Έφτασε στην πόλη ένα λασπερό απόγευμα. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο βούτηξε μέχρι το γόνατο σε μια λακκούβα –βλαστήμησε από μέσα του και σκεπάστηκε με το μπουφάν για να προστατευτεί από τη βροχή. Στις μικρές πόλεις, σαν αυτή, δεν φτιάχνουν δρόμους, απλά μπαλώνουν την άσφαλτο. Κι αυτή ξερνάει τα μπαλώματα στην πρώτη ψιχάλα –γνωστά πράγματα.
Πίσω του έσπρωχνε κάποια ιδρωμένη χοντρή που βιαζόταν να χωθεί σε ένα αγροτικό. Έκανε στην άκρη αλλά δεν γλίτωσε τις αγκωνιές. Έδωσε τόπο στην οργή και άνοιξε το βήμα του.
«Παίζει κανένα ξενοδοχείο εδώ κοντά;» ρώτησε τον συνοδηγό του λεωφορείου που αγωνιζόταν να ξεσφηνώσει κάτι βαλίτσες.
«Πρώτο στενό δεξιά», μάλλον σ΄αυτόν μιλούσε ο συνοδηγός.
Πέρασε γρήγορα τον δρόμο και χώθηκε κάτω από ένα υπόστεγο. «Πρώτο στενό δεξιά, ναι, αλλά πόσο μακριά είναι;» αναρωτήθηκε. «Είκοσι μέτρα, διακόσια μέτρα, δυο χιλιόμετρα;» Δεν ήξερε ακόμα την πόλη, δεν είχε καταλάβει πόσο μικρή ήταν.
Αυτή η πόλη ζούσε από το λιμάνι της. Υπήρχαν κάποια καράβια που πήγαιναν στα νησιά απέναντι, κάθε καλοκαίρι. Κάτι νταλίκες που περίμεναν να φορτωθούν για ανεφοδιασμό, χειμώνα –καλοκαίρι. Και οι κάτοικοι, σαν ψείρες γαντζωμένοι στους περαστικούς –καφέδες, σάντουιτς, τοστ και δωμάτια για μια νύχτα. Μέχρι να έρθει το επόμενο καράβι. Παλιά ψάρευαν και ζούσαν από το κομπόδεμα των βουνίσιων, αλλά τώρα κόπηκαν αυτά. Γιατί μια εποχή πέρασε ένας τυχαίος πρωθυπουργός από τα μέρη τους και ξέχεσε τους λιμενικούς που άφηναν το ψάρεμα ανεξέλεγκτο –μάνιασαν αυτοί και όποτε άκουγαν δυναμίτη έβγαιναν περιπολίες με τα ταχύπλοα -πάει το ψάρεμα. Έπιασε κάποια φωτιά, δυο χρόνια στη σειρά –πάνε και τα χωράφια των βουνίσιων.
Έστριψε βιαστικός στη γωνία και είδε την ταμπέλα, «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΟ ΚΥΜΑ», δύο στα τρία φώτα καμένα. Μπήκε μέσα με το καμπανάκι της πόρτας να τον αναγγέλλει. Στενός διάδρομος, από αυτούς που δεν χωράνε οι βαλίτσες να περάσουν, τέσσερα σκαλιά μέχρι τη ρεσεψιόν. Το μέρος βρώμαγε φασολάδα ανακατεμένη με μούχλα –περίμενε υπομονετικά μέχρι να εμφανιστεί κάποιος υπάλληλος. Και περίμενε.
Το κεφάλι ενός γέρου παρουσιάστηκε στο άνοιγμα μιας μικρής πόρτας, μετά βγήκε ολόκληρος έξω, κουμπώνοντας το παντελόνι του. Από ένστικτο έστησε αυτί μήπως ακούσει κάποιο καζανάκι να τρέχει πίσω από την πόρτα –δεν έπαιζε και κανένα ρόλο σε τελική ανάλυση.
«Καλησπέρα, τι θα θέλατε;»
«Δωμάτιο. Έχετε;»
Ο γέρος τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. Μάλλον έψαχνε να βρει αν ήταν αλλοδαπός.
«Για πόσες μέρες το θέλετε;»
«Μια δυο μέρες».
Ο γέρος χαμογέλασε. Άσχημο χαμόγελο. Κι αυτός αποφάσισε πως με τίποτα δεν ήθελε να μείνει εκεί.
«50 ευρώ τη μέρα».
«Εντάξει»
«Χωρίς πρωινό».
«Ότι πεις».
Ο γέρος μετάνιωσε εμφανώς που δεν είχε δώσει ψηλότερη τιμή, αλλά ήταν πλέον αργά. Ξεκρέμασε ένα κλειδί και τον έστειλε στον πρώτο όροφο. Μετά βιάστηκε να ξαναχωθεί πίσω από τη μικρή πόρτα. Δεν ήταν τουαλέτα τελικά –κάποια τηλεόραση ακουγόταν από εκεί μέσα, καθώς αυτός περίμενε το ασανσέρ.
Οι τοίχοι ήταν μέσα στη μούχλα και τα λιγοστά έπιπλα σκεβρωμένα, μέσα στο δωμάτιο. Πέταξε την τσάντα με τα λιγοστά ρούχα –«μόνο τόσα θα πάρεις;», «τι να τα κάνω τα περισσότερα; για λίγες μέρες πάω» -και κάθισε στο κρεβάτι. Ένιωθε ψόφιος από κούραση, δεν ήθελε ούτε μπάνιο να κάνει, αλλά ήταν νωρίς –καλύτερα να μην κοιμόταν από τώρα. Θα ξυπνούσε στη μέση της νύχτας για να παραστήσει τον βρικόλακα. Άνοιξε τηλεόραση.
«Ουάου! Παίζεις για 15 χιλιάδες ευρώ στον επόμενο γύρο!», είπε το κουτί.
«Ο άντρας μου είναι παθολογικά τσιγκούνης», έγραψε το κουτί.
«Περνάμε σε μια άλλη είδηση που αφορά τους χαμηλοσυνταξιούχους», πληροφόρησε το κουτί.
«Δε κινγκ ιζ ντέντ, λονγκ λιβ δε κινγκ!», κόμπασε το κουτί.
Ακούμπησε το κεφάλι στο ξύλο του κρεβατιού και άπλωσε τα πόδια πάνω από τη στρωμένη κουβέρτα. Τι ήρθε να κάνει σε αυτό τον κωλότοπο; Ότι κι αν ήταν έπρεπε να γίνει γρήγορα. Σιχάθηκε αυτή την πόλη πριν κατέβει καν από το λεωφορείο -από τη στιγμή που την είδε να χαμογελάει ξεδοντιάρικα, απλωμένη στην παραλία. Και η παραλία, βαλτωμένα νερά, πράσινα, γεμάτα σκουπίδια. Είχε κάπου διαβάσει πως χρειάστηκε να κάνουν τεχνητή εκβάθυνση για το λιμάνι –σκατόπολη, πλαστική, φτιασιδωμένη και μίζερη.
Δεν θα το έκανε εκείνο το μπάνιο τελικά, προτίμησε να αλλάξει τα μουσκεμένα ρούχα και να βγει έξω. Η βροχή είχε σταματήσει, ίσως να έπινε κάποιο καφέ Κούμπωσε το μπουφάν και κατέβηκε από τις σκάλες.
«Όλα εντάξει;» τον ρώτησε ο ξενοδόχος.
«Μια χαρά», απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει. Δίπλα στην είσοδο του ξενοδοχείου υπήρχε περίπτερο, αγόρασε δυο εφημερίδες –η μια ήταν τοπική, του νομού –και πλατσούρισε για μια ακόμα φορά στις λάσπες.
Η καφετέρια συγκέντρωνε όλες τις προϋποθέσεις για να την προσπεράσει κανείς χωρίς δεύτερη σκέψη –άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Τσιγάρο και καμένη ζάχαρη, κάθισε σε ένα τραπέζι με πλάτη στον τοίχο. Παράγγειλε νες σκέτο και προσπάθησε να αφοσιωθεί στις εφημερίδες –ήταν δύσκολο γιατί η τηλεόραση έπαιζε ακριβώς απέναντί του όσο κάποιοι πελάτες τσακώνονταν πάνω από μια τράπουλα.
Ξεφύλλισε την τοπική εφημερίδα μέχρι να βρει τις καταχωρίσεις καταστημάτων από την περιοχή. «Βιολογικά προϊόντα», δεν του πήρε πολύ να βρει ποιο μαγαζί τα πούλαγε στη συγκεκριμένη πόλη. Προσπάθησε να απομνημονεύσει τη διεύθυνση, αλλά ήταν αδύνατο –μόνο η επωνυμία από το μαγαζί του έμεινε μαζί με τον προσδιορισμό «Εμπόριο φρούτων και λαχανικών». «Μανάβικο», συμπέρανε. Ο άνθρωπος από το διπλανό τραπέζι τον σκούντησε γέρνοντας προς το μέρος του.
«Πατριώτη να σε κεράσουμε ένα ουζάκι;»
«Όχι ευχαριστώ», τραβήχτηκε λίγο για να αποφύγει την επαφή.
«Γιατί ρε πατριώτη δε μας καταδέχεσαι; Πρωτευουσιάνος;»
Γύρισε για να τον δει καλύτερα. Λεπτό μουστάκι και μεγάλη κοιλιά –πήγαινε στοίχημα πως θα βρωμοκοπούσε ούζο ανακατεμένο με κρεμμύδι. Φαινόταν στα γυαλιστερά του μάτια.
«Δεν κάνω κέφι για ούζο και δεν κάνω κέφι για κουβέντα, εντάξει;»
Ο άλλος μαζεύτηκε. Μουρμούρισε κάτι ανάμεσα στα δόντια του κι αυτός προτίμησε να μην το ακούσει γιατί θα έμπλεκε σε φασαρίες. Άνοιξε την επόμενη εφημερίδα και πέρασε στα γρήγορα τις πρώτες σελίδες. Ήθελε να διαβάσει τα διεθνή νέα, ο άνθρωπος από το διπλανό τραπέζι σηκώθηκε.
«Καληνύχτα πατριώτη», του είπε γελαστός κι εξαφανίστηκε πριν πάρει απάντηση.
Παράγγειλε τοστ μαζί με μπύρα μετά τον καφέ, στην εφημερίδα είχε τελειώσει τις σελίδες των αθλητικών και το πακέτο του ξέμενε από τσιγάρα. Ευχήθηκε να ήταν ακόμα ανοιχτό το περίπτερο, ψάχνοντας το γκαρσόνι για τον λογαριασμό.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο μπάτσος. Χαιρέτησε τις παρέες που κάθονταν κοντά στην πόρτα και ήρθε κατευθείαν προς το τραπέζι του. Ήταν ένας σαραντάρης μπάτσος που έχανε εμφανώς τη φόρμα του.
«Χαίρετε, μπορώ να δω την ταυτότητά σας παρακαλώ;»
Του την έδωσε χωρίς να μιλήσει. Έτσι κι αλλιώς το πορτοφόλι του ήταν ήδη πάνω στο τραπέζι, για να πληρώσει.
«Ιωάννης Ναυπλιώτης, του Αντρέα», διάβασε από συνήθεια ο μπάτσος. «Τι σας φέρνει από τα μέρη μας κύριε Ναυπλιώτη;»
«Είναι παράνομο να επισκέπτεται κάποιος τα μέρη σας;»
Ο μπάτσος γέλασε παίρνοντας ένα από τα τελευταία του τσιγάρα.
«Μπορώ ε;» τον ρώτησε εκ των υστέρων. «Το έχω κόψει ξέρετε και …», άναψε απολαμβάνοντας την πρώτη τζούρα. «Δεν είναι παράνομο να επισκέπτεται κάποιος την πόλη μας κύριε Ναυπλιώτη. Αλλά δεν είναι και κακό να ενδιαφερόμαστε για τις προθέσεις του –τι λέτε;»
Κοίταζε τον μπάτσο αμίλητος. Έτοιμος να νευριάσει. Κι ο μπάτσος ακούμπησε ξαφνικά το μέτωπό του.
«Με τον Δημήτρη το Ναυπλιώτη έχετε καμιά σχέση;»
«Είναι αδερφός μου», είπε εκείνος σιγά –περισσότερο απολογητικά από όσο θα ήθελε.
«Ε γιατί δεν το λέγατε λοιπόν από την αρχή; Ο κύριος Ναυπλιώτης είναι γνωστός σε όλη την πόλη. Και εκτιμούμε τη δουλειά του, έχει δώσει καινούργιες προοπτικές …», ο μπάτσος σταμάτησε λίγο να σκεφτεί αλλά δεν βρήκε τίποτα της προκοπής να προσθέσει. «Προοπτικές», επανέλαβε.
«Θέλετε κάτι άλλο;» τον έκοψε αυτός.
«Όχι, τίποτα άλλο. Απλά καπνίζουμε ένα τσιγάρο για να γνωριστούμε καλύτερα».
«Δε νομίζω. Λέω να πηγαίνω», σηκώθηκε αφήνοντας κάποια χρήματα στο τραπέζι. Θα έφευγε αν ο μπάτσος δεν του κρατούσε το χέρι.
«Κύριε Ναυπλιώτη, ήθελα να σας πω. Φέρεστε κάπως εριστικά κι αυτό δεν είναι τόσο συνηθισμένο στην πόλη μας. Θα σας παρακαλούσα να δείχνετε μεγαλύτερη προθυμία στη σύναψη … κοινωνικών επαφών … καταλαβαίνετε έτσι;»
Έσκυψε προς τον μπάτσο.
«Δεν μου είπατε το δικό σας όνομα».
«Παπαζήσης. Υπαστυνόμος Παπαζήσης.»
«Ακούστε λοιπόν κύριε Παπαζήση. Δεν θέλω πολλά πάρε -δώσε με τον κόσμο. Ούτε της πόλης σας, ούτε γενικότερα. Είναι δικαίωμά μου αυτό –σωστά; Αντί λοιπόν να μου κάνετε υποδείξεις, περιοριστείτε στο να κάνετε τη δουλειά σας. Κι αν είναι να αποκτήσω ποτέ τραβήγματα με το νόμο θα σας έχω υπόψη μου».
«Το ελπίζω κύριε Ναυπλιώτη. Ελπίζω επίσης να επωφεληθείτε από τη σχετική πείρα του αδερφού σας –έγινα σαφής;»
Τράβηξε το χέρι του και βγήκε φουριόζος. Ή αυτό, ή θα τον πλάκωνε στο ξύλο τον βρωμόμπατσο. Έφτυσε στο πεζοδρόμιο –δεν είχε πάνω από δυο ώρες στην πόλη αλλά τον έδειχναν ήδη με το δάχτυλο. Σε λίγο θα τον έβγαζαν πρωτοσέλιδο στην τοπική εφημερίδα αν συνεχιζόταν έτσι η κατάσταση. Και το περίπτερο ήταν κλειστό. Κλώτσησε μια πέτρα, τη σήκωσε στον αέρα και την παρατήρησε καθώς έκανε γκελ στον σκουπιδοτενεκέ. «Άσχημα αρχίσαμε».
Το σκοτεινό δωμάτιο χαμογέλασε σαν βάτραχος σε βάλτο καθώς τον υποδεχόταν. Άνοιξε γρήγορα τα φώτα για να οικειοποιηθεί τον χώρο και έπεσε με τα μούτρα στα μαξιλάρια. «Τι κάνουμε μέχρι να ξημερώσει;»
Είχε έρθει να συναντήσει τον αδερφό του, είχε έρθει να βρει τον αδερφό του μετά από δέκα χρόνια περίπου, είχε έρθει να γνωρίσει τον αδερφό του. Γιατί εκείνος ήταν μεγαλύτερος, δεν τον πέτυχε ποτέ στο Γυμνάσιο, ούτε στο Λύκειο. Μετά, ο αδερφός του έφυγε για Λατινική Αμερική –ποτέ δεν έμαθε με τι καταπιάστηκε τα εφτά χρόνια που έλειπε. Και όταν γύρισε, άφραγκος … καλύτερα να καθόταν εκεί, στο Καράκας, στο Πόρτο Αλέγκρε, όπου διάβολο ήταν. Καλύτερα να έμενε εκεί κι ας χάρηκε όταν τον είδε.
Γύρισε στο πλευρό του γιατί άρχισε να πιάνεται –μάζεψε ότι δύναμη είχε και έβγαλε τα ρούχα, πλύθηκε στην ξεχαρβαλωμένη ντουζιέρα πριν βολευτεί σε υγρά σεντόνια. Υπερένταση. Άνοιξε τηλεόραση πάλι. «Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τον δεις;» είχε ρωτήσει εκείνη. «Ποτέ δεν θα είμαι», είχε κουμπώσει την τσάντα του αυτός. «Μήπως να το άφηνες για αργότερα;» «Το αργότερα έχει περάσει προ πολλού». Δεν την φίλησε στην εξώπορτα –είχε ήδη μετανιώσει για το ταξίδι και βιαζόταν να προλάβει το λεωφορείο. Αποκοιμήθηκε μπρούμυτα, ανήσυχα.
Την ίδια στιγμή, μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, ο Δημήτρης Ναυπλιώτης ίδρωνε και ξεφυσούσε προσπαθώντας να ικανοποιήσει την αδύνατη Ρουμάνα. Εκείνη φρόντιζε κυρίως να μην της βγει η κατάμαυρη στιλπνή περούκα κι έκανε υπομονή. Τριάντα χρόνια διαφορά ήταν αυτά –πως να γίνει δηλαδή;
Και το επόμενο πρωί ξεκίνησε γεμάτο ήλιο που ίδρωνε τα τζάμια των καταστημάτων, αλλά δεν στέγνωνε τις λάσπες από τις λακκούβες. Η πλατεία άδειαζε από μεροκαματιάρηδες Βουλγάρους που σκαρφάλωναν στις καρότσες αγροτικών για ένα μεροκάματο της συφοράς. Αυτός τους χάζευε πηγαίνοντας για το «Εμπόριο φρούτων και λαχανικών, διαθέτουμε και βιολογικά προϊόντα». Τελικά η πόλη δεν ήταν μικρή, μάλλον ανύπαρκτη θα την έλεγες. Σπίτια σε αδιέξοδα στενά και αυτοκίνητα παρκαρισμένα στον κεντρικό δρόμο. Η πλήρης ακινησία.
Ο μανάβης έλυνε κάποιο σταυρόλεξο, βρίσκοντας χρόνο να τσακωθεί με τη γυναίκα του στο ταμείο. Στραβομουτσούνιασαν και οι δύο όταν τον είδαν –δεν είχαν όρεξη να διακόψουν τις ασχολίες τους εξυπηρετώντας τον.
«Καλημέρα. Ήθελα να ρωτήσω … έχετε βιολογικά προϊόντα;»
«Έχουμε», είπε η γυναίκα κοιτάζοντας τα νύχια της.
Ο μανάβης έδειξε κάποιον πάγκο με τον αγκώνα του.
Πλησίασε και άρχισε να περιεργάζεται αδιάφορα κάποιες ντομάτες. Έψαχνε κάτι σαν αυτοκόλλητο, ονομασία προέλευσης … Ο μανάβης τον πλησίασε.
«Τι τις θέλεις αυτές; Μέσα στα παράσιτα είναι, βιολογικές σου λέει! Ρε, ξέρεις τι κυκλοφορεί στην περιοχή; Τα πάντα μολυσμένα –άμα δε ρίξεις φάρμακο πας χαμένος».
Συγκράτησε την επιθυμία του να τον φτύσει επειδή χρειαζόταν πληροφορίες.
«Ποιος τις βγάζει αυτές;»
«Ένας … εδώ πιο έξω. Καλός άνθρωπος, δεν το λέω γι΄αυτό …»
«Που είναι το πιο έξω;»
«Τέσσερα χιλιόμετρα πάνω στο βουνό. Πάει δρόμος μέχρι εκεί –καλός δρόμος. Είναι ένα χτήμα με ταμπέλα απέξω, δεν το χάνεις».
«Ταμπέλα;»
«Βιολογικά προϊόντα».
«Σωστά»
Η γυναίκα του μανάβη σηκώθηκε από το ταμείο για να χωθεί στην κουβέντα.
«Και τι τον θέλεις του λόγου σου τον κυρ Δημήτρη;»
«Να του πω πόσο πολύ διαφημίζετε τα προϊόντα του», απάντησε χωρίς να την κοιτάξει και έφυγε αφήνοντας τον μανάβη με τη ντομάτα στο χέρι.
Στην πλατεία βρήκε ένα αστραφτερό μερσεντές ταξί. Ο οδηγός μισοκοιμόταν ακούγοντας κλαρίνα, ακουμπισμένος στο τιμόνι.
«Θα με πας μέχρι το βουνό;» είπε σκύβοντας στο παράθυρο.
«Που ακριβώς;»
«Σ΄ένα κτήμα –τέσσερα χιλιόμετρα από εδώ».
«Με τη λάσπη που έχει μαζέψει ο δρόμος; Δεν βρίσκεις κανέναν άλλο ρε πατριώτη;»
«Βλέπεις εσύ κανέναν άλλο εδώ γύρω;»
Ο ταξιτζής έβγαλε χαζά το κεφάλι από το παράθυρο, όσο αυτός καθόταν στη διπλανή του θέση.
«Τώρα δηλαδή …», έξυσε το κεφάλι ο ταξιτζής.
«Τώρα λέω να ξεκινάμε μήπως φτάσουμε κιόλας», είπε αυτός.
Η μερσεντές ξεκίνησε λιγότερο απρόθυμα από τον οδηγό της. «Μεγάλωσες εσύ ρε σκατό! Έχεις ακόμα το γκρουπάκι; Γιατί σας έφερα κάτι φλογέρες και κάποια κρουστά». «Ναι, το έχουμε αλλά δεν ξέρουμε να παίζουμε φλογέρα». «Μην ανησυχείς, θα σας δείξω εγώ». Τον είχε χτυπήσει στην πλάτη όλο οικειότητα και μετά τον είχε ξεχάσει για να χαιρετήσει τους υπόλοιπους που περίμεναν στο αεροδρόμιο. «Τι έχεις; Μέρες τώρα είσαι σκεφτικός». «Δεν είμαι σκεφτικός. Αναποφάσιστος είμαι». «Για …» «Ναι, για …» «Τότε πήγαινε να τον δεις να τελειώνει η ιστορία». «Μπορεί και να πάω –που ξέρεις;»
Οι αναρτήσεις βούλιαζαν στα χαντάκια του δρόμου –μια ακόμα άσφαλτος με βουναλάκια, περισσότερα βουναλάκια παρά άσφαλτος. Και σκασμένα κομμάτια με χώμα λασπωμένο. Ο ταξιτζής βλαστημούσε μέσα από τα δόντια του –όχι πολύ δυνατά πάντως. Ένιωθε κάποιο φόβο για τον περίεργο δίπλα του, από τη στιγμή που προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα κι αυτός τον έκοψε με ένα «κοίτα μπροστά σου, δεν έχω όρεξη να βρεθούμε σε καμιά χαράδρα».
«Εκεί είναι, μετά τη δημοσιά», έδειξε ο ταξιτζής και δεν είπε ούτε ένα ευχαριστώ καθώς εκείνος τον πλήρωνε έξτρα. Μόνο βιάστηκε να κάνει αναστροφή για να εξαφανιστεί αφήνοντάς τον διακόσια μέτρα από την ταμπέλα.
Κι αυτός βγήκε από το δρόμο, βολεύτηκε σε μια πέτρα ανάβοντας τσιγάρο –κοίταζε χωρίς να πλησιάζει. Τι σκατά γύρευε εδώ πέρα; Ποιος ο λόγος; Μήπως κλείνουν ποτέ αυτές οι ιστορίες; «Δε γαμιέται!» μουρμούρισε όσο σηκωνόταν.
Πέρασε δίπλα από την ταμπέλα πριν του ορμίσει ο σκύλος, ένα καχεκτικό κανελί μπαστάρδι που γαντζώθηκε από το μπατζάκι του. Σταμάτησε και το κοίταξε γελώντας. Ήταν χαζό το σκυλί, τραβούσε το ύφασμα ενώ θα μπορούσε να δαγκώσει τη γάμπα ή το καλάμι. Ένας ξανθός με φόρμες-απομίμηση ήρθε τρέχοντας.
«Έλα ΄δω Μπιλ», φώναζε στον κοπρίτη. «Συγνώμη κύριος, δεν δαγκώνει. Είναι που δε σε ξέρει …», είπε σε αυτόν.
«Δεν τρέχει τίποτα, μόνο πάρτο γιατί αν μου σκίσει το παντελόνι θα το σουτάρω στις λεύκες απέναντι», είπε σιγανά στον ξανθό.
«Τι θα θέλατε;» θυμήθηκε να ρωτήσει εκείνος, ενώ έδιωχνε το σκυλί.
«Τον Δημήτρη», δεν το ήθελε αλλά κόμπιασε προφέροντας το όνομα.
«Το αφεντικό; Τι τον θες;»
«Δικιά μου δουλειά. Θα με πας ή θα του πεις να έρθει εδώ;»
«Περίμενε», είπε ο ξανθός ενώ ήδη απομακρυνόταν. Το κτήμα είχε μια μονοκατοικία, μπορεί και μεζονέτα, στη μέση και χωράφι σπαρμένο γύρω –γύρω. Πίσω από το σπίτι με το ζόρι διακρίνονταν κάποια θερμοκήπια.
Έμεινε να χαζεύει τη μεγάλη έκταση περιμένοντας. Και ελπίζοντας πως ο αδερφός του δεν θα ερχόταν ποτέ. Αλλά τον είδε να βγαίνει από το σπίτι –ερχόταν προς το μέρος του μαζί με τον ξανθό.
Γέρασε και πάχυνε. Έτσι όπως τον έβλεπε να πλησιάζει με βρώμικο, φαρδύ τζιν και στρατιωτικό αμπέχονο, του θύμισε κάτι γέρους ζητιάνους της πλατείας. Αξιολύπητος μάλλον.
Κι εκείνος, μόλις είδε ποιος τον περίμενε, βιάστηκε να διώξει τον ξανθό. Αμέσως μετά μέτρησε το βήμα του για να πάρει τον χρόνο που χρειαζόταν μέχρι τη συνάντηση.
«Μεγάλωσες εσύ ρε σκατό!» είπε όταν τον έφτασε –ξεκίνησε να ανοίγει τα χέρια του, αλλά τα άφησε να πέσουν αμήχανα.
«Μας το ξανάπες αυτό ρε Δημήτρη», απάντησε ο άλλος χολωμένος.
Έμειναν εκεί να κοιτάζονται –αβέβαιοι, έκθετοι.
«Έλα μέσα Γιαννάκη, έλα να σε τρατάρουμε κάτι αφού έκανες τόσο δρόμο», του είπε ο Δημήτρης, γυρίζοντας την πλάτη πριν ο άλλος προλάβει να φέρει αντιρρήσεις.
Τρεις οικογένειες Βουλγάρων ζούσαν στο ισόγειο του σπιτιού. Μόνο οι γονείς δούλευαν στο κτήμα –τα μεγαλύτερα παιδιά έκαναν δουλειές του σπιτιού. Ο Γιάννης τους χάζευε να τριγυρνάνε καθώς ακολουθούσε τον αδερφό του στην βεράντα του πρώτου ορόφου. Μια πιτσιρίκα έψησε καφέδες και τους σέρβιρε δίπλα σε μουστοκούλουρα.
«Από δικό μας μούστο», είπε ο Δημήτρης δαγκώνοντας.
«Έχεις βολευτεί μια χαρά εδώ», μουρμούρισε ο Γιάννης.
«Κάποτε έπρεπε να γίνει κι αυτό», απάντησε ο αδερφός του. «Εσύ πως τα πας;»
«Κανονικά. Γύρισα στο πατρικό από τότε που πέθανε η μάνα …»
«Μόνος;»
«Όχι. Είμαι με …», σταμάτησε –γιατί θα έπρεπε να του δώσει αναφορά;
«Δεν ήρθες ούτε μια φορά στη φυλακή να με δεις», μίλησε σιγά ο Δημήτρης.
«Γιατί θα έπρεπε; Ήταν γυναίκα μου ρε …», έσκυψε το κεφάλι για να συγκρατηθεί.
«Ήταν σκέτη καταστροφή ρε Γιάννη».
«Και με γλίτωσες πηδώντας την;» σήκωσε το κεφάλι αλλά δεν βρήκε τα μάτια του αδερφού του.
«Δεν είχα να διαλέξω. Ούτε τότε, ούτε μετά. Αυτή …», σώπασε το σκυμμένο κεφάλι.
«Ναι, αυτή», συμφώνησε νευρικά ο Γιάννης.
Την είχε γνωρίσει όταν οι μπάτσοι έκλεισαν τα μπαράκια στα Εξάρχεια. Πρόσφυγες των νυχτερινών διαδρομών, βρέθηκαν πίσω στις συνοικίες τους ψάχνοντας για καινούργια στέκια. Αυτή ερχόταν πάντα μόνη, δεν την είχε πετύχει στο σχολείο, ήταν πέντε χρόνια μικρότερή του. Αστέρι της συνοικίας, εντυπωσιακές κουβέντες, η παρέα των προσφύγων γελούσε –«φιγούρα πουλάει η γκομενίτσα» -βετεράνοι των Εξαρχείων που είχαν προλάβει να τα δουν όλα. Κι αυτός γελούσε, αλλά τη γούσταρε.
Είχαν νοικιάσει ένα χώρο πάνω από την καφετέρια του Μπιλ του Χοντρού για να κάνουν πρόβες, ανέβαιναν μετά τις μπύρες κουβαλώντας μαζί τους πιτσιρικάδες έτοιμους να εντυπωσιαστούν. Αυτή το έπαιζε δύσκολη. Αυτοί σκύλιαζαν πίσω από το πολύπειρο υφάκι. «Μας το παίζει ντίβα η πιτσιρίκα».
Βρέθηκαν αγκαλιασμένοι να μπαλαμουτιάζονται στη μέση ενός μνημειώδους μεθυσιού δίπλα στις φωτιές της παραλίας. Κάποιοι γρατζουνούσαν ηλεκτρικές κιθάρες χωρίς καλώδιο, άλλοι ούρλιαζαν στο φεγγάρι …
«Θέλω να ζήσω όσα έζησες, ακόμα και μέσα από σένα», του είχε πει τινάζοντας τα κατάμαυρα στιλπνά μαλλιά από τα μάτια της.
«Σιγά την εμπειρία! Μιζέρια και απογοήτευση», είχε απαντήσει εκείνος, κουρελής πρίγκιπας της πλατείας με κάποια αξιοθρήνητη αποστασιοποίηση για ασπίδα.
Από εκείνη τη στιγμή έμειναν κολλημένοι, ο ένας με τον άλλο, μετά από μαθήματα και δουλειές –πάνω από το σπίτι των γονιών του, στο δωματιάκι που είχε χτίσει για να βρει την ησυχία του.
Οι γονείς της ήταν καργιόληδες που βιάζονταν να την ξεφορτωθούν –όταν έμαθαν για τη σχέση τους απαίτησαν γάμο. Κι αυτός ήθελε να την έχει όσο τίποτα άλλο -έτσι έκανε το δωματιάκι σπίτι, τριάρι, και την παντρεύτηκε.
Όταν ήρθε ο Δημήτρης δεν είχαν κλείσει ούτε χρόνο παντρεμένοι. Εγκαταστάθηκε στο ισόγειο, με τους γονείς μέχρι να δει για πού θα ξαναφύγει. Κι ο Γιάννης ήθελε να τον πλησιάσει, να τον ρωτήσει να (τον) μάθει, αλλά δεν ήξερε πως.
«Έπρεπε να μην υπάρχει. Ήταν ή αυτή ή εμείς –δεν το είχες καταλάβει;» βρήκε την αυτοκυριαρχία του ο Δημήτρης.
«Δεν θα ήταν πρόβλημα αν σηκωνόσουν κι έφευγες. Αν αδιαφορούσες, αν ενδιαφερόσουν για μένα στην τελική!».
«Το πρόβλημα υπήρχε γιατί αυτή ήταν το πρόβλημα ρε Γιάννη. Ακόμα δεν άνοιξες τα μάτια σου;»
Την είχε πρωτοδεί όταν βγήκε από την αίθουσα αφίξεων. Είχε έρθει να τον υποδεχτεί μαζί με όλη την οικογένεια. Όμορφη κοπέλα, εντυπωσιακή, αλλά αυτού δεν του είχε κάνει εντύπωση. Η γυναίκα του αδερφού του –«κοίτα να δεις που παντρεύτηκε ο πιτσιρικάς!» Μετά την ένιωθε πίσω του, να ακούει ακουμπισμένη στην πόρτα όσο αυτός έλεγε ιστορίες από περίεργα μέρη στους γέρους του. Τους έλεγε για τους κροκόδειλους που δεν δαγκώνουν, για παραλίες που τυφλωνόσουν αν δεν φορούσες μαύρα γυαλιά από την αντανάκλαση του ήλιου στην άμμο, για τροπικές καταιγίδες, διαπεραστικές μέχρι σώβρακο. Κι αυτή άκουγε με προσοχή –κι εκείνος τη μύριζε πίσω του. Ένα πρωί ξέμειναν οι δυο τους στο διώροφο. Την είδε στο μπαλκόνι να απλώνει ρούχα και την κάλεσε για καφέ.
«Μίλα μου για το ταξίδι σου. Θέλω να ζήσω όσα έζησες, ακόμα και μέσα από σένα», του είχε πει τινάζοντας τα κατάμαυρα στιλπνά μαλλιά από τα μάτια της.
«Σιγά το ταξίδι! Πάρε τον Γιάννη και πηγαίνετε όποτε θέλετε», είχε απαντήσει εκείνος, απογοητευμένος ναυαγός που τον περιμάζεψαν -με κάποια αξιοσημείωτη απέχθεια για το παρελθόν και το μέλλον.
Αλλά της είχε μιλήσει. Για όλα εκτός από την Πάιτα. Μέχρι που αυτή ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του και έκλεισε τα μάτια. Κι εκείνος έκλεισε τα δικά του μάτια, αναπνέοντας τον αέρα της.
«Δεν ήθελα να τα ανοίξω ρε! Ούτε να μου τα ανοίξεις με το ζόρι ήθελα! Που θα μας βγεις τώρα και ήρωας –μαλάκα!» χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι ο Γιάννης.
Η ξανθιά αδύνατη κοπέλα εμφανίστηκε από την κουζίνα διστακτικά.
«Δημήτρη, θα μείνει ο κύριος για φαγητό το μεσημέρι;»
Ο Δημήτρης στράφηκε κάνοντάς της νόημα να πλησιάσει.
«Γιάννη, η Ελεάνα. Από δω ο αδερφός μου ο Γιάννης. Με την Ελεάνα είμαστε … αρραβωνιασμένοι»
Χάρηκαν αμφότεροι και παγωμένοι. Η γυναίκα απολογήθηκε που δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο για φαγητό, σήμερα που ήρθε ο αδερφός κι εξαφανίστηκε στην κουζίνα.
«Τι είναι αυτή ρε μαλάκα;» έσκυψε προς το μέρος του Δημήτρη ο Γιάννης.
«Δεν άκουσες; Η αρραβωνιαστικιά μου»
«Ποια αρραβωνιαστικιά σου ρε; Εδώ της ρίχνεις τριάντα χρόνια και βάλε! Αποβλακώθηκες;»
«Γιατί το λες;» γέλασε ο Δημήτρης.
«Τι γιατί ρε γαμώτο; Αυτή είναι εδώ για να σου τρώει φράγκα! Τι νομίζεις πως σε ερωτεύτηκε; Κορόιδο σε πιάνει ρε!»
Ο Δημήτρης ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Τι κόπανος που είσαι! Εγώ την έχω δικιά μου για ψίχουλα –ένα πιάτο φαγητό, κάτι ρούχα, άντε και κάποιες βόλτες στο σκυλάδικο της πόλης. Για ξανασκέψου το –ποιος πιάνει κορόιδο ποιόν;»
«Είσαι γουρούνι τελικά –αυτό καταλαβαίνω εγώ!» απόρησε κατακόκκινος ο Γιάννης.
«…Ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών», του είπε γελώντας ο Δημήτρης.
Ο άλλος πετάχτηκε στον αέρα.
«Φεύγω».
«Κάτσε. Μείνε να φάμε, είχα τόσα χρόνια να σε δω», τον έπιασε από τους ώμους ο Δημήτρης.
Κάθισε. Σε ένα τραπέζι σκέτη χίππικη διαφήμιση αγνού ελαιόλαδου, παρέα με τους εργάτες του κτήματος και την Ελεάνα. Μίλησαν για βιολογικά προϊόντα και για ελέγχους από πληρωμένους γεωπόνους, για την τελευταία βροχή, για το ωραίο κρασί, για μυρωδάτα ραπανάκια. Μίλησαν. Και μετά τον καφέ, ο Δημήτρης τον πήρε για ξενάγηση στο κτήμα.
Περπατούσαν μέσα από λασπωμένα μονοπάτια αλλά ο Γιάννης αδιαφορούσε πλήρως για τα σπαράγγια, τις μελιτζάνες κι ένα γουρούνι που έπαιζε δίπλα σε κάτι κατσίκια. Η ζωή δίπλα στη φύση δεν ήταν του γούστου του. Ακούμπησαν σε μια γέρικη ελιά για να καπνίσουν.
«Αυτή η Ελεάνα …»
«Ναι;» ρώτησε ο Δημήτρης πριν του περάσει τον αναπτήρα.
«Μοιάζει …»
«Μην το πεις».
«Εγώ όχι. Εσύ δεν πρέπει να μου πεις κάτι; Καιρός δεν είναι;»
Ο Δημήτρης βολεύτηκε σε μια πέτρα καπνίζοντας. Ο Γιάννης κάθισε σε κάποιο κούτσουρο, ξεραμένο από τον ήλιο.
«Νήσος Πάιτα. Έχεις ακουστά; Δεν έχεις –είσαι μικρός εσύ. Είναι ένα κωλονήσι στο πουθενά. Και ήταν εκείνη η ταινία με τον Μπόγκαρτ που είχε πρόβλημα χοντρό, τον κατηγορούσαν για ένα φόνο που δεν έκανε. Την κοπάνησε για την Πάιτα, για να γλιτώσει, και έπινε τα εξωτικά ποτά του μέχρι να έρθει η Λορίν –έτσι είχε η ιστορία. Εγώ έκαψα έναν Ζητά. Είχαν αποθρασυνθεί οι κερατάδες –μας έπαιρναν τα κλειδιά από τις μηχανές στα φανάρια και μας σάπιζαν στο ξύλο για πλάκα. Στη διαδήλωση είχα κατέβει πεζός με την υπόλοιπη παρέα. Ο καργιόλης έκανε φιγούρες μπροστά από τις διμοιρίες –του πέταξα το μπουκάλι κι έσκασε πάνω στο ρεζερβουάρ. Θυμάσαι;»
Θυμόταν. Πήγαινε Γυμνάσιο τότε, αλλά είχε γίνει σάλος. «Σκατά, σκατά στον τάφο του Ζητά», γελάγανε οι πιτσιρικάδες κρυφά στην αυλή. Κούνησε το κεφάλι για να συνεχίσει ο Δημήτρης.
«Πιάσανε κάποιους που ήταν κοντά και τους τάραξαν στο ξύλο. Έδωσαν την περιγραφή μου, κάποιος είπε για τα μέρη που σύχναζα. Μου δώσανε τις οικονομίες τους οι γέροι μας κι έφυγα αεράτος για τη νήσο Πάιτα σαν τον Μπόγκαρτ. Μόνο που δεν θα ερχόταν καμιά γκόμενα για να με βρει, κατά τα άλλα … Με λιώσανε στο κωλονήσι. Τραβήχτηκα με κάτι άγριους που ντηλάρανε στο Μεξικό κι από εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάθε δυο μήνες με βουτάγανε –πήγα στις καλύτερες φυλακές, Βολιβία, Χιλή, Αργεντινή, Μεξικό, Κολομβία, Βενεζουέλα. Πλήρωναν οι άγριοι και έβγαινα. Ντήλαρα και με ξανάπιαναν. Βαρέθηκα –δεν υπήρχε μέλλον, ούτε φράγκα. Γύρισα πίσω».
Είχε μείνει να τον κοιτάζει μπερδεμένος. Από μικρός τον θαύμαζε όσο ακριβώς τον μισούσε. Τον ζήλευε όσο ακριβώς μαϊμούδιζε τα φερσίματα του. Κι όταν …
«Δεν μου είπες ακόμα αυτό που ήρθα ν΄ακούσω», συνήλθε γρήγορα ο Γιάννης.
«Αυτό πήγαινα να σου πω. Γι΄αυτό ο πρόλογος με το νησί και το τι έγινε. Έμαθα κάποια πράγματα εκεί πέρα. Έμαθα ότι ο άντρας πρέπει να φυλάει τους δικούς του ανθρώπους. Πρέπει να τους γλιτώνει από κακοτοπιές για να τον γλιτώσουν αύριο, με τη σειρά τους. Κι ο άντρας πρέπει να είναι δυνατός, για να επιβιώνει ακόμα και μόνος του –κατάλαβες; Τι κάνει αδύναμο έναν άντρα; Αυτό ο άντρας το σκοτώνει για να σώσει τη ζωή του και τη ζωή των δικών του. Η αγάπη κάνει αδύναμο τον άντρα κι ο άντρας σκοτώνει ότι αγαπάει. Εκείνη η γυναίκα …»
«Σκάσε ρε! Παρανοϊκές κουβέντες, δικαιολογίες για φονιάδες. Τη σκότωσες ρε πούστη κι αντί να σαπίσεις στη φυλακή είσαι εδώ –με μια πουτάνα που της μοιάζει και γλεντάς τη ζωή σου! Για δείξε μου τι αντρίκιο υπάρχει σε όλα αυτά!»
Ο Δημήτρης πέταξε το τσιγάρο μακριά πριν σηκωθεί. Χαμογελώντας, ήρεμος, ξαλαφρωμένος.
«Και ποιος είσαι να μου μιλάς ρε Γιαννάκη; Όταν φτιάχναμε το παραμύθι με το κυνηγετικό όπλο που μου έπεσε από τα χέρια κι εκπυρσοκρότησε, που ήσουν ρε αδερφέ; Γιατί δε βγήκες να πεις στο δικαστήριο ότι τη σημάδευα και μόνο ατύχημα δεν ήταν; Γιατί δεν με έχωσες για πάντα εκ προμελέτης παρά με άφησες να βγω εξ αμελείας; Πες μου ρε Γιάννη –που ήταν η μαγκιά σου τότε;»
Τα χέρια του ασπρίζουν στις κλειδώσεις, θα ήθελε να αρπάξει τον λαιμό του Δημήτρη και να τον αφήσει χωρίς ανάσα κάτω από την ελιά. Είναι κι εύκολο γιατί αυτός του έχει γυρίσει την πλάτη, ακουμπάει στο δέντρο για να σταματήσει το τρέμουλο στους ώμους του.
«Γιατί με άφησες έξω ρε μαλάκα, να την ψάχνω; Μέσα στη φυλακή ξέχασα πως είναι να ακουμπάς το κορμί γυναίκας, ξέχασα και τη δική της αίσθηση. Εκεί ήμουνα καλά, εδώ έξω ήταν το μαρτύριο».
Τον άφησε πεσμένο στο κορμό της ελιάς, να παίζει κρυφτό με το φάντασμά της. Κρατημένο από το δέντρο όπως τα πιτσιρίκια –«ντούκα προ», «ο κυνηγός του κυνηγού δεν κυνηγάει». Κατέβηκε μέχρι την πόλη περπατώντας, με τα σκυλιά να τον έχουν πάρει στο κατόπι.
Ο ξενοδόχος έλειπε από τη ρεσεψιόν όταν μπήκε και το δωμάτιό του ήταν φιλόξενο σαν τάφος. Σωριάστηκε. «Δεν έπρεπε να μοιραστείς μαζί μου αυτή την ιστορία». «Ήθελα να κάνω μια καινούργια αρχή». «Γι΄αυτό δεν έπρεπε. Τώρα θα είναι συνέχεια ανάμεσά μας». «Όχι για πολύ. Θα πάω να τον βρω να το ξεκαθαρίσω». «Δεν μιλάω γι΄αυτόν. Εκείνη θα είναι συνέχεια ανάμεσά μας».Κοιμήθηκε βλέποντας ένα δίκαννο να ξερνάει σκάγια στο πρόσωπό του.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε από τη φασαρία. Ένα συνεχόμενο χτύπημα, ενοχλητικό –του πήρε λίγο χρόνο μέχρι να καταλάβει ότι χτυπάνε την πόρτα. Σηκώθηκε μισότυφλος από τον ύπνο για να βρει τον υπαστυνόμο Παπαζήση με την κολλαριστή στολή του πίσω από την πόρτα. Στον διάδρομο στεκόνταν ένας ακόμα μπάτσος.
«Συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας, αλλά θα πρέπει να κάνουμε έρευνα στο δωμάτιό σας», είπε χαμογελαστός ο υπαστυνόμος.
Παραμέρισε άφωνος. Ο μπάτσος του διαδρόμου μπούκαρε και άρχισε να ανακατεύει τα πάντα. Ζήτησε συγνώμη και πήγε για κατούρημα –«με ανοιχτή πόρτα» όπως τον παρακάλεσε ευγενικά ο υπαστυνόμος. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και βουλεύτηκε σε μια πολυθρόνα αφήνοντας το κρεβάτι για τον μπάτσο.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε.
«Ελπίζω τίποτα σοβαρό κύριε Ναυπλιώτη. Ελπίζω να είναι απλά μια έρευνα ρουτίνας», είπε ο υπαστυνόμος.
«Μπορώ να μάθω τι ψάχνετε;»
«Ναρκωτικά κύριε Ναυπλιώτη. Χασίς, μαριχουάνα υποθέτω –ίσως και ηρωίνη».
«Σκοπεύετε να μου τα φυτέψετε;»
Ο υπαστυνόμος ξεκαρδίστηκε.
«Όχι κύριέ μου. Για ποιο λόγο άλλωστε; Απλά έγινε μια σύλληψη χτες και επειδή σχετίζεστε …»
«Δηλαδή;»
«Ο αδερφός σας. Απ΄ότι φαίνεται καλλιεργούσε χασίς στο κτήμα του. Έγινε έφοδος και συνελήφθη».
Άναψε τσιγάρο για να σκεφτεί. Τι μαλακίες ήταν αυτές; Έμεινε να παρακολουθεί τους μπάτσους που αναποδογύριζαν συρτάρια.
«Φαίνεται πως δεν υπάρχει τίποτα παράνομο εδώ, αλλά δεν έχουμε τελειώσει ακόμα κύριε Ναυπλιώτη. Θα σας παρακαλούσα να μου δώσετε κάποια στοιχεία επικοινωνίας και να μην προσπαθήσετε να βγείτε εκτός Ελλάδος για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα».
Κούνησε το κεφάλι, δίνοντας τα στοιχεία του πατρικού του σπιτιού. Ο δεύτερος μπάτσος ήταν ήδη στην πόρτα.
«Κύριε …»
«Υπαστυνόμος Παπαζήσης»
«Τέλος πάντων. Μπορείτε να καθίσετε λίγο;»
Ο υπαστυνόμος έκανε νόημα στον άλλο μπάτσο να φύγει και βολεύτηκε στο κρεβάτι. Ο Γιάννης κέρασε τσιγάρο.
«Τι ακριβώς έγινε με τον αδερφό μου;»
«Υπήρξε κάποια καταγγελία που έπρεπε να ερευνήσουμε. Κάποιος ευαισθητοποιημένος πολίτης, καταλαβαίνετε …»
«Για τι ποινή μιλάμε;»
«Εξαρτάται. Μπορεί και δέκα χρόνια, ίσως λιγότερο …»
«Εσείς τον ξέρατε τον αδερφό μου;»
«Φυσικά. Σας το είπα και χτες, ο κύριος Ναυπλιώτης ήταν αξιόλογο μέλος της κοινωνίας μας. Υπήρχε βέβαια και εκείνη η παλιά καταδίκη … τα ξέρετε αυτά … αλλά ήταν ατύχημα -σωστά; Φρόντισα να μην διαδοθεί αυτή η ιστορία στην πόλη μας …»
«Μάλιστα. Και φυσικά δεν μπορείτε να μου πείτε ποιος έκανε την καταγγελία.»
«Προφανώς. Αυτό όμως που μπορώ να σας πω είναι πως ο αδερφός σας ανακουφίστηκε από την σύλληψή του. Η παρανομία είναι πολύ επώδυνη κατάσταση, αγχωτική …»
«Στα σοβαρά μου τα λέτε αυτά;»
«Απολύτως κύριε Ναυπλιώτη. Απλά, δεν χρειάζεται να μένετε στην κυριολεξία της άποψής μου. Αν το δείτε ποιο ανοιχτά, θα καταλάβετε πως έχω δίκιο. Επώδυνη κατάσταση, σε βαθμό που η φυλάκιση λειτουργεί ανακουφιστικά μερικές φορές … Ναι πηγαίνω τώρα, αντίο σας».
Κοίταζε την κλειστή πόρτα για το επόμενο δεκάλεπτο. Μόνος στο δωμάτιο, χωρίς καφέ αλλά δεν τον πείραζε κι αυτό ήταν περίεργο γιατί αν δεν έπινε καφέ αμέσως μόλις άνοιγε τα μάτια του, είχε πονοκέφαλο για όλη την υπόλοιπη μέρα. Συνήθως.
Σκέφτηκε να περάσει από το αστυνομικό τμήμα –ακόμα εκεί θα είχαν τον Δημήτρη. Ετοιμάστηκε κιόλας, πλύθηκε, ξυρίστηκε αλλά όταν βγήκε στο δρόμο, κατάλαβε πως του ήταν αδύνατο να τον συναντήσει.
Περπατούσε άσκοπα γύρω από την πλατεία μέχρι που βρήκε τον χτεσινό ταξιτζή.
«Με θυμάσαι;»
«Μη μου πεις ότι θέλεις πάλι …»
Μπήκε χωρίς δεύτερη κουβέντα στο διπλανό κάθισμα.
«Γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα!» έβρισε ο ταξιτζής καθώς ξεκινούσε τη μερσεντές.
Η ζωή στο κτήμα έμοιαζε να συνεχίζεται κανονικά –αν όμως πρόσεχες καλύτερα, θα έβλεπες ότι οι εργάτες κυκλοφορούσαν άσκοπα, γύρω από τα θερμοκήπια. Το σκυλί δεν τον γαύγισε αυτή τη φορά. Ο Βούλγαρος τον περίμενε στηριγμένος σε μια τσάπα.
«Έκαναν πολλές ζημιές;» ρώτησε πριν καν τον χαιρετήσει.
«Όχι. Ήξεραν που να πάνε. Πήραν τα δεντράκια και … και έφυγαν».
«Πάμε στο σπίτι να μιλήσουμε».
Το ισόγειο ήταν αμήχανο –γυναίκες που άπλωναν ρούχα μιλούσαν ψιθυριστά. Ανέβηκαν στον πρώτο όροφο.
«Πες μου τι έγινε».
«’Ηρθαν και έπιασαν τον κυρ Δημήτρη.»
«Ποιος τον κάρφωσε;»
Ο Βούλγαρος γέλασε απλώνοντας τα πόδια του στο χαλί.
«Αδερφός του κυρ Δημήτρη δεν είσαι; Δεν σου έχει πει;»
Ο Γιάννης κούνησε το κεφάλι αρνητικά αλλά το μετάνιωσε αμέσως.
«Λέγε μου εσύ».
«Η πόλη δε μας ήθελε από την αρχή. Δουλεύαμε στα χωράφια για ψίχουλα κι αν λέγαμε κουβέντα έφερναν την αστυνομία και μας έστελναν πίσω. Μέχρι που ήρθε ο κυρ Δημήτρης –μας μάζεψε, μας φρόντισε, παράπονο κανένα. Οι άνθρωποι εδώ δεν ήθελαν τον κυρ Δημήτρη. Επειδή ήταν αλλιώτικος, επειδή μας φρόντισε –οι άνθρωποι εδώ δεν θέλουν ξένους. Ήξεραν τι κάναμε και θα μας κάρφωναν χίλιες φορές αλλά ο κυρ Δημήτρης είχε μυαλό. Έκανε επαφές με την αστυνομία και για μας, για να μην μας πειράζουν και για τα … Η αστυνομία ήξερε τι φυτεύαμε –κι άσε τους άλλους να κουρεύονται. Κανείς δεν κάρφωσε τον κυρ Δημήτρη, κατάλαβες αφεντικό;»
Σηκώθηκε, κοίταξε έξω –το κτήμα απλωνόταν γύρω από το σπίτι, βγήκε στο μπαλκόνι, είδε τη δημοσιά πέρα από την ταμπέλα, είδε την πίσω πλευρά του κτήματος –απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.
«Πως σε λένε;»
«Γιάννη αφεντικό»
«Είμαστε και συνονόματοι. Έχεις αυτοκίνητο Γιάννη;»
«Υπάρχει το αγροτικό που φορτώνουμε τα τελάρα να τα πάμε για πούλημα».
«Εντάξει. Θα σου δώσω λεφτά –πάρε το αυτοκίνητο και πήγαινε στην πόλη. Θα μαζέψεις τα πράγματά μου από το ξενοδοχείο και θα τα φέρεις εδώ. Κατάλαβες;»
«Ναι. Θα μείνεις εδώ αφεντικό;»
«Έτσι λέω;»
«Για πολύ;»
«Όσο χρειαστεί. Φύγε τώρα».
Ο Βούλγαρος βγήκε με μεγάλα βήματα –μάλλον χαρούμενος. Αυτός κάθισε σε μια πολυθρόνα και πήρε να χαζεύει το σπίτι. Σε λίγο βαρέθηκε -σηκώθηκε για να πάει στα πίσω δωμάτια. Ήταν μεγάλο σπίτι, τακτοποιημένο. Στην κουζίνα βρήκε την Ελεάνα.
«Γειά σου», της είπε σιγά κι αυτή απέφυγε να τον κοιτάξει.
«Λέω να μείνω εδώ», συνέχισε εκείνος.
«Είσαι αδερφός του Δημήτρη, είσαι καλοδεχούμενος», είπε η κοπέλα με σκυμμένο κεφάλι.
«Δεν είμαι μόνο αδερφός του Δημήτρη. Είμαι και το καινούργιο αφεντικό –κατάλαβες;»
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι αμίλητη. Εκείνος κάθισε πλάι της, στο τραπέζι της κουζίνας και την κοίταξε για ώρα πολλή.
«Ίδια είσαι», είπε στο τέλος. «Μόνο τα μαλλιά …»
«Ο Δημήτρης μου έχει αγοράσει μια περούκα», ψιθύρισε σιγά η κοπέλα.
«Εντάξει τότε. Θα πάω να ξεκουραστώ λίγο –που είναι το δωμάτιό του;»
«Στο τέλος του διαδρόμου αριστερά», έδειξε ήσυχα η κοπέλα.
Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και χάρηκε που δεν υπήρχε παράθυρο στο δωμάτιο. Ένα φως μόνο άναβε, χαμηλό, από αυτά που με το ζόρι φωτίζουν τον χώρο. Ξάπλωσε στο στρωμένο κρεβάτι και σήκωσε το τηλέφωνο που από τη συσκευή στο διπλανό κομοδίνο. Σχημάτισε έναν αριθμό.
«Ποιος είναι;»
«Εγώ»
«Τι έγινε;»
«Διάφορα. Πήρα να σου πω αντίο. Τελειώσαμε».
«Το περίμενα».
«Και γιατί δεν μου το είπες;»
«Δεν είχε σημασία. Κοίτα να προσέχεις».
«Κι εσύ».
«Γιάννη;»
«Ναι;»
«Αντίο».
Δε νοιάστηκε να ακουμπήσει το ακουστικό πάνω στη συσκευή. Αποκοιμήθηκε αφήνοντάς το πλάι του –να βουίζει στην άκρη κάποιας νεκρής γραμμής.
Υ.Γ.: Η απόδραση στη νήσο Πάιτα είναι κλεμμένη από τα "Γουρούνια στον άνεμο" του Νίκου Νικολαϊδη.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
29 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
each man kills the thing he loves but each man does not die
apolaustika zboing kai what da fuck 8)
Κάθε άνδρας διαλέγει φονικό και όπλο.
Κι εσύ εδώ διάλεξες εκείνα που προσφέρουν τον πιο αργό και βασανιστικό θάνατο ρε!
Αφού ξέρω πως θα με κάνεις να θρουλίσω και να πρέπει μετά ν' ανάψω τσιγάρο για να μαζέψω τα κομμάτια μου, γιατί σε διαβάζω μέρα;!
Πάω...
Razz και Σκιές, η φράση ανήκει μάλλον στον Ζαν Ζενέ από τον οποίο τη δανείστηκε ο Φασμπίντερ στον "Καυγατζή" και ένα κάρο άλλοι μετά και πριν από αυτόν. Το σχετικό θέμα έχει αναπτυχθεί βέβαια και στον "καπετάν Μιχάλη" του Καζαντζάκη. Απλά το είχα κόλλημα -ίσως και λόγω όλων αυτών.
Razz, νομίζω οτι όταν σκοτώνεις είσαι ήδη νεκρός -αλλιώς δεν τα καταφέρνεις να το κάνεις.
Σκιές, όσο δεν έχεις κόψει το τσιγάρο δεν πειράζει ρε! Πόσταρα μπας και προλάβω να διαβάσω το δικό σου γιατί δεν σε προφταίνω πια μάγκα μου.
Εξαιρετικο ρε φιλε.
Ερώτηση; Ποσες ωρες την μερα γράφεις;
Δεν σε προλαβαινω
:-D
Όχι πολλές Lex, απλά κάνω μεγάλα γράμματα χεχε.
Η αλήθεια είναι πως όταν το έκανα αυτό σε είχα στο μυαλό μου γιατί είναι μια ιστορία που σου ταιριάζει ή, αν το θέλεις διαφορετικά, μια ιστορία στην οποία φαίνονται οι επιρροές σου.
Το ιδανικό ποστ για το τέλος της βδομάδας. Κινηματογραφικό. Θυμήθηκα και λίγο το "βασιλιά" του Γραμματικού και για αλλη μια φορά το μυαλό μου πήγε και στα κρίνα, δεν ξέρω γιατί, "μείναμε μόνοι σε αυτήν την πόλη/σ' αυτήν την πόλη που δε νυχτώνει"
Καλό ΣΚ
Τον Βασιλιά προσπάθησα να τον αποφύγω (όσο ήταν δυνατό, γιατί είναι ταινία-κόλλημα). Άσχετο, αλλά τα Κρίναι παίζανε τις προάλλες και εγώ πέτυχα την αφίσσα τους δυο μέρες μετά τη συναυλία γαμώτο.
Καλό Π/Σ/Κ numb
Ανάποδη μέρα σήμερα - έως άσχημη μέχρι τώρα - και η σύνεσις υπαγόρευε να αποφύγω την ανάγνωση· δε βαριέσαι, μια ζωή ασύνετη ήμουν.
Καλά τα κατάφερα, μέχρι που έφτασα στο σχόλιο: "νομίζω οτι όταν σκοτώνεις είσαι ήδη νεκρός -αλλιώς δεν τα καταφέρνεις να το κάνεις" - άλλο χτύπημα έχεις φυλαγμένο;
(Ναι και ο Καζαντζάκης το αναπτύσσει στον "Καπετάν Μιχάλη" κι εσύ στο ίδιο πνεύμα κινήθηκες).
Χεχε, πάντα κάτι κρατάω για χαριστική βολή Λίτσα μου. Αλήθεια γιατί λέγεται χαριστική βολή; Επειδή του χαρίζεις τη βόλεψή του σε μια παγιωμένη κατάσταση;
Εκείνο το βιβλίο του Καζαντζάκη το είχα διαβάσει 6η Δημοτικού κι ακόμα το κουβαλάω. Μαζί με την Αναφορά στον Γκρέκο που με έκανε άνθρωπο (όσο μπόρεσε δηλαδή, γιατί δεν γίνονται και θαύματα!)
coup de grace: χτύπημα της χάριτος. Του κάνει χάρη εκείνος που τον αποτελειώνει.
Παναϊτσα μ'!
Αυτό είναι η Θεία Χάρις που λέμε Σκύλε; Μας δίνει μια στην κεφάλα δηλαδή η θρησκεία και μας αποτελειώνει;
vre den exeis diabasei to "ballad of Reading gaol" tou Wilde?
apo ekei einai h frash.
each man kills the thing he loves
klp klp
einai dyo selides poihma.
pwned :pppppPPPPPpppp
Γαμώ το Razz έχεις δίκιο! Την έχω διαβάσει τη φράση τόσες πολλές φορές που ξέχασα την αρχική της προέλευση. Ε, πάνε και 20κάτι χρόνια που είχα διαβάσει τη Μπαλάντα -όταν πήγαινα Λύκειο ... ξεχνάει ο άνθρωπωος!
εγω με κατι ηρωες τυπου "μητσ" δεν τα πηγα ποτε καλα. τους καταλαβαινω συνηθως με την πρωτη. με καταλαβαινουν κι αυτοι που τους καταλαβαινω και ζουμε χαπιλυ χωριστα εβερ αφτερ.
απ'την αλλη εσυ συνεχιζεις να με εκπλησεις με το γραψιμο σου αλλα και με κατι μικρα πραγματακια, ατακες τις λεω συνηθως, τυπου "τσιγαρο και καμμενη ζαχαρη" κλπκλπ που σε χωνουν κατ'ευθειαν μεσα σε οτι εχεις σκοπο να συνεχισεις
Και γαμώ τις αλητείες ρε φίλε!!!
;-)
Καταπληκτικο ποστ.
Πολυ σωστος.
ζερο.
marquee σωστή η θέση σου γιατί αν μπλέξεις με κακές παρέες το μόνο που μπορείς να φας είναι το κεφάλι σου. Και κακές παρέες δεν είναι τα παιδιά που έχουν τραβήγματα με τον νόμο, αλλά αυτά που έχουν τραβήγματα με τη μοίρα.
Για τις ατάκες που λες, αναγκαστικές είναι όταν πρέπει να περιγράψω κάτι με δυο λόγια. Να που γίνομαι και λακωνικός μερικές φορές!
Στομάχη, μου αρέσει το σχόλιό σου ακριβώς από κάτω από του marquee. Οι δυο πλευρές του νομίσματος.
Ζερο, χαίρομαι που σου άρεσε -ελπίζω να μη σε χάλασε.
Μόνο τα δικά σου σεντόνια δεν βαριέμαι να διαβάζω...
Για μια ακόμα φορά -χαρά στο κουράγιο σου paper. Άσχετο αλλά κάθε φορά που κάνεις σχόλιο μου θυμίζεις το αγαπημένο μου όνομα για γκρουπάκι: Flowers in the dustbin
Καλημέρα! Το άφησα για το Σαββατοκυριακο - το είχα στο μυαλό μου μέχρι τώρα. Και (ως συνήθως) το σεντόνι ήταν όλα τα λεφτά... Και Νικολαίδης, λίγο Ρέημοντ Τσάντλερ (Κυρά της Λίμνης) - και βεβαια τον Οσκαρ Γουάιλντ ...Πολύ καλά γράφεις ρε φίλε!
(Και ο Ρεμπώ, αρκετά πιο πριν είχε πεί - Un soir, j’ai assis la Beauté sur mes genoux – Et je l’ai trouvée amère. – Et je l'ai injuriée - Ενα βράδυ κάθισα στα γονατά μου την ομορφία - και την βρήκα πικρή - και την βλαστήμησα...) Ο φόβος απέναντι στη ομορφία , στην εξουσία της γυναικείας ομορφίας έρχεται από πολύ πολύ παλία...Και ότι κουβαλάει μαζί του δεν είναι πάντα ευχάριστο...Καλά γραψίματα..
Οχι δεν με χαλασε καθολου.
το ποστ ειναι πολυ σωστο.
ζερο.
Μια χαρά όνομα για γκρουπάκι το βρίσκω! Αν και λίγο γκομενοπαγιδέ...
Σήμερα είχα για μια ακόμα φορά μια από εκείνες τις ατέρμονες συζητήσεις για τον Καζαντζάκη, και τώρα έπεσα πάνω στο κείμενο σου, όλα γίνονται για κάποιο λόγο τελικά
Πάντα τέτοια
Ευχαριστώ Χρίστο. Κι ο φόβος απέναντι στην εξάρτηση, ο φόβος απέναντι στην ευτυχία που παγιδεύει -να προσθέσω. Καταπληκτικό το κομμάτι του Ρεμπώ -δεν το θυμόμουν.
Ζέρο, εντάξει τότε -χαίρομαι περισσότερο.
paper τι λες παιδάκι μου; Κλεμμένο είναι από στίχους των Sex Pistols "we are the poison in your human machine, we are the flowers in the dustbin, we are the future, your future". Πέφτουν πλέον με τέτοια πράγματα οι γκόμενες; Γιατί στην εποχή μου οταν τους τα λέγαμε γελάγανε σε στυλ "γιατί στο σκουπιδοτενεκέ; Ρίχτα στην τουαλέτα και τράβα και το καζανάκι".
yellow όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Θυμάσαι τι είχε πει ο Κοέλιο; Ε, μαλακίες, όταν ασχολείσαι με κάτι σοβαρά, το σύμπαν συνομωτεί για να σε αποπροσανατολίσει.
Και αυτού του είδους οι αποπροσανατολισμοί είναι όλα τα λεφτά όμως "δατς λάιφ" με όλο το μεδούλι της λέξης...
Και ναι ο Κοέλιο είναι απίστευτα κλισέ, προσωπικά μου θυμίζει όλα αυτά τα εγχειρίδια για αρχάριους:"Πως να αποκτήσετε αυτοπεποίθηση, χρήματα, φήμη κτλ", "Πως να περνάτε επικοδομητικά το χρόνο σας", "Πως να κατουράτε πιο εύκολα" και όλες αυτές τις χρήσιμες πληροφορίες
Χαίρομαι που συμφωνούμε σχετικά με τους αποπροσανατολισμούς και χαίρομαι ακόμα περισσότερο που τα σχόλια του ποστ αυτού είναι αυτόνομα και αυτοπροσανατολιζόμενα. Σκέφτομαι πως αν αλλάξω το ποστ και βάλω, ας πούμε μια φωτογραφία με δυο κουνέλια κανένας δεν θα καταλάβει τη διαφορά διαβάζοντας τα σχόλια -και αυτό είναι πράγματι καταπληκτικό.
Να προσθέσω στα κλισέ: "πως να κάνετε μικρές καθημερινές επαναστασούλες", "πως να κερδίζετε την προσοχή των άλλων", "πως να δείχνετε αυτό που είστε και όχι αυτό που φαίνεστε", "πως να δείχνετε πλήρως καραρτισμένος ενώ είστε σκέτος στούρνος" (όχι, ψέματα, αυτό το τελευταίο ήταν καλό).
Αν θέλουμε να πέσουμε, κάτι τέτοια είναι μια καλή αφορμή, θα έλεγα..
Ή μια αφορμή να ανέβεις βλέποντας οτι υπάρχει δυστυχία πολύ μεγαλύτερη από τη δική μας.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!