσεις, τα πρώτα θέματα, οι διαφημίσεις… Και μετά ήρθε η σειρά μου.

 

Φωτογραφίες μου από την εποχή που έμοιαζα πιτσιρικάς (χωρίς να είμαι -ποτέ δεν ήμουν), σε διαδηλώσεις (κακή ποιότητα, χοντρός κόκκος, εφημερίδα), η φωτογραφία μου από την Ασφάλεια μετά τη σύλληψη (αυτή έπαιζε φόντο στο ρεπορτάζ), φωτογραφία δίπλα σ’ εκείνη σε κάποια εκδήλωση 20 χρόνια πριν (πόσο όμορφη ήταν, πόσο απορημένος με την τύχη μου έδειχνα…) και για κλείσιμο η κλασική φωτογραφία με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος όσο η Αθήνα καιγόταν.

Άκουσα κιόλας ότι είχα συλληφθεί για σύσταση και συμμορία, ότι είχα προφυλακιστεί -αλλά δεν άκουσα ότι στο δικαστήριο που έγινε, αθωώθηκα. Άκουσα ότι υποστήριξα έμπρακτα τα μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, αλλά δεν άκουσα ότι η υποστήριξή μου αφορούσε μόνο το να καταθέσω ως μάρτυρας υπεράσπισης. Άκουσα ότι πρωτοστάτησα σε καταλήψεις σχολών, στα επεισόδια της Νομικής στην καταμέτρηση των εδρών για πολλά έτη (μαλακίες -για όλα τα έτη έπρεπε να πουν, όσο ήμουν φοιτητής η παράδοση απαιτούσε να πλακωνόμαστε στη Νομική τη νύχτα των εκλογών), άκουσα ότι συμμετείχα στις καταλήψεις κτιρίων, αλλά δεν άκουσα ότι η συμμετοχή μου αφορούσε απλώς τη διοργάνωση συναυλιών, άκουσα ότι ξεκινούσα επεισόδια σε κάθε πορεία που συμμετείχα (υπερβολές), άκουσα ότι είχα γράψει βιβλία αντιεξουσιαστικού περιεχομένου (φαίνεται ότι το να διηγείσαι τη ζωή σου είναι αντιεξουσιαστική πράξη), άκουσα ότι τα τελευταία χρόνια απέφευγα τη δημοσιότητα (όντως -τον τελευταίο μισό αιώνα και βάλε), ότι ήμουν επιθετικός (λάθος -πάντα αμυντικός διάλεγα να παίξω στα γηπεδάκια 5Χ5 με φίλους), άκουσα ότι ήμουν περίεργος και ψάχτηκα να δω μήπως είχα τίποτα κεραίες στο κεφάλι, ή μακρόστενα αυτιά σαν το δόκτωρ Σποκ.

Μετά πέρασαν στο Σαμουράι. Φυσικά και τον βρήκαν, φυσικά και ξέθαψαν την κατάληψη στη σχολή όπου συνεργαστήκαμε, φυσικά και μας έβγαλαν κολλητούς -η απαράμιλλη φιλία μαζί με την αγαστή συνεργασία καρποφόρησαν τα τελευταία 30 χρόνια, άσχετα που δεν είχαμε καμιά απολύτως επαφή. Όχι, δεν είχαν στοιχεία για τις μεταξύ μας συναντήσεις, αλλά ήταν σίγουροι ότι βλεπόμασταν συχνά-πυκνά και καταστρώναμε σχέδια. Πάντα στα πλαίσια της κατάργησης της εξουσίας με βίαια μέσα, βέβαια.

Κατέληγαν ότι ο πρωθυπουργός σκόπευε να μετατρέψει τη χώρα σε Σοβιετική Ένωση (ή Κούβα) κι ο γραμματέας της κυβέρνησης υλοποιούσε αυτό το σχέδιο σε συνεργασία με αποβράσματα σαν και του λόγου μου.

 

Στην αρχή είχα την αίσθηση ότι όλος ο κόσμος με έβλεπε αγουροξυπνημένο με το σώβρακο, μετά θύμωσα, μετά ένιωσα ότι το όλο θέμα δε με αφορά γιατί στην οθόνη περιέγραφαν έναν άνθρωπο που δεν γνώριζα και σε καμιά περίπτωση δεν ήμουν εγώ. Απλά αυτός ο τύπος είχε βρεθεί (κάποιες φορές) στα ίδια μέρη με μένα, είχε κάψει την Αθήνα περισσότερες φορές από όσες στην πραγματικότητα είχε καεί αυτή η πόλη και συνωμοτούσε με κάποιον άλλο, ονόματι Σαμουράι, που έμοιαζε, αλλά δεν ήταν ο Σαμουράι. Εκείνο που με ενοχλούσε ήταν η φωτογραφία της δίπλα σε αυτόν τον κάποιον. Ζήλευα μάλλον. Είχα την αίσθηση ότι η φωτογραφία ήταν τωρινή, γιατί εκείνη παρέμενε το ίδιο όμορφη όσο εγώ γερνούσα ενώ ο άλλος, που μου έμοιαζε, ήταν αγέραστος. Μαλάκας βέβαια και ηλίθιος κρεμανταλάς, αμήχανος σχετικά με το πώς να σταθεί και που να βολέψει τα χέρια του -όπως κι εγώ -αλλά αγέραστος.

Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα δει ούτε μια φωτογραφία του Αργύρη. Για την ακρίβεια δεν έλεγαν ούτε το όνομά του -το θεώρησα φυσικό γιατί θα έπρεπε να εξηγήσουν και τι είχε κάνει, για ποιο λόγο ήταν φυλακή και, όσο να πεις, ο Αργύρης δεν ήταν το πρότυπο του στυγνού τρομοκράτη που βλέπεις στις αμερικάνικες ταινίες…

 

Το ποτό είχε τελειώσει, οι ειδήσεις είχαν τελειώσει, το τασάκι ξεχείλιζε -σκεπάστηκα με την κουβέρτα, έφυγα από τα τηλεοπτικά κανάλια κι επέστρεψα στον λαβύρινθο της πλατφόρμας -αρκετά με την ενημέρωση…

 

Ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο Γκίνη, γινόταν συνέλευση κι ο κόσμος φώναζε, όταν όμως κοίταξα τριγύρω είδα ότι όλοι τους ήταν δυσδιάστατοι, σαν τις φιγούρες από χοντρό χαρτόνι που βάζουν στις εισόδους των κινηματογράφων. Δεν ένιωσα καμιά έκπληξη γιατί οι δυο-τρεις που βρίσκονταν στα διπλανά μου έδρανα ήταν από χρόνια πεθαμένοι -ο Βαγγέλης, ο Καβάτζας κι ο Κώστας που τον λέγαμε Σόλωνα -οι δυο πρώτοι είχαν πάει από πρέζα μετά τις συνεχόμενες προφυλακίσεις κι ο Κώστας που τον λέγαμε Σόλωνα είχε φουντάρει με τη βέσπα του από τον Κρεμαστό Λαγό. Ήταν όλοι τους νέοι και όμορφοι (πιο όμορφοι από τότε που ζούσαν -αλλά αυτά κάνει το σινεμασκόπ) κι ο ομιλητής σκαρφαλωμένος στην έδρα ούρλιαζε δείχνοντάς μας. Μετά έδειχνε μόνο εμένα, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε κι από δίπλα μου μύρισα καμένο χαρτί, φοβήθηκα να κοιτάξω, αλλά ήξερα ότι αν δεν έφευγα από το αμφιθέατρο θα καίγονταν όλοι εκεί μέσα, σηκώθηκα, τα πόδια μου αρνούνταν να δουλέψουν. Περπάτησα, όμως ο αέρας ήταν πιο πηχτός από τσιμεντόκολλα, προσπάθησα να μετρήσω να βήματα μέχρι την πόρτα κι η πόρτα όλο απομακρυνόταν, τότε ο ομιλητής μου φώναξε «αργείς και μας πλησιάζουν» και το δάχτυλό του άρχισε να μαυρίζει χωρίς να βλέπω τη φωτιά -πήγα να απαντήσω αλλά ο λαιμός μου είχε κλείσει, άπλωσα το χέρι αν και το πόμολο της πόρτας ήταν μακριά, με κύκλωσαν καπνοί, δεν μπορούσα ν΄αναπνεύσω κι ένα κουδούνι άρχισε να χτυπάει δαιμονισμένα.

 

Με ξύπνησε το κουδούνι της εξώπορτας, βρέθηκα με το κεφάλι στο πάτωμα και μέχρι να καταλάβω ότι είχα κοιμηθεί στον καναπέ πέρασε κάποια ώρα. Το κουδούνι εκεί -απτόητο. Πήγα μέχρι το θυροτηλέφωνο.

«Ποιος είναι;»

«Κώστας Παπαγιάννης», μούγκρισε η φωνή στην άλλη άκρη. Μετά μου είπε ότι ήταν δημοσιογράφος και το όνομα της εφημερίδας -την ήξερα, παλιά τη διάβαζα κιόλας, ακόμα πιο παλιά θυμάμαι ότι παίρναμε τηλέφωνο στα γραφεία της για να μάθουμε τα ονόματα των συλληφθέντων, μπας κι εντοπίσουμε τίποτα δικούς μας που τους είχαμε χάσει μετά από διαδηλώσεις.

«Και λοιπόν;» αναρωτήθηκα.

«Μπορώ ν΄ανέβω;» ζήτησε η φωνή.

Θα ήθελα να τον ρωτήσω περισσότερα, αλλά δεν είχα κουράγιο -χρειαζόμουν μια ασπιρίνη, ένα κρύο ντους και 2-3 καφέδες επειγόντως, έτσι του άνοιξα την εξώπορτα. Μετά πήγα κι άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός του και μετά χώθηκα στο μπάνιο, κατέβασα την ασπιρίνη, έχωσα το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση, έπλυνα τα δόντια μου για να φύγει η γεύση του καμένου χαρτιού και βγήκα στο καθιστικό. Ένας χοντρός τύπος, μεταξύ 30 και 40 χρονών, με περίμενε αμήχανα στην ανοιχτή πόρτα.

Τον πλησίασα.

«Καλημέρα», είπε.

Το στόμα του μύριζε άσχημα -σα να είχε μόλις ρευτεί καρυκεύματα.

«Έλα πιο μέσα», μουρμούρισα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Έκανε δυο βήματα αλλά δεν το αποφάσιζε να στρώσει τον κώλο του σε κάποια καρέκλα.

«Πάω να φτιάξω καφέ -θέλεις;» τον ρώτησα.

«Ναι -έναν γλυκό με γάλα», είπε.

«Αν είσαι τυχερός θα είναι γλυκός, αλλά για γάλα -ξέχασέ το», του εξήγησα.

 

Πήγα στην κουζίνα κι έφτιαξα δυο εσπρέσο, διπλούς, στον ένα έριξα τρίμματα ζάχαρης τα οποία ξεκόλλησα από τον πάτο κάποιου βάζου, ξαναπήγα στο καθιστικό και ανακάλυψα ότι ο δημοσιογράφος χάζευε τις στοίβες με τα βιβλία μου καθώς και ότι το δωμάτιο ήταν ασορτί με μένα -σε κακό χάλι.

«Κάτσε», του ζήτησα δίνοντάς του τον καφέ.

Κάθισε στην πολυθρόνα, κάθισα στον καναπέ -άρχισα να πίνω τον καφέ μου βιαστικά, πήγε να με μιμηθεί, στην πρώτη γουλιά στράβωσε τα μούτρα.

«Δεν ήσουν και τόσο τυχερός τελικά», απολογήθηκα.

Χαμογέλασε βεβιασμένα κι άφησε τον καφέ στο τραπεζάκι δίπλα του.

«Ήθελα να σας ρωτήσω κάποια πράγματα», είπε σιγά ενώ τραβούσε ένα σακ βουαγιάζ (προφανώς δικό του) προς το μέρος του.

Χαμογέλασα, άναψα τσιγάρο, ήπια καφέ -περίμενα.

«Δηλαδή, να σας πάρω συνέντευξη…» συμπλήρωσε.

«Σχετικά με ποιο θέμα;» απόρησα.

«Με αυτό που παίζουν στις ειδήσεις, μια βδομάδα τώρα», έκανε έκπληκτος.

«Και γιατί θα πρέπει να δώσω συνέντευξη; Δεν φτάνουν τα όσα ακούγονται στις ειδήσεις;»

«Θα ήταν καλό να υπάρχει και η δική σας άποψη…»

«Καλό για ποιον;» τον έκοψα.

«Για σας…»

«Κι εσείς ενδιαφέρεστε για το καλό μου δηλαδή;» χαμογέλασα.

Δεν ήξερε τι να πει, μάλλον, γι΄αυτό τράβηξε ακόμα μια τζούρα καφέ και το μετάνιωσε αμέσως.

«Λοιπόν, εντάξει -συνέντευξη, αλλά πριν δημοσιεύσεις θα μου στείλεις το κείμενο να το ελέγξω», είπα.

Στην τελική -γιατί όχι; Πόσο χειρότερα να γίνουν τα πράγματα;

Χαμογέλασε.

«Ευχαριστώ», είπε. «Μπορώ να τη μαγνητοφωνήσω;»

Κούνησα το κεφάλι όσο αυτός έβγαζε ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι από το σακ βουαγιάζ του. Η ασπιρίνη είχε κάνει δουλίτσα, το κεφάλι μου δεν κουδούνιζε πλέον -βοηθούσε κι ο καφές βέβαια. Άραξα αναπαυτικά στον καναπέ και τον περίμενα όσο αγκομαχούσε βγάζοντας ένα ζευγάρι γυαλιά κι ανοίγοντας το σημειωματάριο του.

«Πού βρήκες τη διεύθυνσή μου;» τον ρώτησα.

«Από…»

«Δεν έχει σημασία -άνοιξε το μαραφέτι να τελειώνουμε», τον έκοψα γιατί, στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να ξέρω.

 

Άκουσα το κλικ από το μαγνητοφωνάκι και μετά ο δημοσιογράφος ξεκίνησε.

«Κύριε Καστρινέ, σας κατηγορούν για μυστικές συνεννοήσεις με κυβερνητικό αξιωματούχο, τι έχετε να δηλώσετε σχετικά;» διάβασε από το σημειωματάριό του.

«Ότι μάλλον τα ειδησεογραφικά τμήματα των καναλιών πάσχουν από την έλλειψη καλών σεναριογράφων», είπα αυθόρμητα.

«Τι εννοείτε;»

«Εννοώ πώς τα δελτία ειδήσεων βγαίνουν βάσει σεναρίου -χτίζουν μια ιστορία και την παίζουν σε συνέχειες, τα δελτία ειδήσεων είναι η εξελιγμένη μορφή της σαπουνόπερας», είπα.

«Στο προκείμενο -δεν είχατε κάποια συνεννόηση…»

«Ο Αργύρης Δημητρακόπουλος, και θέλω να γράψετε κανονικά το όνομά του γιατί τα δελτία αποφεύγουν να το πουν, υπήρξε παλιός φίλος μου. Όσο κάναμε παρέα βέβαια δεν έβαζε βόμβες κι όταν άρχισε να βάζει βόμβες δεν κάναμε παρέα -είχαμε ξεκόψει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80…»

«Γιατί ξεκόψατε;»

«Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πήγα φαντάρος, η όλη υπόθεση τράβηξε κοντά δυο χρόνια κι όταν τελείωσα οι περισσότεροι γνωστοί μου είχαν εξαφανιστεί. Άλλος είχε πιάσει δουλειά, άλλος έφυγε για το εξωτερικό, κάποιοι πέθαναν… Ο Αργύρης δεν θυμάμαι τι έγινε, θυμάμαι όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, να διαβάζω ότι τον έπιασαν για βομβιστικές ενέργειες. Μετά έγινε κάποια δίκη όπου με κάλεσαν να καταθέσω σαν μάρτυρας υπεράσπισης -πήγα, δεν τα κατάφερα και ιδιαίτερα καλά…»

«Τι ακριβώς καταθέσατε στη δίκη του;»

«Ότι ο Αργύρης ανήκει σε συγκεκριμένο ιδεολογικό χώρο και οι ενέργειές του δεν είχαν σκοπό το προσωπικό όφελος, αλλά τη διάδοση των ιδεών του».

«Είναι οι βόμβες μέθοδος για τη διάδοση ιδεών;»

«Για τον Αργύρη φαίνεται πώς ήταν…»

«Άρα, μπορεί να πει κανείς ότι επικροτούσατε τις μεθόδους του».

Άναψα καινούργιο τσιγάρο.

«Αυτός που θα πει κάτι τέτοιο είναι ηλίθιος», του ξέκοψα. «Είναι κατανοητό ή χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις;»

«Εννοείτε ότι εσείς απλώς καταθέσατε μια κατάσταση χωρίς να ενστερνίζεστε…»

«Εννοώ ότι πίστευα κι εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Αργύρης έβαζε βόμβες για ιδεολογικούς λόγους. Αν πίστευα ότι είχε δίκιο θα έβαζα κι εγώ βόμβες -σωστά;»

«Εσείς δεν έχετε βάλει ποτέ βόμβα;» με κοίταξε σοβαρός, ανασαίνοντας βαριά.

«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» απόρησα.

«Για ιδεολογικούς λόγους», είπε.

«Δεν υποστηρίζω κανενός είδους ιδεολογία που δικαιολογεί μια επαναστατική ελίτ η οποία αναλαμβάνει εργολαβικά να σώσει τον κόσμο. Οι άνθρωποι ή θα σωθούν από μόνοι τους, ή θα χαθούν -σε κάθε περίπτωση δεν έχω καμιά διάθεση να επιλέξω στο όνομα των άλλων, συνήθως δεν έχω διάθεση να επιλέξω ούτε για τον εαυτό μου δηλαδή», ξεκαθάρισα.

«Αυτό σημαίνει ότι δεν έχετε εμπλακεί σε διαδηλώσεις, καταλήψεις και παρόμοιες ενέργειες;» ρώτησε.

«Τι σχέση έχουν οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις με τις βόμβες;» εκνευρίστηκα.

«Καμιά σχέση», παραδέχτηκε ντροπαλά. «Αλλά ας γυρίσουμε στην αρχική ερώτηση. Πείτε μας τι ακριβώς έγινε με την υπόθεση…»

Πήρα βαθιά ανάσα πριν ρίξω το παραμύθι.

«Διάβασα ότι ο Αργύρης έκανε απεργία πείνας και ήξερα ότι ο Σαμουράι…»

«Σαμουράι;»

«Έτσι τον λέγαμε στη σχολή, ήταν γνωστό αυτό σε όλους».

«Συνεχίστε».

«Τέλος πάντων, πήρα ένα τηλέφωνο στο γραφείο του Σαμουράι να τον ρωτήσω πώς μπορώ να μιλήσω με τον Αργύρη. Μου είπε ότι υπήρχε αυτό το νομοσχέδιο για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις φυλακές κι αν ήθελα να τον συναντήσω θα έπρεπε να επικοινωνήσω με το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αυτό έκανα κι έτσι έγιναν όλα».

«Όμως ακούγεστε να λέτε…»

«Ακούγομαι να λέω -μάλιστα. Αλλά αυτό που παίζουν στις ειδήσεις είναι 1 λεπτό από μια συζήτηση που κράτησε περίπου μισή ώρα. Αφού μας καταγράφουν παρά τη θέλησή μας και εντελώς παράνομα, ας βάλουν το σύνολο της συζήτησης».

«Τι κουβεντιάσατε εκείνη τη μέρα με τον Αργύρη;»

«Βασικά του είπα ότι θα ήταν καλύτερο να ζήσει παρά να πεθάνει».

«Μόνο αυτό;»

«Τι άλλο;»

«Ακούγεται να απειλεί στο τέλος της συνομιλίας σας κι εσείς να τον ενθαρρύνετε», είπε διστακτικά.

«Δηλαδή θεωρείτε λογικό να πω σε έναν άνθρωπο που κάνει απεργίας πείνας και δίψας ότι, άλφα, διαφωνώ με τις μεθόδους του και, βήτα, δε θα βγει ποτέ από εκεί μέσα;»

«Δεν ξέρω», είπε ο δημοσιογράφος.

Τέλειωσα τον καφέ μου και γύρισα προς το μέρος του.

«Κύριε Παπαγιάννη, να σας κάνω μια ερώτηση;»

«Τι εννοείτε;» έκανε μπερδεμένος.

«Έχετε δει αυτές τις χολιγουντιανές ταινίες με τους διαπραγματευτές; Εκείνους τους τύπους που προσπαθούν να πείσουν όσους ετοιμάζονται να αυτοκτονήσουν ότι δεν πρέπει να το κάνουν;»

«Ναι, έχω δει…» μουρμούρισε.

«Είδατε ποτέ κανέναν σε αυτές τις ταινίες να λέει στο άτομο που ετοιμάζεται να βουτήξει στο κενό ότι καλώς παθαίνει ότι παθαίνει, ότι οι επιλογές του είναι λάθος, ότι αν κατέβει από το πεζούλι θα τον μπουζουριάσουν και θα τον κάνουν ίσα με δέκα οκάδες στο ξύλο;»

«Όχι», παραδέχτηκε αμήχανα.

«Αυτή λοιπόν είναι η απάντησή μου στο θέμα των απειλών και της ενθάρρυνσης. Και, νομίζω, ότι είχα κάποιο αποτέλεσμα…»

Σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι του.

«Ας περάσουμε τώρα σ΄εσάς», ζήτησε.

«Το βρίσκετε αναγκαίο;» απόρησα.

«Ακούγονται τόσα πράγματα στα δελτία ειδήσεων…»

«Και γιατί πρέπει να απαντήσω εγώ κι όχι οι σεναριογράφοι των δελτίων;» αγανάκτησα ελεγχόμενα.

«Λένε ψέματα;»

«Έχουν παραποιήσει μια φωτογραφία μου και εκεί που είμαι με τον εκδότη μου χαμογελαστός έξω από τον εκδοτικό οίκο, ξαφνικά βρίσκομαι να χαμογελάω μόνος μπροστά από φασαρίες -αυτό λέγεται μοντάζ, έτσι δεν είναι;»

«Έχει συμβεί κάτι τέτοιο;» πετάχτηκε.

Σηκώθηκα και έφερα τη φωτογραφία από το γραφείο μου. Την άφησα πάνω στο σημειωματάριό του.

«Απίστευτο…» μουρμούρισε.

«Ελάτε τώρα -η πρώτη φορά είναι που το κάνουν, ή θα είναι η τελευταία;» τον γείωσα.

Έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή, ζούμαρε στη φωτογραφία μου και την τράβηξε.

«Αυτό θα κάνει πάταγο…» θαύμασε.

«Καλά -μην ενθουσιάζεσαι», προσπάθησα να τον μαζέψω.

«Έχουν παραποιήσει…»

«Αναφέρουν ότι έχω συλληφθεί -σωστά;»

«Σωστά».

«Δεν αναφέρουν όμως ότι αθωώθηκα γιατί δεν είχα κάνει τίποτα παράνομο. Όπως και δεν αναφέρουν ότι δεν έχω κάνει καμιά αξιόποινη πράξη -εκτός αν απαγορεύεται να συμμετέχεις σε καταλήψεις σχολών ή σε διαδηλώσεις».

«Οι καταλήψεις κτιρίων όμως…» προσπάθησε να πει.

«Και ποιο κτίριο κατέλαβα;» τον ρώτησα.

«Δε γνωρίζω».

«Ούτε κι εγώ», του είπα.

«Διαβάζοντας κανείς τα βιβλία σας…»

«Ναι;»

«Περιγράφονται πράξεις που βρίσκονται στα όρια της νομιμότητας και μερικές φορές, αυτά τα όρια παραβιάζονται».

«Στα βιβλία μου».

«Ναι, στα βιβλία σας».

«Άρα λοιπόν, ο συχωρεμένος ο Ναμπόκοφ έπρεπε να κατηγορηθεί για παιδεραστία, ο Βιάν για πολλαπλές δολοφονίες, κάπως έτσι;»

Χαμογέλασε.

«Λέτε λοιπόν ότι όσα περιγράφονται στα βιβλία σας είναι προϊόντα φαντασίας…»

«Όσα περιγράφονται στα λογοτεχνικά βιβλία -ακόμα και στα αμφιβόλου ποιότητας σαν τα δικά μου -δεν είναι πραγματικά γεγονότα. Σε διαφορετική περίπτωση θα πίναμε καφέ με τον Φίλιπ Μάρλοου, η αντιτρομοκρατική θα κυνηγούσε τον Μπέρναρντ Μίκεϋ Ρανγκλ και πολλοί από εμάς θα ξενυχτούσαμε κάτω από το παράθυρο της  βασιλικής οικογενείας των Φύρστενμπεργκ – Μπαρκαλόνα μπας και ξεμυτήσει η Λι Τσέρι -σωστά;»

Δεν πολυκατάλαβε τι εννοούσα, αλλά απέφυγε να ρωτήσει.

Έκλεισε το μαγνητοφωνάκι.

 

Όσο τακτοποιούσε τα υπάρχοντά του στο σακ βουαγιάζ άναψα καινούργιο τσιγάρο και υπολόγισα ότι θα έφτιαχνα ακόμα έναν καφέ όταν έφευγε.

«Πρέπει να τα πείτε και δημόσια όλα αυτά…» μουρμούρισε.

«Τι εννοείτε; Δημόσια δεν τα είπα; Δε θα δημοσιευτούν;» απόρησα.

«Ναι, αλλά η εφημερίδα δεν έχει την απήχηση…»

«Πράγμα που σημαίνει ότι θα το θάψουν το θέμα στις τηλεοράσεις -αν κατάλαβα καλά», τον διευκόλυνα.

«Κάπως έτσι…»

«Και προτείνεις να βγω σε κάποιο δελτίο ειδήσεων», συνέχισα βολτάροντας ανέμελα από τον ενικό στον πληθυντικό.

«Τότε σίγουρα θα σας ακούσουν περισσότεροι…» είπε.

«Κι αφού θα θάψουν μια συνέντευξη σε εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας, θεωρείς ότι δεν θα θάψουν κι εμένα αν βγω στα κανάλια τους;»

Το σκέφτηκε λίγο.

«Σας έχω εμπιστοσύνη», μουρμούρισε. «Κι έχω διαβάσει όλα τα βιβλία σας».

«Έτσι ε;»

Κούνησε το κεφάλι συνεσταλμένα. Μετά έψαξε στο σακ βουαγιάζ κι έβγαλε ένα βιβλίο.

«Θα μου το υπογράψετε;» ζήτησε.

«Προφανώς και όχι. Δεν είναι δικό μου το βιβλίο», είπα.

«Μα εσείς το γράψατε», μπερδεύτηκε.

«Τα βιβλία δεν είναι μοσχάρια στο Φαρ Ουέστ να τα μαρκάρουμε… Άλλο πράγμα είχα εγώ στον υπολογιστή μου, πριν εκδοθεί, άλλο πράγμα πήγε στο βιβλιοπωλείο και διαφορετικό είναι αυτό που έχετε εσείς στην κατοχή σας. Αν θέλετε υπογραφή στο βιβλίο, βάλτε τη δική σας κύριε Παπαγιάννη».

«Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω», παραδέχτηκε.

«Ούτε κι εγώ… Λοιπόν, καλημέρα σας…» έκανα και σηκώθηκα.

«Απόγευμα είναι», ψιθύρισε μπερδεμένος.

«Τότε καλησπέρα», έκανα απτόητος.

«Να μη βγάλουμε κάποιες φωτογραφίες για τη συνέντευξη;» ζήτησε.

«Δεν υπάρχει λόγος -χρησιμοποιείστε ότι έχετε από το αρχείο σας».

Σηκώθηκε αργά, με αποχαιρέτησε και βγήκε από την πόρτα.

 

Έμεινα πάλι μόνος στο σπίτι, αλλά στο σπίτι δεν ήμουν μόνος μου, υπήρχε ακόμα η βαριά μυρωδιά του Παπαγιάννη, υπήρχε η τηλεόραση που καραδοκούσε, το παράθυρο που με κοίταζε, οι τοίχοι που με πίεζαν, η Δήμητρα που ήταν εδώ χωρίς να θέλω, εκείνη που δεν ήταν εδώ χωρίς να ξέρω γιατί… Άπλωσα τα χέρια, έψαξα να βρω τους δικούς μου, αλλά ως φαίνεται, οι πεθαμένοι κοιμούνται τα απογεύματα.


 



[1] «Monkey Business», Marx Brothers

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2024

Η τρομοκρατική οργάνωση

 

 

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα


Ξύπνησα πριν τη Δήμητρα, την επόμενη μέρα -αν υποθέσουμε ότι κοιμήθηκα καθόλου δηλαδή. Γιατί αυτό που έκανα όλο το βράδυ ήταν να πετάγομαι ιδρωμένος, κάποιες φορές πήγα μέχρι την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, είναι μανίκι να κοιμάται κάποιος στο ίδιο σπίτι με σένα μετά από τόσο καιρό και ειδικά αν ο κάποιος δεν είναι εκείνη….

 

Έκανα ένα βιαστικό ντους, ντύθηκα όλο νεύρα, γιατί δεν είχα πιει ακόμα καφέ και τσακίστηκα μέχρι τον φούρνο της επόμενης γωνίας. Στο δρόμο ο ήλιος δυνάμωσε τον πονοκέφαλό μου, ψάχτηκα στις μέσα τσέπες του μπουφάν, βρήκα ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά και μπήκα στο φούρνο σε στυλ αόμματος.

Επέστρεψα στο σπίτι με μια σακούλα τιγκαρισμένη -έβαλα το γάλα και το χυμό πορτοκάλι στο ψυγείο, το ψωμί σ΄ένα ντουλάπι, τα κουλουράκια δίπλα στο ψωμί και κάτι κρουασάν τα παράτησα στη σακούλα γιατί τα ξέχασα. Μετά πλακώθηκα να φτιάξω έναν ξεγυρισμένο εσπρέσο, ελπίζοντας να μην την ξυπνήσει ο ήχος του ηλεκτρικού μύλου που άλεθε τους κόκκους.

 

Άνοιξα τα παράθυρα, κάθισα στον καναπέ παρέα με τον καφέ μου αλλά το μετάνιωσα επιτόπου -μεταφέρθηκα στο τραπέζι δίπλα στο λάπτοπ και τα τσιγάρα. Θες γυρεύεις;

Άνοιξα μια αθλητική σελίδα για να χαζέψω τα διεθνή νέα, άνοιξα και την τηλεόραση με χαμηλωμένο ήχο κι έριχνα κλεφτές ματιές -βροχές και καταιγίδες προβλέπονταν στην ηπειρωτική χώρα και πτώση της θερμοκρασίας. Όμορφα…

Τότε άκουσα να κλείνει πίσω της η πόρτα της τουαλέτας, απαλά, σα να φοβόταν μη με ξυπνήσει. Έστησα αυτί μπας και έκανε τίποτα εμετούς, αλλά αμέσως το σταμάτησα -δεν ξέρεις τι μπορεί ν΄ακούσεις από μια τουαλέτα κι όταν είναι κάποια γυναίκα μέσα, καλύτερα να μην ρισκάρεις τη γοητεία της…

 

Βγήκε μετά από κάνα δεκάλεπτο ή περισσότερο, εγώ είχα τελειώσει την εμβριθή ανάλυση φιλοσοφικών αναλύσεων περί των εναλλακτικών συστημάτων που χρησιμοποιούσε ο Πεπ Γκουαρδιόλα (εντάξει αδερφέ, κι εγώ αν είχα τους παιχταράδες του θα έπαιζα μέχρι ποδοβόλεϊ στα ντέρμπι) όταν μπήκε στο δωμάτιο. Την κοίταξα προσπαθώντας να διακρίνω σημάδια καταπόνησης, αλλά μόνο στα μάτια της φαινόταν η κούραση -κατά τα λοιπά ήταν στην πένα. Ή έτσι μου φάνηκε.

Κάθισε απέναντί μου στο τραπέζι και έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της.

«Δεν πήγε και πολύ καλά αυτή η συνέντευξη», μουρμούρισε νυσταγμένα.

«Καφέ;» ρώτησα.

«Ναι, παρακαλώ».

«Ζάχαρη;»

«Όχι»

«Γάλα;»

«Ναι»

«Χυμό πορτοκάλι;»

Με κοίταξε απεγνωσμένα.

«Λυπήσου με», παρακάλεσε.

 

Της έφτιαξα ένα πλήρες πρωινό -αν και ποτέ δεν έμαθα τι σημαίνει αυτό, επειδή το δικό μου πλήρες πρωινό εξαντλούταν στο ένας καφές αμέσως μετά τον καφέ. Πάρκαρα μπροστά της τα κουλουράκια και έναν καπουτσίνο (ή λάτε;) πριν αράξω απέναντι κι ανάψω τσιγάρο. Μου έμεναν δυο γουλιές από τον δικό μου καφέ, αλλά τις άφηνα για μετά το τσιγάρο, για να κρατήσω τη γεύση.

«Χτες βράδυ…» ξεκίνησε να λέει, αφού είχε πιει το μισό καφέ της.

«Χτες βράδυ… όλα καλά», την καθησύχασα. «Απλά αυτόν τον καιρό έχω κάποια άσχημα θέματα…»

Με κοίταξε, περιμένοντας να συνεχίσω, όπως φοβόμουν.

«Και λέγοντας τον τελευταίο καιρό, εννοώ την τελευταία δεκαετία… και λέγοντας άσχημα θέματα, εννοώ ότι είμαι άσχημα ερωτευμένος με τη γυναίκα μου…» συμπλήρωσα.

«Είσαι παντρεμένος;» ρώτησε.

«Πες το κι έτσι…»

«Και η γυναίκα σου;»

«Ζει στο σπίτι μας, εγώ έφυγα…»

Άναψε τσιγάρο και με κοίταξε.

«Να ρωτήσω γιατί;»

Επειδή ήμουν ένα περιττό βάρος χωρίς διάθεση για τίποτα και δεν υπήρχε λόγος να την μιζεριάζω κι εκείνη.

«Όχι -καλύτερα να μη ρωτήσεις», είπα.

«Εντάξει, ας αλλάξουμε θέμα..» πρότεινε κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο μου. «Εσύ δεν είσαι στη φωτογραφία;»

«Ποια φωτογραφία;»

«Αυτή που δείχνουν στην τηλεόραση».

Γύρισα απότομα και ήμουν σίγουρος ότι ήταν κάποιο χοντροκομμένο αστείο από αυτά που κάνουν τα αγόρια στο σχολείο, αλλά δεν ήταν αστείο γιατί η Δήμητρα δεν ήταν αγόρι. Στην οθόνη υπήρχε όντως μια φωτογραφία μου, δεκαετίας και βάλε -στεκόμουν σαν το μαλάκα με τα χέρια σταυρωμένα και χαμογελούσα -πίσω μου καιγόταν ο τόπος, μπάτσοι, καδρόνια, διαδηλωτές με full face… Πότε ήταν αυτό; Δεν το θυμόμουν καθόλου και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί πόζαρα…

Η Δήμητρα ανακάλυψε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε τη φωνή.

«… κυρίαρχη μορφή του αντιεξουσιαστικού χώρου με πλούσια συμμετοχή σε ενέργειες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έκνομες», είπε η αόρατη αντρική φωνή. «Τώρα θα ακούσετε το ηχογραφημένο απόσπασμα από τη συνομιλία του Νίκου Καστρινού με γνωστό τρομοκράτη, ο οποίος εκτίει την ποινή του στις φυλακές Δομοκού».

Ένιωσα τα γόνατά μου να κόβονται.

 

«Το ρεζουμέ είναι ότι ο Σαμουράι μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες κράτησης και για σένα και για τους υπόλοιπους φυλακισμένους, αλλά θέλει να σταματήσεις την απεργία», άκουσα τη φωνή μου μπουκωμένη από την κακή ηχογράφηση.

«Εκεί κατάντησες, Καστρινέ; Μεσάζοντας της εξουσίας;» άκουσα τον Αργύρη, εξίσου μπουκωμένο.

«Κι όποιος σε ρωτήσει εκεί έξω, να του πεις ότι συνεχίζω κανονικά και σύντομα θα βγω από αυτή την τρύπα και θα τους μπιιιιιιιιιπ», συνέχισε ο Αργύρης.

«Καλά θα κάνεις», απάντησα εγώ.

 Εκεί τελείωσε το μαγνητοφωνημένο απόσπασμα.

«Είναι προφανές ότι υπήρξε συναλλαγή μεταξύ κάποιου υψηλόβαθμου κυβερνητικού παράγοντα, ο οποίος αναφέρεται με κωδική ονομασία, πράγμα που δημιουργεί πρόσθετες απορίες, και ενός καταδικασμένου τρομοκράτη. Σε αυτή τη συναλλαγή, ο Νίκος Καστρινός χρησιμοποιήθηκε ως μεσάζοντας», είπε η αόρατη αντρική φωνή, όσο ο εαυτός μου με κοίταζε από την οθόνη χαμογελώντας ηλίθια.

Πότε στο διάολο τράβηξαν αυτή τη φωτογραφία;

 

Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας χοντρός με τρισάθλια μπλε γυαλιά πρεσβυωπίας, μαζί με μια άσχημη κοπέλα που είχε μια έκφραση σα να είχε μόλις φάει σκατά.

«Αυτή η κυβέρνηση δε θα σταματήσει να μας εκπλήσσει», είπε ο χοντρός.

«Αρνητικά πάντα», συμπλήρωσε η κοπέλα.

«Ας περάσουμε τώρα σε άλλο θέμα», είπε ο χοντρός.

Συνέχισα να χαζεύω το επόμενο θέμα αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα από όσα έλεγαν. Και μετά πέρασαν σε άλλο θέμα κι εγώ χάζευα απορροφημένος, μέχρι που με σκούντησε η Δήμητρα.

«Τι είναι όλο αυτό;» με ρώτησε.

«Δεν ξέρω», είπα αφηρημένα.

«Εσύ μιλούσες στο ηχογραφημένο;»

«Ναι»

«Με ποιον;»

«Τον Αργύρη. Ένα φιλαράκο που είναι φυλακή. Είχα πάει να τον δω…»

Έφυγε από δίπλα μου, πήρε ένα κουλουράκι κι άρχισε να το μασουλάει.

«Ποιος σας ηχογράφησε;» με ρώτησε τελικά.

«Πού να ξέρω;» απόρησα.

«Όποιος το έκανε πάντως, έδωσε υλικό στα κανάλια να ξεσκίζουν την κυβέρνηση για κάνα μήνα», διαπίστωσε.

«Ένα μήνα;» ψέλλισα.

«Τι νομίζεις -ότι εδώ θα τελειώσει όλο αυτό; Έχουν συνομιλία με δυο τρομοκράτες, από τους οποίους ο ένας κάνει συνεννοήσεις με την κυβέρνηση για να βολέψει τον άλλο».

«Δυο τρομοκράτες;»

«Νομίζεις ότι θα σε παρουσιάσουν σαν κάτι διαφορετικό;»

«Να βολέψει;»

«Αυτό φάνηκε», μου είπε δείχνοντας την τηλεόραση.

«Να βολέψει -μάλιστα…» είπα με τη σειρά μου. «Δηλαδή, σα να λέμε, ο γνωστός τρομοκράτης εγώ, έταξα κάποια θεσούλα, τίποτα διορισμό στο Δημόσιο, στον άλλο τρομοκράτη, τον Αργύρη…»

«Αυτό θα παίξει», με διαβεβαίωσε.

«Ρε δε γαμιόμαστε;» τινάχτηκα απότομα.

«Θα μπορούσαμε χτες βράδυ… Σήμερα είναι αργά», μου απάντησε χαμογελώντας.

Την κοίταξα.

«Καλή ατάκα, μόνο που συνήθως τη χρησιμοποιώ εγώ», της είπα.

«Συνήθως», επανέλαβε.

Άναψα τσιγάρο ξεχνώντας να πιώ τις δυο τελευταίες γουλιές του καφέ μου. Κοίταξα τον απέναντι, άδειο, τοίχο κι ο τοίχος με κοίταξε ανέκφραστα -έτσι κάνουν οι τοίχοι, ειδικά όταν είναι άδειοι.

«Μάλιστα», είπα χωρίς λόγο.

«Τι θα κάνεις για όλο αυτό;» με ρώτησε.

«Τι να κάνω; Τίποτα δεν θα κάνω. Δε με αφορά η τηλεόραση».

«Δεν ισχύει το ίδιο για την κυβέρνηση όμως».

«Ούτε η κυβέρνηση με αφορά», της εξήγησα.

«Κι αυτός ο Σαμουράι…» αναρωτήθηκε.

«Τι τρέχει με το Σαμουράι;» αναρωτήθηκα με τη σειρά μου.

«Είναι όντως…»

«Έτσι φαίνεται».

«Και γιατί Σαμουράι;»

«Έτσι τον λέγαμε από παλιά», της είπα.

«Δύσκολη κατάσταση…» μουρμούρισε.

«Μην ασχολείσαι», της πρότεινα.

 

Κάθισε πάλι στη θέση της, τελείωσε τον καφέ της αμίλητη.

«Μάλλον πρέπει να πηγαίνω», διαπίστωσε.

«Μάλλον ναι», είπα.

Σηκώθηκε, άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της, κοντοστάθηκε.

«Αν χρειαστείς βοήθεια…» είπε.

«Θα σε φωνάξω», την έκοψα.

«Κι αν δεν χρειαστείς…»

«Πάλι θα σε φωνάξω».

«Αλήθεια;»

«Η αλήθεια είναι παροδική», είπα.

Φόρεσε το παλτό της, με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε.

 

Έμεινα μόνος, τέσσερεις τοίχοι, μια πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο, ένας διάδρομος που οδηγούσε στην κουζίνα, το μπάνιο και το υπνοδωμάτιο. Μια τηλεόραση που έπαιζε διαφημίσεις. Από πού ήταν εκείνη η φωτογραφία που έδειχναν στην τηλεόραση; Τι φορούσα; Ίσως έτσι να θυμόμουν… Μαύρο δερμάτινο μπουφάν -εντάξει, αυτό φοράω τα τελευταία εκατό χρόνια. Μαύρο μπλουζάκι. Με στάμπα; Χωρίς στάμπα. Και χαμογελάω -γιατί; Μα επειδή ποζάρω με τον εκδότη μου, στην εκδήλωση για την κυκλοφορία του βιβλίου μου. Ποιου βιβλίου μου; Κάποιου βιβλίου. Και πού πήγε ο εκδότης; Και γιατί πίσω μου γίνεται της κόφας; Επειδή είναι φωτομοντάζ… Μου ήρθε από το πουθενά κι έτσι έτρεξα στα συρτάρια του γραφείου, έψαξα ανάμεσα σε σημειωματάρια, καλώδια φορτιστών, μπαταρίες τηλεφώνων, συρραπτικά… Φωτογραφίες πεταμένες άτσαλα. Εγώ κι εκείνη σε διακοπές -πίσω μας ο Δούκας πενταβρώμικος -Κρήτη. Εγώ κι εκείνη σε μπαράκι -ο Δούκας δεν φαίνεται. Εγώ μόνος, γελοίος με μαγιό -Εύβοια. Εγώ με διάφορους πεθαμένους. Εγώ με λίγους ζωντανούς. Κι επιτέλους -εγώ με τον εκδότη μου, εκείνον τον καλόβολο, αργοκίνητο γεράκο που τόσο πολύ ήθελε να βγάζει βιβλία μου αλλά βαριόταν ν’ ασχοληθεί. Εγώ με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος να χαμογελάω, εκείνος δίπλα μου, έγερνε μονόπαντα από μια τεράστια δερμάτινη τσάντα. Πίσω μας η είσοδος του εκδοτικού οίκου, η είσοδος του εκδοτικού οίκου όχι η Αθήνα που καιγόταν… Καργιόληδες…

Τράβηξα τη φωτογραφία και την άφησα πάνω στο τραπέζι. Έμεινα να τη χαζεύω κάνα δεκάλεπτο ή έτσι μου φάνηκε. Σταμάτησα να την κοιτάζω όταν χτύπησε το τηλέφωνο, το σταθερό. Πήγα μέχρι τη βάση φόρτισης για να το σηκώσω.

«Παρακαλώ»,

«Έλα, εγώ είμαι», είπε ο Σαμουράι από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Σε περίμενα», του είπα.

«Ναι, εντάξει… Είδες τηλεόραση;»

«Είδα».

«Τι έχεις να πεις;»

«Ότι ο παρουσιαστής φορούσε άθλια γυαλιά και η κοπέλα δίπλα του ήταν σα να είχε φάει σκατά», είπα.

«Δεν είναι ώρα για πλάκες, Κάστρο».

«Αλήθεια; Και τι είναι όλο αυτό δηλαδή; Για εξήγησέ μου εσύ που είσαι της βαθυστόχαστης…»

«Θα μας τσακίσουν, ο πρωθυπουργός είναι ανήσυχος».

«Να του πεις να μην τρώει βαριά το βράδυ και θα του περάσει», συμβούλευσα.

«Κόψε τις μαλακίες», με γείωσε. «Πρέπει να βρεθούμε».

«Πρέπει;»

«Σίγουρα. Στο μεταξύ θα βγει ο εκπρόσωπός μας να κάνει ανακοίνωση».

«Και τι θα λέει;»

«Τι να πει ρε Κάστρο; Την αλήθεια»

«Η αλήθεια είναι παροδική», επανέλαβα για δεύτερη φορά μέσα στο τελευταίο δίωρο.

«Λοιπόν, αυτοί σίγουρα θα έχουν ρίξει κάποιον δικό τους έξω από το σπίτι σου, άρα δεν μπορώ να έρθω. Για το γραφείο μου και τη Βουλή δεν το συζητάμε…» υπολόγισε ο Σαμουράι.

«Κάτσε -τι εννοείς ότι θα έχουν ρίξει κάποιον έξω από το σπίτι μου; Ποιοι είναι οι αυτοί; Η Ασφάλεια; Το Σπουδαστικό; Η ΚΥΠ;»

«Τα κανάλια ρε Κάστρο -πού ζεις;»

«Το ότι ζω το έχεις σίγουρο δηλαδή;» απόρησα.

«Τέλος πάντων, άστο, θα  κανονίσουμε εμείς τη συνάντηση».

«Να κανονίσετε», επικρότησα.

«Σε μισή ώρα θα βγει η δήλωση του εκπροσώπου».

«Δε θα παραλείψω…» τον διαβεβαίωσα, κλείνοντας το τηλέφωνο.

 

Κάθισα στον καναπέ με το στομάχι κόμπο. Απέναντί μου, όρθιος, ο Άρης Μαλτέζος, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χαμογελαστός όπως εγώ στη φωτογραφία. Όχι, δε φορούσε μαύρο δερμάτινο μπουφάν.

«Σε πήραν χαμπάρι», μου είπε.

«Δεν κρυβόμουν», απάντησα.

«Το πιστεύεις αυτό;»

Κούνησα το κεφάλι.

«Τώρα τι γίνεται, είναι το θέμα…» μουρμούρισα.

«Τώρα… τι να γίνει τώρα; Θα σε κάνουν κομμάτια στις ειδήσεις μέχρι να βαρεθούν, αυτό θα γίνει τώρα».

«Έτσι λες;»

«Γιατί -εσύ λες κάτι διαφορετικό; Είσαι ενδιάμεσος φίλε μου, είσαι το σαμάρι -θα σε χτυπάνε μέχρι ν΄ακούσει το γαϊδούρι…»

«Κάποια άποψη για την εκλεγμένη κυβέρνηση του τόπου», γέλασα.

«Δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά. Κυβερνήσεις, εκλογές, το έθνος, το καλό του λαού…»

«Ούτε κι εμένα, αλλά εδώ πρόκειται για φίλο…» επεσήμανα.

«Το Σαμουράι; Εντάξει λοιπόν, έκανες ότι σου ζήτησε -αν στράβωσε η φάση, δεν είναι δικό σου θέμα».

«Δεν είναι δικό μου θέμα. Αλλά από πότε με ενδιαφέρουν μόνο τα δικά μου θέματα;»

«Από τότε που θάφτηκες εδώ μέσα και περιμένεις να πεθάνεις», γέλασε εκείνος. «Αν και νομίζω πώς ούτε τα δικά σου θέματα σε ενδιαφέρουν».

Συμφώνησα σκεπτικός.

«Πρόσεχε εκεί έξω, γιατί στην έχουν στημένη. Ότι κι αν κάνεις, κινήσου υποβρυχιακά», με συμβούλευσε.

«Run silent, run deep», μουρμούρισα.

«Σωστός νομίζω», γέλασε καθώς εξαφανιζόταν.

 

Κοίταξα το ρολόι μου, έφτανε η ώρα για τη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου -έβαλα το κρατικό κανάλι γελώντας -πού φτάσαμε ρε φίλε, να παίρνουμε γραμμή από την κυβέρνηση…

 

Μετά από κάτι διαφημίσεις για αλυσοπρίονα και πάνες ακράτειας ενηλίκων, βγήκε στην οθόνη ένας πιτσιρικάς με απροσδιόριστο ύφος και περιποιημένο μουσάκι. Είπε εκεί πέρα τα δικά του, για θέματα που δε γνώριζα ούτε και ήθελα να μάθω -μετά άρχισαν οι ερωτήσεις.

«Κύριε εκπρόσωπε, τι έχετε να δηλώσετε για την υπόθεση που απασχολεί την επικαιρότητα σχετικά με τις δοσοληψίες κυβερνητικού παράγοντα με καταδικασμένο τρομοκράτη;» ακούστηκε από το βάθος μια αντρική φωνή με βαριά, λεσβιακή (το νησί, όχι η σεξουαλική προτίμηση) προφορά.

«Δεν υπήρξε καμιά δοσοληψία», του ξέκοψε ο πιτσιρικάς εκπρόσωπος. «Ο κύριος Καστρινός αιτήθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να παρέμβει προκειμένου να διακοπεί μια ιδιαίτερα επικίνδυνη, για τη ζωή του συγκεκριμένου φυλακισμένου, απεργία πείνας και δίψας. Το αίτημά του ήταν ανθρωπιστικής φύσης και σαν τέτοιο έγινε άμεσα αποδεκτό. Ο κύριος Καστρινός βοήθησε στο να σωθεί μια ζωή και γι΄αυτό τον ευχαριστούμε».

«Ποιος είναι ο Σαμουράι;» ακούστηκαν δυο-τρεις φωνές από το βάθος.

«Δεν γνωρίζω κανένα Σαμουράι πέραν αυτών που έχω δει σε ταινίες του κινηματογράφου», απάντησε ο πιτσιρικάς.

«Ο κύριος Καστρινός επικαλέστηκε τη διαβεβαίωση αυτού του Σαμουράι προκειμένου να πείσει τον καταδικασμένο τρομοκράτη», είπε η μια γυναικεία φωνή.

«Άκουσα το σχετικό απόσπασμα», απάντησε ο πιτσιρικάς. «Αυτά που λέει ο κύριος Καστρινός είναι αναρτημένα σε Δημόσια Διαβούλευση -πρόκειται για το νομοσχέδιο για τις συνθήκες κράτησης που θα έρθει εντός του μήνα για ψήφιση στη Βουλή. Άρα, δεν υπήρξε κάποια δοσοληψία, κάποια συναλλαγή κάτω από το τραπέζι. Οι συνθήκες κράτησης είναι τριτοκοσμικές και θα αλλάξουν άμεσα -όχι προς χάριν ενός φυλακισμένου, αλλά προκειμένου να συμβαδίζουμε με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη».

Τότε ένας άλλος δημοσιογράφος, πιο φιλικός προς τον χρήστη, έκανε ερώτηση για άλλο θέμα κι έτσι η υπόλοιπη συνέντευξη του κυβερνητικού εκπροσώπου σταμάτησε να έχει ενδιαφέρον για μένα.

Αυτό έγινε λοιπόν… Έκανα αίτηση, υποθέτω κοπάνησα και δυο τρία χαρτόσημα υπέρ ΟΓΑ, τίποτα παράβολα και τέτοια… Νίκος Καστρινός, φιλάνθρωπος παύλα ακτιβιστής -φοβήθηκα ότι αν το έλεγα φωναχτά θα πάθαινα πονόλαιμο. Χτύπησε το σταθερό και πήγα μέχρι τη βάση του για να το πιάσω.

«Άκουσες;» με ρώτησε ο Σαμουράι.

«Ενδελεχώς», απάντησα.

«Σε μισή ώρα, στο γραφείο του Αλέκου», μου είπε.

«Καλώς».

«Πρόσεξε μη σε πάρουν από πίσω», φώναξε.

«Μην ανησυχείς -θα τους πω να με πάρουν από μπροστά», τον καθησύχασα.

Δε γέλασε. Ούτε κι εγώ.

 

Ήταν περίπου 4 το απόγευμα όταν βγήκα από την πολυκατοικία μου, με το δερμάτινο κουμπωμένο ως τ΄αυτιά γιατί ο ήλιος είχε παρατήσει κάθε προσπάθεια να ζεστάνει αυτόν τον καταραμένο τόπο. Στο πεζοδρόμιο, ο Δούκας με περίμενε στωικά -καθώς ξεκλείδωνα το λουκέτο κοίταξα τριγύρω. Και βέβαια, στο απέναντι πεζοδρόμιο περίμενε ένας καργιόλης, στα πόδια του παρατημένο το σακ βουαγιάζ (φωτογραφική μηχανή με τρίποδο και τηλεφακό να υποθέσω;) κάπνιζε (μπορούσα να δω κάμποσες γόπες γύρω του) και με έκοβε στα ίσα. Είπα να πάω εκεί πέρα και να του βάλω το λουκέτο στον κώλο, αλλά το σκέφτηκα καλύτερα κι έτσι ανέβηκα στο Δούκα. Τον περίμενα ζεσταίνοντας δήθεν τον κινητήρα -μέσα από τους καθρέφτες τον είδα να τρέχει προς κάποιο αμάξι. Φόρεσα το κράνος με αργές κινήσεις, δίνοντάς του χρόνο να καθίσει πίσω από το τιμόνι. Έβαλε μπροστά, άνετος, γιατί ήταν τόσο μαλάκας που δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι απλώς σταμπάριζα το αυτοκίνητό του.

Μετά ξεκίνησα χαλαρά -σε στυλ χαζεύω τα αξιοθέατα.

 

Πήγαμε κάνα δυο χιλιόμετρα, τον έβλεπα να σκαλίζει το ραδιόφωνό του ψάχνοντας τους σταθμούς κι έτσι χώθηκα στην κυκλοφορία, φροντίζοντας να τον κρατάω κοντά μου στα μποτιλιαρίσματα. Πριν το φανάρι της Αλεξάνδρας έκοψα ταχύτητα, σα να έψαχνα στενό να στρίψω. Βρεθήκαμε κάπου στη μέση της ουράς, περιμέναμε -όταν άναψε πράσινο καβάλησα πεζοδρόμιο και πετάχτηκα μπροστά, 100 μέτρα ήταν αυτά -πρόλαβα οριακά πριν γίνει πάλι κόκκινο και αντίο μαλάκα. Έφυγα σφαίρα στην Πατησίων, χώθηκα στα Εξάρχεια, έκανα τα στενά μέχρι να ξαναβγώ Ακαδημίας κι από εκεί πήρα το δρόμο για Καλλιθέα, μέσω πλατείας Συντάγματος. Πάρκαρα το Δούκα σ΄ένα σούπερ μάρκετ, πίσω από κάτι ΚΑΦΑΟ της ΔΕΗ και πήγα στο γραφείο του Βραχνά με τα πόδια, κοιτάζοντας γύρω μου. Κόσμος ελάχιστος, καργιόλης άφαντος.

 

Το γραφείο του Βραχνά ήταν κλειστό για το κοινό -το κατάλαβα μπαίνοντας στον σκοτεινό και έρημο χώρο υποδοχής, όμως η μπεζ πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Έβλεπα ήδη το Σαμουράι χυμένο σε μια πολυθρόνα και τον Αλέκο δίπλα του όρθιο όσο έμπαινα φουριόζος.

«Καλώς τα μάτια μας τα δυο», είπε ο Αλέκος.

Ο Σαμουράι δε μίλησε.

«Θέλεις καφέ;» ρώτησε ο Αλέκος.

Δεν ήθελα.

«Λοιπόν Κάστρο… πώς το βλέπεις το όλο θέμα;» ρώτησε ο Σαμουράι.

Κάθισα σε μια πολυθρόνα, έβγαλα Κάμελ-ζίπο, ο Αλέκος τσακίστηκε να βρει το περίπου τασάκι του.

«Δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να το δω», είπα.

«Μπήκες στο χορό, φίλε…» έκανε ο Αλέκος πηγαίνοντας προς την πολυθρόνα πίσω από το γραφείο του.

«Νομίζω ότι το τραγούδι μου μόλις τελείωσε», συνέχισα τη βλακώδη χρήση μεταφορών.

«Αντιθέτως…» μουρμούρισε ο Σαμουράι. «Είσαι σίγουρος ότι δε σε πήρε κανένας από πίσω;»

«Εγώ ναι -εσύ;» ρώτησα με τη σειρά μου.

«Εντάξει… Αλλά υπήρχε κανένας…»

«Βέβαια -τα ξέρεις αυτά, εμείς οι διάσημοι έχουμε συνηθίσει στους παπαριάτσι», χαμογέλασα.

«Α ρε Κάστρο, μια ζωή μούτρο…» πανηγύρισε στο άσχετο ο Αλέκος.

Ο Σαμουράι μαζεύτηκε, το γύρισε σε σταυροπόδι και έγειρε προς το μέρος μου.

«Θα το συνεχίσουν, δεν θα το αφήσουν έτσι», μου είπε. «Πρέπει να δούμε το επόμενο βήμα...»

Τον κοίταξα ανέκφραστος, περιμένοντας.

«Είναι αρκετά ηλίθιοι ώστε να κάνουν τη σύνδεση του Σαμουράι με το επώνυμό μου», συνέχισε.

«Δεδομένο αυτό;» ρώτησα.

«Αν ήταν, θα το είχαν κάνει ήδη», είπε.

«Εκτός αν το κρατάνε για τη συνέχεια του σήριαλ», πρότεινα.

«Δεν μπορούν να αποδείξουν…» πετάχτηκε ο Αλέκος.

«Μη γίνεσαι μαλάκας», του είπα χωρίς να τον κοιτάζω. «Αν βρουν ότι ήμασταν συμφοιτητές με το Σαμουράι, όλα θα πάνε χαρτί…»

«Και πού θα το βρουν;» θύμωσε ο Αλέκος.

«Θυμάσαι ποιος άλλος ήταν συμφοιτητής μας, εκείνα τα χρόνια;» τον κάρφωσε ο Σαμουράι.

Θυμήθηκε. Κι εγώ θυμόμουν -από την αρχή της κουβέντας… Στελεχάρα, κομματικός νεολαίος της Δεξιάς -νυν ανεξάρτητος και άτεγκτος δημοσιογράφος λέμε τώρα…

«Τον ήπιαμε», κατέληξε ο Αλέκος.

Έσβησα το τσιγάρο μου, τους κοίταξα ήρεμα.

«Θέλετε να μου πείτε ρε λεβέντες ότι είστε στην κυβέρνηση και δεν μπορείτε να κουμαντάρετε τον Τύπο;» απόρησα.

Γέλασαν και οι δύο, στενάχωρα.

«Για να τους κουμαντάρουμε πρέπει να τους ταΐσουμε και δεν υπάρχει σάλιο…», σχολίασε ο Σαμουράι. «Ούτε και διάθεση», βιάστηκε να προσθέσει.

«Δηλαδή σα να λέμε -είστε κυβέρνηση περιορισμένων αρμοδιοτήτων», παρατήρησα.

Δε μίλησαν.

«Εντάξει… Αφήστε τους να λένε. Σε τελική ανάλυση δεν έκανες και τίποτα κακό -απλώς επανέλαβες το νόμο που έχετε δημοσιεύσει για διαβούλευση, έτσι δεν είπε ο πιτσιρίκος;» αναρωτήθηκα.

«Καμιά σχέση», με γείωσε ο Σαμουράι. «Θα το κάνουν λάστιχο, θα κοπανάνε συνέχεια ότι είχαμε συναλλαγές με τρομοκράτη και κανένας δε θα ενδιαφερθεί για την ουσία του πράγματος».

«Ωραία -βγείτε κι εσείς να πείτε ότι σώσατε μια ζωή και θα σώσετε ακόμα περισσότερες με ένα νόμο που ήδη φτιάχνατε…» είπα.

«Και ο οποίος βγήκε στη Διαβούλευση μετά τη συνάντησή σου με τον Αργύρη», με συμπλήρωσε ο Σαμουράι.

Πετάχτηκα από την καρέκλα, πήγα μέχρι το παράθυρο, κοίταξα κάτω το δρόμο -νύχτωνε.

«Λοιπόν, νομίζω ότι δε με χρειάζεστε άλλο», είπα.

«Πρέπει να βγεις στην τηλεόραση», είπε ο Σαμουράι.

Γύρισα. Τον κοίταξα προσπαθώντας να φανώ ψύχραιμος.

«Ούτε για πλάκα», του ξέκοψα.

«Δεν θα το κάνεις μόνο για εμάς, θα το κάνεις και για σένα», με πληροφόρησε.

Πήγα και στάθηκα από πάνω του.

«Πώς το εννοείς;» τον ρώτησα.

«Θα σε κόψουν στη μηχανή του κιμά και θα σε φάνε μαζί μ’ εμάς», είπε σιγά.

«Εντάξει -ελπίζω να είμαι νόστιμος, γιατί εσείς δεν τρώγεστε», του ξεκαθάρισα.

«Μη γαμιέσαι ρε Κάστρο…» πετάχτηκε ο Αλέκος όσο μασούλαγε ένα τοστ, ξεχασμένος πίσω από το γραφείο του.

Ξαφνιάστηκα.

«Έχει και μπουφέ το κατάστημα;» απόρησα.

Ο Σαμουράι σηκώθηκε, έφερε το δεξί του χέρι στον ώμο μου και με κοίταξε.

«Όταν σφίξουν τα γάλατα, κράτα με απέξω», μου ζήτησε. «Αν με έχουν βγάλει στον τάκο, πες ότι απλά μιλήσαμε -τηλεφωνικά -και σε προέτρεψα να πας μέσω Υπουργείου Δικαιοσύνης».

Έσπρωξα το χέρι του μακριά σα να τίναζα κατσαρίδα.

«Κοίτα κάτι -δε μου αρέσουν καθόλου όλα αυτά, από την αρχή δεν μου άρεσαν», του είπα. «Μην περιμένεις να βγω στα κανάλια, μην περιμένεις να σας στηρίξω, μην περιμένεις τίποτα, γενικότερα δηλαδή. Και θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν αυτή είναι η τελευταία επαφή που έχετε μαζί μου. Καλά;»

Τον κοίταξα κατάματα -κι αυτός το ίδιο, αμίλητος. Μετά μάζεψα τα υπάρχοντά μου, έφυγα προς την πόρτα.

«Ρε παπάρα Μουσάτε, τζατζίκι έχεις βάλει στο τοστ;» φώναξα όσο πέρναγα την πόρτα.

«Παστουρμά», άκουσα τη φωνή του να απαντάει από μέσα.

Σιχάθηκα, όσο να πεις…

 

Γύρισα στο σπίτι πιο συννεφιασμένος από τη νύχτα κι όσο πάρκαρα το Δούκα κοίταξα τριγύρω. Ο καργιόλης δεν είχε επιστρέψει -ήμουν μόνος. Κι εκείνος ήταν τυχερός, πολύ τυχερός -μόνο που δεν το ήξερε ακόμα…

 

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι