Η αυλή του σχολείου είχε γίνει λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Μπουγελώματα σε βαθμό κακουργήματος. Ξεκίνησαν με σακούλες από πατατάκια, επεκτάθηκαν σε μπουκάλια εμφιαλωμένου και -όταν ο επιστάτης έκλεισε την παροχή –κατέληξαν στο αμμοχάλικο. Άδειασε το σκάμα και η διπλανή οικοδομή –οι ομάδες γέμιζαν ότι έβρισκαν με άμμο και το πετούσαν. Όταν σκίστηκαν οι σακούλες και τρύπησαν τα μπουκάλια, πλακώθηκαν στις πετριές. Τελευταία μέρα στο σχολείο και η Τρίτη Λυκείου το γάμησε.
Το τέλος των δύο
Ο Πέτρος με τον Ηλία ήταν στην ίδια ομάδα. Λάθος –ο Πέτρος με τον Ηλία ήταν Η ΟΜΑΔΑ. Αυτοί το ξεκίνησαν και αυτοί έφυγαν τελευταίοι όταν ο Λυκειάρχης απείλησε πως θα καλέσει τους μπάτσους. Ο Ηλίας είχε σκίσει φρύδι κι ο Πέτρος γόνατο (μαζί με παντελόνι).
Την έπεσαν στο δασάκι, στην πίσω πλευρά του σχολείου. Άναψαν και τσιγάρο, ντάλα ο ήλιος και το τζιτζίκι δωρεάν. Μια Καμήλα μαλακή για τον Πέτρο, μια Μαλμπουρίνη σκληρή –να στάζει πάνω της ιδρώτας και αίμα από το φρύδι του Ηλία.
«Και τώρα τι κάνουμε κολλητέ;»
«Τι να κάνουμε ρε μαλάκα; Μέχρι εδώ ήταν. Με τις βαθμάρες που χτύπησες, σε βλέπω καρφωτό για το μπατσάδικο. Θα σε κλείσουν μέσα, θα σου κάνουν το μυαλό αλοιφή για κάλους και όταν βγεις δε θα μας γνωρίζεις», γέλαγε τεντώνοντας το γόνατο ο Πέτρος -γιατί είχαν αρχίσει να τον πιάνουν κράμπες.
Ο Ηλίας πάλι είχε συννεφιές. Δεν το μετάνιωνε –σιγά τώρα! Από μικρός ήθελε να γίνει στρατιωτικός. Τα αθλήματα τα είχε χαλαρά, έστρωσε και λίγο κώλο στις Πανελλαδικές –τις έπιανε άνετα τις Σχολές. Μόνο που, τελευταία στιγμή, προτίμησε να γίνει Αστυνομικός. Κάπως του είχε έρθει η ζωή στο στρατόπεδο, παίζανε και οι «Σκληροί του Μαϊάμι» στην τηλεόραση, μπάτσος ρε φίλε, ντεντέκτιβ. Να βοηθάω τον κόσμο, να πιάνω τα καθάρματα, να σώζω γκομενίτσες από εγκληματίες. Τέτοια πράγματα –όμορφα και στυλάτα.
Μόνο ένα «σιγά ρε μαλάκα» βρήκε να πει, μέσα από τα δόντια, στον Πέτρο που τον χάζευε κοροϊδευτικά.
«Τι σιγά ρε; Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Τρεις κι εξήντα παίρνετε και τον κόσμο δέρνετε. Βλάκα».
Ε, δεν άντεξε ο Ηλίας. Το πλάκωσε το κωλόπαιδο –να μην τον βρίζει τζάμπα. Ένα κουβάρι είχαν γίνει και θα κυλιόντουσαν ακόμα στις πευκοβελόνες αν δεν πέρναγε από μπροστά η Φανή. Σηκώθηκαν στο φτερό, στρώσανε μαλλί πίσω και στηθήκανε με στυλάκι αδιάφορο.
«Τι έγινε Φανούλα;»
«Έκλεισε το σχολείο -δε στο’ πανε;»
Και η Φανούλα γελούσε. Ήταν όμορφη η Φανή, από τις λίγες ξανθιές που κυκλοφορούσαν στο σχολείο. Είχε εντυπωσιακό στήθος και μπλε μάτια, δυο χρόνια τώρα που είχε έρθει σκοτώνονταν οι μαντραχαλάδες να την εντυπωσιάσουν. Αδίκως βεβαίως, καθότι η Φανή τραβιόταν με έναν τυπά από την παλιά της γειτονιά που είχε ένα CB 750 τερατώδες και έμοιαζε στον Έλβις Πρίσλευ. Πριν χοντρύνει βέβαια.
«Πως γίνατε έτσι ρε σεις;», η Φανούλα κόντευε να κατουρηθεί από τα γέλια.
Ο Ηλίας και ο Πέτρος κοιτάχτηκαν. Σαν πατημένες ντομάτες είχαν καταντήσει.
«Έπεσαν μπουγέλα πριν», ανέλαβε την υπεράσπιση ο Ηλίας.
«Με τι μπουγελωθήκατε; Μέσα στα χώματα είσαστε καλέ!»
«Ε τι περιμένεις με το μαλάκα από δω. Αφού θα πάει να γίνει μπάτσος, άρχισε από τώρα την προπόνηση», ειρωνεύτηκε ο Πέτρος, ψαρεύοντας ένα τσιγάρο από το τσαλακωμένο του πακέτο.
«Αλήθεια Ηλία; Πολύ πρώτο! Μου αρέσουν οι άντρες με στολή» είπε η Φανή καρφώνοντάς τον με μάτια-προβολείς.
Ο Ηλίας έκανε τη διαδρομή Κόλαση-Παράδεισος σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Μέχρι που χαμογέλασε κιόλας. Αν δεν κοκκίνιζε σαν κοριτσάκι θα ήταν πολύ κουλ. Ο Πέτρος έκανε ακριβώς την αντίθετη διαδρομή –αλλά επειδή ήταν βιαστικός δεν πρόλαβε να δει τον Ηλία. Είδε όμως το τσιγάρο που κρεμόταν στα χείλη του, σπασμένο στη μέση. Ο απόλυτος μαλάκας.
«Άντε, την κάνω κι εγώ –πρέπει να προλάβω τα μαγαζιά ανοιχτά», είπε η Φανή.
Οι δυο εναπομείναντες κοιτάχτηκαν.
«Αν βγάλεις γκόμενα τη Φανή λόγω στολής, θα σου φάω το συκώτι», είπε ο Πέτρος, χωρίς να το εννοεί.
«Τη γουστάρεις ρε αρχίδι;»
«Αυτό που σου λέω», συνέχισε ο Πέτρος, εννοώντας το λίγο περισσότερο τώρα.
«Ρε μαλακισμένο άμα τη γουστάρεις πάω πάσο. Κολλητοί είμαστε –οι γκόμενες έρχονται μετά».
«Σιγά μην τη γουστάρω. Δε λέω –για κάνα πήδημα καλή είναι. Έχει και βυζάρες. Αλλά με το μαλάκα που τραβιέται δεν υπάρχει ελπίδα», μαζεύτηκε ο Πέτρος.
«Θυμάσαι ρε στην πενθήμερη; Που ήρθε ο καραγκιόζης στο ξενοδοχείο και του κουβαλήσαμε τη μηχανή μέχρι τον 5ο όροφο;»
«Και την διπλώσαμε με κωλόχαρτο;»
«Μούτρα που έκανε ο καργιόλης όταν την είδε το πρωί!»
Ξεκοιλιάστηκαν να γελάνε. Μετά σοβάρεψαν.
«Κάνουμε τίποτα το βράδυ;»
«Μέσα. Ραντεβού στου Χοντρού και βλέπουμε».
«Έκλεισε».
«Άντε γεια, ρε»
«Γεια, ρε»
Μετά χαιρετήθηκαν δια χειραψίας και πήραν τον δρόμο για τα σπίτια τους δίπλα-δίπλα. Ένα τετράγωνο διαφορά έμενε ο Πέτρος με τον Ηλία. Από το δημοτικό ήταν μαζί.
Ένας κι ένας –ανάμεσα σε πολλούς
Ο ήλιος έκαιγε αφόρητα στο προαύλιο της Σχολής Αξιωματικών. Αλλά οι μέλλοντες Αξιωματικοί δεν θα έπρεπε να δίνουν σημασία. Έκαναν «λαγουδάκια» με πλήρη εξάρτηση –στολή, όπλο, κουβέρτες, παγούρια. Άσσοι και δυάρια ίδρωναν κάτω από την επίβλεψη των τριαριών. Τα τεσσάρια ήδη απολάμβαναν τις φραπεδιές τους στο κυλικείο. Ο Ηλίας τους έβλεπε. Τους ζήλευε. Όταν θα γινόταν αυτός τεσσάρι δεν θα έπηζε τους νέους με τέτοιες μαλακίες. Πολύ καψώνι ρε πούστη μου! Επιτέλους τα τριάρια τους έδωσαν το παράγγελμα να συνταχθούν σε διμοιρίες. Σκοτώθηκαν να εκτελέσουν –ο διπλανός του Ηλία παρά λίγο να του βγάλει το μάτι με την ξιφολόγχη.
«Αντρεεεές! Προσοοοχή! Ημιανάς! Προσοοοχή!», το τριάρι-υπαξιωματικός τους κοιτούσε ψαρωτικά. Κανένας δεν τον χώνευε –ούτε καν η ίδια η σειρά του.
«Άντρες, το βλέπετε εκείνο το πεύκο;»
Οι άντρες το έβλεπαν. Μέσα από βροχή ιδρώτα –αλλά το έβλεπαν.
«Θα το κοιτάτε μέχρι να πέσουν τα φύλλα του. Μετά είστε ελεύθεροι».
Ο υπαξιωματικός τους γύρισε την πλάτη και ακολούθησε τους δικούς του στο κυλικείο. Κοίτα μαλακία τώρα! Στημένοι μέσα στον καύσωνα και ξέρεις γιατί; Επειδή τους είχαν νικήσει στο μπάσκετ. Το λέγανε κάποιοι ψύχραιμοι, «καθήστε να χάσουμε ρε μαλάκες, αυτοί τα παίρνουν όλα σοβαρά». Αλλά οι μαλάκες δεν τους άκουγαν. Κι ο Ηλίας μέσα σ’ αυτούς. Στην αρχή το είχε πάρει χαλαρά –ας έχαναν, δε γαμιέται; Αλλά μετά άρχισαν την καζούρα οι άλλοι από τις κερκίδες. Κάτι για καλσόν έλεγαν, κάτι για κυλοτάκια –τα πήρε κρανίο ο Ηλίας με έναν άλλο και αρχίσανε το πανηγύρι. Τρίποντα ο Ηλίας, καρφώματα ο άλλος. «Πάρτε τ’ αρχίδια μας τώρα που την είδατε Γκάλης-Γιαννάκης. Και μαζί μ’ εσάς πήζουν όλοι οι υπόλοιποι». Αυτά θα τους έλεγαν οι σειρές αν δεν ήταν απασχολημένες με το πεύκο. Το οποίο δεν έλεγε να ρίξει φύλλο. Αντ’ αυτού, έπεφταν σαν τα σάπια μήλα οι κοντινοί του Ηλία. Από Ηλίαση (χα, χα!). Αλλά ήταν κωλόφαρδοι οι διπλανοί των κοντινών. Γιατί σκοτώνονταν, με το που έπεφτε κάποιος κάτω, να τον μεταφέρουν στο ιατρείο. Και σκαπούλαραν το καψώνι. Ο Ηλίας φοβήθηκε πως θα έμενε μόνος του. Αυτός κι ο ήλιος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το φοβόταν.
…………………………………………………………………………………………..
Η υγρασία έφτανε μέχρι μυελό των οστών δίπλα στο ποτάμι. Ήταν και κάτι κουνούπια (10 κιλά το ένα, σα νυχτερίδες), που είχαν αποθρασυνθεί. Έβγαιναν τώρα πια ακόμα και μέρα-μεσημέρι, γαντζώνονταν πάνω στα μούτρα των φαντάρων και ρουφούσαν σαν μανιακές πουτάνες. «Ελικοπτεράκια» τα έλεγαν -από το θόρυβο. Ο Πέτρος έσκαβε το όρυγμα. Αρχίδια όρυγμα δηλαδή. Όσο έσκαβε τόσο πλημμύριζε με νερό. Τελικά υπήρχαν ακόμα τα «τάγματα ανεπιθυμήτων» κοίτα να δεις πλάκα! Τον είχαν καλέσει στο Πυροβολικό, δεν ήταν καλά αλλά δεν ήταν και του θανάτου. Μέχρι που ήρθαν οι καργιόληδες από τους Καταδρομείς. «Ελάτε σε μας, καλό φαγητό, γυμναστική, θα γίνετε και τα πρώτα κορμιά. Θα κάνετε και πτώσεις με αλεξίπτωτο, θα πηγαίνετε και μία-μία». Αλλά οι Πυροβολημένοι δε μάσαγαν. Ήξεραν πως έχει καλό φαγητό στους Καταδρομείς, αλλά σε βάζουνε να το ξεράσεις με τις κάμψεις αμέσως μετά. «Εθελοντές;» Μούγκα.
Τα πήραν στο κρανίο οι Καταδρομείς και άρχισαν να διαλέγουν από μόνοι τους. Διάλεξαν και τον Πέτρο. Τόσο μαλάκες! Τους έπαιρναν έναν-έναν στο γραφείο του Επιλοχία. Όταν έφτασε η σειρά του Πέτρου είχε πάρει να σουρουπώνει. Εκείνη την ώρα πάντα τον έπιαναν οι μαύρες του τον Πέτρο. Μικρός έβαζε τα κλάματα. Τώρα δεν τον έπαιρνε πια –απλά ένιωθε απελπισία.
«Παιδί μου επελέγης να υπηρετήσεις στο τιμημένο σώμα των Καταδρομέων», του είπε με πατρικό ύφος ο μουστάκιας.
Ο Πέτρος δε μίλησε. Χάζευε την πουλάδα στο πέτο του μουστάκια. Και έψαχνε τρόπους να τη σκαπουλάρει ησύχως. Σιγά μην πήγαινε! Το πήξιμο δεν τον πείραζε, αλλά οι Καταδρομείς είχαν κάτι τραγούδια για τις μανάδες των Τούρκων που θα τις γαμούσαν και για την Κόκκινη Μηλιά. Δεν τα άντεχε αυτά ο Πέτρος. Θα τον έπιαναν τα γέλια ή θα πλάκωνε κανένα γαμιόλη στις γρήγορες. Άσε καλύτερα κολλητέ!
«Λοιπόν παιδί μου;»
«Ξέρετε, με τιμά η προτίμησή σας αλλά θα πρέπει να αρνηθώ»
«Γιατί;», ο μουστάκιας φούσκωσε σα μπαρμπούνι.
«Ε να … ξέρετε … θέλω να μείνω στο Πυροβολικό. Όταν ήμουν μικρός με είχαν ταμένο στην Αγία Βαρβάρα οι δικοί μου … καταλαβαίνετε», κρατήθηκε να μη γελάσει ο Πέτρος. Ρε, σε τι ξεφτίλα μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στα καλά του καθουμένου!
«Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς παιδί μου! Μοναστήρι το πέρασες το στράτευμα; Πέρασε έξω να μη σε βλέπω!», ο μουστάκιας ανακάτεψε κάτι χαρτιά πάνω στο γραφείο, όλο νεύρα.
Ο Πέτρος πίστεψε πως τη γλίτωσε. Μαλακία του. Από την επόμενη μέρα άρχισε το πήξιμο. Πήρε επ’ ώμου το 2-4, το «γερμανικό», έγινε και μόνιμος συνοδός του «πλοίου της αγάπης» τα απογεύματα, για να μην βαριέται. Ευτυχώς που είχε αρνηθεί ακόμα ένας να πάει στους Καταδρομείς και μοιραζόταν κάπως το τρέξιμο. Μαζί μ’ αυτόν, άλλωστε, πήραν φύλλο πορείας για Έβρο –όταν βγήκαν οι μεταθέσεις.
Αλλά ο «αυτός» την είχε σκαπουλάρει. Σε ένα περίπολο, πετάχτηκε μπροστά τους κάποιο φίδι, ο δόκιμος χέστηκε και πυροβόλησε το πόδι του «αυτού». Οπότε ο Πέτρος είχε απομείνει μόνος, με τους πάλιουρες. Μόνος, χωμένος μέχρι τη μέση στο όρυγμα που έμοιαζε όλο και περισσότερο με πηγάδι. Μόνος, αυτός κι ο ήλιος. Και τα «ελικοπτεράκια» που κολλούσαν στο δέρμα, παγιδευμένα από την υγρασία. Ο Πέτρος ήξερε πως είχε πλέον απομείνει μόνος. Δεν το κατάλαβε τώρα –από πιο πριν το ήξερε.
…………………………………………………………………………………………..
Ξημέρωνε. Ο Ηλίας κάπνιζε «παραλλαγή» με την κάφτρα καπακωμένη στη χούφτα. Ο άλλος είχε αργήσει να τον αλλάξει στη σκοπιά. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς, αρχίδια ύπνος του έμενε –σε μια ώρα είχαν εγερτήριο. Σκεφτόταν τον Πέτρο. Τι να έκανε ο μαλάκας; Από τη μάνα του είχε μάθει πως τον πήραν φαντάρο. Τίποτα άλλο. Του έλειπε το κωλόπαιδο. Τόσα χρόνια μαζί. Πρώτα έβλεπε τον Πέτρο και μετά τον ήλιο. Από μικρός. Είχαν συμφωνήσει να γίνουν κουμπάροι. Εκεί να δεις φάση που θα γινόταν! Να τον πάντρευε λέει ο Πέτρος με τη Φανή! Με τη Φανή; Γιατί όχι; Την έβλεπε στον ύπνο του από τότε που είχε σκάσει μύτη στο Λύκειο. Έπνιξε τη γόπα στον τοίχο του φυλακίου. Η Φανή θα γινόταν η τέλεια σύζυγος. Και την έκοβε κιόλας για πολύ καλή στο σεξ. Είχε μάτι, τι να λέμε τώρα; Την Αγγελική που τα είχαν στη Δευτέρα Λυκείου –επειδή έμοιαζε με τη Φανή, γι’ αυτό τη γούσταρε. Το κάνανε και νόμιζε πως πήδαγε τη Φανή –τέτοιο πράγμα. «Α, ρε Φανή. Δεν θα τελειώσει η κωλο-σχολή; Ευθέως θα σου την πέσω και να πάει να γαμηθεί ο μαλάκας ο μηχανόβιος. Μέχρι ναρκωτικά στο ρεζερβουάρ θα του ρίξω, μέχρι εκεί μπορώ να φτάσω ρε Φανή. Κι ο Πέτρος κουμπάρος. Όχι μωρέ –παλιά ήταν καψουρεμένος μαζί σου –τώρα του πέρασε». Έτσι. Δεν ήταν ο Πέτρος για τη Φανή. Αυτή ήταν κλασάτη γκόμενα –ο Πέτρος, ανέκαθεν φρίκουλας. Δεν κόλλαγε ρε παιδί μου. Η Φανή ήθελε άντρα σοβαρό και κατασταλαγμένο. Ο Πέτρος αλλού πατούσε κι αλλού βρισκόταν. Γι’ αυτό τον γούσταρε. Γιατί τον ξεκόλλαγε. Ο καλύτερος κολλητός, αλλά για σύζυγος; Μπα.
«Τι έγινε ρε μαλάκα, κοιμήθηκες; Σόρυ που άργησα».
Επιτέλους ήρθε η «αλλαγή» του. Θα προλάβαινε να πει έναν καφέ με την ησυχία του πριν αρχίσει το τρέξιμο. «Κοιμήθηκα κι ακόμα κοιμάμαι σειρούλα. Περιμένω να βγω από δω μέσα για να ξυπνήσω».
…………………………………………………………………………………………..
Ξημέρωνε. Ο Πέτρος κάπνιζε ένα τρίφυλλο για ν’ αντέξει τη σκοπιά. Έδιωχνε και τα κουνούπια δηλαδή. Στο απέναντι βουνό έσκαγε ένας αρρωστιάρης ήλιος κυκλωμένος με θολούρα. Δεν άντεχε άλλο. Τον ήλιο, τα κουνούπια, την υγρασία, το πήξιμο. Ψέματα –δεν άντεχε άλλο τον στρατό. Είχε φρικάρει με τα κουφά και τα παράλογα. Χαμένος χρόνος και σπασμένα νεύρα. Τι να ‘κανε άραγε ο στρατόκαυλος ο Ηλίας; «Εδώ να σε είχα ρε μαλακιστήρι –όχι στις σχολές και στις παρελάσεις. Να δω πως θα σου φαινόταν; Πήγες κι έγινες μπάτσος –μαλάκα. Να πιάνεις τους κακούς και να το παίζεις παλικαράκι –αρχίδια μάντολες. Θα σε κάνουν φυτό ρε, κρύες τυρόπιτες και ζεστές πορτοκαλάδες και μετά θα σε αμολάνε να βαράς τον κόσμο. Ηλίθιε! Σωματοφύλακας στους κοιλαράδες θα δουλεύεις ρε! Τόσα χρόνια μαζί και τώρα την έκανες! Πως θα τα βγάλω πέρα μόνος μου; Με ποιόν θα αναλύω τα αναλλοίωτα; Με ποιόν θα κυνηγάω γκόμενες; Αν είναι να μην έχω εσένα, να ξημερωνόμαστε περιγράφοντας την κάθε φάση –δε λέει. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεται τίποτα, κατάλαβες; Αφού το συμφωνήσαμε, ρε μαλάκα, από παλιά –δεν πηδάμε επειδή μας αρέσει, πηδάμε για την ανάλυση. Από πάντα. Και σε ποιόν θα έρθω να το πω όταν βγω από αυτό το τρελλάδικο και καταφέρω τη Φανή;» Σιγά τώρα, αυτό ήξερε πως ήταν ψέμα. Ευθέως θα την έπεφτε στη Φανή όταν ξεμπέρδευε από εδώ «και να πάει να γαμηθεί ο μηχανόβιος». Αλλά κουβέντα δεν θα έλεγε στον Ηλία. Τα βασικά μόνο. «Είμαι με τη Φανή». Αυτό. Και όχι χαβαλές, ούτε πονηρές λεπτομέρειες. Για πάντα μαζί της θα έμενε –από τότε που την είχε πρωτοδεί δεν μπόρεσε να κάνει σχέση με άλλη γκόμενα. Ήταν άδικο –θα πηδούσε την άλλη και θα σκεφτόταν τη Φανή. Ή αυτή ή καμιά. Θα της ξηγιόταν στα ίσα. Και ο Ηλίας; «Όχι μωρέ, σε γούσταρε και ποιος δεν σε γούσταρε άλλωστε –αφού είσαι γκομενάρα, αλλά μέχρι εκεί». Δεν ήταν ο Ηλίας για τη Φανή. Ο Ηλίας είναι μαμούχαλος και η Φανή ήθελε άντρα-αλήτη. Να την πάρει και να την ταξιδέψει στη νύχτα, να την κουβαλάει από τα μπαράκια και να πηδιέται μαζί της, ξημερώματα σε άγνωστα μέρη. Που να τα κάνει ο Ηλίας αυτά; Με τη στολίτσα του και το ωραριάκι του; Η Φανή ήταν φωτιά και ο Ηλίας νερό. Γι’ αυτό τον γούσταρε, γιατί τον συγκρατούσε. Για κολλητός ήταν εντάξει, αλλά για γκόμενος της Φανής ήταν κρίμα κι άδικο. Χαμένη θα πήγαινε μαζί του.
«Τι κάνεις εδώ ρε κωλόψαρο; Τι τσιγάρο είναι αυτό;»
Πως δεν τον πήρε χαμπάρι τον επιλοχία; Γαμώτο –έμπλεξε τώρα. «Δεν πάει στο διάολο; Είχαμε τα σκατά μας ήρθαν και τα απόσκατα».
…………………………………………………………………………………………..
Έχει συννεφιά -ευτυχώς. Ο Ηλίας δίνει παραγγέλματα στο τιμητικό άγημα. Με την καλογυαλισμένη, επίσημη στολή του. Παρακολουθεί την απονομή. Θα πάρει το πτυχίο του λίγο πριν τη λήξη της τελετής. Δεν χαμογελάει αλλά θα ήθελε να κυλιστεί στο τσιμέντο σαν πιτσιρίκος. Η μητέρα του κλαίει από συγκίνηση –δεν την βλέπει αλλά είναι σίγουρος.
…………………………………………………………………………………………..
Έχει σκοτάδι –μήνες τώρα. Ο Πέτρος παίζει σκάκι με τον εαυτό του σε μια σκακιέρα στημένη στον βρώμικο τοίχο. Για να μην τρελαθεί στην απομόνωση. «Κατοχή, χρήση, εμπορία σε ώρα Υπηρεσίας». Θα πάρει απολυτήριο ή τρελλόχαρτο. Όποιο έρθει πρώτο. Δίνει μια κλωτσιά στην αόρατη σκακιέρα και κλαίει με λυγμούς. Γιατί όχι; Δεν υπάρχει κανένας να τον δει.
Ο καθένας μόνος του
Αυτό το απόγευμα βρέχει του σκοτωμού. Ο Πέτρος έχει σηκώσει τους γιακάδες του δερμάτινου μπουφάν αλλά μουλιάζει ανελέητα. Μέχρι σώβρακο. Κάνει να βλαστημήσει και γεμίζει το στόμα του νερό. Κωλόκαιρος. Μετά από έναν αιώνα εμφανίζεται το κίτρινο Punto sporting από τη γωνία. Σπινιάροντας κιόλας –ακόμα ένα ντους για τον Πέτρο. Ο Ηλίας ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού, από μέσα.
«Σόρυ ρε φίλε που σ’ έστησα».
«Είσαι εντελώς μαλάκας ρε; Δε φτάνει η βροχή που έφαγα, έπρεπε να με λούσεις κιόλας; Αρχίδι!» ο Πέτρος βολεύεται στο μπάκετ κάθισμα αδιαφορώντας για το άγχος του Ηλία που βλέπει την ταπετσαρία να μουλιάζει.
«Μπράβο τρόποι! Είναι κουβέντες αυτές; Είσαι και μορφωμένο παιδί!»
«Καλά εσύ δεν παίρνεις θεραπεία», γελάει ο Πέτρος.
Κοιτάζονται κρυφά καθώς το αυτοκίνητο στρίβει. Τίποτα δεν άλλαξε, όλα διαφορετικά είναι. Κι αυτοί το ίδιο.
«Που θα πάμε;»
«Που αλλού; Στου Χοντρού»
«Μέσα. Ραντεβού σε δέκα λεπτά εκεί. Άντε γεια».
«Γεια ρε».
Χαιρετιούνται δια χειραψίας. Μετά ο Ηλίας συνεχίζει να οδηγεί αμίλητος. Ο Πέτρος παίζει με τους σταθμούς στο ραδιόφωνο. Βρίσκει επιτέλους έναν σταθμό της προκοπής. Ο ΜακΚάλοκ με τους Κουνελαθρώπους του -λένε για το «Δολοφονικό φεγγάρι». Ο Ηλίας βγαίνει από το αμάξι τρέχοντας για ν΄αποφύγει τη βροχή. Ο Πέτρος ακολουθεί χαλαρά. Ο βρεγμένος τη βροχή και η κοπριά τα λάχανα. Κάπως έτσι.
«Πέντε χρόνια ρε μαλάκα!», ο Ηλίας ψάχνει τον Χοντρό.
«Πέντε χρόνια ναι. Ρε Μπιλ στην Ιρλανδία πήγες να τις φέρεις εκείνες τις Γκίνες;»
Ο Μπιλ κουβαλάει τα μπουκάλια ασθμαίνοντας και βρίζοντας. Εναλλάξ.
«Αφού μου γίνατε κυριλέδες και σας χαλάει η βαρελίσια να περιμένετε ρεμάλια.»
«Ποια βαρελίσια ρε Μπιλ; Την τελευταία φορά που άνοιξες την κάνουλα έπεσε μια κατσαρίδα μαζί με τον αφρό», παρατηρεί ο Πέτρος.
Γελάνε με το βρισίδι που ακούνε. Μετά θυμούνται πως αυτό είχε γίνει πριν από πέντε χρόνια και δεν γελάνε πια.
«Για πες τα δικά σου», μιλάει και ρουφάει ο Ηλίας.
«Τα ίδια. Πήρα τρελλόχαρτο τελικά γιατί αλλιώς θα έκανα άλλον ένα χρόνο στις στρατιωτικές φυλακές. Την έψαξα για δουλειά αλλά ξέρεις πως είναι. Δεν ξέρεις δηλαδή, αλλά λέμε τώρα. Τέλος πάντων –δουλειά δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Τώρα κάνω κάτι κινήσεις να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο. Έχω κι έναν θείο που δουλεύει στον Όμιλο –μπορεί να μου βρει κάτι. Πετρελαιοφόρα –ξέρω ‘γω; Εσύ; Τους έπιασες τους κακούς ή όχι ακόμα;»
«Έλα μωρέ τώρα! Πάντως επειδή βγήκα με καλή σειρά από τη σχολή διάλεξα από τους πρώτους. Είμαι στα κεντρικά τώρα –αλλά θα πάω στην Αντιτρομοκρατική. Είναι καλά και δεν έχει μεταθέσεις. Βλέπουμε τι θα παίξει αργότερα»..
«Αντιτρομοκρατική ε; Μάλιστα. Πολύ ωραία! Κα-τα-πλη-κτι-κά! Κάτι ποιο αισχρό δεν γινόταν να βρεις;»
«Έλα βρε παπάρα! Δεν είναι έτσι όπως τα λένε. Θα ασχολούμαστε με όλα τα ειδικά εγκλήματα –ξέρεις, τα περίεργα.»
«Τι μου λες; Εντυπωσιακό!»
«Αει γαμήσου ρε!»
«Παρομοίως».
Γέμισαν τα ποτήρια τους ταυτόχρονα. Και ήπιαν το υπόλοιπο από το μπουκάλι. Ταυτόχρονα. Άδειασαν τις τσέπες των μπουφάν τους, ένας zippo χύθηκε στα δεξιά του επιχρυσωμένου Ronson, κάτι Καμήλες ξεσκέπαστες κουτούλησαν μερικές ελαφριές Μαλμπουρίνες.
«Το γύρισες στα άφιλτρα;»
«Ναι, κι εσύ βλέπω το μαλάκωσες».
«Με πειράξανε στο λαιμό».
«Κι εμένα -κάπως έτσι».
Στιγμές αμηχανίας που ξορκίστηκαν με τη μελέτη του απουσιολογίου παλιών γνωστών. Όλα ίδια με όλα τα υπόλοιπα αλλά πολύ διαφορετικά γι’ αυτούς. Ξέρουν πως δεν είναι τα πέντε χρόνια, ούτε οι μπατσο-αντιλήψεις. Γι΄αυτό ψάχνουν τους παλιούς γνωστούς, μήπως βρουν κάποια ξεχασμένη διαδρομή. Μέσα σε παλιούς, σημαντικούς και ασήμαντους.
«Την πήδηξα τελικά», ακουμπάει προσεκτικά τη φράση στο τραπέζι ο Ηλίας. Ανάμεσα σε αποτσίγαρα. Προσοχή, είναι σημαντικό.
«Ποια; Τη μάντρα;», καταλαβαίνει ο Πέτρος, αλλά δεν θέλει να το παραδεχτεί. Ανάβει τσιγάρο, επιθεωρεί τα άδεια μπουκάλια.
«Μια από τα ίδια Μπιλ».
«Την πήδηξα, το κάναμε.»
«Και;»
«Αυτά»
«Τι γίνανε εκείνες οι σκατόμπυρες Μπιλ; Λέγε ρε μαλάκα. Τι έγινε; Πλήρης περιγραφή. Ξεκίνα».
«Τι να γίνει μωρέ; Με το που βγήκα από τη σχολή δεν κρατήθηκα. Έψαξα, ρώτησα, έμαθα. Παντρεύτηκε το μαλάκα με τη μηχανή. Μένουν εδώ παρακάτω, δε γινόταν, θα την πετύχαινα. Ένα πρωί στο σούπερ μάρκετ, ψώνιζε μπάμιες, κωλόχαρτα και τέτοιες αηδίες. Τι έγινες βρε παιδί, χάθηκες και τα ρέστα. Κανονίσαμε να πιούμε έναν καφέ, να τα πούμε κιόλας. Τον ήπιαμε τον καφέ. Θυμάσαι τον μηχανόβιο; Που ήταν σαν τον Έλβις; Ε, και τώρα έτσι είναι –σαν τον Έλβις λίγο πριν τα τινάξει. Πασίχοντρος. Παιγμένη η Φανή. Την πήρα κανα δυο τηλέφωνα όσο ο τύπος δούλευε –αυτή δεν δουλεύει, δε βρίσκει δουλειά. Έκατσε η φάση, έπεσε και το ανάλογο ψηστήρι και την πήδηξα. Αυτά.»
«Που;»
«Έχει σημασία; Σε ένα ξενοδοχείο»
«Σωστά –δεν έχει. Και;»
«Τι και;»
«Και μετά εννοώ.»
«Μετά τίποτα. Δεν έλεγε και πολλά η Φανή τελικά. Με πήρε μερικά τηλέφωνα, αλλά έκανα τον Ινδιάνο. Δουλειές, τρεχάματα, θα τα πούμε άλλη φορά –τέτοια».
«Μάλιστα»
Ο Πέτρος ήταν ήδη όρθιος.
«Να μένουν οι μπύρες Μπιλ»
Ο Ηλίας τον έπιασε από το χέρι.
«Κάτσε κάτω ρε. Τι έπαθες τώρα;»
Ο Πέτρος ελευθερώθηκε απότομα και τρύπωσε στη βροχή σα σκουλήκι σε μήλο. Παρά λίγο να ρίξει και τον Μπιλ που κουβαλούσε τις μπύρες.
«Τι έπαθε το μαλακισμένο; Θυμήθηκε πως έχει αφήσει τον θερμοσίφωνα ανοιχτό;»
Ο Ηλίας γέλασε από υποχρέωση.
«Τι ψάχνεις τώρα ρε Μπιλ; Τι ψάχνουμε όλοι γενικώς δηλαδή;»
Έπιασε το παγωμένο μπουκάλι και έμεινε να κοιτάει τις σταγόνες που εξατμίζονταν. Εξατμίζονταν από την επιφάνεια του μπουκαλιού και τέλος. Τέλος.
Ο ένας για τους άλλους
Δεν είχε βγει ο ήλιος ακόμα. Δεν έχει πιάσει ακόμα ζέστη –η καλύτερη ώρα για πότισμα. «Μας έκαψε αυτό το καλοκαίρι –να πάει και να μη γυρίσει». Ο Ηλίας ποτίζει τον κήπο με σορτσάκι και σαγιονάρες. Σκύβει να δυναμώσει την παροχή. Η κοιλιά του πιέζει το κουμπί του σορτς, νιώθει το φαγητό να ανεβαίνει στο λαιμό του, ρεύεται σκόρδο. «Αυτή η γυναίκα θα με πεθάνει γαμώτο. Και της το έχω πει διακόσιες φορές –μη βάζεις τόσο σκόρδο στα γεμιστά. Τίποτα –τα δικά της αυτή». Κάθεται δίπλα στη βρύση. Πλένει το πρόσωπό του, πολύ θα ήθελε να έχει ένα τσιγάρο. Αλλά πάνε δυο χρόνια που το έχει κόψει –υψηλή πίεση και κίνδυνος εμφράγματος. Όλα τα έχει κόψει, όλα. Πολύ υψηλή πίεση –γενικώς. Ένα αγοράκι τρέχει στον κήπο.
«Μπαμπά, σε ζητάνε στο τηλέφωνο. Ένας κύριος –είπε».
…………………………………………………………………………………………..
Ξημερώνει στο Χίθροου. Τα σύννεφα στέκονται βαριά, έξω από τα ημιδιαφανή τζάμια, κόσμος κυνηγάει αεροπλάνα και αποσκευές. Ο Πέτρος σπρώχνει την αναπηρική καρέκλα. Και σπρώχνεται από αυτή. Ν’ αντέξει την κούραση, να καλύψει τις αποστάσεις.
«Είσαι καλά αγάπη μου;» ρωτάει την αναπηρική καρέκλα.
«Μια χαρά. Πονάω λίγο, αλλά μια χαρά. Εσύ θα τα καταφέρεις;» του απαντάει το γερμένο κεφάλι της Φανής από την καρέκλα.
«Ναι, μη σε νοιάζει. Δεν παθαίνω τίποτα εγώ. Γυρίζουμε πίσω μωράκι».
«Φοβάμαι»
«Σιγά ρε –όλα θα πάνε καλά. Μη μασάς».
Από τα μεγάφωνα ακούγεται η αναγγελία της πτήσης τους.
…………………………………………………………………………………………..
Μεσημεριάζει στο «Ελ. Βενιζέλος». Έξω κάνει θανατερή κάψα, καμίνι αθηναϊκό. Μέσα στα γραφεία της Ασφάλειας Αεροδρομίου κάνει ιδρωτίλα από άπλυτες μασχάλες. Η Φανή μισοκοιμάται. Ο Πέτρος κόβει βόλτες. Σπάει τσιγάρα ανάμεσα στα δάχτυλα –απαγορεύεται το κάπνισμα. Πλησιάζει τον φρουρό. Κάτι πάει να του πει.
«Καθίστε και περιμένετε κύριε. Σε λίγο θα έρθει ο υπεύθυνος».
«Δε γαμιέται ο υπεύθυνος; Η Φανή έπρεπε να κοιμάται σε κρεβάτι τώρα. Να ξεκουράζεται ρε γουρούνια!», το σκέφτεται αλλά δεν το λέει. Δεν έχει και σημασία άλλωστε. Εντάξει, τους έπιασαν. Ας κρατήσουν αυτόν κι ας αφήσουν ήσυχη τη Φανή. Δεν τους έφταιξε σε τίποτα.
Έρχεται ο υπεύθυνος. Με το καλοκαιρινό σακάκι του, με πουκαμισάκι λινό, παπουτσάκια Τίμπερλαντ και γυαλάκι ηλίου, στερεωμένο στα αραιά μαλλιά. Του κάνει νόημα να πλησιάσει. Ο Πέτρος τον ακολουθεί. Διστακτικά –δεν θέλει να αφήσει μόνη της τη Φανή.
«Αστυφύλαξ πρόσεχε το κορίτσι όσο θα μιλάμε με το κύριο. Ότι σου ζητήσει -έτσι;» λέει ο φιλικός, μαλάκας υπεύθυνος. Μετά κλείνει την πόρτα πίσω από την πλάτη του Πέτρου.
«Χρόνια και ζαμάνια έτσι μαλάκα μου;»
«Έτσι μπατσάκο», ξεφυσάει ο Πέτρος.
«Κάτσε».
Ο Πέτρος κάθεται. Και ο Ηλίας επίσης –απέναντί του, στο ξεχαρβαλωμένο γραφείο.
«Συγνώμη που δεν σου προσφέρω τσιγάρο, αλλά το΄κοψα εδώ και δυο χρόνια».
Ο Πέτρος κουνάει το κεφάλι και βγάζει μια Καμήλα σε καπνοσακούλα.
«Τα βγάζουν και σε τέτοια τώρα;» ρωτάει ο Ηλίας.
«Τα πάντα βγάζουν. Μέχρι και μπάτσους με ανοιχτά τα μαγαζιά», παρατηρεί ο Πέτρος.
Ο Ηλίας πιάνει τον καβάλο του αυθόρμητα. Όσο αυθόρμητα έφαγε και την κοροϊδία. Βεβαιώνεται για το κλειστό του φερμουάρ και γελάει.
«Στρίψε μου ένα ρε παλιόπουστα», λέει ακουμπώντας τους αγκώνες στο γραφείο.
Ο Πέτρος του πετάει στο έτοιμο τσιγάρο και φτιάχνει άλλο για τον εαυτό του. Κοιτάζονται χωρίς προσχήματα. Μεγάλωσαν πια.
«Την έχετε άσχημα φιλαράκι. Από μαλακίες δικές σου –έτσι; Γούσταρες και μπλέχτηκες με όλους τους περίεργους; Μαγκιά σου. Τι ήθελες και χώθηκες και στους αυτονομιστές; Άντε, χώθηκες, πάει στο διάολο. Στην Ελλάδα γιατί ξαναγυρνάς και κλέβεις τη Φανή από τον άντρα της και τα παιδιά της; Εντάξει, έρωτας αβυσσαλέος –πάω πάσο. Κι αφού την κοπανήσατε και δεν σας καθάρισε ο μανιακός σύζυγος –μαγκιά σου και πάλι. Αλλά αφού την κοπανήσατε ρε βλακόμουτρο –τι στον πούτσο μου θέλεις και ξαναγυρνάτε; Τώρα έχεις ένα φάκελο να –και ο Έλβις έχει κολλητό τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου μου. Δηλαδή η μαλακία σου … γκουχ, γκουχ…», ο Ηλίας έκανε αναγκαστική διακοπή για να πνίγει με την ησυχία του.
«Συγνώμη, είναι τα δυο χρόνια ατσιγαρίας…», πάει να συνεχίσει.
«Κόφτο ρε μαλάκα», τον σταματάει ο Πέτρος. «Δεν έχει κανένας πουσταράς να με κατηγορήσει για τίποτα. Ναυτικός είμαι, φυλλάδιο έχω, σε όποια κωλοτρυπίδα θέλω –χώνομαι. Άκου ‘κει αυτονομιστικά κινήματα! Και τι έγινε ρε; Θα φέρω Τουπαμάρος να ρίξουν την κυβέρνηση;»
«Είσαι βλάκας γαμώτο μου. Πάντα ήσουν δηλαδή –τώρα θ’ αλλάξεις;. Ρε κόπανε –σου έχουν φορτώσει συμμετοχή σε ένα βουνό παράνομες δραστηριότητες. Σε ψάχνει η Ιντερπόλ. Θα σε περάσουν δίκη και μάλιστα εκτός Ελλάδας. Και ακόμα πιο μάλιστα –εκτός Ευρώπης. Και η Φανή κατηγορείται για εγκατάλειψη συζυγικής στέγης –στ’ αρχίδια μας δηλαδή και για υπεξαίρεση κοινής περιουσίας –αυτό καθόλου στ’ αρχίδια μας. Ρε αν δεν με ειδοποιούσε ένας δικός μου θα ήσασταν ήδη στον Κορυδαλλό.»
«Κάντε ότι θέλετε με μένα. Αλλά τη Φανή αφήστε την ήσυχη. Γύρισε στην Ελλάδα για να δει τα παιδιά της. Δεν έχει πάνω από έξη μήνες ζωής. Καρκίνος των οστών –καταλαβαίνεις; Πεθαίνει η Φανή, μαλάκα μου!», ο Πέτρος κατέβασε το κεφάλι. Οι ώμοι να τρέμουν, ούτε το τσιγάρο δεν έφτανε στο στόμα.
Ο Ηλίας σηκώθηκε και έκανε το γύρο του γραφείου. Μέχρι που γονάτισε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Είπανε λόγια που χρώσταγαν από χρόνια.
«Που ήσουνα ρε κολλητέ; Που χάθηκες; Έτσι κάνουν οι φίλοι; Επειδή δηλαδή πήγα με τη Φανή; Την αγάπαγα κι εγώ ρε, αλλά δεν έβγαινε πουθενά. Με κοίταζε και έβλεπε στη φάτσα μου και τους δυο μας. Δεν ξεχώριζε η Φανή –το καταλάβαινα εγώ. Όποιος κι αν την είχε θα ήτανε στη σκιά του άλλου. Και ο άλλος θα ήτανε πάντα καλύτερος. Να σε προστατεύσω πήγα -μαλακισμένο. Κι εσύ έφυγες και ούτε τηλέφωνο δε σήκωνες. Έμαθα ότι το σκάσατε παρέα και τρελάθηκα! Ήθελα να έρθω να σας βρω. Εμείς οι τρεις κι ο κόσμος να πάει να γαμηθεί. Αλλά είχα ήδη ένα παιδί. Μια ζωή πηδάω γκόμενες και σκέφτομαι τη Φανή, ο γελοίος. Ο μαλάκας!»
«Μη μου τα λες ρε –τα ξέρω. Τα κατάλαβα. Από παλιά -αλλά δεν είχα τ’ αρχίδια να σε συναντήσω. Έτρεχα σαν πούστης να ξεφύγω από τη Φανή. Και όπου πήγαινα –τα ίδια. Ένας μήνας, δυο μήνες, μετά ερχόταν στον ύπνο μου. Πώς να ξεφύγεις από αυτό που κουμαντάρει τη ζωή σου; Μου έλεγε –έλα να με πάρεις. Ήρθα ρε -και την πήρα. Κι αυτή μας έβλεπε στον ύπνο της. Ακόμα μας βλέπει εκεί έξω. Να την γλιτώσεις ρε φίλε. Να πεθάνει ήσυχα –μόνο αυτό».
Αγκαλιασμένοι με τις στάχτες να τους βρωμίζουν τα ρούχα. Μετά ησύχασαν και είπαν διάφορα –κανείς δεν τα έμαθε εκτός από τους δυο τους. Ακόμα πιο μετά βγήκαν έξω από το γραφείο. Τυπικοί, ήρεμοι. Η Φανή είχε ξυπνήσει. Είδε τον Ηλία, προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε να ανάψει τους προβολείς των ματιών της. Κάποιο μισό χαμόγελο πάγωσε στην άκρη των χειλιών της. Μόνο αυτό.
…………………………………………………………………………………………..
Ο Πέτρος σπρώχνει την αναπηρική καρέκλα της στον διάδρομο. Ο Ηλίας περπατάει στα δεξιά της. «Αστυφύλαξ, θα τους συνοδεύσω εγώ. Να μην σημειωθεί τίποτα στο Βιβλίο Συμβάντων –είναι υπόθεση της Αντιτρομοκρατικής –συνεννοηθήκαμε;» Τόσο εύκολο ήταν.
Ο διάδρομος είναι γεμάτος άσπρο φως. Και άσπρες διαφημίσεις. Τρεις λευκές φιγούρες ξεκολλάνε από την απέναντι μεριά. Η Φανή τεντώνεται, όσο μπορεί και πονάει, όσο δεν αντέχει. Ο Ηλίας πλησιάζει την πρώτη λευκή φιγούρα.
«Γρήγορα ήρθατε»
«Δουλειά μας είναι Αστυνόμε», χαμογελάει η λευκή φιγούρα χτυπώντας τον στον ώμο.
«Η κυρία είναι σε Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων. Υποφέρει από καρκίνο των οστών και … καταλαβαίνετε … Τέλος πάντων, για όσο διάστημα ζωής της απομένει, θα πρέπει να εξαφανιστεί. Ήμουν σαφής; Να εξαφανιστεί».
«Σαφέστατος Αστυνόμε. Δεν είναι η πρώτη μας φορά άλλωστε. Θα φροντίσουμε να έχει πλήρη ιατροφαρμακευτική κάλυψη και ψυχολογική υποστήριξη, μην ανησυχείτε. Η κλινική μας εγγυάται …»
«Καλά, καλά, ξέρω. Σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Θα μπορούσα να ζητήσω και μια προσωπική χάρη;»
«Στη διάθεσή σας Αστυνόμε».
«Θέλω να την αναλάβει αποκλειστικά η κυρία Αθανασιάδου –γίνεται;»
Η λευκή φιγούρα χαμογελάει.
«Ευθανασία Αστυνόμε;»
«Αν το ζητήσει ναι –ακόμα κι αυτό. Αλλά κυρίως θέλω να την βοηθήσει να έρθει σε επαφή με τα παιδιά της εφόσον το επιθυμεί. Με απόλυτη μυστικότητα πάντα. Ο πρώην άντρας της δεν πρέπει να μάθει τίποτα –είναι σημαντικό αυτό που σας λέω. Εντάξει;»
«Μείνετε ήσυχος Αστυνόμε. Θα κάνουμε το καλύτερο δυνατό», κι άλλο καθησυχαστικό χαμόγελο.
«Δεν μου αρκεί. Θα κάνετε τα πάντα –όπως ακριβώς σας τα ζήτησα. Σύμφωνοι;» ο Ηλίας φοράει την παγωμένη επαγγελματική του μάσκα. Μόνο τα μάτια αφήνει να διαπερνούν το κρανίο της λευκής φιγούρας.
«Σύμφωνοι», χωρίς χαμόγελο.
Δίνουν τα χέρια.
«Περιμένετέ μας έξω –σε μισό λεπτό θα σας φωνάξω».
Οι λευκές φιγούρες χάνονται σε ένα άνοιγμα του τοίχου.
…………………………………………………………………………………………..
Γονατισμένοι και οι δυο τους. Αγκαλιασμένοι και οι τρεις τους. Δεν μιλάνε. Απλά μετράνε ζωές.
«Εσείς τι θα κάνετε;» ρωτάει η Φανή.
«Άσε μας εμάς. Ήταν να μη βρεθούμε. Μαζί είμαστε άπαιχτοι. Η ΟΜΑΔΑ», γελάει ο Πέτρος.
«Όπως στο σχολείο έτσι; Κωλόπαιδα!»
Την αγκαλιάζουν και τη φιλάνε. Πρώτα ο Ηλίας, μετά ο Πέτρος. Ξεκολλάνε με το ζόρι από πάνω της, κάνουν δυο βήματα, τρία –μετά της γυρίζουν την πλάτη.
«Ότι κι αν κάνετε να προσέχετε …», φωνάζει η Φανή.
Προχωρούν αργά χωρίς να την κοιτάζουν. Τους χαζεύει –σε λίγο θα τους χάσει.
«Να σας πω …», τους προλαβαίνει κοντά στην πόρτα.
Γυρίζουν και την κοιτάζουν. Χαμογελαστοί. Ο Πέτρος τραβάει ένα ανύπαρκτο τσιγάρο πίσω από το αυτί του. Ο Ηλίας τινάζει τον εξίσου ανύποπτο zippo και το ανάβει. Περιμένουν με σταυρωμένα τα χέρια –αλλά δεν υπάρχει χώρος ανάμεσά τους.
«Ξέρετε έτσι;» ρωτάει η Φανή.
«Ξέρουμε;» απορεί ο Πέτρος.
«Ξέρουμε», επιβεβαιώνει ο Ηλίας.
«Ξέρουμε», συμφωνεί κι ο Πέτρος.
«Εντάξει», ησυχάζει η Φανή.
Ο Ηλίας ειδοποιεί τις λευκές φιγούρες και χάνεται στο άνοιγμα του τοίχου. Παρέα με τον Πέτρο φυσικά.
…………………………………………………………………………………………
Περνάνε ανάμεσα σε επιβάτες που σέρνουν μπερδεμένες βαλίτσες. Επιστροφής και αναχώρησης –το ίδιο πονάνε αν σε χτυπήσουν κατά λάθος στον αστράγαλο.
«Τι ξέρουμε ρε μαλάκα;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Τα πάντα», απαντάει ο Ηλίας κοιτάζοντας γύρω.
«Α, καλά», ησυχάζει ο Πέτρος.
………………………………………………………………………………………......
Περνάνε από τον έλεγχο διαβατηρίων χωρίς να σταματήσουν. Ένας μπάτσος τους κάνει νόημα. Ο Ηλίας δείχνει την ταυτότητά του σε στυλ «Βρώμικος Χάρυ» και μετά τον αγνοεί. Ο Πέτρος σηκώνει αμήχανα τους ώμους και χαμογελάει.
…………………………………………………………………………………………..
Καπνίζουν πίσω από την αίθουσα αναμονής. Κοιτάζοντας τον φωτεινό πίνακα –περιμένοντας την έναρξη επιβίβασης για Άμστερνταμ.
«Όταν λες ότι ξέρουμε τα πάντα, εννοείς …», ο Πέτρος το σκέφτεται.
«Ε, δεν τρώγεσαι μωρέ αδερφάκι μου!», ο Ηλίας ρίχνει μια κοροϊδευτική σφαλιάρα στο σβέρκο του απροετοίμαστου Πέτρου, πριν ακόμα τελειώσει τη φράση του.
«Κάτσε καλά ρε! Δεν το ‘χω σε τίποτα να σε τσακίσω εδώ και τώρα!», νευριάζει ο Πέτρος.
Κοιτάζονται, έτοιμοι να πλακωθούν. Ο φωτεινός πίνακας ανάβει –αρχίζει ο έλεγχος επιβίβασης. Κρεμάνε τα χέρια απρόθυμα. Ο Ηλίας δίνει ένα μάτσο εισιτήρια στον Πέτρο.
«Λοιπόν μαλάκα μου. Άμστερνταμ, από εκεί Λίμα και μετά λεωφορείο για Πάιτα. Όλα κλεισμένα κανονικά. Το’ πιασες;»
«Έγινε. Τζάμι –ραντεβού στην Πάιτα. Άντε γειά»
«Γεια ρε».
Χαιρετιούνται δια χειραψίας. Μετά προχωρούν δίπλα-δίπλα προς τον έλεγχο επιβίβασης. Περνάνε αέρας, με την αστυνομική ταυτότητα του Ηλία.
…………………………………………………………………………………………
Από το τζάμι του αεροπλάνου φαίνεται ο ήλιος που βυθίζεται στον Ειρηνικό. Ρομαντικά πορτοκαλί. Ο Ηλίας χαζεύει, μασώντας ένα κρουασάν. Ο Πέτρος χαζεύει τον κώλο της αεροσυνοδού.
«Καλή ε;» σκουντάει τον Ηλία.
«Ναι».
«Τώρα δηλαδή … η γυναίκα και το παιδί σου;»
«Έχω κάνει μια κατάθεση –γύρω στα 100 χιλιάρικα. Δεσμευμένη για δεκαετία. Θα τους έρχονται οι τόκοι, δεν θα πεινάσουν. Μετά από 10 χρόνια θα τα πάρει ο μπόμπιρας».
«Βγάζετε λεφτά εσείς οι μπάτσοι –έτσι;»
«Δε λες τίποτα. Ειδικά άμα αποταμιεύεις κιόλας! Πάντως τα 100 χιλιάρικα ήτανε μίζα από έναν υπουργό. Έπιασα κάτι παρακολουθήσεις και, όσο να πεις, το κουκούλωμα αμείβεται»
«Πολύ ιδεαλιστή σε βρίσκω», γελάει ο Πέτρος.
«Δε λες τίποτα!»
«Και το παιδί;»
«Θα μεγαλώσει. Όλα τα παιδιά μεγαλώνουν. Άσε που θα γλιτώσει κι από τους καυγάδες μου με τη μάνα του. Μια χαρά!»
«Α, μάλιστα. Μια χαρά»
Ο Ηλίας δεν θέλει να το συζητήσει άλλο. Μαζεύεται στη θέση του –η ζώνη τον σφίγγει στην κοιλιά, τη χαλαρώνει, πρέπει να αδυνατίσει επειγόντως. Και να ξαναρχίσει το κάπνισμα. Επειγόντως. Ο Πέτρος τον σκουντάει.
«Και δηλαδή … αφού ξέρουμε τα πάντα …»
«Πρόσεξε μην πεις μαλακία!» τον κοιτάζει με μισό μάτι ο Ηλίας.
«Όχι ρε, εντάξει. Αλλά λέω … αφού ξέρουμε τα πάντα … μπορούμε να την πέσουμε και στην αεροσυνοδό για κανένα τηλεφωνάκι;»
«Σύνελθε ρε –δεν κλείσαμε 24 ώρες μακριά από τη Φανή.»
«Καλά, εντάξει –θα περιμένω»
«Εντάξει», ο Ηλίας κλείνει τα μάτια.
«Αλλά στην Πάιτα θα την πέφτουμε σε γκόμενες –εντάξει;»
«Εντάξει»
«Και τέρμα η Φανή –ναι;»
«Ποια Φανή;»
«Αυτή από το σχολείο»
«Α ναι ρε. Τι κάνει η Φανή;»
«Άστα –μεγάλη ιστορία»
«Καλά, τα λέμε αργότερα. Νυστάζω τώρα –καληνύχτα».
«Καληνύχτα»
Η αεροσυνοδός περνάει από δίπλα τους.
«Μήπως θέλουν κάτι οι κύριοι;»
«Ένα τζιν τόνικ», χαμογελάει ο Πέτρος.
«Κάντα δύο», λέει ο Ηλίας.
…………………………………………………………………………………………
Το λιμάνι της Πάιτα βρωμάει σάπια φρούτα και μεσημεριανή ζέστη. Και μουχλιασμένη θάλασσα. Θολή. Σαν το ποτό του Πέτρου. Που χαζεύει τον Ηλία στο καρτοτηλέφωνο. Που αφήνει σκεφτικός το ακουστικό στον αέρα και ξανακάθεται στο τραπέζι του Πέτρου.
«Μίλησα με το γιατρό»
«Το ξέρω»
«Η Φανή έκανε βουτιά από το παράθυρο του δωματίου της»
«Όροφος;»
«Έβδομος»
«Τέλος –έτσι;»
«Ναι.»
«Ησύχασε.»
«Ναι.»
«Τα παιδιά της τα είδε;»
«Δεν ξέρω.»
«Καλά».
Καπνίζουν σκεφτικοί κάτι Περουβιανά πουράκια. Πίνουν τον λιωμένο πάγο στον πάτο βρώμικων ποτηριών.
«Άκουσα ότι έχει προσφορά στο μπαρ της πίσω παραλίας. Στα τρία ποτά το ένα τζάμπα. Λες να πάμε;» ο Ηλίας χαζεύει ένα φορτηγό που μπαίνει στο λιμάνι.
«Θα’ χει και γκόμενες;»
«Δε νομίζω»
«Ε τότε να πάμε.»
«Λοιπόν -ραντεβού εκεί σε 20 λεπτά;»
«Μέσα. Άντε γεια ρε»
«Γεια ρε»
Σηκώνονται και χαιρετιούνται δια χειραψίας. Μετά φεύγουν δίπλα-δίπλα. Δυο αναμαλλιασμένοι τύποι που δεν έχουν πια τίποτα να τους χωρίζει.
Εκτός από τις πεθαμένες αναμνήσεις.
33 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
!!!
Δεν έχω λόγια...
Έχεις ξεφύγει πολύ...
Άφωνος...
Να δω που θα φτάσεις :)
δε ξέρω τι δοκίμαζες αυτή τη φορά, αλλά ήταν καλό :)
Χάπι έντι ρε μεγάλε; με κούφανες!
έχουμε και δουλειές μεσημεριάτικα... @%#$%@#$^%#%
Ρε Μοτοσακέ, ζήτω τα σεντόνια (σου) λέμε.
Γράφεις εξαιρετικά. Και αντρίκια.
Μπράβο.
Δεν το μετάνιωσα καθόλου που σε γνώρισα δικτυακά...
μουτς
kainourio koskinaki i parallili drasi?
& katopin syglisi?
mpampampa-gyrisame kefatoi geroparalymene?
malista.
anevike sti 1st thesi tou my top3
evge(& meine exw)
summertime ευχαριστώ. Πάω τώρα να διαβάσω το δικό σου. Από το πρωί με τρώει ο τίτλος ρε αδερφάκι μου, αλλά δεν προλάβαινα.
sigmund κι εγώ την έχω αυτή την περιέργεια. Βασικά σκοπεύω να το παλέψω μήπως ξεμλποκάρω για πιο πρισωπικά ζητήτμα και μπορέσω να γράψω σαν την Tomboy.
Erwtas χάπι εντ; Διαφωνώ. Στα προηγούμενα ήταν χάπι έντ -εδώ πεθαίνει η γκόμενα ρε!
Atron κι αν δεν το διαβάσεις δηλαδή θα τελειώσεις τις δουλειές σου; Όχι, πέστο μου κι αυτό τώρα να φάω το ποντίκι μου!
Μανταλένα -ούτε κι εγώ μετανιώνω που σε γνώρισα δικτυακά (απ' το ολότελα ...) Πολύ ωραία τα κομμάτια που σήκωσες τις προάλλες. Κι ας γκρίνιαξα για καμιά παλιατσαρία. Να περιμένω τίποτα πιο βαρύ γιατί είμαι και άντρας με τα ούλα μου (έχω και δόντια από κάτω -μη νομίσεις);
Tomboy δε δοκίμαζα τίποτα. Έγραφα οτι μου άρεσε. Ευχαριστώ (γενικότερα).
Ε, δεν παίζεσαι ρε φίλε, δεν παίζεσαι...
Ρε Στέλλα λογικό είναι να το πληρώνεις πανάκριβα. Αφού το τυπώνεις σε γιγαντοαφίσσα λόγω πρεσβυωπίας. (Ευχαριστώ φιλενάδα -ακόμα διακοπές είσαι; Άντε να γυρίσεις να τα πούμε από κοντά).
mmg και όχι μόνο αυτό -αλλά συναντήθηκα και με την άκρη για εκείνο που λέγαμε. Χαράς ευαγγέλια (παλιοτσιφούτα)-δεν θέλουν λεφτά οι άνθρωποι! Θα σε πληροφορήσω από κοντά.
Άρτεμις -κοίτα ποιά μιλάει.
Eisai oraios re file. Poly oraios. Me anastatoses.
Na sai kala,
Stefanos
ennoeitai oti de tha plirwname.
to thema einai an tha vgaloume tipota(& meinoume me tis kaltses)
reantapodw
Boy,θυμισε μου καποια μερα,να σου δωσω ενα Βραβειο Λενιν-λογοτεχνιας.
Τ αξιζεις.
Θα σε κανω και σταχανοβιτη γραφης.
γαμημενο παλιαρχιδο κοψε τα σεντονια και αρχισε να γραφεις κανα βιβλιο.
να λεμε κι εμεις οτι γνωριασμε κι ενα διασημο και πλουσιο θρου ιντερνετ.
brain να στο στείλω με mail να σου κολλήσω και το δίκτυο; Ε;
Στέφανε -ευχαριστώ. Κι εσύ νάσαι καλά να τσακωνόμαστε.
mmg ναι αμέ. Θα σου στείλουν ένα μεξικάνο με κουκούλα.
Σύντροφε Υπουργέ, αν το Κόμμα θεωρεί ... (λυγμός, σπασμένη φωνή, ένα δάκρυ κυλάει)
marquee μαλάκας είσαι; Αυτά είναι για τους φίλους μου ρε -δεν είναι για τον πάσα ένα.
eimai filos.
mpainaou-fffst
Καλά.. μη φας και το ποντίκι! Εννοείται το διάβασα! Αφού αν ξεκινήσεις με τα γαμωσέντονά σου δεν κόβεται στη μέση...
Δεν θα μπορέσεις ΠΟΤΕ να γράψεις σαν την Tomboy...
Θα είσαι πάντα ένας λαδοκαπνισμένος μοτοσακός... :PPP
Στην απονομή του Βραβείου Λένιν-λογοτεχνίας θέλω θέση στους επσήμους και το πρώτο αυτόγραφο δικό μου 'ντάξει; Σταδιάλαπια, δεν φτάνει που γράφεις καλά μου κλέβεις και τα σχόλια. Κι εγώ δεν σε χωνεύω, ρε.
Δηλαδη αν έρθει ο Ζε Ρομπέρτο και εχεις έμπνευση τί θα γράψεις;
γίνεται καλύτερα;μάλλον οχι...μεχρι κι ο stefanos τρελάθηκε...
πω πω ....ζαλιστηκα...
ΥΓ: πολυ καλο το ποστ.
ζερο.
mmg είσαι φίλος; Γίνε μέλος (υπάρχει συνδρομή).
atron 'ντάξει -δεν το τρώω. Το θέλω για να φτάνω στα σχόλια.
sigmund έχεις δίκιο γαμώτο. Και στα δύο σκέλη κι ας έχω ξεφορτωθεί το δίχρονο εδώ και πολλά χρόνια.
Λίτσα, η πρώτη θέση είναι καπαρωμένη από τον σύντροφο Υπουργό που οι άοκνες προσπάθειές του για το λαό και το κόμμα (λυγμός, συγκίνηση, παύση). Όντως το 'χουμε χέσει μεταξύ μας με τις λογοκλοπές θέσεων και προθέσεων. Να το κυνηγήσω δικαστικά λες;
Ευ-άγγελε, έρχεται. Θα μας τον ανακοινώσουν σήμερα βράδυ παρεούλα. Ο Στέφανος είναι καλό παιδί -στο είπα κι από το τηλέφωνο άλλωστε. Έτσι δεν είναι;
Ζέρο -είναι να μην αρχίσω τα κουνήματα. Σκέτη κόμπρα είμαι ο άτιμος! Ευχαριστώ.
εύγε και πάλι εύγε!
μα νομιζω οτι η Λιτσα,εχει θεση παρα τω υπουργο.Νομιζω οτι δεν ειδα σχολιο της Montresor,ετσι αργα που διαβαζει,σε καμια βδομαδα την βλεπω να τελειωνει.
Λοιπόν μπαίνω και γω απο σήμερα στην οικογένεια των μπλογγιστών, σε έβαλα και στα λινκς μου. αν γουστάρετε ρίξτε μια μιατιά!
http://oerwtaspernaeiaptostomaxi.blogspot.com/
ciao!
unapat ευχαριστώ και πάλι ευχαριστώ. Έχω να σου πω κάτι νέα για φιλομεξικάνικες επαφές -που θα σε ενθουσιάσουν.
Υπουργέ μου βεβαίως. Έχουμε κρατήσει θέση για την κυρία Λίτσα -μην ανησυχείτε. Δίπλα σας (εκεί που βαράει το κλιματιστικό). Για τη Montressor δεν έχεις δίκιο. Περιμένει να σχολιάσουν όλοι και μετά θα μπει. Έτσι θα γκαντεμιάσει περισσότερους.
Erwtas σε περιμένουμε στο blogghood. Καλό ξεκίνημα.
Βρε άσωτε ... τέλος πάντων. Είχα ένα DT 200, στο επίσημο αγωνιστικό χρώμα της Γιαμάπαχα (μπλε-κίτρινο), ιταλικής προελεύσεως -με ένα χαώδες σκαλί στις 5.000 στροφές περίπου. Αν δεν το ήξερες και του τα'χωνες απότομα έφερνε την μπροστά ρόδα 180 μοίρες στον αέρα και εσένα με το κεφάλι κάτω από τη σέλα. Μάλλον η καλύτερη μηχανή που είχα ποτέ μου.Αλλά μπορεί και να έφταιγε η ηλικία.
η ηλικία φταίει γέρο μου και καλά που το κατάλαβες έστω και τώρα.
Κάτι έχεις πάθει μου φαίνεται και χειροτερεύεις... να ανησυχήσω; Βουτάω το πρώτο και σε 8 ώρες max, (3-4 αεροπλάνο, 4-5 Αθηναικό traffic) είμαι εκεί με τα καινούργια φάρμακα και το κρουαζέ πουκαμισάκι. Το δικό μου σου πέφτει λίγο μεγάλο - θα βρω στο νούμερό σου.
Χαιρετώ δια χειραψίας...
ΥΓ. Να πάρετε να δείτε το "Η Γυναίκα είναι σκληρός άνθρωπος". Το είδα πριν φύγω.
Σαν να κάνανε κάποιο σεντόνι σου ταινία.
Μην μιλάτε για ηλικίες εδώ...
Τι να ξέρουν οι νέοι από διχρονίλα...
Γαμάτο εργαλείο το DT...
Άπειρα φιλαράκια έφαγαν τα μούτρα τους...
Βρωμόγκαζο στην κυριολεξία...
Στη Αγγλία είναι από τα καλύτερα και ακριβότερα classic...
άμα είναι να γυρίσεις πίσω ρε Godot -πέφτω στα πλακάκια και κυλιέμαι με αφρούς στο στόμα. Κακό πράμα η ηλικία -όσο μεγαλώνει τόσο φορτώνει ο σκληρός. Λέει το "η γυναίκα είναι..."; Και με έχει φάει ο φίλος μου Μάκης να το δούμε και εγώ το σνομπάρω! Μαλακία μου ε;
Χαιρετώ δι' αυτοψίας.
sigmund δεν τρέχει κάτι. Να μιλάμε για ηλικίες για να ζηλεύουν αυτοί που δεν τις έχουν. Νιάνιαρα πιφ! Για το DΤ άστα -τρελλό γκάζι. Αφού να φανταστείς, ο κολλητός μου που είχε ίδιο (αλλά όχι ιταλικό) το καβάλησε πριν προλάβω να ανέβω καν και μου το επέστρεψε σε σακούλες γιατί χύμαρε στα 50 μέτρα. Άστα. Classic; Η μηχανή που οδηγούσα; Δίκιο έχεις ρε γαμώτο -ας μην μιλάμε για ηλικίες.
Δεν παίζεσαι..ξεκίνησα να το διαβάζω χωρίς να δω το μέγεθος από την αρχή!και αντε να ξεκολλήσεις μετά...
Τι να πω..ήταν σαν να βλέπω ταινία. Μπραβό ρε παιδί.
Ευχαριστώ Αννανία. Το πόσταρα τώρα που λείπει ο γκρινιάρης για να μη φωνάζει.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!