«Είμαι ομοφυλόφιλος».
«Τι είσαι;»
«Μου αρέσουν οι άντρες, δεν καταλαβαίνεις;»
Καταλάβαινα. Μια χαρά καταλάβαινα –δεν ήμουν δα και τόσο ηλίθιος! Καταλάβαινα, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
Ήξερα τον Αντώνη από την Τετάρτη δημοτικού. Κοντινά τα σπίτια μας -μαζί πηγαίναμε σχολείο, μαζί γυρνάγαμε. Και στο Γυμνάσιο τα ίδια, στο Λύκειο … μετά πέρασε στην Αρχιτεκτονική και εγώ στην Πάντειο. Δε χαθήκαμε όμως. Και να το θέλαμε δηλαδή –κάθε φορά που έφευγα από το σπίτι μου περνούσα αναγκαστικά, μπροστά από το δικό του. Έκανα μια στάση, λέγαμε καμιά μαλακία –έτσι είναι οι γειτονιές. «Πρώτα βλέπεις τον γείτονα και μετά τον ήλιο», έλεγε ο παππούς μου, άσε που με τον Αντώνη είχαμε δει και πολλούς ήλιους μαζί. Με τα κεφάλια ασήκωτα από τα ξύδια σε νησιώτικες παραλίες, με τα στομάχια σφιγμένα στο Σούνιο γιατί η ζωή ήταν μονίμως παλιοκαργιόλα –τον γείτονα τον βλέπεις πάντα, τον ήλιο σπανίως, λέω εγώ.
Καθόμασταν στην καφετέρια του Μπιλ του Χοντρού και χαζεύαμε το μέλλον, τώρα που τελειώναμε τις Σχολές μας –αγχωμένοι -με το στρατιωτικό να παραφυλάει κάτω από τα πακέτα των τσιγάρων μας. Η υπόλοιπη παρέα είχε αργήσει όπως πάντα ή δεν θα ερχόταν καθόλου –δεν θα ήταν και η πρώτη φορά. Βλέπεις, ήμασταν από τους λίγους φοιτητές της περιοχής –οι παλιοί μας φίλοι είχαν ήδη βιδωθεί στη μηχανή του μεροκάματου –σε λίγο θα άρχιζαν και οι προσκλήσεις με τα κουφέτα.
Η μπύρα κατέβαινε αργά στο λαιμό μου –ο Αντώνης αδερφή; Θυμήθηκα τον μυθικό γκέι της γειτονιάς μας –τον Σάκη που μας τρόμαζε με το άγριο βλέμμα του όταν παίζαμε μπάλα. Μαλλί βαμμένο, κάτι μπλούζες δικτυωτές –«μην τον κοιτάζετε!» τσίριζαν οι μανάδες μας κι εμείς δεν τον κοιτάζαμε, χαζοί ήμασταν; Μόνο που, μια φορά, βρέθηκαν κάτι οικοδόμοι κι άρχισαν το δούλεμα. «Κοριτσάκι ωραία τον κουνάς!», «δεν ανεβαίνεις στη σκαλωσιά να σου εξηγήσουμε το όνειρο;» Ανέβηκε ο Σάκης και τους ρήμαξε στο ξύλο –τρεις ήταν και οι δυο από αυτούς κατέληξαν στο νοσοκομείο. Μόκο έκαναν μετά –ούτε μήνυση ούτε τίποτα –δεν πήγαινε να παραδεχτούν ότι τρεις άντρες βαριοί κι ασήκωτοι είχαν φάει δέκα καντάρια σφαλιάρες από μια παλιαδερφή!
Από τότε ο Σάκης είχε ανέβει στην υπόληψή μου –ο φόβος απέναντι του έγινε δέος –γιατί ήταν ένας περίεργος άνθρωπος με άγρια μάτια, απεγνωσμένα.
Μετά βέβαια, κατρακύλησε στην υπόληψή του γιατί τα έφταιξε με ένα ψάλτη και το γύρισε στα θεοτικά –εγώ ήμουνα κάργα αντίθετος με τέτοια πράγματα. Δεν μπορούσα να δεχτώ πως εκείνος ο τρομερός άνθρωπος κρέμασε τις ελπίδες του στον Εσταυρωμένο –γιατί ήμουν 20 χρονών και έτοιμος να κατακρίνω. «Μα δε βλέπει πως οι παπάδες είναι έτοιμοι να τον σταυρώσουν στην πρώτη ευκαιρία; Κι ο άλλος, ο ψάλτης; Πως δέχεται να υπηρετεί μια θρησκεία που λέει ότι θα καεί στην κόλαση για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις;» Τέτοιες μαλακίες σκεφτόμουν γιατί τέτοιος μαλάκας πιτσιρικάς ήμουν. Και γιατί, όταν είσαι μια χαρά βολεμένος δεν έχεις μάτια να διακρίνεις ότι ο άλλος κολυμπάει στον καταρράκτη –μια ρίζα ψάχνει, ένα βράχο να αρπαχτεί για να μην πάει καρφί στον πάτο. Αυτά τα κατάλαβα αργότερα –όταν είδα τον καταρράκτη και χέστηκα πάνω μου –προτίμησα τότε να τρέξω στην όχθη παρά να βουτήξω στη ζωή κι έτσι πορεύτηκα.
Δεν θα πω ψέματα –η ιστορία του Σάκη ήρθε δεύτερη στο μυαλό μου, όταν ο Αντώνης μου ανακοίνωσε την ομοφυλοφιλία του. Γιατί το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν, «λες να μου την πέφτει τώρα;» Εικόνες με τον Αντώνη να με κρατάει από τους ώμους, νύχτες που κοιμηθήκαμε σε διπλανά σλίπινγκ μπαγκς –ένας αχταρμάς φιλικών συμπεριφορών που μπορούσες εύκολα να παρεξηγήσεις, αν είχες «καλή προαίρεση».
Εντάξει, μη στραβώνεις τα μούτρα σου –ήμουνα μαλάκας, το είπα ήδη αυτό. Και ο μαλάκας νομίζει πως όλος ο κόσμος γυρίζει για πάρτη του, ο μαλάκας είναι ο ήλιος στο ιδιωτικό του πλανητικό σύστημα. Μια κοπέλα που σπαράζει στο κλάμα –γι΄αυτόν κλαίει! Ένας φίλος ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλία του, επειδή αυτός τον μάγεψε με τα θέλγητρά του! Έτσι τα βλέπει όλα ο μαλάκας κι αν του πουν κάτι διαφορετικό, απλά αρνείται να το καταλάβει. Εντάξει, τα παραλέω –δεν ήμουνα δα και τόσο μαλάκας! Σύντομα είδα πως η ομοφυλοφιλία του Αντώνη είχε να κάνει μόνο με τις δικές του σεξουαλικές ορμές και όχι με άλλες ιστορίες, μυστήριες –από αυτές που γράφουν στα βιβλία.
Αλλά ακόμα ψέματα λέω –γιατί η ιστορία του Σάκη δεν ήρθε καν δεύτερη στο μυαλό μου. Όταν αποφάσισα πως ο Αντώνης δεν μου την έπεφτε, σκέφτηκα πως απλά κάνει λάθος. Δεν ήταν δυνατό να είναι αδερφή και θα του το αποδείκνυα ευθύς αμέσως! Ο Σάκης κατρακύλησε στην τρίτη θέση, ασθμαίνοντας.
«Κάτσε ρε φίλε –πως το λες δηλαδή ότι είσαι …», δεν ήξερα ούτε καν πώς να το προφέρω. Ομοφυλόφιλος ήταν μεγάλη κουβέντα –επίσημη, επιστημονική. Είναι σα να μιλάς με τον κολλητό σου και να λες πως νιώθεις «γενετήσια έλξη» για την Καιτούλα, ενώ απλά εννοείς πως θέλεις να την πηδήξεις. Από την άλλη μεριά έχασκαν οι καταραμένες λέξεις, «αδερφή», «πούστης» … Αλλά αυτές ήταν βρισιές -σωστά; Γκέι! Ωραίο, μονοσύλλαβο σχεδόν και ουδέτερο. Εντελώς. Μόνο που εγώ δεν μίλαγα έτσι. «Χελό! Είσαι γκέι; Χάου νάις!» Αυτό ήταν εντάξει –κόλλαγε. Αλλά εγώ μίλαγα διαφορετικά –«κάτσε ρε μαλάκα, γαμώ τον πούστη μου δηλαδή, τι θες να πεις; Ότι τον παίρνεις;» Έτσι μίλαγα εγώ και τώρα έπρεπε να μετράω τις κουβέντες μου γιατί –μπορεί και να έπαιζε καμιά παρεξήγηση. Άφησα λοιπόν το κενό να αιωρείται στη θέση του χαρακτηρισμού –και τον Αντώνη να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
«Τι φοβάσαι ρε παιδί μου; Να πεις τη λέξη; Είμαι πούστης, μου αρέσουν οι άντρες, μην κολλάς τώρα!»
«Κάτσε δηλαδή» (καθιστός ήταν ο άνθρωπος, αλλά εγώ μάσαγα το φίλτρο του τσιγάρου μου από την αμηχανία –και να φανταστείς ότι, τότε, κάπνιζα άφιλτρα). «Για μισό λεπτό, θέλεις να πεις πως έχεις πάει με άντρα;»
«Ναι μωρέ –ξεκόλλα σου λέω!»
«Και;»
«Τι και; Πήγα με άντρα και μου άρεσε. Για την ακρίβεια, μου άρεσε πριν πάω –αλλιώς γιατί να το δοκιμάσω;»
«Κάτσε» (θα πρέπει να είχα κοκκινίσει ανεπανόρθωτα) «πως το λες ότι σου άρεσε δηλαδή; Εγώ θυμάμαι ότι στο Γυμνάσιο τα είχες με τη Βίκυ και στο Λύκειο … δεν την πήδηξες τελικά την Ιωάννα;»
«Ρε παιδάκι μου κι εσύ! Ότι θυμάσαι –χαίρεσαι! Ναι, εντάξει την πήδηξα την Ιωάννα, ας πούμε ότι αυτό που κάναμε ήταν πήδημα, γιατί δεν ξέραμε την τύφλα μας εκείνη την εποχή –αλλά τι πάει να πει αυτό;»
Έλα ντε! Τι πάει να πει; Απολύτως τίποτα. Ψέματα –για μια ακόμα φορά! Πάει να πει πως ο άνθρωπος είχε την εμπειρία για να καταλήξει σχετικά με τις προτιμήσεις του. Αλλά, από την άλλη πλευρά –σιγά τη γκόμενα που ήταν η Ιωάννα! Κουλτουριάρα και παραδοξολόγος –αυτή έφταιγε που ο Αντώνης … Σκεφτόμουν βλακείες και με το συμπάθειο δηλαδή –αλλά δεν είναι εύκολο να αποδεχτείς πως ο φίλος σου, που τον ξέρεις από μικρό παιδί, είναι …
Έκανα κι άλλες προσπάθειες να του αποδείξω πως είναι απλά μπερδεμένος και όχι ομοφυλόφιλος –μέχρι που κατάλαβα πως αγωνιζόμουν, όχι να τον μεταπείσω, αλλά να το αποδεχτώ. Βλέπεις, ήμασταν ανοιχτόμυαλοι τότε –αρκεί τα πράγματα να συνέβαιναν μακριά από την πόρτα μας. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να υποστηρίξουμε τις κινητοποιήσεις των ομοφυλοφίλων και τα δικαιώματά τους, ήμασταν όλοι μετανάστες στο πλευρό των Αλβανών και μαύροι και Εβραίοι και Παλαιστίνιοι. Αλλά όταν κάποιος ξένος καθόταν δίπλα μας στο λεωφορείο, αλλάζαμε θέση διακριτικά –γιατί μας βρωμούσε ιδρώτα ανακατεμένο με σκόρδο. Κι όταν ο κολλητός μας έλεγε πως είναι ομοφυλόφιλος –ασυνείδητοι φόβοι έβγαιναν στον αφρό, μυρίζοντας την σιχασιά των πατεράδων μας, «πφφφ, αυτός κουνιέται και κάνει αηδιαστικά πράγματα –μείνε μακριά του μη σε κολλήσει κι εσένα!» Πετούσαμε στον αέρα της εξτρεμιστικής ιδεολογίας την ίδια στιγμή που τα πόδια μας τσαλαβουτούσαν στις λάσπες της χειρότερης συντήρησης –έτσι ήμασταν τότε.
Και γι΄αυτό συμβιβάστηκα με την ιδέα της ομοφυλοφιλίας του Αντώνη –από εκείνη τη μέρα και μετά απέφευγα να θίξω το θέμα, έβρισκα προφάσεις προκειμένου να μην τον ακούσω όταν ξεκίναγε τέτοια κουβέντα και μέτραγα τα λόγια μου. Τον δέχτηκα έτσι όπως ήταν αλλά δεν τον αποδέχτηκα –τόσο υποκριτής ήμουν!
Μετά μας πήραν φαντάρους –ανησύχησα στην αρχή για τον Αντώνη, πως θα τα έβγαζε πέρα με τους κολλημένους στρατόκαυλους; Ένας κοινός μας φίλος υποστήριζε «η καλύτερή του θα είναι –σε ένα θάλαμο γεμάτο άντρες» κι εγώ είχα γελάσει αμήχανα, γιατί ήξερα πως δεν πάνε έτσι τα πράγματα, αλλά δεν είχα φέρει αντίρρηση στον κοινό μας φίλο –γιατί ήμουνα απλά ένας χέστης κρυμμένος πίσω από το μάτσο προσωπείο του.
Πάντως ο Αντώνης τα κατάφερε, κρύβοντας την ομοφυλοφιλία του και βάζοντας τη συνείδησή του για ύπνο –μέχρι να πάρει το κωλόχαρτο. Χρόνια μετά, μου έλεγε πως υπήρχαν στιγμές που συμμετείχε στους λεκτικούς κρετινισμούς που ξεκινούσε ο λοχίας του, μέχρι που έλεγε ανέκδοτα με πούστηδες και απορούσε γιατί δεν άνοιγε η γη να τον καταπιεί. Αλλά τα κατάφερε.
Εγώ πάλι όχι. Όταν ο Αντώνης αγωνιζόταν για το δικαίωμά του να πηδιέται με οποίον γουστάρει, εγώ πάλευα για να με πηδήξει κάποιο γενναιόδωρο αφεντικό. Ο Αντώνης οριοθετούσε την προσωπική του ζωή και καθόριζε την επαγγελματική του σταδιοδρομία σε αξιοπρεπείς βάσεις, ενώ εγώ έψαχνα κατουρημένες ποδιές να φιλήσω. Κάτσε να σου εξηγήσω δηλαδή, γιατί αμφιβάλω αν κατάλαβες τι εννοώ.
Ο Αντώνης τελείωσε το στρατιωτικό και βγήκε ξεχρεωμένος στην κοινωνία. Ο Μπιλ ο Χοντρός είχε ακόμα το μαγαζί, «καλώς τους επιστήμονες που γυρίσανε από τον πόλεμο» μας είχε υποδεχτεί και μπορεί να ήταν χαρούμενος που μας ξανάβλεπε –αλλά, σίγουρα δεν το έδειχνε.
Στα χρόνια του στρατιωτικού είχα προλάβει να σκεφτώ και να ξεκαθαρίσω πολλά πράγματα. Είχα αποδεχτεί πλέον την ομοφυλοφιλία, τι διάολο με ένοιαζε, στην τελική, με ποιόν γούσταρε να κοιμάται ο καθένας; Είχα καταλάβει και τη θέση του Αντώνη, εντάξει, ίσως να μου ερχόταν κάπως αν τον έβλεπα να φιλιέται με έναν άντρα μπροστά στα μάτια μου –αλλά ήξερα πια ότι αυτό ήταν δικό μου κατάλοιπο και όχι δική του παρασπονδία. Μέχρι που είχα αναρωτηθεί –μήπως τελικά ήμουν κι εγώ ομοφυλόφιλος; Που ήξερα δηλαδή τι προτιμούσα; Με μάθανε να κυνηγάω κοριτσάκια και μεγάλωσα χαζεύοντας τσόντες σε συνοικιακά σινεμά. Έτσι με είχαν φτιάξει και έτσι είχα γίνει –τι γινόταν αν προτιμούσα κι εγώ το αντρικό σώμα από το γυναικείο; Μετά από πολύ σκέψη κατέληξα πως δεν είχε σημασία ο λόγος, αλλά το αποτέλεσμα. Κι αυτό ήταν εκεί για μένα –τεράστιο, επιβλητικό. Μου άρεσαν οι γυναίκες, τελεία και παύλα. Αν ζούσα σε μια κοινωνία θετικά προσκείμενη στον ομοφυλοφιλικό έρωτα, ίσως να ήμουν αλλιώς –ίσως και όχι. Αλλά ζούσα εδώ και είχα γίνει έτσι –ετεροφυλόφιλος. Δεν είχα επιλογές αλλά είχα διαλέξει.
Και τότε ακριβώς κατανόησα πως το ίδιο είχε συμβεί με τον Αντώνη. Στην ίδια σκατοκοινωνία ζούσε κι αυτός και στην ίδια μίζερη γειτονιά με μένα. Όμως αυτός είχε διαλέξει διαφορετικά –συμβαίνουν αυτά. Όταν το ξανασκεφτόμουν, ανακάλυπτα πως περισσότερο με ενοχλούσε το γεγονός ότι ο Αντώνης ήταν Παναθηναϊκός κι εγώ Ολυμπιακός –παρά το ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Βλέπεις, δεν ήταν λίγες οι φορές που με δούλευε όταν μας κέρδιζαν στο γήπεδο, αλλά ποτέ δεν με είχε κοροϊδέψει όταν είχα φάει χυλόπιτα.
Η Αντώνης εκείνη τη μέρα, στου Χοντρού, μίλησε για πολλά. Είπε για την αγωνία του ανθρώπου που πρέπει συνέχεια να αποκρυπτογραφεί κωδικοποιημένες συμπεριφορές για να μη γίνει ρεζίλι στην αναζήτηση συντρόφου. Μου έδειξε τα επικριτικά βλέμματα που εισέπραττε από τους δικαστές της πλαστικής καρέκλας, όταν τολμούσε να περπατήσει πιασμένος από το χέρι κάποιου άλλου άντρα. Βλαστήμησε όσους δεν παραδέχονταν τις ορέξεις τους και απαιτούσαν να πηδάνε άντρες ντυμένους με γυναικεία ρούχα –όχι γιατί αυτό τους ερέθιζε, αλλά γιατί έτσι ένιωθαν πιο ασφαλείς με τους εαυτούς τους. «Δε φοράω γυναικεία ρούχα, δεν έχω τίποτα με αυτούς που φοράνε –αλλά εμένα δεν με φτιάχνουν αυτά, πώς να το κάνουμε δηλαδή; Πρέπει να κάνω πράγματα που δε γουστάρω για να εξασφαλίσω ένα πήδημα;»
«Έχεις ένα δίκιο και ένα άδικο σε αυτό», του είχα απαντήσει. «Γιατί εγώ μπορώ να σου απαριθμήσω τηλεφωνικούς καταλόγους με πράγματα που δε γουστάρω, αλλά τα κάνω για να βγάλω γκόμενα».
«Ναι ε;» με είχε κοιτάξει επιθετικά. «Για πες μου τότε –έχεις ποτέ αναγκαστεί να παίξεις κάποιο ρόλο που δεν σε ερεθίζει στο σεξουαλικό παιχνίδι; Κι αν το έκανες, ευχαριστήθηκες το σεξ μετά από αυτό;»
Τελικά είχε ένα δίκιο κι άλλο ένα δίκιο ο Αντώνης. Αλλά που να το βρει το δίκιο του, μειοψηφία αυτός σε έναν κόσμο που η πλειοψηφία περπατούσε με χοντρόσολες μπότες στα όνειρα των άλλων;
Πήγαμε, θυμάμαι, σε ένα γκέι μπαρ εκείνο το βράδυ –του το χρώσταγα μετά από τόσα χρόνια αδιαφορίας. Εντάξει, τα παραλέω –δεν ήταν και σαν το ρετσινόλαδο η εμπειρία μου! Μια χαρά περάσαμε, καλή μουσική, φτηνό ποτό, άσε που γνώρισα και τον φίλο του Αντώνη. Ένας συμπαθητικός τύπος χωρίς καθόλου τρακ, από αυτό που διαθέταμε σε εορταστικές συσκευασίες, εγώ κι ο Αντώνης. «Πως σου φαίνεται; Δεν είναι καλός;» με είχε ρωτήσει όλο αγωνία κι εγώ πολύ χαιρόμουν. Όχι επειδή του είχα απαντήσει πως ήταν «γαμώ τα παιδιά!» αλλά επειδή το πίστευα κιόλας!
Εκεί ακριβώς τελείωσαν τα καλά στο γκέι μπαρ και άρχισαν οι αθλιότητες. Υπεύθυνοι ήταν κάτι ξεφτιλισμένοι που πέρναγαν συχνά-πυκνά για να πάρουν μάτι τις αδερφές και τις λεσβίες και να σπάσουν πλάκα. Υπεύθυνοι ήταν δυο μπάτσοι που εμφανίστηκαν από το πουθενά και έκαναν φύλλο-φτερό την άδεια του ιδιοκτήτη. Υπεύθυνοι ήταν κάτι κωλοπαιδαράδες με τζιπάκια που πέρασαν απέξω και πέταξαν πέτρες στα τζάμια του μαγαζιού. Υπεύθυνοι ήταν, με λίγα λόγια, οι άνθρωποι της δικής μου όχθης –που έβγαζαν τα απωθημένα τους, στο τέλος μιας ακόμα σκουλικιασμένης μέρας.
Γι’ αυτό ακριβώς θέλω να μιλήσω –για τις μέρες μας εντός προγράμματος, για τις ζωές μας «εντός σχεδίου πόλεως». Βλέπεις, ο Αντώνης είχε επιλέξει να ζήσει με την ολοδική του αξιοπρέπεια –την ώρα που εγώ (εμείς, γιατί όχι;) δεν προλάβαινα να υπογράφω συμβάσεις. Ο Αντώνης αδιαφόρησε για τα κολλημένα μυαλά που έφτυναν χολή γύρω του και πήγε να ζήσει με τον φίλο του. Στο σπίτι που αυτοί διάλεξαν, στο χώρο που αγωνίστηκαν να αποκτήσουν. Και επειδή ακριβώς πάλεψαν για τα αυτονόητα, τίποτα πλέον γι΄αυτούς δεν ήταν αυτονόητο. Ούτε η δουλειά, ούτε οι κοινωνικές επαφές, ούτε ακόμα και οι συγγενικές υποχρεώσεις. Όλα τα έβαλαν κάτω και τα έφτιαξαν όπως αυτοί ήθελαν. Με προτεραιότητα τη δική τους ευτυχία –απλό δεν είναι; Εμένα μου λες!
Όσο ο Αντώνης πέρναγε από μικροσκόπιο ακόμα και την τυπική καλημέρα στον εβγατζή της γειτονιάς, εγώ κατάπινα αρραβώνες και γάμους. «Η σχέση μας έχει βαλτώσει, πρέπει να περάσουμε σε άλλο στάδιο, στην τελική δεν είναι και τίποτα φοβερό –δεν θα μας στοιχίσει, ενώ θα ευχαριστηθούν και οι γονείς!», εξηγούσε η μέλλουσα γυναίκα μου και εγώ διαφωνούσα, σώπαινα, ακολουθούσα. Αλλά ο γάμος φέρνει υποχρεώσεις και οι υποχρεώσεις οδηγούν σε δουλειές που (το ξαναείπα;) απαιτούν να φιλήσεις κατουρημένες ποδιές και, να το ξέρεις, η γεύση του κάτουρου σε συνοδεύει μια ζωή –κάθε πρωί που μπαίνεις στο γραφείο σου.
Αρραβώνας, γάμος, παιδί, διαζύγιο –μια συνηθισμένη πορεία ενός συνηθισμένου ανθρώπου κι εγώ είχα εξασφαλίσει εισιτήριο στην τουριστική θέση. Όταν τέλειωσε η διαδρομή βρέθηκα μόνος –πέρασα λοιπόν από το σπίτι του Αντώνη να τα πούμε –πήγαιναν χρόνια που είχε κλείσει η καφετέρια του Χοντρού. Άσε που θα βλέπαμε και το ντέρμπυ στο συνδρομητικό, πήγαινα προετοιμασμένος για καζούρα –ευτυχώς που ο φίλος του ήταν γάβρος (πολύ συμπαθητικό παιδί –το ξαναείπα μου φαίνεται).
Εκείνο το βράδυ μας έπαιζαν αλλά κερδίσαμε με «πέτσινο πέναλτυ» και ο Αντώνης ήταν μέσα στα νεύρα. Εμείς πάλι όχι –ίσως να το παρακάναμε με το δούλεμα για την ομάδα του, ίσως αυτό να έφταιγε που ο Αντώνης μάζεψε τα άδεια κουτιά από τις πίτσες και χώθηκε στην κουζίνα χτυπώντας τις πόρτες. Το φίλο του τον έλεγαν Γιώργο –ξέχασα να το πω παραπάνω.
«Τι τρέχει κι έχει τέτοια νεύρα ο Αντώνης; Δεν είναι από το ποδόσφαιρο έτσι;» τον ρώτησα.
«Όχι μωρέ. Απλά περνάει λούκια ξεγυρισμένα», μου είπε ο Γιώργος.
«Δηλαδή;»
Δηλαδή ο Αντώνης είχε προβλήματα στη δουλειά του. Μικρά προβλήματα, από αυτά που σου σπάνε τα νεύρα και δεν λύνονται. Τα μεγαλύτερα προβλήματα δηλαδή.
Ας πούμε, δεν μπορούσε ποτέ να προγραμματίσει την άδειά του. Έφτανε να είναι ο συνάδελφός του παντρεμένος ή με αναγνωρισμένη σχέση για να διαλέξει πρώτος τις ημέρες αδείας του και, αν κάτι στράβωνε, δεν είχε κανένα πρόβλημα ο άλλος να αλλάξει την άδειά του –γαμώντας πλήρως τον προγραμματισμό του Αντώνη. Μετά, δεν μπορούσε να πάει σε επίσημες εκδηλώσεις ο Αντώνης με το Γιώργο. Εντάξει, όλοι ήξεραν για τη σχέση τους αλλά καλό θα ήταν να μη φαίνονται. «Στουρθοκαμηλισμός του κώλου», συμπέρανε ο Γιώργος. Και τις προάλλες, είχαν πλακώσει στο ξύλο τον Αντώνη, ένα βράδυ που έβγαινε από κάποιο γκέι μπαρ. Γιατί; Μα γιατί έβγαινε από γκέι μπαρ –θέλει και ρώτημα; Ποιοι;
«Εσείς. Οι καλοβολέμενοι, οι θεματοφύλακες των ιδανικών της φυλής μας! Εσείς οι υποκριτές!» φώναξε ο Αντώνης από την κουζίνα.
Δαγκώθηκα. Είχε άδικο και το ήξερα. Δεν ανήκα εγώ σ΄αυτούς και ήταν πολλοί που διαφωνούσαν με τέτοια πράγματα. Όσο να πεις, πολλά είχαν αλλάξει, η ομοφυλοφιλία ήταν πλέον αποδεκτή. Και σεβαστή σε γενικές γραμμές. Δεν ήταν όπως παλιά …
«Έλα τώρα ρε Αντώνη. Μήπως τα παραλές; Μήπως τσουβαλιάζεις δίκαιους και άδικους; Νομίζω πως δεν είναι τόσο δραματικά τα πράγματα –εντάξει, μαλάκες πάντα θα υπάρχουν, αλλά ο κόσμος έχει αλλάξει. Ποιος θα φανταζόταν πριν από μερικά χρόνια πως θα βλέπαμε ομοφυλόφιλους ρόλους ακόμα και στην τηλεόραση και μάλιστα, όχι τον Φίφη που έκανε ο Παράβας, αλλά κανονικούς ανθρώπους …»
Ήρθε κι έκατσε δίπλα μου νευριασμένα.
«Άστο μη συνεχίζεις», με έκοψε. «Αυτό το κόλπο με την τηλεόραση είναι σιχαμένο. Και γενικά με τους ομοφυλόφιλους στη σόου μπίζνες δηλαδή! Σου λέει ο άλλος –οι αδερφές έχουν κάνει συνδικάτο στον χώρο των θεαμάτων, άμα δεν είσαι δικιά τους σε τρώει η αφάνεια. Και δείχνουν άντρες να φιλιούνται στην τηλεόραση –σιγά τ΄αυγά! Όλοι λένε, αχ τα κακόμοιρα τα παιδιά που είναι πούστηδες και τι κρίμα γιατί είναι γλυκούλικα! Αν όμως τους πει ο γιος τους ότι είναι ομοφυλόφιλος, τον σαπίζουν στο ξύλο α λα παλαιά! Αλλάξανε τα πράγματα –ναι συμφωνώ μαζί σου. Γίνανε χειρότερα και η ομοφοβία έχει χτυπήσει ταβάνι –έτσι αλλάξανε!»
Δε συμφωνούσα απόλυτα, αλλά δεν είπα κουβέντα. Μόνο που τα δικά μου προβλήματα, αυτά για τα οποία πήγα να κλαφτώ στον Αντώνη, φαίνονταν πλέον τιποτένια. Όχι γιατί δεν ήταν προβλήματα –αληθινά και κουρνιασμένα στις πλάτες μου, αλλά γιατί για την ύπαρξη τους έφταιγα εγώ και η δειλία μου. Ενώ ο Αντώνης με το Γιώργο δεν θα προλάβαιναν ποτέ να αποκτήσουν την πολυτέλεια μιας προβληματικής σχέσης. Γιατί όταν σε κυνηγάνε με τις πέτρες δεν έχεις χρόνο να ασχοληθείς με τα ρούχα που φοράς. Απλά τρέχεις να προφυλαχτείς.
Δεν έτυχε να ξαναμιλήσουμε για όλα αυτά με τον Αντώνη. Ποτέ δεν ήμουν, άλλωστε, καλός στη συμβουλευτική και γι’ αυτό, σπάνια πρότεινα λύσεις. Συνήθως άκουγα και σώπαινα, σε σημείο που οι άλλοι θεωρούσαν ότι αδιαφορούσα. Δεν ήταν έτσι –απλά δεν είχα τι να πω. Σώπαινα λοιπόν και σκεφτόμουν, σκεφτόμουν και άκρη δεν έβγαζα –γι΄αυτό σώπαινα.
Ο Γιώργος, ο φίλος του Αντώνη, δούλευε σε ένα τουριστικό γραφείο. Ήταν ξεναγός και συνοδός στις εκδρομές που διοργάνωνε το γραφείο –κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Έτσι, έλειπε συχνά –ταξίδια στην Ευρώπη, στην Ασία, όπου μπορείς να σκεφτείς πήγαινε –σε κάποια, μάλιστα, έπαιρνε και τον Αντώνη μαζί του (αν δεν του είχε γαμήσει την άδεια κανένας συνάδελφος με οικογενειακές υποχρεώσεις). Ήταν λοιπόν ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ –ο Γιώργος δεν ήθελε να πάει, δεν ήθελε ν΄αφήσει τον Αντώνη μόνο του πασχαλιάτικα, δε γούσταρε και τις κυρούλες που πήγαιναν να προσκυνήσουν … Δεν ήθελε να πάει και αυτό ήταν το θέμα, γιατί είχε απόλυτο δίκιο. Βλέπεις, κάποιοι περίεργοι έβαλαν σημάδι το πούλμαν της εκδρομής και του κόλλησαν μια ρουκέτα -όχι σπουδαία πράγματα, αλλά ο οδηγός κι ο ξεναγός έμειναν στον τόπο. Κι όταν σκοτώνεσαι, λίγη σημασία έχει αν ο τόπος είναι Άγιος ή όχι.
Πήρε δυο μήνες στον Αντώνη να συνέλθει από το σοκ, προσπάθησα να του συμπαρασταθώ αλλά ούτε σε αυτό είμαι καλός. Τι να πεις δηλαδή σε κάποιον που έχει χάσει τον άνθρωπό του; Ότι δεν τρέχει και τίποτα, αφού στο τέλος όλοι θα πεθάνουμε; Ότι θα βρει άλλον, καλύτερο; Ότι θα τον συναντήσει στον Παράδεισο; Τίποτα δεν έχει να πεις και τίποτα δε βρίσκω άξιο να ειπωθεί γι΄αυτό σωπαίνω, ως συνήθως, ή μιλάω για πράγματα άσχετα. Με αποτέλεσμα να εκνευρίζω ακόμα περισσότερο τον άλλο, που έχει τη στεναχώρια του, έχει κι εμένα από πάνω –να λέω για την καινούργια ταινία του Τζόρνταν!
Κι έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά έτσι δεν έμειναν. Βλέπεις, το σπίτι που ζούσαν ανήκε στο Γιώργο –γιαπί το είχαν πάρει τα παιδιά και το είχαν χτίσει από την αρχή σχεδόν. Κι επειδή ο Αντώνης έβγαζε περισσότερα χρήματα, είχε πληρώσει τις περισσότερες εργασίες. Άσε τα έπιπλα, τα ηλεκτρικά είδη –μαζί τα αγόραζαν, λογαριασμό δεν μπορούσες να κρατήσεις ποιος πλήρωνε τι. Θα μου πεις –«εδώ χάθηκε άνθρωπος, για σπίτια θα μιλάμε;»
Για σπίτια και έπιπλα και ψυγεία και τηλεοράσεις –γιατί όταν πέθανε ο Γιώργος πλακώσανε μέσα οι συγγενείς και σήκωσαν μέχρι και τα πετσετάκια της κουζίνας. Ήρθε μετά ένας δικαστικός κλητήρας που κόλλησε μια έξωση πιο μαύρη κι από πένθος στα μούτρα του Αντώνη –γιατί το σπίτι ανήκε, λέει, στους συγγενείς πρώτου βαθμού. Πάει να πει, στην αδελφή του Γιώργου και στα ανήψια του –μια φώκια που δεν καταδέχτηκε ούτε «συλλυπητήρια» να πει στον Αντώνη και κάτι σκατόπαιδα που κορόιδευαν τον «κουνιστό φίλο του θείου» τη μέρα της κηδείας.
Έμεινε μόνος ο Αντώνης και χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του –ένας άνθρωπος κομματιασμένος που κοιμόταν στον καναπέ του σπιτιού μου για κάποιους μήνες. Κι όταν λέω κοιμόταν –το εννοώ. Ένα με τον καναπέ είχε γίνει, ακίνητη φιγούρα να αντανακλά πάνω του το φως της τηλεόρασης. Δεν τον ενοχλούσα και δεν μου μιλούσε –τι να λέγαμε άλλωστε;
Γι΄αυτό παραξενεύτηκα όταν, μια μέρα, γύρισα από τη δουλειά και βρήκα το σπίτι τακτοποιημένο. Αλλά άδειο. Κανένα ίχνος του Αντώνη –αν σου έλεγα ότι ποτέ δεν είχε περάσει από εδώ, άνετα θα το πίστευες. Τον έψαξα, σε κινητά τηλέφωνα και τον έψαξα στη δουλειά του. Μέχρι που κουράστηκα –άφαντος ο Αντώνης. Με βόλεψε να πιστέψω πως πήρε κάποιο αεροπλάνο και χάθηκε –έτσι θα ήταν μάλλον.
Αλλά έτσι δεν ήταν.
Είχε περάσει πάνω από χρόνος, έτρεχα για κάτι δουλειές στο κέντρο όταν τον είδα να βγαίνει από κάποιο δικηγορικό γραφείο στη Σόλωνος. Έπεσα πάνω του, όλο νεύρα και ανακούφιση.
«Που είσαι ρε μαλακισμένο; Που χάθηκες; Γιατί δεν ειδοποίησες;»
Μόνο τότε πρόσεξα πως είχε χάσει πολλά κιλά. Γι΄αυτό, μάλλον, τα ρούχα κρέμονταν πάνω του –ψέματα. Τα ρούχα του ήταν σκέτα αποφόρια, τσαλακωμένα και βρώμικα. Κι αυτός ήταν αξύριστος, με άφησε στα χαμένα να τον οδηγήσω σε κάποια καφετέρια. Εκεί τον έστησα απέναντί μου και περίμενα. Όχι για πάρα πολύ.
«Πήρα μια απόφαση, τότε που έμενα σπίτι σου. Έβλεπα τηλεόραση, το θυμάμαι σαν τώρα και δεν σκεφτόμουν τίποτα –αλλά ξαφνικά μου ήρθε και ήταν ξεκάθαρο! Δεν θα τους άφηνα σε ησυχία, δεν μπορούν αυτοί να κλέψουν ότι απόμεινε από τη ζωή μου! Γιατί δηλαδή; Επειδή ήταν συγγενείς του; Ούτε να τον βλέπουν δεν ήθελαν –πούστη τον ανέβαζαν, αδερφή τον κατέβαζαν. Και πήραν τα πάντα –το φαντάζεσαι; Μέχρι τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες μας –τι να τα κάνουν, μου λες; Όλη μας τη ζωή και την έριξαν στα σκουπίδια! Βρήκα ένα δικηγόρο. Καλός άνθρωπος –έχουμε ελπίδες λέει», σταμάτησε, ανακάλυψε ένα ποτήρι νερό και το άδειασε μονορούφι.
«Έχουμε χάσει δυο δίκες αλλά δεν πρόκειται να σταματήσω. Που θα μου πάει; Νοίκιασα ένα ημιυπόγειο στο κέντρο, δουλεύω … βλακείες … για την ακρίβεια πουλάω την υπογραφή μου σε κάτι εργολάβους. Είδες που είναι χρήσιμο τελικά το πτυχίο; Ότι χρήματα βγάζω τα δίνω στις δίκες –που θα μου πάνε; Θα τους αναγκάσω ν΄ανοίξουν τα σκουπίδια τους να μου ξαναδώσουν πίσω τη ζωή μου».
Σταμάτησε απότομα κι εγώ δεν είχα τίποτα να πω. Γι΄αυτό και δεν έβγαλα κουβέντα όταν σηκώθηκε να φύγει. Δεν τον κράτησα, δεν υπήρχε νόημα. Το έχω ξαναπεί –δεν ήμουν ποτέ καλός στα λόγια παρηγοριάς, ούτε στις συμβουλές. Θα μπορούσα βέβαια να του πω ότι δεν είχε ελπίδα, θα μπορούσα να φωνάξω πως ο δικηγόρος του είναι απατεώνας και, απλά, του ρουφάει το μεδούλι. Αλλά δεν το έκανα.
Θα μπορούσα να του πω ότι δεν βγάζει τίποτα έτσι -πως πρέπει να κοιτάξει τη ζωή του, ν’ αφήσει όλη τη ιστορία πίσω γιατί μόνο κακό στον εαυτό του κάνει. Θα μπορούσα δηλαδή, να τον σημαδέψω με ένα πιστόλι ανάμεσα στα μάτια, να τραβήξω τη σκανδάλη και να τον σκοτώσω στην ψύχρα. Αλλά ποτέ δεν ήμουνα καλός στο σημάδι –γι΄αυτό δεν το έκανα.
Ψέματα και σου υπόσχομαι πως είναι τα τελευταία ψέματα που λέω. Δεν το έκανα γιατί είμαι δειλός. Προτιμώ να αφήσω κάποιον στην πλάνη του παρά να τον δω να καταρρέει μπροστά μου –δεν το αντέχω. Για πιο λόγο άλλωστε να σκοτώσεις την ελπίδα; Μήπως μας περισσεύει δηλαδή;
Δεν επεδίωξα να ξαναδώ τον Αντώνη και γι’ αυτό μάλλον, δεν τον ξαναείδα.
28 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Ευχαριστώ ρε κουμπάρε.
Το θελα αυτο σαν πολύ άσχημα χαρμανιασμένος
Τι έγινε το σχόλιό μου, ρε παιδιά; Έχει γούστο να το έγραψα σε άλλο blog (όποιος βρει σε σημερινό του Post ένα άσχετο σχόλιο, παρακαλείται να το αποστείλει στον Mboy)
Ξαναλέω, λοιπόν, ότι αυτό το post μου άφησε ένα μπερδεμένο κουβάρι σκέψεων και αντιδράσεων. Και δεν μπορώ να σχολιάσω, επειδή δεν θέλω να το περάσω από τη διαδικασία της εκλογίκευσης.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Και γιατί, όταν είσαι μια χαρά βολεμένος δεν έχεις μάτια να διακρίνεις ότι ο άλλος κολυμπάει στον καταρράκτη
...............................
τι έγραψες ρε άνθρωπε;
Ωραια ιστορια , στρατευμένη μεν αλλά για καλο σκοπό.
Κουμπάρε, άμα είναι να ξεχαρμανιάζεις να ποστάρω δηλαδή. Αλλά με κάτι σεντόνια που ξεχαρμανιάζεις κι εσύ ρε αδερφάκι μου!
Λίτσα, έχω μεγάλη περιέργεια τι θα σου απαντήσει αυτός που του άφησες το σχόλιο! Αλλά πολύ μεγάλη περιέργεια, χεχε.
Το ποστάκι αυτό το χρώσταγα από καιρό στον Μητσάκο -ακριβώς γιατί ποτέ δεν μου είχε ζητήσει να γράψω κάτι τέτοιο. Και μη νομίζεις, ούτε εγώ το πέρασα από καμιά διαδικασία εκλογίκευσης -δε φημίζομαι άλλωστε για αυτή μου την ιδιότητα.
Lex, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι περισσότερες ιστορίες μου είναι στρατευμένες -εννοώ οτι πάντω σκοπεύουν σε κάτι. Άλλες φορές φαίνεται, άλλες όχι -αλλά ο σκοπός είναι υποκειμενικά καλός γιατί έχει να κάνει με την προσωπική μου ευχαρίστηση κατά κύριο λόγο. (Τώρα βλέπω οτι στο κρετίνισα δεόντως το σχόλιό σου, συγνώμη ρε φίλε -αλλά φαίνεται πως με έχει πιάσει διάθεση μαλακίσματος). Πάντως, ειλικρινά χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία (μετράει αυτό για μένα).
Τώρα τι να πω, πως έθιξες ζητήματα ηθικής, ταυτότητας, συμπεριφοράς, τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Μα ξέρω πως γούσταρα που έγραψες αυτήν την ιστορία γιατί όσα θεωρούμε αυτονόητα, μόνο τέτοια δεν είναι.
Και το ποιο σημαντικό:
Πότε θα αποδεχτούμε τον Άλλον αντί να τον "δεχτούμε"?
Eίπαμε, καθαρά σεντόνια
1η φορά διαβάζω απνευστί ένα δικό σου ποστ(αυτό μάλλον είναι καλό)
ΜΒ πιστεύεις ότι υπάρχει περίπτωση να αποδεχτούμε κάποτε τον Άλλο; (τη δική μου απάντηση μπορείς να τη φανταστείς)
Γεροφρικιό ξεκινάω από το τέλος και απαντάω στην ερώτησή σου. Ποτέ δεν θα αποδεχτούμε τον άλλο, όσο ορίζουμε τον εαυτό μας μέσα από τη σημαντικότητά μας σε σχέση με αυτόν. Ποτέ, όσο υπάρχουμε για να ανταγωνιζόμαστε και όχι για να συμβιώνουμε.
Και πάω προς την αρχή του σχολίου σου -ίσως κάποτε να υπήρχαν αυτονόητα, τώρα τελευταία δεν νομίζω πως έχουν απομείνει και πολλά.
numb, μαζί τα κάνατε τα σχόλια με τον θρήκουλα -κοντινά πράγματα ρωτάτε. Όσο ο άλλος ορίζεται σαν τέτοιος δεν υπάρχει περίπτωση αποδοχής. Αλλά στην ερώτησή και των δυο σας υπάρχει μια μικρή παράλειψη: Γιατί έχουμε την ανάγκη να ορίσουμε (άρα να διαχωρίσουμε) τον "άλλο"; Η προφανής απάντηση είναι πως το έχουμε ανάγκη γιατί μέσω του άλλου ορίζουμε και τον εαυτό μας διαμετρικά. Ο "άλλος" είναι αυτά που δεν είμαστε εμείς και (ω του θαύματος!) ο "άλλος" είναι όλα τα κακά μαζεμένα. Άρα εμείς είμαστε όλα τα καλά. Ξαναρωτάω τώρα: γιατί έχουμε ανάγκη να ορίσουμε τον "άλλο";
Εντάξει λοιπόν.
Χι ιζ μπααακ (γουορστ δαν εβερ χιχι)
Τα χειρότερα έπονται αγαμπητή μου! Έχε πίστη που λέει κι ο άλλος ο ρεμάλης.
εγω φυσικα δεν εχω λογια
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
κι άλλη φορά το έχεις κάνει και με βάζεις να κλαίω
αλλά εγώ ευχαριστώ
---------
μην με παρεξηγείς για την πρόσκληση, ένα μυαλό έχω ο έρμος, σ'έναν υπολογιστή όλη μέρα, ξεχνάω...
την στέλνω τώρα
Αει να μου χαθείς που ήρθες και σχολίαζες όσο εγώ σε έβριζα στο δικό σου ποστ! Είσαι παλιοχαρακτήρας τελικά!
Μην ευχαριστείς ρε μπουμπούνα -μου άρεσε και το έκανα. Και φυσικά δεν σε παρεξηγώ ρε, τι με πέρασες; Αλλά αυτό για το "ένα μυαλό που έχεις" ... ε καλά μην το δένεις και κόμπο!
Καλό..
koita sumptosi...
zitisa ki ego na mou grapsoun mia istoria apokalupsis kai idou mia apo tis kaluteres.
euxaristo ki ego
kai oso gia to sxolio gia strateumenes istories, all i have to say is bollocks. ola einai strateumena upo auti tin ennoia,mr.
euxaristo kai pali
x
Paperflowers ευχαριστώ.
william μπορείς, αν θέλεις, να θεωρήσεις την ιστορία και δική σου -σε ευχαριστώ για την υπομονή που είχες να τη διαβάσεις.
Συμφωνώ μαζί σου πως όλα είναι στρατευμένα αφού όλα εξυπηρετούν κάποιους σκοπούς (bollocks; από την εποχή των Sex Pistols είχα να το ακούσω -να είσαι καλά!)
apla polu kalo ...
Ευχαριστώ atg. Που είναι εκείνο το ρεμάλι ο Σκιές; Είχες κανένα νέο του;
Φοβερό κείμενο! Τι να σου πω - τα είπες όλα! Κάποια στιγμή τέτοια θα πρέπει να διδάσκονται στα παιδιά, στο Λύκειο - με την ελπίδα να μεγαλώσουν πιο σωστά από μας! Καλημέρα!
Την έχω διαβάσει την ιστορία σου εδώ και 2 μέρες αλλά σχολιάζω τώρα γιατί δεν χωνεύεται εύκολα...
...αλλά και πάλι τι να σχολιάσω;
απλά μπράβο που την έγραψες
nop alla exw tin entupwsi oti kapou edw epistrefei kai apla..epifulasetai :)
tis kalimeres mou
Στομάχη, ακριβώς το ίδιο παθαίνω κι εγώ με κάποια πράγματα που γράφεις εσύ. Έλα στη θέση μου να έρθω εγώ στη δική σου που λένε.
Atg, άντε να επιστρέψει γιατί μου έλειψε το κωλόπαιδο.
παρα πολυ ωραιο το ποστ σου!!!
pele ευχαριστώ για την υπομονή σου να το διαβάσεις.
Ρε άνθρωπε τί έγραψες πάλι!!
Χρόνο να 'χει κανεις να διαβάζει τα σεντόνια σου.
Πάντως ναι, ο Αντώνης δεν έχει καμμία ελπίδα σήμερα. Στην Ελλάδα. Αλλά σε κανά δυο χρόνια που θα ρθεί και στην Ελλάδα το pax, οι μελλοντικοί Αντώνηδες θα μπορούν επιτέλους να κοιτούν τη ζωή κάπως με μεγαλύτερη σιγουριά και αισιοδοξία.
Τι είναι το pax ρε; Αυτό που λέγαμε pax romana (όχι το συγκρότημα) κι αυτό που λέμε pax americana;
To pax είναι μια νέα μορφή πολιτικής ένωσης μεταξύ δύο ανθρώπων που εφαρμόζεται ήδη σε Γαλλία και Ιταλία κι από του χρόνου κι Γερμανία. Δηλώνεις οτι είσαι ζευγάρι με κάποιον και μένετε μαζί και έχεις όλα τη νομικά προνόμια που έχει ένα παντρεμένο ζευγάρι: επιδοτήματα, κληρονομικά, ασφάλιση και πάει λέγοντας. Στην Ιταλία είναι η λύση που δέχτηκε το Βατικανό προκειμένου να μην συρθεί πίσω από την νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλοφύλων. Στη Γαλλία το ίδιο: κρυβόμενοι πίσω από το δάκτυλό τους, αντί να υιοθετήσουν τον πολιτικό γάμο για τους ομοφυλόφυλόυς αποδέχτηκαν το pax ως μορφή ένωσης και τον γάμο (πολιτικο και θρησκευτικό) τον κράτησαν για τα ετερόφυλα ζευγάρια.
Τώρα υπάρχουν βέβαια διάφορα νομικά κολήμματα εντός ΕΕ (αν π.χ. εχω συνάψει ενα pax στην Γαλλία με κάποια γυναίκα, μπορώ να παντρευτώ στην Ελλάδα;) αλλά αργά ή γρήγορα θα συγκλίνουν τα αστικά δίκαια των χωρών πάνω στο θέμα.
Φαντάζεσαι τί εχει να γίνει αν ερθει στην Ελλάδα τι σοου θα δώσει ο Χριστόδουλος για την κατάλυση του θεσμού της οικογένειας; Της κακομοίρας θα γίνει!!!
Αν θες περισσότερες πληροφρίες και πιο ακριβείς για τα θέματα αυτά, λετ με νόου.
Θέλω περισσότερες πληροφορίες για να τις βάλω στο Κουσούρι του φίλου μου του Μητσάκου. Έχεις;
Επειδή ακούστηκαν ορισμένα πρωτάκουστα σχετικά με τον πρόσφατο γάμο ομοφυλοφύλων στην Τήλο και το αν υπάρχει διάταξη νόμου που να το επιτρέπει κλπ, επισημαίνω ότι κανένας δεν έκανε τον κόπο να να ρωτήσει τον κατεξοχήν ειδήμονα της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη και στην υποχρεωτική ερμηνεία των κανόνων του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.
Πρόκειται για τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου κύριο Παυλόπουλο, που τυχαίνει να είναι σήμερα και ο κατεξοχήν αρμόδιος υπουργός που θα κληθεί να εκδώσει εγκύκλιο στους δημάρχους και προέδρους κοινοτήτων της χώρας για την εφαρμογή των διατάξεων του πολιτικού γάμου και σύνταξης των ληξιαρχικών πράξεων.
Διαβάστε τι γράφει σε σύγγραμμά του:
«Όταν πρόκειται για την ερμηνεία και την εφαρμογή οποιωνδήποτε άλλων, προγενεστέρων ή μεταγενεστέρων της Κοινοτικής Οδηγίας διατάξεων του εθνικού δικαίου, το ΔΕΚ δέχεται ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να προβαίνει στην ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου αυτού, πάντα μέσα στα πλαίσια του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να επιτύχει το στόχο, που καθορίζεται από αυτή, και να συμμορφωθεί έτσι προς τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Βλ. Απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου C-21/04, 4 Ιουλίου 2006, Κωνσταντίνος Adeneler and others ver. Ellinikos Organismos Galaktos. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου και συγκεκριμένα οι διατάξεις περί γάμου να ερμηνευτούν «υπό το φως του κειμένου και του σκοπού των αντίστοιχων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (ισότητα ανδρών και γυναικών, οιουδήποτε γενετήσιου προσανατολισμού ως προς τα δικαιώματα τέλεσης γάμου κλπ).
Τέλος ο εθνικός δικαστής στην προσπάθεια του να εναρμονίσει, π.χ. με τις μεθόδους που ήδη εκτέθηκαν, το εθνικό δίκαιο με το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, δεν έχει «διέξοδο διαφυγής». Λόγω της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου υποχρεούται να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία αντιτίθεται τόσο στο πρωτογενές, όσο και στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο. Η υποχρέωση αυτή εμφανίζεται ακόμη περισσότερο έντονη και επιτακτική, όπως είναι ευνόητο, στην περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη προηγηθεί απόφαση του ΔΕΚ, η οποία και έχει κρίνει, με δύναμη δεδικασμένου κατά τις κείμενες κοινοτικές διατάξεις, την αντίθεση μιας διάταξης του εθνικού δικαίου προς το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο (Βλ. Πρ. Παυλόπουλου εγγυήσεις του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, σελ. 83-84, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1993).»
Αν υπάρχουν όλα αυτά γραμμένα, χρειάζεται να ψάχνουμε στο λεξικό του Μπαμπινιώτη και να ρωτάμε τους παπάδες;
Χρειάζεται να ρωτάμε τους παπάδες και τους φασίστες του ΛΑΟΣ, απ΄ότι φαίνεται, μπας και βγει καμιά έξτρα μονάδα τηλεθέασης.
Κατά τα άλλα, καλά τα λέει ο Πάκης (δεν μπορούσε και να τα πει διαφορετικά, προφανή πράγματα είναι όλα αυτά), όμως ίσως να έχεις προσέξει οτι σ΄αυτή τη χώρα περνάμε μια ιδιότυπη δικατορία τα τελευταία χρόνια. Όπου κάποιοι ενεργούν στη βάση αρμοδιοτήτων τις οποίες ΔΕΝ διαθέτουν ΘΕΣΜΙΚΑ.
Κοντολογίς, ο χωροφύλαξ χτυπάει πάλι την πόρτα μας.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!