«Συγχαρητήρια, αποκτήσατε ένα υγιέστατο κοριτσάκι». Στη βιασύνη του να πλησιάσει τη νοσοκόμα έπεσε πάνω σε μια περιφερόμενη γλάστρα με γιούκα. Ή κάτι παρόμοιο. Το γεγονός είναι πως δεν έφτασε μέχρι το δείγμα ανθρώπου που τον περίμενε κρυμμένο μεταξύ άσπρης στολής και ροζ φόρμας. Αντιθέτως, γνωρίστηκε από την ανάποδη με τον μεταφορέα της γιούκας. Ή κάτι παρόμοιο.
Περιγραφή: εκτός εαυτού.
Επάγγελμα: ιδιωτικός υπάλληλος.
Ηλικία :«δεν θέλω να παραδεχτώ ότι φτάνω στα 40».
Ιδιότητα :πατέρας.
Αυτό το τελευταίο, μόλις ολίγων λεπτών.
Τελικά κατάφερε να την δει τη μικρή. Του την έφερε η νοσοκόμα πάνω από το κεφάλι του, ξεπρόβαλε κι αυτός ανάμεσα στα φύλα της γιούκας –ή κάτι παρόμοιο. Όμορφη ήταν. Ψέματα, περίεργη ήταν. Με κάτι μπλε μάτια, σαν alien, να τον εξετάζουν στοχαστικά. Ή έτσι του φάνηκε, γιατί τα νεογέννητα δεν μπορούν να εστιάσουν. «Διαβασμένο το έχω αυτό, μουστάκια».
«Η …γυναίκα μου;», δίστασε. Πώς να την έλεγε; Στα μαιευτήρια, οι γυναίκες χάνουν το επώνυμό τους. Φταίει η τάση να δίνεται στο παιδί το επώνυμο του πατέρα. Και, λόγω της ταυτοποίησης, για λίγες μέρες η γυναίκα γίνεται και πάλι «η κυρία του κυρίου». Μόνο που ποτέ δεν μοιραζόταν το επώνυμό του με τη γυναίκα του. Εκείνη είχε δικό της –τι να κάνουμε τώρα.
Και «μητέρα» είναι δύσκολο να την πει. Ακόμα. Ποια μητέρα; Άντε καλέ!
Μόνο το «η γυναίκα μου» ακουγόταν νορμάλ. Όσο να πεις, είχαν παντρευτεί, αν και τη συγκεκριμένη στιγμή δεν θυμόταν ούτε πότε, ούτε πως.
Η γυναίκα του ήταν μια χαρά. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της ανάρρωσης, φορτωμένη με λουλούδια, μπαλόνια και κουλουράκια. Μια χαρά. Αυτός ήταν χάλια. Κόντευε να τρυπήσει το στομάχι του από τους καφέδες, ήταν και του δειλινού οι καμπάνες που χτυπούσαν κάπου απροσδιόριστα –εντάξει, γι’ αυτό έφταιγαν τα κονιάκ. Οι οποίες καμπάνες του δειλινού, υπενθύμιζαν πως μεσημέριασε και είχε να βάλει κάτι μασίφ στο στομάχι του από χτες το βράδυ. Και μόνο που το σκέφτηκε, έπαθε ετερεχρονιστικό σοκ. Ποιος είμαι, που είμαι, τι ώρα είμαι. Τέτοια πράγματα.
Οι επόμενες ώρες πέρασαν άβολα. Όρθιος, μεταξύ ζαλάδας και «ευχαριστώ πολύ». Παρέλαση συγγενών, φίλων, γνωστών κι αγνώστων. Αυτοί οι τελευταίοι τον διέλυσαν.
«Να σας ζήσει» του είπε μια λατέρνα σε συσκευασία θείας.
«Ευχαριστώ πολύ», έτεινε το δεξί του χέρι.
«Παίδαρος όμως», συνέχισε αυτή.
«Ναι, ναι», προσπάθησε να απεμπλακεί από τη χειραψία.
«Ίδιος εσείς, να μη ματιαστεί», τον πυροβόλησε στον δεξί κρόταφο η θεία.
«Ε, τι να κάνουμε –είμαστε όμορφο σόι», κλαψούρισε απελπισμένος.
«Καλέ μαμά, λάθος δωμάτιο έκανες. Στο 404 είναι η δικιά μας», τσίριξε μια πιτσιρίκα από τον διάδρομο.
Η λατέρνα τον κοίταξε αποσβολωμένη. Όσο αποσβολωμένη μπορεί να είναι μια λατέρνα, χωρίς φτώχια και φιλότιμο. Της χαμογέλασε ένοχα. Όσο ένοχα μπορεί να χαμογελάει ένας νέος πατέρας.
Το δωμάτιο εξακολουθούσε να γεμίζει. Εκείνη ήταν ήρεμη, γαλήνια, αποκαμωμένη. Μιλούσε σιγά. Μόνο τα απαραίτητα. Χαμογελούσε πολύ. Ακόμα και όταν δεν ήταν απαραίτητο. Τι ανάγκη είχε αυτή; Ήταν η μητέρα. Το τιμώμενο πρόσωπο. Ξάπλα στην κρεβατάρα της κι αυτός στο ένα πόδι. Όμορφη ήταν πάντως. Και διαφορετική. Πιο μητέρα. Αποφάσισε να φάει ένα κουλουράκι.
Δεν είχε προλάβει να της πει πολλά πράγματα. Από την ώρα που την έφεραν στο δωμάτιο, πλάκωσαν οι συγγενείς. Μόνο αν πόνεσε την είχε ρωτήσει. Του χαμογέλασε κι έκανε μια προσπάθεια να απαντήσει. Μάταια. Πλακώσανε οι μανάδες και άρχισαν τα «πουλάκι μου, είσαι μανούλα πια, όλα πέρασαν, αχ το χρυσούλι μου και είναι τόσο όμορφο το μωράκι, να ξεκουραστεί η μανούλα». Αυτόν τον είχαν κλωτσήσει ευγενικά στην άλλη άκρη του δωματίου. Δίπλα στο στόρι από το παράθυρο «άστην βρε να ηρεμήσει τη γυναίκα, αμάν εσείς οι άντρες, τίποτα δεν καταλαβαίνετε». Μα γι΄αυτό ήθελε να ρωτήσει –για να μάθει, να καταλάβει. Δε γαμιέται, θα το έτρωγε το κουλουράκι, μαρμελάδα μέσα, σοκολάτα απέξω, φρέσκο φαινόταν.
Ο πανικός ξεκίνησε από μια τσιριχτή προειδοποίηση. «Τη φέρνουν, τη φέρνουν». Ποια καλέ; Ο κόσμος στο δωμάτιο προφανώς ήξερε -γι΄αυτό πετάχτηκαν, αναποδογυρίζοντας καρέκλες και ντεραπάροντας γλάστρες. Ένα μπαλόνι εκτοξεύτηκε από το καλοζυγισμένο πλασέ αθλητικού εξαδέλφου και τον βρήκε στο πρόσωπο. Έχασε την κεφαλιά –σίγουρο γκολ, όντας απροετοίμαστος, αλλά οι φίλαθλοι αδιαφόρησαν. Είχαν ήδη περικυκλώσει τη νοσοκόμα που έφερνε Εκείνη. Έμεινε με το κουλουράκι μετέωρο, σηκώθηκε κιόλας στις μύτες μήπως και την δει. Αδύνατον. Το πλήθος έσπρωχνε και στριμωχνόταν, η έρημη νοσοκόμα (καλή γκόμενα) αγωνιζόταν να σώσει το μωρό και ταυτοχρόνως ίσιωνε τη στολή της –μην σπάσει και κανένα κουμπί (αντρική φαντασίωση). Μέχρι που τσαντίστηκε η φαντασίωση. «Όλοι έξω», φώναξε με αυταρχικό-νοσοκομειακό στυλ. Μάλλον έτσι θα διέταζε «ακίνητος κύριε να σας περάσουμε το κλύσμα». Σκύλα τελικά η καλή γκόμενα. «Όλοι έξω, μόνο οι γονείς να μείνουν στο δωμάτιο». Έκανε να φύγει –ευτυχώς το συνειδητοποίησε την τελευταία στιγμή. Ανήκε στους γονείς πλέον.
«Άσε το κουλουράκι καλέ κι έλα να την πάρεις αγκαλιά. Τι κοιτάς σα χάχας;» Αν δεν του φώναζε η γυναίκα του, θα έστεκε ακόμα εκεί –το μετέωρο βήμα του λιχούδη. Τίναξε νευρικά τα ψίχουλα από τα δάχτυλά του και πλησίασε.
Κυρίες και κύριοι, εδώ βλέπουμε ένα χαρακτηριστικό δείγμα ευτυχισμένης οικογένειας. Η μητέρα. Η κόρη. Ο πατέρας. Η μητέρα δίνει την κόρη στον πατέρα. Κι αυτός την παίρνει (και γέρνει).
Πώς να την πιάσει γαμώτο; Εύθραυστο. Μωρό. «Βάλε το χέρι σου κάτω από το κεφαλάκι της». Γλιστράει μέσα από το φορμάκι. Κρατάς το κεφάλι, κρέμονται τα χέρια. Κρατάς την πλάτη, περισσεύουν τα πόδια. Η κόρη του. «Πρόσεχε καημένε». Παράξενη. Ψέματα., όμορφη. Την φέρνει πιο κοντά στο πρόσωπό του. Του κερατά, από εδώ θα μπορεί να εστιάσει η μικρή. Τον κοιτάζει. Όλος ο κόσμος έχει σταματήσει και κοιτάζει. Σουφρώνει τα χείλη. Θα κλάψει. Σύννεφα στον ουρανό, όλος ο κόσμος ανησυχεί –ανοίγουν ομπρέλες. Το μετανιώνει, ξεσφίγγει τα χείλη. Βγάζει κάτι περίεργες κραυγές. Όλος ο κόσμος έχει τεντώσει τ’ αυτιά του, ν’ ακούσει.
Τέλος ευτυχίας, το ανυπόμονο πλήθος επιτίθεται με αποφασιστικότητα. Χάνει το μωρό, χάνει την προνομιακή του θέση δίπλα στη μητέρα, χάνει την ισορροπία του. Το πλήθος τον εκδικείται –αδύνατο να καταλάβει για πότε βρέθηκε στον διάδρομο. Ανάβει τσιγάρο, από αυτά που φοράνε το στόμα για παπούτσι. Ακουμπάει στον τοίχο, δίπλα σε έναν άλλο πρόσφυγα πατέρα. Καπνίζουν και κοιτάζονται με χαμογελαστή κατανόηση. «Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι», λέει ο διπλανός του -ξεριζωμένος, θυμόσοφος .
Στη ζωή, έξω από το μαιευτήριο, οι δουλειές σχολάνε. Μέσα στο μαιευτήριο, απλά αλλάζουν οι βάρδιες. Οι πρωινοί επισκέπτες παραδίδουν τις (με κόπο αποκτημένες) καρέκλες, στους απογευματινούς. Αποχωρούν τραντάζοντας τα χέρια του πατέρα. Αποχωρούν με αγκαλιές και κραυγές θριάμβου. «Τι κοριτσάρα βγάλαμε! Έτσι είμαστε εμείς στο σόι μας. Όλα με έναν πόνο βγαίνουν. Έτσι, με μαλλιά τα κάνουμε εμείς. Έτσι γαμάει ο Πειραιάς. Έτσι, έτσι».
Ευτυχώς ήρθαν οι κολλητοί. Με το χαβαλέ τους, με το δούλεμα «φέρε ρε μαλάκα την κόρη σου να τη δούμε, γιατί αν πήρε από σένα, προλαβαίνεις να την επιστρέψεις, όσο είσαστε ακόμα εδώ». Έφεραν και κάτι σαμπάνιες, το στομάχι του μετατράπηκε σε ανυπόμονη διάρροια. Μιλούσαν, αλλά δεν τους άκουγε –δεν πρόλαβε, γαμώτο, να κάτσει δυο λεπτά με τη γυναίκα του, δεν πρόλαβε ούτε την κόρη του να δει. Αξύριστος οικοδεσπότης σε πάρτυ, καλησπεράκιας και καληνυχτάκιας στην πόρτα του 407.
Κατεβαίνει τη Μεσογείων σκυθρωπός. Μαλακίες κατεβαίνει δηλαδή –κολλημένος στο αυτοκίνητο βρίσκεται, με εφτά τσιγάρα στο χέρι και το CD του Cohen στην τσίτα., «την τελευταία φορά που σε είδαμε, έμοιαζες γερασμένος –το διάσημο μπλε αδιάβροχό σου ήταν σκισμένο στον ώμο –είχες πάει στο σταθμό να συναντήσεις κάθε τραίνο –και γύρισες σπίτι, παρέα με τη Lili Marlene». Μποτιλιάρεται σκυθρωπός στη Μεσογείων, χωρίς καμιά διάθεση να σκεφτεί. Τι να κάνουν τώρα, η γυναίκα του και το παιδί του; Μια χαρά θα είναι –γιατροί, νοσοκόμες, όλοι στην υπηρεσία τους.
Στο σπίτι –πιο άδειο κι από την φιλανθρωπία, έβγαλε τα σωθικά του. Καφέδες, κονιάκ και σαμπάνιες, τα κατάπιε η αποχέτευση. Έμεινε μισή ώρα κάτω από το καυτό νερό, μέχρι που άρχισε να παραλύει. Βγήκε από το μπάνιο με πονοκέφαλο. Αλλά ήρεμος. Ήσυχος. Συγκροτημένος. Βγήκε από το μπάνιο, κανονικός πατέρας. Μέχρι που άνοιξε και τηλεόραση, σαν κανονικός πατέρας και χύθηκε στον τριθέσιο καναπέ.
Εντάξει, δεν του κόλλαγε ύπνος. Καμιά ησυχία για τον καταραμένο πατέρα. Εκείνη ήταν στο μαιευτήριο –δυο βήματα από την κόρη τους. Αν έκλαιγε η μικρή θα την άκουγε. Θα την ξεχώριζε ανάμεσα στις τόσες, παιδί τους ήταν. Κι αυτός, μακριά και αμέτοχος. Εντάξει, αυτό ήταν μια καλή δικαιολογία για το ξεπόρτισμα.
Είχε και τα ρεμάλια που τον έπρηξαν στο τηλέφωνο. «Έλα ρε μαλάκα, πατέρας έγινες, πάμε να το γιορτάσουμε». Είχε ξεχάσει από πότε είχε να φάει. Όχι ότι πεινούσε, αλλά για την παρέα. Σε ταβέρνα, εντάξει, στην ταβέρνα εδώ κοντά. «Εντάξει ρε μαλακισμένα –έρχομαι».
Της πουτάνας γινόταν στην ταβέρνα. Είχαν βάλει και τη μουσική στο τέρμα –τι διάολο -γάμο είχαν μεσοβδόμαδα; Το τραπέζι γέμιζε και φόρτωνε. Τα ποτήρια γέμιζαν και άδειαζαν. Το στομάχι του είχε παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια επεξεργασίας φαγητού. Και, επιτέλους, δεν σκεφτόταν το μαιευτήριο. «Άστες αυτές, κοιμούνται τώρα. Πιές ρε μαλάκα πατέρα. Από αύριο θα κάνεις οικονομίες για να της αγοράζεις πάνες». Και έπινε ο μαλάκας πατέρας. Πολύ μαλάκας και λίγο πατέρας. Όταν άλλαξαν το κρασί, από λευκό σε κόκκινο, θόλωσε. Χόρεψε και ένα ζεϊμπέκικο, αυτός που ντρεπόταν να σηκωθεί ακόμα και στα μπλουζ. Είχε χάσει επαφή με το περιβάλλον, κατέβασε και το τραπεζομάντιλο, κρασιά, σαλάτες και κρεατικά όρμησαν στο πάτωμα –«τα δυο σου χέρια πήρανε» και έπεσε στα γόνατα, πάνω στα σπασμένα γυαλιά.
«Πάμε να φύγουμε ρε γαμημένε», η παρέα τον τράβαγε κι αυτός κρατιόταν από το τελευταίο μαχαιροπίρουνο του τραπεζιού. Πόσο να σε αντέξει και το μαχαιροπίρουνο, ενενηντατόσα κιλά γομάρι!
Μπήκαν όλοι σε ένα αυτοκίνητο, «πως δεν μας την έπεσαν τα γκαρσόνια, πουτάνα τόκανες το μαγαζί» και έφυγαν για άλλα. Κάτι αστείο κρεμόταν στον καθρέφτη του οδηγού –μάλλον ο Elvis, τότε που είχε γίνει τετράπαχος. Και πατέρας. Αλλά του ήταν αδύνατο να γελάσει. Διότι ήταν πλαστικοποιημένος. Και άκαμπτος. Όπως ακριβώς και ο τετράπαχος, ξεπεσμένος Βασιλιάς.
Έκαναν απόβαση στο μπαρ. Λίγος ο κόσμος, πολλά τα ποτά, έπεσαν και κάτι σφηνάκια, από αυτά που σε κάνουν αλιγάτορα. «Στην υγειά του πατέρα ρε κοπρίτες. Άντε πατέρα, ξέρεις που είναι η κόρη σου; Ή την έχει κάνει ήδη από το μαιευτήριο με κανέναν αλητάμπουρα νεογέννητο;» Ποιο μαιευτήριο; Εδώ και μισή ώρα ήθελε να κατουρήσει αλλά δεν μπορούσε να κεντράρει την πόρτα. Είχε πάρει φόρα η ξεφτιλισμένη και στριφογύριζε ανάμεσα στους θαμώνες. Ήρθε σε κάποια φάση και μια νεαρή θαμώνας –κάτι του είπε, σαν «συγχαρητήρια που έγινες πατέρας κι ευχαριστώ για το κέρασμα», ενώ τα ρεμάλια χαζογελούσαν στον ανεμοστρόβιλο. Ήθελε να κατουρήσει και ήθελε να αδειάσει το στομάχι του από τα μπινελίκια που δεν έλεγαν να αφομοιωθούν. Δεν μπορούσε και να κρατήσει το κεφάλι του ανάμεσα στους ώμους, το πάλεψε για λίγο, αλλά το άφησε να κοπανήσει στη μπάρα –«τι είχαμε, τι χάσαμε».
Πέρασε ώρα μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι (λογικό φαίνεται) κι ακόμα περισσότερη ώρα μέχρι να τον γυρίσουν πίσω –έξω από την ταβέρνα που είχε παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του (επόμενο ήταν).
«Ελάτε να τον πάμε σπίτι και γυρίζουμε για τα υπόλοιπα αυτοκίνητα».
«Εντάξει είμαι ρε, ξεσούρωσα». Στήθηκε σε αυτό που θα έπρεπε να είναι τα πόδια του και ακούμπησε σε κάτι σαν τοίχο. Όντως, ένιωθε καλύτερα. Τουλάχιστον ο κόσμος γύριζε με λιγότερα χιλιόμετρα.
«Σίγουρα μαλάκα μου;»
«Ναι ρε –ξενέρωσα εντελώς. Άντε κάντε την. Καληνύχτα κι ευχαριστώ».
Τον άφησαν κάπως αβέβαιοι. Έμεινε να τους κοιτάζει –ακουμπισμένος στο, κάτι σαν τοίχο. Όχι για πολύ. Όταν το «κάτι σαν τοίχος», μετατράπηκε σε «αυτοκίνητο που φεύγει σπινιάροντας», βρέθηκε κατάχαμα, παρέα με την λύση της απορίας του.
Άναψε τσιγάρο και ανακάτεψε τον καπνό με ένα κύμα αναγούλας. Ανακατεύτηκε, σα να λέμε. Εκείνη θα κοιμάται τώρα. Σίγουρα. Και η μικρή το ίδιο. Μακάρι δηλαδή. Γιατί έχει και διαφορετικό ωράριο –ποιος να ξέρει τι ώρα θα ήταν τώρα στην κοιλιά της γυναίκας του.
Κι αν έπαθε τίποτα; Τόσο δα ήταν. Μπορεί να ξεχάστηκε –εισπνοή, εκπνοή και πάλι από την αρχή. Μπορεί να μπερδεύτηκε, που να ξέρει από συγχρονισμό, τόσο δα πραγματάκι. Ή μπορεί να το σκέπασε η κουβέρτα. Να έπαθε αναρρόφηση από το γάλα. Τόσο δα ήταν γαμώτο. Ανήμπορο παιδάκι, παρατημένο σε ένα θάλαμο, μαζί με άλλα ανήμπορα. Και η νοσοκόμα που τα προσέχει, μάλλον κοιμόταν του καλού καιρού. Ξύπνα μωρή! Ξύπνα παλιοκαργιόλα, κλαίει το παιδί μου!
Πριν το καταλάβει είχε ξεκινήσει το αυτοκίνητο. Για το μαιευτήριο. Το παιδί του δεν είναι καλά. Κλαίει γιατί δεν μπορεί να αναπνεύσει. Μελάνιασαν τα ποδαράκια του. Έχει γυρίσει μπρούμυτα και ξερνάει γάλα. Πρέπει να τους το πει –να το σώσουν. Κοίτα να δεις ώρα που βρήκε η πουτάνα η νοσοκόμα της βάρδιας να το ρίξει στις πίπες με τους γιατρούς! Επιταχύνει.
Δεν πρόλαβε να κάνει ούτε τρία χιλιόμετρα. Πρώτα ήρθαν οι σειρήνες και μετά το περιπολικό. Μόνο που οι σειρήνες έρχονταν από πίσω του και το περιπολικό βρέθηκε μπροστά, από το πουθενά. Στον πόντο δεν έπεσε πάνω τους.
«Βγες έξω ρε κερατά». Δύο πρέπει να ήταν οι μπάτσοι που πετάχτηκαν με τους φακούς. Τι να κάνει; Βγήκε.
«Που πας ρε καργιόλη, σαν τρελός νυχτιάτικα; Θες να πάρεις κανέναν στο λαιμό σου;»
Φόρεσε το στραπατσαρισμένο, ευγενικό του προφίλ. Όσο ήταν δυνατό, γιατί ο πανικός πήρε γρήγορα το πάνω χέρι.
«Σιγά ρε παιδιά, πρέπει να πάω στο μαιευτήριο, πεθαίνει η κόρη μου».
Οι μπάτσοι μαζεύτηκαν λίγο, γιατί και οι μπάτσοι είναι άνθρωποι (κάποιο είδος παραπλήσιο στον άνθρωπο τέλος πάντων).
«Η κόρη μου δεν είναι καλά», μουρμούριζε αυτός, κρατώντας το κεφάλι του.
Οι μπάτσοι με τα ανθρώπινα πρόσωπα έσβησαν τους φακούς. Τον πλησίασαν κιόλας, χωρίς προφυλάξεις.
«Τι συμβαίνει ρε φίλε;»
«Η κόρη μου, την έχει πλακώσει η κουβέρτα και θα σκάσει. Πρέπει να πάω στο μαιευτήριο γιατί η νοσοκόμα της βάρδιας κοιμάται σα βόδι».
Όσο μιλούσε διέκρινε τα σημάδια της γουρουνοποίησης να επανέρχονται στις φάτσες των μπάτσων.
«Και που το ξέρεις εσύ ρε φίλε; Σε ποιο μαιευτήριο είναι η κόρη σου; Συνάδελφε, για πιάσε το μηχάνημα του αλκοτέστ».
Παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια. Η κόρη του χαροπάλευε κι αυτός θα την έβγαζε στο αυτόφωρο. Τι πουτάνα που είναι η ζωή! Χειρότερη από τη νοσοκόμα βάρδιας που κάνει αυτή την ώρα παρτούζα με ένα γκρουπ μαθητευομένων γιατρών (πολυφορεμένο σενάριο τσόντας), ενώ η κόρη του αργοπεθαίνει αβοήθητη (συνηθισμένο γονεακό άγχος).
Στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας έπρεπε να τα δηλώσει όλα από την αρχή.
Περιγραφή: αναμαλλιασμένος.
Επάγγελμα: πατέρας..
Ηλικία :«κάτσε να υπολογίσω».
Ιδιότητα :υπερβολικά αγχωμένος.
Αυτό το τελευταίο, μια ζωή.
Υ.Γ.: Δήμητρα και Brainsick να σας ζήσει. Brainsick, ψυχραιμία.
25 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Το νέο μήνυμα:
Η διαδικασία μεταφοράς του site στον καινούργιο server ολοκληρώνεται σύντομα.
(σε 3 τέρμινα)
Το blogs.gr, αν φυσικά δεν παρουσιαστεί και άλλο απροσδόκητο πρόβλημα,
(η Τύχη ευνοεί τους τολμηρούς)
θα λειτουργήσει έως αργά σήμερα Παρασκευή!
(αργάααα είναι πια αργάαααααααα....)
Ευχαριστούμε τους φίλους bloggers για την κατανόηση!...
(κατανόηση το λέμε τώρα;)
Η ομάδα του blogs.gr (η ποιά;;;)
σεντόνι(βρεφικό αυτή τη φορά).
Χτες έπιασα την κοιλιά μιας γνωστής στον 9ο μήνα..κλώτσησε...δεν ήθελα να το τραβήξω το χέρι..
ITSTRUE????
&EGENETO DIMITROBRAINSICK APOGONOS?
HORAY!
NA TOUS ZISEI!!
me omorfo post bikes!ΝΑ τους ζήσει..Δεν το ξερα ότι είναι ζευγάρι:P
μ'αρεσε
ρε συ ημαστε καινουργιοι ακομα εδω.
Μην ξεκινας με σεντονια.περιμενε...
πολυ καλο το ποστ,ξεκινησες πολυ καλα.
τελια αμα εισαι ευρωπαιος...
Να ζησει...
αν θα πατε ,μεσα και εγω.
Godot, άλλη μια πρωτιά από σένα. Έχει γίνει πλέον συνήθεια.
cherry κάπως έτσι.
mmg ναι, 2,600. Να το αφήσω;
tomboy ευχαριστώ.
zouri το σεντονάκι είπα να το κάνω δώρο στο μωρό, αφού δεν του πήρα τίποτα άλλο.
Marirena ναι, και είναι φοβερά παιδιά. Θα τους γνωρίσεις, ελπίζω, καλύτερα.
stella και υπόλοιποι. Βρείτε βρε το τηλέφωνό τους και ευχηθείτε τους κατάμουτρα. Άιντε.
Μπορεί το σεντόνι να διαβάζεται καλύτερα εδώ, αλλά μόλις ανοίξει ο παπάρας ο γέρος, εγώ πάλι πίσω θα γυρίσω.
Δεν μου αρέσει εδω-καθόλου.
Καλά, εσύ δεν παίζεσαι βρε μοτοσακόπαιδο!!!
stella το έστειλα.
nada είδες ο πούστης!
Τα συγχαρητήρια μου στους γονείς του νεοαφιχθέντος μωρού!!!
θα bloggarei και το μωρό τώρα? Και αν bloggarei που θα είναι το blog του? Στο blogs.gr (Χλωμό!)? vlogs.gr(εξαφανίστηκε αυτό, πάει να ταν κι άλλο!)? Στο blockspot(πολύ χαοτικό δεν είναι, μήπως χαθεί το παιδί!)?
Να ζήσει!
Που είσαι ρε Brainsick να δεις -μέχρι από Θεσσαλονίκη μπήκαν τα παιδιά για την κόρη σου. Παιδιά μου φαίνεται οτι θα τα τυπώσω αυτά τα σχόλια και θα τους τα πάμε σήμερα. Montresor, στην σημερινή άτιμη κενωνία το μέλλον της κόρης (και να μην ξεχνιόμαστε -κορίτσι είναι, όχι παιδί) των Brainsick και Δήμητρας μοιάζει δυσοίωνο. Αφού να φανταστείς, ήδη την έχει καπαρώσει για να την παντρευτεί ο DCD.
Βρε-βρε....όλα τα καλά παιδιά!!!
Σύντομα κι εγω οnline με φοβερή bloggάρα, που γράφω απο την αρχή (οχι ετοιμα templates, δε μου αρέσουν τα ετοιματζίδικα, μόνο ο σπιτικός μουσακάς)!!!
ngalimera
:))))
astoasto
porefteite en eirini(xroniatispollagiaxthes)
adelfoi
sourfou άντε να δούμε. Αν και σε ήθελα από την άλλη γειτονιά -είναι πιο μαζεμένα τα πράγματα. Τέλος πάντων, όπου και να πας, να μας γλιτώσεις αποκλείεται.
Stella, εντάξει -χαρά μας.
mmg peace on earth.
Να τα εκτυπώσεις Motoboy, why not? Αυτός ο διαχωρισμός παιδιού και κόρης δεν έχει καταργηθεί πλέων? Μην σου πώ οτι πλέων έχει γίνει παιδούλα και γιός!
Ωραίο post. Και αρκούντως χορταστικό.
Το καινούριο blog μου εδώ είναι το Tatween.
Καλημερίζω.
Ε, Montresor εμείς είμεθα με την παράδοσιν εδώ. Πολύ σουφραζετισμόν διακρίνω στας απόψεις σας αγαπητή.
Είπα να τα εκτυπώσω αλλά δεν γινόταν χωρίς το κείμενο και έβγαινε 8 σελίδες. Με φαντάζεσαι να πηγαίνω με το ποστ μου στο μαιευτήριο; Τι είμαι ρε, ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης;
Λίτσα, καλημέρα, πάω να δω.
Α, ωραιο. Καλο ξεκινημα. Καπως ετσι με φανταζομαι και εμενα. Οταν και αν.
Averel ευχαριστούμε. Όχι όταν και αν -ενεργοποιήσου άμεσα.
Να κανω παιδι? Οχι ευχαριστω, δεν βιαζομαι. Εχουμε ακομα καιρο. Αληθεια πως νιωθεις σαν ιντερνετικος προσφυγας? Στην πορεια φωναξες συνθηματα για τον ξεριζωμο σου απο το blogs.gr?
Averel για τα συνθήματα σε παραπέμπω στο αμέσως επόμενο ποστ μου -όπου αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια. Όχι μωρέ, μην κάνεις παιδί ακόμα -νόμιζα οτι εννοούσες τα σχετικά με την Κούβα.
Στην Κούβα λεμε ναι, στην διαδοχη οχι. Ναι, θα τα πουμε συντομα γι' αυτο το εξωτικο θεμα.
Κοίτα, το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Και είναι κάτι θεοπάλαβες οι Κουβανές! Εγκράτεια και προσευχή εν Χριστώ αδελφέ.
Να είσαι καλά Brain. Και να προσέχεις τις γυναίκες σου (μέχρι να κακογεράσεις -οπότε θα σε προσέχουν αυτές).
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!