Δευτέρα, Ιουνίου 26, 2006

Ο κύριος της δύσης

Αυτή είναι μια ιστορία που άκουσα ανάμεσα σε αστραπές. Ήταν μεσημέρι, ο ουρανός πρέπει να ζύγιζε ίσα με 800 κιλά, η υγρασία στην Αβάνα είχε γίνει πηχτή σα γιαούρτι –αλλά όχι το ίδιο δροσιστική. Με τέτοια μαυρίλα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο, παρά να περιμένεις τη βροχή. Κι αυτό έκανα, με ένα πούρο στο αριστερό χέρι και μια κούπα καφέ στο δεξί –τουρίστας πλήρους απασχόλησης.

Η Ντιάνα παράτησε το βιβλίο της –ήταν δύσκολο να διαβάζεις ενώ οι βροντές γκρέμιζαν παραθυρόφυλλα. Έτσι πιάσαμε την κουβέντα -για τη γειτονιά. Με τα πολλά, φτάσαμε σε αυτούς που έμεναν γωνία 19ης και 28ης –ήταν ένα σπίτι τεράστιο, με αετώματα πάνω από τις πόρτες και κολώνες ολόγυρα. Ήταν. Και, έμεναν. Πριν από χρόνια. Γιατί τώρα το σπίτι ρήμαζε –ο κήπος ζούγκλιαζε και η πόρτα κρεμόταν από τους αρμούς.

Όχι ότι ήταν ακατοίκητο –μπορούσα να δω κάτι μαυράκια να χτυπάνε τη μπάλα με ένα μπαστούνι του μπέιζομπολ ή κάτι τέλος πάντων που έμοιαζε με μπαστούνι του μπέιζμπολ. Αλλά, πριν χρόνια έμενε εκεί μια οικογένεια Ιταλο-κουβανών, καλοί άνθρωποι, είχαν και δυο παιδιά..

«Ο πατέρας», μου είπε η Ντιάνα, «είχε μια πιτσαρία στη Λίνεα, κοντά στον κινηματογράφο Τριανόν –παλιό μαγαζί, υπήρχε πριν την Επανάσταση και πέρναγε από γενιά σε γενιά. Έφτιαχνε πίτσες, δηλαδή όχι αυτός –η μητέρα με τη γιαγιά δούλευαν στους φούρνους και τα παιδιά βοηθούσαν, τα καλοκαίρια που έκλεινε το σχολείο και μεγάλωνε η πελατεία. Ήσυχοι άνθρωποι και τα παιδιά τους –ένα αγόρι κι ένα κορίτσι -όμορφα παιδιά. Το κορίτσι ήταν ανήσυχο από μικρό –κυκλοφορούσε στη γειτονιά με βαμμένα νύχια –χέρια, πόδια –και γίνονταν καυγάδες από την πιτσιρικαρία για να της τραβήξουν την προσοχή. Αυτή, όσο τα έβλεπε, τόσο έπαιρνε θάρρος και δώστου κούνημα και βάψιμο και χτένισμα –μικρό κορίτσι. Το αγόρι ήταν αλλιώτικο. Ήσυχο παιδί, έπαιζε μάλιστα και καλό μπέιζμπολ, πίτσερ ιδίως –και κουόρτερ μπακ άμα χρειαζόταν. Είχε δυνατά χέρια και έκοβε το μάτι του. Και τι μάτι, άλλο πράγμα! Γαλανομάτης κι όπως ήταν μαυρισμένος, έδειχναν ακόμα περισσότερο τα μάτια του. Πολλές φορές άκουγα τη γιαγιά να του λέει (ειδικά τα πρωινά, που τον ξύπναγε για το σχολείο): Καμπρίτο, από τα μάτια σου βγαίνει ο ήλιος, το πρωί.

Η οικογένεια έβγαζε καλό χαρτζηλίκι από την πιτσαρία και τα παιδιά μεγάλωναν άνετα. Μέχρι που ήρθε η Ειδική Περίοδος. Τότε που διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, κατέρρευσε το μπλοκ μέσα σ’ ένα χρόνο και έμεινε η Κούβα χωρίς αγορές για τα προϊόντα της. Χωρίς εξαγωγές και με εισαγωγές μόνο από Κίνα –τα πράγματα δυσκόλεψαν. Έσφιξαν και οι Αμερικάνοι το εμπάργκο, τα τρόφιμα χάθηκαν από την αγορά, φάρμακα έβρισκες μόνο παράνομα, η βενζίνη εξαφανίστηκε. Έμεινε η Κούβα με τα δικά της προϊόντα, αλλά πόσο μάνγκο και παπάγια να φας πια; Και το κρέας λιγοστό –με το δελτίο. Όλα με το δελτίο. Ο πρώτος χειμώνας ήταν αφόρητος, ήρθαν μετά και οι τυφώνες, καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής ζάχαρης –τα εργοστάσια δεν είχαν ενέργεια για να λειτουργήσουν, τα σπίτια είχαν ρεύμα σπανίως και το απαρχαιωμένο δίκτυο υδροδότησης έχανε από χιλιάδες ραγισμένους σωλήνες.

Η ζωή στην Αβάνα ήταν αφόρητη, ξαναβγήκαν τα ποδήλατα στους δρόμους , το ωτο-στοπ έγινε θεσμός με τη συμπαράσταση του κράτους, εμφανίστηκε κι ένα καινούργιο είδος λεωφορείων –αυτά που προσαρμόζονται βαγόνια με ρόδες πάνω σε τράκτορα νταλίκας και οι Κουβανοί τα λένε καμήλες. Η οικογένεια δυστυχούσε παρέα με την υπόλοιπη χώρα.

Οι δουλειές στην πιτσαρία πήγαιναν κατά διαόλου –που να βρεθούν χρήματα για πίτσα; Εδώ, μέχρι και ο κινηματογράφος, το Τριανόν, έπαιζε κάτι επαναλήψεις για 5-6 άτομα, φίλους και γνωστούς. Τα παιδιά σταμάτησαν να δουλεύουν σα σερβιτόροι –ο πατέρας έφτανε και περίσσευε. Είχαν τελειώσει και το σχολείο, η κόρη πήγαινε σε μια σχολή για να γίνει υπεύθυνη πωλητηρίου τουριστικών ειδών και ο γιός πέρναγε τις τελευταίες μέρες της θητείας του. Η θητεία στην Κούβα είναι υποχρεωτική, αλλά δεν λογαριάζεται μόνο ο στρατός. Μπορείς να κάνεις τη θητεία σου στην αστυνομία, ή στην πυροσβεστική –δυο χρόνια κι αν αποφασίσεις να μείνεις περισσότερο, έχεις μετά δικαίωμα να μονιμοποιηθείς ή να παραιτηθείς και να μπεις στο Πανεπιστήμιο. Ο γιός ήθελε να σπουδάσει, αλλά δεν μπορούσε να βλέπει τους γονείς του στην ταλαιπωρία. Κι όπως τον είχαν φροντίσει από μικρό –αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά μίλαγε το παιδί, σε καλό επίπεδο -παραιτήθηκε κι άρχισε να ψάχνει δουλειά σε ξενοδοχείο.

Γιατί τότε, μέσα στην κορύφωση της Ειδικής Περιόδου, η κυβέρνηση είχε την ιδέα να εκμεταλλευτεί τις τουριστικές προοπτικές του νησιού. Συνεργάστηκε, το λοιπόν, με κάτι γαλλικές και ισπανικές εταιρείες, άνοιξαν αλυσίδες ξενοδοχείων, αναπτύχθηκε τουριστικά το κέντρο -πήραν τα πάνω τους και τα ιστορικά Κουβανέζικα ξενοδοχεία… Οι τουρίστες άρχισαν να έρχονται μαζί με χρήματα. Και όλοι ήταν έτοιμοι να τους υποδεχτούν. Όταν ο μέσος μισθός άγγιζε τα 180 Κουβανέζικα πέσος, ένα φιλοδώρημα 2 δολαρίων ήτανε μεγάλη υπόθεση –ένα δολάριο αντιστοιχούσε σε 30 πέσος τότε.

Πήγε, που λες, το παιδί, έκανε αιτήσεις στα ξενοδοχεία, πέρασε από συνεντεύξεις και τεστ –τον είδαν, όμορφο παλικάρι, ψηλό μ’ εκείνα τα μάτια που μαγνήτιζαν –τον πήραν στο Ξενοδοχείο Κοπακαμπάνα. Σερβιτόρος και μετά βλέπουμε. Γύριζε το παιδί με το λευκό του πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι τα μεσημέρια κι όταν πετύχαινε τους πιτσιρικάδες να παίζουν σταματούσε επιτόπου. Έβγαζε προσεκτικά το πουκάμισο, το δίπλωνε και μετά έριχνε κάτι μπαλιές στον μπάτερ της γειτονιάς –μέχρι που ο πιτσιρίκος παρατούσε το ρόπαλο και έμπηγε τα κλάματα. Το παιδί του έλεγε: μη στεναχωριέσαι βρε, πρέπει να μάθεις το κόλπο, κάθε πίτσερ πετάει με συγκεκριμένο τρόπο –άμα τον βρεις δεν πρόκειται να σου περάσει μπαλιά.

Και έψηνε τον πιτσιρίκο να ξαναπιάσει το ρόπαλο και πάλι από την αρχή. Μέχρι που τον έπαιρνε χαμπάρι η μάνα του και έμπηγε τις φωνές. Έλα μέσα παιδάκι μου, έλα να φας και να πλυθείς, σε δυο ώρες ξαναφεύγεις για τη δουλειά. Και στις γειτόνισες που κοίταζαν από τα παράθυρα χαμογελούσε –ποτέ δεν θα μεγαλώσει αυτό το παιδί, έλεγε η μητέρα.

Έτσι περνούσε ο καιρός και οι Κουβανοί πεινούσαν. Πεινούσαν και έκαναν υπομονή. Όχι όλοι –ας πούμε η αδελφή του παιδιού μπλέχτηκε με έναν τουρίστα. Ήταν ένας χοντρός, ασπρουλιάρης Γερμανός κι αυτή μια κοπελάρα μέχρι εκεί πάνω –αλλά της γυάλισαν τα λεφτά. Της φούσκωσε τα μυαλά ο Γερμανός, ότι θα την παντρευτεί και θα φύγουν μαζί από το νησί, κάθε βράδυ την πήγαινε σε καμπαρέ, στα καλύτερα εστιατόρια έτρωγαν, αυτά που οι Κουβανοί τα έβλεπαν μόνο απέξω –άντε, μερικοί πήγαιναν και μέχρι την κουζίνα για να καθαρίσουν τα αποφάγια.

Όταν το μάθανε οι γονείς έπεσαν να πεθάνουν. Η δική μας η κόρη χινετέρα; Να πηγαίνει με τουρίστες και να έρχεται στο σπίτι με τσιγάρα εισαγωγής και σαπουνάκια ξενοδοχείων; Δυο μέρες έκαναν να ξεμυτίσουν από το σπίτι, ούτε το μαγαζί δεν άνοιγαν. Τους είδε σε τέτοια χάλια το παιδί, ενδιαφέρθηκε κι έμαθε. Βράδυ ήταν, το θυμάμαι γιατί ακούστηκαν κάτι φωνές και μετά το παιδί πέρασε όλη τη νύχτα στο δρόμο –πέταγε τη μπάλα στο φράχτη εδώ απέναντι, όλη η γειτονιά ξαγρύπνησε, αλλά κανένας δεν του μίλησε –ήταν βλέπεις καλό παιδί, δεν είχαμε τσαντιστεί, περισσότερο ανησυχούσαμε που τον βλέπαμε έτσι.

Κι αυτός δώστου να πετάει την μπάλα και να την ξαναπιάνει, περίμενε την αδερφή του μέχρι τα ξημερώματα. Θα ήτανε γύρω στις 5 το πρωί όταν ήρθε αυτή. Την έφερε ένα αυτοκίνητο με τουριστικές πινακίδες -ο Γερμανός ήταν; Άλλος; Δεν ξέρω. Έριξε μια δυνατή το παιδί, κόντεψε να τρυπήσει τον φράχτη –να εκεί απέναντι είναι, ακόμα φαίνεται κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Έπιασε την αδερφή του από τους ώμους και κάθησαν κάτω από εκείνο το δέντρο. Μι ερμάνα, της έλεγε, θυμάσαι τότε που παίζαμε παρέα; Θυμάσαι που λέγαμε ότι θα γίνω διάσημος πίτσερ και θα με πάρουν στους Ινταστριάλες; Κι εσύ θα έρχεσαι στις κερκίδες και στον κρίσιμο πόντο του τελικού θα γυρίσω να σε δείξω και να σε χαιρετήσω με το καπέλο; Τι έγινε και άλλαξες; Τι θέλεις εσύ με τους τουρίστες; Δεν καταλαβαίνεις πως θα κάνουν τη δουλειά τους και θα φύγουν κι εσύ θα μείνεις εδώ –να σε ψήνουν τα λόγια του κόσμου;

Αλλά αυτή, αμετανόητη. Δεν θα κάτσω εγώ να πεθάνω μαζί σας, του έλεγε. Δεν αντέχω άλλη πείνα, δεν αντέχω τη στέρηση. Θα τον παντρευτώ το Γερμανό –κι αν δεν είναι αυτός θα είναι κάποιος άλλος. Κάποιος θα βρεθεί να με πάρει από αυτή την ποντικότρυπα, γιατί εγώ θέλω να ζήσω. Όπως ζουν έξω και όχι να με γκαστρώσει κανένας Κουβανός για να πεινάω αγκαλιά με 5-6 παιδάκια. Άσε που θα σας βοηθήσω μι ερμάνο. Κι εσένα και τους γέρους. Θα σας στέλνω τσεκ απέξω –τι νομίσατε, ότι θα σας ξεχάσω; Οικογένειά μου είσαστε.

Παραμύθια μου λες μουτσατσίτα, φώναξε το παιδί και σηκώθηκε απότομα. Θα κάνουν τη δουλειά τους και θα σε παρατήσουν. Και θα καταλήξεις σαν τις χινετέρες της Μαλεκόν –θα πηγαίνεις με τους ξένους για ένα πιάτο φαϊ. Αυτό θα γίνει και το ξέρεις!

Πήγε κάτι να του πει αυτή, αλλά δεν τον πρόλαβε. Χάθηκε τρέχοντας το παιδί προς την 23η. Ο φίλος του, ο γιός της Χούλιας –εδώ πιο κάτω μένει, μας είπε μετά από μια βδομάδα ότι τον είχε πετύχει στη Μαρίνα Χέμινγουεη μεθυσμένο να μουρμουρίζει: φούλας, φούλας. Έτσι λένε, μεταξύ τους, τα χρήματα οι Κουβανοί.

Έκανε μια βδομάδα να γυρίσει σπίτι –αλλά στη δουλειά πήγαινε το παιδί. Κάθε μέρα, στην ώρα του, που πλενόταν, που ξυριζόταν; Κανείς δεν έμαθε. Πάντως, όταν πήρε τον μισθό του γύρισε σπίτι και έδωσε λεφτά στους γονείς του –όλη η οικογένεια έκανε πως δεν έτρεχε τίποτα, με την αδερφή του τα ίδια –μιλούσαν τυπικά, γελούσαν, όχι όπως παλιά και απέφευγαν τις δύσκολες κουβέντες. Όλους τους βασάνιζε η κατάσταση, βλέπαμε συνέχεια αναμμένο το φως στην κουζίνα, αλλά όταν έβγαινε η κοπέλα από το αυτοκίνητο με τις τουριστικές πινακίδες –το φως έσβηνε.

Η ιστορία έτρωγε την οικογένεια σαν τον καρκίνο, μέχρι που εμφανίστηκε η Ροζίτα. Τι Ροζίτα δηλαδή –μαύρη, μαύρη, μαύρη σαν το τηλέφωνο ήταν η κοπελίτσα. Δούλευε μαζί με το παιδί στο ξενοδοχείο, όμορφη ήταν, με δέρμα σαν έβενο –την ερωτεύθηκε το παιδί. Κι αυτή –τρελή μαζί του, πάνω στις τρεις βδομάδες εμφανίστηκαν εδώ –στο σπίτι, να γνωρίσει η Ροζίτα την οικογένεια του παιδιού. Εγκεφαλικό τους ήρθε στους γονείς. Εντάξει, σου λέει, η κόρη χινετέρα -η πρώτη είναι ή η τελευταία; Άσε που μπορεί να παντρευτεί κανέναν τουρίστα και να σωθεί. Ντροπή, αλλά συνηθίσαμε πια. Αλλά η μαύρη; Βρε παιδάκι μου, τον έπιασαν όλοι μαζί το ίδιο βράδυ, βρε αγόρι μου, εσύ –τόσο όμορφο παιδί, εσένα που ο ήλιος βγαίνει κάθε πρωί στα μάτια σου, τι να την κάνεις τη μαύρη; Βρε θα κάνετε μαύρα παιδιά, το ξέρεις; Θα χαλάσει η ράτσα μας βρε –εμείς είμαστε Ιταλοί από τους παππούδες μας –τι να τα κάνουμε τα μαυράκια; Τέτοια εγγονάκια θα μας φέρεις βρε; Δε λυπάσαι τη γιαγιά σου; Έχει και γλαύκωμα –βρε ούτε να τα δει δεν θα μπορεί τα παιδιά σου!

Τι μου λέτε τώρα; νευρίαζε το παιδί. Εδώ που ζούμε, όλοι ένα είμαστε. Λευκοί, μουλάτοι, μαύροι, τσίνος. Και σιγά τους Ιταλούς παππούδες. Γουαχίρος ήτανε, δεν θυμάμαι εγώ που πηγαίνουμε συνέχεια στο υπόλοιπο σόι στη Μανικαράγουα; Γουαχίρος λένε τους λευκούς χωρικούς, στην Κούβα. Και εδώ στην Αβάνα είναι σνομπ ο κόσμος –άλλη χώρα η Αβάνα και άλλη η επαρχία, θα το ακούσεις πολλές φορές να το λένε. Τέλος πάντων, τι γκρίνια έφαγε το παιδί –τι για την αδερφή του που πήρε τον κακό δρόμο του είπαν, ήρθαν οι συφορές και ενώθηκαν για να πλακώσουν τους γονείς –άρχισαν νέοι καυγάδες στο σπίτι, αλλά το παιδί αμετάπιστο. Εγώ την αγαπάω κι αυτή με λατρεύει και είναι καλή –καλύτερη απ’ όλους σας. Κι εσείς είσαστε ρατσιστές και αντεπαναστάτες τελικά. Κρίμα που δεν πήγατε σχολείο μετά την Επανάσταση, ν’ ανοίξουν τα μάτια σας. Και μου λέτε όλο μιέρδας τώρα –παρατήστε με ήσυχο.

Η οικογένεια είναι σαν το σφουγγάρι –όλα τα ρουφάει, όλα τα καθαρίζει –όπως το σφουγγάρι κάνει με τα απόνερα. Τίποτα δεν χάνεται, όλα μέσα στην οικογένεια μένουν, αλλά και τίποτα δεν φαίνεται απέξω. Έτσι έγινε κι εδώ. Η γειτονιά έβλεπε την οικογένεια αγαπημένη –πίσω από την πλάτη τους ψιθύριζαν για τα αυτοκίνητα που έφερναν την κόρη, αλλά μπροστά τους –κουβέντα. Και τη Ροζίτα, έκαναν κουράγιο, έκλεισαν τα μάτια και τη δέχτηκαν οι γονείς. Μη σου πω ότι πολλές φορές ήταν χαρούμενοι μαζί της, γιατί η Ροζίτα όλο τραγούδαγε και χόρευε –από δουλειές και μαγείρεμα, λίγα πράγματα –αλλά μέσα στο κέφι ήτανε πάντα. Και τους έλεγε μαματσίτα και πάπα και όλο τους αγκάλιαζε –άλλες φορές στράβωναν τα μούτρα οι γονείς, αλλά τις περισσότερες χαίρονταν. Γιατί το παιδί τους ήταν ευτυχισμένο και η Ροζίτα τον λάτρευε και το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία. Μερικές φορές βέβαια το παραέδειχνε, αλλά κι αυτό συνηθίζεται.

Εκείνος ο Αύγουστος ήτανε ανέλπιστα καλός για όλους τους. Το Τριανόν είχε πάλι κόσμο, μαζί του γέμιζε και η πιτσαρία. Η κόρη είχε φέρει έναν Ισπανό που της έκανε επίσημη πρόταση γάμου. Καλός ήταν –λίγο γέρος μόνο, πενηντάρης κι αυτή με το ζόρι είκοσι –αλλά δε βαριέσαι; Έδειχνε να την αγαπάει κι αυτή ήταν ξετρελαμένη μαζί του. Και μιλούσε σοβαρά –μέσα στον επόμενο μήνα θα γινόταν ο γάμος. Αλλά το καλύτερο απ’ όλα είχε τύχει στο παιδί. Γιατί οι καλοί άνθρωποι πάντα βρίσκουν την άκρη και το παιδί ήταν καλό, άγγελος σωστός. Γνώρισε λοιπόν έναν Ιταλό –είχε έρθει με τον πατέρα του αυτός, έμεναν στο Κοπακαμπάνα και ετοιμάζονταν να ανοίξουν ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στο Βεδάδο. Και οι δυο Ιταλοί είχαν κατασυμπαθήσει το παιδί –μέχρι που μια μέρα τους έφερε εδώ, στο σπίτι, να γνωρίσουν τους δικούς του –αυτοί είδαν Ιταλούς, αδέρφια, ομοεθνείς και χάρηκαν πολύ. Δανεικά πήραν από τη γειτονιά για να τους κάνουν τραπέζι αρχοντικό.

Και όλο έλεγε ο Ιταλός πως θα ανοίξουν ξενοδοχείο και το παιδί θα γινόταν διευθυντής και ο πατέρας, σεφ στην πιτσαρία –γιατί, τι ιταλικό ξενοδοχείο θα ήταν χωρίς πιτσαρία; Μέχρι το βράδυ, είχε γεμίσει η αυλή με χιλιάνικα μπουκάλια κρασιών –όλα άδεια. Χόρευε και η Ροζίτα, χάρηκε η γειτονιά που επιτέλους άρχιζε να καλυτερεύει η ζωή των ανθρώπων.

Γιατί εμάς ο τουρισμός μας έσωσε στη δυσκολία. Αν δεν ήταν οι τουρίστες θα είχαμε θανάτους και επιδημίες. Γι’ αυτό και όλοι εκτιμάνε τους τουρίστες στην Κούβα. Να μην τα πολυλογώ, έτσι πέρασε ο Αύγουστος και μπήκε ο Σεπτέμβρης. Στο σπίτι ήταν όλοι αγχωμένοι –ετοιμάζονταν για το γάμο της κόρης με τον Ισπανό. Το παιδί είχε βρει ένα διαμέρισμα στο κέντρο, χρειαζόντουσαν κάτι διατυπώσεις και μετά θα έμενε μαζί με τη Ροζίτα. Θα παντρεύονταν κιόλας, ήθελε μωράκια η Ροζίτα κι αυτός δηλαδή –μέχρι και οι γονείς είχαν συνηθίσει και τους πείραζαν: Άντε, βάλτε μπροστά, να δούμε εγγονάκια, τόσα στρέμματα αυλή έχουμε, να μην πηγαίνει άχρηστη. Άντε να δει δισέγγονα και η γιαγιά πριν κλείσει τα μάτια της. Ήτανε σχεδόν τυφλή η γιαγιά από το γλαύκωμα –θα τα άκουγε περισσότερο, σιγά μην τα έβλεπε, αλλά καλύτερα –δεν θα διέκρινε τη μαυρίλα τους.

Εκείνο το πρωινό, το Κοπακαμπάνα ήταν αρκετά θορυβώδες. Κάποιοι τουρίστες γιόρταζαν στην παραθαλάσσια τραπεζαρία –είχαν ξεσηκώσει τον κόσμο. Ευτυχώς ήρθε ο σεφ και έστειλε το παιδί στο μπαρ. Σε ζητάει ένας φίλος σου, του είπε. Το παιδί παραξενεύτηκε. Γιατί το ξενοδοχείο ήτανε αυστηρό –δεν επιτρέπονταν φίλοι, παρέες και τέτοια. Μέχρι και οι γονείς του δίσταζαν ακόμα και να τον πάρουν τηλέφωνο. Ήτανε σοβαρό το ξενοδοχείο. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει στον ήλιο, οπότε, όταν μπήκε στο μπαρ, δεν έβλεπε τίποτα. Με το ζόρι ξεχώρισε τον μικρό τον Ιταλό –μικρός, λέμε τώρα, μεγαλύτερος από αυτόν ήτανε, τέλος πάντων. Ο Ιταλός σηκώθηκε από το τραπέζι του και άνοιξε μια αγκαλιά τεράστια. Χαμογέλασε το παιδί, βιάστηκε να περάσει τη μπάρα για να βρει το φίλο του. Εκείνη τη στιγμή άκουσε έναν τρομακτικό θόρυβο και μετά μια λάμψη τον τύφλωσε. Γι’ αυτό δεν είδε το επιδαπέδιο τασάκι, στα πλάγια του, να ανατινάζεται –ούτε τα κομμάτια του μέταλλου που πετάχτηκαν στον αέρα –σαν ξυράφια. Δεν είδε ούτε το κομμάτι που έκοψε την καρωτίδα του Ιταλού, δυο μέτρα πιο μακριά του. Γιατί είχε ήδη λιποθυμήσει.

Αυτά τα είπε το παιδί στο νοσοκομείο, 10 μέρες άντεξε, δεν μπόρεσαν να τον σώσουν οι γιατροί γιατί κομμάτια από το τασάκι του είχαν καταστρέψει τη σπλήνα και το συκώτι. Άσε η αιμορραγία –μούσκεψε το νοσοκομειακό που τους μετέφερε –μαζί με τον Ιταλό. Είχαν πολλούς τραυματίες εκείνη τη μέρα και στο Κοπακαμπάνα και αλλού. Ήτανε 4 Σεπτεμβρίου και έσκασαν βόμβες στη Μποντεγκίτα, στο Τρίτον, στο Σατώ Μιραμάρ, παντού βόμβες.

Ήτανε ένας από το Σαλβαδόρ, πληρωμένος από τη συμμορία του Ποσάδα Καρίγιες. Βγήκε μετά από μερικές μέρες και το παραδέχτηκε, το κάθαρμα, πως αυτός είχε κανονίσει να μπουν οι βόμβες για να χτυπήσουν τον τουρισμό στην Κούβα. Βγήκε και είπε στη συνέντευξη πως λυπάται για τα θύματα, αλλά ήταν πολεμικές ενέργειες αυτές και δεν επρόκειτο να σταματήσουν. Για τον Ιταλό είπε ότι: βρέθηκε τη λάθος στιγμή σε λάθος μέρος κι όταν τον ρώτησαν, δήλωσε πως δεν είχε καθόλου τύψεις για ότι έγινε –και το ίδιο βράδυ κοιμήθηκε σα μωρό. Το κάθαρμα. Για το παιδί δεν είπε κουβέντα.

Τον πληρωμένο δολοφόνο από το Σαλβαδόρ, αυτόν που έβαλε τη βόμβα στο τασάκι, τον έπιασαν το ίδιο απόγευμα. Παραδέχτηκε ότι πήγε στο μπαρ, παράγγειλε μια Μπουκανέρο, μετά πήγε στην τουαλέτα, ενεργοποίησε τη βόμβα , να σκάσει σε 45 λεπτά και ,όταν δεν τον έβλεπαν, την έβαλε μέσα στο επιδαπέδιο τασάκι. Έτσι έγιναν τα πράγματα.

Ήτανε 14 Σεπτεμβρίου όταν παρέδωσε το παιδί. Η γιαγιά του πρόλαβε να δει τον ήλιο να δύει σ’ εκείνα τα γαλάζια μάτια που έμειναν σκέτο γυαλί. Μετά πέθανε από τον καημό της η γριούλα -σε λίγο καιρό την ακολούθησε και η μάνα του παιδιού. Ο γάμος αναβλήθηκε για ένα χρόνο –αλλά τελικά έγινε και το ζευγάρι ζει τώρα στην Ισπανία. Η κόρη προσπαθεί να πάρει και τον πατέρα της μαζί –αλλά μάταια. Αυτός αντάλλαξε το σπίτι του με την οικογένεια που βλέπεις τώρα και πήγε να ζήσει σε ένα άθλιο σολάρ στην παλιά Αβάνα. Πάει κάθε πρωί στην πιτσαρία, την ανοίγει, περιμένει και το μεσημέρι κλείνει. Πελάτες δεν έχει, αλλά αυτός εξακολουθεί να πηγαίνει. Μια φορά που περνούσα, μπήκα μέσα για να τον χαιρετήσω. Με θυμήθηκε, χάρηκε. Μου ζήτησε κιόλας συγνώμη γιατί ο γιός του αργούσε να φέρει κουβέρ. Δεν άντεξα να ξαναπεράσω».

Η Ντιάνα σώπασε, στην κουνιστή καρέκλα της. Σε λίγο μάλιστα, άρχισε να κουνιέται με εκείνο τον επαναληπτικό, γρήγορο ρυθμό που πιάνουν οι Κουβανοί. Είχε αρχίσει να βρέχει, δεν ξέρω από πότε. Με τα τουλούμια. Τροπική βροχή. Κουρτίνες νερού, ανάμεσα σ’ εμένα και τον κήπο. Ανάμεσα σ’ εμένα και τον δρόμο. Ανάμεσα σ’ εμένα και το σπίτι απέναντι, στη γωνιά της 19ης με την 28η. Κουρτίνες αίματος ανάμεσα στους Κουβανούς και τους γείτονές τους. Απέναντι.

35 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

mario είπε...

ούτε κι εγώ sourfoυ αλλά δεν μου πάει να το αφήσω και ασχολίαστο.
πάντως Mboy εσύ και τα σεντόνια σου είστε η τέλεια παρέα με τον απογευματινό καφέ.
γράφεις καλά
καλό απόγευμα.

mmg είπε...

xaristiki voli

aaa vri ooorghh

ZissisPap είπε...

"...από τα μάτια σου βγαίνει ο ήλιος, το πρωί."

Σκέτο ποίημα...
Οι εικόνες παίζουν μέσα στις λέξεις του κειμένου σου...
Ζωντανέψανε όλες οι αισθήσεις μου...
Μπράβο και πάλι!

reservoirdogs είπε...

Δεν προλαβαίνω ρε prince;),το βραδι πια,να το δω και στον ύπνο μου

homelessMontresor είπε...

Ρε ΜΒ κάτι ελαφρύ ζήτησα... με αυτό πιάστηκε το στομάχι μου! Τεσπα καλά έκανες και το πόσταρες, να μαθαίνουμε κ μεις οι νέοι πως ζουν κάποιοι συνομίληκοι μας στον υπόλοιπο κόσμο!

The Motorcycle boy είπε...

sourfou δε χρειάζεται να πεις.
mario ευχαριστώ και πάλι. Όχι μόνο για το σημερινό σου σχόλιο.
mmg λείπει η φάση "α, είχε μείνει ακόμα μία; μήπως σας πέτυχα;"
sigmund και να φανταστείς οτι είναι κολάζ από διάφορες αληθινές ιστορίες και εικόνες.
rd να το δεχτώ κι αυτό. Απλά, αν το ήξερα θα πέταγα και κανα δυο γεροδεμένους μουλάτους μέσα.
montressor μια φορά να σε δω ευχαριστημένη! Τέλος πάντων, κάτι θα κάνω την επόμενη -είσαι και γουρλού, σε θέλω και για την Πρωτοχρονιά για το ρόδι

homelessMontresor είπε...

Είπε ο ΜΒ την Μοντρεσορ γκρινιάρα... κατα το είπε "ο γαίδαρος τον πετεινό κεφάλα!!"

Eu-aggelos είπε...

Δεν ξέρω τί να πω!Ίσως κάποια στιγμή να βρω τις λέξεις.Προς το παρόν σ ευχαριστω!

The Motorcycle boy είπε...

Ευ-άγγελε, μου φαίνεται πως και οι δύο πρέπει να ευχαριστούμε τη Λίτσα.
Montressor παιδί μου είσαι η νέα γενιά στους γκρινιάρηδες. Όταν αποσυρθώ θα αφήσω το πόστ-ο σε καλά χέρια

The Motorcycle boy είπε...

Μελούρα, μην το συζητάς -κατάλοιπα από Κούβα. Βασικά ήθελα να βάλω περισσότερα για την τρομοκρατία, τις βόμβες και όλα τα υπόλοιπα σκατά που τους πετάνε οι Αμερικάνοι -αλλά δεν είχα και πολύ κουράγιο στο τέλος.
Ευχαριστώ για την παλιά ιστορία. Αλήθεια ποιά από τις δυο: Αυτή που είναι εδώ ή την άλλη στο blogs.gr;

Λίτσα είπε...

Εξαιρετικό, βρε. Ό,τι καλύτερο θα μπορούσε κανείς να διαβάσει για την Κούβα.

Tasis Plisis είπε...

Φοβερο.

mmg είπε...

exw na thesw:o pragmatikos mb
vrisketai thamenos stin avana.
o syggrafeas toutounana tou ponimatos einai replicant(& blade runner & road runner beep-beep).

mb,VRISE EPITELOUS!

mmg είπε...

mareseparolitigrinia

The Motorcycle boy είπε...

Λίτσα ευχαριστώ και ελπίζω να ξεμπέρδεψα με την Κούβα (λέμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα έτσι;).
DCD το διάβασες ρε θηρίο; Κάνεις σεντόνια -διαβάζεις σεντόνια και μετά λέει η mmg οτι εγώ αλλαξα!
mmg έχεις δίκιο. Αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς. Βασικά, με πληρώνουν τα κουμμούνια να γράφω δακρύβρεχτα γιατί κρατάνε όμηρους τα 118 πούρα μου. Ελπίζω να μου τα δώσουν -τι σκατά -τόση προπαγάνδα τους έκανα!

mmg είπε...

miza in order

marquee de mud είπε...

gracias



υγ. απ'οτι διαβασα στο cubasi.com 118 πουρα παραδοθηκαν στην πυρα χτες βραδυ.τα δακτυλιδια καπνου ακομα ταξιδευουν πανω απ'το βεδαδο. αντε στη υγεια τους.

The Motorcycle boy είπε...

Α τα παλιοκουμμούνια -τζάμπα πόσταρα. Σαν παιδιά μου τα είχα αυτά τα πούρα -από τον Κόφι Ανάν ναντοβρούν!

Υ.Γ.: Είδα οτι εσύ και το άλλο το ρεμάλι ο sigmund περάσατε και από άλλον της γειτονιάς. Έτσι, από λίγο-λίγο να τους γνωρίζετε γιατί όταν θα τους φάτε στη μάπα live θα είναι αργά.

Mari-R1 είπε...

:'( de mporoyses kai ayti tin istoria na tin exeis vgalei apo to myalo soy?

mmg είπε...

miza not in order anymore :)

ZissisPap είπε...

Ρεμάλι(;)... ίσως... μακάρι...
αχ ωραία χρόνια...
Τι μου θυμίσατε φίλτατε...
Τα τούρκικα άφιλτρα camel...
Το Λούκι... το Dada...
το Αλάσκα... τα μπιλιάρδα της Κυψέλης...
σακίδιο και δρόμος...
κατάστρωμα με αλμύρα...
καπάκια ποτό...
ωραία :)

The Motorcycle boy είπε...

Δυστυχώς Μαριρένα η βασική ιστορία είναι αληθινή. Γύρω στα 80 άτομα νεκρούς κι εγώ δεν ξέρω πόσους τραυματίες έχουν οι Κουβανοί από τρομοκρατικές επιθέσεις. Και ο Ποσάδα Καρίγιες που έχει αναλάβει την ευθύνη έχει άσυλο από την Αμερική. Και δεν φτάνει μόνο αυτό -στείλανε οι Κουβανοί κάτι δικούς τους για να χωθούν στη Μαφία του Μαϊάμι που οργανώνει τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Και οι τύποι απέτρεψαν 3-4 ενέργειες αλλά μετά τους έπιασαν οι Αμερικάνοι και τους έχουν μέσα από 20 χρόνια ως ισόβια. Αυτά για την τρομοκρατία τους πολέμιους και τους υποκινητές της.
sigmund όλα αυτά τα θυμάμαι. Το ερώτημα είναι -εσύ που τα θυμήθηκες με το ποστ μου;

ZissisPap είπε...

Με το "ρεμάλι" τα θυμήθηκα στα σχόλια σου!!!
Το ποστ μου βγήκε σε άλλο μήκος...
στο πιο δημιουργικό μου!!!

Τελευταίος είπε...

Συγκινήθηκα αφάνταστα. Θύμωσα αφάνταστα.
Και λυπάμαι που ο κόσμος υποφέρει τόσο πολύ. Κρίμα.

Υ.Γ. Αποθήκευσα το κείμενό σου και με την άδειά σου θα ήθελα να το δείξω σε μερικούς που κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου! Συγχαρητήρια, πάντως, γράφεις υπέροχα.

The Motorcycle boy είπε...

Ευχαριστώ και δεν χρειάζεται να ζητάς άδεια. Τα κείμενα είναι πάντα ελεύθερα για φίλους. Δεν ήταν και ποτέ αποκλειστικά δικά μου στην τελική

averel είπε...

...
Τιποτα δεν εχω να πω. Απλα το διαβασα, ηταν ωραιο.

The Motorcycle boy είπε...

sigmund εντάξει -πήρα γραμμή επιτέλους.
Averel φτάνει να περνάτε για ένα γειά. Άλλωστε, νομίζω πως αυτό περιμένω κάθε φορά.
Άσωτε, απλά στο blog.gr έχω κι ένα άλλο με μια κατάληψη στην Πάντειο -γι' αυτό μπερδεύτηκα. Έχω link για το προηγούμενο blog μου και σε αυτή τη σελίδα.

sorry_girl είπε...

Μπαίνω και ξαναμπαίνω εδώ μέσα. Γράφω και σβήνω σχόλια. Δεν ξέρω πώς να το πώ. Τελικά δε θα πω τίποτα.Απλά δηλώνω το παρόν και το σέβας μου!

The Motorcycle boy είπε...

Καλώς ξανάρθες. Το είπα και πριν -δεν χρειάζεται να λέτε τίποτα. Αρκεί να περνάτε για ένα γειά.

averel είπε...

γεια

The Motorcycle boy είπε...

Μπαίνεις βγαίνεις -American bar τόχεις κάνει το blog μου ρε.

Juanita La Quejica είπε...

Ελπίζω μόνο να μην "ξεμπέρδεψες" με την Κούβα. Αν και τα υπόλοιπα "μπερδέματα" έχουν το ύφος ετούτου.

The Motorcycle boy είπε...

Κακά τα ψέμματα -ποτέ δεν ξεμπερδεύεις. Απλά, είναι επίπονο να γράφεις για κάτι που σε σημαδεύει.

kostas_patra είπε...

ένα χρόνο μετά το διαβάζω και μένω ασήκωτος στην καρέκλα μου.
δεν γράφεις, ζωγραφίζεις
πιάνεις το θέμα και το λυώνεις.
χαίρομαι να σε διαβάζω

The Motorcycle boy είπε...

Ρε φίλε -τι με ξανάφερες σ΄αυτό; Βαλτός είσαι να με πιάσει πάλι κατάθλιψη που έχω πάνω από χρόνο να πάω στο νησί;
Τέλος πάντων -κι εγώ χαίρομαι που με σχολιάζεις.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι