Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2011

3. Όψεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα: «Ντελόγκ' αφέντη, ούλοι πάμε γιαμά»


Έχεις απορίες;

Παλιότερα παιζόταν αυτό το σήριαλ στην τηλεόραση που περιέγραφε τις περιπέτειες μιας δημοσιογράφου με το όνομα «Μέρφυ Μπράουν». Η οποία Μέρφυ συγκατοικούσε με έναν φίλο της καλλιτέχνη –ένα επεισόδιο σχετικό με αυτόν μου έμεινε αξέχαστο: Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης έφτιαχνε αποκλειστικά τοιχογραφίες (και για την ακρίβεια ταβανογραφίες). Κάποια στιγμή (όπως συμβαίνει πάντα στις Ηνωμένες Πολιτείες των Ευκαιριών) το ταλέντο του καλλιτέχνη αναγνωρίστηκε και του δόθηκε μια αίθουσα σε γκαλερί προκειμένου να επιδείξει το έργο του. Πήγε ο άνθρωπος, ξεμεσιάστηκε να ζωγραφίζει το ταβάνι και στήθηκε τη μέρα των εγκαινίων, όλο αγωνία για την ανταπόκριση του φιλοθεάμονος κοινού. Η αίθουσα άνοιξε –το κοινό μπήκε. Έπεσε μια αρχική παγωμάρα επειδή η αίθουσα ήταν άδεια και κανένας δεν σκέφτηκε να κοιτάξει το ταβάνι. Στη συνέχεια η αμηχανία έσπασε από το πρώτο σχόλιο: «Καταπληκτικό!» Ο σχολιαστής πλησίασε το καλάθι των αχρήστων που υπήρχε στην άκρη της αίθουσας: «Με τι λιτότητα απεικονίζεται η σκουπιδοκουλτούρα του δυτικού πολιτισμού!» αναφώνησε. «Κι αυτό εδώ!» πανηγύρισε άλλος σχολιαστής δείχνοντας την κόκκινη βελούδινη κορδέλα που σηματοδοτούσε περιμετρικά τη διαδρομή εντός της αίθουσας. «Πόσο παραστατικά δείχνει τα όρια που μας επιβάλλει η πολυτέλεια!» Το υπόλοιπο κοινό βιάστηκε να επικροτήσει τις απόψεις των πρώτων σχολιαστών, επιφωνήματα θαυμασμού ακούστηκαν, χειροκροτήματα, ειλικρινή συγχαρητήρια δόθηκαν στον άμοιρο καλλιτέχνη που στεκόταν σαν αποβλακωμένος και το κοινό αποχώρησε από την αίθουσα. Χωρίς να ρίξει ούτε μισή ματιά στην ταβανογραφία.

Προτίμησα να χρησιμοποιήσω το απόσπασμα από το συγκεκριμένο σήριαλ παρά να αναφέρω τις σχετικές απόψεις του Αντόρνο από το Minima Moralia για λόγους συντομίας, όποιος θέλει να μελετήσει το φαινόμενο σε βάθος μπορεί να αναζητήσει τα σημαντικά γραπτά της Σχολής της Φραγκφούρτης. Για την ώρα, μού αρκεί η εντύπωση που δημιουργεί το απόσπασμα του σήριαλ οτι δηλαδή υπάρχει σημαντικό πρόβλημα κατανόησης της τέχνης, κυρίως λόγω της απροθυμίας των θεατών να ξεβολευτούν από τις παγιωμένες θέσεις τους αλλά ταυτόχρονα παρατηρείται η φοβία του κοινού να παραδεχτεί την αδυναμία του, με αποτέλεσμα να εκφράζεται με θαυμασμό για ότι δεν καταλαβαίνει.

Το παραπάνω συμπέρασμα θα είχε μικρή αξία αν, μέσω της τέχνης, δεν εκφραζόταν η πνευματική καλλιέργεια (κουλτούρα) κάθε κοινωνίας. Όμως η τέχνη είναι η αέναη ατομική έκφραση του κοινωνικού φαντασιακού και ο τρόπος πρόσληψης των μηνυμάτων της από το κοινό σηματοδοτεί την κοινωνική συνέχεια. Αν ήθελα να το περιγράψω με ένα παράδειγμα θα έλεγα το εξής: ας υποθέσουμε οτι έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος κάθεται στην παραλία κι άλλον ένα μέσα στη θάλασσα. Ο δεύτερος δίνει πληροφορίες στον πρώτο σχετικά με το πόσο κρύα είναι η θάλασσα, πόσο βρώμικη, ή πόσο βαθιά. Ανάλογα με αυτές τις πληροφορίες, ο πρώτος άνθρωπος του παραδείγματος επιλέγει αν θα κολυμπήσει στη συγκεκριμένη θάλασσα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή αν θα περιμένει να ανέβει ο ήλιος πριν μπει μέσα (ή ακόμα κι αν θα πάει σε άλλη παραλία), επιλέγει επίσης αν θα μπει στη θάλασσα με εξάρτηση κατάδυσης ή με το μαγιό του μόνο κλπ. Αν οι πληροφορίες που δίνει ο άνθρωπος της θάλασσας στον άνθρωπο της παραλίας δεν ακούγονται καλά (επειδή ο άνθρωπος της παραλίας αρνείται να πάει πιο κοντά για να ακούσει, ή επειδή ο άνθρωπος της θάλασσας ηθελημένα μπερδεύει τα λόγια του), ή αν ο άνθρωπος της παραλίας έχει προαποφασίσει οτι ο άνθρωπος της θάλασσας είναι (a priori) αναξιόπιστος τότε το πιο πιθανό είναι να δημιουργηθεί παρεξήγηση. Ο άνθρωπος της παραλίας θα μπει με στολή δύτη σε παραλία βάθους είκοσι πόντων, ή θα ξεπαγιάσει νομίζοντας οτι η θάλασσα είναι ζεστή. Κι αντίστοιχα ο άνθρωπος της θάλασσας θα βαρεθεί να μουλιάζει μόνος του μεσοπέλαγα και θα βγει κι αυτός έξω για λόγους κοινωνικής επιβίωσης (το μπάνιο καταντάει βαρετό όταν δεν έχεις παρέα). Μπορεί βέβαια ο άνθρωπος της θάλασσας να επιλέξει την παραμονή του μέσα στο νερό αδιαφορώντας για την κοινωνική αποδοχή της πράξης του, αλλά τότε, με τη σειρά της και η κοινωνία θα αδιαφορήσει για την ίδια την πράξη. Εμφανώς, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η παραλία είναι ο κοινωνικός χώρος, θάλασσα είναι το κοινωνικό φαντασιακό, άνθρωπος στη θάλασσα είναι ο καλλιτέχνης και άνθρωπος της παραλίας είναι ο καθένας από εμάς (που μπορεί να μπαίνει στη θάλασσα και άρα να τείνει προς τη δημιουργία καλλιτεχνικού έργου ή να κάθεται στην παραλία και άρα να αποτελεί το κοινό).

Έχοντας συνοψίσει τη σημασία της τέχνης και της πνευματικής καλλιέργειας (κουλτούρας) γενικότερα, μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες όψεις της ελληνικής περίπτωσης. Για να γίνει αυτό θα χρειαστεί να συνυπολογίσουμε την ιδιαίτερα σημαντική, για την ελληνική περίπτωση, μεταβλητή της γλώσσας.

Η γλώσσα (σε γραπτή και άγραφη μορφή) αποτελεί το βασικό εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, όπως γνωρίζει ακόμα κι ένα πεντάχρονο παιδί. Η διαμόρφωση των λέξεων που μια γλώσσα χρησιμοποιεί, είναι αντικείμενο του επιστημονικού κλάδου που ονομάζεται Σημειολογία (Σημειωτική)σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε οτι κάθε σημείο (στη συγκεκριμένο περίπτωση κάθε λέξη) περιέχει το σημαίνον (αυτό που θέλει ο πομπός σημαίνει δηλαδή) και το σημαινόμενο (αυτό που γίνεται αντιληπτό από τον δέκτη ως το νόημα που το σημείο εκφράζει). Για παράδειγμα, όταν λέμε σε κάποιον να μάς δώσει ένα μήλο, απλώς χρησιμοποιούμε ένα αρχετυπικό σχήμα (την έννοια του μήλου η οποία είναι αποτυπωμένη στο κοινό συνειδησιακό) –χρησιμοποιούμε δηλαδή το σημαίνον της έννοιας. Αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε μπορεί να εκλάβει το αίτημά μας με διάφορους τρόπους. Μπορεί απλώς να μας δώσει ένα μήλο (άρα να συμπέσει το σημαίνον με το σημαινόμενο εννοιακά), ή μπορεί να γελάσει με την ειρωνεία του πράγματος αν ζητήσουμε ένα μήλο καταμεσής της Σαχάρας, ή μπορεί να μας επιπλήξει για την ασέβεια που δείχνουμε προς τα θεία, αν ασκεί τα καθήκοντα του χριστιανού ιερέα. Η Σημειολογία, από την πλευρά της, εξετάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση τα εξής:
-Γιατί αποκαλούμε «μήλο» αυτό το φρούτο κι όχι «μπανάνα» ή «στραγάλι».
-Τι έννοια θέλουμε να προσδώσουμε στη λέξη «μήλο» και τι αντιλαμβάνεται ο «συνομιλητής» μας.
-Τι σημαινόμενα περιλαμβάνει τελικά η συγκεκριμένη λέξη.

Η ελληνική γλωσσική περίπτωση είναι από τις χαρακτηριστικότερες, διαχρονικά, στον τομέα βιασμού μιας γλώσσας. Μέσα από τις ιστορικές περιόδους, το κράμα που καταχρηστικά ονομάζεται «ελληνική γλώσσα» δέχτηκε τρομερές εξωγενείς πιέσεις και διαμορφώθηκε σχεδόν in vitro. Ένα από τα πιο εμφανή αποτελέσματα της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι η ύπαρξη δύο γλωσσών, μιας καθομιλουμένης και μιας γραπτής. Κι εδώ δεν αναφέρομαι στα διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα, όπου πολλές φορές η γλώσσα λούμπεν πληθυσμών απαγορεύεται (όπως ας πούμε η γλώσσα των Ρομά, ή η γλώσσα των ιθαγενών του Μεξικού). Αναφέρομαι αποκλειστικά στην επίσημη ελληνική γλώσσα. Η οποία έλκει τις γενεσιουργές της αιτίες στα χρόνια της Αντιβασιλείας που ακολούθησαν τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια.
Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο επιβλήθηκε με νομοθετικό διάταγμα η χρήση του κατασκευάσματος που ονομάστηκε «καθαρεύουσα» (η καθαρότερη των καθαρών δηλαδή) και ταυτόχρονα απαγορεύτηκε η χρήση της καθομιλουμένης, η οποία αργότερα προσδιορίστηκε σαν «δημοτική». Βέβαια, το συγκεκριμένο διάταγμα βρήκε εφαρμογή κυρίως σε επίπεδο κρατικών διαδικασιών (δημόσιος τομέας, σχολεία, πανεπιστήμια, δικαστήρια κλπ) και δευτερευόντως σε επίπεδο κοινωνικών συναναστροφών μιας νόθας μικροαστικής τάξης που θεωρούσε οτι είναι μεγαλοαστική. Παράλληλα, το κράμα ιδιωμάτων και γλωσσών που επικρατούσε στην τότε Ελλάδα συνέχισε να ομιλείται με τραγικά ή και τραγελαφικά αποτελέσματα (χαρακτηριστικό παράδειγμα, το έργο «Βαβυλωνία» του Δ. Βυζάντιου).

Επειδή όμως η εξέλιξη μιας γλώσσας περνάει μέσα από τον γραπτό λόγο (προκειμένου οι εκάστοτε μετατροπές να παγιώνονται και άρα να γίνεται δυνατή η οικοδόμηση καινούργιων εννοιών πάνω τους) η ελληνική γλώσσα εξελίχθηκε παθολογικά. Παράμετροι διαμόρφωσής της υπήρξαν οι εξής:

-Η «καθαρεύουσα», μια γλώσσα-δημιούργημα κάποιου κλειστού κύκλου (Φαναριωτών κυρίως). Το τερατούργημα αυτό αποσκοπούσε στην επανασύνδεση με την αρχαία ελληνική γλώσσα. Δεν λάμβανε υπόψη του όμως (για να μην πω οτι απέκρυπτε, αμελούσε, ή διαστρέβλωνε) τα εξής δεδομένα: α) η αρχαία ελληνική ήταν πλέον μια νεκρή γλώσσα χωρίς χρηστικές δυνατότητες αναφορικά με τις σύγχρονες κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις, β) αυτό που ο συγκεκριμένος κύκλος ονόμαζε «αρχαία ελληνική γλώσσα» ήταν ένα μείγμα βυζαντινισμών και μεταφρασμένων αρχαίων ελληνικών κειμένων (όχι από Έλληνες, αλλά από Δυτικούς μοναχούς της Αναγέννησης!) Αποτέλεσμα ήταν να επιβληθεί μια γλώσσα-τοτέμ, με μηδαμινές δυνατότητες εξέλιξης κι ακόμα λιγότερες δυνατότητες καλλιτεχνικής (συναισθηματικής, αναραπαστατικής) έκφρασης. Επρόκειτο τελικά για μια γλώσσα που δεν ήταν γλώσσα –με την έννοια οτι δεν μιλιόταν. Τα όρια της γελοιότητας της συγκεκριμένης «γλώσσας» έφτασαν σε δυσθεώρητα ύψη –χαρακτηριστικό παράδειγμα η «ελληνοποίηση» ονομάτων (ο Ιωάννης Κητς κι ακόμα χειρότερα ο Λόρδος Βύρωνας), την επικόλληση καταλήξεων σε ξενικές λέξεις (παράδειγμα το αρκεβούζιον, η εντράς κλπ).

-Η «δημοτική», μια γλώσσα διαμορφωμένη στο Κέντρο Υποδοχής των λαών που υπήρξε ο ελληνικός χώρος από τον 17ο αιώνα και μετά, χωρίς γραπτά στηρίγματα πελαγοδρόμησε ανάμεσα στους τοπικιστικούς ιδιωματισμούς και εκφυλίστηκε λόγω έλλειψης κεντρικής κατεύθυνσης. Έμεινε στους λογοτέχνες το έργο της υπεράσπισης της συγκεκριμένης γλώσσας, όμως κάτι τέτοιο έμοιαζε αδύνατο όσο η γλώσσα δεν είχε σταθερές συντεταγμένες. Έτσι έχουμε τη «δημοτική» του Μακρυγιάννη, τη «δημοτική» του Παλαμά αλλά και τη «δημοτική» του Καζαντζάκη (για να αναφέρω τρία μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα). Βέβαια πρόκειται για γλωσσικά ιδιώματα στα οποία οι λογοτέχνες παρενέβησαν λογοπλαστικά –καμιά σχέση δηλαδή με τους κανόνες που ορίζουν την ύπαρξη μιας κυρίαρχης γλώσσας.

-Η κυριαρχία της μιας ή της άλλης «γλώσσας» μέσω νομοθετικών διαταγμάτων κάθε άλλο παρά συνέβαλλε στην κοινωνική τους αποδοχή. Ακόμα και στα χρόνιας της Μεταπολίτευσης, όταν η «δημοτική» επισημοποιήθηκε, υπήρξε μεγάλο μέρος του πληθυσμού που αντέδρασε, κυρίως για λόγους αδράνειας.

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να επικρατήσει μια γλώσσα-κουρελού, με ανακατεμένα τα «δημοτικά» και τα «καθαρευουσιάνικα» στοιχεία. Η έλλειψη συνάφειας ανάμεσα στον γραπτό λόγο (ειδικά τον κρατικοδιοικητικό) και τον προφορικό παραμένει μέχρις τις μέρες μας. Η αδυναμία αφομοίωσης στοιχείων από τον διεθνή περίγυρο έχει οδηγήσει είτε στον κανιβαλισμό των λέξεων (π.χ. παρκάρισμα, κουλάρισμα, κέρσορας), είτε στην Μανταμσουσουδίστικη απαγγελία ξενικών ιδιωματισμών (π.χ. γουτουφού, άι ρεστ μάι κέις) ή λέξεων (π.χ, πρότζεκτ, γουίκεντ).

Σε αυτό τον εννοιολογογικό βούρκο κλήθηκε να κολυμπήσει η «ελληνική διανόηση» -ήταν θαύμα λοιπόν το οτι κάποιοι κατάφεραν να μην πνιγούν. Κι επειδή στις χώρες που δεν διαθέτουν ισχυρό καλλιτεχνικό υπόβαθρο οι τέχνες του λόγου κυριαρχούν των υπολοίπων, η γλωσσική απροσδιοριστία σημάδεψε ολοκληρωτικά την καλλιτεχνική δημιουργία της Ελλάδας. Συγκεκριμένα:

-Η μουσική δημιουργία στην Ελλάδα κινήθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην επεξεργασία δυτικοευρωπαϊκών (και αμερικάνικων) ή ασιατικών προτύπων, ανεξίτηλα σημαδεμένη από μια δημοτική παράδοση που καταναλώνεται σαν το μουρουνόλαδο. Το λαϊκό τραγούδι βασίστηκε στις αντιγραφές ινδικών ρυθμών και αναζωογονήθηκε πρόσκαιρα από την επιρροή του ανατολίτικου ρεμπέτικου (μέχρι να το αφομοιώσει και να το απονευρώσει). Η λεγόμενη «ελαφρά μουσική» του Μεσοπολέμου, αντέγραψε σωρηδόν τα δυτικοευρωπαϊκά ρεύματα. Οι σημαντικοί Έλληνες συνθέτες είτε ακολούθησαν τις ευρωπαϊκές κλασσικές φόρμες με επιμέλεια απουσιολόγου (π.χ. Σκαλκώτας), είτε αναζήτησαν την ανύπαρκτη χρυσή τομή μεταξύ κλασικισμού και βυζαντινισμού (Καλομοίρης), είτε, τέλος επέλεξαν να εκμεταλλευτούν (αξιοποιήσουν) τις δημοφιλέστερες εκδοχές όλων των μουσικών ειδών (κλασσική, ελαφρολαϊκό, τζαζ, δημοτικά, εμβατήρια) όπως ο Θεοδωράκης κι ο Χατζιδάκις. Δεν είναι αμελητέες βέβαια οι περιπτώσεις συνθετών οι οποίοι προσπάθησαν να εξελίξουν κάποια μουσικά είδη, αλλά η αγωνία τους για «ελληνικότητα» (ή η προσκόλλησή τους σε αυτή), εν πολλοίς, οδήγησε τις προσπάθειές τους σε αποτυχία (ή περιορισμένη επιτυχία). Τέτοιοι συνθέτες υπήρξαν ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης, ο Μίμης Πλέσας, ο Γιώργος Χατζηνάσιος αλλά ακόμα κι ο Γιάννης Μαρκόπουλος κλπ. Η έλευση των δυτικών ροκ και ποπ προτύπων στον ελλαδικό χώρο υπήρξε μια (στιγμιαία έστω) όαση στην μουσική βαρεμάρα, όσο τουλάχιστον οι καλλιτέχνες που ασχολούνταν με το είδος έμεναν σταθεροί στην επιλογή τους για απόρριψη της «ελληνικότητας». Πράγματι, μοιάζει πολύ πιο πιθανό να εκφραστείς μέσα από διεθνείς μουσικές φόρμες όπως κάνει το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου κόσμου, παρά να προσαρμόσεις τις συγκεκριμένες φόρμες σε κάποια νεφελώδη (και τελικά ανύπαρκτη) «ελληνική μοναδικότητα». Όσο αναγνωρίζεις οτι σε παρόμοιες συνθήκες τα ερεθίσματα είναι παρόμοια, διεκδικείς τη δυνατότητά σου να εκφραστείς οικουμενικά. Όταν όμως θεωρείς οτι η χωροταξική θέση σου και η πολιτιστική σου κληρονομιά σε τοποθετούν σε διαφορετικό επίπεδο από τον υπόλοιπο κόσμο, τότε, μάλλον φλερτάρεις με τη γελοιότητα.

-Η ζωγραφική αγκομάχησε μέχρι να ξεφορτωθεί παλαιομοδίτικα ρεύματα, όπως ο ιμπρεσιονισμός του 19ου αιώνα και, εξίσου ετεροχρονισμένα, εισήγαγε ρεύματα όπως ο εξπρεσιονισμός. Σε γενικές γραμμές δεν εμφανίστηκε κανενός είδους πρωτοποριακό κίνημα στην Ελλάδα (προφανώς αναφέρομαι στον κανόνα και όχι σε μεμονωμένες εξαιρέσεις καλλιτεχνών) και δεν ακολουθήθηκε κανένα τέτοιο ευρωπαϊκό κίνημα όταν όντως ήταν πρωτοπορία. Αποτέλεσμα ήταν πολλοί Έλληνες ζωγράφοι να απολαμβάνουν σχετικής (ή και μεγαλύτερης) αναγνώρισης όσο ήταν ζωντανοί –το ακριβώς αντίθετο απ΄αυτό που αποτελούσε τον κανόνα στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η σύγχρονη δημιουργία σε όλες της τις σχετικές μορφές (πίνακες, κόμιξ, πολυμέσα) δεν έχει να επιδείξει κάτι ιδιαίτερο –με την έννοια οτι δεν μπορούμε να διακρίνουμε την ύπαρξη μιας, κάποιας, «ελληνικής σχολής». Όπως και με τη μουσική, όσο απομακρύνεται από τον ελληνοκεντρισμό της, τόσο γίνεται πιο ενδιαφέρουσα δημιουργικά.

-Διαχρονικά, η οποιαδήποτε προσπάθεια αφομοίωσης τεχνοτροπιών στην αρχιτεκτονική κατακρεουργήθηκε στο βωμό της δήθεν εξέλιξης των αρχαίων ελληνικών τεχνοτροπιών. Το κακό ξεκίνησε με τα λεγόμενα «νεοκλασικά» κτίρια, όπου οι εξωτερικοί κίονες και τα ακροκέραμα οδηγούσαν σε εσωτερικούς χώρους «βαυαρικής μεγαλοπρέπειας» -ένα χαρμάνι αταίριαστο με το περιβάλλον και ιδεολογικά αποπνικτικό. Παράλληλα εφαρμόστηκε η βυζαντινή νοοτροπία κυρίως στην κατασκευή ναών, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει ένα βαρύγδουπο και, κατά συνέπεια, κίβδηλο στυλ στα «δημόσια κτίρια». Στη συνέχεια ξανανακαλύφθηκε η «κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική» -ένα ακόμα παράταιρο στυλ δημιουργήθηκε δηλαδή, εφόσον επιχειρήθηκε η κατασκευή πολυτελών κατοικιών στα πρότυπα των ταπεινών οικημάτων του προηγούμενου αιώνα. Με δυο λόγια, η εφαρμογή των αρχιτεκτονικών προτύπων στην Ελλάδα δεν ήταν τίποτα άλλο από μια πιστή απεικόνιση της νόθας ελληνοκεντρικής νοοτροπίας που κυριάρχησε στη νεώτερη και σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Κατασκευές οι οποίες είχαν συνάφεια με τις ιστορικές περιόδους στις οποίες δημιουργήθηκαν, είτε ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την μετέπειτα Καραμανλική λαίλαπα (που κληροδότησε το όργιο των πολυκατοικιών –ειδικά στην Αθήνα), είτε αφέθηκαν να ερειπωθούν γιατί η χρηστική τους αξία «μόλυνε» την επίπλαστη καθαρότητα την οποία επιδίωκε η κυρίαρχη μικροαστική τάξη (για παράδειγμα τα παλιά εργοστάσια ή τα σπίτια «οθωμανικής» τεχνοτροπίας με τις εσωτερικές αυλές και τα χαγιάτια).

γλυπτική ακολούθησε μια, σχετικά, συνεπή εξελικτική (αλλά όχι και προοδευτική) πορεία στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να ενσωματώσει τις ευρωπαϊκές επιρροές στην εγχώρια θεματογραφία. Χωρίς να επιτύχει θαύματα, παραμένει ένας κλάδος τέχνης ο οποίος απέφυγε (εν πολλοίς) τη γελοιοποίηση.

χορός απλώς δεν υπάρχει σαν είδος τέχνης στην Ελλάδα. Πέρα από τις κακόγουστες αναπαραστάσεις δημοτικών χορών (οι οποίες ελάχιστα διέφεραν από τα μουμιοποιημένα πτώματα άρτι αγιοποιηθέντων επισκόπων που περιφέρονταν ανά την επικράτεια) η τέχνη του μπαλέτου χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για την εκγύμναση των μικρών κοριτσιών (ακόμα μια κακή απομίμηση του δυτικοευρωπαϊού τρόπου ζωής).

-Ο ελληνικός κινηματογράφος και γενικότερα οι τέχνες που σχετίζονται με την απεικόνιση (φωτογραφία, βίντεο αρτ, κλπ) ανθούν στον ελληνικό χώρο υπακούοντας σχεδόν αποκλειστικά στα πλαίσια της επιθυμίας. Με απλά λόγια, επιθυμούμε να είμαστε σημαντικοί κινηματογραφιστές και, ως εκ τούτου, είμαστε! Επιθυμούμε να παράγουμε έργα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας και, ως εκ τούτου, τα παράγουμε! Ειδικότερα ο ελληνικός κινηματογράφος πέρασε ένα στιγμιαίο στάδιο πειραματισμού (για παράδειγμα, Δάφνης και Χλόη, Προμηθέας Δεσμώτης) πριν πέσει με τα μούτρα στην εμπορευματοποίηση η οποία συνεπαγόταν την (καρέ-καρέ) αντιγραφή των δακρύβρεχτων ινδικών ταινιών και την αξιοθρήνητη αναπαράσταση κάποιων μεγάλων χολυγουντιανών επιτυχιών. Η καταραμένη προσκόλληση στην «ελληνικότητα» φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης και για την ιλαροτραγική κατάντια του ελληνικού κινηματογράφου, καθορίζοντας τις δυο ειδών κυρίαρχες θεματολογικές μπαλαφάρες: α)τα «ποιμενικά δράματα», τα «γουέστερν φουστανέλα» και τις «πολεμικές υπερπαραγωγές» -δείγματα, στην πλειονότητά τους, αντιδραστικού κινηματογράφου τον οποίο θα περιγελούσαν ακόμα και οι απλοϊκότεροι διαμορφωτές γνώμης των ναζί και β)τα «πάθη της ελληνικής αριστεράς» -επρόκειτο για επαναλαμβανόμενο κινηματογραφικό μοτίβο παρεμφερές της περιφοράς του Επιταφίου –αργό, ανούσιο και βαρετό. Ακόμα και προικισμένοι σκηνοθέτες (π.χ. Κούνδουρος, Βούλγαρης αλλά και Κακογιάννης) εγκλωβίστηκαν σ΄αυτού του είδους τις «δεσμεύσεις». Βέβαια υπήρξαν εξαιρέσεις, όπως αυτή του Αλέξη Δαμιανού –αλλά ο τομέας της «πολύπαθης αριστεράς» σηματοδοτήθηκε από ανύπαρκτες σεναριακές δομές, μακρόσυρτα δήθεν υποβλητικά πλάνα και εν γένει αστειότητες που επιθυμούσαν να ειδωθούν μέσα από φιλοσοφικό πρίσμα (βλέπε Αγγελόπουλος). Όπως και στη μουσική, όταν οι Έλληνες δημιουργοί αδιαφόρησαν για την «ιδιαιτερότητα της ελληνικότητας» παρουσίασαν αξιόλογα έργα (περίπτωση Γιάνναρη) ή και αριστουργήματα (περίπτωση Νικολαϊδη).  Προφανώς οι μεμονωμένες περιπτώσεις δεν αρκούν για να σηματοδοτήσουν τα πράγματα αναφορικά με την κινηματογραφική δημιουργία στην Ελλάδα. Ένα ακόμα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του ελληνικού κινηματογράφου είναι η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του σκηνοθέτη ο οποίος ενίοτε γράφει και το σενάριο (ακόμα κι όταν είναι ανίκανος να το πράξει) με τραγελαφικά, συνήθως, αποτελέσματα.

-Αυτή η επιγραμματική παρουσίαση της πορείας των καλών τεχνών στην Ελλάδα ξεκίνησε με αναφορά στην λογοτεχνία, νομίζω λοιπόν πώς έτσι θα πρέπει και να ολοκληρωθεί. Σαν χώρα η Ελλάδα έχει να επιδείξει σημαντικούς ποιητές διεθνούς βεληνεκούς και λιγότερο σημαντικούς μυθιστοριογράφους. Πράγματι, η ποίηση μπόρεσε να αφομοιώσει τις διεθνείς επιρροές και να ενσωματώσει ελληνικά χαρακτηριστικά χωρίς να χάσει τίποτα από τη δυναμική της. Αυτό οφειλόταν, μάλλον, σε δυο παράγοντες: α)σε χώρες με μειωμένη πνευματική καλλιέργεια η ποίηση ανθεί σε βάρος της μυθιστοριογραφίας (όπως, ας πούμε, για ένα παιδί του δημοτικού είναι πιο πιθανή η ποιητική έκφραση από την διηγηματική) και β)στο γεγονός οτι η ποίηση κατόρθωσε να λειτουργήσει συγχρονικά (ή έστω σε ευθεία αναπαράσταση) με τα εκάστοτε κοινωνικά συμβάντα. Από την άλλη πλευρά, η λογοτεχνική δημιουργία έχοντας μονίμως να υπερκεράσει τον βραχνά της έκδοσης (και ενίοτε της λογοκρισίας η οποία ήταν αυστηρότερη απ΄ότι στην «ακατανόητη» ποίηση) αναγκάστηκε να ακολουθήσει πλάγιες οδούς και, πολλές φορές, να χαθεί εντός τους. Η «σχολή του ‘30» δημιούργησε προσδοκίες οι οποίες στη συνέχεια διαψεύστηκαν, μεγάλοι συγγραφείς εξαφανίστηκαν μη γνωρίζοντας αποδοχή, κοσμικοί σαχλαμάρες και επιφυλλιδογράφοι γυναικείων περιοδικών αναγορεύτηκαν σε γίγαντες της λογοτεχνίας όσο η ελληνική ανορθογραφία απογείωνε, για παράδειγμα τον Τσιφόρο και απέκλειε τον Πικρό (δυο συγγραφείς που είχαν ίδια θεματική αλλά διαφορετική «διακόσμηση»). Η σύγχρονη λογοτεχνία βρίθει αυτοαναγορευόμενων διανοιών σε επίπεδο προβολής χωρίς παράλληλα να παρουσιάζει την παραμικρή καινοτομία, τόσο θεματικά, όσο και στυλιστικά. Τον δυναστικό ρόλο των εκδοτικών οίκων τείνουν να υποκαταστήσουν τα πολυβιβλιοπωλεία ενώ η προοπτική εμφάνισης ενδιαφερουσών προσπαθειών δείχνει εμφανώς περιορισμένη.

Κλείνοντας την προσπάθεια συνοπτικής απεικόνισης των, κυρίαρχων έστω, δειγμάτων της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας θα πρέπει να παραδεχτούμε οτι σαν χώρα η Ελλάδα δεν μπορεί να καυχηθεί για τα επιτεύγματά της στους συγκεκριμένους τομείς. Αναλογικά, το κοινό στο οποίο απευθύνεται η καλλιτεχνική δημιουργία (ή, αυτό που καταναλώνει το καλλιτεχνικό έργο) χαρακτηρίζεται από έναν επαρχιώτικο μεγαλοϊδεατισμό που το εμποδίζει να διακρίνει την καλλιτεχνική του άγνοια (άρα και να την καταπολεμήσει). Τα χαρακτηριστικά του κοινού που αποδόθηκαν με βάση το παράδειγμα του σήριαλ «Μέρφι Μπράουν» ταιριάζουν και στο ελληνικό κοινό –με μια μικρή (πιθανολογικά) διαφοροποίηση. Αν ο καλλιτέχνης έλεγε «κοιτάξτε στο ταβάνι ηλίθιοι» το πιθανότερο είναι οτι το ελληνικό κοινό θα τον λιντσάριζε επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει το γούστο του. Επειδή είναι κυρίαρχη η αντίληψη του ελληνικού φιλότεχνου κοινού οτι γνωρίζει καλύτερα το καλλιτεχνικό δημιούργημα ακόμα κι από τον ίδιο του τον δημιουργό.

Θα ήθελα τέλος να υπενθυμίσω στους θιασώτες της «ελληνικής καθαρότητας» και στους λάτρεις της ελληνικής παράδοσης οτι η φράση του τίτλου προέρχεται από το θεατρικό έργο «Βαβυλωνία» -από την εποχή δηλαδή που τα πάντα ήταν αμιγώς ελληνικά.

24 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

tamistas είπε...

Διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον. (Γεια χαρά).
Πράγματι, αυτό που χαρακτηρίζει τις καλλιτεχνικές εκφράσεις στην Ελλάδα είναι η προσκόλληση στην παθογένεια της ελυτίστικης ελληνοπρέπειας. Το αριστερό άλλοθι για σταλινώδη πατριωτισμό.

Κάποιες επισημάνσεις:
- Θέατρο; Οι προσπάθειες πχ του Τερζόπουλου.
- Σινεμά; Ο Οικονομίδης. Την καλύτερη εκτέλεση του "στης πικροδάφνης τον ανθό" την άκουσα στο "Σπιρτόκουτο".
- Μουσική; Σαββόπουλος - Μαύρη Θάλασσα (όχι οι βλακείες των τελευταίων χρόνων). Παπακωνσταντίνου - Παπαδόπουλος: Πεχλιβάνης κλπ.

Ανώνυμος είπε...

Νομίζω αδικείς τον Σκαλκώτα -και θα συμφωνήσω με Ταμίστα για Σαββόπουλο (ακριβώς με Μαύρη Θάλασσα -και Μπάλλο, βεβαίως). Τα νεοκλασικά δε, δεν δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα, ήταν μεταφύτευση της δυτικοευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής (αντίθετα, η λαϊκή αντιγραφή των νεοκλασικών έβγαλε την Πλάκα). Και ξεχνάς τον Πικιώνη π.χ.

The Motorcycle boy είπε...

Tamistas, γειά σου και σένα -χαίρομαι που σε ενδιαφέρει.
Αν και δεν ήθελα να αναφερθώ εξαντλητικά σε περιπτώσεις (παρά μόνο παραδειγματικά, για να γίνει κατανοητή η άποψή μου) μπορούμε να συζητήσουμε όμως και τις επισημάνσεις σου.

-Δεν κατέχω επαρκώς τις προσπάθειες του Τερζόπουλου και προτίμησα να μην αναφερθώ ιδιαίτερα στο θέατρο επειδή το συγκεκριμένο πεδίο είναι δύσκολα ταξινομήσιμο. Έχει αυτό το εύρος από τον Σεφερλή μέχρι την Ομάδα ΝΑΜΑ κι από την Επίδαυρο μέχρι το θέατρο δρόμου που δεν με διευκολύνει στο να εκφράσω άποψη.
-Ο Οικονομίδης (κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα) έκανε μια δυνατή ηθογραφία (πολύ δυνατή) με το Σπιρτόκουτο αλλά στη συνέχεια μαλακίστηκε (με το Ψυχή Βαθειά) και απλώς επέπλευσε με τον Μαχαιροβγάλτη. Ανήκει πάντως σε αυτούς που (και λόγω καταγωγής ίσως) δεν καταδυναστεύονται από την "ελληνικότητα" και έχουν τα φόντα να κάνουν πράγματα αξιόλογα (σαν τον Γιάνναρη).
-Ο Σαββόπουλος ανήκει στην κατηγορία Μούτση κλπ που ανέφερα -προσπάθησε δηλαδή να εξελίξει αλλά παγιδεύτηκε στην "ελληνικότητα". Βέβαια, σαν πιο πονηρός ο Νιόνιος φρόντισε να μεταπηδήσει στην κατηγορία των "μεγάλων μουσουργών", Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, κι ας μην είχε τα εκτελεστικά φόντα.
Παπακωνσταντίνου -ο Θανάσης, εννοείς; Κλασσικό παράδειγμα αυτοπαγίδευσης στην "ελληνικότητα". Παπαδόπουλος, ο Λάκης; Άνευ ουσίας. Τον Πεχλιβάνη δεν τον κατέχω.

The Motorcycle boy είπε...

Δύτη, δεν νομίζω οτι αδικώ τον Σκαλκώτα -άλλωστε η διεθνής αποδοχή του τείνει να υποστηρίξει την άποψή μου. Τέλος πάντων -δεν είμαι και αλάθητος!
Για τον Σαββόπουλο τα έγραψα από πάνω.
Για τα νεοκλασσικά, αναφέρω, νομίζω, οτι χτίστηκαν από ξένους στην Ελλάδα -δεν ασχολήθηκα με το πότε εμφανίστηκαν γενικώς. Δεν ήταν ποτέ λαϊκή συνοικία η Πλάκα των νεοκλασικών -αν όμως εννοιείς τα Αναφιώτικα (για παράδειγμα) αυτά δεν είναι νεοκλασικά.
Δεν σκόπευα να αναφέρω τους πάντες, αναφέρθηκα παραδειγματικά -γι' αυτό και έγραψα οτι εξαιρέσεις υπάρχουν.

tamistas είπε...

Ο τότε Σαββόπουλος, με τη Μαύρη Θάλασσα και τον Μπάλλο (πράγματι, Δύτη), ξέφυγε από την κατηγορία (των συμπαθών) Μούτση κλπ. Πιστεύω ότι ήταν μοναδική περίπτωση ειλικρινούς, αβίαστου "παντρέματος" μουσικών.

Παπακωνσταντίνου εννοώ το Θανάση, βέβαια, και Παπαδόπουλο τον Μπάμπη (από τις Τρύπες) που συνεργάστηκε μαζί του στο "Βραχνό Προφήτη" και στην "Αγρύπνια". Από τον πρώτο, ο Πεχλιβάνης, όπου στο τέλος, η βρώμικη κιθάρα του Παπαδόπουλου στέλνει αλλού το άσμα, θεωρώ: http://www.youtube.com/watch?v=vmcPDi_W0BU

Και μια και περί Τρυπών ο λόγος, ξέχασα τις πρόσφατες προσπάθειες του Αγγελάκα και ιδιαίτερα το "Από δω και πάνω" όπου βρίσκει το χαμένο (του) ρεμπέτικο και όχι μόνο εαυτό, κλπ: http://www.youtube.com/watch?v=IbtTu5C3VcM

Νομίζω ότι για τα νεοκλασικά και τη μόδα τους ήταν υπεύθυνοι οι αρχιτέκτονες του βασιλιά Όθωνα.

The Motorcycle boy είπε...

Η κατηγορία στην οποία αναφέρομαι είναι αυτή των δημιουργών οι οποίοι προσπάθησαν χρησιμοποιώντας δυτικές φόρμες να εκφράσουν την "ελληνικότητα" -δε νομίζω οτι ο Σαββόπουλος δεν εντάσσεται σε αυτή. Προσοχή -δεν κάνουμε αξιολόγηση, απλώς ταξινόμηση κάνουμε για να μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα. η συγκεκριμένη εποχή του Σαββόπουλου είχε σαφείς επιρροές από Φρανκ Ζάππα, Μπομπ Ντύλαν και Ιταλούς "νεοκυματικούς" -δεν παρουσίαζε δηλαδή ο άνθρωπος κάτι παρθενογεννημένο.

Δεν διαφωνώ για τα περί Παπαδόπουλου, αλλά επιμένω στην παγίδα της "ελληνικότητας" που βαλτώνει την προσπάθεια.

Για τον Αγγελάκα τώρα (προσωπική άποψη πάλι) -τίποτα το ιδιαίτερο, όπως κι όταν ήταν στις Τρύπες. Αυτή η ύστερη ανακάλυψη των ρεμπέτικων ή δημοτικών εαυτών των καλλιτεχνών είναι για μένα σαφής ένδειξη έλλειψης έμπνευσης, κάτι σαν τη συνεργασία "Απόψε θέλω λαϊκά" του Μπάση με τον Κότσιρα.

Αν είναι να μιλήσουμε για κάτι διαφορετικό ας το κάνουμε, για παράδειγμα, για προσπάθειες σαν αυτή:
http://www.myspace.com/thisfluid

Ναι, οι Βαυαροί ήταν υπεύθυνοι για την εμφάνιση των ελληνικών νεοκλασικών -βλέπε και τη γνωστή Τριλογία Τσίλερ.

tamistas είπε...

Οκέι, σέβομαι αυτή τη θέση. Αν και συχνά απατηλές, στη σύνθεση του κριτηρίου μου συμβάλλουν και οι συναισθηματικές συνέπειες των ακουσμάτων.
Θ' ακούσω το απόγευμα το thisfluid, δεν έχω ήχο τώρα. Ευχαριστώ.

The Motorcycle boy είπε...

Αυτό ισχύει για όλους -μιλάμε δηλαδή από θέση κι όχι εν κενώ. Αν εγώ ας πούμε απεχθάνομαι τον Θεοδωράκη, πολύ δύσκολα θα "δω" την μουσική του πρωτοπορία, ακόμα κι αν αυτή είναι προφανής. Γι΄αυτό άλλωστε είναι χρήσιμη όλη αυτή η κουβέντα των σχολίων, για να διαπιστώνονται οι διαφορετικές απόψεις και να βγαίνει κάτι πληρέστερο.

Εγώ ευχαριστώ λοιπόν για τη βοήθειά σου.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ δυνατό δοκίμιο. Προσπαθώ να καταλάβω...όταν ένας καλλιτέχνης είναι Έλληνας και δημιουργεί, το έργο του δεν περιέχει -ούτως η άλλως- και ελληνικά στοιχεία; Επίσης δεν κατανοώ την αβασάνιστη θεοποιητική στάση απέναντι σε κάτι καλλιτεχνικά υποπροϊόντα του εξωτερικού. Σαν να λέμε δηλαδή ότι όλες οι ξένες(δεν βάζω εθνική εννοία σ'όλα τα παραπάνω, ας πούμε το μη-όμοιο ή το μη-γνωστό) κυρίες είναι εξωτικές καλλονές. Όταν γνωρίζεις ποιος είσαι(μικρός ή μεγάλος), προς τα που πηγαίνεις(κοντά ή μακριά), τις δυνατότητές σου και το τι καλείσαι να αντιμετωπίσεις δεν καταλαβαίνω γιατί χρειάζεται να πασχίζεις για την "ελληνικότητα" ή να νιώθεις μειονεκτικά ή πλεονεκτικά απέναντι στου άλλους και τα έργα τους.
Μισό λεπτό... να κλείσω ένα ραντεβού με τον οφθαλμίατρο.

ο δείμος του πολίτη είπε...

Το θέμα της Τέχνης το έπιασα παλαιότερα όταν έγραφα για το λαϊκισμό. Και ο πόνος μου είναι ακόμα μεγαλύτερος όταν βλέπω τους μαθητές μου να απέχουν από την Τέχνη όσο απέχουν από το μαρξισμό (συχνά ο μαρξισμός τους είναι πιο οικείος).

The Motorcycle boy είπε...

Tzereme, σαφέστατα φαίνονται οι ειδικές (τοπικές κλπ) κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσαν έναν καλλιτέχνη, στο έργο του. Ακόμα κι όταν εκφράζονται δυο καλλιτέχνες μιας διεθνούς μουσικής (ας πούμε του ροκ) για το ίδιο θέμα (ας πούμε την αστυνομοκρατία) ακόμα κι εκεί εντοπίζεις τις ιδιαίτερες συνθήκες που ισχύουν σε κάθε χώρα. Άσε που και μόνο η γλώσσα θα επαρκούσε για να δώσεις "ελληνικότητα" στο κομμάτι σου (του πούστη δηλαδή!)
Ο Κώστας ο Μάστορης μού έλεγε σε κάποια φάση οτι παλιότερα δεν μπορούσαν να φανταστούν πως τα συγκροτήματα που οι ίδιοι θεωρούσαν τεράστια, στην πραγματικότητα έπαιζαν σε κλαμπάκια των 20 ατόμων με κοινό τη θεία τους και τη μάνα τους. Αυτή η θεοποίηση ήταν μάλλον ΚΑΙ αποτέλεσμα του γεγονότος οτι στην Ελλάδα υπήρχε η εντύπωση οτι η μουσική γεννιόταν στην Αγγλία (ή την Αμερική) κι εδώ είμασταν το "δεύτερο χέρι". Εντύπωση εν πολλοίς εσφαλμένη βέβαια εφόσον, κατά πρώτον η συγκεκριμένη μουσική παιζόταν "δεύτερο χέρι" κι από τους λευκούς Αμερικάνους ("πρώτο χέρι" ήταν οι μπλουζίστες ας πούμε). 'Ασε που οι μουσικές φόρμες δεν έχουν κοπυράιτ, όπως και τα γράμματα της αλφαβήτου.
Έχεις δίκιο βέβαια, αν έχεις συνειδητοποιήσει ποιος (και τι) είσαι -δεν έχεις κόμπλεξ. Αν όμως έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου και αγνοείς τις δυνατότητές σου, λογικό είναι να αποτυγχάνεις και μετά να ψάχνεις δικαιολογίες σε διεθνείς συνωμοσίες και άλλα τέτοια φίδια.

Δείμε, η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι προσανατολισμένη στο να αποτρέπει τους μαθητές από την οποιαδήποτε πνευματική αναζήτηση -γι΄αυτό θεωρώ οτι ο εκπαιδευτικός θεσμός είναι ιδιαίτερα πετυχημένος (πετυχαίνει τους σκοπούς του) στην Ελλάδα. Απάνθρωπος, φασιστικός αλλά επιτυχημένος θεσμός.

ο δείμος του πολίτη είπε...

...και θα συμπληρώσω ανταγωνιστικός, ατομικίστικος και ταυτόχρονα κομφορμιστικός...

The Motorcycle boy είπε...

Εν ολίγοις "ανθρωποφοβικός". Εξ ου και ο τίτλος αυτής της ενότητας.

sjors είπε...

όπα, όπα, λίγο φρένο ρε μάστορα,
γιατί μόνο στην ελλάδα ο εκπαιδευτικός θεσμός κάνει ό,τι κάνει και είναι επιτυχημένος; δηλαδή που αλλού κάνει κάτι διαφορετικό και παράγει μια κοινωνία ξέρω γω, συλλογικότητας, αμφισβήτησης, κριτικού στοχασμού και δε συμμαζεύεται;
(και μη μου πεις στα σχολεία της τσιάπας)

και ένα σχόλιο για την ποίηση που ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό ως ένδειξη μειωμένης πνευματικής καλλιέργειας:
μένω κάποια χρόνια στην ολλανδία. η ολλανδία δε νομίζω οτι έχει να επιδείξει κάτι αξιόλογο από πλευράς λογοτεχνικής παραγωγής (διεθνώς). δεν έχω ακούσει για παράδειγμα για έδρα ολλανδικής λογοτεχνίας σε ξένο πανεπιστήμιο.
είναι σοκαριστική καμιά φορά η αδυναμία πάρα πολλών ανθρώπων να κατανοήσουν μεταφορές και αλληγορίες στο λόγο. και πρέπει να υπάρχει μια σύνδεση.
και αυτό το χαρακτηριστικό τους δεν το ζηλεύω καθόλου και δεν θα το αντάλλασα με όλους τους ζωγράφους του κόσμου.

επιπροσθέτως, κάνε μια βόλτα σε ένα ολλανδικό βιβλιοπωλείο και σύγκρινέ το με την πολιτεία ή την πρωτοπορία για παράδειγμα, και ίσως δεις την ελλάδα με άλλο μάτι :)

να σου κάνω μια σούμα;
συχνά πυκνά, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται: "μαλάκα, ευτυχώς που δε μεγάλωσα εδω πέρα"

(και εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι: την ελλάδα από την οποία έφυγα την περίοδο της "ακμής" από καθαρή οξεία αηδία και δεν το μετάνιωσα καθόλου.)

The Motorcycle boy είπε...

sjors, τι με πέρασες αδερφέ μου; Για τον Φράνσις το σοφό μουλάρι; Πού να ξέρω πώς λειτουργεί ο εκπαιδευτικός θεσμός παγκοσμίως; Για την Ελλάδα ξέρω και γι΄αυτή λέω. Το οτι ένας θεσμός λειτουργεί υποστηρικτικά του συστήματος, δεν σημαίνει τίποτα από μόνο του και δεν είναι το θέμα μου. Εδώ κουβεντιάζουμε για έναν θεσμό που άλλο διακηρύττει, άλλο υποστηρίζει και άλλο πράττει!

Αυτό περί ποίησης δεν είναι δικό μου, είναι ανθρωπολογική θεωρία -όντως ο άνθρωπος πρώτα αισθάνεται και στη συνέχεια κατανοεί. Γι΄αυτό και τα πρώτα γραπτά της ανθρωπότητας ήταν ποιήματα (έπος του Γκιλγκαμές, Ομηρικά έπη κλπ). Το οτι κάποιος δεν κατανοεί μια αλληγορία στον λόγο είναι μισό δικό του πρόβλημα κι άλλο μισό της αλληλογορίας. Γιατί άμα, π.χ. πω εγώ στη γυναίκα μου οτι την έχω δει οχτάρι στη δουλειά θα νομίζει οτι μέθυσα. Α ναι -το οτι δεν υπάρχει ολλανδική έδρα, δεν σημαίνει τίποτα και η Ελλάδα έχει έδρες αλλά από λογοτεχνία, χέστα. Πάντως έχω διαβάσει 2-3 Ολλανδούς που αξίζανε περισσότερο από τους σύγχρονους τους δικούς μας.

Γιατί να κάνω μια βόλτα σε ολλανδικό βιβλιοπωλείο; Αν είναι έτσι, να κάνω και μια βόλτα σε βιβλιοπωλείο του Αφγανιστάν και μετά θα δω όντως την Ελλάδα με άλλο μάτι. Αν όμως κάνω μια βόλτα σε ένα βιβλιοπωλείο του Λονδίνου, ή, άντε να βρω κάτι ανάλογο με μας, σε μια υπαίθρια αγορά βιβλίων στην Αβάνα, θα πρέπει μετά να έρθω στην Ελλάδα και να βουλώνω μάτια βιβλιοπωλών από τις μπουνιές. Δεν ξέρω αν αναφέρεσαι στην ποικιλία (στο Λονδίνο έμενα πάνω από ώρα σε κάθε βιβλιοπωλείο), αλλά όταν το βιβλίο του τάδε Αμερικάνου κοστίζει 5 ευρώ παγκοσμίως και στην Ελλάδα (που απλώς πληρώνει έναν φτωχό μεταφραστή) κοστίζει 25, νομίζω οτι οι συγκρίσεις γίνονται από μόνες τους.

Ο "ξένος" ποτέ δεν θα ήθελε να έχει μεγαλώσει "στα ξένα" και γι΄αυτό παραμένει "ξένος". Προσωπικά πάντως δεν θα χαλιόμουν αν είχα γεννηθεί στα μέρη που ζουν τα αγαπημένα μου συγκροτήματα ή οι αγαπημένοι μου λογοτέχνες.

Ο Καλος Λυκος είπε...

sjors,

να προσθέσω επίσης πως η πολιτεία και η πρωτοπορεία έπαψαν να είναι τα βιβλιοπωλεία που θυμάμαι από τη δεκαετία του '80 και έχουν μεταβληθεί σε supermarket. Τελευταία φορά στην πρωτοπορεία (άνοιξη 2011) πλακωθήκαμε με την ταμεία γιά τον τρόπο της. Αν βάλω από την μία την αδυναμία του υπάλληλου να σε βοηθήσει (ή και να καταλάβει τι ζητάς), τον άσχημο τρόπο στο ταμείο, την αντιμετώπιση "πές τι θες να τελειώνουμε", σε συνδιασμό με τα 25 ευρώ που λέει ο mb από πάνω, τότε νομίζω πως μάλλον προτιμώ την ολλανδία.
Επειδή κι εγώ ζώ εκτός ελλάδας, βλέπω πως σε βιβλιοπωλεία- θηρία όπως το barnes & noble ή το books-a-million, μπορεί να ισχύει η ατμόσφαιρα της μαζικότητας αλλά υπάρχει εξυπηρέτηση και σεβασμός στον πελάτη και τα λεφτά που ξοδεύει.
Γιά έναν άνθρωπο που θα πάει σε βιβλιοπωλείο τουλάχιστον δέκα φορές το χρόνο και δεν θα ξοδέψει λιγότερα από πενήντα ευρώ τη φορά, είναι σημαντικό να του πείς "did you find everything you wanted today?" έστω και από συνήθεια, από το "τς", όταν ρωτάς αν έχει κάποιο βιβλίο. Είναι όμως σημαντικό και γιά αυτόν που ήρθε να αγοράσει απλά ένα μολύβι...

The Motorcycle boy είπε...

Λύκε, να προσθέσω επίσης οτι τα βιβλιοπωλεία που αναφέρεις είναι οι "οάσεις πολιτισμού" της Αθήνας. Γιατί άμα τύχει να περάσεις από κάνα Πάμπλικ και θελήσεις να ενημερωθείς για το τι βιβλία κυκλοφορούν, τον ήπιες. Θα πήξεις στη Μαντά και στη Ναόμι Κλάιν. (Αν σου πω δε, τι ζητάνε κάτι τέτοιοι μάγκες για να πάρουν το βιβλίο σου και πόσα κερδίζουν πουλώντας πανάκριβα θα φρικάρεις). Υπάρχουν βέβαια και τα τοπικά (γειτονικά) βιβλιοπωλεία -άλλες "οάσεις"!!! Και ακριβό το βιβλίο και ανύπαρκτο -αν το θέλεις, το παραγγέλνεις και αφήνεις πρωκαταβόλα (μην του μείνει του λεβέντη και βρωμίσει, γιατί ως γνωστόν, τα βιβλία έχουν ημερομηνία λήξης).
Χειρότερα είναι στην Ολλανδία;

bernardina είπε...

Παλιοελιτιστές, όσο αντιμετωπίζετε το βιβλίο ως κάτι διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο εμπορικό προϊόν θα εξακολουθείτε να έχετε κάτι τέτοιους κάλπικους προβληματισμούς, χεχε.
Πρώτο, ως προς την τιμή, λάβε υπόψη σου μότορα ότι άλλο κόστος/κέρδος έχει μια αγορά εκατομμυρίων (πχ Γερμανία) και άλλο μια αγορά μερικών εκατοντάδων χιλιάδων (κι αυτό με το ζόρι) όπως η Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως δεν παίζει ο παράγων αισχροκέρδεια, αλλά δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό προνόμιο. Κατά τ' άλλα, με τον ίδιο τρόπο που δεν θέλω αφενός μεν να μου γίνεται τσιμπούρι, αφεδύο να με γράφει στα παπάρια της οποιαδήποτε πωλήτρια παπουτσάδικου/ρουχαλάδικου/φαγάδικου κλπ κλπ, αλλά να μπορεί να με εξυπηρετήσει με μια σχετική ευγένεια, έτσι θέλω να το κάνει και ένας υπάλληλος βιβλιοπωλείου. Και οφείλει να είναι εξίσου ενημερωμένος με έναν υπάλληλο πχ. σιντάδικου. Το βιβλίο είναι προϊόν πολιτισμού αλλά μόνο στο επίπεδο συγγραφής και μετάφρασης. Τα υπόλοιπα είναι απλώς εμπόριο-μάρκετινγκ. Που δεν είναι κακό πράγμα και ας μην το δαιμονοποιούμε. Υπάρχουν μεγάλα βιβλιοπωλεία που σου φτιάχνουν ατμόσφαιρα (με ευγενικούς, ενημερωμένους υπαλλήλους, χώρο για ανάγνωση ή/και καφέ -δεν λέω ονόματα για να μην κάνω διαφήμιση) και άλλα που θυμίζουν σουπερμάρκετ του χειρίστου είδους. Και απ' την άλλη υπάρχουν μικρά που αποτελούν οάσεις προσωπικής σχέσης πελάτη/βιβλιοπώλη με ό,τι συνεπάγεται αυτό, κι άλλα που δεν διαφέρουν από συνοικιακό μπακάλικο της πυρκαγιάς (μόνο σερβιέτες δεν πουλάνε, αλλά είπαμε έμποροι είναι και πρέπει να επιβιώσουν οι άνθρωποι, έστω βγάζοντας φωτοτυπίες και πουλώντας στιλό γόμες τετράδια μπρελόκ κωκ σάμαλι τσιπς).
Τάδε έφη η μεταφράστρια ουγκ. (Χεχεχεε)

Για τα περί τέχνης δεν προκάμω, ρε μότορα. Θέλει Πειραϊκή-Πατραϊκή και κωλύομαι.

Καλημερούδια σε όλους και ιδιαιτέρως σε Λυκούδι και Ταμίστα

The Motorcycle boy είπε...

Είπα εγώ οτι δεν είναι εμπορικό προϊόν το βιβλίο; Ζήτησα να βγαίνουν τίτλοι ανάλογα με τη σπουδαιότητα και όχι ανάλογα με την εμπορικότητα;

Το κόστος φιλενάδα (πέρα από τα ψίχουλα που παίρνει ο μεταφραστής) δεν διαφέρει ιδιαίτερα στην Ελλάδα από το εξωτερικό (μη σου πω οτι έξω στοιχίζει ακριβότερα γιατί κάνουν πιο προσεγμένες εκδόσεις). Το περιθώριο κέρδους σαφώς είναι μικρότερο στην Ελλάδα (αν το μετρήσεις πληθυσμιακά) απ΄ότι στην Αγγλία, ας πούμε, αλλά ήδη δεχτήκαμε οτι πρόκειται περί εμπορικού προϊόντος. Άμα δε σε συμφέρει κύριέ μου, να το κλείσεις το ρημάδι! Τι σκατά εμπορικό προϊόν πλασσάρεις που θέλεις να στο πληρώσω χρυσάφι επειδή "η αξία του βιβλίου εκτιμάται διαφορετικά από την αξία μιας μπανάνας";
12 ευρώ τα Άπαντα Γκόνζο γραπτά του Χάντερ (σελίδες 1.200) στην αγγλική έκδοση, αγορασμένο από ελληνικό βιλιοπωλείο, 25 ευρώ τα Μεθυσμένα Ημερολόγια του ιδίου (σελίδες 130). Τόσο πολύ τους πήγε ο μεταφραστής; Δε νομίζω. Τους στοίχισε η εκτύπωση μήπως; Με κάτι φίλους είχαμε κάνει μια αυτοέκδοση και μας είχε στοιχίσει κάνα εφτάρι κατοστάρικα τα 1.000 κομμάτια. Οπότε;

Όταν δούλευα σε ΄μεγάλο βιβλιοπωλείο (και πριν σκάσει η μνημειώδης πουστιά της ενιαίας τιμής) μάς κάνανε έκπτωση έως και 60% από την τιμή λιανικής οι εκδοτικοί οίκοι, τότε μεταφέραμε το 40% σαν εκπτώση μαγαζιού, μάς έμενε το 20% και ήμασταν πανευτυχείς. Φυσικά ο εκδοτικός οίκος πληρωνόταν μετά την πώληση! Και, ακόμα πιο φυσικά, ο εκδοτικός οίκος κονόμαγε (όπως και το βιβλιοπωλείο). Τώρα οι εκπτώσεις κόπηκαν και βέβαια οι πωλήσεις πέφτουν. Τουτέστιν, εγώ ο μαλάκας πρέπει να πληρώνω γι΄αυτούς που δεν αγοράζουν.

Την ίδια στιγμή, οι paperback εκδόσεις πουλιούνται όσο ένα κουλούρι σε όλον τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο.

Ρεζουμέ: είσαι, κύριέ μου, έμπορας; Μαγκιά σου. Βγάλε ένα βιβλίο που κόβει κώλους, κάντου και μια αγγλική μετάφραση και γάμησε παγκοσμίως. Μ΄αυτά που βγάζεις όμως, παρακαλάς να έχει κίνηση ο ΟΣΕ για να σε αγοράζουν οι κυρίες που ταξιδεύουν για Λάρισα και πάνω. Ποιος σου φταίει;

Ο Καλος Λυκος είπε...

Καλημέρα mb, καλημέρα bernardina, καλημέρα one and all...

Το Πάμπλικ δεν είναι βιβλιοπωλείο - αν είναι έτσι, να πάω να πάρω βιβλία και από το Jumbo, κι αυτό έχει! Ξέρω επίσης τι ζητάνε γιά να πάρουν το βιβλίο σου, (και πόσα σου χρωστάνε), γιατί έχω φίλο με εκδοτικό οίκο που τραβάει τα μαλλιά του εξαιτίας του Πάμπλικ. Τα τοπικά βιβλιοπωλεία ψωμολυσσάνε και αναγκάζονται να πουλάνε στυλό-γόμες-κώκ, γιατί αλλιώς θα το κλείσουνε. Εγώ -και φαντάζομαι και όλοι όσοι αγοράζουν βιβλία με τον τόνο - έχουμε το "δικό μας" βιβλιοπωλείο που πάμε, αγοράζουμε, παραγγέλνουμε, κωλοβαράμε όλη μέρα, κατεβάζουμε 100 βιβλία απο τα ράφια και τα φυλλομετράμε, πίνουμε καφέ με τον φίλο που τυχαίνει να πουλάει βιβλία, και αν ξεχάσει και την παραγγελία μου δεν έγινε τίποτα, γιατί κάποια φορά κι εγώ τον κρέμασα και δεν πήγα - και πάλι φίλοι είμαστε.

Δεν υπάρχει πρόβλημα το βιβλίο να είναι προϊόν. Αλλά αν δεν μπορείς να βγάλεις το βιβλίο σου γιατί δεν σε γουστάρουν αυτοί που πρέπει να σε γουστάρουν, οι εκδοτικοί οίκοι είναι παραρτήματα τηλεοπτικών σταθμών που είναι παραρτήματα κατασκευαστικών εταιριών, από τις μεταφράσεις πετιέται το μισό κείμενο γιατί το βιβλίο πρέπει να βγεί 200 σελίδες και δεν πά να μεταφράζεις το "Πόλεμος και Ειρήνη" - εμείς τόσο υπολογίσαμε το κόστος, ο υπάλληλος σε φτύνει κατάμουτρα γιατί τον ενοχλείς και πού να τρέχει τώρα, ο μεταφραστής που πήρανε βλέπει "QB8" (κιού-μπί-έιτ / Queen's Bench Eight / Αίθουσα Δικαστηρίου Νο 8) και μεταφράζει "Κουβέιτ", τότε γιά τι σόϊ προϊόν μιλάμε;
Να το πάρω και αλλιώς... Γράφεις μεγάλε/μεγάλη ένα βιβλίο, έτσι; Υπάρχει λόγος που υπάρχει ο Διορθωτής και ο Επιμελητής του βιβλίου. Όχι μόνο γιά να μην γράφεις το «οξύ», «ωκσεί», αλλά και γιά να σου διορθώσει τις πελαγοδρομίες, τις ασυναρτησίες και τις κοτσάνες που εσύ θεωρείς θέσφατα. Επειδή γέμισες 100 σελίδες με "Βρυκόλακας. Βρυκόλακας. Βρυκόλακας. Βρυκόλακας...", δεν έγραψες την καλύτερη ιστορία τρόμου μετά τον Stoker και τον Lovecraft. Και επειδή σου λένε ακριβώς αυτό, δεν είναι γιατί είναι εχθροί σου ή δεν καταλαβαίνουν το μεγαλείο σου - είναι γιατί θές παραπάνω δουλειά πρίν γίνεις συγγραφέας.

Πάμε τώρα στο marketing, που δεν είναι εξ' αρχής κακός δαίμονας. Όσο φροντίζει να μάθω γιά το βιβλίο, να το φέρει στα βιβλιοπωλεία, να έχει μία θέση στην αγορά, να διαβάσουμε κριτικές, να μου το δώσει σαν επιλογή - τότε καλά κάνει και υπάρχει. Επίσης, το όμορφο βιβλιοπωλείο, με τους ωραίους χώρους, τους διακριτικούς αλλά πρόθυμους πωλητές, τους ενημερωμένους καταλόγους και την εξυπηρέτηση σε κάθε επίπεδο είναι κι αυτό αποτέλεσμα επιχειρησιακού σχεδιασμού και είναι οπωσδήποτε επιθυμητό. Πόσα τέτοια έχουμε; .......... Ακριβώς!

Τέλος, να έρθω και στον παράγοντα "πελάτης" (με όποια έννοια).
Ποιός έμαθε τον κόσμο να μήν διαβάζει τίποτα άλλο εκτός από αθλητικές εφημερίδες; Ποιός του έμαθε την απαξίωση στο διάβασμα, στα βιβλία, στους "φύτουλες" - από το σχολείο ακόμα; Ποιός τον έμαθε πως ένα βιβλίο με πάνω από 100 σελίδες είναι κουραστικό, πως οι μαλακίες που περιέγραψα πιό πάνω είναι αριστουργήματα, πώς το βιβλίο είναι γιά να δείχνει η βιβλιοθήκη γεμάτη και πρέπει όλα να είναι κόκκινα, δερματόδετα και ίδιου ύψους, λές και είναι τούβλα;

Τελικά, δεν έχουμε μόνο άσχετους που δεν κοιτάνε την ταβανογραφία, (αλά Μέρφυ Μπράουν), έχουμε και «καλλιτέχνες» που πασαλείβουν μιά κουράδα στο ταβάνι έν είδη τέχνης, γκαλερί/κριτικούς/περιοδικά/εκπομπές τέχνης που ανήκουν στον βιομήχανο στον οποίο ανήκει ο «καλλιτέχνης» και τα έργα του – που πρέπει να πάρουν αξία γιατί τσάμπα τα αγόρασε και τον σπονσοράρει; - και όλοι μιλάμε, κοιτάμε, ασχολούμαστε με τα καινούρια ρούχα του γυμνού βασιλιά αλλά χωρίς την προοπτική να πεταχτεί ένα παιδάκι και να πεί «ρε μαλάκες, δεν τον βλέπετε που είναι ξεβράκωτος;»

The Motorcycle boy είπε...

Συμφωνώ, με την αίρεση μόνο οτι μπορεί κανένας να μη θέλει να διαβάζει βιβλία της προκοπής ο κόσμος, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί τον κόσμο που δεν διαβάζει βιβλία της προκοπής ή διαβάζει μόνο αθλητικές και λάιφ στάιλ!

Ο Καλος Λυκος είπε...

ε ναι, δεν φταίει μόνο "το σύστημα" που σπίτι μας δεν μπαίνει ούτε κουτί απορυπαντικού που έχει γράμματα επάνω!

Michael_Sc είπε...

Τσαρούχης, Φασιανός, Ελύτης, Κάλλας, Χατζιδάκις, Ηλίας Πετρόπουλος, Παλαμάς, Σεφέρης, Ρίτσος, Καζαντζάκης. Θοδωράκης, Γαβράς, Κακογιάννης, Αγγελόπουλος, Ελ Γκρέκο.
Γνωστοί διεθνώς Έλληνες, που καταπιάστηκαν με την "ελληνικότητα" όπως την εννοεί το ποστ.
Ωστόσο, το περί «ελληνικότητας» ερώτημα για όλους τους παραπάνω -και πολλούς άλλους- απλά δεν υφίσταται ως τέτοιο. Ούτε αποτελεί καλλιτεχνικό ζητούμενο. Κι αυτό διότι ό,τι είναι αυθεντικό, αποκτά αυτόματα και μαγικά, ταυτότητα.
Είναι σα να λες ότι ο Αλμαδοβάρ ας πούμε πάσχει από… «ισπανικότητα» και όχι ότι είναι σημαντικός σκηνοθέτης.

The Motorcycle boy είπε...

Βρε παιδί μου, τους έβαλες όλους μαζί!

Ο Τσαρούχης και ο Φασιανός ακολούθησαν σχολές (ρεύματα) ξεπερασμένες στην εποχή τους. Δεν είναι κακό αυτό (ούτε καλό)-απλώς δεν μπορούμε να πούμε οτι συγκλόνησαν την αλλοδαπή με τα καινοτόμα έργα τους. Δεν νομίζω δηλαδή οτι έχουν και τόσες πολλές διεθνείς αναφορές σαν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι κάποιου ρεύματος.
Για την ποίηση ανέφερα οτι μπόρεσε να ενσωματώσει τις διεθνείς επιρροές χωρίς να χάσει τη δυναμική της, άρα για τους ποιητές συμφωνούμε.
Για τον Καζαντζάκη που λες, τον περιέλαβα στη σχολή του '30 την οποία θεωρώ σημαντική. Ο συγκεκριμένος (που τυγχάνει και παιδικό μου πάθος) προσπαθούσε να εισάγει διεθνή θεματολογία χρησιμοποιώντας ελληνικά (ιδιωματικά) εκφραστικά εργαλεία (το αντίθετο από την "ελληνικότητα" στην οποία αναφέρομαι).
Η Κάλλας τι σχέση έχει με την "Ελληνικότητα"; Όπερες που γράφτηκαν κατά κύριο λόγο στην Ιταλία τραγουδούσε και μάλιστα εκτός Ελλάδας. Το μόνο "ελληνικό στοιχείο" που έχει είναι η αστυνομική της ταυτότητα.
Για τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι αναφέρθηκα παραπάνω -το οτι είναι γνωστοί διεθνώς λόγω (κυρίως) της μουσικής που έγραψαν για τον Ζορμπά και το Ποτέ την Κυριακή το θεωρείς θετικό; Στο Ζορμπά ο Θεοδωράκης ανακατεύει ζεϊμπέκικα με δημοτικά και βγάζει το έκτρωμα το οποίο έμεινε στην ιστορία ως "συρτάκι" και στο Ποτέ την Κυριακή ακούμε κάτι μελωμένα ρεμπέτικα, τίγκα στην περικοκλάδα. Οι συγκεκριμένες δυο ταινίες είναι (κατά κύριο λόγο) υπεύθυνες για την πολιτιστική εικόνα του αγροίκου με την καλή καρδιά που χορεύει σαν αυτιστικός με κάθε ευκαιρία αλλά έχει μονίμως το μυαλό του στην κομπίνα -αν αυτό το δούμε ως "ελληνικότητα" πάω πάσο.
Ο Πετρόπουλος, αν του έλεγες οτι οι εργασίες του εμπεριέχουν "ελληνικότητα" μπορεί και να σε ξεκοίλιαζε.
Ο Γαβράς έκανε γαλλικό κινηματογράφο -καμιά σχέση με Ελλάδα. Ή, αν θέλεις, είχε τόση σχέση με Ελλάδα (Ζ), όση και με τη Γουατέμαλα (Αγνοούμενος).
Τον Κακογιάννη τον ανέφερα σαν προικισμένο σκηνοθέτη ο οποίος εγκλωβίστηκε στο θέμα της "ελληνικότητας" -σκέψου αν τα θέματά του δεν ήταν τόσο τοπικιστικά (ή μίζερα) τι απήχηση θα είχε έξω, σε σχέση με αυτή που έχει σήμερα. Δες, ας πούμε, το Κυριακάτικο Ξύπνημα -ταινία ξεκομμένη από "ελληνικές" αναφορές και γι΄αυτό παραγνωρισμένη από τους φωστήρες της χώρας και θα καταλάβεις την πραγματική αξία του Κακογιάννη.
Ο Αγγελόπουλος είναι πασίγνωστος έξω -βεβαίως! Αν τον πλασάρεις σε 80 φεστιβάλ ανά πενταετία, πού θα πάει; Θα τον μάθουν. Πες μου όμως, ως τι τον ξέρουν έξω τον Τεό; Τον Φον Τριέρ, ας πούμε, τον ξέρουν σαν εκπρόσωπο του σινεμά-ντοκυμαντέρ, τον Βέντερς σαν εκπρόσωπο του ρόουντ μούβι, τον Γιάνναρη (ακόμα-ακόμα) σαν εκπρόσωπο του in your face. Τον Τεό ως τι;
Ο Ελ Γκρέκο μπορεί να κράταγε το όνομα αλλά ήταν εκπρόσωπος της ισπανικής σχολής ζωγραφικής. Ποιου είδους "ελληνικότητα" βρίσκεις στα έργα του; Άσε δηλαδή που την εποχή του Ελ Γκρέκο δεν υπήρχε Ελλάδα (με την έννοια του ελληνικού μορφώματος που δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση του '21 και το οποίο εξετάζουμε εδώ πέρα).

Η αυθεντικότητα δίνει ταυτότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Κι εγώ άμα ρίξω σουβλάκια σε έναν καμβά αυθεντικός θα είμαι και ταυτότητα θα έχω: θα με λένε όλοι σουβλάκα. Καλό θα είναι αυτό;

Στις περιπτώσεις που προαναφέρεις πάντως (με την εξαίρεση του Πετρόπουλου) δεν υπάρχει τίποτα αυθεντικό -όλοι αυτοί ακολούθησαν καταξιωμένα (και κάποιοι, ξεπερασμένα) καλλιτεχνικά ρεύματα.

Ο Αλμοδόβαρ (άσχετα με το πόσο σημαντικός σκηνοθέτης είναι -κατά τη γνώμη μου, ελάχιστα) έκανε το ακριβώς αντίθετο -προσπάθησε να εντάξει περιορισμένη ισπανική θεματολογία σε ένα καθαρά αμερικάνιο στυλ σκηνοθεσίας (συγκεκριμένα στο κιτς του Γουότερς και του Γουόρχολ). Στην αρχή τουλάχιστον που ήταν ενδιαφέρων, γιατί από κάποια φάση και πέρα βγάζει αποκλειστικά φτηνά σαπούνια.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι