Πέμπτη, Οκτωβρίου 06, 2011

3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπι

Προηγούμενα:

1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο 
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
 

Έχω παρκάρει το φέρετρο κάτω από έναν ευκάλυπτο, δήθεν για κάλυψη, και γυροφέρνω στη γειτονιά της αναποφάσιστος. Πήρε να σκοτεινιάζει για τα καλά και  τα πράγματα δεν είναι όπως τα φαντάστηκα. Επειδή αυτή η γειτονιά μοιάζει πιο έρημη από παγωτατζίδικο το καταχείμωνο, δεν υπάρχουν κουτσομπόληδες εβγατζήδες εδώ πέρα, ούτε περιπτεράδες πρόθυμοι, μόνο βιαστικές Φιλιπινέζες που κουβαλάνε σακούλες από το σούπερ μάρκετ όσο ανισόρροποι περίοικοι κοιτάζουν τριγύρω τους αλαφιασμένοι διασχίζοντας την απόσταση σπίτι-αυτοκίνητο. Αυτή η γειτονιά δεν μυρίζει τίποτα. Και το χειρότερο είναι οτι στο κουδούνι φιγουράρει ακόμα τ΄όνομά της φαρδύ-πλατύ. Είκοσι λεπτά τώρα, δεν παίρνω απόφαση να  χτυπήσω. Φαντάζομαι οτι θα μου απαντήσει, ίσως να με καλέσει πάνω για έναν καφέ και τότε δεν θα ξέρω τι να της πω –γυρνοβολάω έξω από την πολυκατοικία της σαν τον πρωτάρη έξω απ΄το μπουρδέλο.

Τελευταία βόλτα –δεν πάει άλλο.

 Το κουμπί κολλάει όταν το πιέζω, αγχώνομαι όσο παλεύω με τα νύχια να το ξεκολλήσω, έπρεπε να τύχει κι αυτό τώρα; Τίποτα δε γίνεται, κάνω δυο ανακουφισμένα βήματα πίσω, ξεμπερδέψαμε –χτύπησα, κανένας δεν απάντησε, πάμε παρακάτω.
«Ποιος είναι;» ακούω τη γυναικεία φωνή από το θυροτηλέφωνο.
Οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώνονται.
«Ψάχνω την κυρία Λίζα Φωτίου», ψελλίζω.
«Δεν είναι εδώ», απαντάει η γυναικεία φωνή.
«Ξέρετε πού θα τη βρω;»
«Τι τη θέλετε;»
Η μοιραία ερώτηση.
«Θα μπορούσα να σας εξηγήσω...» σωπαίνω περιμένοντας.
Το θυροτηλέφωνο βουβαίνεται.
«Λοιπόν;» ρωτάω όταν βλέπω οτι η αναμονή δεν βγάζει πουθενά.
«Λοιπόν, περιμένω να μου εξηγήσετε».
Κλωτσάω ένα άδειο κουτί τσιγάρων.
«Γίνεται ν΄ ανέβω επάνω; Ή να κατέβετε εσείς –ότι βολεύει...»
«Ποιος είστε κύριε;»
«Λούης Πετράς».
«Δεν σας γνωρίζω».
«Το ξέρω. Έλεγα λοιπόν...»
«Καληνύχτα σας».
Μένω με το θυροτηλέφωνο στη μούρη. Ανάβω ακόμα ένα τσιγάρο και κάθομαι στο μαρμάρινο σκαλοπάτι της εξώπορτας. Πρέπει να το χειριστώ σωστά το θέμα αλλά δεν ξέρω ποιο είναι το θέμα. Χτυπάω τον αναπτήρα πάνω στο πακέτο-κασετίνα των Πλέιερς Σπέσιαλ Νέιβι Κατ λες και αυτό θα μου φέρει καμιά ιδέα και το περίεργο είναι οτι όντως μου φέρνει. Όχι ακριβώς ιδέα...
«Αν δεν φύγετε θα ειδοποιήσω την αστυνομία», τσιρίζει η γυναικεία φωνή από το θυροτηλέφωνο.
Κοιτάζω σαν ηλίθιος γιατί τέτοιος είμαι –ανακαλύπτω τότε οτι το θυροτηλέφωνο έχει και κάμερα. Σηκώνομαι, πλησιάζω.
«Κυρία μου δεν έχω σκοπό να σας ενοχλήσω αλλά πρέπει να μου πείτε κάποια πράγματα. Είμαι δημοσιογράφος...»
Περιμένω ελπίζοντας.
«Από ποιο περιοδικό;»
Λέω ένα περιοδικό στην τύχη.
«Και τι θέλετε;»
«Ψάχνουμε την κυρία Φωτίου για μια συνέντευξη».
Σιωπή.
«Περιμένετε –κατεβαίνω».
Περιμένω να κατέβει τελειώνοντας το τσιγάρο μου. Πρώτα βλέπω το φως ν΄ ανάβει στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, σε λίγο προσγειώνεται το ασανσέρ, μια ξανθιά με φόρμες γυμναστικής βγαίνει και πλησιάζει την εξώπορτα. Την κόβω για μικρότερη από μένα, πάει να πει κάτω από 40, αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τις γυναίκες, ειδικά στο ημίφως. Ανοίγει την εξώπορτα, παίρνει ένα ύφος «ποιος άφησε σκυλόσκατα έξω απ΄ την πόρτα μου;» όσο με κοιτάζει. Την κοιτάζω κι εγώ χαμογελώντας καθησυχαστικά –η συγκεκριμένη κυρία βρίσκεται στην εποχή που πρέπει να σταματήσει να το παίζει αθώα παιδούλα αλλά κανένας δεν της το έχει επισημάνει.
«Δεν ήταν τόσο φοβερό τελικά», παρατηρώ.
«Πιο πράγμα;» ρωτάει.
Έχει μια ψόφια φωνή, άτονη -σαν εκφωνήτρια αποτελεσμάτων ιπποδρομιών.
«Το να μιλήσουμε...»
Εξακολουθεί να με κοιτάζει σα σκυλόσκατο, αν το συνεχίσει θα την πλακώσω στις μπούφλες και να πάει να γαμηθεί η Φωτίου.
«Λοιπόν –είστε συγγενής της κυρίας Φωτίου;» συνεχίζω.
«Ανιψιά της».
«Μάλιστα. Κι απ’ όσο γνωρίζω η κυρία Φωτίου δεν μένει πια εδώ...»
«Τα τελευταία 10 χρόνια».
«Και πού μένει;»
«Δεν ξέρω».
Κάνω να βγάλω καινούργιο τσιγάρο αλλά θυμάμαι οτι μόλις έσβησα το προηγούμενο, άσε που η κυρία φαίνεται της υγιεινής και δεν θέλω να μου ξινίσει.
«Συγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτος αλλά μου φαίνεται κάπως περίεργο να μην ξέρετε που είναι η θεία σας ενώ εσείς μένετε σπίτι της», σχολιάζω.
«Τίποτ΄ άλλο θέλετε;» αδημονεί πλέον εκείνη.
Αποφασίζω να το παίξω αλλιώτικα.
«Κοιτάξτε κυρία μου, εγώ προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου κι εσείς με αντιμετωπίζετε σαν κατσαρίδα. Αναρωτιέμαι δηλαδή γιατί μπήκατε στον κόπο να κατέβετε...»
«Από περιέργεια», παραδέχεται και είναι η πρώτη φορά που χαμογελάει.
Υπέροχα –η κυρία γουστάρει χαστούκια.
«Η περιέργεια είναι καλό πράγμα, ειδικά όσο δεν ικανοποιείται», παραδέχομαι φιλοσοφημένα.
«Τι πράγμα;» μπερδεύεται.
«Τίποτα –κάτι δικά μου... Λοιπόν, θέλετε να μου πείτε πού μένει τώρα η θεία σας; Ή έστω κάποιο τηλέφωνο, κάτι για να επικοινωνήσω μαζί της...»
Κοιτάζει πίσω από την πλάτη μου σαν κάτι να ψάχνει.
«Η συνέντευξη θα αφορά αποκλειστικά τη θεία μου;» ρωτάει.
Κατανεύω σιωπηλά.
«Κι αν δεν βρεθεί, δεν μπορεί να δώσει κάποιος άλλος τη συνέντευξη;» ξαναρωτάει όσο πιο παιχνιδιάρικα μπορεί μ΄ αυτή τη γαμωφωνή που την καταράστηκε η φύση.
Μπαίνω στο νόημα.
«Εντάξει –το ένα δεν αποκλείει το άλλο», απαντάω δήθεν σκεφτικά. «Εννοώ οτι εκτός της συνέντευξης της κυρίας Φωτίου μπορεί να υπάρχει ακόμα μία –κάποιου συγγενικού της προσώπου, ας πούμε. Αλλά μόνο η συνέντευξη του συγγενικού προσώπου... Αυτό θα έστεκε στην περίπτωση που η κυρία Φωτίου δεν βρισκόταν πια στη ζωή», την κοιτάζω εξεταστικά.
«Όχι –η θεία μου ζει ακόμα», βιάζεται να απαντήσει.
«Πολύ χαίρομαι», λέω για να πω κάτι.
Κι εκείνη εξακολουθεί να κοιτάζει πίσω από την πλάτη μου.
«Περιμένετε κάποιον;» τη ρωτάω.
«Ναι... κάποιο φίλο...» διστάζει.
«Ο οποίος θα ενοχληθεί αν μας δει να κουβεντιάζουμε στη μέση του δρόμου», υποθέτω.
«Όχι όσο θα ενοχληθεί αν μας δει να κουβεντιάζουμε μέσα στο σπίτι», λέει.
«Εντάξει λοιπόν –ας καθίσουμε», προτείνω όσο βγάζω τα τσιγάρα από την τσέπη του μπουφάν, ταλαντεύομαι λίγο για το αν θα πρέπει, σαν τσέτλεμαν, να της το στρώσω στο παγωμένο μάρμαρο για να καθίσει αλλά αποφασίζω οτι ο γκόμενός της θα παρεξηγούσε  μια τέτοια κίνηση.
Κάθομαι λοιπόν, όσο εκείνη στέκεται από πάνω μου –μπάστακας.
«Η Φωτίου ήταν αδερφή της συχωρεμένης της μάνας μου, όταν αποφάσισε να φύγει με λυπήθηκε που έμενα στο νοίκι και μου παραχώρησε το σπίτι της», όσο μου μιλάει ξεχνάει να κοιτάξει τριγύρω για τον γκόμενο.
«Πού πήγε η Λίζα Φωτίου;» την ρωτάω κοφτά.
«Είχε περάσει δύσκολα χρόνια, γέρναγε κιόλας.... οι άνθρωποι την ενοχλούσαν ή μάλλον αυτή ενοχλούνταν πολύ από τους ανθρώπους –καταλαβαίνετε τη διαφορά κύριε...»
«Πετράς. Ενίοτε και Λούης», τη διαφωτίζω. «Καταλαβαίνω μια χαρά τη διαφορά, που σημαίνει οτι η Λίζα Φωτίου έφυγε για να απομονωθεί κάπου...»
Περίμενα μπας και συμπληρώσει τη φράση μου αλλά ατύχησα.
«Γι΄αυτό έφυγε και ζήτησε από τους συγγενείς της να μην την ψάξουν», συμφώνησε τελικά εκείνη.
«Ακόμα και σε περιπτώσεις ανάγκης;» αναρωτήθηκα.
«Θεωρείτε τη συνέντευξη στο περιοδικό σας περίπτωση ανάγκης;» με γείωσε.
«Για μένα τουλάχιστον –ναι».
Χαμογέλασε. Μετά έψαξε στις τσέπες της κι έβγαλε ένα κινητό.
«Έχω ένα τηλέφωνο για να της αφήνουμε μηνύματα. Δεν το σηκώνει ποτέ, ακούει τον τηλεφωνητή και μας παίρνει πίσω όποτε κρίνει...» μουρμούριζε καθώς σκρόλαρε τα νούμερα στην οθόνη του κινητού της.
Έβγαλα το δικό μου κινητό και έγραψα τον αριθμό που μου υπαγόρευσε –ήταν, βέβαια, αριθμός κινητού.
«Σ΄ ευχαριστώ πολύ...»
«Λυδία... Λυδία Παπακώστα», με διαφώτισε.
«Παπακώστα», μουρμούρισα. «Και το Φωτίου;»
«Καλλιτεχνικό της θείας μου».
«Άρα η θεία σας λέγεται Λίζα Παπακώστα...»
«Μα, σας είπα οτι ήταν αδερφή της μάνας μου...»
Το θυμόμουν.
«Εντάξει. Το κανονικό της όνομα ποιο είναι;»
«Λίζα Φωτίου –πώς αλλιώς».
«Τη μητέρα σας τη λέγανε Φωτίου;»
«Όχι –Μαχαίρα, Γεωργία Μαχαίρα».
«Άρα, Λίζα Μαχαίρα».
«Όχι βρε χριστιανέ μου. Λίζα Φωτίου. Δηλαδή στην αρχή τη λέγανε Μαρία Μαχαίρα αλλά πήγε και το άλλαξε, κανονικά, στο Δημαρχείο...»
«Και το έκανε Λίζα Φωτίου», αναστέναξα.
«Ε, πώς αλλιώς;» απόρησε εκείνη και με το δίκιο της.
«Ευχαριστώ πολύ Λυδία», της είπα απλώνοντας τη χερούκλα μου προς το μέρος της.
«Ελπίζω να μην ξεχάσεις αυτά που λέγαμε για τη συνέντευξη –είμαι ηθοποιός ξέρεις...» μουρμούρισε εκείνη πιάνοντάς μου άνευρα το χέρι.
«Μην ανησυχείς», είπα.
«Επ, τι τρέχει εδώ;» αναρωτήθηκε ο αέρας πίσω μας.
Η Λυδία βιάστηκε να τραβήξει το χέρι της. Ακριβώς πίσω μου στεκόταν ένας παιδοβούβαλος με εμφανή αραίωση στο μαλλί κι εμφανέστερη τσαντίλα. Πώς διάολο δεν τον είχα πάρει χαμπάρι όσο πλησίαζε;
«Ποιος είναι ο κύριος Λυδία» ρώτησε ο παιδοβούβαλος.
«Ένας δημοσιογράφος...»
«Και τι θέλει;»
«Ψάχνει τη θεία...Για μια συνέντευξη».
Ο μαλάκας γύρισε προς το μέρος μου.
«Τι θέλετε κύριε;» με ρώτησε.
«Μόλις σου τα είπε η κυρία», του εξήγησα.
«Πειράζει πού θέλω να τα ξανακούσω;» γρύλισε.
«Εμένα καθόλου», απάντησα. «Ρώτα τη να στα ξαναπεί».
Και επιτόπου τούς γύρισα την πλάτη επειδή είχα αρχίσει να βαριέμαι.
«Πού πας ρε;» μούγκρισε ο τύπος.
Γύρισα λίγο το κεφάλι για να τον δω, είχα αρχίσει να νευριάζω. Γι΄αυτό δεν απάντησα, συνέχισα το δρόμο μου προς το αυτοκίνητο ενώ πίσω είχε ξεκινήσει καυγάς ξεγυρισμένος. Έστηνα αυτί μπας και ακούσω τίποτα βίαιο αλλά ο παιδοβούβαλος δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος.

 Ξεκίνησα με το αυτοκίνητο για το κέντρο, η ώρα ήταν κάπως προχωρημένη για πρώτο ραντεβού με τον Αλεξιάδη, άσε που χρειαζόμουν ένα ποτό ή μπορεί και περισσότερα. Άνοιξα το ραδιόφωνο, βρήκα έναν σταθμό με γκρινιάρικη τζαζ –το άφησα να παίζει καθαρά για ατμόσφαιρα. Κάθε 5-6 λεπτά πεταγόταν ένας κοκοβιός και ανακοίνωνε με βραχνή φωνή το επόμενο κομμάτι, το χειρότερο ήταν οτι σχολίαζε κιόλας. Στην αρχή σκέφτηκα να κορνάρω κάθε φορά που ακουγόταν  η φωνή του αλλά θα τρόμαζαν οι οδηγοί των υπόλοιπων αυτοκινήτων, γι΄αυτό προτίμησα να παίζω μπρος-πίσω το κουμπί, όταν έβγαινε ο κοκοβιός έβαζα τον αμέσως επόμενο σταθμό (σκέτο κάζο, με τραγούδια και καλά απ΄ όλο τον κόσμο, δηλαδή δυο ρούμπες, ένα μπλουζ και καπάκι μπουζούκι) –μέχρι να φτάσω στη Διδότου είχα πάθει διχασμό προσωπικότητας.

Παράτησα το αυτοκίνητο σε μια άδεια θέση –άδεια επειδή απαγορευόταν η στάθμευση –σήκωσα τους γιακάδες μου αχρείαστα αφού ο αέρας είχε κόψει και προχώρησα για το Βιτόφσκι. Τα περισσότερα παράθυρα στα γραφεία των γύρω δρόμων ήταν σκοτεινά, ακόμα κι οι εντελώς φραγκοφονιάδες είχαν σχολάσει, έμεναν μονάχα όσοι ξενυχτούσαν γιατί δεν τολμούσαν να γυρίσουν σπίτι τους ή όσοι πηδάγανε καμιά συνάδελφο. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσαν ακόμα πολλά αυτοκίνητα, ήταν η ενδιάμεση ώρα, μεταξύ σχολάσματος κι επιστροφής για διασκέδαση –μόνο οι βιζιτούδες σκάγανε μύτη από σκουριασμένες πόρτες πολυκατοικιών περιμένοντας το ταξί που θα τις μετέφερε στη δουλειά. Κοντοστάθηκα δυο πολυκατοικίες πριν το Βιτόφσκι, άναψα τσιγάρο -μου αρέσει να ελέγχω τους κλειστούς χώρους πριν μπω. Μέχρι τη μέση του τσιγάρου τίποτα δεν συνέβη, έμεναν 3-4 τζούρες όταν είδα δυο τύπους να κοντοστέκονται έξω από το μπαρ, έσκυψαν προσπαθώντας να κοιτάξουν μέσα, απογοητεύτηκαν και συνέχισαν το δρόμο τους. Περίμενα να χαθούν στο βάθος του δρόμου πριν ξεκινήσω -μπήκα από τις διαδοχικές πόρτες, η σπιρτάδα του αλκοόλ στον αέρα έκανε τα μάτια μου να τσούξουν.
Πέταξα το κλειδιά του αυτοκινήτου κι ο μπάρμαν τα άρπαξε πριν πέσουν στο πάτωμα.
«Κανένα νέο;» τον ρώτησα.
«Κανένα νέο», απάντησε σκύβοντας για να πιάσει ένα αναδευτήρι.
Τότε είδα τον τύπο που έπινε σκυφτός στη μπάρα. Σήκωσα τους ώμους αδιάφορα, στάθηκα δίπλα του όσο ο μπάρμαν μού ετοίμαζε το ποτό.
«Ουδείς μονιμότερος του προσωρινού», μούγκρισε ο τύπος.
Γύρισα να τον δω καλύτερα και τον αναγνώρισα –ο χτεσινός λεχρίτης με τα ίδια τσαλακωμένα ρούχα και την ίδια στάμπα επαγγελματία δικηγόρου.
«Ναι, το βλέπω...» του απάντησα.
«Κάτσε –κερνάω», συνέχισε ο λεχρίτης τύπος.
«Έχω δουλειά», είπα.
«Τι δουλειά; Να δεις τα μέιλ σου;» ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Το ποτό μου ήταν έτοιμο, έβγαλα τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, έσπρωξα το σκαμνί δίπλα του και άναψα ένα άφιλτρο.
«Θέλεις κάτι;» τον ρώτησα.
«Κι αν θέλω, εσύ μπορείς να μου το δώσεις;» έκανε γεμάτος ξαφνικό ενδιαφέρον.
Σήκωσα πάλι τους ώμους αδιάφορα.
«Στάθης Κονταξής, δικηγόρος», μουρμούρισε, έκανε κιόλας να απλώσει τη χερούκλα του προς το μέρος μου αλλά το μετάνιωσε στη μέση. «Έχω ένα μικρόβιο που μετατρέπει το αίμα μου σε κάτουρο, τρέφεται από το αλκοόλ ο διάβολος, δεν κάνει να πίνω ούτε σταλιά.... Γι΄αυτό πήρε τα παιδιά η άλλη κι έφυγε...» στράγγιξε το ποτήρι του. «Κάτσε», μου ξαναείπε. Γύρισε στο μπάρμαν. «Βάλε ένα για μένα κι ένα για τον φίλο μου».
«Έχω», του έδειξα αλλά δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται.
«Λούης Πετράς», συστήθηκα.
«Πετράς....» μουρμούρισε. «Δηλαδή, σα να λέμε Ρόκερ...»
Χαμογέλασα βεβιασμένα, το συγκεκριμένο αστείο είχε παλιώσει από τότε που πήγαινα Γυμνάσιο.
«Είσαι εδώ σχεδόν κάθε μέρα», διαπίστωσε.
«Βγάλε το ‘σχεδόν’» του απάντησα. «Άλλωστε δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από ένα μπαρ για ν΄ αρχίσεις και να τελειώσεις τη μέρα σου».
Γέλασε συμφωνώντας.
«Και τι ρόλο βαράς εδώ μέσα; Μπράβος του μαγαζιού; Νταβατζής; Κάτι άλλο;» ζήτησε να μάθει.
«Κάτι άλλο», είπα.
«Σαν τι δηλαδή;»
«Σαν τίποτα –μη δίνεις σημασία».
Μαζεύτηκε λίγο –όσο του επέτρεπε η σούρα.
«Μη με παρεξηγήσεις, έχω το λόγο μου που ρωτάω... Βλέπεις, υπάρχει μια κυρία την οποία βλέπω με ιδιαίτερη συμπάθεια...»
«Αλλά η κυρία συνοδεύεται», τον διέκοψα.
«Δε λες τίποτα», θαύμασε.
«Και φοβήθηκες μήπως ανήκω στη συνοδεία του συνοδού...»
«Κάπως έτσι...»
Άπλωσε το χέρι του προς το πακέτο μου, με κοίταξε περιμένοντας την άδεια, ένευσα άκεφα.
«Έχω δυο σακούλες με υγρό –μία σε κάθε πνεύμονα –το κάπνισμα απαγορεύεται δια ροπάλου, γι΄αυτό με παράτησε...» μουρμούρισε ο Κονταξής ανάβοντας το τσιγάρο. «Τέλος πάντων, τρέφω κάποια ιδιαίτερα αισθήματα για την κυρία –έτυχε να βρεθούμε κοντά και να μοιραστούμε μερικές στιγμές...» αναπόλησε.
«Δηλαδή την πήδηξες τζάμπα και θέλεις να το ξανακάνεις», συνόψισα.
«Είσαι αισχρός», διαμαρτυρήθηκε. «Και όχι, δεν την πήδηξα τζάμπα –της παρείχα νομικές υπηρεσίες...»
Έβαλα τα γέλια αλλά το έκοψα όταν είδα οτι πειράχτηκε λίγο.
«Τέλος πάντων, δεν έχω κανενός είδους σχέση με καμιά από τις κυρίες που συχνάζουν εδώ μέσα», τον διαβεβαίωσα.
«Εντάξει –να δω για πόσο ακόμα θα τη γλιτώνω», κλαψούρισε.
Μυρίστηκα πελάτη.
«Κοίτα», του είπα συνωμοτικά, «μπορώ ίσως να βοηθήσω –όχι τρομερά πράγματα –ας πούμε μπορώ να βρίσκομαι δίπλα σου αν κάποιος σε ενοχλήσει...»
«Αυτό κάνεις λοιπόν», διαπίστωσε.
«Τι εννοείς;» απόρησα δήθεν. «Το να συμπαραστέκεσαι στους φίλους όταν έχουν δυσκολίες δεν είναι δουλειά».
«Και πόσο χρεώνεις για αυτού του είδους τη συμπαράσταση;» ρώτησε.
Τον κοίταξα χαμογελώντας.
«Απλώς κουβεντιάζουμε -δεν είπα οτι θα κάνω κάτι...»
Πήγε λίγο πίσω στο σκαμνί του για να με δει καλύτερα.
«Γερό σκαρί θα πρέπει να ήσουν παλιότερα, όμως πλέον έχει αρχίσει να σε παίρνει η κάτω βόλτα», εκτίμησε. «Προσέχεις τα λόγια σου, δείχνεις να μην φοβάσαι τους νταβατζήδες... όλα αυτά σημαίνουν από 10 χρόνια και πάνω –έχω άδικο;»
Χαμογέλασα αλλά δεν μίλησα.
«Λίγα είπα», διαπίστωσε δήθεν απογοητευμένος.
«21 για ανθρωποκτονία», του ξεκαθάρισα.
«Τρομερό», αναφώνησε ανοίγοντας τα χέρια του σε μια θεατρινίστικη κίνηση. «Πώς έμπλεξες έτσι;»
«Δεν έμπλεξα. Σκότωσα κάποιον και με πιάσανε», είπα.
«Έτσι –χωρίς λόγο τον σκότωσες;»
«Όλοι έχουμε κάποιον λόγο για να μη σηκωθούμε το πρωί από το κρεβάτι», απάντησα.
«Κι ο δικός σου λόγος;»
«Αυτό ακριβώς. Δικός μου λόγος», του ξέκοψα.
«Δεν επιμένω», κατέληξε. «Αλλά θα πρέπει να σου πω οτι είμαι άφραγκος –έχω καιρό να σταυρώσω πελάτη...»
«Αντιθέτως από την κυρία», γέλασα.
«Μπα –κι αυτή κεσάτια έχει».
«Άρα το πράγμα γίνεται πιο εύκολο», διαπίστωσα. «Είναι σιτεμένη η κυρία;»
«Ποτέ μια κυρία δεν είναι σιτεμένη», διαμαρτυρήθηκε. «Πάντως έχει περάσει για καλά η εποχή που ήταν πρωτόβγαλτη».
«Δηλαδή θα ισχυριστούμε οτι του κάνεις χάρη που τη φορτώνεσαι», είπα επιφυλακτικά.
«Να το ισχυριστούμε», επικρότησε. «Αλλά...»
«Αλλά νταβατζής που δεν θέλει να βγάλει από τη μύγα ξύγκι...»
«Δεν είναι νταβατζής», με συμπλήρωσε.
«Κι εσύ, απ΄ότι κατάλαβα, δεν είσαι εύκαιρος να δαπανήσεις μεγάλα ποσά...»
«Ούτε και μικρά», είπε. «Αλλά θα μπορούσα ίσως να του προσφέρω τις νομικές μου υπηρεσίες».
Ήταν η σειρά μου να γελάσω.
«Εντάξει», είπα. «Οι νομικές υπηρεσίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν χρήσιμες από κάποιους ανθρώπους...»
Στράγγιξε το ποτήρι του και κοίταξε λαίμαργα τον μπάρμαν.
«Σήμερα θα γίνει», μου είπε.
Πάγωσα. Με ενοχλεί πολύ αυτό το κόλπο, να σε έχει για δεδομένο ο άλλος και να σε παίζει ξέροντας εκ των προτέρων οτι θα συμφωνήσεις.
«Σήμερα δεν γίνεται», του απάντησα, απλά και μόνο για να του τη σπάσω.
«Μα...» ξεκίνησε να διαμαρτυρηθεί.
«Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε –αλλά εξακολουθώ να έχω δουλειά», του εξήγησα μαζεύοντας τα υπάρχοντά μου.
«Μισό λεπτό –τι έγινε τώρα;» κλαψούρισε.
«Έγινε οτι δεν είμαι λάτρης του ερασιτεχνικού θεάτρου», είπα κοιτάζοντάς τον ίσα.
«Τι πάει να πει αυτό;»
«Πάει να πει οτι δεν μου αρέσει κάποιος που παίρνει πληροφορίες για μένα και μετά έρχεται να μου παίξει τον τουρίστα», κούμπωσα.
«Συγνώμη, αλλά πώς αλλιώς...» μουρμούρισε.
«Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα», του ξέκοψα.
Και μετά έφυγα για την φιλόξενη γωνιά μου.

Όσο ο Κονταξής με κρυφοκοίταζε από τον πάτο του ποτηριού του εγώ απλώθηκα στον χώρο μου σα σκυλί έτοιμο να γλαρώσει -ήμουν σίγουρος οτι, σύντομα, θα είχα μπερδέματα -άνθρωποι σαν εμένα είναι μαρκαρισμένοι, οι φασαρίες τους βρίσκουν όσο κι αν κρυφτούν. Η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε για να μπει μια παρέα-δειγματολόγιο. Δυο άσχημες πιτσιρίκες, μια σιτεμένη, τρεις γέροι κι ένας χοντρουλός γυαλάκιας νεαρός. Πήρα βαθιά ανάσα, το είχα ξαναδεί το έργο –κάποια ομάδα δημιουργικής γραφής, ποιητικής αρμονίας, μόνιμης αγαμίας γενικότερα..... 
Η παρέα διάλεξε το μπροστινό τραπέζι, το μοναδικό του μαγαζιού που είχε καναπέδες και τους χώραγε, πριν καν βολευτούν άρχισαν να φωνάζουν διαφωνώντας μεταξύ τους, πήγαινα στοίχημα οτι τους απασχολούσε κάτι μεγάλο και σημαντικό –η ελλειπτικότητα της γραφής του Τόμας Έλιοτ, η σφαιρικότητα των πλάνων του Κουροσάβα ή απλώς η αγωνία να πέσει κάνα χούφτωμα χωρίς να πάρουν είδηση οι υπόλοιποι. Ο Κονταξής τους κοίταξε μπερδεμένος, δεν μπορούσε να καταλήξει αν η παρουσία τους θα του δημιουργούσε νέα προβλήματα ή θα του έλυνε αυτά που ήδη είχε. Προτίμησε λοιπόν να πιει λαίμαργα το ποτό του μπας και του ερχόταν καμιά ιδέα. Αλλά αντί για ιδέα ήρθε η κυρία, συνάμενη-κουνάμενη, είκοσι κιλά μακιγιάζ που δεν κατάφερναν να κρύψουν πολλά πράγματα όσο ο κορσές εμπόδιζε άγαρμπα τα τσαλίμια της, κάνοντάς την να μοιάζει με χορεύτρια που υποφέρει από λουμπάγκο. Είδε τον Κονταξή και πήγε προς το μέρος του, η θορυβώδης παρέα έπνιξε τα λόγια τους.
Εκείνη τη στιγμή βγήκε ο μπάρμαν να πάρει παραγγελία, τον φώναξα όταν επέστρεφε.
«Έχουμε τίποτα;» αναρωτήθηκε.
«Δεν ξέρω –έχεις ακόμα το γκλοπ κάτω από τον πάγκο;» ρώτησα με τη σειρά μου.
«Πάντα», με διαβεβαίωσε.
«Τότε όλα θα πάνε καλά», είπα.
«Κάποιος μου άφησε έναν σουγιά τις προάλλες...» θυμήθηκε ο μπάρμαν.
«Τότε όλα θα πάνε ακόμα καλύτερα», υπέθεσα.
Έφυγε και μ΄ άφησε να χαζεύω απερίσπαστος τα πιτσουνάκια –το πρόβλημα ήταν οτι η κυρία κοίταζε κάπως περίεργα τριγύρω της, σα να ήθελε να εντοιχίσει κάνα πλυντήριο και ψαχνόταν για το πού θα ήταν η καταλληλότερη θέση. Στα πέντε λεπτά έσκασε ο πρώτος λεβέντης, μουλωχτός, ήρθε και κάθισε στην άκρη της μπάρας ακριβώς μπροστά μου –από την προσπάθεια που κατέβαλε για να μην τον κοιτάξει η κυρία σιγουρεύτηκα οτι ήταν στημένη η δουλειά. Ο μπάρμαν ήρθε να του πάρει παραγγελία, του έκανα νόημα οτι θα έπρεπε να τον προσέχει στο άμεσο μέλλον –κατάλαβε. Υπολόγιζα οτι ο άλλος νταβατζής θα ερχόταν κάνα δεκάλεπτο αργότερα αλλά οι τύποι ήταν σκέτη ερασιτεχνία. Στα δυο λεπτά μπούκαρε ο άγριος με το ανάλογο κοπάνημα της πόρτας για να κερδίσει τις εντυπώσεις –αναρωτήθηκα αν θα΄ρχόταν κι άλλος στη συνέχεια επειδή το μαγαζί πολύ στενάχωρο για τόση πολυκοσμία.
Η παρέα του μπροστινού τραπεζιού, φυσικά, στον κόσμο της. Ο Κονταξής γύρισε για να μου ρίξει ένα απελπισμένο βλέμμα, το απέφυγα.

Η φασαρία δεν άργησε να ξεσπάσει. Ξεκίνησε όταν το δεξί χέρι του άγριου άρπαξε τον Κονταξή από τα πέτα και τον γκρέμισε από το σκαμνί που καθόταν, συνεχίστηκε με ένα ουρλιαχτό της κυρίας και κορυφώθηκε σ΄ένα:
«Πάμε έξω ρε πούστη να λογαριαστούμε», που έφτυσε κατάμουτρα στον πεσμένο Κονταξή ο άγριος.
Τον είχα τον τύπο –φουσκωτός γυμναστηρίου σκέτη αυξητική ορμόνη, πήγαινα στοίχημα οτι φόραγε αθλητικό σουτιέν για να μη σέρνονται τα βυζιά του. Περίμενα όμως, δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να μπλεχτώ.
Ο τύπος άρχισε να χαστουκίζει τον πεσμένο Κονταξή προσπαθώντας ταυτόχρονα να τον σύρει προς τα έξω, η παρέα του μπροστινού τραπεζιού ξεπέρασε την παγωμάρα της και άρχισε να ουρλιάζει υστερικά –ούτε σκέψη να σηκωθούν να φύγουν, καθότι κανιβαλιστικά περίεργοι. Κοίταξα τον δεύτερο της παρέας που καθόταν μπροστά μου περιμένοντας το ποτό του, αταίριαστα ήρεμος.

Σηκώθηκα.

Ο Κονταξής κυλιόταν ακόμα στο πάτωμα, τίγκα στη μύξα και στο τραύλισμα.
«Σίγουρα θα υπάρχει και καλύτερος τρόπος για να λυθεί η παρεξήγηση», είπα ήρεμα.
Ο άγριος με κοίταξε.
«Εσύ τι ανακατεύεσαι;» ζήτησε να μάθει.
«Δεν ανακατεύτηκα ακόμα», του εξήγησα.
Ο άγριος άφησε τον Κονταξή και στράφηκε προς το μέρος μου.
«Δίνε του», μου φώναξε.
«Εντάξει», είπα. «Μην αρπάζεσαι».
Γύρισα για να πάω στο τραπέζι μου, κοίταξα τον τύπο στην άκρη της μπάρας που παρακολουθούσε όλο ενδιαφέρον –εκεί κάπου το μετάνιωσα κι άρπαξα ένα σκαμνί, το στροβίλισα στον αέρα και το κοπάνησα στη μούρη του άγριου.
Η παρέα του μπροστινού τραπεζιού πετάχτηκε στο ταβάνι πριν φύγει πανικόβλητη, ο άγριος δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει, προσπάθησε να κρατηθεί από τη μπάρα αλλά μετά κατάλαβε οτι είχαν σπάσει κάποια κόκαλα στο πρόσωπό του και προτίμησε να σωριαστεί λιπόθυμος.
Δυο πράγματα ακούστηκαν ακριβώς από πίσω μου –βιαστικά βήματα στην αρχή κι ένας ξερός καουτσουκένιος κρότος που συνοδεύτηκε από αντρικό κλάμα. Γύρισα για να δω τον δεύτερο της παρέας στα γόνατα, από το αυτί του έτρεχε αίμα.
«Ευχαριστώ Ιάκωβε», είπα στον μπάρμαν που βιάστηκε να ξαναβάλει το γκλοπ στη θέση του.
Ο Κονταξής σηκώθηκε επιφυλακτικά. Η κυρία παρακολουθούσε χωρίς να κουνήσει βλέφαρο –θαύμασα την ψυχραιμία της.
«Ευχαριστώ... νομίζω...» ψέλλισε ο Κονταξής.
«Δεν τελειώσαμε ακόμα», του εξήγησα.
Με κοίταξε απορημένος.
«Βάλε ένα χεράκι να κουβαλήσουμε το μαλάκα μέχρι το τραπέζι εδώ δίπλα», ζήτησα.
Με βοήθησε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Ελάτε κι εσείς μαντάμ –σας ενδιαφέρουν αυτά που θα πούμε», την προσκάλεσα.

Καθίσαμε όλοι μαζί σαν μια καλή παρέα στο μπροστινό τραπέζι με τους καναπέδες, ο μαλάκας ο μπάρμαν τον είχε χτυπήσει αχρείαστα άσχημα τον τύπο –έβλεπα οτι δεν μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι του όρθιο, ευτυχώς που το αίμα στο αυτί του είχε αρχίσει να ξεραίνεται.
«Φέρε καμιά πετσέτα με παγάκια και ένα ποτό», ζήτησα από τον μπάρμαν που τσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει.

Σύντομα η κατάσταση πήρε να ηρεμεί, είχα το ένα μάτι στον πεσμένο μποντιμπιλντερά, που κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να μετακινήσει από τη μέση του μπαρ, και το άλλο μάτι στην κυρία –αηδίασα λίγο όταν το χέρι της έψαξε να χωθεί στη χούφτα του Κονταξή. Η πετσέτα και το ποτό συνέφεραν τον φιλαράκο μας ο οποίος πέρασε δυο –τρεις φορές από την απορία στην τσαντίλα μέχρι να καταφέρει ν΄ αρθρώσει λέξη.
«Τι σκατά γίνεται εδώ πέρα;» μούγκρισε τελικά.
«Σηκώθηκες απρόσεκτα και σκόνταψες», τον διαφώτισα.
«Άντε γαμήσου –ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε.
«Αυτός που σου κερνάει το ποτό», απάντησα.
Προτίμησε να περιμένει πριν μιλήσει άλλο.
«Κι επειδή διακρίνω μια ψυχρότητα στην ομήγυρη λέω να κάνω τις συστάσεις», ανέλαβα. «Έχουμε λοιπόν τον φιλαράκο εδώ πέρα, ονόματι Στάθης Κονταξής, με πολλά προβλήματα εξ ου και υποψήφιο κορόιδο. Έχουμε στην άλλη πλευρά έναν νταβατζή με επιχειρηματικό μυαλό και μια κυρία πρόθυμη να κάνει τη μπίζνα....»
Η κυρία με κοίταξε για πρώτη φορά και το βλέμμα της βρώμαγε χειρότερα από χαλασμένο γιαούρτι. Ο τύπος δίπλα της έκανε να χώσει το χέρι του μέσα στο μπουφάν, έσκυψα και του το τράβηξα.
«Μιλάμε τώρα», του είπα. «Μην το γαμήσουμε το ζήτημα...»
Θύμωσε αλλά κοντρολαρίστηκε.
«Νομίζω πάντως οτι μπορούμε να συνεννοηθούμε», συνέχισα απτόητος. «Διότι ο μεν κύριος Κονταξής είναι πρόθυμος να πληρώσει για τις υπηρεσίες της κυρίας τις οποίες θα ήθελε σε ημιμόνιμη βάση, απλώς δεν διαθέτει ρευστό...»
Ο τύπος κρεμόταν πλέον από το στόμα μου, είχε προφανώς εντυπωσιαστεί από τη ρητορική μου δεινότητα.
«Αυτό όμως το γνωρίζετε υποθέτω –δεν βάλατε στο μάτι τον Κονταξή για τα αμύθητα πλούτη του. Από την άλλη, ο αγαπητός μας δικηγόρος μπορεί να σας απαλλάξει από το βάρος της κυρίας από ΄δω...»
Η κυρία έκανε να μιλήσει αλλά την έκοψα χωρίς να την κοιτάξω.
«Συμπέρασμα –αν εξηγήσεις στον άνθρωπο τι θέλεις να κάνει, σου εγγυώμαι οτι δεν θα σε πουλήσει».
Ο τύπος με κοίταζε κάνα λεπτό αφότου είχα τελειώσει.
«Ποιος είπαμε οτι είσαι;» ρώτησε στο τέλος.
«Πετράς», είπα.
«Κάπου έχω ακούσει τ΄όνομά σου», μουρμούρισε σκεφτικά.
«Μην το ψάχνεις –είμαι εγγύηση», του εξήγησα.
«Αλλά...» έκανε.
«Τίποτα», τον έκοψα. «Μαζεύεις τον λιπόθυμο και φεύγετε. Ο κύριος συνοδεύει την κυρία σε κάποιο ρομαντικό μέρος για δείπνο και αύριο με το καλό, περνάτε από το γραφείο του για να κανονίσετε τα επαγγελματικά σας».
«Ναι, ναι –όποτε θέλετε», βιάστηκε να συμπληρώσει ο Κονταξής.
«Εντάξει», παραδέχτηκε τελικά ο τύπος. «Ας πούμε οτι δοκιμάζουμε...»
«Περί τίνος πρόκειται όμως;» ψέλλισε ο Κονταξής, έτοιμος να τα γαμήσει όλα.
«Ότι κι αν είναι μπορείς να το κάνεις. Γι΄αυτό σε διάλεξαν», τον καθησύχασα.
«Ακριβώς», είπε ο τύπος. Ήταν λιγομίλητος γιατί προσπαθούσε να υπολογίσει τα δεδομένα –τσάμπα κόπος –ηλίθιοι σαν την πάρτη του δύσκολα μπορούσαν να επεξεργαστούν περισσότερα από ένα θέματα.
«Να πηγαίνουμε λοιπόν», πρότεινα.
Ο τύπος έφυγε προς τη μεριά του σωριασμένου βλάκα, ήταν ώρα επειδή το παιδί άρχιζε να δείχνει σημεία ζωής –τον στήριξε με τα χίλια ζόρια και τραβήξανε κατά την πόρτα. Ο μπάρμαν προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει όσο του άδειαζαν τη γωνιά.
«Μου στοίχισαν σήμερα τα καμποϊλίκια σου», γκρίνιαξε καθώς σήκωνε τα πεσμένα σκαμνιά. «Μια παρέα κατέβηκε στο ρημάδι κι όχι μόνο δεν πρόκειται να ξαναπεράσουν από το μπαρ ούτε στα 50 μέτρα αλλά δεν πλήρωσαν και τα ποτά τους».
«Εντάξει», παραδέχτηκα, «αλλά δε νιώθεις καλύτερα που βοήθησες έναν συνάνθρωπο;»
«Όχι», είπε ο μπάρμαν.
Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση αλτρουισμού, γι΄αυτό πάμε κατά διαόλου.

Ο Κονταξής πέρασε δίπλα μου, προσπάθησε να το αποφύγει, του το αναγνωρίζω, αλλά με εκτόπισε άγαρμπα ως συνήθως.
«Συγνώμη, πρέπει να πάω τουαλέτα», μουρμούρισε.
Έμεινα με την κυρία.
«Λοιπόν;» είπα για να σπάσω τον πάγο.
«Εσύ θα μας πεις που τα ξέρεις όλα», ειρωνεύτηκε εκείνη.
«Κι όμως», διαφώνησα, «υπάρχει κάτι που δεν ξέρω...»
«Για ρίχτο», είπε.
«Η κηδεμονία του παιδιού ήταν αληθινός λόγος ή πρόφαση;» τη ρώτησα.
«Στα πρόλαβε ο Στάθης...» εκτίμησε η κυρία.
«Ο Στάθης δεν είπε κουβέντα. Όμως, για πιο άλλο λόγο μια επαγγελματίας θα χρειαζόταν δικηγόρο;» διαπίστωσα.
«Το παίζεις πονηρός...» έκανε.
«Μπορεί και να είμαι», σχολίασα.
«Μαλάκας είσαι. Γιατί αν ρωτούσες τον Στάθη θα σου έλεγε οτι έγινε ολόκληρη δίκη...» είπε.
«Πολύ ακριβά το κοστολογείς το πήδημα», θαύμασα.
Με πλησίασε έτοιμη να με χαστουκίσει αλλά στο δρόμο το μετάνιωσε.
«Τέλος πάντων, κοίτα να μην το παίξεις πολύ το ανθρωπάκι –δε σου έφταιξε και τίποτα στην τελική», της είπα.
«Και τι σε νοιάζει εσένα ρε; Ο Φραγκίσκος της Ασίζης είσαι;» με κορόιδεψε.
«Όχι, ο Φραγκίσκος Αλβέρτης», απάντησα νιώθοντας λίγο μειονεκτικά που μου τη βγήκε κουλτουριάρικα η πουτάνα.
Μετά ο Κονταξής εμφανίστηκε από την τουαλέτα φρεσκοπλυμένος κι έχοντας ξαναβρεί λίγη από την περιορισμένη ψυχραιμία του.
«Ευχαριστώ πολύ», επανέλαβε.
«Άστα αυτά», τον γείωσα. «Πρόσεχε μόνο μη την πατήσεις με τη γκόμενα γιατί είναι κι αυτή στο κόλπο».
Γέλασε.
«Νόμισες οτι πίστεψα πώς μ΄ ερωτεύτηκε;» απόρησε. «Ξέρω πώς πάνε τα πράγματα φίλε μου, γνωρίζω οτι το πήδημα κοστίζει κι αν πάει αλλού το θέμα, αν φύγουμε από τη χρονοχρέωση και θέλουμε να περάσουμε στην παροχή στήριξης, τότε οι αριθμοί αποθρασύνονται».
Τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη για να του δώσω αφορμή να πάει να τη βρει.
«Κάνει καλό κρεβάτι τουλάχιστον;» τον ρώτησα.
«Υπέροχο. Κοιμάται σαν πουλάκι», μου απάντησε.
Έμεινα να τον χαζεύω όσο την έπαιρνε αγκαζέ έχοντας ήδη φροντίσει να την τυλίξει με ένα κασκόλ επειδή η νύχτα έξω ήταν κρύα. Εκείνη τον κοίταζε με μεγάλα χαμογελαστά μάτια –σκέφτηκα λοιπόν οτι ίσως όλο αυτό να ήταν κάποια λύση. Πληρώνουμε την ευτυχία με ότι έχουμε κι όταν φαλιρίσουμε η ευτυχία μάς εγκαταλείπει. Τι διαφορά κάνει αν ο άλλος είναι μαζί σου για να του καλύπτεις τις ανασφάλειες ή για να του καλύπτεις τα ψώνια με την πιστωτική;

Η πόρτα άνοιξε διάπλατα για να αποχαιρετήσει τον Στάθη Κονταξή και την κυρία του, τότε εγώ πήρα ένα ακόμα ποτό και κάθισα να υπολογίσω την κατάσταση. Είχα μια γεμάτη μέρα, μέσα στην οποία έμαθα οτι η Φωτίου έκανε βίζιτες κι ο δικηγόρος Στάθης Κονταξής ήταν τσιμπημένος με μια βίζιτα. Υπήρχε κάποιος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δυο γεγονότα; Αν υπήρχε θα σχετιζόταν μάλλον με την ιδιοσυγκρασία μου –αποφάσισα λοιπόν ν΄ αδιαφορήσω. Αύριο έπρεπε να πάω να συναντήσω τον Αλεξιάδη, είχα την εντύπωση οτι αυτός ήταν η τελευταία μου ελπίδα να βρω τη Φωτίου. Άρα έπρεπε να το παίξω σωστά και την κατάλληλη στιγμή να το διορθώσω για να το παίξω σωστότερα. Άδειασα το ποτήρι μου, κάπνισα ένα έξτρα τσιγάρο για να προλάβει το αλκοόλ να αφομοιωθεί από το σύστημά μου κι ετοιμάστηκα να αποχωρήσω.
«Αν με ζητήσει κανένας κράτα σημείωση», είπα στον μπάρμαν.
«Δεν θα παραλείψω», μούγκρισε τεμαχίζοντας ένα λεμόνι.
«Το λέω επειδή ανοίξανε οι δουλειές...» του εξήγησα φεύγοντας.
Τον άκουγα να γελάει καθώς έβγαινε –χάρηκα, όσο να πεις –είναι ωραίο να κάνεις τον κόσμο χαρούμενο.

Ένιωσα μια παροδική ζαλάδα, οι συνηθισμένες ανωμαλίες του πεζοδρομίου, περπάτησα προσεκτικά μέχρι να καθαρίσουν τα μάτια μου. Στρίβοντας στην πρώτη γωνία τούς κατάλαβα –με ακολουθούσαν. Σταμάτησα, γύρισα, τρία άτομα τάχυναν το βήμα τους. Ο τύπος με το πρώην ματωμένο αυτί ήταν ανάμεσά τους.
«Τι έγινε –με πεθύμησες;» τον ρώτησα.
«Δεν πάει να σηκώνεις χέρι πάνω μας και να τη βγάλεις καθαρή», μου εξήγησε.
«Εντάξει», παραδέχτηκα.
Αυτό που περισσότερο μ΄ ένοιαζε ήταν να μη χτυπήσουν το Βιτόφσκι, ο πρώην ματωμένος με πλησίασε όσο οι δυο δικοί του άνοιξαν σα βεντάλια. Περίμενα ήρεμος μέχρι που ένιωσα κάποιον ακριβώς από πίσω μου, γύρισα και τον κλώτσησα στ΄ αρχίδια, διπλώθηκε, βόγκηξε την ώρα που οι άλλοι δύο με βούτηξαν. Άρχισαν να κοπανάνε κάπως άτσαλα, οι μισές έπεφταν στους ώμους και τα μπράτσα μου, βρήκα την ευκαιρία και χτύπησα τον τρίτο της παρέας στο ηλιακό πλέγμα –έτσι για να τον κόψω. Από εκεί και πέρα τα πράγματα ηρέμησαν –όποιος έχει κάνει φυλακή ξέρει οτι το θέμα είναι να χτυπήσεις αυτούς που σου επιτίθενται, να τους πονέσεις, να τρομάξουν. Επειδή μετά προσέχουν μήπως την ξαναφάνε και βαράνε ξώφαλτσα, εντελώς για τα μάτια. Πάντως αυτοί μου έριξαν κάποιες γερές, στο σβέρκο και στα νεφρά –κάθισα στο πεζοδρόμιο αφήνοντάς τους να μου ρίξουν κάμποσες κλωτσιές. Η τελευταία με βρήκε στο μάγουλο, άφησα το κεφάλι μου να γυρίσει μπας και γλίτωνα το κοπάνημα στο τσιμεντένιο ρείθρο – όμως δεν τα κατάφερα πολύ καλά. Το στόμα μου γέμισε αίμα, σφίχτηκα περιμένοντας τα επόμενα χτυπήματα.
«Αρκετά», είπε η φωνή από πάνω μου.
Έμεινα ακόμα σφιγμένος και είχα δίκιο γιατί έπεσε ακόμα μια κλωτσιά πριν φύγει η παλιοπαρέα. Άκουσα τα βήματά τους να απομακρύνονται, σηκώθηκα ακουμπώντας στους αγκώνες για να δω μήπως πήγαιναν προς το Βιτόφσκι αλλά πέρασαν χωρίς να σταματήσουν καν.
Άναψα τσιγάρο, κάθισα στο πεζοδρόμιο, κατέβασα αργά τον καπνό, ευτυχώς δεν μου είχαν σπάσει κανένα πλευρό. Το χαρτί του τσιγάρου βγήκε κατακόκκινο από τα χείλια μου, έπρεπε να πάω σπίτι να σενιαριστώ –να πιω κάνα χάπι πριν παγώσω κι έρθει ο μεγάλος πόνος.

Σηκώθηκα, το δεξί μου πόδι δίπλωσε μέχρι να καταφέρω να πατήσω σωστά –δεν ήταν κάτι σοβαρό. Ξεκίνησα για το σπίτι αλλά ο κόσμος είχε διαφορετική γνώμη κι έτσι άρχισε να στριφογυρίζει εκνευριστικά –ο προσανατολισμός μου πήγε περίπατο. Στηρίχτηκα σ΄ έναν εύκαιρο τοίχο, ξέρασα χολή ανακατεμένη με Στολίσναγια τόνικ, αποφάσισα οτι αν λιποθυμούσα θα με τρώγανε τα αδέσποτα σκυλιά της περιοχής.

Έπρεπε να γυρίσω οπωσδήποτε σπίτι –κι αυτό ακριβώς έκανα.

5 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

sjors είπε...

λοιπόν, αυτό το βιτόφσκι μου θυμίζει, χωροταξικά τουλάχιστον, το ρου ντε μαρσέιγ στη μασσαλίας.
αυτουνού του μπουχέσα του χάλαρη, του ακεπ

χαριτωμένο μπαρ είναι (αν εξαιρέσεις το μπουχέσα), έχει και το ρεμπώ κορνίζα :)
ελπίζω να υπάρχει ακόμα, είναι από τα μέρη που θέλω να περάσω μια βόλτα τώρα που θα ξανακατέβω στην αθήνα

The Motorcycle boy είπε...

Το Βιτόφσκι ήταν πραγματικό μαγαζί (από τα πρώτα καθαρά νιού γουέιβ) κάπου στα Εξάρχεια (αλλά έχω πάθει μπλακ άουτ σχετικά με την ακριβή τοποθεσία του). Βέβαια το εσωτερικό του δεν είχε καμιά σχέση μ΄αυτό που περιγράφω -το εσωτερικό της περιγραφής είναι από το Waiting for Godot (το μπαρ όχι το θεατρικό).

Να μη σε απογοητεύσω εντελώς, να πω απλώς οτι την τελευταία φορά που πέρασα από Μασσαλίας δεν το πήρε το μάτι μου το Ρου. Μπορεί και να μην πρόσεξα βέβαια...

Ανώνυμος είπε...

Να γιατι η Ελλαδα παει κατα διαολου:

"Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση αλτρουισμού, γι΄αυτό πάμε κατά διαόλου."

Χεχε

"Φραγκισκο Αλβερτη", να ξερεις οτι μου αρεσει πολυ το γραψιμο σου.

Ανώνυμος είπε...

Να γιατι η Ελλαδα παει κατα διαολου:

"Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση αλτρουισμού, γι΄αυτό πάμε κατά διαόλου."

Χεχε

"Φραγκισκο Αλβερτη", να ξερεις οτι μου αρεσει πολυ το γραψιμο σου.

The Motorcycle boy είπε...

Αν και μου τοπίκισες το οικουμενικό τσιτάτο -δεν πειράζει. Ίσως επειδή η καλύτερη κατεύθυνση είναι η κατά διαόλου μεριά.

Χαίρομαι που σου αρέσει ο τρόπος που γράφω και, μεταξύ μας, ζω με τον πόθο να βάλω μια μέρα στην ίδια πρόταση τον Κυριάκο Βίδα, τον Φέρδιναρντ Τένις και τη Σοφία Μπεκατόρου.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι