Τελικά, γιατί έγιναν όλα; Και γιατί έγιναν έτσι;
Η γυναίκα μιλούσε βαθειά, βαρύ ιδίωμα του τσιγάρου και ζέστη της εμπειρίας. -«ποιος έχει σπίρτα;» ρώτησε. Γύρισαν όλα τα κεφάλια προς το μέρος της –ξαφνιασμένα, γιατί η γυναίκα ήταν ακόμα κοριτσάκι, αδύνατο σαν χειμωνιάτικη λιακάδα με παντελόνια. Πρώτη της εμφάνιση. «Η ταβέρνα της Τζαμάικα». Γύρισε κι αυτός, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Έκοψε τη ζωή του στα δύο, βλέποντάς την –δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήταν μεσήλικας πια, παντρεμένος με παιδιά –αλκοολικός. Διάσημος, βαριεστημένος, μπλαζέ. Παραιτημένος πριν τη γνωρίσει. Το πρώτο μισό της ζωής του –κοίτα τώρα ένα περίεργο πράγμα, αυτό το πρώτο μισό ήταν περισσότερο σε χρόνια και λιγότερο σε ζωή.
Μετά άλλαξαν τα πάντα. Η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων τον πήρε στο κυνήγι –κομμουνιστής γιατί αρνήθηκε να πουλήσει τους φίλους του. Η πρώην γυναίκα του, ξέβρασε πάνω τους κύματα πληγωμένου εγωισμού και αφρισμένης απόρριψης. Ποτέ δεν δέχτηκε ότι την παράτησε για μια πιτσιρίκα με μπάσα φωνή και κοκαλιάρικα πόδια.
Αλλά η πιτσιρίκα πολύ τον αγάπησε, στάθηκε πλάι του μέχρι που εκείνος πέθανε –κυνηγημένος, παρακμασμένος, στ’ αρχίδια του γιατί ήταν αυτή εκεί, αλλά πεινασμένος για λίγο ακόμα χρόνο μαζί της. Γιατί βλέπεις, τα πράγματα έτσι είναι –δεν έχει σημασία πότε ζεις, αλλά πόσο ζεις. Κι αυτός πέθανε κολυμπώντας στα τεράστια μάτια της όταν το Χόλλυγουντ έκλαψε για χάρη των ειδησεογραφικών πρακτορείων.
Η πιτσιρίκα έμεινε μόνη της να κουβαλήσει τις βαλίτσες και των δυο τους –μικρή ήταν ακόμα, δεν τα κατάφερε. Έμπλεξε με έναν λιμοκοντόρο τραγουδιστή, ευνοούμενο της Μαφίας με λαδωμένο μαλλί. Πέρασαν καλά μαζί –εκείνη άντεξε το μαρτύριο της ενηλικίωσης, μέχρι που ο λίγδας την παράτησε.
Έτσι έμεινε η Λορίν Μπακόλ μόνη, γερασμένη να βραβεύεται σε ειδικές τελετές και να ευχαριστεί τον κόσμο με τη σπηλαιώδη φωνή της. Ίσως ακόμα να θυμάται τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ που έζησε για χάρη της και τον Φρανκ Σινάτρα που πρόσθεσε το όνομά της στον κατάλογο με τις συνοδούς του. Αλλά, σκέφτομαι, όταν δακρύζουν τα ονειρικά μάτια της –μήπως αναρωτιέται; Γιατί έπρεπε να γίνουν όλα, έτσι;
Κι αυτό το παιδί ήταν αμήχανο. Σήκωνε τους ώμους, μπέρδευε τα λόγια του, μισόκλεινε τα μάτια για να κρύψει τη μυωπία του. Ήθελε να γίνει ηθοποιός –μαλακίες, μόνο την αμηχανία του μπορούσε να παίξει. Και μια πεινασμένη απορία, δεν καταλάβαινε πως δουλεύουν οι μηχανές, ποιο δρόμο παίρνεις για να φτάσεις –δεν διέκρινε, είχε και μυωπία μην ξεχνάς. Κι όσο δεν καταλάβαινε τόσο θύμωνε.
Πούλησαν το θυμό του σε σελιλόιντ και έγινε ίνδαλμα. Πούλησαν την αμηχανία του –ένα παιδί με τζιν παντελόνι στη μέση της επίσημης δεξίωσης. Έπινε ότι έβρισκε, οδηγούσε αγωνιστικά αυτοκίνητα ξεχνώντας να φορέσει γυαλιά, έτρεχε για να μην καταλάβουν ότι ντρέπεται. Έτρεχε –όχι για να γλιτώσει από το μύθο του, αλλά επειδή φοβόταν την απογοήτευση όσων τον συναντούσαν. Και η μηχανή τον πήρε από κάτω –αναγκαζόταν να υπογράψει συμβόλαια που του απαγόρευαν να οδηγεί ή να πίνει όσο έκανε γυρίσματα –ασφαλιστήρια συμβόλαια προϊόντος τα λένε. Μια φορά τον βάλανε να παίξει με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ -πέρασε μια βδομάδα άυπνος, από την αγωνία, όταν το έμαθε. Στα γυρίσματα κατέβασε το φερμουάρ και κατούρησε μπροστά σε καμιά εκατοστή περίεργους που είχαν μαζευτεί για να δουν από κοντά τους αστέρες. «Αφού κατάφερα να το κάνω με όλους αυτούς να με κοιτάζουν, θα καταφέρω να παίξω και με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ», είχε πει.
Η ασημένια Πόρσε του Τζέιμς Ντιν τσακίστηκε πάνω σε ένα δέντρο, μετά τη σύγκρουση με νταλίκα, πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα –ο οδηγός είπε πως το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήγαινε βολίδα, πράγμα που δεν παραξένεψε κανέναν. Είπαν γι΄αυτόν πως «ήταν πολύ γρήγορος για να ζήσει και πολύ νέος για να πεθάνει» -ίσως και να το άκουσε καθώς έβγαινε από τα συντρίμμια, ατσαλάκωτος για πρώτη φορά στη ζωή του –αλλά πάντα αμήχανος. Και μετά έφυγε –σβησμένο τσιγάρο, κλωτσώντας τη βροχή.
Ο άντρας εκείνος ήταν κακός. Γεννήθηκε ανάμεσα στις ξεκολλημένες πλάκες των πεζοδρομίων, μεγάλωσε δίπλα στο μαχαίρι και μπήκε στον κινηματογράφο με διάρρηξη. Όχι από εκείνες τις μελετημένες –από τις άλλες, που ανοίγεις την πόρτα με λοστό πριν βουτήξεις, τρέχοντας, τα ασημικά. Και η βιομηχανία χαχάνισε τρομαγμένα όταν τον είδε. «Ακρωτήριο του φόβου», «η νύχτα του κυνηγού» -τον άφησαν να καεί μέσα στο μίσος του κι αυτός κάηκε αφού ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Μετά τον έβαλαν στο ράφι, δίπλα στα μπουκάλια του ουίσκι -φορμόλη που δεν αφήνει τους νεκροζώντανους να σαπίσουν. Έμεινε με την αξιοπρέπεια του τελειωμένου, διατηρήθηκε με την κυνικότητα του ψυχικά ανάπηρου και δεν ανατινάχτηκε ποτέ. Δε νοιάστηκε να ρωτήσει γιατί έγιναν όλα αυτά, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να ψάξει το «γιατί έτσι κι όχι αλλιώς». Αν έρθεις από τον δρόμο, σε νοιάζει να τη βγάλεις καθαρή για την επόμενη μέρα. Κι ο Ρόμπερτ Μήτσαμ το πάλεψε με δεδομένη την αποτυχία του.
Πέρα από όλους αυτούς υπήρξε κάποιος συγγραφέας. Γυαλάκιας με αδιάφορη φάτσα που ήθελε να γράψει κλασσική λογοτεχνία, αλλά δεν έβρισκε κανένα να τον διαβάσει. Μεγαλωμένος σε αυστηρά σχολεία, αναγκάστηκε να σιχαθεί τον εαυτό του για να ζήσει. Έγραφε αστυνομικές ιστορίες –χωρίς να τις έχει σε υπόληψη –κι έτσι έγινε διάσημος, μέχρι ταινίες έκανε. Όταν τον ρωτούσαν, έλεγε «αν τα βιβλία μου ήταν χειρότερα δεν θα με καλούσαν στο Χόλλυγουντ κι αν ήταν καλύτερα δεν θα ερχόμουν». Έγραψε αριστουργήματα που ποτέ δεν εκτίμησε, ζούσε μέσα στη ντροπή του μέχρι που γνώρισε εκείνη. Ήταν μια γυναίκα μεγαλύτερη του, παράξενη, προβληματική. Άρρωστη. Κρεμάστηκε πάνω της –«ότι κάνω, η ζωή μου όλη, τα βιβλία μου δεν είναι παρά στάχτες στον βωμό της λατρείας της». Έλεγε.
Εκείνη πέθανε κι αυτός ξαναβούτηξε στον πάτο του μπουκαλιού. «Το αλκοόλ είναι σαν τον έρωτα. Το πρώτο φιλί είναι μαγικό, το δεύτερο είναι οικείο, το τρίτο γίνεται ρουτίνα. Μετά από αυτό πρέπει να γδύσεις την κοπέλα». Έχοντας μείνει χωρίς αυτή –έγραψε το «Playback» και μετά, πήγε να τη συναντήσει, αφήνοντας πίσω του κάποια σιωπηλή κραυγή με παντοδύναμη ηχώ.
Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ άνοιξε την πόρτα για να βγει ο Φίλιπ Μάρλοου. Κι εκείνος βγήκε, τίναξε το τσιγάρο του –«Camel, αλλά προτιμάει να καπνίζει πίπα», είπε ο Ρέιμοντ -και σήκωσε τους γιακάδες του πριν βγει στην παγωμένη πόλη. «Αν με ρωτούσατε, θα σας έλεγα πως ο ηθοποιός που μου έρχεται στο μυαλό για να ενσαρκώσει τον Φίλιπ Μάρλοου είναι μόνο ο Κάρυ Γκραντ», χαμογέλασε συνεσταλμένα ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Σαν συγγραφέας αναρωτιόταν συνέχεια για τους πρωταρχικούς λόγους, έψαχνε να βρει τις πραγματικές αιτίες –γιατί όλα έγιναν έτσι και πως θα ήταν καλύτερο να γίνουν, ποιος ορίζει την κίνηση των γεγονότων στην τελική ανάλυση; Ήθελε τον Φίλιπ Μάρλοου παλαιομοδίτη ιππότη, ξεβρασμένο στη λάσπη της αμερικάνικης μεγαλούπολης –νικημένο αλλά όχι συμβιβασμένο. Αυτά ήθελε αλλά ο τσαλακωμένος ιππότης έπρεπε να επιβιώσει. «Εντάξει Μάρλοου, είπα στον εαυτό μου. Είσαι ζόρικος τύπος. Σε έδειραν δυο φορές, προσπάθησαν να σε στραγγαλίσουν, σε κοπάνισαν με ένα πιστόλι στο κεφάλι, σε πυροβόλησαν στο μπράτσο μέχρι που άρχισες να στριφογυρνάς σα ζευγάρι από ποντίκια που χορεύουν βαλς. Ας δούμε τώρα αν μπορείς να κάνεις κάτι πραγματικά ζόρικο –όπως να φορέσεις το παντελόνι σου, ας πούμε».
Γι΄αυτό ο Μάρλοου φόρεσε το πρόσωπο του Χάμφρευ Μπόγκαρτ πριν εμφανιστεί στη βρώμικη πόλη, αλλά δεν ήταν αρκετό. Γρήγορα τον άρπαξαν και του κρέμασαν καρικατούρες κομψευάμενων φλώρων –μέχρι να τον πετάξουν στο γνωστό ράφι. Εκεί συνάντησε τον Ρόμπερτ Μήτσαμ και, μαζί, σύρθηκαν για μια τελευταία βόλτα.
Γιατί, τελικά έγιναν όλα αυτά και έγιναν έτσι. Περίπου.
18 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Γαμάτο κείμενο Μότομπόι... ΓΑΜΑΤΟ!!!
το πιστεύεις ότι θα σου ζητούσα να γράψεις κείμενο για τον Τζίμυ;Με έχει στοιχειώσει αυτό το βλέμμα της οργής και της θλίψης μαζί.Και όταν ήμουν 14 χρονών ερωτεύτηκα τον Μπόγκυ όταν είδα,σε σινεμά,την Καζαμπλάνκα.Τον ήθελα συνοδό και σύντροφο,να μου ανάβει το τσιγάρο και να μη μιλάμε και να ακούμε μαζί τζαζ.Σε ευχαριστώ.Πραγματικά.
Τι να πρωτοσχολιάσω; Ας πω μόνο ότι "η νύχτα του κυνηγού" είναι μία από τις αγαπημένες μου ταινίες
Καλό weekend
speechless!
Ο Μήτσαμ, παιδικός ήρωας, ιδιαίτερα σε ρόλους σκοτεινούς.
(επιτέλους βλέπω παραγράφους!)
Άμα αρχίζεις αυτές τις αναψηλαφήσεις...
από τα καλύτερά σου κείμενα, τα είχε όλα, ροή, πάθος, ατμόσφαιρα, νόστο, βελούδινες του χρόνου κουρτίνες...
όλα, μα όλα!
chapeau! mon ami.
Τι να σου πω τώρα κι εγώ; Ότι όταν τα άλλα παιδάκια είχαν αφίσες των Ντιουκς και της Σαμάνθα Φοξ στα δωμάτια τους, εγώ χάζευα το αινιγματικό χαμόγελο της χάρτινης Λωρήν στη ντουλάπα μου και βούρκωνα; Ότι στα 16 μου πρωτοφόρεσα γκρι καμπαρντίνα για να μοιάζω του Μπόγκι; Ή ότι ρούφηξα Τσάντλερ μαζί με το πρώτο μου τσιγάρο και ερωτεύτηκα κάποτε μια γκόμενα που είχε κάνει το δωμάτιο της μαυσωλείο του Τζέημς Ντην; Όσο για το love-hate τατού του Μπομπ, μακάρι να είχα τα κότσια και να το είχα κάνει κι εγώ στα χέρια μου. Άει σιχτίρ με συγκίνησες απογευματιάτικα...
Υ.Γ(1). Για την ιστορία, η Λωρήν παντρεύτηκε μετά τον Jason Robarts.
Υ.Γ(2). Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια στο προηγούμενο post.
ΜBoy,
όποτε μπορείς μου αλλάζεις τα λινκς μου.
ο άλλο Ρο, τώρα: http://oaro.wordpress.com
ο Ροΐδης, τώρα: http://roides.wordpress.com
You know how to whistle, don't you, Steve? You just put your lips together and... blow. γμτ ακόμα κ τους φτηνούς θρύλους δεν τους φτιάχνουν πια όπως παλιά ;)
Ευχαριστώ Στομάχη. Όχι που σου άρεσε το κείμενο αλλά που δε βαριέσαι να διαβάζεις γεροντοϊστορίες.
cherry, δεν έχω τελειώσει ακόμα με τον Ντιν. Για την ακρίβεια δεν έχω αρχίσει καν, αλλά σε μεγάλου βεληνεκούς κολλήματα είναι δύσκολη η προσέγγιση. Γιατί πως να περιγράψεις τη σκηνή που κάθεται αμήχανος στην πόρτα, έξω από το δωμάτιο της ετοιμοθάνατης μάνας του στο "Ανατολικά της Εδέμ"; Άστα να πάνε.
Ευχαριστώ numb -καλό ήταν το ταξιδάκι μόνο που μας γάμησε ο σκατόκαιρος. Λιώσαμε αδερφέ, μουλιάσαμε στη βροχή. Κι έμεινε κι ένα φτάρνισμα στον Ευ-άγγελο, σα να σκάει λάστιχο, ένα πράγμα.
Black and White (but he prefers Johhny Walker) ας είναι καλά η καινούργια έκδοση του blogger που δέχεται τη σελιδοποίησή μου. Έχει κι ένα καλό το ρημάδι!
Μίτσαμ "Επιχείρηση Γιακούζα" στα γεράματά του -όταν κοντράρει με το Γιαπωνέζο και κόβει το μικρό του δάχτυλο, στεγνά και ψύχραιμα πάνω στο τραπέζι. Το θυμάσαι παλιόγερε;
helix, δεν είναι καλά λόγια -είμαι γνωστός πικρόχωλος άλλωστε. Τουτέστιν, τα εννοούσα για το μπλογκ σου. Μια από τα ίδια σε όσα λες -εκτός από την καμπαρντίνα. Τα βιβλία του Τσάντλερ τα διαβάζαμε ευαγγέλιο στην παρέα. Τι να λέμε τώρα -άστα.
Ροϊδη, ευχαριστώ και τα άλλαξα ήδη.
Λίτσα, ανα κατά δια που λέγαμε. Εμείς από δω ευχαριστούμε για τις 3 υπέροχες μέρες.
Bitch, δεν ξέρω αν το έχω ξαναγράψει -αλλά η επανάληψη μητέρα μαθήσεως. Έλεγε κάποτε σε μια συνέντευξή του ο Νικολαϊδης πως παραπονιόταν η γυναίκα του που δεν έβγαιναν από το σπίτι τους να πάνε σε κανένα μπαράκι. Και αυτός (σαν φρικτά κολλημένος μαλάκας) είχε απαντήσει "να πάμε, γιατί να μην πάμε; ξέρεις που παίζει η Ρίτα Χέιγουορθ σήμερα; παίζει κάπου η Γκάρμπο ίσως; αν παίζουν, να πάμε να τις ακούσουμε". Φρικτό, κολλημένο και μακάρι να μην ήταν αληθινό.
Ρειμοντ Τσαντλερ..
Μου φέρνεις τα φοιτητικά μου χρόνια πάλι πίσω - και μια ραδιοφωνική εκπομπή που έκανα - το 1989 (!)
"Μια φωνή μέσα μου , μού ΄λεγε να μην ανακατευτώ , αλλά ποτέ μου δεν την άκουσα. Διαφορετικά, θα ΄χα μείνει στην πόλη που γεννήθηκα, θα δούλευα σ΄ένα σιδεράδικο, θα παντρευόμουνα την κόρη του αφεντικού, θα είχα πέντε παιδιά, θα τους διάβαζα Μίκυ Μάους την Κυριακή το πρωί, θα τους έριχνα μια σφαλιάρα για κάθε τους παραστράτημα, θα καβγάδιζα με τη γυναίκα μου για το χαρτζιλίκι τους και για τα προγράμματα στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο που θα τους επιτρέπαμε να παρακολουθούνε.
Μπορεί να είχα γίνει πλούσιος, πλούσιος για τα μέτρα της μικρής μας πόλης, μ΄ένα σπίτι με οκτώ δωμάτια, δυο αυτοκίνητα, κοτόπουλο κάθε Κυριακή, τοReader's Digestστο τραπέζι του λιβινγκ ρουμ, μια γυναίκα μ΄ατσάλινη περμανάντ κι εγώ ένα μυαλό σαν σάκο τσιμέντωνPortland.Σας τα χαρίζω. Προτιμώ τη μεγάλη , πρόστυχη, διεφθαρμένη πόλη"
Να'σαι καλά! Καλημέρα - σέυχαριστώ για το πανεμορφο κείμενο
"Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου" ή "Η μικρή αδελφή"; Φοιτητής ήσουνα το '89; Για όνομα δηλαδή! Είσαι περίπου στην ηλικία μου; Βρέθηκε κι άλλος γέρος εδώ μέσα σα να λέμε;
O μεγάλος αποχαιρετισμός.. -
Oh yes! Ετερος παππούς στα μπλογκ! Καλημέρα!
Mboy - καλά ήτανε, μωρέ, αλλά ήταν μόνο τρεις μέρες.
Και, μην τρελαθούμε, τώρα: το '89 ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ ΑΚΟΜΗ φοιτητής; Ε;
(Πάλι κρύβει τα χρόνια του ο μπαγάσας...)
Ε γι' αυτό θα ανέβεις για τα υπόλοιπα από τα μέρη μας Λίτσα. Ναι ρε φοιτητής ήμουνα το '89! Αφού μπήκα το '83-'84! Γιατί δηλαδή στο Πολυτεχνείο το κάνανε 6 χρόνια; Τι ήμασταν εμείς στην Πάντειο -μαλάκες να τελιώνουμε στα 4;
Μεγάλος αποχαιρετισμός -σωστά Χρίστο. Γερνάω=ξεχνάω.
Υπέροχο Μνημόσυνο.
Αν κι εγώ προτιμούσα το χιούμορ και τα σουίνγκ του Μπορίς Βιάν.
(Έτερος παππούς)
Παράλληλε, ο Βιαν με είχε στείλει αδιάβαστο με το "θα φτύσω στους τάφους σας" και γούσταρα τους "Κακομούτσουνους", αλλά μετά με έχασε ρε γαμώτο. Τελικά η γαλλικότητα κάποτε θα βγει, αυτό λέω εγώ.
Υ.Γ.: Μάλλον τα προλεγόμενα ενός μνημόσυνου ήταν -που δεν έχω αξιωθεί ακόμα να γράψω. Ευχαριστώ πάντως.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!