«Έφυγαν;»
«Ναι –πριν δυο λεπτά πέρασαν το check in. Παίρνω το αυτοκίνητο και γυρίζω σπίτι».
«Άψογα. Κάνω ένα μπάνιο κι έρχομαι από εκεί».
Έκλεισε το τηλέφωνο ανακουφισμένος. Επιτέλους έφυγαν!
Δεν ήταν πως δεν αγαπούσε την οικογένειά του, δεν ήταν εκεί το θέμα. Τα παιδιά τα λάτρευε –ότι ήθελαν, αντιρρήσεις μηδέν. Η γυναίκα του γκρίνιαζε. «Είσαι πατέρας εσύ; Θα έπρεπε να σε φοβούνται και λίγο». Δεν έδινε σημασία –προτιμούσε να τον εμπιστεύονται. Κι εκείνη, την αγαπούσε. Παλιός έρωτας, τώρα αγάπη –εξάρτηση ίσως. Είχε συνηθίσει τη ζωή του δίπλα της –«η πρώτη σας φροντίδα το πρωί και η τελευταία το βράδυ», όπως έλεγε η διαφήμιση. Δεν ήταν πως δεν την αγαπούσε λοιπόν –αλλά χρειαζόταν ένα διάλειμμα. Κάποια βόλτα με την παλιοπαρέα χωρίς περιορισμούς ωραρίου, χωρίς αναστολές. Χαμογελούσε στην είσοδο του υπαίθριου πάρκινγκ, κάποιος μαλάκας είχε ξύσει τον προφυλακτήρα του προσπαθώντας να μπει στη διπλανή θέση –δεν τον πείραξε. Απλά, ξεκλειδώνοντας το αυτοκίνητο, τράβηξε μια ξεγυρισμένη κλωτσιά στην πόρτα του διπλανού –αναμνηστική. Ο συναγερμός ενεργοποιήθηκε –«θα μείνεις κι από μπαταρία κόπανε», σκεφτόταν όσο περίμενε τις αυτόματες μπάρες να ανοίξουν.
Πριν τα διόδια ξαναχτύπησε το κινητό –κοίταξε γύρω για μπλόκα πριν το σηκώσει. Δεν ήταν να έχεις εμπιστοσύνη -από τη στιγμή που αυξήθηκαν τα πρόστιμα οι μπάτσοι την έστηναν παντού. Λες και έπαιρναν μπόνους από τις κλήσεις οι κερατάδες!
«Έλα ρε, τι έγινε πάλι;»
«Παίζει πάρτυ καλό για το βράδυ».
«Τι πάρτυ;»
«Πάρτη νάχεις. Ένα μαγαζί κάνει αφιέρωμα στη μουσική δεκαετίας ‘80 κι έτσι. Πάμε;»
«Όταν λες 80; Duran Duran ή Cure ας πούμε;»
«Τι σε κόφτει; Εμείς γκομενάκια θα πάμε να χαζέψουμε. Δεν ξέρεις πως οι πιτσιρίκες τρελαίνονται για το ‘80; Θα πάμε, θα στηθούμε σε μια γωνιά και θα πουλάμε εμπειρία; Ε;»
«Μαλακία το κόβω».
«Καλά πάμε κι αν δεν μας αρέσει –φεύγουμε».
Έκλεισε το τηλέφωνο. Αφιέρωμα στη μουσική του ’80 –ποιος έχει όρεξη για τέτοια πράγματα; Σκεφτόταν ήδη εκστασιασμένες φάτσες –«αυτή ήταν εποχή, αυτή ήταν μουσική, όχι οι μπούρδες που βγαίνουν τώρα!» Αηδίασε συγκρατημένα.
Στο σπίτι τον περίμενε μια νωχελική μοναξιά. Ησυχία και ασφάλεια -η δυνατότητα να ξεκουμπώσεις το παντελόνι πριν κλείσεις πίσω σου την πόρτα της τουαλέτας. Περπάτησε στις μύτες, ελέγχοντας τον χώρο. Τι θα γινόταν αν ποτέ δεν επέστρεφε η οικογένειά του; Ούτε να το σκέφτεται! Αλλά τώρα λείπουν και είναι καλά. Τώρα ο χώρος είναι αποκλειστικά δικός του. Και είναι καλά. Για όσο –λίγο.
Ξέθαψε από το ντουλάπι τους παλιούς του δίσκους –αυτούς που δεν τον άφηναν να παίξει όταν ήταν οι υπόλοιποι στο σπίτι, «είναι εντελώς μπλιάχ μπαμπά –κλείστο!», «μας πήρες το κεφάλι με τη βαβούρα αγάπη μου!»
Άφησε τη βελόνα να κυλίσει και απλώθηκε στον καναπέ με το εξώφυλλο στα χέρια.
«Στο σπίτι του νιώθει τουρίστας/ στο σπίτι του νιώθει τουρίστας/ γεμίζει το κεφάλι του με κουλτούρα/ δωρίζει στον εαυτό του ένα έλκος», διαπίστωνε η «Συμμορία των Τεσσάρων».
Έκλεισε τα μάτια –δεν μένει τίποτα να πεις γιατί όλα έχουν ειπωθεί. Μάλλον αποκοιμήθηκε γιατί πετάχτηκε από τα σκρατς της βελόνας πάνω στο βινύλιο. «Επαγγελματικά πικάπ χωρίς αυτόματη επαναφορά κορόιδο!», ψιθύρισε τρέχοντας να σώσει τον δίσκο.
Τι άλλο του έμενε να κάνει; Σκέφτηκε, στη μέση του σαλονιού –να νοικιάσει τσόντες από το βίντεο κλαμπ, να πιεί ένα ουίσκι κοκακόλα, γυμνός στην κουζίνα όσα τα νερά του μπάνιου θα στάζουν από πάνω του, να χαζέψει τα γειτονικά διαμερίσματα πίσω από μισόκλειστες κουρτίνες, να καπνίσει κάποιο καταχωνιασμένο πούρο. Τα τρία τελευταία, ταυτοχρόνως. Κοίταξε το ρολόι –εκτός από τις τσόντες, όλα τα υπόλοιπα μπορούσαν να γίνουν άμεσα.
«Τι κοιτάς;»
«Τίποτα. Χαζεύω».
«Δεν θα ντυθείς; Μας περιμένουν».
«Δεν έχω διάθεση».
«Φταίει που νυχτώνει;»
«Φταίει που νυχτώνει».
Το κουδούνι της πόρτας τον πέτυχε δίπλα στην κουρτίνα. Απέναντι, μια πιτσιρίκα άπλωνε κι αυτός παρακολουθούσε αφοσιωμένος, περιμένοντας να τελειώσει με τα παντελόνια και να κρεμάσει τα εσώρουχα. Άνοιξε βιαστικά και γύρισε πάλι στο παράθυρο, αδιαφορώντας για τον επισκέπτη.
«Πως κυκλοφορείς έτσι ρε γελοίε; Μοιραίος εραστής την έχεις δει;»
Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν ακόμα γυμνός, με το ποτήρι στο ένα χέρι και το πούρο στο άλλο. Βλακεία του ν΄ανοίξει χωρίς να ρωτήσει!
«Μόλις βγήκα από το μπάνιο», δικαιολογήθηκε.
«Καλά, τελείωνε τώρα. Φόρα κανένα σώβρακο!»
Πήγε απρόθυμα να ντυθεί. Συνειδητοποιούσε πως είχε χάσει κάθε διάθεση για βόλτα. Θα προτιμούσε να μείνει σπίτι, καλύτερα μόνος και να αποκοιμηθεί μπροστά στην τηλεόραση. «Φταίει που νυχτώνει».
Όταν γύρισε στο σαλόνι, βρήκε τον άλλο να χαζεύει στο παράθυρο.
«Μένει καιρό απέναντί σας το γκομενάκι;»
«Ξέρω ‘γω;»
«Έλα που δεν ξέρεις! Σε λίγο θα μας πεις πως δεν την έχεις δει ποτέ σου!»
«Δεν την έχω δει ποτέ μου».
«Σε λίγο είπα –όχι ακόμα! Λοιπόν, τέρμα οι σαχλαμάρες –φέρε καφέ να σου αναπτύξω το σχέδιο»
Σχέδια περιστασιακών εργένηδων, της συνομοταξίας «στέλνω την οικογένεια για διακοπές, εγώ θα μείνω να δουλέψω». Μεσηλίκων, από αυτούς που νομίζουν ότι τα καραγκιοζιλίκια των νεανικών τους χρόνων έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη δομή του χρόνου. Κουβέντες από στοχεύουν σε νύχτες γεμάτες ανεκπλήρωτα φλερτ –μέχρι εκεί είναι καλά. Συνηθισμένα πράγματα, κοντολογίς –με μια διαφορά …
«Θα πάρουμε τις μηχανές».
«Τι λες ρε βλάκα; Αυτές έχουν να κινηθούν από πέρσι!», κόντεψε να πάθει βρογχοκήλη, τόσο που γούρλωσε τα μάτια του.
«Μια χαρά είναι –πέρσι τους είχαμε βάλει καινούργιες μπαταρίες. Μην είσαι σπάστης ρε γαμώτο! Μηχανούλες, γκομενίτσες στην πίσω θέση, ρομαντική επιστροφή μετά το πάρτυ …»
«Ποιες γκομενίτσες ρε κρετίνε! Οχτακόσια κιλά αηδία έχουμε καταντήσει! Σιγά μη χωράει δεύτερο άτομο στη σέλα!», αλλά η αιτία ήταν ότι δεν ήθελε καν να βγει από το σπίτι.
«Δεν ακούω τίποτα. Μηχανές –πάει και τελείωσε!»
Έφτασαν στο γκαράζ με το δικό του αυτοκίνητο. Ο υπάλληλος νύσταζε, ήταν και καινούργιος –χρειάστηκε να ψάχνουν μισή ώρα για να βρουν τις μηχανές τους. Αναμνηστικά κομμάτια λόγω ανάγκης, θα είχαν πουληθεί προ δεκαετίας αν βρισκόταν κάποιος, τόσο ηλίθιος ώστε να τα αγοράσει.
Ο άλλος είχε ήδη ανέβει και παιδευόταν με τη μίζα. Αυτός δεν είχε ακόμα ξεκλειδώσει το κρυπτονάιτ –αγωνιζόταν, βλέπεις, να βιδώσει τους καθρέφτες στη σωστή θέση.
«Βάλτη μπροστά να ζεσταίνεται ρε!»
«Δεν κοιτάς τα δικά σου χάλια καλύτερα;» του φώναξε για να ακουστεί πάνω από το ανατριχιστικό ξύσιμο της πεθαμένης μίζας.
Ευτυχώς που η δική του είχε τσοκ. Το άνοιξε πριν πατήσει απρόθυμα το κόκκινο κουμπί. Η μηχανή πήρε μπροστά με τη δεύτερη –«πάει, δεν την γλιτώνουμε την ταλαιπωρία σήμερα το βράδυ», σκέφτηκε. Ο άλλος είχε βγει στην κατηφόρα για τον επόμενο όροφο του πάρκινγκ -σα μπεχλιβάνης χοροπήδαγε πάνω στη σέλα.
«Τα κατάφερες;»
«Εσύ τι λες;»
Βγήκαν από το γκαράζ ιδρωμένοι –αταίριαστες φιγούρες πάνω σε φοβισμένες σέλες, οι κινητήρες διαμαρτύρονταν ήδη. Δεν έκανε κρύο, ποτέ δεν έχει κρύο το κέντρο της πόλης. Μόνο θόρυβο και μυρωδιές από περαστικά σκουπιδιάρικα. Ο άλλος τον πλησίασε όσο εκείνος προσπαθούσε να ζυγιάσει το βάρος του κινητήρα ανάμεσα στα πόδια του.
«Τα πάμε φιλαράκι;»
«Άσε μας ρε σάχλα!»
«Δυτικά πηγαίνουμε, ακολούθα με».
Τον ακολούθησε. Η πόλη είχε περίεργη κίνηση –άδειοι αυτοκινητόδρομοι, μποτιλιαρίσματα πριν τα φανάρια. Κάθε λίγο έπεφτε στα φρένα με όλο του το βάρος –είχε αρχίσει να πονάει και το γόνατό του –χιαστός από νεανικές απροσεξίες. Το εσωτερικό του κράνους μύριζε ντουλάπα, όσο πιο γρήγορα έφταναν, τόσο καλύτερα. Και τον ακολουθούσε όσο άφηναν την κεντρική λεωφόρο για να χαθούν στα στενά.
«Εδώ είναι»
«Σπουδαία»
«Τι; Δεν σου αρέσει το μαγαζί; Καινούργιο είναι και πολύ μοδάτο. Όλος ο καλός κόσμος …»
«Μάλιστα. Εμείς τι δουλειά έχουμε δεν κατάλαβα …»
«Ε, να χαζέψουμε τον καλό κόσμο».
Κλείδωσαν τα κράνη στις μπροστινές τους ρόδες, ευγνωμονώντας τα παλιά, μακρόστενα κρυπτονάιτ. Τώρα κυκλοφορούσαν κάτι ψείρες που μόνο για ασφάλεια χρησίμευαν.
«Θα μπούμε;»
«Δεν έχω όρεξη»
«Μα τότε, γιατί ήρθαμε μέχρι εδώ;»
«Γιατί όταν ξεκινήσαμε είχα όρεξη. Τώρα μου έφυγε».
Ο άλλος τον σκούντησε απότομα.
«Τι μαρμάρωσες ρε; Άντε πάμε μέσα».
Πήγαν. Το μαγαζί ήταν πίτα στον κόσμο. Με δυσκολία πέρασαν την είσοδο και βρέθηκαν απεγνωσμένοι –χιλιόμετρα μακριά από τον μπάρμαν. Στα ηχεία φώναζαν «you spin me round and round», ανάμεσα σε συνθεσάιζερ.
«Γκιράπια», είπε, δείχνοντας με τον αντίχειρα την πηγή της μουσικής.
«Ζωντανοί και πεθαμένοι αντάμα», του απάντησε ο άλλος.
Σώπασαν όσο έσπρωχναν τον κόσμο για να κερδίσουν κάποια βήματα πιο κοντά στο μπαρ. Αδύνατο –αλλά ήταν αποφασισμένοι. Και σε λίγο συνειδητοποίησαν πως δεν υπήρχε επιστροφή. Ή θα αγκιστρώνονταν στη μπάρα ή θα έλιωναν κάτω από τα τακούνια των χορευτών.
«Γεμάτο γκομενάκια είναι πάντως!», θαύμασε ο άλλος.
«Και τι μας νοιάζει ρε; Εδώ γίνεται λαϊκό προσκύνημα. Πότε φεύγουμε;»
«Κάτσε, ακόμα δεν ήρθαμε. Θα συνηθίσεις».
«Για καλό μου το λες αυτό δηλαδή;»
Γαντζώθηκαν στο μπαρ και εξασφάλισαν κάποια ποτά μόνο κατ’ όνομα. Ο μπάρμαν τους κοίταξε επιφυλακτικά, μάλλον τους πέρασε για γονείς που έψαχναν τα παιδιά τους.
«Jacky O'», γκρίνιαξε αυτός, κουνώντας τα χέρια του για να εννοήσει τη μουσική.
«Σε λίγο θα σκάσει μύτη ο Γαρδέλης με τον Μιχαλόπουλο», γέλασε ο άλλος.
«Και πρέπει να μας βρουν εδώ;»
Καμιά απάντηση. Μόνο κάτι πιτσιρίκες τους τάραξαν στις αγκωνιές, όσο ζητούσαν τα ποτά τους. Χορεύοντας. Και δεν ήταν καν όμορφες.
Γύρισαν τις πλάτες τους στον κόσμο …
«Πως πάει η δουλειά;»
«Τα ίδια σκατά».
«Πότε θα φύγεις για διακοπές;»
«Έχω μια βδομάδα ακόμα. Εσύ;»
«Περισσότερο. Μπορεί να μην πάω και καθόλου. Βαριέμαι –όλη η γερουσία θα είναι μαζεμένη».
Δεν περνούσε η ώρα. Δεν περνούσε ούτε η μουσική. Ποιος γαμημένος ξέθαψε τους Tears for Fears; Πόσο αντέχουν τα ανθρώπινα αυτιά στην εισβολή των drum machine; Κι ο κόσμος να διασκεδάζει ασύστολα –πως ήταν δυνατό; «Γέρασες», σκέφτηκε. «Ναι, γιατί όταν ήμουν νέος παραληρούσα κάθε φορά που άκουγα το Fade to grey!» ολοκλήρωσε τον εσωτερικό του μονόλογο.
Γύρισε και έγνεψε στον άλλο –«βγαίνω για λίγο έξω, πάω για κατούρημα …κάτι τέλος πάντων». Απομακρύνθηκε με δυσκολία, ήταν ανάγκη να καπνίσει κάποιο ήσυχο τσιγάρο γιατί κόντευε να πάθει συνθετικό ίλιγγο.
Το μαγαζί είχε αυλή –στο πίσω μέρος, δίπλα στις τουαλέτες. Βγήκε και έμεινε με την πλάτη στον τοίχο.
«Δεν είσαι μαζί μου πια».
«Δεν είμαστε μαζί».
«Εσύ όμως έφυγες».
«Και οι δυο φύγαμε».
«Δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα».
«Δεν μας ρωτάει και κανένας ποτέ».
Βρέθηκε να καπνίζει δίπλα σε μια παρέα κοριτσιών. Μάλλον περίμεναν τη σειρά τους στις τουαλέτες. Έστησε αυτί.
«Αφού δεν σε θέλει -τι επιμένεις;»
«Και που το ξέρεις εσύ;»
«Όλοι το ξέρουν. Αφού τα έχει με άλλη!»
«Σιγά! Χάλια τα πάνε, θα την παρατήσει».
«Καλά, εσύ παραμυθιάζεσαι από μόνη σου!»
Τις κοίταξε. Συμπαθητικά κορίτσια με αντιπαθητικό ντύσιμο. Στρας και ανεκδιήγητα παπούτσια –σαν χανουμάκια στις «Χίλιες και μια νύχτες». Που πήγαν εκείνα τα κορίτσια με τις μίνι τζιν φούστες; Με τα all star ή τις καστόρινες μπότες και τα μαύρα μπλουζάκια; Προφανώς κατέληξαν πίσω από καρότσια μωρών –με περιττά κιλά και θολό βλέμμα.
«Έχετε μια τσίχλα;»
Γύρισε προς τη φωνή –μια κοπέλα τον είχε πλησιάσει, ξεκόβοντας από την παρέα.
«Τσίχλα; Όχι δα», απόρησε με τον εαυτό του κυρίως.
«Καλά ντε –δεν σας είπαμε και τίποτα!» ξεκαρδίστηκε η πιτσιρίκα.
Του μιλούσε στον πληθυντικό, τόση ώρα! Σκέφτηκε τον άλλο, το μαλάκα, που χαλβάδιαζε κοριτσάκια μέσα στο μπαρ. «Ηλίθιε, αυτές μας βλέπουν σαν πατεράδες τους!», γέλασε.
«Γιατί γελάτε; Είπα τίποτα αστείο;»
«Όχι συγνώμη. Με άλλο γελάω».
«Πείτε το και σε μας ντε!»
Την κοίταξε από το βαθύ ντεκολτέ μέχρι τα μυτερά ψηλοτάκουνα. Τι σκατά ήθελε η μικρή; Προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα; Και τώρα πλησίαζε ακόμα μία.
«Να σας ρωτήσω –έχετε αυτοκίνητο;»
«Τι πράγμα;»
Ακούστηκε πολύ επικριτικός και οι πιτσιρίκες μαζεύτηκαν. Καλά έκαναν. Δεν είχε αυτοκίνητο και δεν ήθελε να ξέρει γιατί τον ρωτούσαν. Ξαπλωμένος στον καναπέ, την ώρα που η τηλεόραση βάζει παλιές ταινίες –από αυτές που θέλεις να ξαναδείς, αλλά σε παίρνει ο ύπνος. Στα μισά. Γιατί δεν ήταν εκεί;
«Αυτοκίνητο δεν έχετε;»
«Όχι δεν έχω».
«Άσε τον άνθρωπο ήσυχο. Ήρθε με μηχανή».
Γύρισε το κεφάλι του απότομα –η καινούργια φωνή ήταν διαφορετική. Αταίριαστη με την υπόλοιπη παρέα των κοριτσιών. Των κοριτσιών που ξύνισαν στο άκουσμα της μηχανής κι απομακρύνθηκαν αδιάκριτα.
«Σου αρέσουν οι μηχανές;»
«Ναι … κάποιες. Η δικιά σου πάντως –όχι».
Γέλασε. Αυτό έλειπε δα –η μηχανή του ήταν σούργελο εδώ και μια δεκαετία.
«Αλλά για μια βόλτα δεν θα έλεγα όχι», συμπλήρωσε βιαστικά η κοπέλα.
Αμηχανία.
«Είμαι με έναν φίλο μου μέσα. Δεν μπορώ να φύγω στα καλά καθούμενα», μουρμούρισε.
«Ποιος σου είπε να φύγεις;» ξεκαρδίστηκε στα γέλια η κοπέλα. «Έλεγα μήπως μου έδινες τα κλειδιά να πάω ΕΓΩ μια βόλτα».
Την κοίταζε με κρεμασμένη μασέλα, αμίλητος.
«Έλα μωρέ τι φοβάσαι; Μη σου την κλέψω;»
Σίγουρα δεν φοβόταν αυτό.
«Τι να κλέψεις; Αυτή και να στη χάριζα δεν θα την έπαιρνες. Αλλά …»
«Θα μου τη δώσεις για βόλτα ή θα με πρήξεις κύριος;»
Η πιτσιρίκα είχε βάλει τα χέρια στις τσέπες του τζιν και τον κοίταζε με μισόκλειστα μάτια.
«Πάρτην δε γαμιέται! Κοίτα μόνο μη σαβουριαστείς πουθενά γιατί τα φρένα της είναι διακοσμητικά»
«Αυτός είσαι!»
Η κοπέλα άρπαξε τα κλειδιά στον αέρα και του γύρισε την πλάτη. Έμεινε να την κοιτάζει –ένα παιδί που θα ήθελε να έχει. Οι υπόλοιπες της παρέας γελούσαν προς το μέρος του –έπιασε κάποια «τρελάθηκε ο άνθρωπος!», «πάει αυτή, τη χάσαμε τώρα!» Τέτοια.
Βιάστηκε να επιστρέψει στο μπαρ.
«Τι έγινε –κόψιμο έπαθες;»
«Όχι μωρέ. Μίλαγα με κάτι κοπέλες».
«Ώπα! Χτυπήσαμε γκομενάκια; Τόσο γρήγορα; Φορμαρισμένο σε βρίσκω!»
«Όχι δεν είναι έτσι. Έδωσα τη μηχανή σε μία … για να κάνει βόλτα»
«Τι;»
Τον αγνόησε. Αφοσιώθηκε στους Human League που είχαν απορίες γιατί «δεν τους ήθελε το μωρό». Πώς να τους θέλει, με τις οξυζεναρισμένες φράντζες; Σα χαλασμένες σφουγγαρίστρες ήταν.
Ο άλλος βαρέθηκε να τον αγνοούν και πέρασε στη δράση. Κάποιες ξεσαλωμένες πιτσιρίκες, δυο τετριμμένες εξυπνάδες …
«Μας κάλεσαν να πάμε σε ένα μαγαζί με ζωντανό πρόγραμμα, εδώ παρακάτω».
«Ζωντανό;»
«Σκυλάδικο ρε μαλάκα»
«Α!»
«Άντε πάμε».
«Πρέπει να περιμένω την άλλη με τη μηχανή μου».
«Τι ηλίθιος που είσαι! Γιατί της την έδωσες;»
«Για να φύγει».
«Τι;»
«Άστο. Πηγαίνετε και θα σας βρω».
Σιγά μην τους έψαχνε! Θα περίμενε την πιτσιρίκα και θα την έκανε για το σπίτι αμέσως μετά. Αρκετά με το μαρτύριο –σαν το ανέκδοτο με το γάτο και το γατάκι είχε γίνει η κατάσταση -«εγώ λέω να γαμήσω ένα γύρο ακόμα και μετά θα πάω σπίτι γιατί κουράστηκα».
Παράγγειλε ακόμα ένα ποτό για την αναμονή. Το μαγαζί άδειαζε με σταθερό ρυθμό –φαίνεται πως μεταφέρονταν όλοι προς το σκυλάδικο. Μέχρι και σκαμπό βρήκε, για να καθίσει. Είχε χρόνια να μείνει μόνος σε μπαρ –από εκείνη την εποχή που την έψαχνε εσκεμμένα τυχαία, για να μην παραδεχτεί ότι ήθελε να τα πάρει όλα πίσω. Τη συμπεριφορά του, το υφάκι, την αποστασιοποίηση. Είχε φέρει την κατάσταση εκεί που υπολόγιζε, αλλά όχι εκεί που ήθελε. Γιατί ακόμα την ήθελε. Βαρετά απογεύματα με Καμύ και Μπρετόν –έστω κι αυτό ήταν καλύτερο από το τίποτα. Δεν την πέτυχε ποτέ –που γύρναγε; Τόσα χρόνια;
Κοίταξε ασυναίσθητα προς την πόρτα, καμιά γυναίκα δεν είδε να μπαίνει. Ούτε καν την πιτσιρίκα με τα κλειδιά της μηχανής του. Έκανε νόημα στον μπάρμαν για ένα ακόμα. Από τα ίδια.
«Πως και δεν πήγατε με τους υπόλοιπους;» ρώτησε ο μπάρμαν που αδημονούσε να μαζέψει τα ποτήρια και να την κάνει.
«Δεν είχα κέφι. Εσύ πρέπει να κλείσεις;»
«Όχι, εντάξει, έχω ώρα ακόμα», είπε εμφανώς ψέματα ο μπάρμαν καθώς απομακρυνόταν.
Που ήταν η πιτσιρίκα; Γιατί αργούσε; Σκέψεις –μπορεί να είχε τρακάρει, μπορεί τελικά να βούτηξε τη μηχανή, σκέψεις ανησυχητικές που δεν έλεγαν να φύγουν. Γιατί της είχε δώσει τη μηχανή; Προφανώς επειδή του άρεσαν τα μεγάλα κοροϊδευτικά μάτια της, και τα κοντά, αγορίστικα μαλλιά της. Ίσως να θαμπώθηκε κάπως από την κίνησή της –μετρημένα βήματα πάνω σε αθλητικά παπούτσια, συνεχής διακριτική κίνηση, σα να πατούσε πάνω σε αυγά. Βλακείες! Της έδωσε τη μηχανή επειδή του τη ζήτησε. Δεν του είχε ξαναζητήσει τέτοιο πράγμα άλλη γυναίκα –γι΄αυτό την έδωσε. Όμορφη, εντάξει, κάποια διάχυτη υποψία φλερτ –αλλά δεν ήταν αυτό. Γιατί αν ήταν, αν το υποψιαζόταν, θα το έβαζε στα πόδια. Πήγαιναν πολλά χρόνια που είχε σταματήσει τα επικίνδυνα σπορ με γυναίκες.
«Σόρυ που άργησα, αλλά έμεινα από βενζίνη», είδε τα κλειδιά του να προσγειώνονται δίπλα στο ποτήρι, πριν εκείνη ολοκληρώσει τη φράση της.
«Ωχ, συγνώμη! Έπρεπε να σε προειδοποιήσω».
Εκείνη γέλασε.
«Εντάξει, συμβαίνουν. Το πρόβλημα είναι πως δεν γύριζε ο διακόπτης στη ρεζέρβα –το ξέρεις έτσι; Αναγκάστηκα να ψάχνω για πένσα».
«Ναι, το ξέρω Έχω εργαλεία κάτω από τη σέλα».
«Τα βρήκα. Αλλά μου έβγαλε το λάδι για να ξεκινήσω μετά».
Δεν μίλησε άλλο. Καλό κορίτσι –δυναμική.
«Εντάξει. Να πηγαίνω τώρα. Καληνύχτα»
Ψάχτηκε για χρήματα, υπολογίζοντας ταυτόχρονα πόσο κόστιζαν τα ποτά.
«Βρήκα αυτό κάτω από τη σέλα».
Γύρισε να την κοιτάξει. Παραξενεμένος. Ασημένια αλυσίδα, λεπτή και στην άκρη της ένα φίδι. Στριφογυριστό.
«Επιμένεις να το κρατάς αυτό –έτσι;»
«Σε πειράζει επειδή μου το είχε κάνει δώρο ο πρώην;»
«Όχι ιδιαίτερα».
«Εντάξει τότε».
«Θα προτιμούσες να με πειράζει;»
«Έχει σημασία;»
«Δε νομίζω».
«….»
Ένιωσε το χέρι της, μαλακό μέσα στο δικό του καθώς άφηνε το μενταγιόν. Αλλά δεν το πήρε.
«Ήταν δίπλα στη θήκη με τα εργαλεία. Σφηνωμένο. Είπα μήπως το έψαχνες …»
«Κράτησέ το, δεν το θέλω. Πάρτο σαν αντάλλαγμα για τη μαλακία μου με τη βενζίνη».
«Της γυναίκας σου είναι;»
«Που το ξέρεις ότι είμαι παντρεμένος;»
«Φοράς βέρα».
«Όχι, δεν είναι δικό της. Κάποιας άλλης».
«Θέλεις να μου πεις γι’ αυτό;»
«Όχι βέβαια!»
Γύρισε την πλάτη και ασχολήθηκε με τα ρέστα που του έδωσε ο μπάρμαν. Άναψε κιόλας κάποιο τσιγάρο για να κατεβάσει τις τελευταίες γουλιές ποτού.
«Θα με πετάξεις τουλάχιστον μέχρι το σπίτι μου; Η παρέα μου έχει φύγει, δεν τις βλέπω πουθενά».
Δυσανασχέτησε φανερά. Δεν ήθελε δεύτερο άτομο στη μηχανή και δεν είχε καμιά όρεξη να καθυστερήσει την επιστροφή του στο σπίτι. Για την ακρίβεια βιαζόταν να γυρίσει.
«Εντάξει, να σε πάω. Είσαι έτοιμη;»
Ήταν.
Την ένιωθε να πιέζεται στην πλάτη του καθώς προσπαθούσε να κοιτάζει πάνω από τον ώμο του. Για να του δίνει οδηγίες, «στρίψε από εδώ, πήγαινε ευθεία και στο πρώτο φανάρι δεξιά» -τέτοια. Είχε ένα άρωμα περίεργο, σχεδόν πικρό.
«Εδώ είναι –σταμάτα».
«Τι είναι εδώ;»
Βρίσκονταν στην είσοδο κάποιας άγνωστης πλατείας, βρώμικα παγκάκια, δέντρα χωρίς ίχνος φύλλου.
«Εδώ με αφήνεις»
«Εδώ μένεις;»
«Όχι, αποφάσισα να πάω σε ένα μπαράκι –παίζουν κάτι φίλοι …»
«Όπως θέλεις …»
Κατέβηκε, αλλά ήταν τόσο ελαφριά που δεν ένιωσε την αλλαγή στη μηχανή.
«Μήπως θέλεις να έρθεις κι εσύ μέσα; Παίζουν ροκ και τέτοια … παλιά. Της εποχής σου».
«Μπα, ευχαριστώ … δεν είναι καλή ιδέα».
Τον καληνύχτισε και απομακρύνθηκε χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Αυτός πάλι –έμεινε εκεί. Χάζευε την κίνησή της καθώς περνούσε από την πόρτα του μαγαζιού απέναντι, αλλά δεν ήταν αυτό. Έβγαλε το κράνος βρίζοντας για να απαντήσει στο κινητό του.
«Έλα ρε τι θέλεις;»
«Που είσαι μαλάκα; Θα σε περιμένω πολύ ακόμα;»
«Πάω σπίτι ρε».
«Καλά, βλαμένος είσαι; Σου έφεραν πίσω τη μηχανή;»
«Ναι και πάω σπίτι».
«Έλα βρε γελοίε από εδώ! Τίγκα στα γκομενάκια είναι!»
«Άστο. Αρκετά γάμησα κι απόψε. Πάω να την πέσω».
«Κωλόγερε!»
Το τηλέφωνο έκλεισε.
Κρέμασε το κράνος στον καθρέφτη της μηχανής και δεν ενδιαφέρθηκε να πάρει το κλειδί. «Δε γαμιέται!». Ακολούθησε τον δικό της δρόμο, έσπρωξε τη βαριά πόρτα και βρέθηκε στο σκοτάδι των ήχων. Προφανώς το γκρουπάκι διασκεύαζε Humble Pie εκείνη την ώρα –καταφανώς το έκανε με άσχημο τρόπο. Βρήκε τα σκαλιά ψηλαφίζοντας με τις άκρες των παπουτσιών του.
Μαλλιάδες. Που βρέθηκαν οι μαλλιάδες τέτοια εποχή; Προχώρησε διακριτικά. Δεν είχε πολύ κόσμο το μαγαζί, σερβιρίστηκε γρήγορα ένα ποτό κι έμεινε να χαζεύει διστακτικά την πίστα. Δεν ήθελε να την ψάξει στον χώρο –όχι ακόμα, όχι πριν κάνει μια πρόχειρη χαρτογράφηση στο μυαλό του.
«Άλλαξες γνώμη και ήρθες τελικά παππούλη;» του γέλασε εκείνη τραβώντας τον από το μανίκι. Τελικά δεν θα χρειαζόταν να την ψάξει.
«Ναι … είπα …»
«Καλά το είπες!» ξεκαρδίστηκε η πιτσιρίκα. «Βλέπεις τον μπασίστα; Είναι φίλος μου –καλός δεν είναι;»
«Εντάξει –όχι πολύ».
«Τι στριμμένο άντερο που είσαι!»
Σώπασαν καθώς το συγκρότημα περνούσε στην ασεβή εκτέλεση του «Better by you, better than me».
«Ανεπίδεκτοι», του ψιθύρισε εκείνη.
«Αυτό λέω κι εγώ», είπε για να δεχτεί μια ξεγυρισμένη τσιμπιά.
«Το όνομά τους είναι ‘Ανεπίδεκτοι’! Τι κακός που είσαι!»
Δεν γινόταν. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Δεν υπήρχε περίπτωση να φλερτάρει με αυτή τη μικρή και δεν είχε καμιά διάθεση να φύγει από το μαγαζί. Σκέτος γκρεμός.
«Πες μου για την κοπέλα»
«Ποια κοπέλα;»
«Αυτή με το φιδάκι».
«Ήταν μια κοπέλα. Αγαπιόμασταν –υποθέτω. Μετά πλήτταμε. Υποθέτω. Και μετά –τίποτα».
«Αλλά έχεις μετανιώσει –έτσι;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Σε είδα πως κοίταζες το μενταγιόν. Ακόμα την ψάχνεις;»
«Και τι σε νοιάζει εσένα; Στενός κορσές μου έγινες –άσε με να πιω το ποτό μου!»
Η μικρή μαζεύτηκε. Την είδε με την άκρη του ματιού του να κοιτάζει πίσω από τα μπουκάλια. Νευρίασε ακόμα περισσότερο –οι συγνώμες δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Ούτε οι παρηγοριές. Κι αν άνοιγε η πόρτα την επόμενη στιγμή για να μπει εκείνη; Πόσο γελοίο θέμα –αυτός, με περιττά κιλά να σαλιαρίζει, πεσμένος δίπλα σε μια πιτσιρίκα! Τι ήθελε εδώ; Γιατί ήρθε από την αρχή;
«Φεύγω»
«Στο καλό», χωρίς να τον κοιτάζει.
«Συγνώμη –ήμουν απότομος».
«Δεν πειράζει».
«Φεύγω».
«Να είσαι καλά».
«Συγνώμη για όλα».
«Δεν το εννοείς».
«Δεν το εννοώ».
Κατέβασε το υπόλοιπο ποτό του βιαστικά. Άφησε τα χρήματα πάνω στον πάγκο και θα έφευγε … Η πόρτα άνοιξε και μπήκε εκείνη. Η μπάντα διασκεύαζε το «No sleep till Brooklyn» για όνομα του Θεού! Εκείνη κατέβηκε διστακτικά τα σκαλιά. Δεν ήταν εκείνη.
Εξακολουθούσε όμως να την κοιτάζει. Της έμοιαζε κάπως –όχι πολύ. Ίσως και πολύ, είχαν περάσει 15 χρόνια από τότε που την είχε δει για τελευταία φορά.
«Συμβαίνει κάτι και με κοιτάζετε;» του είπε η γυναίκα, πλησιάζοντας.
«Μου θυμίζετε κάποια γνωστή μου. Αυτό είναι όλο».
«Ενδιαφέρον. Δεν θα πρέπει να ήταν πολύ όμορφη η γνωστή σας».
«Το αντίθετο θα έλεγα».
«Κολακευτικό αυτό. Ή κάνω λάθος;»
«Τα λάθη είναι ανθρώπινα. Να σας κεράσω ένα ποτό;»
«Απαρχαιωμένος τρόπος για να κάνεις καμάκι!» γέλασε η γυναίκα.
«Σε αυτό συμφωνώ απολύτως», προσπάθησε εκείνος να μετατρέψει την αμηχανία σε αινιγματικότητα.
Η μικρή κοίταζε ακόμα τα μπουκάλια. Η γυναίκα δίπλα του ήταν πολύ λιγότερο ελκυστική από εκείνη. Εκείνη τη μικρή κι εκείνη την παλιά. Λιγότερο ελκυστική ακόμα και από την γυναίκα του που έκρυβε
Η γυναίκα ήταν χωρισμένη πρόσφατα. Είχε έναν γιο που τώρα κοιμόταν στης μητέρας της. Ευχαριστημένη από τη ζωή της γενικώς και εκνευρισμένη από το γουρούνι τον πρώην άντρα της. Μονίμως. Απόψε το βράδυ είχε βγει με φίλες –έμενε εδώ κοντά, σταμάτησε για ένα τελευταίο ποτό.
«Εσύ;»
Της είπε πως ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος από το Βορρά. Ζούμε μόνος σε ένα λοφτ με θέα το λιμάνι. Είχε έρθει για δουλειές και (αυτό το τόνισε με έξτρα γυάλισμα στα μάτια) διασκέδαση. Είχε μια μηχανή … Σταμάτησε. Συνειδητοποίησε πως το κράνος βρισκόταν ακόμα πάνω στη μηχανή, όπως και το κλειδί. Τι μαλάκας! Θα μπορούσε να την πάρει κάποιος πιτσιρικάς, έτσι για πλάκα –πως θα γύριζε σπίτι του μετά; Ζήτησε συγνώμη και ξεκίνησε για έξω. Το συγκρότημα έπαιζε «Το Βάρος». «Σήκωσα τη βαλίτσα μου και ξεκίνησα να βρω ένα μέρος για να κρυφτώ/ όταν είδα την Κάρμεν με τον Διάβολο να περπατάνε πλάι-πλάι/ Είπα ‘Κάρμεν, έλα να πάμε στις κάτω γειτονιές’/ Εκείνη είπε ‘Πρέπει να φύγω, αλλά ο φιλαράκος μου μπορεί να σου κάνει παρέα’». Δεν είχε σημασία.
Βρήκε την πιτσιρίκα στην πλατεία. Κοντά στη μηχανή του.
«Τι κάνεις εδώ;»
«Τίποτα».
Σιωπή.
«Την πρόσεχα».
«Σε ευχαριστώ. Αλλά που ήξερες ότι έχω αφήσει το κλειδί επάνω;»
«Βασικά, δεν είχες το κράνος μαζί σου …»
«Για προηγουμένως …»
«Καταλαβαίνω».
«Δεν είμαι σίγουρος. Εδώ, εγώ δεν καταλαβαίνω απόλυτα».
«Μην κουράζεσαι. Ήρθες να πάρεις τα πράγματά σου. Πάρτα και πήγαινε πάλι μέσα. Εγώ λέω να πάω σπίτι».
Την κοίταζε και είχε αποφασίσει πως αυτή η κατάληξη θα ήταν όντως η πιο βολική.
«Στάσου. Τι ακριβώς ήθελες από εμένα;»
«Να πάω μια βόλτα με τη μηχανή σου. Να με φέρεις μέχρι εδώ. Εντάξει … δεν τρελαινόμουν να προσέχω τα πράγματά σου, αλλά …»
Έσκυψε προς το μέρος της, σχεδόν την άγγιξε.
«Συγνώμη. Το εννοώ. Τόσο πολύ που αν ο χρόνος γύριζε πίσω, θα έκανα τα πάντα για να είμαστε μαζί. Αλλά τότε, δεν ήμουν … δεν μπορούσα. Πίστευα …. ξέρεις τώρα … Ότι τα πάθη είναι μοιραία, ότι πρέπει πάντα να κυνηγάμε την ένταση. Δεν ανεχόμουν λιγότερα και γι΄αυτό έμεινα χωρίς τίποτα από σένα. Μετά κατάλαβα και σε έψαξα, αλλά … Μαλακίες. Είμαι καλά στη ζωή μου και αυτή ήταν η μόνη ζωή που θα μπορούσα να έχω. Θύμωνα γιατί δεν φτάσαμε το ιδανικό, τώρα δε με πειράζει το κοινότυπο. Το απαραίτητο. Θέμα απαιτήσεων –κατάλαβες; Ζητάς τα πάντα και δεν έχεις τίποτα, ζητάς το ελάχιστο και μπορεί να βρεθείς με τα πάντα. Κοινοτυπίες –έτσι; Συγνώμη και πάλι. Δεν θα μπορούσα να το πω διαφορετικά –μιλάμε όπως ζούμε. Έτσι δεν είναι;»
Η πιτσιρίκα τον παρακολουθούσε αμίλητη. Έμοιαζε να δέχεται τον ρόλο της, ίσως και όχι. Αμίλητη.
«Εντάξει; Τελείωσες; Λέω να πηγαίνω». Αμείλικτη. Ίσως και όχι.
Την κράτησε απότομα από τον ώμο και έβγαλε το μενταγιόν.
«Δικό σου. Κάνε μου τη χάρη! Και η μηχανή. Δεν χρειάζεται να την έχω. Δικιά σου. Με την προϋπόθεση να την κάνεις αγνώριστη, δεν αντέχω να σας ψάχνω στους δρόμους. Θέλω να χαθείτε. Μπορείς να το κάνεις;»
Στράφηκε προς το μέρος του σκεπτική.
«Καλά έκανες κι έφυγες. Πήγαινε σπίτι σου τώρα», του είπε μητρικά αυτή η μικροσκοπική κοπελίτσα. Μετά, έβαλε μπροστά τη μηχανή και χάθηκε με ένα φίδι να γυαλίζει πάνω στη μαύρη μπλούζα της. Κι αυτός δεν την είδε που έφευγε.
Δεν δυσκολεύτηκε να βρει ΤΑΞΙ τελικά. Μόνο που κουδούνιζε το κεφάλι του από κάτι ποπ σκυλάδικα στο ράδιο και την πολυλογία του ταξιτζή. Γι΄αυτό ανακουφίστηκε όταν ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του. Πέταξε τα ρούχα του στα άπλυτα –σίγουρα θα βρωμοκοπούσαν τσιγάρο –άνοιξε την τηλεόραση, κουλουριασμένος στον καναπέ και αποκοιμήθηκε πριν ολοκληρώσει το πρώτο του ζάπινγκ.
Το πρωί τον ξύπνησε το τηλέφωνο –η γυναίκα του από την παραλία μαζί με τα παιδιά και η θάλασσα ήταν λάδι. Ξανακοιμήθηκε αμέσως μετά.
Το μεσημέρι τον ξύπνησε το τηλέφωνο –ο δικός του απογοητευμένος γιατί τα σύγχρονα γκομενάκια είναι όλο λόγια κι όταν πας να προχωρήσεις σου κολλάνε μια ξενέρα κατάμουτρα. Να έχεις να πορεύεσαι. Δεν ξανακοιμήθηκε.
Θυμήθηκε τη γυναίκα που είχε στήσει το προηγούμενο βράδυ, αυτή που θα τον περίμενε να πιούν παρέα το κερασμένο ποτό. Γιατί την είχε στήσει; Δεν θυμόταν καλά.
Το απόγευμα ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Ο δικός του ήθελε να κανονίσουν για το βράδυ –αρνήθηκε, δεν είχε όρεξη.
«Έγινε τίποτα χτες ρε μαλάκα; Σε άκουσα κάπως την τελευταία φορά».
«Τίποτα, τίποτα. Βρήκα μόνο μια παλιά μου γνωστή».
«Ποια;»
«Καμιά».
Ξανακοιμήθηκε αμέσως μετά. Χωρίς να ανοίξει τηλεόραση. Ήρθε στον ύπνο του, όπως και τόσες άλλες φορές.
«Γειά σου».
«Ποια είσαι;»
«Δεν με θυμάσαι;»
«Δεν είμαι σίγουρος».
«Καλύτερα».
51 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Το οξύ βράζει στο καζάνι της μάγισσας
it trips over κι απλώνεται πάνω από την πόλη
μπερδεμένα τσιρικιπιά που δεν έμαθαν ακόμα να μετράνε με δεκαετίες
βλέμματα που προσπαθούν να χαθούν αντί να κοιτάνε το ρολόι τοίχου για ισοβίτες
ζωές που θα θέλαμε να τις ζήσουμε αλλιώς
μέρες που θα θέλαμε απλά να τις ζήσουμε
νοσταλγία για όσα δεν γνωρίσαμε ποτέ
το οξύ δεν ξεθυμαίνει ποτέ
απλά όσο περνούν τα χρόνια το μοιράζεσαι και γίνεται νοιάξιμο και χαμόγελο και σιωπηλή κατανόηση και νυσταγμένο όνειρο μια βραδιάς με καλώδια καπνό και feedback που δεν τελείωσε ποτέ
we are
toxic
and we care
κανα δεκαλεπτο τωρα γράφω σχολιο και το ξανασβήνω.
Τι να πω;
μπράβο ρε φιλε
φοβερό
όντως δεν μπορείς να σχολιάσεις ένα κείμενο που σε έχει αφήσει άφωνο..μερικές φορές, είδες, μια μικρή και βαρετή βόλτα σε πάει ένα βήμα πιο μακρια....καταπληκτικός,boy!
μιλαμε οπως ζουμε...ετσι δεν ειναι?
ετσι πιστευω και συ αν ζεις οπως μιλας τοτε (τι να πω?) εισαι τυχερος ανθρωπος.
μιλα μας!
Γέρο μου, ξεμένεις από τίτλους..
Στεχανωρέθηκα λίγο.
tomboy το παρατηρησα και γω αλλα ειπα να μη το επισημανω.
θα 'χε τους λογους του σκεφτηκα αλλα αφου το ανεφερες αν θελει ας μας τους πει.
δεν πιστευω οτι ειναι θεμα ελλειψης εμπνευσης.
ειμαι πολλη περιεργη να μαθω.
Raz δεν είμαι σίγουρος πως κατάλαβα το σχόλιό σου -αλλά είμαι σίγουρος οτι μου άρεσε. Το ποστ μου αυτό το είχα για ψιλοχάλια, αλλά αν μπορεί να βγάλει τέτοια σχόλια ... κάτι θα έχει.
Lex, άσε τα μπράβο ρε συ. Μου έχουν λείψει οι ιστορίες σου -άσε τις ρακέτες και στρώσου. Αν και το καινούργιο στυλ του μπλογκ σου μου αρέσει πολύ. Λοιπόν, χέστηκα -άνοιξε 2 μπλογκς. Ένα έτσι ένα αλλιώς.
numb ευχαριστώ. Δεν είμαι σίγουρος για το που ακριβώς πήγαινε και αν κατέληξε εκεί που ήθελα. Ψέμματα -είμαι σίγουρος οτι δεν κατέληξε εκεί που ήθελα.
lifewispers -ε όχι και άφωνο. Τα παραλές και σε ευχαριστώ γι΄αυτό.
blogoios μιλάμε; ζούμε; Αμφιβάλλω.
Tomboy μη στεναχωριέσαι καλό μου. Αυτό είναι κάτι αισιόδοξο και συνάμα το πιο επιστημονικής φαντασίας που έχω γράψει. Χμ, μπορεί να ξεμένω από τίτλους (και ίσως από ιδέες) αλλά όχι στη συγκεκριμένη φάση. 2 λάθη δεν κάνουν 1 σωστό, αλλά 2 -έτσι; Θυμάσαι το τραγούδι από το οποίο είναι παρμένοι οι στίχοι; Ε, αυτό είναι το νόημα και του συγκεκριμένου ποστ -από την άλλη πλευρά. (Άντε, με κάνεις να αποκαλύψω από που κλέβω).
απο τη στιγμη που υπαρχουμε εχουμε χρεος και να μιλαμε και να ζουμε.
τωρα κατα ποσο το κανουμε ολοι αυτο ειναι αλλη ιστορια.
αν παντως καταφερνουμε να μιλαμε και να ζουμε εξισου και το αντιθετο τοτε ολα νομιζω ειναι τα παντα πιο ομορφα.
και εννοω αληθινα.να ζουμε και να μιλαμε με συνεπεια.
τωρα αν μου επιτρεπεται να κρινω απο τα γραπτα σου τοτε εσυ τουλαχιστον εισαι σε πολυ καλο δρομο. ¨:)
i'll elaborate if you wish..
Ένσταση ρε!
Ένσταση!
(Ετεροχρονισμένη βέβαια κι ίσως πεις άκυρη γιατί μιλάς για δεκαετεία στα δεύτερα -αντα, σε άλλη φάση ζωής με άλλες απαιτήσεις, αλλά όπως βλέπεις και το Ραζοπούλι το 'πιασε απ' αλλού το θέμα - λοιπόν...)
Ένσταση!
Γιατί το ποια τι και το ποια πως ξεχνάς και θυμάσαι είναι και δικό μας θέμα, έτσι δεν είναι, όχι μόνο των περιστάσεων και των καταστάσεων. Μην την δούμε ντετερμινιστικά τη δουλειά, γιατί αρχίζει και γυαλίζει το μάτι μου.
:Ρ
Κι Ένσταση 2η - καλά άλλον δικό του δεν έχει; Ο τύπος δλδ που ξερογλείφεται με τα 16χρονα παίζει σ'ένα γήπεδο μόνος του;
:P
!!!!!
Σκιές, για το ποια και το πως είναι μόνο θέμα των πει(κατα)στάσεων, επειδή ακριβώς δεν το βλέπω ντετερμινιστικά. Κοίτα δυο πράγματα:
1. Το όνειρο υπάρχει μόνο σαν απραγματοποίητο. Αλλιώς θολώνει.
2. Η καθημερινότητα είναι συμβάσεις που υπογράφονται από τη δειλία μας.
Και ένα 3. για πάρτη σου (ψέμματα λέω, δεν είναι μόνο για πάρτη σου): Όλα αυτά δεν ισχύουν αν πάρεις στα χέρια σου το όνειρο και αποδεχτείς να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου μέσα στους εφιάλτες. Ένα λεπτό για 10 χρόνια -κάπως έτσι, ας πούμε, πάει η αναλογία (και στο υπογράφω -τον κλέβεις κιόλας τον μαλάκα).
Έχει κι άλλους δικούς του ρε συ. Άλλους σαν κι αυτόν που φοβούνται να περάσουν το φράχτη και άλλους που δεν βλέπουν φράχτες αλλά δεν πήγαν διακοπές ακόμα οι οικογένειές τους. Γιατί αυτό το ποστάκι πήγαινε στους παλιούς μου φίλους που τώρα έχουμε ξεκόψει λόγω υποχρεώσεων.
Atg -ευχαριστώ για την αντοχή σου πιτσιρίκι.
ναι-αν και δεν το πολυκατάλαβα με την πρώτη φορά.
Με έχεις κάνει πάααρα πολύ καχύποπτη με τους γάμους ρε φίλε!
Cherry, (καλωσόρισες εξαφανισμένη) -όχι βρε παιδάκι μου. Δηλαδή, εννοώ πως δεν είναι απαραίτητο κάθε καλοκάγαθη γριούλα να δηλητηριάζει μοναχικούς γεράκους και δεν είναι απαραίτητο ένα ολόκληρο τραίνο να σκοτώνει έναν επιβάτη. Άλλα φανταζόμαστε και άλλα μπορούμε.
πολυ εντονο το κειμενο σου... ως αναγνωστης μου εβγαλε πολλα συναισθηματα (και δεν το περιμενα)... εβαλα τον εαυτο μου στη θεση του 'ηρωα' (ή του 'αντι-ηρωα' αν προτιμας), φανταστηκα πως θα ειναι η κουβεντα μου με τη μικρη, η εικονα της να φευγει με τη μηχανη μου... το ενδιαφερον που θα μου εδειχνε, η αντιδραση μου στην αλλη που θα εμπαινε στο μαγαζι (αν και προσωπικα θα προτιμουσα την μικρη, θες η ανεμελια που βγαζει, θες η ανεξαρτησια, ο δυναμισμος της...). σκεψου οτι με αφησε με την πικρια οταν εφυγε η μικρη με τη μηχανη χωρις να αφησει καποιο σημαδι επαφης (φανταζομαι ολοι/ες εχουμε βρεθει σε παρομοια φαση και ολοι/ες εχουμε μετανοιωσει που καποια/ον αφησαμε να φυγει ετσι).
αν το δεις με αριστοτελικους ορους, η ιστορια σου ειναι μια τραγωδια (οπου στο τελος ερχεται η καθαρση). ελπιζω να συνεχισεις να γραφεις με αυτο τον τροπο (ή και καλυτερα). εγω παντως θα συνεχισω να σε διαβαζω.
καλο ξημερωμα συντροφε.
υγ. θα σου ελεγα οτι μου θυμισες το υφος του μπαμπασακη... ειχε και μια νοτα καταστασιακων (δημιουργησε μια καινουργια κατασταση τοσο για τον συγγραφεα -φανταζομαι- οσο και για τον θεατη -θελω να πιστευω). το θεμα ειναι πως ειπα να γραψω ενα μικρο σχολιο και θα καταληξω σε ολοκληρη ιστορια...
Να σε πάρει ο διάβολος ρε, άντε και συγκινήθηκα πρωινιάτικα. Εκπληκτικοί οι διάλογοι. Θα με κάνεις τώρα να ψάχνω φράγκα να πάω τη "δικιά" μου για σερβις. Αλλά να το ξέρεις, ΕΣΕΝΑ θα φωνάξω για να σπρώξεις και να τη βάλω μπροστά!
ΥΓ: Για να σου κάνω τον έξυπνο τώρα, «Σε πειράζει επειδή μου το είχε κάνει δώρο ο πρώην;», νομίζω πως εννοούσες «H πρώην». Μικρό το κακό βέβαια αλλά μιας και δεν έχεις προσλάβει επιμελητή -ακόμα- ανέλαβα εθελοντικά το ρόλο.
To 3 δεν το κατάλαβα...
Ίσως και να 'χεις δίκιο, απλά με ερεθίζεις τώρα να ρωτήσω τι είναι "όνειρο". Γιατί για μένα αυτό που λένε όνειρο δεν είναι κάτι υπερβατικό, προϊόν αναχώρητικής διάθεσης (αυτό το λέω ματαιοδοξία) αλλά κάτι που κάθε φορά στέκει λίγο παραπέρα από κεί που είσαι, φτιαγμένο από τα υλικά της ίδιας της ζωής που ζείς.
Κι αλοίμονο μου, αν αυτά τα όνειρα είναι ανανεώσιμες πηγές άγχους και μηχανικοί κατασκευαστικής εταιρείας φραχτών - παρεμπιπτόντως, δεν μιλάω για όνειρα που αφορούν τον κόσμο αλλά για κείνα που βρίσκονται σε πιο προσωπικό επίπεδο..μην την πάμε εκεί την κουβέντα.
Πολλή παραίτηση και απογοήτευση σε επικίνδυνο κοκτέιλ για την ηλικία μας!!! Να ανεβάσουμε λίγο τα γκάζια... τι λες;!
Παρα πολυ καλη ιστορια.
ζερο.
Man on the moon -επειδή φοβόμαστε αυτά που μας συναρπάζουν, προτιμούμε αυτά που μπορούμε εύκολα να χειριστούμε. Τελικά λοιπόν, είναι μεγαλύτερη η πικρία όταν φεύγει η όποια αυτή -αλλά αμέσως μετά αντικαθίσταται από την ανακούφιση. Συνήθως. Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου -δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο ευχάριστο είναι για μένα να διαβάζω σχόλια -σεντόνια. Νιώθω, ίσως, και λιγότερο ένοχος για τα ποστ -σεντόνια, χεχε.
Καλή συνέχεια να 'χουμε.
Παλιόγερε, μέσα στο κεφάλι μου είσαι ακόμα; Την ιστορία αυτή την έκανα σε μια προσπάθεια να δω αν μπορώ να τα καταφέρω στους διαλόγους, περιορίζοντας ακόμα και το ποιος λέει τι. Α και μη μου κάνεις τον έξυπνο -"ο πρώην" είναι κανονικά. Πρόκειται για παλιότερο διάλογο (όπως όλα τα μπολντ) ανάμεσα σε αυτόν και την πρώην γκόμενά του.
Παλιόγερε νο2: να τη φτιάξεις ρε, καλοκαίρι έρχεται. Αν δεν πάμε τώρα τις γύρες μας για καμιά βουτιά κατά το φασκελονήσι -πότε θα πάμε; Να σπρώξω; Χμ, ναι, εντάξει -αλλά έχω χχχχιαστό.
Σκιές, όνειρο είναι αυτό που όταν το έχεις δεν θέλεις τίποτα άλλο. Αυτό που σε κάνει να λες -εντάξει, έφτασα, να καθίσω λίγο πριν το χάσω. Να το ζήσω πριν μου το πάρουν. Αυτό είναι όνειρο. Για μένα ξέρεις ποια, για σένα ... άντε να δούμε. Όταν ζεις στο όνειρο δεν έχεις άγχος, όπως ας πούμε όταν τρως καυτερά δεν τσούζει ο κώλος σου. Μετά έρχονται αυτά.
Τρελλογιατρέ μου!!! είχα δύσκολη βδομάδα γι΄αυτό. Επανέρχομαι όμως - καθότι η ηλίκια η παρούσα εστί πεταχτούλα. Θα με δεις λίαν συντόμως (θα σε δούμε όμως κι εμείς, τοιουτοτρόπως και παντιοτρόπως;)
Ευχαριστώ ρε zero. Και κυρίως, ευχαριστώ για τα τελευταία ποστ σου.
δεν εχω σχολια παρα μονο οτι οι μινι τζιν και τα σταρακια ξαναειναι στη μοδο ρε τυφλακα που εχεις ματια για solo una pitsirika.
Διαβασα την ιστορια δυο φορες σε δυο μερες. Καθε φορα "εζησα" την ιστορια με διαφορετικο τροπο και για μενα αυτο ειναι που την κανει αξιολογη.
Την πρωτη φορα σκεφτηκα την ξαδερφη μου που εφυγε πριν 38 μερες τοσο αδικα, στα 22 της. Για συγκεκριμενους λογους επαιξε ενα ρολο στην ιστορια.
Την δευτερη φορα σκεφτηκα αυτη την κοπελα που γνωρισα για ενα μηνα, φιληθηκαμε για μια ωρα και την αλλη μερα ενοιωθα σαν να την ξερω χρονια. Απλα επειδη περασαμε μια ωρα που δεν θα την αλλαζα με καμμια αλλη ωρα. Επειδη την πνευματικη επαφη που ειχαμε δεν θα την αλλαζα με καμια σαρκικη επαφη.
Εχεις ακουσει για μια ομιλια-αφιερωμα στο Σεφερη σε πανεπιστημιο, οπου ακολουθησε αναλυση ενος ποιηματος του απο καποιο ακαδημαικο. Οταν αυτος ρωτησε το Σεφερη πως του φανηκε η αναλυση του, αυτος του ειπε: "ηταν παρα πολυ ωραια, αλλα δεν ειχα τιποτα απο αυτα στο μυαλο μου οταν εγραφα το ποιημα. Δεν εχει ομως σημασια αυτο, το νοημα μιας ιστοριας ειναι αυτο που καταλαβαινει ο καθενας".
Respect για την κινηματογραφικη σου αφηγηση. Ολα ηταν κινηματογραφικα, ειδικα αυτο με τους διαλογους με τα εντονα, το ειχα καταλαβει στη ροη οτι ηταν στο παρελθον. Θα ηθελα πολυ να αρχισω κατι, να στο δωσω να συνεχισεις, να συνεχισω ξανα εγω κοκ...
Αν κάθε στιγμή που περνάει, παραιτείσαι από την προηγούμενη, μπορείς να κάνεις όνειρα.
marquee σε αυτό που λες -υπάρχουν δύο εκδοχές:
1. Είδες τι επίδραση ασκώ ο κιαρατάς; Με το που γράφω κάτι τρέχει η νεολαία να το κάνει μόδα.
2. Τώρα, σοβαρά, έχεις πάει σε πάρτυ "χρυσή δεκαετία 80" με μπλιτζοτράγουδα και έχει δει σταράκια και μαύρες μπλούζες; Δε ζούμε όλοι ντάουνταουν ρε!
nihardal σαφώς και η κάθε ιστορία παίρνει τον δικό της δρόμο όσο γράφεται και ο κάθε αναγνώστης διαβάζει τα δικά του πράγματα σε αυτήν. Εδώ, άλλωστε, βρίσκεται και η χαρά του μπλογκ -οτι μπορώ κι εγώ να διαβάσω τις διαφορετικές οπτικές ανθρώπων που συνήθως τους θεωρώ φίλους μου. Ε, αυτό αξίζει να στρωθώ για να γράψω μια ιστορία -σε διαβεβαιώ. Αυτό το συνεχόμενο που λες -ξέρω το κατάλληλο άτομο (γιατί εγώ είμαι ακατάστατος). Αν σε ενδιαφέρει στείλε μέιλ να σε φέρω σε επαφή -κι αυτός ψάχνει για συνεργατική ιστορία για να τον βάζει κάποιος άλλος στο λούκι της γραφής.
paperflowers, πιτσιρίκι μου φαίνεσαι κι αυτό δεν είναι κακό φυσικά. Στην αρχή ναι -πρέπει να παραιτηθείς από αυτά που σε κρατάνε πίσω για να ονειρευτείς. Μετά όμως, ίσως να χρειαστεί να επιστρέψεις και να ξαναρχίσεις ή να το ξαναπιάσεις από κάποιο σημείο.Κομβικό πλέον.
επιτελους ενα παλιο καλο ιστοριακι του μοτορ. εγω θα απομονωσω το εξης "Που πήγαν εκείνα τα κορίτσια με τις μίνι τζιν φούστες; Με τα all star ή τις καστόρινες μπότες και τα μαύρα μπλουζάκια; Προφανώς κατέληξαν πίσω από καρότσια μωρών –με περιττά κιλά και θολό βλέμμα." γιατι το εζησα πριν μερικες μερες...ολα απο τη ζωη ειναι βγαλμενα μεγαλε μοτορ.....
Καλώς τον και σε ήθελα. Διάβασε από πάνω τα σχόλια του nihardal. Μου φαίνεται πως μπορείτε να κάνετε ένα ντουετάκι -για να αρχίσεις κι εσύ να γράφεις μέσω πίεσης. Τι λες;
Υ.Γ.: Κακό πράγμα τα καρότσια αδερφάκι μου και το χειρότερο είναι πως ξέρουμε οτι σε κάποια φάση θα βρεθούμε κι εμείς πίσω τους. Τουλάχιστον ας είναι δίπλα σε κορίτσι με τζιν και σταράκια.
δεν αφηνω σχολια συχνα. κι αμα το κανω ξερω τι θελω να γραψω... (λεμε τωρα)
Στη προκειμενη περιπτωαση (και σε καποιες ακομα, ελαχιστε...) ξερω πως θελω να γραψω, μα σβηνω και γραφω και σβηνω...
.
Χαίρομαι για το σχόλιο περί ηλικίας. Δεν είμαι τόσο πιτσιρίκι όσο φαντάζεσαι, αλλά αυτό είναι σχετικό, άρα ποιος ξέρει... :-)
Το να παραιτείσαι από το παρελθόν δεν σημαίνει ότι δεν γυρίζεις ποτέ πίσω. Είναι σαν επίσκεψη σ'ένα σπίτι που δεν μένεις πια.
Άλλο αυτό κ άλλο να ψάχνεις στο παρελθόν προσπαθώντας να το αλλάξεις για να αλλάξει και το παρόν σου. Είναι συχνό φαινόμενο...
Αλλά έχεις κ εσύ αυτή την εμμονή με στοιχειωμένους από το παρελθόν τους άντρες, οπότε δεν ξέρω αν θα συννενοηθούμε πάλι..
Ποσο δυσκολο ειναι να επισκεφτεσαι ενα σπιτι που δε μενεις πια, μια πολη που εμενες καποτε...
Το θες τοσο πολυ αλλα οταν ερθει η ωρα ειναι τοσο επιπονο.Τιποτα δεν ειναι πια οπως το εχεις στο μυαλο σου και αυτο σε τρομαζει.Απο ενα σημειο και μετα το ενστικτο της αυτοσυντηρισης δεν σε αφηνει να το επιχειρησεις.
Ο ηρωας σου, θα ξαναεπιχειρησει επιστροφη στο παρελθον του???
finally αυτό σημαίνει πως μπορείς να κάνεις ένα ολόκληρο ποστ ή ακόμα και ένα σεντονοσχόλιο -σωστά;
paperflowers το θέμα δεν είναι να συννενοούμαστε αλλά να καταλαβαινόμαστε -κι αυτό γίνεται. Έχω την εμμονή με όλους αυτούς που είδαν την πόρτα με την επιγραφή "ανυπολόγιστο" και την έκαναν τρέχοντας πριν καν χτυπήσουν.
nihardal, οι άνθρωποι τους οποίους χρησιμοποιώ σαν παραδείγματα σε αυτές τις ιστορίες είναι πρόσφυγες με ληγμένα διαβατήρια.
ε αμα ειναι να κανουμε κανα τριο τι λες;
Α, να χαθείς πρόστυχε!
Μη με παρεξηγησετε, εγω παντως ειμαι μεσα...
Εξαλλου, μεχρι 4 ειναι δεσμος!
OK, για αλλάξτε μέιλ μεταξύ σας και ξεκινήστε λίγο-λίγο. Εγώ θα αργήσω κανένα μήνα γιατί θα μείνω χωρίς ίντερνετ. Αλλάζω δουλειά και σύνδεση στο σπίτι βλέπετε.
εν παση τη περιπτωση(πςςςςςςςςς...) δεν νομιζω πως ολο αυτο ειναι το παρελθον. Ειναι, μαλλον, το μελλον... ολα εκεινα που προδιεγραμμενη πορεια κανουν και συμβαινουν. Ακομα κι αυτο το μελλον μπορουμε να το φαντασιωσουμε. Για το παλερθον μας διανθιζουμε τις ιστοριες τις ζωης μας. Για το μελλον μας μπορουμε να τις δημιουργησου με κι αν και ειναι μελλον, πιστευουμε πως τις πραξα με.
οχι, δεν ειμαστε (!)φαντασιοπληκτοι, Απλα μας αεσει να ζουμε...
Σιγουρα τα εντονα γραμμενα κειμενα, δεν ηταν σειρες τις ιδιας χρονικης στιγμης με το υπολοιπο κειμενο.
Ισως ενα απο τα δυο να ηταν οι σκεψεις σου απο το παρελθον ή απο το μελλον, και τ' αλλο η πραγματικοτητα στο παρελθον ή στο μελλον.
Δεν εχει σημασια να κανω αναλυση, διοτι αυτα που θα πω και ηδη ειπα δεν ειναι παρα σκεψεις την στιγμη που γραφονται.
Και στο κατω κατω της γραφης... Τι σημασια εχει η αναλυση;;;
Ειναι ο λογος σου αυτος που με ταξιδεψε. Η μεστη σου γραφη και μαζι και η τρυφερη εσωτερικη ματια σου, χωρις να γινεται ξενερουα.
Γιατι ουσιαστικα δεν μου αφησες την εντυπωση πως μιλας για γυναικες και εκεινος ο φιλος δεν ξερω κατα ποσο ήταν ενας ανθρωπος- φιλος.
Βεβαια, ακομα - ακομα, μπορει να κανω λαθος... καμια σημασια, κανενα νοημα.
Μου αρεσε οτι διαβασα, με ταξιδεψε οπως σου ειπα... και ΝΑΙ! Μπορω να γραφω σεντονια. Κι αυτο το σχολιο πιστεψε με Δεν ειναι δειγμα!!!
(φαντασου δλδ...!!!)
κι ισως, παλι, να 'ναι που πεθαινω για μηχανες και αναβατες
Έχεις, εν πολλοίς (ε;), δίκιο. Το παρελθόν και το μέλλον είναι ενιαία όταν τα βλέπεις από το παρόν. Γιατί περιλαμβάνουν όχι μόνο αυτά που έκανες, αλλά κι αυτά που θα ήθελες να έχεις κάνει. Είναι εκείνο το πράγμα που λέμε "αν όμως έλεγα το χ στη συγκεκριμένη στιγμή πως θα ήταν τα πράγματα;" Κι αυτό είναι πέρα από παρελθόν και μέλλον.
Δεν γράφω για γυναίκες γιατί δεν τις ξέρω. Γράφω για μένα και για φίλους -όπως εσύ για παράδειγμα.
Και πάντα φοβάμαι το γλυκανάλατο, γιατί είναι μόνο δυο εκατοστά πιο δίπλα από το συγκινισιακό -το ένα σου φέρνει ξυνίλες όσο το άλλο αξίζει να ειπωθεί.
Ε, εντάξει και οι μηχανές είναι σημείο αναφοράς σε πολλές περιπτώσεις -το παραδέχομαι.
Χάρηκα πολύ με το σχόλιό σου.
ta mihanakia ti itan?
Που είσαι εσύ ρε; Εσύ δεν είσαι δηλαδή; Ένας καρχαρίας και ένας Ζούζουρας προπολεμικοί.
Είχα μέρες να διαβάσω ο,τιδήποτε..Και ήρθα και βρήκα αυτό..Δεν μπορώ να προσδιορίσω καν τι μου έκανε, κάτι μου έκανε σίγουρα και προσπαθώ να καταλάβω γιατί. Είναι που ο λόγος σου έχει 10 κιλά οικειότητας; Είναι που η γεννιά η δικιά σου με έχει στιγματίσει ιδιαίτερα; Είναι που σκέφτομαι Εκείνον στην μηχανή που δεν έχει πια; Δεν είναι το ότι ήταν μια όμορφη ιστορία (όχι πώς δεν ήταν, ήταν)..Ήταν οι λεπτομέρεις, ήταν 2-3 λέξεις, 2-3 εικόνες που την έφεραν μπροστά μου και με πόνεσαν σχεδόν..3 φορές μέσα στο κείμενο αναφέρεσαι σε περιττά κιλά, γιατί; Αναρωτιέμαι..πόσο από αυτό είναι δικό σου..ποιο από όλα τα κομματάκια..
Σε χαιρετώ αινιγματικέ μου MB.
queerdom μου,είναι μια οικειότητα που έχω ξαναδεί (όχι με πολλά άτομα βέβαια, με λίγους και, για μένα, σημαντικούς) να δημιουργείται στα μπλογκς. Μάλλον φταίει οτι τα κείμενα όλων μας είναι, κατά βάση, προσωπικά -οπότε μπορούμε να δούμε ποιος μας ταιριάζει και ποιος όχι. Δεν είναι θέμα συμφωνίας ή διαφωνίας -είναι θέμα αέρα.
Χαίρομαι που βλέπεις δικά σου πράγματα σε κείμενό μου -αυτή είναι και η μοναδική χρησιμότητα δημοσίευσης των κειμένων (τουλάχιστων των δικών μου).
Σκατογενιά είμαστε -κακώς άνοιξες παρτίδα με κάποιον από εμάς, κάποτε. Γιατί έχουμε το μοναδικό χάρισμα να μετατρέπουμε το χρυσάφι σε κάρβουνο. Και τα περιττά κιλά είναι φόρος τιμής στις μέρες καθοδικής πορείας του Μίκυ Ρουρκ και κάποιων άλλων που θα σου πω από κοντά (χρειάζεται, βλέπεις, κάποιος πρόλογος).
Δεν είμαι αινιγματικός βρε -τεμπέλης είμαι και γι΄αυτό αφήνω πράγματα να αιωρούνται.
κάθε σωστή κοπέλα που θά'θελα να ξέρω θα γούσταρε μια βόλτα με καρχαρία!
Και, σαφώς, τον καρχαρία πήρε στο τέλος -δεν χρειάζεται να το διευκρινήσω -έτσι;
Το είχα σίγουρο...
Μα γι' αυτό και τα διαβάζεις, χεχε. Την επόμενη φορά -αν εμφανίσω κανένα κομμάτι με μηχανές μη με ρωτήσεις. Πες εσύ τι είναι -εντάξει;
ok,i'll be there...
Είχε φέρει την κατάσταση εκεί που υπολόγιζε, αλλά όχι εκεί που ήθελε.
...απλά άφωνος.
Που το ξέθαψες αυτό ρε; Μένω άφωνος!
Σαραντάρηδες άφωνοι (από πόνο).
Ένα θέαμα για όλη την οικογένεια.
Χαχα, κατάλαβα. Ομοιοπαθείς!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!