Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

"Κανείς δεν θα σε περιμένει"

«Όποιος δεν ανάψει το πρώτο του τσιγάρο με zippo θα καταλήξει δημόσιος υπάλληλος ή τραπεζικός», έλεγε ο μύθος. Κι αυτός χειριζόταν τον αναπτήρα σαν ταχυδακτυλουργός, ήξερε να τον ανοίγει κροταλίζοντας τα δάχτυλά του ή σφίγγοντάς τον μεταξύ δείκτη και αντίχειρα, ήξερε να τον ανάβει τρίβοντάς τον στη ραφή του παντελονιού. Προηγουμένως βέβαια είχε βάλει το άφιλτρο Camel στο στόμα του, απλά φυσώντας στο μισοάδειο πακέτο. Έξη παρά δέκα το πρωί στη Φιλλελήνων –κάποιος ήλιος σερνόταν από τα καλώδια των τρόλεϋ. Το Magic bus έχασκε σαν κήτος με τρία στόματα, αν και δεν υπήρχαν πολλές αποσκευές για να καταπιεί η ξεδοντιασμένη καταπακτή. Χαμογέλασε τρίβοντας τα μάτια του. Είχε πάνω από 30 ώρες άυπνος.
Ο οδηγός εμφανίστηκε μαχμουρλής με το φραπέ σε πλαστικό ποτήρι. Έξυσε τ’ αρχίδια του ανεβαίνοντας το σκαλοπάτι της μπροστινής πόρτας και δεν καταδέχτηκε να κοιτάξει αυτούς που περίμεναν στο πεζοδρόμιο. «Μαστούρια που πάνε στο Άμστερνταμ για τη δόση τους», σκεφτόταν καθώς έψαχνε σταθμό στο ραδιόφωνο. Τα «μαστούρια» μπήκαν σιωπηλά για να βυθιστούν στο τριμμένο ύφασμα των θέσεων. Αυτός μπήκε τελευταίος, ξεφτιλίζοντας το Camel με μεγάλες, συνεχόμενες τζούρες. Δε γούσταρε παρέα –ήθελε να καθίσουν όλοι πρώτα –ότι απέμενε ελεύθερο θα ήταν δικό του.
Πέταξε τη γόπα, σημαδεύοντας μια λιμνούλα στον υπόνομο –η γόπα έκανε γκελ στα σίδερα της σχάρας και σκαρφάλωσε στο πεζοδρόμιο. Γέλασε –«άψογος ο παίκτης! στεφάνι κι έξω, εξ επαφής!» Πιάστηκε από το σίδερο, ταλαντεύτηκε για λίγο, πριν δείξει το εισιτήριό του στον οδηγό. Μετά ζοχαδιάστηκε κοιτάζοντας τριγύρω –οι περισσότεροι είχαν πιάσει δυο θέσεις, για να κοιμηθούν πιο άνετα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Μόνο κάτι ζευγαράκια κάθονταν μαζί και πάλευαν να βολευτούν ο ένας μέσα στον άλλο.
Προχώρησε χτυπώντας τα αθλητικά του στο πλαστικό δάπεδο –οι μόνες ελεύθερες θέσεις ήταν πάνω από τις ρόδες. «Σκατά, αλλά μήπως έχεις και άλλη επιλογή;» αναρωτήθηκε καθώς έριξε τον σάκο του και σφήνωσε δίπλα στο παράθυρο. Το πούλμαν τραντάχτηκε προς τα πίσω πριν ξεκινήσει αργά. Χάζευε την πόλη όπως στοιβαζόταν σε λεωφορεία για να φτάσει με καθυστέρηση στη δουλειά. Σκεφτόταν να κολλήσει δυο φάσκελα στο τζάμι, αλλά προτίμησε το ψιθυριστό –«άντε και γαμηθείτε σκατιάρηδες!» Μετά, σήκωσε τους γιακάδες του τζιν μπουφάν του και αποφάσισε να κοιμηθεί, ή τουλάχιστον να προσπαθήσει.
Το πούλμαν βγήκε στην Εθνική, ανεβάζοντας ταχύτητα, και φρέναρε απότομα στα διόδια. Ξύπνησε νευριασμένος –η φασαρία πάνω στη ρόδα ήταν ανυπόφορη κι όταν πήγαινε να συνηθίσει, έρχονταν τα ξαφνικά φρεναρίσματα, δεν παλευόταν με τίποτα η κατάσταση. Έπρεπε να βρει άλλη θέση επειγόντως –ακόμα κι αν υπήρχε δεύτερο άτομο δίπλα του. Ανασηκώθηκε. Έψαξε τριγύρω. Κάτι μαλλιάδες ροχάλιζαν ήδη στις απέναντι θέσεις. Ένας νταρκ τύπος είχε πέσει στο διαχωριστικό, ψάχνοντας μανιασμένα. Κάποιοι είχαν ήδη βγάλει τα παπούτσια τους. «Ξέχασέ το φιλαράκο», μουρμούρισε.
Έμοιαζε έτοιμος να εγκαταλείψει την προσπάθεια, υπομένοντας το μαρτύριο του τροχού, όταν την είδε. Για την ακρίβεια, το πρώτο που πρόσεξε ήταν πως δεν πρέπει να ζύγιζε πάνω από 50 κιλά. Άρα, η διπλανή της θέση θα είχε όλο τον χώρο ελεύθερο. Μετά είδε πως ήταν και όμορφη. Ελκυστική σίγουρα, χαριτωμένη, λεπτεπίλεπτη –«μια χαρά γκόμενα». Τι έκανε μόνη της εδώ μέσα; «Σε περιμένει ρε καζανόβα –τι άλλο;»
Τράβηξε τον σάκο του και βγήκε στο διάδρομο. Όσο πλησίαζε, ένιωθε κάποιο τρακ –δεν ήταν στο στυλ του, όσο να πεις –κι όταν ο οδηγός φρέναρε για μια ακόμα απότομη φορά βρέθηκε με το κεφάλι στο στομάχι της. «Της μάνας σου καργιόλη!», μούγκρισε.
Η κοπέλα τινάχτηκε από τον ύπνο της, ξαφνιάστηκε περισσότερο βλέποντας ένα μαντράχαλο κουνάει το κεφάλι του στην προσπάθεια να ξεσφηνώσει από τον σάκο του –μετά η κοπέλα κατάλαβε πως πονούσε λίγο.
«Χίλια συγνώμη, αλλά ο μαλάκας πάει βάρκο -γυαλό», της είπε όταν κατάφερε να πάρει πάλι στάση ανθρώπου. Η κοπέλα χαμογέλασε ευγενικά.
«Μπορώ να κάτσω εδώ; Ήμουνα πάνω στη ρόδα και …»
«Εντάξει», του απάντησε εκείνη και γύρισε προς το παράθυρο.
Βολεύτηκε στην εξωτερική θέση κι έβγαλε το σκασμό. Ήταν όμορφη, όχι απλώς συμπαθητική και μύριζε Opium. Ποια κοπέλα φοράει τέτοιο άρωμα πρωινιάτικα; Μα, αυτή που δεν γύρισε στο σπίτι της το προηγούμενο βράδυ! Έβγαλε το βιβλίο από τον σάκο του –μέρες τώρα παιδευόταν με τον «Ξένο» του Καμύ, αλλά δεν είχε κατορθώσει να το τελειώσει, δεν έβρισκε χρόνο. Η κοπέλα δίπλα του τράβηξε το κουρτινάκι γιατί ο ήλιος έβγαζε μάτια.
«Συγνώμη δεν τον αντέχω τον ήλιο», απολογήθηκε.
«Κάνε δουλειά σου. Κι εγώ έτοιμος ήμουν να φορέσω μαύρα γυαλιά», της είπε χαζά.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο και, όλως παραδόξως, τα κατάφερε. Γιατί δεν ήταν μόνο η κοπέλα που τον αποσπούσε –διακοπτόμενα φλας έτρεχαν στο μυαλό του, πόρτες που άνοιγαν βίαια κι από πίσω βρωμεροί τύποι με φαρδιά κοστούμια, κουδούνια που χτυπούσαν παρουσιάζοντας μπάτσους με επίσημες κλήσεις, κόσμος που κοιμόταν με ανοιχτό το παράθυρο –τρέμοντας από κρύο και φόβο. «Έτρεξα για να μη χάσω το λεωφορείο. Αυτή η βιασύνη, αυτή η τρεχάλα, ασφαλώς έπαιξαν ρόλο, βάλε και τα ταρακουνήματα, τη μυρωδιά της βενζίνης, τις αντανακλάσεις του δρόμου και του ουρανού, έτσι με πήρε ο ύπνος. Κοιμόμουνα σχεδόν σ' όλη τη διαδρομή. Κι όταν ξύπνησα, ήμουνα πεσμένος πάνω σ' έναν στρατιωτικό που μου χαμογέλασε και με ρώτησε αν ερχόμουνα από μακριά. Είπα «ναι» για να κόψω την κουβέντα». Συνειδητοποίησε αργά πως το βιβλίο είχε γυρίσει στην πρώτη σελίδα –δεν ενδιαφέρθηκε να ψάξει τη σωστή, του άρεσε το κομμάτι που διάβαζε –ένιωθε πως το βιβλίο ζωντάνευε μέσα στο πούλμαν. Μόνο που αυτός δεν πήγαινε στην κηδεία της μητέρας του σαν τον Μαρσώ και δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να ξυπνήσει πεσμένος στη διπλανή του. Έκλεισε τα μάτια.
Προσπάθησε να το αποφύγει, αλλά η προσοχή του ήταν στραμμένη πάνω της. Άκουγε την ανάσα της, ένιωθε τις διακριτικές κινήσεις των αγκώνων της καθώς προσπαθούσε να βολευτεί καλύτερα στο κάθισμα. Σε κάποια στιγμή την κατάλαβε να βήχει, αλλά ήταν ήδη μακριά –δεν ένιωσε κίνηση, μόνο ο ήχος ερχόταν από το βάθος του ορίζοντα. Βρισκόταν σε μια ατέλειωτη έκταση, σπαρμένη με σιτάρι –δεν μπορούσε να δει το χώμα και περπατούσε διστακτικά γιατί δεν φορούσε παπούτσια. Κάτι χρυσόμυγες έκαναν αέρα στο μέτωπό του κι αυτός περπατούσε επιφυλακτικά. Ήταν σίγουρος ότι θα βρέξει, κάποια βαριά σύννεφα με το ζόρι κρατιόντουσαν πάνω από το κεφάλι του κι έπρεπε να πάει κάπου -γρήγορα. Που; Δεν μπορούσε να θυμηθεί αλλά δεν είχε σημασία, έπρεπε να βρει κάποιο υπόστεγο να προφυλαχτεί από τη βροχή –αυτό έφτανε. Ένιωθε μούδιασμα στον δεξιό ώμο, φοβόταν πως δεν θα μπορούσε ούτε το χέρι του να κουνήσει σε λίγο, προσπάθησε να κλείσει τα δάχτυλά του –δύσκολα. Γιατί, κάτι κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του και από το ξάφνιασμα ξύπνησε.
Τη βρήκε να κοιμάται πάνω του, πλαγιασμένη στον ώμο του -το χέρι της κλεισμένο στο δικό του. Γέλασε καθώς άνοιγε την παλάμη προσεκτικά –«για δες κάτι πράγματα!» Η κοπέλα ξύπνησε απότομα και κόλλησε στην άλλη άκρη όταν συνειδητοποίησε που βρισκόταν, αυτός χαμογέλασε αμήχανα.
«Συγνώμη», είπε κατακόκκινη.
«Δεν τρέχει τίποτα», την καθησύχασε.
Μετά έπεσε μουγκαμάρα, καθώς και οι δυο τους προσπαθούσαν να στεγνώσουν από τον ύπνο.
«Έρχεσαι από μακριά;» ρώτησε ξεκάρφωτα.
«Ναι» του απάντησε απότομα εκείνη και μετά από μια στιγμή αμηχανίας τον είδε να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
«Τι τρέχει; Δεν κατάλαβα που είναι το αστείο», έκανε ενοχλημένη.
«Τίποτα, τίποτα», σκούπισε δάκρυα από τα μάτια του και βιάστηκε να δώσει κάποιες εξηγήσεις. «Να κοίτα εδώ, στην πρώτη σελίδα», έσπρωξε το βιβλίο προς το μέρος της, «διάβασε τι λέει …», την περίμενε να τελειώσει, αλλά η κοπέλα αργούσε. Έσπρωξε μάλιστα το δάχτυλό του που έδειχνε την αντίδραση του Μαρσώ προς τον στρατιωτικό, τι σκατά διάβαζε;
«Το είδες;» ρώτησε αβέβαια.
«Ναι, ναι. Πολύ ωραίο βιβλίο φαίνεται».
«Ναι εντάξει, αλλά εγώ εννοούσα το κομμάτι που τον παίρνει ο ύπνος πάνω στον στρατιωτικό», είπε ανήσυχα.
«Το είδα –ναι. Σύμπτωση ε;»
«Σύμπτωση. Κουφή», μετά σώπασε γιατί δεν έβρισκε κάτι να πει.
«Με λένε Κατερίνα».
«Πέτρος –χάρηκα», έλεγε αλήθεια ότι χάρηκε, γιατί ήταν μεγάλο το ταξίδι –αλλά δεν υπήρχε κανένας Πέτρος τριγύρω. Ούτε καν αυτός.
«Άμστερνταμ πας ε;»
«Γιατί, πάει και πουθενά αλλού;» γέλασε η κοπέλα.
«Αυτό να μου πεις. Έχεις γνωστούς εκεί;»
«Μια φίλη μου έχει σπίτι. Με κάλεσε για λίγες μέρες. Εσύ;»
«Εγώ πάω έτσι. Για πλάκα».
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της. Αυτός θα χτυπούσε ευχαρίστως το δικό του, αν έβρισκε κάποιο εύκαιρο ντουβάρι εκεί κοντά. Χάζευε τις μπούκλες από τα μακριά της μαλλιά και ήταν σίγουρος πως, έτσι που απαντούσε, θα τον είχε περάσει για ένα ακόμα φρικιό, από αυτά που τρέχουν ξελιγωμένα να «γίνουν» στα coffee shops. Το χειρότερο είδος μαλάκα δηλαδή.
«Από την Αθήνα είσαι;» είπε για να αλλάξει την κουβέντα.
«Όχι. Αφού σου είπα πως έρχομαι από μακριά. Κρήτη. Ηράκλειο».
«Α μάλιστα!»
Η κοπέλα είχε σίγουρα βαρεθεί, το έβλεπε στο βεβιασμένο της χαμόγελο –ποτέ δεν ήταν αυτό που λέμε «ωραίος γκόμενος», από εξωτερικής απόψεως –αλλά σήμερα δεν ήταν ούτε καν διασκεδαστικός. Περίεργο αυτό, γιατί συνήθως ήταν καλός στις παρέες. Αστείος, σχετικά. Ευρηματικός, ενίοτε. Ωραίος τύπος –χαβαλές.
Αλλά σήμερα … μπορεί να έφταιγε ο λόγος που τον έβαλε στο πούλμαν, μπορεί να ένιωθε άγχος …βλακείες! Απλά, η κοπέλα τον κόμπλαρε –χάζευε με το στόμα της, τα μαλλιά της, τα μάτια της που μίκραιναν όταν ξεγελούσε ο ήλιος το κουρτινάκι … «Σύνελθε μαλάκα μου –δεν είναι ώρα για τέτοια!»
«Λοιπόν Κατερίνα», έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να φανεί ψυχρός και ψύχραιμος, «εγώ λέω να την πέσω –ξύπνα με όταν φτάσουμε».
Χώθηκε για μια ακόμα φορά μέσα στους γιακάδες του μπουφάν, κάρφωσε το σαγόνι στο στέρνο και φόρεσε τα Columbia για να μην τον ενοχλεί ο ήλιος. «Αντίο σκληρέ κόσμε», μουρμούρισε πριν πάρει βαθιά ανάσα και βουτήξει.
Ο ύπνος του ήταν πιεστικός, χωρίς όνειρα –μόνο που άκουγε τις φωνές των άλλων επιβατών και μπέρδευε τις απαντήσεις με τις ερωτήσεις.
«Γαμώτο, πρώτη φορά;»
«Έβρεχε χτες»
«Πόσο κάνει;»
«Εκεί κάτω είναι, πίσω από τα δέντρα»
«Έλα ρε μαλάκα –σοβαρά;»
«Λες να βρέχει και στο Άμστερνταμ;»
«Σίγουρα εκεί σε είχα δει. Εκεί -όχι στο Παλιακό».
«Έχεις;»
«Έχω»
«Βρέχει τουλούμια»
«Δεν έχω –είμαι στη στέγνα».
Στα σύνορα τους σταμάτησαν για έλεγχο. Κάτι μπάτσοι με καπελαδούρες κυκλοφορούσαν στο διάδρομο με ξυνισμένες φάτσες. Αναγκάστηκε να ξυπνήσει.
«Που είμαστε;» ρώτησε την κοπέλα, αλλά αυτή δεν τον άκουγε γιατί έψαχνε τα χαρτιά στο πορτοφόλι της.
Έβγαλε τα δικά του από την πάνω τσέπη και τα άφησε κρεμασμένα δίπλα στη φάτσα του. Ο μπάτσος δεν καταδέχτηκε ούτε να τον φτύσει. Πήρε τα χαρτιά της Κατερίνας και πέρασε ένα ευτυχισμένο δίλεπτο διασταύρωσης στοιχείων. Μετά έφυγε. Και το πούλμαν ξεκίνησε.
«Εσύ κοιμήθηκες καθόλου;» ρώτησε την κοπέλα.
«Λίγο ναι. Αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο. Πολύ βαβούρα».
«Τι κάνεις στην Κρήτη; Δουλεύεις ή σπουδάσεις;»
«Τίποτα από τα δύο. Εσύ;»
«Μια από τα ίδια».
Η Κατερίνα τον κοίταξε περιμένοντας. Ήταν φανερό –βαριόταν και ζήταγε από αυτόν να σπάσει τη μονοτονία του ταξιδιού.
«Εντάξει λοιπόν, τελευταία κοινότυπη ερώτηση –πόσων χρονών είσαι;»
Η κοπέλα γέλασε και όχι από ευγένεια –για πρώτη φορά στη σύντομη γνωριμία τους.
«19 –εσύ;»
«23».
«Και τώρα; Θα με ρωτήσεις τι ζώδιο είμαι;»
Γέλασε κι αυτός. Το είχε χρησιμοποιήσει κάποτε το κόλπο με τα ζώδια αλλά, λόγω πλήρους άγνοιας, είχε φάει τα μούτρα του. Άλλωστε, ούτε το δικό του ζώδιο δεν θυμόταν.
«Θα σε ρωτήσω τι τρέχει»
«Τι τρέχει;»
«Είσαι μόνη, χωρίς ένα βιβλίο, κάποιο περιοδικό, σε ένα πούλμαν για το Άμστερνταμ. Κοίτα γύρω –όλοι με κάτι ασχολούνται. Εκτός από σένα. Δεν στέκει. Μπορείς βέβαια να πεις ότι είχες κανονίσει να ταξιδέψεις με παρέα που δεν ήρθε. Ή μπορείς να μην απαντήσεις –δεν είναι δουλειά μου τελικά …»
«Είχα κανονίσει να ταξιδέψω με παρέα που δεν ήρθε».
«Μα και βέβαια! Ευγενέστατος ο τρόπος σου για να μου πεις ότι δεν είναι δουλειά μου τελικά».
Η κοπέλα σώπασε, σουφρώνοντας τα χείλη.
«Την κοπάνησα από το σπίτι μου. Μπήκα τελευταία στιγμή στο καράβι χτες βράδυ και πρόλαβα οριακά το πούλμαν».
«Και η φίλη στο Άμστερνταμ;»
«Εντάξει … η Έστερ … αλληλογραφούμε χρόνια. Από το δημοτικό –δεν έχουμε όμως συναντηθεί ποτέ. Είναι φοιτήτρια … βιβλιοθηκονομίας. Ελπίζω …»
«Να σε δεχτεί για κάποιες μέρες σπίτι της μέχρι να δεις τι θα κάνεις»
«Ακριβώς».
«Αλλιώς;»
«Ξέρω ‘γω;»
«Από φράγκα πως πας;»
«Έχω κάτι ψιλά».
Χρειαζόταν επειγόντως ένα τσιγάρο. Ένα ποτό, μια βόλτα στα μαγαζιά –οτιδήποτε… Μόνο να μιλήσει δεν χρειαζόταν κι αυτό ακριβώς έκανε.
«Κοίτα τι μπορεί να γίνει. Εγώ έχω κάποια λεφτά. Πάμε και νοικιάζουμε μαζί δωμάτιο σε ξενοδοχείο –μην το δεις στραβά εντάξει; Σίγουρα θα σου έρθει φτηνότερα. Μέχρι να βγάλεις άκρη με τη φίλη σου».
«Ευχαριστώ πολύ αλλά άστο δεν πειράζει. Κάτι θα γίνει».
«Ας πάμε τουλάχιστον στο ίδιο ξενοδοχείο. Αν χρειαστείς τίποτα …», ένιωθε εξαιρετικά ηλίθιος. Δεν έφτανε που επεδίωκε να έχει μαζί του δεύτερο άτομο, τη μοναδική περίοδο που θα έπρεπε να είναι μόνος, αλλά σίγουρα θα τον είχε περάσει για εντελώς λιγούρη, με αυτή του την επιμονή. «Δεν μπορείς να το βουλώσεις, έστω για λίγο, φιλαράκο;»
«Καλά, θα δούμε» του είπε εκείνη περνώντας αφηρημένα τα δάχτυλα από τα μαλλιά του. Κι αυτός έγινε λιώμα και νευρίασε ταυτόχρονα, που άφηνε ένα πιτσιρίκι να τον αποσυντονίζει.
Αλλά εκείνη κάπως λύθηκε με την πρότασή του, ίσως να ένιωσε υποχρεωμένη από τη διφορούμενη καλοσύνη –πάντως μίλησε αρκετά. Σε αυτόν.
Του είπε πως ο πατέρας της ήταν αγροίκος και τραμπούκος, κουβάλησε το χωριό στην πόλη και το άφησε να ορίζει την ανατροφή της. Η μάνα υπέμενε –μόνο αυτό ήξερε να κάνει. Πέρασε στα ΤΕΙ Γραφιστικής, αλλά δεν την άφησαν να πάει. Αυτός δηλαδή, ο πατέρας. «Τι δουλειά έχεις να τρέχεις στην Αθήνα; Να σε πληρώνω για να ξεπορτίζεις; Ή να μαζεύεις τους αληταράδες στο σπίτι σου; Και τι θα γίνεις δηλαδή; Θα ζωγραφίζεις καραγκιοζάκια; Να κάτσεις στ’ αυγά σου». Έτσι είχε πει.
Μετά έπιασε δουλειά σε ταξιδιωτικό γραφείο, αλλά τη σταμάτησαν γιατί τη γλυκοκοίταζε, λέει, ο γιος του αφεντικού. Μιλούσε ασταμάτητα για τη ζωή της στην επαρχία κι αυτός προσπαθούσε να γλιτώσει από τα μάτια της για να ακούσει τα λόγια της. Πολλές φορές του ήρθε να χαϊδέψει αυτές τις μπούκλες των μαλλιών της –συγκρατήθηκε όμως. Χωρίς αναπνοή έφτασε στο τέλος της ιστορίας της –τσακώθηκε για ένα πάρτυ που θα έκαναν κάτι πρώην συμμαθητές, ήθελε να πάει, αλλά ο πατέρας της έλεγε πως τα παιδιά είναι «χασικλήδες και αναρχικοί» πράγμα που ήταν αλήθεια βέβαια –αλλιώς γιατί να πήγαινε στο πάρτυ; Για να ψάλλουν απολυτίκια;
«Τι λες να κάνουν τώρα οι γονείς σου;»
«Μπορεί και να πήγαν στην αστυνομία αλλά δε με νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς έχουμε περάσει πλέον τα σύνορα».
Άρχισε να κουμπώνει το μπουφάν του ασυναίσθητα. Μόνο αυτό του έλειπε –μπλεξίματα με μπάτσους. Όταν έφταναν στο Άμστερνταμ θα έπρεπε να την ξεφορτωθεί το γρηγορότερο, να τη στείλει στη φίλη της –έκανε τεράστια μαλακία που της πρότεινε να μείνουν μαζί.
«Εσύ;»
«Τι εγώ;» ακούστηκε ψυχρός και τρομαγμένος.
«Σου είπα τα δικά μου –πες μου τα δικά σου».
«Τίποτα. Απλά είπα να πεταχτώ μέχρι το Άμστερνταμ να ξεσκάσω».
«Έτσι ε; Και γιατί μου συστήθηκες με ψεύτικο όνομα; Άλλο έλεγαν τα χαρτιά που έδειξες προηγουμένως».
Μαγκώθηκε για τα καλά. Η μικρή δεν ήταν στραβή ούτε ηλίθια!
«Μην ανακατεύεσαι», έκανε παγωμένα.
«Όπως θέλεις, αλλά δεν είσαι καθόλου εντάξει. Εγώ σου λέω τα πάντα, χαρτί και καλαμάρι, αλλά εσύ …», τα μάτια της στένεψαν κοιτάζοντάς τον, «άντε γαμήσου τελικά!»
Έμεινε να κοιτάζει την πλάτη της. Ήταν ευτυχής συγκυρία που μπήκαν, εκείνη τη στιγμή, καινούργιοι μπάτσοι για να ελέγξουν χαρτιά και φάτσες. Ακούμπησε τον ώμο της ντροπαλά.
«Συγνώμη»
«Δεν τρέχει τίποτα», είπε εκείνη με γυρισμένη ακόμα την πλάτη.
Το πούλμαν πέρασε από γκρίζες θάλασσες, άναψε φώτα ομίχλης σε γιγάντιους αυτοκινητόδρομους –εκεί που δε σπάει η ερήμωση, όσα αυτοκίνητα κι αν κυκλοφορούν δίπλα σου. Την χάζευε καθώς κοιμόταν και τα σύννεφα σκέπαζαν το ηλιακό του πλέγμα, προσπάθησε να κλείσει τα μάτια –δεν έβλεπε πια εφιάλτες, μόνο την ασπρόμαυρη αντανάκλασή της πάνω στα βλέφαρά του. Ήταν δυστυχισμένος κιόλας, περισσότερο γιατί τα ρουθούνια συνήθισαν τη μυρωδιά της και δεν μπορούσε πλέον να την καταπιεί από τον αέρα.
Ξύπνησε στα περίχωρα του Άμστερνταμ –μόλις πρόλαβε να δει το «κονσερβοκούτι» του Άγιαξ, από μακριά. Στη συνέχεια γέμισαν τα μάτια του, γκρίζα εργοστάσια και πολυκατοικίες με τοίχους ζωγραφισμένους. Σκέφτηκε να την ξυπνήσει, αλλά δεν υπήρχε λόγος, σκέφτηκε. Την άφησε λοιπόν να ανασαίνει σα μωρό με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι.
Όχι για πολύ. Το πούλμαν φρέναρε απότομα στην αποβάθρα κι ο οδηγός έκλεισε το ραδιόφωνο για να ακουστεί –«πως οδηγείς έτσι ρε καρναβάλι; σε μαντρί νομίζεις πως βρίσκεσαι;»
Εκείνη ξύπνησε κι αυτός βρήκε ευκαιρία να χαμογελάσει.
«Φτάσαμε».
«Το βλέπω», του απάντησε.
Ξεβράστηκαν σε έναν ατέλειωτο διάδρομο, με άρρωστα, άσπρα φώτα και άρχισαν να περπατάνε μουδιασμένα. Κανείς δεν κοίταζε τους διπλανούς του –κανείς δεν ένιωθε άνετα, γιατί από τους τοίχους ξεκόλλαγαν συνέχεια, κάτι θεόρατοι Ολλανδοί μπάτσοι. Στο τέλος του διαδρόμου, πριν αρχίσουν τα μαγαζιά, ένας μεθυσμένος γέρος ζητιάνευε. Πέρασε από δίπλα του χωρίς να δώσει σημασία. Αυτός κοίταζε να βρει την κοπέλα μέσα στο πλήθος και πρόσεχε να μένει χαμένος ανάμεσα στους πολλούς. Πήρε πάντως χαμπάρι ότι οι μπάτσοι βούτηξαν αθόρυβα τον γέρο και τον εξαφάνισαν σε ένα δωματιάκι με θαμπή τζαμαρία.
Όταν μπήκε στην κυρίως αίθουσα του Κεντρικού Σταθμού –σάστισε. Άφησε τον σάκο στο κεντρικό σημείο υποδοχής –κι έμεινε με τα πόδια καρφωμένα στο μεγάλο πολυακτινικό αστέρι του πατώματος. Εκεί, υποδέχτηκε τα πλήθη που ξέβραζαν οι πόρτες. Κουστουμαρισμένοι γιάπηδες ανακατεμένοι με πάνκηδες γεμάτους παραμάνες, ράστας μπλεγμένοι ανάμεσα στα σαρίκια Ινδών, αθλητικοί μαύροι που άνοιγαν δρόμο για να προσπεράσουν γυναίκες με φερετζέ και γιαπωνέζοι τουρίστες με χαμογελαστές φωτογραφικές μηχανές. Στην αρχή ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, αλλά γρήγορα συνήθισε το τρεχούμενο πλήθος και πήρε απόφαση να κολυμπήσει μέσα του, για να φτάσει στην έξοδο.
Τότε την είδε. Κρεμασμένη από ένα δημόσιο τηλέφωνο, κράταγε το χέρι πάνω στο αυτί της για να απομονώσει τον εξωτερικό θόρυβο. Την πλησίασε.
«Γες γες, νάις του χίαρ γιου του. Αϊ γουόζ θίνκινγκ του μιτ … χουέρ;….. χουέν; … δατ λέιτ;…»
Την περίμενε να κλείσει το τηλέφωνο και μετά εμφανίστηκε μπροστά της –εξυπηρετικός σαν πλασιέ κατσαρολικών.
«Γεια σου, με θυμάσαι;»
«Ναι, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω».
«Μάλλον με μπερδεύεις με άλλον τότε. Τι λες; Κερνάω καφέ για να ξανασυστηθώ. Είναι μεγάλη ιστορία …», άπλωσε το χέρι του προς αυτή –όπως είχε δει σε μια ταινία. Κανονικά, η κοπέλα μπλέκει τα δάχτυλά της στα δικά σου και βαδίζετε αγκαλιασμένοι, προς την αιωνιότητα.
«Έλα, κόψε τα σάπια και πάμε», του είπε αυτή μισογελώντας.
Βγήκαν στο κρύο που ακολουθεί τη βροχή. Ταυτόχρονα προσπάθησαν να προστατευτούν από τις αέρινες βελόνες, κουμπώνοντας τα μπουφάν τους καθώς ανέβαιναν τη Ντάμρακ. Μυρωδιές από κρέπες τους θύμισαν ότι θα έπρεπε να πεινάνε, φασαρία που άδειαζαν οι ανοιχτές πόρτες των καφέ και κουρελήδες κάθε δέκα μέτρα –να φυσάνε μεθυσμένες ανάσες στα πρόσωπά τους ψιθυρίζοντας –«κόουκ, χέροϊν, πιλς». Αυτή κρεμάστηκε από το μπράτσο του σαστισμένη κι εκείνος πήρε το σακίδιό της για να το κουβαλήσει με το ελεύθερο χέρι του. Ο κόσμος τους έσπρωχνε να επιταχύνουν τα βήματά τους
«Μπαίνουμε εδώ; Τι λες; Έχει και κάτι να τσιμπήσουμε …»
Κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας ή αδιαφορώντας –άνευ σημασίας.
Το μαγαζί είχε χαμηλά φώτα και δυνατή μουσική. Μύριζε κιόλας, καμένο λίπος ανακατεμένο με ξεραμένη μπανάνα, αλλά, όταν πεινάς –κάτι τέτοια μοιάζουν εξωτικά αρώματα.
«Λέγε», του έκανε νόημα αυτή –όταν ξεμπέρδεψαν με την παραγγελία.
«Είσαι σίγουρη πως θέλεις να ακούσεις; Ότι κι αν είναι;»
Σώπασαν για λίγο καθώς το γκαρσόνι τους σέρβιρε μπύρες και αυτή περίμενε με τα μάτια καρφωμένα πάνω του.
«Εντάξει. Δε με λένε Πέτρο, όπως ξέρεις ήδη –Φάνης είναι το όνομα κι ανάθεμα το νονό μου και τον παππού μου δηλαδή. Δούλευα σε κάποιο βιβλιοπωλείο του κέντρου –δεν το ξέρεις, δεν έχει σημασία. Ίσως να έχεις ακούσει για κάποιες φασαρίες που έγιναν τις τελευταίες μέρες στο κέντρο –στα Εξάρχεια. Να μη σε κουράζω με ιστορίες, ανοίξαμε κάτι παρτίδες με μια φασιστική φυλλάδα –ήρθαν κι έσπασαν το βιβλιοπωλείο που δούλευα, πήγαμε και σπάσαμε τα γραφεία τους. Το θέμα είναι πως αυτοί άρχισαν να τριγυρίζουν στην πλατεία, ψάχνοντάς μας. Κι όποιος ψάχνει –βρίσκει. Σακάτεψαν ένα φιλαράκι μου γιατί μας βρήκαν απροετοίμαστους. Αυτό δεν ήταν σωστό κι έτσι αποφασίσαμε να τους την πέσουμε πριν ξανάρθουν και στείλουν άλλους στο νοσοκομείο. Τους την πέσαμε πριν μια βδομάδα, έγινε χαμός, έφαγαν ξύλο πολύ. Αλλά εγώ βρέθηκα με μαχαίρι και όταν είδα κάποιο στρίμωγμα … τέλος πάντων … ο τύπος πέθανε την προηγούμενη Δευτέρα, στο νοσοκομείο», σταμάτησε για να τινάξει ένα άφιλτρο από το πακέτο. Αλλά στη μέση έκοψε τη φιγούρα –άναψε ήσυχα, κοιτάζοντάς την. Της πρόσφερε τσιγάρο, αλλά αυτή αρνήθηκε –δεν κάπνιζε. Στο πρόσωπό της -κάθε αντίδραση κρυμμένη κάτω από ένα χλωμό φύλλο χαρτιού. Του έκανε νόημα να συνεχίσει.
«Χτες ήρθαν οι μπάτσοι στο σπίτι μου, με ένταλμα. Ήταν η δεύτερη φορά, την πρώτη είχαν έρθει κάποιοι με πολιτικά. Τους πήρα χαμπάρι και άφησα τη μάνα μου ν΄ανοίξει, έκανα πως δεν ήμουν εκεί. Κάποιος με έδωσε –έπρεπε να παρουσιαστώ στο Τμήμα σε διάστημα 48 ωρών. Μπήκα στο πούλμαν κι έφυγα».
Έφαγαν τις κρέπες τους χωρίς όρεξη, μάλλον γιατί πρόσεχαν την εντύπωση που θα έδιναν ο ένας στον άλλο. Και ήπιαν μπύρες, προσπαθώντας να θολώσουν τις σκέψεις τους.
Με πονεμένα στομάχια από λασπωμένο φαγητό βγήκαν πάλι στο δρόμο. Ήξεραν πως οι υπόλοιπες ώρες ήταν δικές τους, μια πολυτέλεια που δεν είχαν και γι΄αυτό την απολάμβαναν. Έτρεξαν στη μεγάλη πλατεία, έξω από το παλάτι της Βασίλισσας με τα σπασμένα τζάμια. Μέσα από δεκάδες Χριστούς καθισμένους ανακούρκουδα στα παγωμένα μάρμαρα, κιθάρες και τρίφυλλα, ληγμένα εισιτήρια για το «Καλοκαίρι της Αγάπης», παρατημένα στο κόκκινο χαλί που έφτανε μέχρι τον Καθεδρικό. Βρώμικο χαλί, ακαθαρσίες αλόγων από τις σταθμευμένες άμαξες και μπουκάλια μπύρας –«ελπίζω να φοράει ψηλοτάκουνα η Βασίλισσα γιατί αλλιώς θα χωθεί μέχρι τον αστράγαλο στο σκατό», γέλασε εκείνος.
Πέρασαν από τη συνοικία με τα κόκκινα φανάρια –εκείνη δάκρυσε βλέποντας γυναίκες, κάποτε εντυπωσιακές, αλλά πλέον λιανισμένες από την πρέζα, να ποζάρουν πίσω από τζάμια προσπαθώντας να μοιάζουν με χαρούμενο εμπόρευμα. Κι αυτός απηύδησε με τα στίφη των Γιαπωνέζων που φωτογράφιζαν τα ζωντανά αξιολύπητα –αλλά δεν μπορούσε να μη βάλει τα γέλια όταν άνοιξε ένα δωματιάκι και πετάχτηκε φουριόζος ο ικανοποιημένος πελάτης σπρώχνοντας ένα ποδήλατο μπροστά από την ανωνυμία του.
Πήρε να νυχτώνει όταν αποφάσισαν να καταλήξουν σε ένα coffee shop –μέτρησαν τα χρήματα δυο και τρεις φορές, υπήρχε το ιστορικό Bulldog αλλά σε έπιανε η ψυχή σου με την κλεισούρα και τις φάτσες των πελατών.
«Η φτώχια θέλει καλοπέραση, το άλλο μην το πεις», αποφάνθηκε αυτός και την τράβηξε για την άλλη άκρη του ποταμού –εκεί που δέσποζε το Grass Hoper. Εκείνη χαμογέλασε, γιατί ήταν τρομακτική πόλη το Άμστερνταμ και οι κλειδώσεις της είχαν ασπρίσει έτσι όπως κρατούσε το σακίδιο –αγχωμένη από τους περίεργους που περνούσαν δίπλα τους. Κάθε λίγο.
«Πολύ αστυνομία έχει αυτή η πόλη», του είπε.
«Και μέσα στην ποικιλία. Είδα μπάτσους πεζούς και μπάτσους έφιππους, άλλους να κυκλοφορούν με ποδήλατα και άλλους με μηχανές –αν δω και τίποτα περιπολίες με πατίνια θα φουντάρω στον Άμστελ», σχολίασε αυτός. Αλλά δεν ένιωθε ασφαλής, παρ΄όλους τους μπάτσους, ίσως κιόλας επειδή υπήρχαν τόσοι μπάτσοι τριγύρω.
Χώθηκαν στο ημι-υπόγειο coffee shop και χάζεψαν το θωρακισμένο κουβούκλιο με τον ψυχρό ντήλερ. «Τι να αγοράσουμε;» «Το φτηνότερο ή το πιο εξωτικό;» «Μόνο εκείνο που λέει ‘Καλαμάτα’ να μην πάρουμε –έχω και στο χωριό μου τέτοιο». «Λιβάνι ή φούντα;» «Ότι νάναι».
Πήραν τζιβάνες και τσιγαρόχαρτα μαζί με πορτοκαλάδες και κέικ σοκολάτας από το μπαρ –κάπνισαν ακούγοντας παλιό ροκ κι αυτό μόνο.
«Πως νιώθεις τώρα που ξέρεις ότι κάποιος πέθανε και …»
«Θες να μάθεις πως νιώθει ένας δολοφόνος;»
«Δεν το εννοούσα έτσι»
«Δεν πειράζει... Ήταν πολύ γρήγορο, ούτε που το κατάλαβα. Ο τύπος έπεσε πάνω μου, ήταν τεράστιος, όρθιο βουνό και με κόλλησε στον τοίχο. Με πίεζε -εγώ είχα το μαχαίρι στην τσέπη του μπουφάν. Για να τους τρομάξω περισσότερο απ΄ότι φοβόμουν εγώ –έτσι σκέφτηκα όταν το πήρα μαζί μου. Αλλά όταν ξεκίνησε ο καυγάς, σάστισα. Δεν πρόλαβα να βγάλω το μαχαίρι, να το κουνήσω μπροστά στις σκατόφατσές τους. Όσο με πίεζε στον τοίχο –ασφυξία κανονική –χέστηκα πάνω μου. Ευτυχώς δεν μου κράταγε τα χέρια, τον κάρφωσα στα πλευρά αλλά δεν είχα δύναμη. Ήμουνα σίγουρος πως δεν θα του έκανα ούτε γρατζουνιά του γορίλα –έσπρωξα με ότι είχα, να του σκίσω τουλάχιστον το μπουφάν. Μετά αυτός έπεσε και το μαχαίρι έμεινε σφηνωμένο. Απίστευτο! Μαλακία! Οι υπόλοιποι σταμάτησαν το ξύλο και με κοίταζαν. Ένας φίλος έλεγε πως το μαχαίρι μην το κουβαλάς μαζί σου αν δεν ξέρεις να το χρησιμοποιείς. Αλλιώς, είναι σα να δίνεις ένα παραπάνω όπλο στον αντίπαλό σου. Δεν ήταν ακριβώς έτσι, αλλά τελικά ήταν χειρότερα», έκανε τη γνωστή φιγούρα του με τον zippo, ανάβοντας το δεύτερο τσιγαριλίκι.
«Και τώρα τι θα κάνεις;» ενδιαφέρθηκε εκείνη.
«Δεν ξέρω. Στη χειρότερη περίπτωση, θέλω να είμαι εκτός Ελλάδας όσο τρέχουν οι προθεσμίες των μπάτσων. Μήπως και πετύχω κάποια αναβολή … κάτι τέτοιο. Βασικά δεν αντέχω να με χώσουν μέσα –προφυλάκιση. Κι αν βρω κάτι εδώ, ή παραέξω, δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω με καμιά Παναγία».
«Κι εγώ κάπως έτσι τα βλέπω. Μακάρι να μου βρει κάτι η Έστερ. Λίγες μέρες σπίτι της, κάποια δουλειά, οτιδήποτε …»
Αν δεν είσαι σε καλή διάθεση, αν έχεις προβλήματα, σκοτούρες, μαυρίλες –το χόρτο σε ρίχνει ακόμα πιο βαθιά και το λιβάνι σου φέρνει εφιάλτες. Γι΄αυτό και ήταν παράξενο που πέρασαν δυο ώρες εκεί μέσα, γελώντας με ασύνδετες προτάσεις, αγγίζοντας, κοιτάζοντας, ακουμπώντας. Ο ένας την άλλη.
Με βαριά κεφάλια πέρασαν το ποτάμι για να βρουν ξενοδοχείο –ελεεινό στην όψη και νόμιζαν πως θα ήταν φτηνό. Ο Ινδός στη ρεσεψιόν τους αντιμετώπισε με αχρείαστη ευγένεια, η σκάλα ήταν τόσο στενή που ανέβηκαν με το πλάι και το δωμάτιο είχε εξαερισμό στον ακάλυπτο –πάνω από μια κρεπερί.
Αυτός βιάστηκε να χωθεί στο μπάνιο –έζεχνε ταξίδι και παγωμένο ιδρώτα, εκείνη κάθησε οκλαδόν στη μέση του κρεβατιού. Διαβάζοντας το βιβλίο του γιατί η τηλεόραση έδειχνε γουέστερν μεταγλωττισμένα και κάτι τύπους από απίθανα κομμωτήρια που ισχυρίζονταν ότι τραγουδούσαν ποπ.
«Ήταν αλήθεια. Όταν ήταν στο σπίτι, η μαμά περνούσε τον καιρό της παρακολουθώντας με σιωπηλά με τα μάτια. Τις πρώτες μέρες στο άσυλο, έκλαιγε συχνά. Ήταν όμως από συνήθεια. Μετά από λίγους μήνες, θα έκλαιγε αν την έπαιρναν από το άσυλο. Πάντα από συνήθεια. Μάλλον ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που τον τελευταίο χρόνο δεν πήγα να τη δω σχεδόν καθόλου. Κι ένας άλλος λόγος ήταν ότι μου έτρωγε την Κυριακή μου άσε τον κόπο για να πάω με το λεωφορείο, να πάρω τα εισιτήρια και να κάνω δυο ώρες δρόμο».
«Τι είπες;» ρώτησε αυτός καθώς σκουπιζόταν με το ξεφτισμένο μπουρνούζι.
«Έτσι ακριβώς είναι η μάνα μου», του απάντησε. «Κι εγώ δηλαδή …»
«Τι πράγμα;» ρώτησε πάλι, φορώντας το παντελόνι του.
«Τίποτα. Τελείωσες να μπω κι εγώ;»
«Ναι, ελεύθερα».
Ξάπλωσε στο κρεβάτι καπνίζοντας και σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να την κρυφοκοιτάξει από την κλειδαρότρυπα –σκέφτηκε επίσης ότι κώλωνε άπειρα να το επιχειρήσει. Το άφιλτρο του επέστρεψε κύματα ζαλάδας από τα καπνισμένα τσιγαριλίκια –έκλεισε τα μάτια μήπως γλιτώσει τον πονοκέφαλο, γιατί η παρουσιάστρια στην ολλανδική τηλεόραση φορούσε πορτοκαλί ταγέρ –το δωμάτιο βούιζε, σταμάτησε να καπνίζει –«ήταν ζόρικο αυτό που ήπιαμε τελικά». Άρχισε να κρυώνει, γι΄αυτό κατάλαβε πως εκείνη είχε μείνει, αδικαιολόγητα πολύ ώρα στο μπάνιο. Σηκώθηκε προσπαθώντας να συμμαζευτεί.
Τη βρήκε αγκαλιά με την τουαλέτα, προτίμησε να μην κοιτάξει τα υπολείμματα εμετού –εκείνη έτρεμε όσο της έπλενε το πρόσωπο κι ευτυχώς δεν έκλαιγε. Αμήχανος την κράτησε από τους ώμους οδηγώντας την στο κρεβάτι ενώ εκείνη αρνιόταν πεισματικά να ανοίξει τα μάτια της –ίσως γιατί ντρεπόταν να δει τον εαυτό της με τα εσώρουχα μόνο.
Τη σκέπασε και κάθησε δίπλα της –παρακολούθησε αμίλητος το τρέμουλο να μετατρέπεται σε βαριά ανάσα –«κοιμήσου κοριτσάκι, τίποτα δεν μπορεί να γίνει χειρότερο από ότι ήδη είναι».
Πέρασε ώρα μέχρι να ξαπλώσει δίπλα της και τότε ακόμα πρόσεχε –να μην την ακουμπήσει, να μην την τρομάξει. Κοιμήθηκε με διακοπές ή πέρασε τη νύχτα στο ενδιάμεσο. Βρέθηκε πάλι στη θάλασσα του σιταριού, οι πρώτες σταγόνες έπεφταν –βαριά βροχή, έμοιαζε με προειδοποίηση που δεν την παίρνεις στα σοβαρά όσο χτυπάει την πλάτη σου, αλλά σε περονιάζει και τότε καταλαβαίνεις το λάθος σου. Το χώμα δεν φαινόταν κάτω από τα στάχια –λάσπη μάλλον γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Ήταν σίγουρος πως υπήρχε κάποιο υπόστεγο αν και δεν το έβλεπε –θα περίμενε από κάτω του να σταματήσει η βροχή γιατί κάτι είχε να κάνει. Αλλά η βροχή γινόταν όλο και πιο έντονη, δεν έπεφτε, μόνο έμενε στον αέρα, αδιαπέραστη από τα γυμνά του πόδια. Τρόμαξε –σα μύγα εγκλωβισμένη σε μια κουταλιά ζελέ ένιωθε –κι αν αυτό γινόταν πιο σφιχτό; Αποπνικτικό -έψαξε στην τσέπη του για το μαχαίρι, ένιωσε κρύο μέταλλο στη χούφτα του και κάρφωσε τη βροχή για να ανοίξει δρόμο. Ξανά και ξανά, μέχρι που ένιωθε έντονο πόνο –κοίταξε κάτω και είδε καρφωμένο το μαχαίρι στο δεξί του πόδι. Ξύπνησε, μάλλον φωνάζοντας. Η κοπέλα κοιμόταν ακόμα δίπλα του, μόνο που έσφιγγε το δεξί του πόδι ανάμεσα στα δικά της. Γέλασε, αλλά δεν μπόρεσε να ξανακοιμηθεί.
Η καινούργια μέρα μπήκε από τον εξαερισμό και μύριζε μπέικον. Είδε τα μάτια της να ανοίξουν διστακτικά καθώς προσπαθούσε να χαμογελάσει.
«Έγινα ρεζίλι έτσι;»
Ανασηκώθηκε λίγο και τη φίλησε στο μέτωπο.
«Μια χαρά ήσουν. Απλά δεν άντεξε το στομάχι σου –συμβαίνουν αυτά».
«Κι εσύ;»
«Τι πράγμα;»
«Θέλω να πω … εμείς εδώ …»
Γέλασε με τρανταχτή αμηχανία.
«Εντάξει, προφανώς κάναμε λυσσασμένο σεξ όλη τη νύχτα! Δεν θυμάσαι τίποτα;»
Γούρλωσε τα μάτια, μέχρι να καταλάβει πως αυτός έκανε πλάκα. Μετά γέλασε ανόρεχτα. Κι αυτός σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ρίξει νερό στο πρόσωπό του.
«Άντε, ετοιμάσου. Πρέπει να πάμε για πρωινό, θα νιώσεις καλύτερα αν βάλεις κάτι στο στομάχι σου».
«Τι ώρα είναι;»
«9 και κάτι».
«Δεν προλαβαίνω! Εννιάμιση έχω ραντεβού με την Έστερ, πρέπει να φύγω!»
Την παρακολούθησε καθώς ρήμαζε το δωμάτιο προσπαθώντας να ντυθεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Άναψε τσιγάρο και βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα για να μην την εμποδίζει κι εκείνη έτρεξε στο μπάνιο για να χτενιστεί βιαστικά. Παιδεύτηκε με τα κορδόνια των παπουτσιών της πριν ανοίξει την πόρτα του δωματίου –σταμάτησε απότομα. Μπήκε πάλι μέσα, πλησίασε την πολυθρόνα που αυτός καθόταν.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ για χτες. Για όλα»
«Ευχαρίστησή μου», χαμογέλασε αυτός μυστήρια.
«Ρε άντε να χαθείς!» φώναξε εκείνη και σήκωσε το χέρι της να τον χτυπήσει. Στη μέση το μετάνιωσε, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του και έσκυψε μέχρι να βρεθούν αντιμέτωποι. Τότε τον φίλησε στις άκρες ενός διφορούμενου χαμόγελου.
«Να με περιμένεις έτσι; Θα γυρίσω γρήγορα».
Μετά εξαφανίστηκε.
Αυτός τελείωσε το τσιγάρο με την ησυχία του κι έπιασε να χαζεύει κάποιο χάρτη της πόλης που βρήκε δίπλα στο φωτιστικό. Σκεφτόταν. Είχε αρκετά χρήματα για να περάσουν ένα μήνα –κάνοντας οικονομίες. Θα έβγαζαν δυο εισιτήρια τραίνου για το Βορρά. Δεν ήθελε να μείνουν άλλο στο Άμστερνταμ –δεν υπήρχε τίποτα εκτός από βαποράκια και υγρασία σ’ αυτή την πόλη. Θα έβρισκαν κάποιο χωριό και θα έβρισκαν μια δουλειά –σε μπαρ, σε φούρνο, σε κρεπερί –κάτι τέτοιο. Μπορούσαν να μείνουν σε Youth hostel για αρχή –αργότερα θα νοίκιαζαν διαμέρισμα σε εργατική συνοικία. Δεν πρέπει να ήταν τόσο ακριβά. Κι αν, πάλι, τα έβρισκαν σκούρα θα περνούσαν σε άλλη χώρα. Τι ήταν δίπλα; Γερμανία; Δανία; Ότι σκατά –δεν είχε σημασία. Τον πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα –λήθαργος χωρίς όνειρα. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν ήσυχος, χαμογελαστός σαν ηλίθιος. Ερωτευμένος.
Το χτύπημα στην πόρτα όλο και δυνάμωνε –πετάχτηκε ξαφνιασμένος –ποιος ήταν; Κοίταξε το ρολόι του, είχε πάει 11 η ώρα, φόρεσε ένα επίσημο χαμόγελο και της άνοιξε γεμάτος σχέδια.
Οι τύποι στην άλλη πλευρά της πόρτας φορούσαν φαρδιά κοστούμια και καλοχτενισμένα μαλλιά.
«Γουίλ γιου φόλοου ας σερ;» είπε ο ένας από τους δύο με βαριά, φλαμανδική προφορά.
«Τι τρέχει;» σάστισε αυτός.
«Πλιζ», είπε ο άλλος και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Όποιος δεν ανάψει το πρώτο του τσιγάρο με zippo θα καταλήξει δημόσιος υπάλληλος ή τραπεζικός», έλεγε ο μύθος. Αυτός είχε ανάψει το πρώτο του τσιγάρο με σπίρτα, στην αυλή του Γυμνασίου, την εποχή που οι αναπτήρες ήταν είδος πολυτελείας. Έτσι, όσο τακτοποιούσε τα πράγματά του στον σάκο, γλίστρησε κρυφά, ανάμεσα στα σκεπάσματα, τον zippo και το βιβλίο του –να τα βρει εκείνη όταν γυρίσει. «Που ξέρεις, μπορεί κάποτε να της έρθει όρεξη για τσιγάρο. Ας έχει κάτι να το ανάψει –κι αν είναι το πρώτο της, μπορεί να γλιτώσει από την κατάρα». Χαμογέλασε.
Οι άντρες έκλεισαν μαλακά την πόρτα πίσω τους πριν του περάσουν χειροπέδες.

24 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Unknown είπε...

Ο΄"ξένος", η "πτώση", ο σκατόκαιρος,τα σπίρτα,τα άσυλα,κάτι παγωμένα βράδια και ο εμετός να ανεβαίνει στο στομάχι.
έτσι είναι σήμερα ΜΒ.και για μένα.

The Motorcycle boy είπε...

Μια χαρά πάμε βλέπω. Κρύψτε τα ξυραφάκια και τα λοιπά αιχμηρά αντικείμενα!

Lex_Luthor06 είπε...

Παράξενο μεν, αλλά οι πρωταγωνιστές σου ζωγραφίστηκαν στο μυαλό μου σαν Χορν-Λαμπέτη. (και δεν εχω καπνισει τιποτα παράξενο)

marquee de mud είπε...

ενταξει εγω περναω λιγο καλυτερα σημερα.

τον ξενο κι εγω ακομα δεν τον εχω τελειωσει. κι ουτε προκειται.

μου φανηκε οτι περιεγραψες ενα αμστερνταμ αλλης εποχης αν και δεν εχω παει.

βασικα η ιστορια ειναι νταουνερ αλλα με εσωσε κατι, ενα κολλημα που εχω αλλα θα στο πω απο κοντα για να μην την χαλασω και στους αλλους.

Unknown είπε...

άσχετο-σήμερα αγόρασα πανωσέντονο-κατωσέντονο ασορτί,μούρλια.

Erwtas Stomaxhs είπε...

Ω μάι Γκοτ! Εκτυπώνω, διαβάζω το βράδυ και επανέρχομαι αύριο...

Unknown είπε...

:) μου άρεσε το τέλος πολύ (περνάμε κρίση αγάπης βλέπω πάλι. ξέρεις εσύ. Λογικό. Τόση παράνοια δεν την αντέχει ούτε ο τρελός)

marquee δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δίκιο έχεις.

Ανώνυμος είπε...

Χάσιμο.. τελείως όμως. Κοιτάω έξω απ' το παράθυρο του γραφείου μου και δε βλέπω το κωλολιμάνι με τη λεωφόρο αλλά σπίτια με κεραμίδια και μια πλατεία στο βάθος πάνω απ' την οποία σχηματίζεται ένα μαύρο συννεφάκι, καπνοκινούμενο και αρωματικό -μπορεί να βρέχει κιόλας, dunno, το συννεφάκι πάντως μένει εκεί και μεγαλώνει μέχρι να καλύψει όλη την πόλη.
Bliss..

zero είπε...

Ο Χριστος κι' η Παναγια

φτου , φτου , φτου
μην σε ματιασω.

Καλησπεραα...

οι σκιές μιλάν είπε...

Αφησα το ραδιόφωνο να διαβάσω σεντόνι και να ηρεμήσω, βλέπω Αμστερνταμ στις πρώτες πραγράφους, λαϊκούς μύθους, Καμύ, λέω εδώ είμαστε, θα ξεχαστώ με Α-θάνατο... Και συ μ' απόκαμες ρε φίλε.

χαλάλι γιατί με πήγες αλλού για 20 λεπτά.

Να 'σαι καλά.

υγ. Ελπίζω όλο και καλύτερα. Τομ, να τον προσέχεις.
:)

The Motorcycle boy είπε...

lex, ευτυχώς που μου το λες τώρα. Αν γινόταν με κάποιο τρόπο να το έλεγες νωρίτερα (όσο το έγραφα) θα είχε φύγει εντελώς αλλού το κείμενο. Βλέπεις, μιλάς για ένα τρομερά επιδραστικό ζευγάρι -τουλάχιστον για μένα, αρχετυπικό ζευγάρι.
marquee, όταν γράφεις κάτι τέτοια νιώθω πιο ήσυχος. Το Άμστερνταμ αυτό είναι αρκετό παλιότερο -'80κάτι σαν την ιστορία. Πόσο διαφέρει από το καινούργιο -θα μας το πει ο Χρίστος που ζει εκεί (αν περάσει από αυτό το ποστ). Πολύ σαβουάρ βιβρ μου έγινες ρε μάγκα μου!
cherry, τυχερό το παλικάρι!
Στομάχη, εδώ θα είμαι αλλά προειδοποιώ -δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Η ιστορία υπάρχει μετά από αυτό.
tomboy, εντάξει, θα το παραδεχτώ. Κατάλαβα μόνο το μισό σχόλιό σου. Κι αυτά τα ψου ψου μου με το marquee! Ποιά η θέση μου δηλαδή;
razz, τώρα πειράζει που το σχόλιό σου είναι καλύτερο από το ποστ μου γιατί είναι πιο επιγραμματικό; Εντάξει, άντε να γκρινιάξω και λίγο -όχι και κωλολιμάνι! Είμαι και Ολυμπιακός που να πάρει!
zero, σου το έχω ξαναπεί στο ξαναλέω. Γουστάρω να βλέπω σχόλιά σου, ακόμα κι όταν λες μόνο καλησπέρα. (Μη φτύνεις ρε! χεχε).
Σκιές, άμα σε πήγε -έχει τουλάχιστον ένα λόγο να υπάρχει εδώ μέσα. Θυμάσαι που σου έλεγα πως αυτές οι ιστοριούλες (εδώ κάνουμε συνειρμό με το μέγεθος και γελάμε) -μου χρησιμεύουν στο να θυμάμαι κάποια πράγματα; Ε, αυτή δεν μου άρεσε, γιατί -ότι υπάρχει να μου θυμίζει είναι μετά. Τέλος πάντων -να προσέχεις κι εσύ, εντάξει;

marquee de mud είπε...

καλα κυριε αυτοκτονηκε τυπακα. εσυ το ζητησες. αλλα δεν επρεπε να προκαλεσεις εναν πρωην, μισο-νυν και μαλλον μελλοντικο ηχοληπτη (την χειροτερη φαρα στην γελλοιοποιηση οποιας σοβαρης και μη προσπαθειας εχει λαβει χωρα σε αυτο τον γαμημενο πλανητη).

το λοιπον (το ξαναλεω οτι δεν πρεπει αλλα εσυ το ζητησες) την ξερεις την στενη μου σχεση με κρητη. οταν λοιπον ειχες εκεινο τον τρομερο διαλογο κορης-πατερα, εγω στ'αυτια μου ακουγα τα ιζια λοζια μα με κρητιτσι προφορα τσε οπως μπορεις να φανταστεις ολη η ζηναμη του τσειμενου εφυζε απο επαε τσε πηζε τσε'πεσε στον πατο στι σαλλασας τσε πνιζηκε.

σορρυ φιλε. μπορεις να το σβησεις οποτε θες το σχολιο.

Λίτσα είπε...

Τώρα, όχι σεντόνι ήταν αυτό, αλλά προίκα ολόκληρη τεσσάρων κορασίδων.
Χαλάλι - σκοτεινός όσο έπρεπε, ήρθ κι έδεσε με τον σημερινό κατακλυσμό.
marquee - καλέ σε ποιο μέρος της Κρήτης το δ το λένε ζ, και το θ, σ?

marquee de mud είπε...

το ξερα οτι θα σχολιαζες εσυ λιτσα. εκει που λενε τις μουριες "μουρνε",με λιγη ταχυτητα παραπανω και αρκετη ποιητικη αδεια ολα "ζινονται".

The Motorcycle boy είπε...

marquee, δε θα σβήσω ρε κοπρίτη το σχόλιο -απλά θα αλλάξω τον τόπο καταγωγής. Από Κρήτη θα τον κάνω Βόλο να δω τι προφορά θα βρεις, χεχε. Κάτι για ηχολήπτες μελλοντικούς ακούω -ξανάπεσες στη λούμπα ρε;
Λίτσα, αποφάσισα να γίνω μετεωρολογικά ορθός αντί να γίνω πολιτικά ορθός. Το σκέφτηκα κιόλας οτι όταν θα έρθουν οι λιακάδες, όλο και καμιά άδεια θα χτυπήσω, άρα δεν θα ποστάρω ... με συμφέρει σου λέω.

Erwtas Stomaxhs είπε...

μαλάκα μου μπράβο ρε!
Γαμάτη ιστορία όπως πάντα!

Το Άμστερνταμ το λατρεύω γι' αυτό και το γουστάρησα ακόμα περισσότερο.

Δεν ξέρω αν θυμάσαι αλλά πριν μισό χρόνο περίπου που έκανα το πρώτο μου ποστ ήταν η φωτό ενός κόφι σοπ του Άμστερνταμ, όπου είχα μια απ' τις πιο γαμάτες συζητήσεις με 2 φιλαράκια.

ΥΓ: αυτά τα κείμενά σου τα αγαπώ πολύ περισσότερο απ' τα σίκουελ...

marquee de mud είπε...

καν'το καρδιτσα φιλε και δεσαμε.

τωρα οσο για το αλλο με την ηχοληψια θα σου απαντησω εμμεσα. βρηκα προχτες ενα φιλο μουσικο και μου ειπε το εξης "δεν ξεχναω ποτε αυτο που μου ειχες πει. η μουσικη σε βρισκει δεν την βρισκεις". αυτο του ειχα παλιοτερα αυτο μου ειπε τωρα.

τελευταια παντως η μουσικη με ψαχνει αλλα εγω γενικως ειμαι σε μια "hard to get" περιοδο και δεν με πολυβρισκει κανεις. παντως κανει το παν αυτη η πανουργα. θα δειξει.

Λίτσα είπε...

marquee - α, χα, χα, εντάξει ησύχασα τώρα. Να προσεπιφέρω στα αίτια και την κατανάλωση ικανών ποσοτήτων ρακής ή θα αυθαιρετούσα;
mboy - εκπλήσσομαι. Ήσουν ποτέ πολιτικά ορθός; (κοίτα τι μαθαινει κανείς...) Σοφή επιλογή πάντως, ο συντονισμός με τα μετεωρολογικά: αν έγραφες κάτι τέτοιο με λιακάδα, δεν θα έπρεπε να κρύψεις μόνο τα ξυραφάκια και τα λοιπά αιχμηρά αντικείμενα.
erst: περισσότερο από τα σίκουελ, ε; Συμφωνώωωωωωωωω (μπας και γράφει μικρότερα κείμενα...)

marquee de mud είπε...

ναι σιγα μη μας γκρεμησουν το αυθαιρετο. οχι καλε γεμιζε εσυ το ρακοποτηρο και ασε με να ακουω και θσ και δζ και λ λρ(βλεπε ανωγεια). εγω φραπε δεν πινω ποτε. αλλα οταν παω ανωγεια στις γριες στην πλατεια παντα παραγγελνω με τα γαλακτομπουρεκα κι ενα φραπεδακι για να ακουσω εκεινο το θεϊκο "με γα(λρ)α;" και μετα με πιανει να τις φιλησω αλλα δεν το'χω κανει ακομα.

Λίτσα είπε...

Α, χα, χα, εκπληκτικό. Ξέρεις το σχετικό (που ενδεχομένως είναι και αλήθεια): ρώτησαν κάποτε έναν Ανωγειανό γιατί το "αλάτι" το λένε "α(λρ)άτι" (κανονικά "αλάτσι" λέγεται στην κρητ. διάλεκτο, αλλά ας μην μπλέξουμε με τη διαλεκτολογία τώρα) κι εκείνος απήντησε "γιατί, μωρέ κουμπάρε, εμείς το α(λρ)άτι το γράφουμε με 3 (λρ)".
(Και το κάναμε πάλι chat το Post του Mboy, χε, χε).

marquee de mud είπε...

χαχαχα.

οσο για το chat ενταξει αντεχει ο μοτο αλλα παει το στορυ. του το πεταξαμε στον κεαδα.

Χρίστος είπε...

To διάβασα χθές το βραδυ, μετά τις 3..Και είχα κολλήσει...Μπράβο ρε!

Το Αμστερνταμ θέλουν να το αλλάξουν - και να το προμοτάρουν σαν "δυναμική πολή για επιχειρήσεις" - με το "γραφικό" του παρελθον σαν υποσημείωση - αλλα΄δεν τους κάνουν τη χάρη οι ντόπιοι τόσο εύκολα...

The Motorcycle boy είπε...

Marquee και Λίτσα, αν είναι να βλέπω τέτοιους διαλόγους την επόμενη φορά γράφω μέχρι και ριζίτικα! Και για τις ιστορίες, μη σας νοιάζει -στον καιάδα, έχω κι άλλες, εσείς να είσαστε καλά. Έχω πεθάνει στα γέλια διαβάζοντάς σας και ξέρετε πολύ καλά πόσο μου έχουν λείψει τέτοια τσατοσχόλια.
Στομάχη, χαίρομαι που σου άρεσε ρε. Το Άμστερνταμ μου είχε αφήσει περίεργη αίσθηση που δεν μπορώ να την εξηγήσω με λίγες λέξεις. Ούτε και στην ιστορία μου βγήκε το 100% του πως βλέπω την πόλη. Πάντως, σίγουρα, η υπόλοιπη Ολλανδία μου αρέσει πολύ περισσότερο. Αλλά και πάλι δεν είναι μόνο αισθήματα συμπάθειας ή αντιπάθειας που σου βγάζει η συγκεκριμένη πόλη.
Χρίστο, βασικά σε σκεφτόμουν όταν έκανα αυτό το ποστ, γιατί ξέρεις καλύτερα την πόλη από μένα και -όπως δεν φημίζομαι για τη μνήμη μου -το είχα σίγουρο οτι θα γράψω κάποια πατάτα. Δεν τους φτάνει η Χάγη και οι υπόλοιπες πόλεις για τις επιχειρήσεις τους; Τι να το κάνουν το Άμστερνταμ;

sorry_girl είπε...

Είπες να μας κάνεις βόλτες με το Magic Bus.
Και μας έκανες.
Το βουλώνω τώρα.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι