Πότε αρχίζει μια ιστορία; Όταν μπαίνουν σε κίνηση τα γρανάζια της σύμπτωσης ή πιο πριν; Ο Σαρτ κάτι είχε πει σχετικά με το θέμα –αλλά ο Σαρτ ήταν μαλάκας. Στην ιστορία του Σταύρου πάντως, τα γρανάζια πήραν μπροστά ένα ξημέρωμα, στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων.
Τώρα εσύ, τι καταλαβαίνεις από αυτό; Σχεδόν τίποτα –οπότε πρέπει να σε γυρίσω λίγο πίσω, να σου εξηγήσω γιατί βρέθηκε ο Σταύρος μαζί με 15 άλλους κι εκείνη στο Αστυνομικό Τμήμα. Άσε που πρέπει να σου πω και δυο λόγια για τον Σταύρο. Άρα η ιστορία δεν αρχίζει ποτέ –απλά μοιάζει με μια φωτογραφία, που σου δείχνουν κι εσύ ρωτάς να μάθεις ποιος είναι ο ψηλός τυπάκος. Κάτι τέτοιο, νομίζω είχε πει κι ο Σαρτ –αλλά παραμένει μαλάκας.
Ο ψηλός τυπάκος λοιπόν, ήταν ο Σταύρος. Τριάρι (με τάσεις για τεσσάρι) στην ομάδα μπάσκετ του Λυκείου και προοπτικές για κάτι καλύτερο –αλλά μέχρι εκεί. Ο Σταύρος ήταν το αστέρι της τάξης όσο ήταν στο σχολείο και ο κλασσικός εξωσχολικός μαλάκας όταν αποφοίτησε. Μαλάκας ήταν πάντοτε δηλαδή –όπως όλοι οι ωραίοι γκόμενοι που δεν χρειάστηκε ποτέ να την πέσουν σε μια γυναίκα. Άμα δεν δουλέψεις, δεν μαθαίνεις να εκτιμάς το πιάτο φαΐ που τρως –έτσι έλεγε ο παππούς μου κι ας μην είχε διαβάσει ποτέ Σαρτ. Κι ο Σταύρος δεν τις εκτιμούσε τις γυναίκες. Ενθουσιαζόταν στην αρχή, βαριόταν στη μέση, κατέβαζε μούτρα και κλεινόταν στο τέλος.
Μετά το σχολείο έχασε την αίγλη του ο Σταύρος. Οι πανελλαδικές πέρασαν και δεν τον ακούμπησαν –Σεπτέμβρη έδωσε τα μαθήματα γιατί είχε μείνει από απουσίες. Και όταν οι υπόλοιποι κερνούσαμε μπύρες στου Μπιλ του Χοντρού, για να γιορτάσουμε το φοιτητηλίκι, ο Σταύρος γέλαγε ψεύτικα –δεν είχε συνηθίσει βλέπεις να είναι στη σκιά. Μέχρι που βιδώθηκε, τράβηξε μια δυνατή με το ποτήρι του πάνω στα «γειά μας ρε!», γέμισε το τραπέζι γυαλιά και άφησε τον Κωστάκη τον Λάτε χωρίς μπύρα.
Στο καπάκι σηκώθηκε κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας την παρέα μουγκή και τον Μπιλ με τη Χριστοπαναγία στο χέρι (Χριστοπαναγία λέγαμε τη σφουγγαρίστρα και το φαράσι, γιατί, όποτε τα χρησιμοποιούσε ο Μπιλ φρόντιζε να κατεβάζει καντήλια με το κιλό).
Τον πετύχαμε αργότερα –είχε πηδήξει τα κάγκελα του σχολείου και κοπάναγε μια μπάλα στο ταμπλό της μπασκέτας. Όταν μας είδε, έκανε τον κινέζο. «Περιμένω κάτι κολλητούς για ένα διπλάκι», φώναξε πίσω από τα κάγκελα, χωρίς να μας κοιτάξει. Φύγαμε και τον αφήσαμε. Πίσω από τα κάγκελα.
Μετά ακολούθησε η περίοδος του «εξωσχολικού μαλάκα». Ενώ εμείς λιαζόμασταν στα Πανεπιστημιακά γρασίδια, ο Σταύρος την έπεφτε σε μαθητριούλες και έτρωγε το στράβωμα των μαθητών. Το ξέρω γιατί κι εμείς το είχαμε κάνει. Δε γουστάρεις να έρχεται ο ξέμπαρκος στα διαλείμματα και να την πέφτει στη γκομενίτσα που χαλβαδιάζεις ολόκληρο τρίμηνο. Ούτε ο Σταύρος γούσταρε όσο ήταν μέσα. Αλλά τι να έκανε τώρα που βρέθηκε απέξω; Μέχρι που το καινούργιο αστέρι της Τρίτης Λυκείου του την έπεσε σε στυλάκι «άδειαζέ μας τη γωνιά ρε γέρο» και ο Σταύρος προτίμησε να αποσυρθεί παρά να τον βάλει να μαζεύει δόντια από το τσιμέντο. Είπαμε –μαλάκας ο Σταύρος, αλλά όχι κι έτσι! Θυμόταν πέντε πραγματάκια από την εποχή που αυτός έδιωχνε τους εξωσχολικούς.
Ήταν οι αμέσως επόμενες χρονιές από το καταραμένο 1984 και οι «ψαγμένοι» ψαχνόμασταν. Τι εννοούσε ακριβώς ο Όργουελ και μήπως είχε έρθει η κοινωνία που προέβλεπε; Συζητήσεις με βαριά κεφάλια από ούζα, συμπεράσματα που ανατρέπονταν πριν διατυπωθούν και αναβρασμός στην πλατεία Εξαρχείων.
Ο Σταύρος δεν τρελαινόταν με την πολιτική. Οι συζητήσεις του έφερναν χασμουρητά και τα επιχειρήματά του εξαντλούνταν σε αποφθέγματα του τύπου «άστους να γαμιούνται –εμείς είμαστε στην απέξω».Αλλά γούσταρε την πλατεία, ειδικά τις μουσικές που είχαν σκάσει στα μαγαζιά της. Ήταν και γρήγορος, απέφευγε τα μπλόκα που σκούπιζαν την περιοχή –είχε βρει τη χαρά του ο Σταύρος. Μέχρι που ανακάλυψε τον «ΠΗΓΑΣΟ». Τραβιόταν με μια ξενέρωτη παρέα εκείνο το βράδυ και γινόταν της πουτάνας από κόσμο στα πέριξ. Στο «Αν» έπαιζαν οι «Αίολος» που τους είχε σκυλοβαρεθεί. Κλασσικό ροκ του κερατά και σόλα κατά βούληση. Εντάξει, τα παλικάρια ήταν καλά για να κάνεις καμάκι -γιατί όποτε έπαιζαν, μάζευαν με το τσουβάλι τις ρομαντικές γκομενίτσες. Αλλά πάλι –πόσες φορές να ακούσεις διασκευή το «That smell»; Έλεγαν να πάνε «ΚΥΤΤΑΡΟ» αλλά ο Παυλάκης ο Σιδηρόπουλος είχε αρχίσει να τον νευριάζει τον Σταύρο. Δεν πήγαινε μια βδομάδα που τον είχε πετύχει αραχτό στη ντισκοτέκ απέναντι από το «ΚΥΤΤΑΡΟ». Ήρθε ο αστεράτος ο Παυλάκης, μόλις τέλειωσε το πρόγραμμά του απέναντι και την έπεσε στην γκομενίτσα που έψηνε ο Σταύρος. Σιγά ρε γίγαντα! Είσαι εξωσχολικός ρε γαμώτο, δεν το καταλαβαίνεις; Κι έτσι ο Σταύρος έκανε μούτρα του Παυλάκη. Για κάνα μήνα τουλάχιστον.
Ο «ΠΗΓΑΣΟΣ» δεν είχε ανοίξει πολύ καιρό. Βρισκόταν και δίπλα στο Αστυνομικό Τμήμα –που να τρέχουμε τώρα. Αλλά εκείνο το βράδυ έτρεξαν. Η παρέα και ο Σταύρος μαζί.
Ο «ΠΗΓΑΣΟΣ» ήταν αγκίστρι σκέτο για τον Σταύρο. Αμέσως μόλις μπήκε στο μαγαζί, ένιωσε το κόλλημα να τον ψάχνει. Όταν βγήκαν και οι Antitropau Council στη σκηνή –το κόλλημα τον βρήκε μετωπικά. Καμιά σχέση φίλε! Ο Ντρενογιάννης βόλταρε με την κιθάρα στο γόνατο ενώ ο Βασιλάκης ο Τζαβάρας τραγουδούσε «I’ m running towards nothing/ again and again and again». Θεοί! Και είχαν κάτι κομματάκια δικά τους που ξεσήκωναν τους ντεθιάρηδες. Τώρα –όταν ξεσηκώνονται οι ντεθιάρηδες, μη φανταστείς καμιά μεγάλη ζημιά. Απλά έφευγαν από τον ένα τοίχο, κουτούλαγαν στον απέναντι και πάλι πίσω. Τέτοια πράγματα.
Καθημερινός θαμώνας στον «ΠΗΓΑΣΟ» ο Σταύρος. Το άνοιγε και το ‘κλεινε το μαγαζί, γνωστός με τις γκαρσόνες (αυτό έλειπε δα!), κολλητός με τον dj, μέχρι και με τα παιδιά από τα γκρουπάκια είχε αποκτήσει σχέσεις. Και άρρωστος με Antitropau –χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Οι φασαρίες της πλατείας έφεραν περισσότερο κόσμο στο μαγαζί. Και μαζί με τον κόσμο ήρθαν τα ΜΑΤ –καθημερινές επισκέψεις, «τι κάνετε;», «πως είστε;», «περάστε στην κλούβα να σας τρατάρουμε καμιά σφαλιάρα». Αλλά τα παιδιά αμετανόητα. Ξύλο και εξακριβώσεις δυο φορές τη βδόμαδα κι αυτά εκεί. Λίγο ακόμα και θα τύπωναν τις ταυτότητές τους σε καρτ-βιζίτ. Κι ο Σταύρος μια από τα ίδια –με τους υπόλοιπους φανατίλες. Μέχρι που βαρέθηκαν οι ΜΑΤατζήδες και άφησαν την υπόθεση στο τοπικό αστυνομικό τμήμα που μπουζούριαζε κατά βούληση.
Έτσι βρέθηκε εκείνο το ξημέρωμα ο Σταύρος (για μια ακόμα φορά), με πολλούς άλλους (για μια ακόμα φορά), στο αγαπημένο του Αστυνομικό Τμήμα. Μόνο που υπήρχε κι εκείνη. (Για πρώτη φορά). Ο Σταύρος την είδε στους πάγκους της αναμονής. Πως δεν την είχε προσέξει στο μαγαζί; Ήταν και μόνη της –ή έτσι φαινόταν. Μικροκαμωμένη κοπέλα αλλά όμορφη. Κοίταζε φοβισμένα γύρω –πρωτάρα. Φώναξαν τον Σταύρο στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας. Πήγε –τι να ΄κανε;
«Κάτσε ρε αληταρά», είπε ο βλάχος χωρίς να τον κοιτάξει.
Έκατσε προσπαθώντας να βολέψει τα μακριά του πόδια. Σαν τον Ροζ Πάνθηρα ήταν ο κερατάς!
«Τι ‘σαι συ ρε;» μούγκρισε ο μπάτσος.
«Ξέρω ‘γω; Περαστικός;»
«Κάτσε καλά ρε κωλόπαιδο μη σε χώσω μέσα και ξεχάσεις τον ήλιο», τσίριξε ο μπάτσος.
Έκατσε καλά κι ο Σταύρος. Πράγμα ασυνήθιστο γι’ αυτόν. Γενικά, του άρεσε να κουρντίζει μπάτσους, αλλά σήμερα ήθελε να ξεμπερδεύει. Ήταν εκείνη η κοπελίτσα απέξω βλέπεις …
«Φέρ’ την ταυτότητα ρε»
Την έδωσε. Ο μπάτσος έγραψε τα στοιχεία κοιτάζοντάς τον συνέχεια.
«Εσύ ‘σ’ αυτός ρε;»
«Ε, ναι»
«Πότε;»
«Στο Γυμνάσιο»
«Α καλά. Δεν έμοιαζες για πούστης τότε.»
«Όχι»
«Τώρα μοιάζεις»
«Ναι;»
«Πουλάς πνεύμα ρε τσουτσέκι;»
«Όχι»
Ο μπάτσος του πέταξε την ταυτότητα, σχεδόν στα μούτρα.
«Πέρνα έξω ρε. Θα σε ειδοποιήσουμε».
Βγήκε χαλαρός και κάθισε δίπλα της -τυχαίος. Η κοπελίτσα τα είχε παίξει.
«Μην αγχώνεσαι, δεν είναι τίποτα. Ταυτότητες ελέγχουν και φεύγουμε. Μόνο για να μας σπάσουν τα’ αρχίδια το κάνουν», είπε όσο πιο ήσυχα μπορούσε.
Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Βεβιασμένα, αλλά ήταν κάποιο χαμόγελο. Ο Σταύρος έγινε 200 γυαλιστερά ρουλεμάν που κύλισαν στον διάδρομο. Ευτυχώς πρόλαβε να συναρμολογηθεί εγκαίρως για να της ξαναμιλήσει.
«Σταύρος»
«Αλίκη»
Άφησε ένα στραβό χαμόγελο να δείχνει τα λακκάκια στις άκρες των χειλιών του και έμεινε να απολαμβάνει το κόλλημά της. Για λίγο. Μετά την κέρδισε και πάλι το άγχος.
«Έλα μέσα μωρή πουτάνα», φώναξε ο μπάτσος της πόρτας.
«Ήρεμα με την κοπέλα. Είναι αδερφή μου –τρέχει κάτι;» πετάχτηκε ο Σταύρος.
«Α, εντάξει τότε» έκανε ο μπάτσος. «Να δώσεις τα χαιρετίσματά μου στους γονείς σας». Γέλασε κιόλας με τη σαχλαμάρα του.
Τέλος πάντων την κράτησαν γύρω στα 5 λεπτά μέσα στο γραφείο. Ή γύρω στους 5 αιώνες με το ρολόι του Σταύρου. Επιτέλους βγήκε, σαφώς ανακουφισμένη. Δεν πρόλαβαν να πουν άλλα με τον Σταύρο γιατί έκλεισαν απότομα τα φώτα και μπούκαραν οι μπάτσοι με τα γκλοπς. Το συνηθισμένο ξυλοφόρτωμα πριν τους αφήσουν –ο Σταύρος είχε ανάλογη εμπειρία. Σπάνια τον πετύχαιναν αλλά σήμερα έφαγε μπόλικες γιατί είχε πέσει πάνω στην Αλίκη –να την προστατεύσει. Δεν τον ένοιαζε, άκουγε την καρδιά της να χτυπάει πάνω στο στέρνο του, μύριζε το Opium που φορούσε η κοπέλα και την άφηνε να κλαίει βουβά.
Η παράσταση τελείωσε και τους πέταξαν έξω κλωτσηδόν. Ο Σταύρος όμως εκεί –κολλημένος δίπλα στην Αλίκη που δεν είχε ακόμα συνέλθει από το ταξίδι της στη χώρα των μπάτσων. Πρότεινε καφέ στο Γαλατάδικο και μετά θα την πήγαινε σπίτι της. Η κοπέλα δέχτηκε. Όλες σχεδόν δεχόντουσαν. Ο Σταύρος χάρηκε –ήταν η μοναδική φορά που δεν σκεφτόταν να πηδήξει και να φύγει. Τη φόρτωσε στην αρχαία βέσπα του και ξεκίνησαν.
Το Γαλατάδικο έγινε Λόφος του Στρέφη και η μέρα έπαιρνε να μεσημεριάζει. Η Αλίκη έμενε με τους γονείς της, αλλά αυτές τις μέρες έλειπαν. Είχε και μια αδερφή, μεγαλύτερη. Η Αλίκη ήταν και πρωτοετής στη Νομική –ένα χρόνο μικρότερη από τον Σταύρο. Ο πατέρας της δούλευε στην AMSTEL, παλιά δούλευε στην ΦΙΞ αλλά τώρα είχαν κλείσει αυτοί. Ο Σταύρος μάζευε πληροφορίες.
Είχε έρθει μόνη της στο μαγαζί, αναγκαστικά. Την έστησε η παρέα της –ήταν να πάνε στο «Βιτόφσκι» αλλά κάτι τους έτυχε –δεν ξέρει. Είπε λοιπόν, αφού είχε μείνει μόνη να πάει σε ένα live –τι να έκανε σε μπαρ; Της άρεσαν οι Cure, οι Bauhaus αλλά και Simple Minds. Αυτό το τελευταίο τον ξενέρωσε λίγο τον Σταύρο, αλλά δεν είπε τίποτα. Και όχι, η Αλίκη δεν είχε γκόμενο, δεν έτυχε. Στο Λύκειο διάβαζε πολύ, για τις Πανελλήνιες, στο Πανεπιστήμιο δεν είχαν ακόμα ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Τώρα μόλις γνωρίζονταν οι παρέες. Ο Σταύρος χαιρόταν με τις πληροφορίες.
Την πήγε σπίτι της όταν ο φθινοπωρινός ήλιος πήρε απόφαση να την κοπανήσει. Ήταν και οι δυο τους ψόφιοι –αλλά χαμογελαστοί. Όταν κατέβηκε από τη βέσπα τον φίλησε στο μάγουλο. Θα βρίσκονταν αύριο. Στην πλατεία. Ο Σταύρος την αποχαιρέτησε και έφυγε σαν τον μαλάκα της διαφήμισης. Ποιας διαφήμισης; Δεν έχει σημασία –όλες ίδιες είναι.
Πριν πάει για ύπνο πέρασε από του Μπιλ του Χοντρού και πέτυχε δυο-τρεις από εμάς. Αλλιώτικος ήταν –το είδαμε. Μας αράδιασε ιστορίες με μπάτσους και σφιχτές ρύθμ σέξιονς. Συνηθισμένα πράγματα –εμάς τότε μας απασχολούσαν οι φοιτητικές εκλογές. Ο Σταύρος είδε πως δεν είχε την προσοχή μας και σηκώθηκε να φύγει.
«Α ναι γνώρισα και τη γυναίκα της ζωής μου σήμερα», ψιθύρισε καθώς έβγαζε να πληρώσει.
Τον καθίσαμε κάτω με το ζόρι και τον τρελάναμε στις ερωτήσεις. Ποιες εκλογές τώρα; Μας είπε για την Αλίκη αλλά δεν μας έπεισε. «Μέχρι να την πηδήξεις είναι ρε μαλάκα», του λέγαμε. Γέλαγε. Σαν παιδί είχε γίνει ο Ροζ Πάνθηρας. Αρχίσαμε να το βλέπουμε πιο σοβαρά. Βρε λες;
Ο Σταύρος ξαναβγήκε με την Αλίκη, την άλλη μέρα. Και την παράλλη. Και όλη τη βδομάδα στη σειρά. Γύρισαν και οι γονείς της κοπέλας –κομμένα τα τρελά ξενύχτια. Την άφηνε σπίτι της και μετά ερχόταν να μας βρει στα φλιπεράκια της Βαλτετσίου.
«Τι έγινε ρε μαλάκα;» η μπίλια κρατημένη στη δεξιά ρακέτα.
«Μια χαρά»
«Λέγε ρε», καρφωτή η μπίλια στην τρύπα του κέντρου –αυτή με το ελατήριο.
«Μια χαρά ρε. Πήγαμε σε μια έκθεση φωτογραφίας»
«Ρε μαλάκα, ακόμα δεν την πήδηξες; Τι περιμένεις ρε –να παντρευτείτε πρώτα; Όχι γαμώ την Παναγία μου!», η μπίλια με φάλτσα από το ελατήριο, κατευθείαν στο αριστερό λούκι –εκεί που δεν σώζεται ούτε με κούνημα.
Δε μίλαγε άλλο ο Σταύρος. Απλά έπιανε το καινούργιο μηχάνημα, αυτό με τον Ροζ Πάνθηρα και του πέταγε τα μάτια έξω. Τσίρκο γινόταν από τα πολλά φωτάκια που αναβόσβηναν.
Μετά πηγαίναμε για σουβλάκι στον «Ηνενήντα». Αυτός ήταν στη Στουρνάρη –ένας τεράστιος γέρος που τον κοροϊδεύαμε για την προφορά του. Αλλά –μυστήριο πράγμα, μόνο στο «ηνενήντα» κόλλαγε. Όλα τα υπόλοιπα τα έλεγε κανονικά. Μαράζι το είχε ο Σταύρος να τον ακούσει –όλο «σαρανταδύο» και «ογδοντατέσσερα» πηγαίνανε οι λογαριασμοί, όταν ήταν αυτός μπροστά. Μέχρι που μια μέρα άρχισε να του πετάει νούμερα καθώς ο γέρος δίπλωνε τα σουβλάκια.
«Το ‘με απ’όλα’», έλεγε ο γέρος.
«Σαρανταπέντε και σαραντάπεντε;» ρώταγε ο Σταύρος.
«Το ‘παιδικό’».
«Εξήντα και τριάντα;» συνέχιζε ο Σταύρος.
Το «ηνενήντα» πάντως δεν το άκουσε όσο ήταν μαζί μας.
«Πως τα πας ρε Σταυράκη;»
«Ε, εντάξει. Αλλά πολύ κουλτούρα ρε. Χτες πήγαμε να δούμε Ταρκόφσκυ. Το Σολάρις».
Κόντεψαν να μας πέσουν τα σουβλάκια από το σοκ. Ο Αποστόλης ο Φλαμίνγκο έχασε και μια ντομάτα μάλιστα –την ώρα που πήγαινε να δαγκώσει. Μικρό το κακό –τη βρήκε αργότερα στην τσέπη του τζιν μπουφάν του. Αλλά ο Σταύρος σε Ταρκόφσκι; Ε ρε γλέντια!
«Ναι ρε μαλάκες –Ταρκόφσκι. Στο πρώτο δεκάλεπτο κοιμήθηκα. Μετά της την έπεσα, αλλά αυτή εκεί. Ναι κοιτάει τον τυπάκο που κόβει βόλτες έξω από ένα παράθυρο. Γιατί δε μπαίνεις μέσα ρε μαλάκα κι έπιασε και βροχή; Γιατί δεν έμπαινε ρε; Αφού δικό του ήταν το σπίτι. Τέλος πάντων. Μέχρι που βαρέθηκα και της είπα να πάμε για καμιά πατάτα με κέτσαπ στο Mac. Αλλά αυτή τίποτα. Πήγα μόνος μου και την περίμενα».
«Και;»
«Ε, εντάξει ήρθε σε λίγο -μουτρωμένη. Αλλά της έκανα το κόλπο του φυματικού και τα ξαναβρήκαμε».
Το κόλπο του φυματικού ήταν φυσικά οι πατάτες με το κέτσαπ που έτρεχαν αλεσμένες –από το μπουκωμένο στόμα του Σταύρου. Παλιό –αλλά αυτός το είχε εξελίξει. Ξεκίναγε από τον φυματικό και όταν ο άλλος αηδίαζε, το γύριζε σε φυματικό που κάνει εμετό (βλέπε κέτσαπ και μουστάρδα). Λίγοι το άντεχαν. Κανένας από αυτούς που ξέρω πάντως. Αφού μια φορά ήρθε το γκαρσόνι και του έφερε ένα πλαστικό μαχαιράκι του Σταύρου, πάνω στην κορύφωση.
«Τι να το κάνω;» απόρησε αυτός.
«Να κόψεις τις μαλακίες», του είπε το γκαρσόνι και πήρε άμεσα 20.000 πόντους, συν έξτρα μόνους κανονάκι.
«Και την έριξες με τον φυματικό;»
«Ε, ναι, είναι σιχασιάρα. Όταν την απείλησα πως θα το γυρίσω σε εμετό δεν άντεξε. Ξεμούτρωσε στο λεπτό. Αχ,αχ το μωρό μου».
Ο έρωτας τελικά έχει εφευρεθεί για να σε κάνει γελοίο στα μάτια των φίλων σου.
Η σχέση του Σταύρου και της Αλίκης πήγαινε καλά. Γενικώς. Ειδικότερα, η Αλίκη τον έπρηζε με κουλτουριάρικες προτάσεις και ο Σταύρος είχε πήξει στην αγαμία. Καθότι έρωτας της ζωής του η Αλίκη κι αυτός τύγχανε παραδόξως πιστός. Γι΄αυτό και το συζήτησαν. Όπως όλα άλλωστε. Γούσταρε κουβέντα η Αλίκη. Αλλά ήταν και παρθένα. Πανικός!
Με δάκρυα στα μάτια ήρθε να μας το πει ο Σταύρος -γιατί έτρεχε σαν πούστης με τη βέσπα και δεν φορούσε κράνος. Τέλος πάντων. Πέσαμε πάνω του οι ψυχολόγοι και οι μελλοντολόγοι. «Σιγά-σιγά, μην την τρομάξεις», «οι γκόμενες κολλάνε πάντα με τον πρώτο τους», «πρόσεχε μαλάκα γιατί είναι καλό κοριτσάκι», «δώστης χρόνο». Έμπειροι με μέσο όρο 0,73 σχέσεις ανά άτομο. Τρίχες κατσαρές.
Ο Σταύρος ήξερε καλύτερα απ’ όλους μας. Γι΄αυτό και δεν πέρασαν πάνω από δυο μέρες μέχρι να μας ζητήσει σπίτι για το μοιραίο. Ανασκουμπωθήκαμε. Ο Γιώργος ο Σπιντ, που ήταν από επαρχία, παραχώρησε το σπίτι του. Όλοι οι υπόλοιποι το ρίξαμε στο συμμάζεμα. Σκουπίσαμε, σφουγγαρίσαμε, πλύναμε πιάτα, αγοράσαμε και ένα μπουκάλι ούζο μαζί με εφτά σοκολάτες αμυγδάλου. Βγάλαμε προσωρινά και την αφίσα του Μπρους Ντίκινσον που κάρφωνε το μικρόφωνο στο λαιμό του Έντι –μην τρομάξει η κοπέλα –και περιμέναμε.
Ήρθαν κατά τις 8. Η Αλίκη έψαχνε το ανύπαρκτο δεκάρικο που είχε κυλήσει στο πάτωμα. Ή μετρούσε τις τρύπες των κορδονιών στα αθλητικά μας –δεν ξέρω. Πάντως το κεφάλι της δεν το σήκωνε. Ο Σταύρος άναβε τα τσιγάρα ανάποδα –από το φίλτρο.
Σερβίραμε ούζο που δεν πινόταν. Καπνίσαμε αλλά όχι μαύρο. Φοβόταν η Αλίκη. Σε κάποια φάση μας ζήτησαν συγνώμη και αποσύρθηκαν. Όλα σύμφωνα με το πρόγραμμα.
Αλλά όταν είσαι παλιοχαρακτήρας, δεν στρώνεις ούτε με απεξάρτηση. Στο πεντάλεπτο έπεσε η ιδέα να πάρουμε μάτι. Δεν θυμάμαι από ποιόν. Διαφωνήσαμε κάθετα. Όλοι μας –ακόμα κι αυτός που το πρότεινε. Δέκα λεπτά αργότερα είμασταν κρεμασμένοι στο μπαλκόνι, με τις μύτες καρφωμένες ανάμεσα στις γρίλιες. Τρεις μαντράχαλοι που αισθάνονταν τύψεις προκαταβολικά και σπρώχνονταν για καλύτερη θέση. Ταυτόχρονα.
Δεν είδαμε τίποτα. Μόνο το κεφάλι του Σταύρου και τα μαλλιά της Αλίκης. Α, ναι και τα σεντόνια. Βαρεθήκαμε και φύγαμε μετά από λίγο. Ευτυχώς δηλαδή γιατί δεν άργησαν να βγουν κι αυτοί από το δωμάτιο. Η πρώτη φορά μιας γυναίκας μπορεί να είναι και όμορφη. Η πρώτη φορά ενός άντρα με τη γυναίκα που αγαπάει είναι συνήθως τρυφερή. Γιατί και οι δυο τους ήταν με τα μούτρα στο πάτωμα; Και ψυχροί –ζευγάρι μπήκαν, άγνωστοι βγήκαν. Κάθισαν μαζί μας για ένα τσιγάρο και ούτε.
«Φεύγω», είπε η Αλίκη.
«Να σε πάω σπίτι;» ρώτησε ο Σταύρος.
«Μπα, θα πάρω ταξί», είπε εκείνη.
Και έφυγε χωρίς να κοιτάζει πίσω. Πέσαμε όλοι πάνω του.
«Τι έγινε ρε μαλάκα;»
«Μίλα ρε –τι παπαριά έκανες πάλι;»
«Τι έπαθε το κορίτσι;»
Ο Σταύρος κάπνιζε -αλυσίδα. Δεν μας κοίταζε.
«Για ν’ αρχίσω ρε γαμημένοι –τι στο διάολο κάνατε έξω από τις γρίλιες; Καλά που δεν σας πήρε χαμπάρι η Αλίκη. Τέλος πάντων»
Σταμάτησε και μείναμε να τον κοιτάζουμε. Ποτέ δεν σκεφτόμασταν τις συνέπειες των πράξεών μας, εντάξει κάναμε μαλακία, αλλά δεν φαινόταν να είναι αυτό. Ο Σταύρος πήρε μπρος σα μοτεράκι.
«Όλα καλά πηγαίνανε, φιληθήκαμε, γδυθήκαμε –όλα σωστά. Αρχίζουμε το μπαλαμούτι και αρχίζει η Αλίκη να μου γλιστράει. Να μην μπορώ να την πιάσω από πουθενά. Μυστήριο! Άσε που άρχισε να βγάζει άσπρο ιδρώτα! Άσπρο ρε μαλάκες –μη με κοιτάτε σα χάνοι. Και όλο περισσότερο γλίστραγε. Να προσπαθώ να μπω μέσα της και τίποτα. Όπου ακουμπούσα έβγαινε λευκό υγρό. Πήγα να τη φιλήσω από κάτω και κόντεψα να πάθω δηλητηρίαση. Να προσπαθώ αλλά τίποτα. Σας είδα και από το παράθυρο –μου ‘πεσε. Αυτό ήταν όλο. Όταν σηκώθηκε είχε γεμίσει το κορμί της κοκκινίλες. Σα φανέλα του Ολυμπιακού είχε γίνει με τα κόκκινα στίγματα και τα άσπρα ξεραμένα υγρά». Σώπασε απότομα ο Σταύρος.
Και η υπόλοιπη παρέα δηλαδή. Σκεφτόμασταν. Ανοίγαμε δυσνόητα ιατρικά συγγράμματα στο μυαλό μας, κατεβάζαμε τσοντοταινίες από τις ανύπαρκτες συλλογές μας. Τίποτα. Άσπρο υγρό που βγαίνει από τους πόρους; Γλίστρημα; Αδύνατον. 29 σεξολόγοι σήκωναν τα χέρια ψηλά.
Εκείνο το βράδυ γίναμε λιώμα με τον Σταύρο. Γυρνάγαμε άσκοπα από Πλάκα μέχρι Ομόνοια κι από Μοναστηράκι μέχρι Εξάρχεια. Το ξημέρωμα μας βρήκε στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας στη Θεμιστοκλέους. Κλινικά νεκρούς. Ο Σταύρος έλεγε πως αυτή ήταν και καμιά άλλη. Έλεγε πως σκεφτόταν να μείνει μαζί της για πάντα. Να κάνουν παιδιά –ποιος πούστης ξέρει; Να της χτενίζει τα μαλλιά, να της φτιάχνει πρωινό σαν τις διαφημίσεις. Όλες τις μαλακισμένες διαφημίσεις. Και τώρα δεν μπορεί ούτε να την ξαναδεί. Πάλευε να την πηδήξει και του’πεσε –με τι μούτρα να της ξαναμιλήσει;
Αυτά περίπου.
Τις επόμενες μέρες έμεινε στο σπίτι ο Σταύρος. Να ηρεμήσει. Σεβαστό από όλους, εκτός από τη μάνα του που μας έπαιρνε τηλέφωνα να το ξεκουνήσουμε το παιδί, που στοίχειωσε δίπλα στο στερεοφωνικό. Με κλειστά τα φώτα ν’ ακούει Epitaph τον πετύχαμε.
Ήταν το βράδυ των εκλογών, θα γινόταν η καταμέτρηση στη Νομική. Τουτέστιν, ξύλο, γιαούρτωμα, μπουγέλα, νεράντζια και στο τέλος μπάτσοι. Τζάμπα πάρτυ, τρελαινόταν γι’ αυτά ο Σταύρος. Αλλά δεν ψηνόταν να ξεκολλήσει. Δεν μας άκουγε καν. Μέχρι που το πήραμε απόφαση και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
«Αν αλλάξεις γνώμη μαλάκα –στη Νομική θα είμαστε»
Αυτή η Νομική του έκανε κλικ –την τελευταία στιγμή.
«Νομική; Γιατί δεν το λέγατε από την αρχή μαλάκες; Ντύνομαι κι έρχομαι –περιμένετε».
Ο σίφουνας Σταύρος. Στο δρόμο πηγαίναμε σε οχτάρια. Κάναμε και το σχετικό χαβαλέ αλλά ο Σταύρος βιαζόταν. Άδικα –γιατί το νταβαντούρι είχε αρχίσει από νωρίς στη Σόλωνος. Φτάσαμε την ώρα που έπεφταν νεράντζια με ξυραφάκια. Κόλαση και οι μπάτσοι περίμεναν να μαζέψουν νεκρούς.
Ο Σταύρος κοίταζε αλλά όχι τον χαμό φυσικά. Η Αλίκη ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τον είδε. Την είδε. Δεν το έπαιρνε απόφαση να πλησιάσει. Κανένας τους. Αναλάβαμε δράση. Τους πήραμε με το ζόρι και χωθήκαμε στην Ομήρου μήπως γλιτώσουμε τα ιπτάμενα αντικείμενα. Κοιτάζονταν σα χάνοι.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
«Ναι εσύ;» τον ρώτησε.
«Ναι …»
«Για εκείνο το βράδυ θέλω να σου πω… Δεν ήταν δικό σου λάθος .. Εγώ έφταιγα …»
Ο Σταύρος αγρίευε όσο την άκουγε. Την έκοψε και στη μέση.
«Άστο ρε Αλίκη. Σε πόσους το έχεις πει για να με ξεφτιλίσεις; Θ’ αρχίσουμε τα ψυχολογικά και τα κουλτουριάρικα τώρα; Άστο να πάει να γαμηθεί, που δεν μπορεί κιόλας. Έτσι;»
Δεν περίμενε απάντηση. Έστριψε στη γωνία και την έκανε με μεγάλα βήματα. Χωρίς να κοιτάζει πίσω –μια ξεφτίλα με μακριά πόδια έμοιαζε τώρα. Οι μπάτσοι αποφάσισαν να κάνουν ντου.
Η Αλίκη πέρασε την υπόλοιπη νύχτα μαζί μας. Κλαίγοντας. Μας εξήγησε κιόλας τι είχε συμβεί. Από τον πανικό της για την πρώτη φορά μπέρδεψε το γαλάκτωμα σώματος με το σαμπουάν. Είχε πασαλείψει η έρημη το κορμί της με σαμπουάν και γι’ αυτό άφριζε εκείνη τη νύχτα. Και όσο αγχωνόταν τόσο ίδρωνε. Και όσο ίδρωνε τόσο άφριζε. Ακόμα έβαζε κρέμες για να της φύγουν τα σπυράκια.
Ο Σταύρος αυτά δεν έπρεπε να τα μάθει ποτέ. Δεν ήθελε η Αλίκη να του τα πούμε. Αφού δεν κάθησε να την ακούσει δεν άξιζε τον κόπο. Αν τον ένοιαζε μόνο ο πούτσος του –ας πήγαινε να γαμηθεί. Δεν άξιζε τον κόπο.
Την Αλίκη δεν την ξανάδαμε.
Ο Σταύρος τα ‘μαθε αλλά δεν τα πίστεψε. «Παραμύθια που λένε οι γκόμενες. Καλύτερα που δεν έγινε τίποτα –άλλη αυτή και άλλος εγώ. Βγαίναμε με τις παρέες της και ένιωθα ηλίθιος. Μιλούσαν αλλιώτικα –δεν θα τραβούσε η φάση. Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα». Αυτά μας έλεγε ο Σταύρος.
Πήγαινε συχνά και την έστηνε έξω από το σπίτι της Αλίκης. Για να τη βλέπει. Δεν μας το έλεγε αλλά εμείς το ξέραμε. Όταν έβγαινε η Αλίκη, αυτός κρυβόταν. Και από σχέσεις –τίποτα σημαντικό. Στο τέλος μας είπε πως δεν του σηκωνόταν γενικώς –με καμμία. Μεθυσμένος ήταν –αλλιώς δεν θα μας το ‘λεγε.
Η Αλίκη έμπλεξε με έναν τεταρτοετή Αγωνίτη, ο οποίος τη γκάστρωσε στον πρώτο μήνα. Αυτός ήταν λίγο χάλιας και η Αλίκη ήταν όμορφη γκόμενα –όσο να πεις, έπρεπε να την καπαρώσει γρήγορα. Παντρεύτηκαν εσπευσμένα. Στους τρεις μήνες σχέσης –για να μην προλάβει να φανεί η κοιλιά.
Τη μέρα του γάμου της ο Σταύρος πήγε μέχρι τον Κρεμαστό Λαγό και βούτηξε με τη βέσπα του στο κενό. Δεν έμεινε τίποτα να θάψουν από αυτόν. Μόνο τον αριστερό καθρέφτη της βέσπας βρήκαμε μαγκωμένο στα ξερά αγκάθια.
Εκείνη τη χρονιά έκλεισαν και τον «ΠΗΓΑΣΟ» οι μπάτσοι.
19 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Αχ μωρέ Σταύρο..a walk on the wild side και τέρμα τα ψιλά.
(Mboy τί να πω;είμαι σε νιρβάνα!)
Σιγά ρε -πριν το γράψω το διαβάζεις
Έτσι έτσι στην έχω στημένη!
(εγώ φταίω που είπα καλά λόγια!την απόμενη φορά θα τρατάρω σφαλιάρες!!!
μουαχαχα!)
Καλά ντε μη βαράς! Μόνο μη ζητήσεις κι άλλο σύντομα γιατί κάποιοι θα σε λιντσάρουν.
Κι άλλοο κι άλλοο!
(ριψοκίνδυνη γαρ..!)
Κοίτα -εμείς φεύγουμε. Ο DCD, ο brainsick, ο sourfou και ο zouri θα είναι εδώ. Αν σε καλέσουν μην πας να τους συναντήσεις. Φιλική συμβουλή.
Υ.Γ.: Από την μεθεπόμενη βδομάδα, αν ζεις ακόμα(που δεν το βλέπω) ...
GOOOODoldyeller exw na thesw.
nice 2 c u back.
ps:otan milousa gia anatropi,didnt mean apo vraxo godamnyou
:PPPP
Λέγεται και "ωχ δεν πάει άλλο ο δρόμοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοςςςςςςςς"
Αύριο το πρωί ή την Κυριακή το πρωί. Αν τώρα, μέχρι να γυρίσετε θα έχω πάθει στέρηση. Καλά να περάσετε βρε.
Re Μοτοσακέ! Χαλάρωσε και λίγο! Γράφεις γράφεις γράφεις... διακοπές θα πάτε, καλέ μου άνθρωπε! (και αναρωτιέμαι αν εκεί θα γράψεις έστω έναν κατάλογο για τα ψώνια)
:ΡρρΡΡρ
καλά να περάσετε BOYs (μοτορσάικλ εντ τομ)
Λίτσα, δεν πιστεύω ν' αρχίσεις να ποστάρεις από αύριο. Το κωλοβάρεσες που το κωλοβάρεσες -άσε να περάσει και η άλλη βδομάδα γιατί αν έχω πολλή εξεταστέα ύλη θα αγχωθώ.
Μανταλένα -έτσι χαλαρώνω. Αν δεν το έκανα αυτό θα αναγκαζόμουν να δουλέψω και σε διαβεβαιώ πως αυτό θα έκανε κακό σε πολλούς, πολλούς ανθρώπους.
Κι εσύ καλά να περάσεις -αν και δε σε βλέπω να διακόπτεσαι φέτος το καλοκαίρι. Αλλά δεν πειράζει -αν δεν παντρέψεις κόρη και δε χτίσεις σπίτι δεν ξέρεις τι θα πει ζωή. Εσύ το σπίτι, εγώ την κόρη.
ωραίο ήταν!
ξεκινησα να τρωω μια πιτσα και να διαβάζω το ποστ
το ενα χέρι στο ποντικι για να κατεβάζω τις σελιδες,το αλλο κρατουσε το εκαστοτε κομματι της πιτσας και το κεφαλι κολλημενο (κυριολεκτικα) στην οθόνη.
τελειωνοντας την αναγνωση συνειδητοποίησα οτι είχα φαει ολη την πίτσα!
συμπέρασμα:μη τρωτε οταν διαβαζετε mboy...θα παρετε κιλά!
Υ.Γ1: "Ο Σταύρος έγινε 200 γυαλιστερά ρουλεμάν που κύλισαν στον διάδρομο. Ευτυχώς πρόλαβε να συναρμολογηθεί εγκαίρως για να της ξαναμιλήσει." φιλε εμεινα με το στόμα ανοιχτο...τρομερη παρομοιωση-περιγραφη!!!
Υ.Γ2:Καλα να περασετε παιδια.να προσεχετε ρε...
Άσχετο, αλλά σημαντικό. Στο blog του ο τάλως (http://www.histologion-gr.blogspot.com/)δίνει το παρακάτω link για όποιον θέλει να υπογράψει τη διακήρυξη για τη σωτηρία των Λιβανέζων. Δεν μας πέφτουν πολλά μερικά κλικ...
http://epetition.net/julywar/index.php
placebo
Αυτός είσαι!!!
Ότι καλύτερο για Δευτέρα επιστροφή Αθήνα απο διακοπές...
ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ :)
Κι ομως, το διαβασα!
Ευ-άγγελε, έχεις δίκιο. Είναι προτιμότερο να πίνεις.
Placebo έχω κάποιες απορίες και κάτι ενστάσεις για την ιστορία στο Λίβανο. Δεν έχω καταλήξει ακόμα σε τίποτα πιο συγκεκριμένο εκτός από το ότι ο πόλεμος είναι μεγάλη μαλακία.
sigmund περάσαμε και γυρίσαμε. Θα τα πούμε από κοντά για ανταλλαγή εμπειριών.
Άσωτε ευχαριστώ. Πρόλαβα και το Κύτταρο και το Skylab. Αλλά αυτές είναι άλλες ιστορίες.
DCD τι είπες τώρα; Αν είναι έτσι να λείπω πιο συχνά.
blogology ευχαριστώ για την πληροφορία. Αλλά το να διαφημίζεις τη δική σου σελίδα παρουσιάζοντας τη διάλυση μιας άλλης είναι λίγο ρουφιανιά. Γνώμη μου έτσι;
ΠΡΟΣΟΧΗ - ΠΡΟΣΟΧΗ! ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ:
"Προσπαθω να βρω στοιχεια για τους υπευθυνους του διαδικτυακου σας χωρου, αλλα δε βλεπω τιποτα. Ολα τα σοβαρα site παρεχουν στοιχεια κυριοτητας και επικοινωνιας, ενω εσεις οχι. Γιατι παρακαλω δεν μας λετε ποιοι ειστε; σε ποιον ανηκει το domain; ποιοι ειναι οι web masters; ποιοι οι administrators; ποιος τελοσπαντων κανει κουμαντο εδω μεσα; δεν καταλαβαινω, κρυφο ειναι;
Και κατι ακομα, προσεξα οτι οι οροι χρησης ειναι ιδιοι (επι λεξη) με τους ορους που εθετε το blog.gr. Πως το δικαιολογειται αυτο;
Ελπιζω να φιλοτιμηθειτε και να μου απαντησετε και οχι να με αγνοησετε. Οι αποριες μου ειναι ευλογες, λογικες και ευπρεπως διατυπωμενες.
Ν.Κ."
Το www.blogology.gr ίσως να είναι κομπίνα του Γέρου, μάλλον γι αυτό έφυγε ο Chivas.
Πολύ μυστήριο ρε συ Ν.Κ. Η άποψή μου (η οποία διαμορφώθηκε πρωινιάτικα καθώς πρέπει να μεταφέρω πάλι τα κείμενά μου από το blogs.gr) είναι: ΔΕ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΚΥΡΙΟΙ;
Επίσης: πόσο μαλάκες είμαστε που δεν έχουμε κάνει κάτι δικό μας, για να μην εξαρτιόμαστε από κάθε καραγκιόζη;
Αυτά
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!