Είχε απομείνει μαλάκας, με το σπιρτόκουτο στο χέρι. Το σπιρτόκουτο ήταν διαφημιστικό. Το χέρι ήταν δικό του φυσικά. Ένα από τα δύο που διέθετε. Στο άλλο κρατούσε ένα Camel light που αδημονούσε ν’ ανάψει. Πως ν’ ανάψει όμως; Ο αναπτήρας αντιστεκόταν, μέχρι που, στην πέμπτη προσπάθεια, του έφτυσε κάτι υπολείμματα πέτρας κατάμουτρα. Σπίρτα; Δεν υπήρχαν πουθενά, εκτός από αυτό το κουτί, κρυμμένο στο συρτάρι με τα μαχαιροπήρουνα –πίσω από το ανοιχτήρι κονσέρβας.
Το κουτί είχε ένα κακοσχεδιασμένο ηλιοβασίλεμα μπροστά και μια επιγραφή, «Bar Sunset, Ήβης 7, τηλέφωνο…» ο αριθμός έλειπε, γιατί κάποιος είχε σκίσει την κάτω άκρη. Γι’ αυτό μάλλον και τα σπίρτα είχαν πάρει υγρασία -καθόντουσαν κολλημένα στην κάτω άκρη του σπιρτόκουτου και αδιαφορούσαν για την ανάγκη του να καπνίσει. Τώρα, αυτό το μπαρ δεν το θυμόταν -πράγμα διόλου παράξενο. Όνομα κοινότυπο, ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχε το κουτί; Στην πίσω του πλευρά ήταν λευκό. Αλλά όχι κενό –υπήρχε ένα νούμερο τηλεφώνου γραμμένο με στυλό δίπλα σ’ ένα «Κ». Αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα. Το μόνο που αναγνώριζε σε όλη την υπόθεση. Κι αυτό δηλαδή, όχι ακριβώς –έμοιαζαν με δικά του γράμματα, λίγο κουνημένα, σχετικά σβησμένα –μάλλον έτσι έγραφε πριν κάποια χρόνια.
Πέταξε το κουτί νευριασμένος και έκανε το σπίτι κόλαση. Ένας αναπτήρας, ένα κουτί σπίρτα, ένας πυρσός γαμώτο. Τίποτα δεν υπήρχε στο κωλόσπιτο. Μέχρι που ξύπνησε η γυναίκα του. Από τη φασαρία.
«Τι σκαλίζεις άνθρωπέ μου;»
«Ένας αναπτήρας δεν υπάρχει γαμώ το σπίτι μου;»
«Στο δεξί ράφι της κουζίνας, δίπλα στο γκαζάκι».
Μπροστά στα μάτια του! Άναψε το τσιγάρο ευτυχισμένος και κάθισε στο σαλόνι. Όχι, δεν ήταν ηλίθιος, απλά οι γυναίκες είναι μανιακές. Πάει η άλλη και βάζει τον αναπτήρα στο ράφι, δίπλα στο γκαζάκι. Που να το φανταστεί κανείς; Βάλτον κυρία μου σε εμφανές σημείο. Βάλτον στο … Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά –ήταν ηλίθιος, μην το κάνουμε θέμα τώρα.
Η γυναίκα του συνέχιζε να κοιμάται. Τι το θέλανε το ξενύχτι Παρασκευή βράδυ; Να πιούμε ένα ποτό λέει, να πούμε και καμιά κουβέντα με τον Τάκη και τη Γιώτα. Ένα ποτό ναι, αλλά οι άνθρωποι είχαν ετοιμάσει κι έναν περίδρομο –συνοδευτικά. Μόνο αρνί στη σούβλα δεν είχαν ψήσει. Ήπιανε και 3 μπουκάλια κρασί, τσακίσανε κάτι πάστες –χάλια το στομάχι, μολύβι πρωινιάτικα. Καλός, χρυσός ο Τάκης, τόσα χρόνια φίλοι, αλλά αυτό ακριβώς –τόσα χρόνια! Σαρανταρήσανε πια, το βραδινό φαγητό δεν χωνευότανε, άσε που γινόταν κατευθείαν λίπος, λίγο ακόμα και θα άλλαζε πάλι νούμερο σε παντελόνι. Προς τα πάνω βέβαια.
Κρατούσε σφιχτά τον αναπτήρα, ο καφές χρειάζεται απαραιτήτως δυο τσιγάρα –τα επιπλέον είναι προαιρετικά. Που το είχαν βρει εκείνο το σπιρτόκουτο; Και το τηλέφωνο, τίνος ήταν; Δε βαριέσαι, θα μάθαινε από τη γυναίκα του –όταν, με το καλό, ξυπνούσε. Γέμισε την κούπα του από την καφετιέρα και δεν ασχολήθηκε περισσότερο με σπιρτόκουτα. Είχαν να πάνε και σούπερ-μάρκετ, ακόμα ένα εκνευριστικό Σαββατοκύριακο.
«Δεν μου λέει κάτι»
Τη ρώτησε το μεσημέρι. Χάζευαν μια σαχλαμάρα στην τηλεόραση τρώγοντας σαλάτες, μπας και ηρεμίσουν τα στομάχια τους. Πάλι σα γαϊδούρια είχαν φορτωθεί με ψώνια, στα μέσα της βδομάδας θα χρειαζόταν να πετάξει μουχλιασμένα αλλαντικά από το ψυγείο. Αφήνοντας το πιάτο του στο νεροχύτη ξαναθυμήθηκε το σπιρτόκουτο. Της το πήγε, σαν το παιδάκι που βρήκε καρφίτσα στο πάτωμα.
«Τι είναι αυτό, ξέρεις;»
«Σπιρτόκουτο», μετά βίας διέκοψε την παρακολούθηση της σαχλαμάρας στην τηλεόραση.
«Το βλέπω ρε παιδί μου. Αλλά έχει κι ένα τηλέφωνο. Σου θυμίζει κάτι;»
«Δεν μου λέει κάτι».
Απόγευμα. Και ρουτίνα. Η γυναίκα του συμμάζευε, γιατί το βράδυ θα έρχονταν μερικοί φίλοι. Κι αυτός βοηθούσε, όσο να πεις. Η κουζίνα δούλευε στο φουλ, τα κεφτεδάκια χαλάρωναν δίπλα στα τυροπιτάκια. Πάλι σα βόδια θα έτρωγαν βραδιάτικα. Αλλά έτσι είναι, άμα σε καλούν και σε ταΐζουν πρέπει να ανταποδώσεις. Γαμημένες κοινωνικές συμβάσεις. Έπρεπε να προειδοποιούν, σαν τα πακέτα των τσιγάρων, «ΠΡΟΣΟΧΗ, Η ΠΙΣΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΚΑΡΔΙΟΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ». Και παχαίνει κιόλας. Την είδε να καθαρίζει το τραπεζάκι στο σαλόνι. Μόλις που πρόλαβε να σώσει το σπιρτόκουτο από τα χέρια της.
«Που το πας αυτό;»
«Να το πετάξω».
«Κάτσε μωρέ, ξέρεις τι είναι;»
«Ένα στραπατσαρισμένο σπιρτόκουτο»
«Ναι, αλλά έχει κι ένα τηλέφωνο πάνω».
«Ναι. Τίνος είναι;»
«Δεν έχω ιδέα».
Σταμάτησε για λίγο, σκεφτική.
«Δε σου θυμίζει τίποτα ο αριθμός;»
«Δεν μου λέει κάτι. Εσένα;»
«Ούτε. Οπότε να το πετάξω»
«Κάτσε ρε χρυσή μου γυναίκα. Αμέσως δηλαδή να το πετάξεις και να το πετάξεις. Κάτσε να δούμε τι είναι πρώτα».
«Μωρέ δεν κάνεις ότι θέλεις; Κορνιζάρισε το, αν σου αρέσει. Πάρτο μόνο από μπροστά μου γιατί έχω και δουλειές».
Βρέθηκε πάλι με το σπιρτόκουτο στο χέρι. Μαλάκας. Αλλά αποφασισμένος. Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό. Χτυπούσε. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να το κατεβάσει, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν υπήρχε και λόγος.
«Εμπρός;», αντρική φωνή.
«Χαίρετε. Ήθελα να σας ρωτήσω –τι είναι εκεί;»
«Εσύ τι πήρες;»
«Ε, αυτό είναι το θέμα. Βρήκα το τηλέφωνο σε ένα σπιρτόκουτο και ψάχνω να δω σε ποιόν ανήκει».
«Άντε γαμήσου ρε ηλίθιε», γραμμή νεκρή.
Συνέχισε να κοιτάζει το σπιρτόκουτο. Είχε μείνει και με το τηλέφωνο στο χέρι, δεν του θύμιζε τίποτα η φωνή. Τουλάχιστον δεν ήταν το νούμερο κάποιας γυναίκας. Εντάξει, μπορεί και να ήταν. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχε παραπεταμένο το σπιρτόκουτο. Μπορεί να παντρεύτηκε, ή να άλλαξε σπίτι.
«Τι σου είπαν άνθρωπέ μου;»
«Τίποτα. Δεν απάντησαν», δεν υπήρχε λόγος να το πει αυτό. Έτσι;
«Αφού μιλούσες»
«Άσε μας μωρέ. Σε τηλεφωνητή έπεσα. Τι έγινε δηλαδή, με παρακολουθείς;»
Τον κοίταξε απορημένη. Απέφυγε να την κοιτάξει κι αυτός. Δεν υπήρχε λόγος να πει ψέματα. Πως του κόλλησε δηλαδή ότι υπήρχε γυναίκα στη μέση; Κι αν υπήρχε, τι έγινε; Κάποια που τραβιόταν μαζί του παλιά. Γιατί να νιώθει ενοχές;
Το βράδυ ήρθε παρέα με έξη ακόμα άτομα. Τρία ζευγάρια αν το θέλεις διαφορετικά. Τα φαγητά εξαφανίστηκαν σε χρόνο ρεκόρ –έτσι δεν συμβαίνει πάντα; Έφτασε η ώρα του καθιερωμένου διαχωρισμού. Οι γυναίκες στο σαλόνι, οι άντρες στην τραπεζαρία. Ποτά, τσιγάρα και εξειδικευμένες αοριστολογίες. Η μυθική τετράδα ενωμένη, σε καινούργιες αναπολήσεις. Από το σχολείο ήταν μαζί -25 χρόνια είναι πολλά; Πολλά είναι. Είχαν αναρωτηθεί άπειρες φορές για τις γυναίκες τους. Εντάξει, εμείς, μια ζωή μαζί. Αυτές; Δεν ήταν απαραίτητο να ταιριάζουν σαν παρέα. Και τότε τι γίνεται; Είχαν μια ελπίδα –αφού ταιριάζουμε μεταξύ μας κι αφού ταιριάζουμε μ’ αυτές, άρα… συνεπάγεται …και αντιστρόφως. Συλλογιστική του κώλου αλλά ίσχυε. Μια χαρά τα είχαν βρει μεταξύ τους οι κυρίες, ευτυχία να τις βλέπεις αφοσιωμένες στην κουβέντα τους. Τελικά, η ζωή μπορεί και να είναι ωραία. Αν εξαιρέσεις το νυχτερινό φαγητό βέβαια.
«Ρε μαλάκες, θυμόσαστε ένα μπαρ που το έλεγαν Sunset;», τρωγόταν από την ώρα του φαγητού, αλλά περίμενε να απομονωθούν. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να βγει μαζί με τις αναμνήσεις.
Πάντως τώρα δεν έβγαινε τίποτα. Κάποιες σκεφτικές φάτσες, δυο-τρεις συλλογισμένες γουλιές από ποτό, ένας αναπτήρας άναψε. Τους είπε την ιστορία. Ο Μάνος, πετάχτηκε ξαφνικά.
«Ναι ρε, πως δεν το θυμήθηκα αμέσως; Το ‘85, στη Σαντορίνη. Μπαρ Sunset, που είχαμε γνωρίσει τις Αγγλίδες».
Σκοτείνιαζε όσο τον άκουγε.
«Ρε κόπανε, αθηναϊκό είναι το νούμερο. Και το μπαρ στη Σαντορίνη το έλεγαν Sundance. Άσε που οι κοπέλες ήταν Γερμανίδες. Βλάκα».
Ο Μάνος απομανώθηκε. Μουρμούρισε ένα «κοντά έπεσα πάντως», για να εισπράξει τη σχετική παρεϊκή κοροϊδία, η οποία παλιότερα θα κατέληγε σε καρπάζωμα ξεγυρισμένο. Οι υπόλοιποι δύο, θεώρησαν φρόνιμο να μην μιλήσουν. Σηκώθηκε νευριασμένος, έφερε το σπιρτόκουτο και τους το κόλλησε στα μούτρα.
«Σας θυμίζει τίποτα ρε;»
«Δε μου λέει κάτι», οι τρεις σωματοφύλακες, με μια φωνή.
«Έχει κλείσει εδώ και χρόνια»
Η Αθήνα έχει 20 δρόμους που λέγονται Ηβης. Διάσπαρτους, σε όλο το λεκανοπέδιο. Από το πρωί, στη δουλειά μ’ αυτό ασχολείται. Ευτυχώς που δεν υπάρχει τίποτα βιαστικό -πρωινό Δευτέρας, στην εταιρεία. Κάτι υπόλοιπα της προηγούμενης βδομάδας, κάποια σχέδια που χρειάζονται έγκριση από τους πελάτες, μαλακίες με λίγα λόγια. Η δουλειά του έχει να κάνει κυρίως με τη σύνταξη επιχειρησιακών πλάνων, μεταφέρει μελέτες σε μορφή συμπερασμάτων και σχεδιαγραμμάτων. Στην αρχή έχει πλάκα. Μετά είναι κόψε-ράψε. Όλοι τα ίδια χρειάζονται. Αλλάζεις τα ονόματα και τα οργανογράμματα. Τέλος πάντων.
Η Αθήνα είναι πήχτρα στις «Ήβης». ΗΒΗ –ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΠΙΝΕΙΣ –ΠΙΝΕΙΣ ΧΥΜΟ. Έκοψε κάτι περιοχές που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ. Μενίδι, Γέρακας, Ανάβυσσος, ούτε ήξερε που πέφτουν. Ακόμα, πολλές περιοχές έμεναν. Δεν έβγαινε άκρη έτσι.
Ο αριθμός τηλεφώνου ήταν καταχωρημένος στο όνομα ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΕΞΗΣ – ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ, ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 12. Είχε και περιοχή. Έψαξε την καινούργια οδό στο χάρτη. Ο υπολογιστής του κατέβασε στοιχεία και μεγεθύνσεις. Δεν κουράστηκε πολύ μέχρι να τυπώσει την εκδοχή που τον βόλευε. Κοίταζε τη σελίδα με κενό μνήμης. Το όνομα Μέξης δεν του έλεγε τίποτα. Η περιοχή επίσης.
Παραλίγο και θα το έχανε. Δυο δρόμους πιο αριστερά από τη Σαλαμίνας ξάπλωνε αναπαυτικά μια από τις είκοσι «Ήβης». Εδώ σ’ έχω μάγκα μου!
Χτύπησε το τηλέφωνο. Το αγνόησε, χαζεύοντας τον χάρτη. Η συσκευή επέμενε και τελικά επικράτησε. Το αφεντικό χρειαζόταν κάποια ιστογράμματα επειγόντως. Χέσε μέσα Αποστόλη, που δε γίναμε ευζώνοι –πάνω από δυο ώρες θα του έπαιρνε. Σκατοδουλειά, αλλά τουλάχιστον είχε βγάλει άκρη.
Πότε είχε πάει σ’ εκείνη τη ρημαδο-Ήβης; Ποιο ήταν το μπαρ; Γιατί δεν θυμόταν τίποτα; Μα τίποτα απολύτως! Γιατί δεν είχε πάει ποτέ. Απλό ήταν. Και το σπιρτόκουτο; Θα μπορούσε να το βρει οπουδήποτε αλλού. Και ο Μέξης; Ν, όχι Κ, γαμώ το κέρατο. Όχι δηλαδή ότι αν ήταν Κ θα βοηθούσε ιδιαίτερα.
Μετά τη δουλειά δεν το σκέφτηκε καθόλου. Έπρεπε να βρει το μπαρ. Δεν ήταν δύσκολο, είχε χάρτη. Χάθηκε ανάμεσα σε στενά στενά. Μπλοκαρίστηκε από σκουπιδιάρικο. Κόντεψε να πάρει κάτω από τον προφυλακτήρα του ένα παπάκι. Αλλά βρήκε την Ήβης. Στο 87 και ήταν άνοδος. Ακολούθησε μαρτύριο μέσα από παράλληλους δρόμους που τέμνονταν. Γίνεται; Γίνεται. Έφτασε στο 3 της Ήβης, πέρασε το 5 και σταμάτησε έξω από ένα κομμωτήριο. Ήβης 7, ΚΟΜΜΩΣΕΙΣ ΕΦΗ. Βλαστήμησε μπαίνοντας.
Η Έφη ήταν μεσόκοπη και ξανθιά. Στα σεσουάρ καίγονταν κάτι χαζεμένες κυράτσες μεγαλύτερης ηλικίας. Υπήρχε και μια πιτσιρίκα που σκούπιζε τρίχες –αλλά αυτή δεν τον ενδιέφερε.
«Η κυρία Έφη;»
«Ναι, τι θέλετε;»
«Ήθελα να σας ρωτήσω για ένα μαγαζί που ήταν εδώ. Ένα μπαρ Sunset».
«Α, μα αυτό έχει κλείσει εδώ και χρόνια. Που το θυμηθήκατε καλέ;»
Να το θυμόταν, καλά θα ήταν. Αλλά το θέμα είναι, τι θυμόταν η κυρία Έφη. Εναπόθεσε τις τελευταίες ελπίδες του σε ένα κούρεμα. Είχε κενό χρόνο η κυρία Έφη να τον κουρέψει; Βεβαίως. Πότε; Σε μισή ωρίτσα, αν περιμένετε. Θα περίμενε –οι κομμώτριες μιλάνε πολύ, ειδικά όταν κουρεύουν. Κάθησε δίπλα σε μια κυρία. Η οποία διάβαζε κουτσομπολιά και δεν τον έβλεπε. Τον έβλεπε όμως μια γιαγιούλα, κάτω από σεσουάρ. Επίμονα.
«Καλέ, ίδιος είστε!»
«Συγνώμη;»
«Ίδιος είστε, φτυστός. Ε, Μαρία; Δε μοιάζει;», η γιαγιούλα μιλούσε στο διπλανό σεσουάρ. Το διπλανό σεσουάρ κούνησε το σαγόνι, σκεφτικό.
Σηκώθηκε. Τις πλησίασε κιόλας.
«Συγνώμη κυρίες μου, με ποιόν μοιάζω;»
«Με τον Άλκη καλέ. Δηλαδή, δεν τον λέγανε Άλκη, ένας Θεός ξέρει πως τον λέγανε, αλλά ήταν φτυστός ο Άλκης ο Γιαννακάς (σ’ αυτό το σημείο οι δυο γριές χάθηκαν σε αναπόληση) και του έμεινε».
Ταλαντεύτηκε ανάμεσα στο να την ψάξει περισσότερο ή να αδιαφορήσει για τις παλαβομάρες τους.
«Και τι ήταν αυτός ο Άλκης;»
«Ο ιδιοκτήτης καλέ. Αυτός που είχε το Sunset. Που ρωτάγατε πριν;»
«Εσείς ξέρατε το Sunset;»
«Και ποιος δεν το ήξερε», πνιχτά γελάκια.
«Δηλαδή;»
«Παιδάκι μου, το Sunset ήταν μαγαζί με κοπέλες.»
Ημιλυπόθυμος. Γι’ αυτό δεν το θυμόταν. Είχε περάσει από εδώ –μπουρδελότσαρκα. Ποιος ξέρει πότε, ποιος θυμάται με ποιους; Σίγουρα πιωμένος, για να μην του έρχεται τίποτα στο μυαλό. Και το έδειχνε στη γυναίκα του, ο μαλάκας. Το ξέρεις αυτό αγάπη μου; Όχι λατρεία μου, δεν έχω ψωνίσει γυναίκα από εκεί –εσύ; Άναψε τσιγάρο.
«Και πότε έκλεισε το μαγαζί;» προσπάθησε να τοποθετήσει το ατόπημα χρονικά. Πριν παντρευτεί σίγουρα, πριν τη γνωρίσει όμως;
«Α, κάτσε να δεις, ήταν ο Καραμανλής τότε, ε Μαρία;»
«Όχι, όχι ακόμα –ήτανε πιο πριν», συμφώνησε το σκεπτικό σεσουάρ.
Καραμανλής, μάλιστα. Δηλαδή, πριν καμιά πενταετία έκλεισε το μαγαζί.
«Δηλαδή, πριν καμιά πενταετία έκλεισε το μαγαζί», είπε ότι σκέφτηκε.
Οι γριές ξεκαρδίστηκαν.
«Τι λέτε καλέ; Ο Καραμανλής, ο μεγάλος, μετά τη χούντα. Τι 5 χρόνια; Τέλη του ‘60. Πες κι εσύ ρε Μαρία.»
Στιβαρή δύναμη υποστήριξης η Μαρία. Πάνε σαράντα και χρόνια, τραγουδούσαν ρυθμικά το μάντρα τους οι γριές. Αλλά δεν φταίγανε αυτές. Η μαλακία του ήταν υπεύθυνη, που κάθησε και ασχολήθηκε. Τι τρελλόγριες! Δεν είχε καν γεννηθεί τότε. Αυτά παθαίνεις αν ακούς την κάθε ξεμωραμένη!
Από το κούρεμα δεν έβγαλε πολλά. Κάτι φλυαρίες περί οικογενειακής καταστάσεως και καλοκαιρινών διακοπών. Ήταν και πολυλογού η κυρία Έφη, ζαλίστηκε -να τελειώσει, να ξεκουμπιστεί από εδώ μέσα. Έφτασε η ώρα να πληρώσει. Για τότε φύλαγε το καλό η κυρία Έφη.
«Επειδή σας είδα που ρωτούσατε. Μου έχουν μείνει κάτι πράγματα από το μπαρ. Στην αποθήκη, πίσω. Όλο λέω να τα πετάξω και όλο το ξεχνάω. Αν θέλετε να τα δείτε …»
Ήθελε. Όχι ότι πίστευε πως θα βοηθούσαν αλλά ήθελε. Τι διάολο, είχε αφήσει την κυρία Έφη να του κάνει το κεφάλι κατσαρόλα, μέσα-έξω. Την ακολούθησε. Η αποθήκη βρωμούσε υγρασία. Και μισοσκόταδο. Είδε έναν σωρό στην γωνία, αριστερά. Σιχαινόταν, λόγω σκόνης, αλλά πλησίασε. Η κυρία Έφη ζήτησε συγνώμη, είχε δουλειά. Ο σωρός δεν ήταν τόσο ευγενικός. Κατέρρευσε στο πρώτο άγγιγμα.
Λογιστικά βιβλία και φωτογραφίες κιτρινισμένες. Κυρίως διαφημιστικές, με σημάδια από πινέζες. Τις πέρασε μια γρήγορη ματιά. Γυναίκες ντυμένες φανταχτερά. Όχι πολλές και όχι όμορφες. Μια μόνο επαναλαμβανόταν με μεγάλη συχνότητα. Αυτή ήταν πολύ όμορφη. Προκλητική, με μακριά μαύρα μαλλιά, τεράστια μάτια, τεράστια πόδια, γυναικάρα all weather. Άνοιξε τα βιβλία. Λογιστικές εγγραφές, τσαπατσούλικα καταχωρημένες. Αγορές από κάβες, μισθοί, τα μάτια του συνήθισαν το μισοσκόταδο. Φρίκαρε εντελώς. Ήταν ο δικός του γραφικός χαρακτήρας! Ο ίδιος με το σπιρτόκουτο. Έγραφε αυτός, «Κάβα Εσπέρια -80 δραχμές – 29/7/1967». Εντάξει, δεν ήταν τίποτα κακό –μια ακόμα λογιστική εγγραφή στο γραμμογραφημένο τετράδιο. Το πρόβλημα εντοπιζόταν κυρίως στο γεγονός πως στις 29/7/1967, αυτός ήταν δεν υπήρχε ούτε σαν σπερματοζωάριο! Και το πρόβλημα συνεχιζόταν. Μέχρι να γεννηθεί είχε καταχωρήσει αλλεπάλληλες αγορές ποτών, ξηρών καρπών, ειδών κουζίνας … Πετάχτηκε από την αποθήκη με τις φωτογραφίες ξεχασμένες στο χέρι. Χρειαζόταν επειγόντως φρέσκο αέρα.
«Καλέ αυτή δεν είναι;»
«Ναι, ναι, που τη βρήκατε τη φωτογραφία;»
Οι γριές έδειχναν τη φωτογραφία της μαυρομάλλας και παραληρούσαν. Όπως παραληρούν οι γέροι, κάθε φορά που βρίσκουν την ευκαιρία να γίνουν το κέντρο της προσοχής. Σταμάτησε. Τις κοίταξε.
«Αυτή είναι, η Βέρα, η γυναίκα του Άλκη. Ναι καλέ. Θυμάσαι το γάμο; Μια βδομάδα κράτησε το γλέντι στο μπαρ».
Θα τις σκότωνε ευχαρίστως, αλλά τις άφησε να κακαρίζουν αναμνήσεις πίσω του. Του χρειάστηκαν 200 μέτρα για να κόψει φόρα και ένα πλατύσκαλο πολυκατοικίας για να καταρρεύσει καπνίζοντας.
Σύμπτωση. Δεν εξηγείται αλλιώς. Ο γραφικός του χαρακτήρας δεν ήταν δα και τίποτα σπάνιο. Η γυναίκα του, μάλλον αυτή το είχε κάνει. Πρόσεξε τώρα πως έγινε: βρίσκεται με τη γυναίκα του κάπου –εστιατόριο, μαγαζί, δεν έχει σημασία. Βλέπει εκείνη το σπιρτόκουτο, τυχαία, δίπλα της. Αναγνωρίζει τον γραφικό χαρακτήρα του. Το μαζεύει, το βάζει στην τσάντα της. Το πετάει στο συρτάρι, όπου το βρήκε εκείνος. Απλούστατο. Σύμπτωση. Και μετά περνάει ένας ιπτάμενος δίσκος, πετάγεται ο εξωγήινος, τους κερνάει δυο πούρα Αβάνας και εξαφανίζεται. Άκου σύμπτωση! Μαλάκα!
«Έχω κάτι για σένα»
Σηκώνεται από το πλατύσκαλο. Κοιτάζει τον αριθμό στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας. Φυσικά είναι το 12. Σαλαμίνας 12. Που αλλού; Ψάχνει τα κουδούνια. Μέξης. 3ος όροφος. Χτυπάει και του ανοίγουν χωρίς να ρωτήσουν τίποτα. Το ασανσέρ τρίζει επικίνδυνα. Και οι σοβάδες στους τοίχους θα έτριζαν κάπως έτσι. Πριν καταρρεύσουν. Βρίσκεται έξω από την πόρτα, χτυπάει το κουδούνι, βιάζεται. Μόνο όταν ακούει βήματα να πλησιάζουν συνειδητοποιεί ότι δεν έχει σκεφτεί τίποτα. Τι κάνει εδώ; Γιατί ήρθε; Και κυρίως –τι θα πει;
Του ανοίγει ένας χοντρός, με πουλόβερ και φαλάκρα. Βόδι.
«Ορίστε;»
«Γεια σας, είχα πάρει τηλέφωνο».
«Ναι;»
«Σας είχα πει … είχα βρει τον αριθμό σας σε ένα σπιρτόκουτο…»
Ο χοντρός φουντώνει. Δυο φούσκες σάλιου στις άκρες των χειλιών του εκρήγνυνται πριν αρχίσει να μιλάει.
«Ρε φιλαράκο πλάκα κάνεις; Πλασιέ είσαι; Πούστης είσαι; Τι θες ρε;»
Αμείλικτα ερωτήματα, στα οποία αδυνατεί να βρει λογική απάντηση. Ο χοντρός παίρνει θάρρος από την αμηχανία του και σηκώνει τα χέρια. Ευτυχώς που εμφανίζεται ο «από μηχανής» γέρος. Από το εσωτερικό του διαμερίσματος.
«Άστον Στέφανε, εμένα θέλει ο κύριος».
Ο χοντρός Στέφανος μένει ακίνητος. Μετά αποχωρεί αδιάκριτα. Κοιτάζοντας και βρίζοντας. Στα τσακ γλιτώσαμε!
Ο γέρος είναι ο πατέρας του Στέφανου. Ο Στέφανος είναι συνομήλικός του –στο περίπου. Ο πατέρας του δεν είναι και ο ευτυχέστερος των ανθρώπων για το παιδί του. Μια ζωή χωρίς δουλειά, έχει κάνει κάτι τέρμενα και φυλακή. Αυτά τα κουβεντιάζουν με τον καφέ. Ο γέρος τον ετοίμασε –ελληνικό, μέτριο.
Καλός άνθρωπος ο γέρος. Με αραιό μουσάκι, κινέζικα γυαλιά πρεσβυωπίας και καλοχτενισμένα μαλλιά. Λευκά όλα. Ντυμένος ασορτί με το σπίτι του. Καναπέδες απομίμηση Λουί σεζλόνγκ –κάτι τέτοιους είχε η θεία του η Ελένη, όταν ήταν πιτσιρικάς. Μόνο που αυτοί είναι σκωροφαγωμένοι. Σαν τα ρούχα του γέρου.
«Τα δικά σου παλικάρι μου», λέει ο γέρος. «Τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι; Ζει η μάνα σου;»
Είναι έτοιμος να μιλήσει. Το πρώτο που του έρχεται είναι βρισίδια. Ανάβει τσιγάρο –δεν κάνει, κυκλοφορεί και Στέφανος λυτός.
Βγάζει από την τσέπη του το σπιρτόκουτο. Ο γέρος χαμογελάει.
«Συγνώμη, τι ξέρετε γι’αυτό;»
«Δεν σου είχε πει τίποτα;»
«Ποιος;»
«Ο πατέρας σου βρε παλικάρι μου».
Κενό. Ο πατέρας του; Πήγαινε στις πουτάνες ο πατέρας του; Πάνε δυο χρόνια που πέθανε, ήσυχος άνθρωπος, διακριτικός. Η μάνα του ζούσε ακόμα –τον είχε φάει τον άνθρωπο. Γκρίνια, απαιτήσεις. Κι αυτός ο κακομοίρης, όλο έτρεχε να τις καλύψει. Είχε ένα μαγαζάκι με παπούτσια, όλο στο όριο τον θυμάται. Όλο να μετράει την είσπραξη που εξατμιζόταν σαν τα Sante τα άφιλτρα που κάπνιζε. Αυτά τον έφαγαν, έλεγε η μάνα του. Αυτή τον έφαγε, έλεγε αυτός. Έκανε καρκίνο και στον ένα χρόνο τον χάσανε. Τις τελευταίες μέρες του τις πέρασε μαζί τους –σπίτι τους. Άγιος άνθρωπος ο πατέρας του. Ανθρωπάκι δηλαδή. Αλλά άγιος. «Κοίτα να μην ξεφτιλιστείς», του έλεγε μια ζωή. Από μικρό παιδάκι θυμάται τον πατέρα του, με τη φράντζα να πέφτει ατίθασα στο μέτωπό του, πίσω από το ποδήλατο να τον στηρίζει -να ισορροπήσει χωρίς βοηθητικές. «Κοίτα να μην ξεφτιλιστείς κακομοίρη μου». Ο γέρος του με πουτάνες; Άντε από δω!
«Ο πατέρας μου;»
Ο γέρος βολεύεται καλύτερα στην απέναντι καρέκλα. Ανάβει κι ένα Sante, άφιλτρο. Παρακολουθεί τον αναπτήρα να καίει την άκρη, κοντά στα γράμματα. Ο γέρος ανάβει το τσιγάρο ανάποδα, σαν τον πατέρα του.
«Μεγάλος άνθρωπος ο πατέρας σου. Μορφή. Ήρωας. Μα καλά, δεν σου είχε πει τίποτα;»
Τον κοιτάζει εκλιπαρώντας να συνεχίσει.
«Τον γνώρισα κάπου στο ’58, στους Λαμπράκηδες. Εγώ ήμουνα ΕΔΑ, ο πατέρας σου -δεν ξέρω. Πάντως, ΚΚΕ δεν ήτανε, γιατί οι κομματικοί τον είχαν μια ζωή στη μπούκα. Σ’ ένα πάρτυ θυμάμαι, ήταν και ωραίος άντρας, κάνανε ουρά οι κοπέλες. Δεν είχε γνωρίσει τη μάνα σου ακόμα. Τέλος πάντων, μετά χαθήκαμε.
Με ξαναβρήκε αυτός, στη χούντα. Μόλις είχα γυρίσει από εξορία, έψαχνα για δουλειά, πείναγα κιόλας. Με βρήκε στην παλιά μου γειτονιά –Κοκκινιώτης είμαι, βέρος. Μίλαγε απλά ο πατέρας σου. Ήτανε σπουδαγμένος; Όχι; Δεν έχει σημασία. Μου είπε πως με τη χούντα όλοι είχαν λουφάξει. Το ΚΚΕ συνιστούσε ψυχραιμία και εγρήγορση, οι Λαμπράκηδες είχανε διαλυθεί, η ΕΔΑ εκτός νόμου –όπως όλα τα κόμματα δηλαδή. Αυτός ήτανε Τρότσκης. Τότε μου το πρωτοείπε. Τρόμαξα. Οι Τρότσκηδες ήτανε επικίνδυνοι, μας είχαν προειδοποιήσει από το Κόμμα. Ρεβιζιονιστές και τέτοια. Πιστεύανε και στην ένοπλη εξέγερση. Μακριά σύντροφοι!
Τέλος πάντων. Ο πατέρας σου είχε δικιά του δουλειά –έτσι είπε. Είχε ανοίξει ένα μπαράκι με κονσομανσσιόν. Άμα ήθελα μπορούσα να δουλέψω. Ήθελα. Αλλά φοβόμουνα. Ήτανε πολύ το ξύλο στο νησί, δεν ήταν να ξαναμπλέκω. Ήξερα πως οι Τρότσκηδες δεν κάθονται ποτέ στ’ αυγά τους. Με καθησύχασε. Δουλειά μόνο, στο μπαρ. Και όλα νόμιμα. Ούτε πολιτικά, ούτε τίποτα. Έλεγε ψέμματα».
Δεν κρατήθηκε. Είχε γίνει κατακόκκινος, διέκοψε τον γέρο.
«Συγνώμη, μήπως κάνετε λάθος; Ο πατέρας μου; Μπαρ με Κονσομανσσιόν; Ο δικός μου ο πατέρας;»
Ο γέρος χαμογέλασε.
«Κάτσε ν’ ακούσεις παλικάρι μου. Ο πατέρας σου ναι. Που λες, στις δυο βδομάδες βρίσκω ένα περίστροφο κάτω από το μπαρ. Μια Μπερέττα. Τι είναι αυτό Κώστα; τον ρωτάω. Ρε Νικολάκη, κωλόμπαρο έχουμε, δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί –μην ξεφτιλιστούμε κιόλας, μου κάνει ο γέρος σου κι εγώ να καταλαβαίνω πως κάτι κρύβει. Με ζώσανε τα φίδια. Κοιτάω στην αποθήκη, πίσω από την κάβα, πάνω από 12 μασούρια δυναμίτη. Τον καθίζω σ’ ένα τραπέζι όταν κλείσαμε. Μίλα ρε κερατά, του κάνω. Μου τα είπε όλα. Είχε βρει τα εκρηκτικά από το λιμάνι, του τα πούλησαν κάτι Χιλιάνοι. Το πιστόλι το είχε αγοράσει από την Τρούμπα, ήταν στις δόξες της τότε η Τρούμπα. Ήτανε έτοιμος. Θα τους τίναζε στον αέρα τους καραβανάδες, μόνος του, να ξεβρωμίσει ο τόπος. Την ευκαιρία περίμενε.
Και το μπαρ; του κάνω. Στάχτη στα μάτια. Το είχε αγοράσει από ένα παλιόμουτρο Λαρισαίο. Για να πιάσει γνωριμίες με τους μπάτσους. Καλύτεροι πελάτες του ήτανε. Αυτό το είχα δει και μόνος μου. Είχε κανονίσει με τις κοπέλες, τρύπωνε σε κάτι ντουλάπες και φωτογράφιζε τους μπασκίνες την ώρα που βγάζανε τα μάτια τους. Κράταγε στο χέρι μέχρι και το Διοικητή της Ασφάλειας.
Τρελάθηκα. Χέστηκα πάνω μου, που είχα μπλέξει! Κι αυτός το χαβά του. Τραβιότανε με μια γυναικάρα τότε από το μαγαζί, τη Βέρα με τ’όνομα, αργότερα την παντρεύτηκε. Δεν είχε αρχίσει ακόμα να δουλεύει η μάνα σου στο μαγαζί βλέπεις»
Η μάνα του; Ο πατέρας του νταβατζής και αριστερός οργανωμένος; Να το δεχτεί –δεν γινόταν βέβαια να τον φανταστεί μέσα σε όλα αυτά -αλλά εντάξει. Η μάνα του όμως; Η κυρά Φρόσω πουτάνα; Σηκώθηκε –να τον πνίξει το γέρο. Ξανακάθησε αμέσως, ο Στέφανος εμφανίστηκε από την κουζίνα. Κι ο γέρος συνέχιζε.
«Η μάνα σου όταν ήρθε από τα Τρίκαλα ήτανε κωλοπετσομένη. Και τον πατέρα σου τόνε γούσταρε. Έλα όμως που αυτός δεν είχε μάτια για άλλη από τη Βέρα. Και η Βέρα έτσι; Μόνο ποτό με τους πελάτες –τίποτα άλλο. Τα υπόλοιπα, έναν άντρα είχε, τον πατέρα σου. Όχι σαν την … τέλος πάντων.
Ετοιμάζανε το μεγάλο χτύπημα. Ο πατέρας σου και η Βέρα. Θα τινάζανε στον αέρα τη γιορτή για την επέτειο της χούντας. Η Βέρα έκανε τα γλυκά μάτια σε έναν ΕΣΑτζή, του είχε ζητήσει να της βρει θέσεις στα επίσημα –να δει τάχαμου το Πουλί από κοντά. Θα κουβάλαγε μαζί της δυο χειροβομβίδες που είχε βουτήξει ο πατέρας σου από την Αυλώνα. Άλλη παλαβομάρα κι αυτή –τέλος πάντων. Ο πατέρας σου είχε γεμίσει με δυναμίτη τη βάση από το Πουλί. Ήτανε ένας γνωστός του, που δούλευε οξυγονοκολλητής και τον είχε τρυπώσει στο συνεργείο. Το Πουλί θα έσκαγε με τηλεχειριστήριο. Η Βέρα θα πέταγε τις χειροβομβίδες στους επίσημους. Ο πατέρας σου κι αυτός με πρόσκληση για τις θέσεις των επισήμων θα τράβαγε τη Μπερέττα κι όποιον πάρει ο Χάρος. Για να την κοπανήσουν μαζί με τη Βέρα.
Όταν μου τα είπαν, έπεσα στα γόνατα. Μη ρε Κώστα, μην το κάνεις, θα σας πιάσουν αμέσως. Δεν είναι σχέδιο αυτό που έχετε –εδώ πιάσανε οργανωμένους, εσείς θα γλιτώσετε; Άσε που θα σκοτώσεις αθώο κόσμο. Τι σου φταίνε οι φαντάροι πάνω στο Πουλί; Τι σου φταίνε οι γύρω που θα παρακολουθούν; Τη Βέρα δεν τη λυπάσαι; Μην το κάνεις ρε αδερφέ.
Ο πατέρας σου ούτε ν’ ακούσει. Όσοι πάνε εκεί τα θέλει ο κώλος τους –χουντικοί θα είναι. Και οι φαντάροι ΕΣΑτζήδες, βύσματα. Να ξυπνήσει ο λαός, να σταματήσει να ξεφτελίζεται. Κάτι τέτοια μου έλεγε. Η επανάσταση θέλει αγώνα και αίμα Νικολάκη. Ας είναι και το δικό μου, ας είναι και της Βέρας. Τι δηλαδή, για πόσο θα τους αφήσουμε ανενόχλητους; Τέτοιος ήτανε ο πατέρας σου –σίγουρο το είχε πως θα πέθαινε και πήγαινε. Και ξέρεις κάτι; Από όσο τον ήξερα, δεν νοιαζόταν που θα πέθαινε. Αλλά για τη Βέρα νοιαζόταν –αν ήτανε δυνατό, αυτός θα σκοτωνόταν για να γλιτώσει εκείνη».
Σταμάτησε, τον άφησε να χωνέψει. Ανάμεσα σε αποκαλύψεις και αναμνήσεις. Κ, έλεγε δίπλα στον αριθμό τηλεφώνου. Κώστας. Ο πατέρας του. Έχωσε κρυφά το σπιρτόκουτο και ήθελε να το βρει αυτός. Να μάθει. Πότε να το είχε αφήσει στο συρτάρι με τα μαχαιροπήρουνα; Γιατί δεν του είχε μιλήσει στα ίσα; Ντρεπόταν; Φοβόταν; Ο πατέρας του, μειλίχιος, πράος, αθόρυβος. Ανθρωπάκι.
Θυμόταν τη μοναδική φορά που τον είχε δει αγριεμένο. Είχαν πάει βόλτα στην Πάρνηθα. Ο πατέρας του μπροστά κι αυτός πίσω, με κοντό παντελονάκι και ένα παγούρι νερό. Είχε ζεσταθεί, βαριόταν κιόλας –είδε στο χώμα μια σειρά μυρμήγκια. Πήγαιναν κουβαλώντας σπόρους ή κάτι παρόμοιο, το ένα πίσω από το άλλο, γραμμή. Δεν θυμάται ποιος διάολος τον καβάλησε αλλά άρχισε να τα πατάει. Τους τσάκισε τη γραμμή, έλιωνε αβέρτα κάτω από το μποτάκι του. «Τι κάνεις εκεί ρε τσόγλανε;» είχε φωνάξει ο πατέρας του όταν το πήρε χαμπάρι. «Γιατί ρε; Γιατί;». Τον θυμάται ακόμα να αφρίζει παλεύοντας να κρατηθεί. Θυμάται και το χέρι –σηκωμένο στον αέρα, μετέωρο, στο τέλος έπεσε κουρασμένο. «Μην κάνεις τέτοια πράματα -να είσαι άνθρωπος μωρέ», είχε πει ο πατέρας του πριν συνεχίσει την πεζοπορία. Δεν του ξαναμίλησε γι’ αυτό, αλλά δεν χρειαζόταν. Είχε καταλάβει πως θα έπρεπε να είναι για να μοιάζει άνθρωπος. Δεν το τήρησε σχεδόν ποτέ στη ζωή του, αλλά τουλάχιστον ήξερε.
«Έτσι θα γίνονταν τα πράγματα που λες. Αλλά δεν έγιναν. Η Ασφάλεια ήτανε ανίκητη τότε, είχε μάτια και αυτιά παντού. Κάποιος τους έδωσε, δεν εξηγείται αλλιώς. Στην είσοδο του Σταδίου πιάσανε τη Βέρα. Ο πατέρας σου είχε ήδη μπει –μόνο όταν είδε πως το άρμα με το Πουλί άλλαξε, τελευταία στιγμή, κάτι ψυλλιάστηκε. Βγάλανε άλλο άρμα στην παρέλαση και απάνω δεν είχε στρατιώτες. Κάτι εξόριστους από τη Γυάρο είχαν ντύσει με χλαμύδες και τους μόστραραν για παραδειγματισμό. Και η Βέρα πουθενά.
Γύρισε στο μαγαζί κομμάτια. Ήθελα να βγάλω το πιστόλι και ν’ αρχίσω να σκοτώνω, μου είπε. Αλλά δεν είχαν έρθει ούτε καν οι επίσημοι. Κάτι φουκαράδες δήμαρχοι, παρέα με το παπαδαριό, μόνο αυτοί ήταν. Είπα να σκοτώσω τίποτα παπάδες και να σκοτωθώ μετά. Αλλά δεν το’κανα. Μετά σώπασε, κατέβασε ίσαμε τρία μπουκάλια κονιάκ μόνος του, έσπασε όλο το μαγαζί και μας είπε να εξαφανιστούμε. Έκανα 2 χρόνια να τον ξαναδώ».
Ο γέρος σταμάτησε. Ήπιε λίγο νερό, άναψε τσιγάρο, ανάποδα πάλι.
«Τον είδα μετά από κάμποσα χρόνια, στη Μεταπολίτευση. Κρατιότανε μια χαρά, μόνο που δεν ήτανε ο ίδιος. Καμπούριαζε πολύ, καμιά σχέση με τον άντρα που ήξερα –Άλκη τον φωνάζανε παλιά οι γυναίκες, φτυστός ο Άλκης ο Γιαννακάς. Όταν τον είδα έμοιαζε χαλασμένος. Και κακομοίρης. Πιάσαμε κουβέντα στην πλατεία, εδώ πιο κάτω. Είχε ξαναπαντρευτεί. Τη μάνα σου. Πως αυτό ρε Κώστα; του κάνω. Λόγω του παιδιού, ήτανε έγκυος η Φρόσω, μου είπε. Έγκυος; Μάλιστα έγκυος. Από πότε; Την προηγούμενη που θα πηγαίναμε να ανατινάξουμε το Πουλί μου το είπε Γιάννη. Γι’ αυτό τελικά δε σκότωσα τους παπάδες. Γι’ αυτό άφησα τη Βέρα στα νύχια τους. Ήτανε το παιδί στη μέση. Αυτά μου είπε ο πατέρας σου κι έκλαιγε. Για τη Βέρα που την είχε πουλήσει δυο φορές, κοντά-κοντά. Και χάθηκε στη Μπουμπουλίνας, αυτοκτόνησε λέγανε, πήδηξε από ένα παράθυρο. Αλλά τον πατέρα σου δεν τον έδωσε. Μπορεί να έκλαιγε και για άλλα πράγματα. Μην κλαις ρε, άντρας είσαι δεν είναι σωστό, του είπα. Άντρας είμαι, άνθρωπος δεν είμαι Νικολάκη, έκανε ο πατέρας σου. Γιατί οι άνθρωποι έχουνε αξιοπρέπεια κι εγώ είμαι ξεφτιλισμένος. Και δώστου να κλαίει. Τέλος πάντων, όταν ηρέμησε, βγάζει από το σακάκι του κάτι διπλωμένο με πετσέτα. Κράτα το ρε Νικολάκη, μου κάνει. Κάποτε θα’ρθει ο γιος μου να το πάρει. Δώστο του και πες του να γίνει άνθρωπος, να μην ξεφτιλιστεί κι αυτός, σαν τον πατέρα του. Κι άμα δει ότι πάνε να τον ξεφτιλίζουν, αυτόν και τους άλλους γύρω του να τους γαμήσει. Αυτά είπε ο πατέρας σου.
Α, και κάτι ακόμα. Πάνω που σηκώθηκε να φύγει, τον ρώτησα, ρε Κώστα, ποιος σας κάρφωσε τότε; Με βούτηξε από το λαιμό και με σήκωσε. Αυτό να το ξεχάσεις παλιοκερατά, ακούς; Και γυάλιζαν τα μάτια του, έμοιαζε με τον παλιό Κώστα, αλλά για μια στιγμή μονάχα. Μετά ηρέμησε –μην τα σκαλίζεις ρε Νικολάκη, είπε και μου γύρισε την πλάτη. Αυτά -ούτε αντίο, κατάλαβες; Και τώρα που με βρήκες λεβέντη μου –έχω κάτι για σένα».
«Σκατά τα κάναμε πάλι»
Έφυγε ζαλισμένος. Κουρασμένος, χωρίς αυτοκίνητο. Πήρε τα στενά περπατώντας. Ο πατέρας του. Η μάνα του. Δυο ζωές. Και μία η δικιά του. Μεγάλωσε με έναν άνθρωπο που γεννήθηκε εννιά μήνες πριν από αυτόν. Μπορεί και λιγότερο. Σίγουρα λιγότερο.
Βρήκε μια παλιά αποθήκη και βολεύτηκε δίπλα στους κάδους απορριμμάτων. Είχαν τελειώσει τα τσιγάρα του, ευτυχώς το γεροντάκι τον είχε κεράσει ένα Sante άφιλτρο. Το άναψε ανάποδα, σαν κι αυτούς. «Να μην ξεφτιλιστείς». Μακριά από πολιτικές οργανώσεις στο Πανεπιστήμιο. Τον είχε πρήξει η μάνα του. Δόκιμος στο στρατό, με βύσμα. Ένας θείος του –από το σόι της μάνας. Ο πατέρας του σκυθρώπιαζε όταν τον έβλεπε με στολή, πως δεν το είχε προσέξει; Δουλειά. Όλα καλά. Και η γυναίκα του –μια χαρά. Πρήχτρα κάποιες φορές, αλλά γενικώς εντάξει. Παιδιά δεν είχαν ακόμα, ούτε και η υπόλοιπη παρέα -παιδιά δεν είχαν, καιρό είχαν, καριέρες είχαν, αυτοκίνητα είχαν (από δύο). Μια χαρά ζωή. Θα έβαζαν σιγά-σιγά μπροστά και για κανένα παιδάκι, τι να κάνεις; Πριν κλείσει τα μάτια της η κυρά Φρόσω, να δει εγγονάκι. Είχαν κι ένα οικόπεδο στη Χαλκίδα, προίκα της γυναίκας του, τον έψηνε να χτίσουν εξοχικό, 2 χιλιόμετρα από τη θάλασσα. Στις εκλογές δεν ψήφιζε, αλλά με τους πολιτικούς τα είχε καλά. Δεν ξεχώριζε κιόλας. Όλα ίδια, όλοι ίδιοι, αρκεί να έκανε τη δουλειά του. Και την έκανε, πάει να πει, κονόμαγε από όλες τις πάντες. Ζωή χαρισάμενη, που λένε.
Έβγαλε τη Μπερέττα από την τσέπη του. Η πετσέτα κύλησε στο πλάι. Όμορφο όπλο. Βαρύ. Γυάλιζε. Μάλλον ο γέρος το καθάριζε περιμένοντάς τον. Την όπλισε. Είχε δίκιο. Ο επικρουστήρας κύλησε μέχρι τη θέση του μαλακά.
Μπουκώθηκε την κάνη. Είχε ακούσει πως πολλές φορές φεύγει δεξιά το όπλο και απλά σου τρυπάει το μάγουλο. Γι΄αυτό δάγκωσε δυνατά, γύρω από το σκόπευτρο. «Πρόσεξε να μην ξεφτιλιστείς». Κι άλλο ρε πατέρα; Τράβηξε την σκανδάλη. Άκουσε το χτύπημα του επικρουστήρα στην κενή θαλάμη. Μετά τίποτα.
Έβγαλε το όπλο από το στόμα του χαμογελώντας. Το πέταξε κιόλας στον διπλανό κάδο καθώς σηκωνόταν. Τινάχτηκε από τις σκόνες και ξεκίνησε να βρει το αυτοκίνητό του. Χαμογελαστός. Σίγουρος. Και κάπως σκωπτικός. «Αντε ρε πατέρα. Σκατά τα κάναμε πάλι».
Πήρε να νυχτώνει.
70 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Μονορούφι!!!
Χωρίς σχόλιο (προς το παρόν)!!!
Το "μονορούφι" μου αρκεί. Προς το παρόν.
Αυτό μου άρεσε περισσότερο.
Η ιστορία μου άρεσε επίσης.
Αν το έπιανε κανένας Κουμανταρέας θα σου έβγαζε τρίτομο.
Δοκιμαστικό για τρίτομο είναι βρε. Τι νόμισες;
Υ.Γ.: Να σου αρέσει για να μου αρέσει κι εμένα.
ήταν ότι πρέπει με τον δεύτερο καφέ της μέρας.
καλημέρες πολλές σε όλους
Καλημέρα βρε. Δανεικά είναι αυτά -εσύ ποστάρεις για τον δικό μου καφέ, εγώ για τον δικό σου.
Φλέβα...!
Πολύ καλό.
Που το είδες ρε θηρίο οτι άρχισα να κάνω φλεβήτιδα; Ας όψονται τα καλσόν και η ορθοστασία.
Υ.Γ.: Ευχαριστώ.
Μα πού τις βρίσκεις αυτές τις ιστορίες ρε θηρίο?
Μπράβο...
Στέλλα ευχαριστώ. Άντε βρε, θα σε αφήσω στο bloghood (μέχρι να γυρίσουμε από Κούβα -μετά θα σε βγάλω).
Άρτεμις ευχαριστώ, αλλά μην τα παραλέμε. Άλλοι γράφουν αγγέλους εδώ μέσα.
:)
panw pou imoun etoimi na apaitisw p.a.p(pro anaxwrisis post)
ligo not-so-mb(pio playful)yfos se afto,i mou fanike?liked it
Είπαμε φιλενάδα -δοκιμαστικό. Ο αδαής Μ.Β. δοκιμάζει αν μπορεί να γράψει διαλόγους.
Δεν φύγατε εσείς ακόμα; Πότε με το καλό;
testtestenadyo-mporeisnagrapseisdialogous.
2nite out-aximerwta elvenizel & fssst
:)))
alter μου την κανεις??? Καλο ταξιδιιιιιιιι!!!!!!!!
MB, το τελευταιο σεντονι που διαβαζω απο σενα ειναι αυτο. Ε, μα πια! Καλο παντως ;)
:)))))
thnx alterakim'
οκ μέχρι να γυρίσετε από την Κούβα θα το έχω διαβάσει!!!!!
με συγκίνησε το κείμενό σου, μου έφερε στο νου πολλά. πάρα πολλά. περισσότερα απ'ότι μπορείς να φανταστείς.
γράφεις απλά και καθαρά, πράγμα που δεν θέλω και δεν έχω μάλλον, την δυνατότητα να κάνω.
μετά-ρεκτιφιέ γαρ!καλό ταξίδι,καλά να περάσετε!
Aμάν commandante!γμ την τρέλλα μου μ εσένα δηλαδή!κι ερχόμουν να σου γράψω ν αφήσεις κάνα σεντονάκι πριν φύγεις!(πάλι με έπιασες γιατρέ μου!)Aυτό το "πρόσεξε μην ξεφτιλιστείς" δε, ολούθε του κειμένου με έστειλε κανονικά!!!
YΓ:A! και που σαι Eντελώς Συμπτωματικά έχω πάνω μου και το εισιτήριο για τον Aρχηγό!
mmg καλό μας τα-ξύδι.
DCDούλη μου όντως το τελευταίο σεντόνι. Μέχρι να γυρίσω από Κούβα. Μετά θα αρχίσω τα ταξιδιωτικά.
montressor γι' αυτό το έβγαλα τώρα. Για να έχεις το χρόνο σου.
Ροϊδη άσε τα σάπια (για το τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις). Σε τα μας τώρα; Να ξαναγράψεις όπως στο τελευταίο σου, εντάξει;
cherry ευχαριστούμε.
Reservoir, πριν από σας για σας. Διαδήλωση θα γίνει στη συναυλία του Αρχηγού. Αν μαζευτούμε κάτω από 10 άτομα θα το θεωρήσω προσωπική αποτυχία.
μεχρι τη μεση ελεγα οτι θα σου γραψω ενα "You,...You..." αλα ρομπυ ντε νιρο στο "analyze this and that and whatever" αλλα μετα τα "μηρμυγκια" συγκινηθηκα και τωρα δεν ξερω τι να γραψω.
αν ησουν κανας κολλητος/αδερφος θα σ'ελεγα απλα "μουνοπανο" και "αρχιδι".
...και μετα σκεφτηκα την κουβα.
i'll drink 2 that mb
:)
Λοιπόν, κι αυτό το δοκιμαστικό πέτυχε. Καλά τα πας και με τα διαλογικά. Το όλον: εξαιρετικό, θα έλεγα, κι έχεις πετύχει την ισορροπία πίκρας και σαρκασμού.
Τώρα, αν αυτό το έγραψες να 'χουμε να πορευόμαστε το 15ήμερο που θα είστε εν Αβάνα, ατύχησες, διότι το διαβάσαμε ήδη. ΜΑς βλέπω να κάνουμε επαναλήψεις όσο εσείς θ' αλωνίζετε την Κούβα.
Ελα παλι τα ιδια θα λεμε. Παλι Τσαμπιονς Λιγκ σεντονι. Μπραβο.
Να πω κι εγώ πόσο μου άρεσε? πόσο αυτή η απλότητα ξυπνά το πολύπλοκο? καλό σας ταξίδι, καλούς ουρανούς και θάλασσες!
apla,fobero
marquee δεν είμαστε κολλητοί ρε μουνόπανο; Αρχίδι, έ αρχίδι. Άμα σε πάρω εγώ ποτέ στην Κούβα να με χέσεις.
Ευχαριστώ.
mmg μη χάσεις ευκαιρία να μπεκρουλιάσεις. Θα το χάσεις το αεροπλάνο κακομοίρα μου.
Λίτσα, μπορεί κάτι να βρούμε στην Κούβα. Αλλά μπορεί και να είστε τυχεροί -γλιτώνετε και τον αστιγματισμό.
Averel, ευχαριστώ. Κοίτα να με εκπροσωπήσεις επάξια την Πέμπτη στους Χάρτες, βρωμο-Οράνιε.
Epsilon ευχαριστούμε πολύ.
Υπουργέ μου, μας θυμίζει τα νιάτα μας; Χούντα, Πολυτεχνείο κι έτσι; Αυτές ήταν εποχές.
Θα τα πούμε πριν φύγουμε.
Έχω δίκιο ότι είσαι απρόβλεπτος! Όλα τα συστατικά της τραγωδίας και στο τέλος .. μας την έκανες.
Χόρτασες από κοπλιμέντα ή να προσθέσω και τα δικά μου? :))
πολύ καλό-αρχή,μέση και τέλος,πλοκή και όσο πρέπει διάλογος.
Μετά λές εμένα συγγραφέα..
Την πάτησα κι εγώ και το δάβασα απο σήμερα...θα κάνω ότι κι η Λίτσα.Καλά να περάσετε και κάλα να γυρίσετε...Ρε συ μήπως έχεις τίποτα στο word γραμμένο να το πάρεις μαζί να το ποσταρεις απο κει..15 μερες ειναι πολεεεεεςςςς.Φιλια πολλά!
oistros δεν μου πάνε οι τραγωδίες -αν πάω να γράψω καμιά θα μου βγει γελοιότητα. Ευχαρστώ πάντως.
cherry εσύ είσαι συγγραφέας. Απλά δεν στρώνεσαι. Εγώ πάλι, όχι. Απλά δουλεύω μίξερ.
euagelle, σου συνιστώ να διαβάζεις το υπέρτατο blog. Driple and drink. Θα το βρεις link στον Jean meats tonic και στο Πτυελοδοχείο. Ούτε θα σου φανούν οι 15 μέρες πίστεψέ με.
Είσαστε σοβαροί...
15 μέρες στην Κούβα...
και άλλες 15 να ξαναέρθεις στα ίσια σου...
...με τις επαναλήψεις θα βγει το καλοκαίρι...
Χαλάλι σου :)
(είδες μεγαλοψυχία ε;!)
Χα!Πόσο δεν με ξέρεις!Επίσης-το αν είσαι συγγραφέας δεν το διαλέγεις εσύ,σε διαλέγει αυτό,και σε διάλεξε,και είσαι,άσχετα αν γράφεις βιβλία ή όχι,εσύ ή οποιοσδήποτε,και λέγε ότι θες,ορίστεμας.
:) reantapodw.
(i alliws vgaltiskoufiasoukaivaramas)
have THE bst time ever
c u soon xxxxxx
sigmund φίλε, μετά την Κούβα κανείς δεν ξέρει -μπορεί να γυρίσω μετανοημένος χριστιανός (λέμε και καμιά μαλακία έτσι;).
cherry οτι πεις -εσύ ξέρεις καλύτερα.
mmg βγες μωρή από το internet να σε πάρουμε και κανένα τηλέφωνο.
Άσωτε έχεις απόλυτο δίκιο για το τέλος. Εδώ όλη η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία κωλώνει στα τελειώματα, εγώ θα τα κατάφερνα; Ή όπως λέει και η ποιήτρια "βρήκες το αδύνατο σημείο μου -κι αυτό είναι μείο μου κι αυτό είναι μείο μου".
Πάντως γενικά δεν θεωρώ την ιστορία πολύ δυνατή -μάλλον προς το "κοινότυπη" κλείνει.
Καλημέρα!
Η ιστορία σαν δομή, στήσιμο και αφήγηση εννοώ, είναι πολύ δυνατή.
Η περιγραφή κοινών καταστάσεων, όπως η σύναξη των ζευγαριών στο σπίτι, απίθανα πραγματική.
Αισθάνεσαι την ατμόσφαιρα παντού.
Μυρίζεις τη μούχλα στην αποθήκη.
Αισθάνεσαι τον ιδρώτα του Στέφανου.
Άσε δε την Βέρα...
Στο τέλος, μετά την τόση η ένταση μέχρι να φτάσεις εκεί, ότι και να πεις θα είναι πάντα λίγο. Δεν σου χαλάει όμως όλη την αίσθηση που έχεις από την ιστορία.
Ευχαριστώ sigmund. Εισιτηριάκι πήραμε; Άντε να μην ξεχνιόμαστε έτσι;
Εγώ ξέρω ότι άλλος για Κούβα τράβηξε
κι άλλος για Σαμοθράκη!
Πόρνη κοινωνία...
Θα ανεβούμε στο βουνό, μην ανησυχείς :)
Γιατί; Άσχημη είναι η Σαμοθράκη; Νησί και ηπειρωτική περιφέρεια 2 σε 1. Τι γκρινιάζεις ρε; Πάμε του χρόνου μαζί.
θέλεις πούρα Σαμοθράκης;
Ή κατσικάκι Κούβας;
χι χι χι :)
Δίκιο έχεις τελικά. Δεν μου αρέσει το κατσικάκι. Προτιμώ τα πούρα. Τρέχω να αλλάξω τα εισιτήρια, να ψάξω και κανένα room to i let στην Σαμοθράκη
Μην ξεχάσεις τη βίζα!
Τόσα τράβηξες γι αυτή, μην πάει χαμένη!
Θέλει και βίζα η Σαμοθράκη; Μας την πήρανε οι Τούρκοι;
Άσε φίλε γιατί μόνο η βίζα μου'μεινε να θυμίζει ταξίδι. Πήρα και τα εισιτήρια ηλεκτρονικά, κάτι κωλόχαρτα είναι, μαγεία μηδέν.
Μέχρι να δω το Χοσέ Μαρτί στην αμφιβολία θα είμαι -που πάμε, ποιοί είμαστε και τα τέτοια.
Φοβερή ιστορία, με κράτησε ως το τέλος..Άντε για χάρη σου ξενύχτησα πάλι.. Διαφορετική από τις άλλες.
πότε φεύγετε?Αύριο? Αποχαιρετιστήριο πάρτυ δεν παίζει?:P
Αυτό το "για χάρη σου ξενύχτησα πάλι" μπορείς να το κυκλοφορήσεις; Όχι δηλαδή, για να το βλέπουνε μερικοί να σκάνε.
Φεύγουμε Σάββατο πρωί και τρέχουμε. Αν κανονίσουμε κάτι θα είναι της τελευταίας στιγμής, οπότε θα πέσει σχετικό τηλέφωνο.
Αυτός δεν μαζεύεται με τίποτα τελικά.. Το τσαμπιονς λιγκ τελείωσε, φινιτο, καπουτ, από Σεπτέμβρη πάλι. Εσύ βέβαια σεντόνι! Και το καλοκαίρι! Βρέξει χιονίσει σεντόνι!
Δηλαδή μόνο 15 μέρες στην Κούβα ξεκούραση ρε? Για εμάς μιλάω βέβαια όχι για εσένα! Ξέρεις πόσα αδιάβαστα βιβλία έχω σπίτι? Τι θα προλάβω να διαβάσω δηλαδή ρε 15 μέρες? Γιατί μετά θα έρθεις και θα αρχίσεις πάλι τα σεντόνια, τις κουβέρτες και τα σχετικά. Και είναι και εθιστικά.. και επειδή έχω και δουλειές δεν μπορώ να διαβάζω και τα βιβλία μου και τα σεντόνια σου. Και μένουν αδιάβαστα τελικά αδιάβαστα τα βιβλία μου...
Όχι κύριε... δεν το δέχομαι! Να πάτε στην Κούβα, να πάρετε ένα μοτοσακό, να καθήσετε ενα 3μηνο, να γράψετε το Diarios de motocicleta 2 και να μας αφήσετε να διαβάσουμε και τίποτα άλλο! Αμάν πιά!
ΥΓ. Καλά να περάσετε και μην ξεκινάτε τα mojito πριν τις 10 το πρωί, μπορεί να σας καθήσουν στο στομάχι.
Atron, έχεις κανένα γνωστό στο Κόμμα να μας κρατήσουν; Ας μείνουμε εμείς 3 μήνες Κούβα και όχι μόνο τα ημερολόγια μοτοσυκλέτας νο.2 -μέχρι και το ημερολόγιο μιας παρθένας θα σου γράψω εγώ. Άντε, του χρόνου μαζί -bloggoσυνάντηση στην πλατεία της Επανάστασης.
Gimmick -noir σε δυο ρόδες; Ducati Mostro 650. Το βρήκα; Όχι ε; Καλά.
σιγα μην θες να μεινεις και σου πουνε οχι. οσο θες μενεις
και επειδη δεν μ'αρεσουν οι απειλες θα κανονισω να φυγω για κουβα την επομενη μετα την αφιξη σας στο el venizelos.
και ετσι και γλυτωσεις το εγκεφαλικο εμενα να με πεις καμιλο σιενφουεγος ντε καϊμιτο.
την ξερω την αισθηση της επιστροφης απο κει και δεν εχω ζησει χειροτερη - επιστροφη.
αλλα σου μενει η σπιντα κανα εξαμηνο....
καλα να περνατε και αναψτε μου και ενα κερακι στον αϊ νικολα, χαχαχαχα
Σαν πολλά να ξέρεις εσύ πουλάκι μου. Άστα η επιστροφή -ποιά σπίντα; Μέσα στη δυστυχία γυρίσαμε τις προάλλες, είμασταν έτοιμοι να σκοτώσουμε δι' ασήμαντον αφορμήν. Άμα πας αμέσως μόλις γυρίσουμε θα σε καταραστώ ρε -και είμαι και Σαββατογεννημένος (Τρίτη δηλαδή έχω γεννηθεί, αλλά δεν τα πιστεύω έτσι κι αλλιώς, οπότε κάνει το ίδιο).
Και κλείνω με μια προτροπή για τους κυρίους κυρίους marquee de mud και sigmund01: Εντάξει ρε παιδιά, δεν έχετε χρόνο ν΄ανοίξετε blog. Γιατί δεν κάνετε μια εγγραφή στο bloghood (το έχω link δεξιά), να έχετε τον χώρο σας (να μπορείτε να δεχτείτε κι έναν πελάτη), να μας βρίσκετε και πιό εύκολα; Άντε, ανάποδοι άνθρωποι.
Κάτω τα χέρια απο το Mostro... Με έχει στοιχειώσει από τότε που βγήκε...
"Φιλαράκο, πόσα πιάνει η Ντουντούκα?"..
Άλλη φάση να αλλάζεις τις 3 πρώτες ταχύτητες με τον μπροστινό τροχό 2 χιλιοστά από το έδαφος.. (μιλάει ο 29χρονος που δεν έχει δίπλωμα και έχει να οδηγήσει παπί από το λύκειο...)
Για μίλα λίγο με τη nimbus ξένοιαστε
καλό ταξίδι παιδάκια!!!!!!
καλά να περάσετε!!!!
φιλιάαααααααααααααααα!!
υ.γ. έστειλα ένα μέιλ, πάνε μέρες, αλλά μάλλον κάποιο λάθος έκανα. ο γκούτι δεν ενδιαφέρθηκε για το κονέ που λέγαμε κι έτσι χάνει το ούζο. δεν αποκλείεται να τον πετύχετε σε κανα παράλιο...
Μην αγχώνεσαι καλό μου -αυτός χάνει. Όταν γυρίσουμε θα σου φέρουμε (μαζί με το λεξικό) ένα συγγραφέα νεότερο και ομορφότερο να τον μεταφράζεις. Και δεν εννοώ πως θα σου φέρουμε βιβλία. Τον συγγραφέα τον ίδιο θα σου φέρουμε.
Πολλά φιλιά κι από εμάς.
Υ.Γ.: Τώρα να σου πω οτι θα συναντηθούμε για ένα αποχαιρετιστήριο ουζάκι στον καπετάν Μιχάλη στις 4 σήμερα; Υπάρχει ελπίδα; Στην υποθετική εκείνη περίπτωση, θα σε περιμέναμε με χαρά.
MOTTOΣAKE>>
Δεν παίζεσαι. Γιατί δεν μπαίνεις στο monitor καλέ μου άνθρωπε να σε χαίρονται κι άλλοι?
Άσε, τι μου θύμισες τώρα -πονεμένη ιστορία. 420 αιτήσεις έχω κάνει και όλο στην αναμονή με έχουν. Μια μου λείπουν χαρτόσημα, την άλλη γραμματόσημα. Γι' αυτό κι εγώ εμφανίζομαι στο monitor μέσω του bloghood (σύστημα: πονηρός ο βλάχος). Ρίξε μια ματιά κι εκεί (δεξιά στα links μου).
Καλά, με αποτελείωσες σήμερα με την οικογένεια Buckley. Μιλημένη είσαι κοπέλα μου και χτυπάς τις μονομανίες της οικογένειάς μου;
symmetoxes gia Kaptan mixal den vlepw...
re oi 2 mas tha maste;;
tha mas vroun teza oi BFamily;;
Δε βαριέσαι -λίγοι και καλοί (όλο και κάτι θα μαζευτεί στο τέλος).
ela nte... olo ligoi leme kai olo me 3 trapezia kataligoume.
ante kai den pernaei i wra....
THELW NA FYGWWWWWW
Gode σταμάτα να στέλνεις απειλιτικά email γιατί αντί για φλοάκι θα σου στείλω την mogwai! Θα έρθω, απλά δεν είμαι σίγουρος για την ώρα που θα σκάσω.
Γαμώτο , βούρκωσα και με βλέπουνε.Τελεία.
Ωωωω!!!
θα σας περιμένω εναγωνίως, κι εσάς και το συγγραφέα! Mi casa es su casa να του πείτε! (Στην ωραία τη σοκολατένια την απόχρωση θα τον ήθελα παρακαλώ. Όχι τίποτ' άλλο, αυτοί γράφουν καλύτερα, το 'χω μελετήσει το θέμα... :-)
καλό ταξίδι και πάλι!!!
Υ.Γ. Στις 4 σήμερα;;;; Χε χε χε. Πιο εύκολα έρχομαι στις 4 του μήνα στην Αβάνα!
Ρεμάλια, άντε να μαζευτούμε να μας χαιρετήσετε, να μην πάμε άκλαφτοι.
unapatatras αυτό για τις 4 του μήνα στην Αβάνα είναι δέσμευση ή μακέτο; Να ξέρω που θα παραδόσω τον μουλάτο.
Εσύ παιδί μου, sorry girl, τι έπαθες και βούρκωσες;
μακάρι να 'ταν δέσμευση...
άμα βολεύει όμως και για να μη σας βαραίνει το παιδί, στείλτε τον απέναντι στην Playa del Carmen, να τον παραλάβω κατά τις 10 του επόμενου μηνού :-)
άντε και καλή αντάμωση!
Φίλτατε καλό ταξίδι (πάλι!!!)
Θα σκεφτώ την προτροπή σου κατά την διάρκεια της απουσίας σου!
Καλά να περάσετε :)
"Hasta la vista baby"
θυμήθηκα,κατάλαβα,βίωσα.τελεία!
δεν εχω καταλαβει τι ακριβως με προτρεπεις να κανω, αλλα αρνουμαι.χα
εγω παλι σε προτρεπω να πιεις μια santeria για παρτη μου -το τσιπουρο τους , ξερεις- και να καθισεις στη malecon χαζεμενος να κοιτας το κατι με μια στιγμιαια ζαλαδα σαν αυτη την περιεργη που νιωθεις οταν δοκιμαζεις τα γυαλια του θεογκαβου φιλου, που καλυτερα να τα νοικιαζε ανα δεκαπενταλεπτο, στην ομονοια σε τιποτα χαρμανηδες, παρα που τα 'χει απρακτα να του βαραινουν την μυτη.
τετοια ευτυχια...
καλα ταξιδια.
marquee de mud>>
"τα γυαλια του θεογκαβου φιλου, που καλυτερα να τα νοικιαζε ανα δεκαπενταλεπτο, στην ομονοια σε τιποτα χαρμανηδες, παρα που τα 'χει απρακτα να του βαραινουν την μυτη"
xaxaxa
έπεσα σε γιάφκα συγγραφικής φλέβας και χιουμοριστικής δεινότητας.
Πόσο χαίρομαι που πέρασα από 'δω... Και αν σκεφτείς, ΜΟΤΟΣΑΚΕ, ότι τα κύματα του κυβερνοχώρου με ξέβρασαν στην ακτή σου από το blog του (θα το γράψω officialy) Jesusfuckintitts, τι θα πεις;
Αγαπητή Μανταλένα, χαιρόμαστε όλοι που σε έχουμε στην παρέα μας. Οι κύριοι που διάβασες αποπάνω έχουν ένα καλό και ένα καλό: Το καλό είναι οτι γράφουν φοβερά καλά. Το κακό είναι οτι δεν γουστάρουν να στρώσουν τον κώλο τους ν' ανοίξουν blog. Γι΄αυτό τους έχω εδώ -ανεβάζουν τις μετοχές μου.
Τώρα, το οτι πέρασες λόγω του Jesus, εντάξει, ας μην το κάνουμε θέμα -ακόμα κι εγώ έχω μερικές μικρέα ατέλειες, δεν ανέχομαι τα μπατόν σαλέ, ας πούμε.
Πάντως, ο jesus με τον jean γαμάνε και δέρνουν -εντάξει;
sigmund ευχαριστώ για τις ευχές, σκέψου το σοβαρά και θα τα πούμε σύντομα.
Εσύ ρε marquee είσαι ένα αντιδραστικό ρεμάλι. Πρώτα λες όχι και μετά ψάχνεις το θέμα. Γι' αυτό σε πάω.
sorry, ευχαριστώ πολύ.
unapatatras καλή αντάμωση σύντομα.
Σε όλους σας εδώ μέσα: Να προσέχετε και να περάσετε καλά. Εντάξει;
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!