Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

"Μια μέρα στη ζωή σου"

Ο Γουίλιαμ Δημητρακόπουλος είναι πολύ διασκεδαστικός τύπος. Ανανεώνει το αυτοκίνητό του κάθε δυο χρόνια, πάντα την ίδια μάρκα, το ίδιο μοντέλο –αλλά καινούργια έκδοση. Ανανεώνει την γκαρνταρόμπα του δυο φορές τον χρόνο –όχι πάντα στο ίδιο στυλ. Ανανεώνει τις σπουδές του κάθε τρίμηνο –μέσω σεμιναρίων, πληρωμένων από την εταιρεία. Ανανεώνει τις παρέες του κάθε φορά που παίρνει προαγωγή –λίγο πριν πάρει προαγωγή. Είναι πολύ ελκυστικός στις γυναίκες, αποφεύγει όμως τους μακροχρόνιους δεσμούς, δεν έχει πτυχίο Πανεπιστημίου, αλλά διαθέτει μάστερ –και λοφτ στου Ψυρρή. Η μητέρα του είναι Γερμανίδα κι ο πατέρας του, πρώην εμπορικός αντιπρόσωπος. Τον μισώ τον Γουίλιαμ Δημητρακόπουλο.

Πονάει το στομάχι μου –έλκος. Δεν αντέχω τα ποτά, τα τηγανιτά και τα κρεμμύδια. Επίσης, το σκόρδο μου ρίχνει την πίεση και παθαίνω κατάθλιψη. Κάθομαι εδώ και κάτι μέρες στο μπαρ απέναντι από το γυάλινο κτίριο της εταιρείας και τρώω τοστ ανάμεσα στον καφέ και τις βότκες. Χαζεύω τον Γουίλιαμ Δημητρακόπουλο να μπαίνει κάθε πρωί, στις 9:17 –τον περιμένω να φύγει κάθε απόγευμα. Συνήθως, λίγο μετά τις 7:30. Συνήθως. Πριν από αυτόν, μπαίνουν περίπου 200 άτομα στο γυάλινο κτίριο -μετά από αυτόν, έρχονται άλλοι 50 ή 60. Εγώ πήγαινα κάθε μέρα στις 8:15. Πριν με απολύσουν, για να δώσουν τη θέση μου στον Γουίλιαμ Δημητρακόπουλο.

Η στάχτη του τσιγάρου πέφτει στο μανίκι της καμπαρτίνας μου –τη φοράω ακόμα, γιατί σήμερα έχει τρομερή υγρασία. Συγκρατούμαι. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να τινάξεις το μανίκι σου και να ρίξεις ότι ποτήρι υπάρχει στο τραπέζι. Όχι, λάθος –υπάρχει. Κοιτάζω το ρολόι πίσω από το μπαρ, είναι μόλις 10:28 και δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως έχω πάνω από 10 ευρώ στο πορτοφόλι μου. Τέλειωσα ήδη τον καφέ, σε λίγο ο λιγδιάρης θα με ρωτήσει με ψεύτικο ενδιαφέρον αν θέλω τίποτα άλλο να μου φέρει. Πρέπει να του πω κάτι. Εντάξει, δεν είναι απαραίτητο –από την άλλη όμως -πόση ώρα θα πιάνω το τραπέζι με έναν καφέ; Πόσο να κάνει ο καφές; Σίγουρα έχω λεφτά για ένα ποτό, αλλά θα πρέπει να παραλείψω το τοστ για σήμερα. Κι αυτό θα μου τσακίσει το στομάχι –νιώθω ήδη καούρες όσο το σκέφτομαι.

Το μπαρ ανοίγει στις 8 το πρωί και κλείνει στις 12 το βράδυ. Εξυπηρετεί τα γειτονικά γραφεία -παραγγέλνουν καφέδες, τοστ, κρουασάν. Και χυμούς. Το μαγαζί λοιπόν ξεκινάει σαν καφετέρια και μετατρέπεται σε μπαρ μετά το απόγευμα. Έχει μια κοπελίτσα που κουβαλάει καφέδες στα γραφεία και τον λιγδιάρη πίσω από τη μπάρα. Έχει και μόνιμους θαμώνες –κάτι παρέες, αλογομούρηδες του κερατά. Γέροι, βρωμεροί με ιπποδρομιακές εφημερίδες –κάθονται στο μεγάλο τραπέζι της πίσω πλευράς και τσακώνονται. Προφέρουν ρομαντικά ονόματα, «Ρόδο του Καΐρου», «Γλυκιά Ανάμνηση», «Τζέζαμπελ», ανακατεμένα με γελοίες προσφωνήσεις, «Άτακτη», «Μιχαλάκης», «Τσαχπίνα». Δεν έχει σημασία –από τα χαλασμένα δόντια τους, όλες οι λέξεις βγαίνουν σα βρισιές. Και είναι δηλαδή –συνέχεια γκρινιάζουν για τα λεφτά που έχασαν. Κάθε Τετάρτη αλλάζουν τα ονόματα με πόλεις. «Μπόχουμ», «Κολωνία», «Αρμίνια Μπίλεφελντ», «Στόουκ Σίτυ», «Μπρίστον Ρόβερς», «Γκιγιαρμπακίρ». Μόνο τα χαμένα λεφτά δεν αλλάζουν και η γκρίνια.

Αυτοί δεν έχουν έρθει ακόμα, οπότε είμαι μόνος στο μπαρ. Η κοπελίτσα λείπει για παραγγελίες, ο λιγδιάρης πλένει ποτήρια κι εγώ πίνω το νερό μου. Αργά, μέχρι να τελειώσει. Μετά θα πάρω ποτό. Διαβάζω και εφημερίδα –στην αρχή την έπαιρνα για τις αγγελίες –τόσο ηλίθιος ήμουν! Ποιος θα πάρει στη δουλειά του έναν απολυμένο 54 ετών; Είχα τηλεφωνήσει σε κάποιους, νόμιζαν ότι τους κοροϊδεύω οι άνθρωποι. Σταμάτησα να τηλεφωνώ και να με κοροϊδεύω. Έχω ακόμα τα λεφτά της αποζημίωσης –υπάρχει και η δουλειά της γυναίκας μου. Δεν πρόκειται αυτή να χάσει τη δουλειά της, είναι υπάλληλος σε Δημαρχείο. Εντάξει, δεν θα πεθάνουμε –όπως δεν ζήσαμε κιόλας –σωστά;

Ήμουν, κοντά 30 χρόνια στην εταιρεία. Από τότε που τέλειωσα τη Βιομηχανική –είχα έρθει για πρακτική και μετά τον στρατό με προσέλαβαν. Καλή εταιρεία, νοικοκυρεμένη, με διοικητικό συμβούλιο. Α.Ε. Στην αρχή έκαναν κουμάντο τα παιδιά του ιδρυτή της φίρμας, μετά βαρέθηκαν. Ήταν στρωμένη η εταιρεία, έβαλαν έναν διευθύνοντα σύμβουλο και κάθισαν να τρώνε από τα έτοιμα. Επέζησα 7 διοικητικών αλλαγών, σχεδόν αλώβητος. Γιατί ανέβαινα αργά. Αν βιάζεσαι να πας πάνω, καταλήγεις στον πάτο το ίδιο γρήγορα. Εγώ δεν βιαζόμουν, γιατί άλλωστε; Μέχρι που ήρθαν οι μάνατζερς. Κωλόπαιδα από το Ντιρί, πανεπιστήμονες με αμερικάνικα πτυχία δι΄αλληλογραφίας και εγγλέζικα μεταπτυχιακά μετά κραιπάλης. Άσχετοι. Μιλούσαν πολύ και δεν έλεγαν τίποτα –φανταχτερές ιδέες, ανεφάρμοστες. Μαζί τους κι ο Γουίλιαμ Δημητρακόπουλος. Τον αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή –όλους τους αντιπαθούσα δηλαδή. Ήθελαν να κάνουν διάφορα πράγματα που τελείωναν όλα σε «ινγκ». Βασικά ήθελαν να τρώνε σε ακριβά ξενοδοχεία με τα έξοδα πληρωμένα (μήτινγκ), να πηδιούνται στη Σαντορίνη και τη Μονεμβασιά κι αυτό να το λένε συνέδριο (μπρέιν στόρμινγκ), να τυπώνουν χρωματιστές ιλλουστρασιόν παπαριές (οπερέισοναλ πλάνινγκ). Και άλλα πολλά.

Εγώ έκανα τη δουλειά μου, όπως την ήξερα τόσα χρόνια. Υπήρχε ο κανονισμός της εταιρείας και ο κανονισμός είναι σημαντικό πράγμα. Αυτοί τον έγραφαν κανονικά –εγώ τον τηρούσα. Εξοδολόγιο. Υποβολή προτάσεων διαμέσου της ιεραρχίας. Προσοντολόγιο. Στ΄αρχίδια τους όλα. Μου έφερναν χαρτιά κι εγώ έπρεπε να ξεστραβωθώ για να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Ε, όχι κι έτσι!

Η εταιρεία πήγαινε κατά διαβόλου. Ο κύκλος εργασιών συρρικνωνόταν. Το πελατολόγιο εξανεμιζόταν. Κανένας δεν ήξερε πλέον τη δουλειά του. Αυτοί έφταιγαν.

Άρχισαν απολύσεις. Πρώτα στο βοηθητικό προσωπικό, μετά στη γραμματειακή υποστήριξη. Πολλοί φοβήθηκαν –εγώ όχι. Δεν ήμουν μέσα στους υποψήφιους, έκανα καλά τη δουλειά μου, με χρειάζονταν –τόσα χρόνια ήταν αυτά. Συγχωνεύτηκαν τα τμήματα, το δικό μου και του Γουίλιαμ Δημητρακόπουλου. Μόνο που εκείνος δεν είχε τμήμα –μια ξανθιά με ασημένια νύχια που του σήκωνε τα τηλέφωνα και ότι άλλο του ήταν πεσμένο … γίνομαι χυδαίος. Λάθος –αυτός ήταν ο χυδαίος. Εγώ έκανα τη δουλειά μου όταν έχασα το τμήμα. Τους υφισταμένους μου, το γραφείο μου, τις αρμοδιότητές μου –όλα τα έδωσαν στον Γουίλιαμ και την ξανθιά. Μου ανακοίνωσαν τη λήξη της συνεργασίας μας, παράγγειλαν και κάποια τιμητική πλακέτα –δεν πήγα ποτέ να την πάρω. Να τις βάλουν στον κώλο τους τις τελετές, δεν είναι τρόπος αυτός να φέρεσαι σε έναν συνεργάτη. Τόσα χρόνια και μετά «γεια σας, η εταιρεία σας ευγνωμονεί …» -χέστηκα λοιπόν για την εταιρεία. Μου έφαγαν και τρία χιλιάρικα από την αποζημίωση –όσο κοστίζει δηλαδή ένα γεύμα του Γουίλιαμ Δημητρακόπουλου με εκπροσώπους άλλων εταιρειών. Συνήθως πάει και η ξανθιά μαζί.

Από την κεντρική είσοδο του κτιρίου βγαίνει μια παρέα, 5 με 6 άτομα. Κοστούμια. Πιτσιρικάδες με έναν συνομήλικό μου ανάμεσά τους –για να σπάνε πλάκα. Τον ξέρω αυτόν. Δούλευε στην Υποστήριξη, λούφαρε πολύ και έγλυφε ακόμα περισσότερο. Καλός άνθρωπος –με όλους. Δεν θέλω να με δει. Σκύβω. Με είδε. Κάτι έδειχνε στους πιτσιρικάδες –μάλλον τη στάση του ΜΕΤΡΟ και γύρισε προς το τζάμι. Με είδε, αλλά έστριψε το κεφάλι του απότομα. Αλλού. Ήταν καλός άνθρωπος αλλά αυτό δεν σήμαινε πως θα μπλεκόταν με ξοφλημένους. Έχουμε κάτι στα ρούχα μας, στην ανάσα μας, στα χέρια μας και όσοι είναι ακόμα μέσα φοβούνται μην κολλήσουν. Μην βρεθούν απέξω σαν εμάς. Μόλυνση. Ίωση. Λέπρα. Κατάντια.

Μίλησα τις προάλλες με μερικούς από τους άλλους απολυμένους. Έκαναν σα να μην έτρεχε τίποτα. Αστειάκια, χαζομάρες, όνειρα για διακοπές και άλλες δραστηριότητες. Δεν μπορούσαν, λέει, τόσον καιρό να ασχοληθούν με αυτά που γούσταραν. Τώρα, επιτέλους, θα είχαν τη δυνατότητα. Διάβασμα, ψάρεμα, ταξίδια, κατασκευές επίπλων, επισκευές ηλεκτρικών. Βάζω στοίχημα πως θα πεθάνουν αξύριστοι, με τις πυτζάμες, μπροστά στην τηλεόραση –κατά τη διάρκεια της μεσημεριανής ζώνης. Θα έχουν ήδη σταματήσει να κυκλοφορούν σε φιλικά σπίτια κομπάζοντας –«τους τα βρόντηξα κι έφυγα, κάθε πράγμα έχει τα όριά του, δεν θα με πηδήξουν εμένα». Τα φιλικά σπίτια δεν θα τους καλούν πλέον -κυρίως γιατί μιλάνε ακατάπαυστα και πίνουν μια κάβα στην καθισιά τους. Αυτά που γουστάρουν! Αξύριστοι, άπλυτοι, με αιώνιο πονοκέφαλο –να ακούνε για την καινούργια πλαστική κάποιας ώριμης λαϊκής καρακάξας. Με το αυτί στο τηλέφωνο, μήπως τους λυπηθεί η εταιρεία και τους ξαναπροσλάβει. Σε όποια θέση νάναι –αυτοί ήταν απαραίτητοι, δεν μπορεί, θα φανεί η απουσία τους. Δεν μπορεί! Δεν μπορούν.

Εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς. Εγώ είμαι εδώ. Με έδιωξαν από μέσα, αλλά δεν φεύγω. Θα περιμένω. Εδώ. Θα είμαι σε επιφυλακή για τη μέρα που το πρόσωπο του Γουίλιαμ Δημητρακόπουλου θα ξεπροβάλλει σκοτεινιασμένο. Και θα έρθω το επόμενο πρωί, να τον περιμένω μάταια. Θα είμαι εδώ όταν αυτός φύγει και θα κεράσω ακόμα και τους αλογομούρηδες εκείνη τη μέρα. Δεν βγαίνω από τις εξελίξεις τόσο εύκολα εγώ. 11:15. Είναι ώρα για εκείνη τη βότκα με μια φέτα λεμόνι. Θα μου διαλύσει το στομάχι –αλλά δε γαμιέται;

Ανάβω τσιγάρο παραγγέλνοντας και, ήδη, νιώθω καούρες. Τσούξιμο ανακατεμένο με σάλιο ανεβαίνει. Σφίγγω τους γιακάδες της καμπαρτίνας –ίσως φταίει η υγρασία. Ο λιγδιάρης ακουμπάει το σουβέρ προσεκτικά και άνευ λόγου. Το τραπέζι έχει να σκουπιστεί από την εποχή του Χρηματιστηρίου. Τότε ήταν πάντα γεμάτο το μαγαζί. Άνθρωποι που προσπαθούσαν να ξετρυπώσουν πληροφορίες από οικονομικές εφημερίδες. Ηλίθιοι. Ποιος τους είπε πως οι εφημερίδες δίνουν πληροφορίες; Εμπιστευτικό, λέει, το διάβασα στην εφημερίδα! Τόσο ηλίθιοι! Μετά, εξαφανίστηκαν. Μάλλον γύρισαν στις διπλοβάρδιες τους να ρεφάρουν τη χασούρα –κάποιοι αυτοκτόνησαν. Έτσι άκουσα.

Πίνω γρήγορα. Δεν θέλω να λιώσουν τα παγάκια –γι΄αυτό. Το νερωμένο ποτό μου φέρνει αναγούλα. Το κανονικό ποτό με καίει στο λαιμό. Πίνω διεκπεραιωτικά. Να τελειώσω, να πάω στο επόμενο. Ή να φύγω. Η κοπελίτσα επιστρέφει από τα γραφεία, μου κλείνει το μάτι. Με ξέρει, με θυμάται μάλλον. Με λυπάται ίσως. Αλλά δεν θέλω τέτοια –δεν τα έχω ανάγκη. Έχω γερό κομπόδεμα, την αποζημίωση –φροντίζω να μην ξοδεύω πάνω από 20 ευρώ την ημέρα –με αυτό το ρυθμό θα αργήσουν να τελειώσουν τα λεφτά. Αλλά σήμερα βρέθηκα με λιγότερα από 10 ευρώ –εκτάκτως. Ήταν εκείνο το μπρούτζινο αγαλματάκι που έδειχνε ένα φάρο, μικρό, μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Από αυτά που πουλάνε στο Μοναστηράκι, η βάση από χρωματισμένο γύψο, τα παραθυράκια σκαλιστά και κάτι ψεύτικες ακτίνες στο φανάρι της κορυφής. Στην εξωτερική τσέπη της καμπαρτίνας –χωράει μια χαρά. Φουσκώνει αλλά δεν περισσεύει. Γι΄αυτό το κολοκύθι ξόδεψα 15 ευρώ –ευτυχώς μου είχαν μείνει και κάτι ψιλά από χτες. Αγγίζω το μέταλλο συχνά –ένα εντελώς κακόγουστο αγαλματάκι. Θα ήθελα να το στήσω μπροστά μου, εδώ στο τραπέζι και να το χαζεύω. Αλλά δεν πρέπει. Θα ήταν λάθος.

Το ρολόι πίσω από τη μπάρα έχει κολλήσει. Η βότκα έχει τελειώσει. Αποφεύγω να δω την ώρα. Ο λιγδιάρης φωνάζει στην πιτσιρίκα. Κάπου τα σκάτωσε με τα ρέστα, κάποια παραγγελία έκανε λάθος. Κάτι τέτοιο. Η πιτσιρίκα δεν μιλάει. Στην αρχή πήγε να δικαιολογηθεί, αλλά θα έπρεπε να ξέρει πως δεν υπάρχουν δικαιολογίες οι οποίες να ευσταθούν ενώπιον ενός λιγδιάρη. Το βουλώνει λοιπόν και καταπίνει την κατσάδα –κατακόκκινη, αλλά έμπειρη. Εκείνος την πλησιάζει και μάλλον με δείχνει. Θέλει να με ξεφορτωθεί. Σε λίγο θα πλακώσουν τα μικροστελέχια για έναν γρήγορο καφέ, μετά το φαγητό. Κάθε μέρα ελπίζει πως θα χρειαστεί όλα τα τραπέζια, κάθε μέρα κάνει λάθος. Χαίρομαι. Απογοητεύεται. Αλλά δεν το δείχνει. Άργησαν και οι αλογομούρηδες σήμερα –ποιος ξέρει γιατί.

Παραγγέλνω μια κοκακόλα –δεν έχω λεφτά για περισσότερα. Σήμερα τουλάχιστον. Ο λιγδιάρης ξινίζει, η πιτσιρίκα βαριέται αλλά με σερβίρει. Σηκώνομαι να πάω στην τουαλέτα και πολύ το άργησα. Συνήθως κατουριέμαι αμέσως μετά τον καφέ. Αλλά σήμερα είμαι κάπως αδρανής. Σα να έχω σταματήσει τις λειτουργίες του οργανισμού μου –περίεργο πράγμα. Το αγαλματάκι χτυπάει στο ξύλο της πόρτας καθώς μπαίνω –βαρύ πράγμα, μασίφ. Φτύνω στη λεκάνη γιατί το στομάχι μου εκκρίνει σκέτα οξέα, μόνο αυτό δεν αδράνησε κατά πως φαίνεται. Αηδιάζω. Δεν είμαι καλά και ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Δεν θέλω να κοιταχτώ στον καθρέφτη όσο πλένω τα χέρια μου –είμαι σε άθλια κατάσταση, κολλημένες τούφες στη μέση μια προχωρημένης φαλάκρας. Δεν με αντέχω –απορώ πως δεν με πετάει στο δρόμο η γυναίκα μου. Με έχει συνηθίσει μάλλον –όπως τα έπιπλα και την ηλεκτρική κουζίνα. Δεν δουλεύει η κουζίνα, δηλαδή δεν δουλεύουν τα δύο από τα τέσσερα μάτια. Κι ο φούρνος χάνει. Πρέπει να τα φτιάξω –πρόβλημα στις αντιστάσεις και χαλαρωμένα λάστιχα μόνωσης. Τα καταφέρνω σε αυτά, μάλλον είναι το μόνο πράγμα που καταφέρνω πλέον. Πλένω τα χέρια μου και ξαναμπαίνω στην τουαλέτα. Βγάζω το αγαλματάκι. Το ζυγίζω στην παλάμη μου. Βαρύ. Λείες, λουστραρισμένες πλευρές, εύκολα γλιστράει. Αιχμηρή κορυφή. Πάλι στην τσέπη.

Κάποιος κάθεται στο τραπέζι μου. Τρίβω τα μάτια –αδύνατο! Όλο το μαγαζί άδειο κι αυτός πήγε να καθίσει στο δικό μου τραπέζι; Πλησιάζω, ζητάω συγνώμη, εδώ κάθομαι εγώ. Το ξέρει –εμένα περιμένει. Κάθομαι αμήχανα μάλλον. Μου συστήνεται. Δεν συγκρατώ το όνομά του –είναι από το σωματείο οικονομικών και διοικητικών υπαλλήλων. Έμαθαν για τις απολύσεις, έχουν έρθει σε επαφή με όλους τους υπόλοιπους που έδιωξε η εταιρεία. Κάποιος τους είπε που θα με βρουν. Με βρήκαν. Κοιτάζω τον άνθρωπο. Είναι πάνω-κάτω στην ηλικία μου. Τον αφήνω να συνεχίσει.

Το σωματείο θα κυνηγήσει την υπόθεσή μας δικαστικά. Έχουν δικηγόρους, σε εμάς δεν θα στοιχίσει τίποτα. Αρκεί μόνο να τους δώσουμε εξουσιοδότηση. Και τι θα βγάλουμε με αυτό; Ο άνθρωπος χαμογελάει –θα τους αναγκάσουν να μας ξαναπροσλάβουν. Ωραία! Και μετά θα μας πηδήξουν, θα μας κάνουν θυρωρούς, κλητήρες, καθαρίστριες στις τουαλέτες. Όχι! Θα τους αναγκάσουν να μας ξαναδώσουν τις θέσεις που είχαμε πριν απολυθούμε. Γίνονται αυτά; Γίνονται. Απλώνω τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι με προσοχή να μην κλωτσήσω τα δικά του. Πόσο χρόνο παίρνουν αυτά τα πράγματα; Εντάξει –χρειάζεται χρόνος. Πόσος; Υπομονή χρειάζεται. Πόση; Ο άνθρωπος δεν μιλάει. Κι εγώ χάνω απότομα το ενδιαφέρον μου. Με ρωτάει αν έχω γραφτεί στο ταμείο ανεργίας. Συγκρατούμαι να μη γελάσω –δυο ώρες στήσιμο στην ουρά για 150 ευρώ το μήνα! Δεν είναι τόσο λίγα. Δεν έχει σημασία. Μετά από 5 λεπτά τυπικότητας φεύγει. Ας είναι καλά –βοήθησε την ώρα να περάσει.

Στα πόδια της καρέκλας του, βλέπω πεσμένο ένα πορτοφόλι. Μάλλον το είχε στην πίσω τσέπη και του έπεσε καθώς σηκωνόταν. Προλαβαίνω ακόμα, δεν θα έχει πάει μακριά –σηκώνομαι. Ξανακάθομαι. Αν φύγω θα αδειάσουν το τραπέζι μου και μετά πρέπει να ξαναπαραγγείλω. Τραβάω το πορτοφόλι κοντά, με το παπούτσι μου. Το ανοίγω –30 ευρώ στη μεσαία θήκη. Δίπλωμα, ταυτότητα, κάρτες. Παίρνω τα χρήματα. Κοιτάζω κρυφά τον λιγδιάρη –έχει χωθεί κάτω από τον πάγκο και βγάζει παγάκια μάλλον. Σηκώνομαι αδιάφορα, μέχρι την πόρτα. Βγαίνω έξω –δήθεν ψάχνω κάτι. Πετάω το πορτοφόλι μέσα από τη σχάρα, στον υπόνομο. Γυρίζω πίσω φουριόζος πριν προλάβει να καθαρίσει το τραπέζι μου. Είμαι πλούσιος για σήμερα. Του κάνω νόημα –ένα τοστ με διπλό τυρί.

Κοντεύει απόγευμα. Πίνω το τρίτο ποτό μου, όταν τελειώσω θα θέλω καφέ. Κουνάω τα δάχτυλα μέσα στα παπούτσια μου –μουδιασμένα. Είναι απόγευμα. Πίνω καφέ, αργά. Δεν μπορώ να πιω άλλο ποτό, μάλλον. Δεν αντέχει η τσέπη μου. Ο Γουίλιαμ Δημητρακόπουλος βγαίνει από το γυάλινο κτίριο. Χωρίς σακάκι, με τη γραβάτα χαλαρή. Πλησιάζει προς το μπαρ. Παραξενεύομαι –δεν με έχει συνηθίσει σε τέτοιες συμπεριφορές. Μπαίνει μέσα. Με βλέπει. Με χαιρετάει χαμογελαστός. Ανταποδίδω. Κάτι λέει στον λιγδιάρη και κάθεται απέναντί μου. Χωρίς να μου ζητήσει την άδεια.

Με ρωτάει τι κάνω εδώ και του λέω πως περιμένω κάτι φίλους. Δεν έχει σημασία –όταν ο Γουίλιαμ ρωτάει δεν περιμένει απάντηση. Το κάνει μόνο για τυπικούς λόγους. Με κοιτάζει. Τον ρωτάω πως πάει η δουλειά. Υπέροχα, το τμήμα είναι πολύ κοντά στην επίτευξη των φετινών δεικτών. Και χάρη στις δικές μου προσπάθειες, βιάζεται να προσθέσει δείχνοντας προς το μέρος μου. Και τότε γιατί με έδιωξαν αν πήγαινε καλά το τμήμα; Σκύβει προς το μέρος μου. Συνωμοτικά. Είναι η καινούργια πολιτική της εταιρείας –θέλουν να ανανεώσουν όλο το προσωπικό, μου λέει. Τώρα ήταν η σειρά μου, αύριο θα έρθει η δική του. Θέλουν νέο αίμα. Νέο αίμα! Τα σιχαίνομαι αυτά. Και το στόμα του μυρίζει άσχημα.

Πίνει το ποτό του αργά. Κάθε γουλιά, ρίχνει το κεφάλι πίσω –δείχνει να το απολαμβάνει. Ξέροντας την ποιότητα των ποτών του μαγαζιού δεν μπορώ παρά να νιώσω αηδία. Ή είναι ηλίθιος ή παθολογικά γλύφτης. Γυρίζει προς τον λιγδιάρη και του κάνει νόημα με τον αντίχειρα σηκωμένο και το ποτήρι ψηλά. Ο λιγδιάρης χαμογελάει. Παθολογικά γλύφτης.

Σκύβει πάλι προς το μέρος μου. Ακόμα ένα μυστικό που θα μοιραστεί μαζί μου. Κάνω πίσω αυτόματα. Τον σιχαίνομαι. Μιλάει με ένα ανεξέλεγκτο τσίριγμα. Θέλει να τον βοηθήσω με κάποια αρχεία –δεν έχει τους κωδικούς για να τα πειράξει. Γελάω. Από μέσα μου. Σιγά μην άφηνα τους κωδικούς! Τους δικούς μου κωδικούς. Με το ζόρι συγκρατούμαι να μην αγγίξω το άγαλμα στην τσέπη μου. Τελικά θα είναι ευκολότερο από ότι φανταζόμουν. Δεν θα χρειαστεί να περιμένω πότε θα τον πετύχω στην τουαλέτα του μπαρ. Ή πότε θα τον ξεμοναχιάσω, την ώρα που φεύγει από τη δουλειά. Θα του ανοίξω το κεφάλι μέσα στο ίδιο του το γραφείο. Στο δικό μου γραφείο –για να μην ξεχνιόμαστε.

Τον καθησυχάζω, θα τον βοηθήσω όσο μπορώ. Επίσης θα του δείξω κάποιο παλιό πρόγραμμα για αυτόματη ενημέρωση των καταστάσεων προσωπικού. Συγκρατούμαι, ελπίζω έγκαιρα. Δεν πρέπει να το παρακάνω. Τον κοιτάζω –άδικα ανησυχώ. Ο τύπος είναι ηλίθιος, νομίζει πως με την, πηγμένη στο ζελέ, γοητεία του μπορεί να ρίξει άνετα τους πάντες. Δεν έχει σημασία όμως –δεν πρέπει να το παρακάνω. Για καλό και για κακό.

Σηκώνεται να φύγει. Κοντοστέκεται –με ρωτάει πότε ευκαιρώ να περάσω από το γραφείο του. Τώρα; Ευτυχώς κρατιέμαι και δεν το λέω. Όχι τώρα! Είμαι εδώ γιατί περιμένω κάποιους φίλους –έτσι έχω πει. Όχι τώρα, σε δυο ώρες είναι καλύτερα. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι, θα με περιμένει. Να έχει ξεμπερδέψει και με κάτι θέματα. Να έχει αδειάσει και η εταιρεία. Σκέφτομαι εγώ. Φεύγει αφού με χτυπήσει στην πλάτη φιλικά. Και δήθεν άνετα. Πόσο σκατιάρης μπορεί να είναι;

Βρίσκομαι όρθιος στη μέση του μπαρ. Τελικά δεν με ενδιαφέρει αν θα καθαρίσει το τραπέζι μου ο λιγδιάρης. Σήμερα είναι ξεχωριστή μέρα –βγαίνω στο δρόμο και κρυώνω απότομα. Κάποιος με φωνάζει, τρομάζω. Είναι ο εκπρόσωπος του σωματείου –μήπως βρήκα ένα πορτοφόλι προηγουμένως; Όχι δεν βρήκα. Ξύνει το κεφάλι του μπερδεμένος. Είχες πολλά λεφτά μέσα; Κάτι ψιλά (30 ευρώ, σκέφτομαι) αλλά δεν ήταν τα λεφτά. Ήταν τα χαρτιά του –αυτά τον ενδιέφεραν. Λυπάμαι ειλικρινά. Και φεύγω.

Ανεβαίνω προς τη λεωφόρο –έχει ένα ΑΤΜ εκεί. Θα χρειαστώ, ίσως, χρήματα. Είναι ειδική μέρα σήμερα –έχω προβλέψει τέτοιες υπερβάσεις του καθημερινού μου προϋπολογισμού. Νυστάζω. Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ σε κάθε βήμα –δεν είμαι στα καλύτερά μου. Ανησυχώ –σήμερα έπρεπε να είναι πανέτοιμος. Αλλά, μήπως το ήξερα κιόλας; Μπερδεύω τα βήματά μου –δεν είμαι καθόλου καλά. Ακουμπάω πάνω στο σκέπαστρο του ΑΤΜ και ζαλίζομαι λίγο –δεν υπάρχει περίπτωση, δεν θα τα καταφέρω με τίποτα σήμερα. Έχω ένταση, τρέμω, δεν μπορώ να θυμηθώ το ΡΙΝ μου –συγκεντρώσου, ηρέμησε! Και τότε, ξαφνικά, όλα γίνονται ασυννέφιαστα. Θυμάμαι, δεν ζαλίζομαι, δεν τρέμω. Δεν νιώθω.

Με 100 ευρώ στην τσέπη περπατάω ψάχνοντας. Έχω σχέδιο. Θέλω να δοκιμάσω το αγαλματάκι, πριν το χρησιμοποιήσω. Ένα στενό –δεν μου κάνει, παιδάκια παίζουν εδώ. Δεύτερο στενό –όχι. Τρίτο στενό –αυτό χρειάζομαι. Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει και τα πεζοδρόμια είναι γεμάτα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Βγάζω το αγαλματάκι κοιτάζοντας γύρω. Το κατεβάζω με δύναμη –βλακείες! Μόνο ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός, το παρμπρίζ παραμένει άθικτο. Και με πονάνε οι κλειδώσεις μου. Άλλη μία ή να το βάλω στα πόδια; Δυνατότερα και σταθερότερα. Σα να θέλω να χτυπήσω το τιμόνι, αγνοώντας πως υπάρχει παρμπρίζ πιο μπροστά. Σημαδεύω το τιμόνι, με φτιαχτή σιγουριά –μέχρι που μπορεί να νιώσω έκπληξη αν το αγαλματάκι φρενάρει πάνω στο παρμπρίζ. Δεν νιώθω καμιά έκπληξη! Το αγαλματάκι μετατρέπει το παρμπρίζ σε χοντροκομμένη ζάχαρη, με έναν γδούπο. Ο συναγερμός χτυπάει. Θαυμάζω! Τόσο πολύ που παραλίγο να ξεχαστώ. Τρέχω προς την άλλη πλευρά του στενού. Βλακεία μου! Πρέπει να φεύγεις προς την κοντινότερη γωνία, όχι προς την πιο μακρινή. Ηλίθιε! Ευτυχώς κανένας δεν βγαίνει στα κοντινά παράθυρα. Τρέχω μέχρι να λαχανιάσω. Και λίγο ακόμα για σιγουριά.

Τώρα κάθομαι σε ένα παγκάκι και καπνίζω. Και έχω πρόβλημα. Δεν έχω καθόλου διάθεση να ανοίξω το κεφάλι του Γουίλιαμ Δημητρακόπουλου. Λες και μου έφυγε όλη η ορμή στο σπασμένο παρμπρίζ. Αναρωτιέμαι κιόλας –γιατί ήθελα να τον χτυπήσω; Κι αν δεν τον σκότωνα; Θα με συλλάμβαναν την επόμενη στιγμή. Και τι θα τους έλεγα; Πως μου πήρε τη θέση και του άνοιξα το κεφάλι; Κι αν τον σκότωνα; Είναι σίγουρο ότι θα ξέφευγα; Δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα –το έχω δει σε 100 ταινίες αυτό. Όπως δεν υπάρχει και έγκλημα που να έχει διαλευκανθεί πλήρως –το έχω διαβάσει σε όλες τις εφημερίδες αυτό. Γιατί θέλω να τον σκοτώσω;

Επιστρέφω στο μπαρ. Τώρα έχει κόσμο –δεν είναι γεμάτο, αλλά έχει κόσμο. Γυναίκες, αρκετές γυναίκες που κάθονται στη μπάρα, μεσόκοπες, βαμμένες έντονα. Βίζιτες; Όχι –μεγαλοστελέχη μάλλον. Μιλάνε δυνατά, γελάνε αδιάκριτα. Κάποιες τις ξέρω. Κρύβομαι πίσω από την κολώνα, χώνομαι σε ένα τραπέζι για να μη με δουν. Είναι ενοχλητικές ακόμα και από μακριά. Έρχεται η κοπελίτσα πριν προλάβω να καθίσω. Τι θα πάρω; Για να δούμε –καφέ ήπια, ποτά … φτάνουν όσα έχω πιει. Μια μπύρα! Σιχαίνομαι τις μπύρες, μου προκαλούν φούσκωμα και αυξάνουν τις καούρες στο στομάχι. Μια μπύρα λοιπόν. Για να την έχω μπροστά μου και να τη λιβανίζω, δεν χρειάζεται να την πιω.

Είμαι πραγματικά κουρασμένος. Τα μάτια μου κλείνουν, φοβάμαι πως θα κοιμηθώ στο τραπέζι. Δεν υπάρχει λόγος να το πάθω αυτό. Μπορώ να πάω σπίτι μου, θα έχει σχολάσει και η γυναίκα μου. Μπορεί να υπάρχει και φαγητό. Πεινάω; Όχι τόσο –αλλά θα κάνει καλό στο στομάχι μου. Που πονάει όλο και περισσότερο, όσο περνάει η ώρα. Τρέμουν λίγο τα γόνατά μου. Νιώθω αδύναμος σα να έχω πυρετό. Ίωση. Καλύτερα θα ήταν να πάω σπίτι.

Η μπύρα αφήνει μια άσχημη γεύση, ανακατεμένη με βρώμικη αναπνοή. Μυρίζω την ξινίλα της στον αέρα, ανακατεμένη με τα δικά μου γαστρικά υγρά. Σιχαμάρα σκέτη. Πρέπει να πάω και στο γραφείο του Γουίλιαμ Δημητρακόπουλου. Είδες τι ωραία το λέω; Γραφείο του Γουίλιαμ Δημητρακόπουλου. Το γραφείο μου γαμώτο! Έχω αρχίσει να το αποδέχομαι κατά πως φαίνεται. Δεν υπάρχει πρόβλημα, αυτός ήρθε, εγώ έφυγα, ο νόμος της εξέλιξης. Τα γέρικα ζώα δίνουν τη θέση τους σε νεαρούς επιβήτορες, αυτή είναι μια φυσική διαδικασία. Τι μαλακίες! Ποια φύση ορίζει αυτή τη διαδικασία; Τι εξέλιξη είναι αυτή, όταν πετάς ανθρώπους στα σκουπίδια; Που αλλού συμβαίνει να σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν, εκτός από τον δικό μας κόσμο; Πως ορίζεται πλέον η διαφορά μεταξύ του ζώου και του κτήνους; Αυτοί είναι κτήνη κι αυτό είναι σίγουρο. Και ο Γουίλιαμ Δημητρακόπουλος είναι ένας ακόμα υποψήφιος. Θέλει να γλιτώσει από το μαγγανοπήγαδο όσο περνάει ακόμα η μπογιά του και να βγει έξω. Να διατάζει, να κατευθύνει, να απολύει. Θέλει να μετατρέψει τη ζωώδη εργασία του σε κτηνώδη. Να έρθει εκείνη η μέρα που δεν θα δουλεύει χωρίς συναίσθηση, να έρθει η μέρα που θα πολτοποιεί εργαζόμενους. Περήφανος –«εγώ ανέβηκα με την αξία μου, χρειάστηκε να φάω σκατά για να μπορώ τώρα να σας ταΐζω τα απόσκατα». Αυτό θέλει ο Γουίλιαμ Δημητρακόπουλος. Σηκώνομαι αφήνοντας κάποια κέρματα στο τραπέζι.

Θα τους δείξω εγώ, θα του δείξω εγώ! Περπατάω ελαφρά, δεν είμαι πια κουρασμένος γιατί είμαι αποφασισμένος. Κοντοστέκομαι μόλις το συνειδητοποιώ. Αποφασισμένος για τι; Γιατί; Δεν έχει σημασία –προχωράμε, προχωράμε, δεν κάνουμε ερωτήσεις τώρα, προχωράμε!

Ο θυρωρός του γυάλινου κτιρίου λείπει από τη θέση του ως συνήθως. Τον καλούν, δήθεν, από το γκαράζ για να μετακινήσει αυτοκίνητα –σαχλαμάρες. Κανείς δεν ξέρει που πάει όταν εξαφανίζεται. Είμαι μόνος μου όσο περιμένω το ασανσέρ. Κατεβαίνει από τον τρίτο όροφο –κακό αυτό. Λες να έχει επισκέψεις ο Γουίλιαμ Δημητρακόπουλος; Μπαίνω στην καμπίνα. Μουσική σουπερμάρκετ. Ανεβαίνω χωρίς ενδιάμεσες στάσεις –ελάχιστοι πρέπει να είναι ακόμα στην εταιρεία. Μπορεί και κανένας. Πως θα ξεφύγω από τον θυρωρό μετά; Ευκολότερο από όσο φαντάζεσαι –θα κατέβω στον ημιόροφο και θα κοιτάξω κάτω. Αν είναι στο πόστο του θα φύγω από το γκαράζ, αν λείπει θα φύγω σαν κύριος. Απλά πράγματα.

Στο διάδρομο υπάρχει ακόμα εκείνη η μπεζ μοκέτα. Βρώμικη, από τοίχο σε τοίχο –γεμάτη βαθουλώματα. Την αγαπούσα αυτή την ελεεινή μοκέτα, έβγαινα, θυμάμαι, από το ασανσέρ και ένιωθα θαλπωρή –όσο τα παπούτσια μου βυθίζονταν μέσα της. Αυτό παλιότερα –όταν η μοκέτα διατηρούσε κάποιο αξιοσέβαστο πάχος. Τώρα έμοιαζε με καπνοχώραφο τον Αύγουστο. Εκεί, στην απέναντι πόρτα, ήταν κάποτε γραμμένο το όνομά μου –σε μπρούτζινη πινακίδα. Σφίγγω το αγαλματάκι μέσα στην τσέπη της καμπαρτίνας, μέχρι να ασπρίσουν οι κλειδώσεις μου. Φοβάμαι ότι θα πάθω αγκύλωση –απομακρύνω το χέρι σου απότομα. Οι κράμπες μόνο μας έλειπαν τώρα.

Περπατάω, αρρωστημένα κίτρινος. Το ξέρω γιατί ιδρώνω και νιώθω παγωμένο το δέρμα να τσιτώνει στο πρόσωπό μου. Κρατάω την ανάσα μου, μήπως και μειώσω λίγο τους χτύπους της καρδιάς μου. Φοβάμαι μην πάθω κάποια ανακοπή. Όχι τώρα, λίγο αργότερα –εντάξει; Αλλά όχι τώρα.

Χτυπάω την πόρτα τρέμοντας. Μου ανοίγει χαμογελαστός, άνετος, φιλικός. Σφύζει από συναδελφική αλληλεγγύη. Το κάθαρμα! Με ρωτάει αν θέλω κάτι –χυμό, ποτό, έχει εγκαταστήσει ένα μικρό ψυγείο στην πίσω πλευρά του γραφείου. Μπουρδέλο μου έκανε το γραφείο –δεν θα παραξενευόμουν αν έβαζε και κάποιον καναπέ-κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο. Η ξανθιά; Που είναι η ξανθιά; Α, μα αυτή έχει σχολάσει –κουράζεται τόσο στο καινούργιο της πόστο! Ναι, αυξημένα τα νέα καθήκοντα, λέω και ακούγεται σαν υπαινιγμός. Ίσως να είναι κιόλας –απλά θα προτιμούσα να μην ακουγόταν έτσι.

Επιμένω να του δείξω τα αρχεία γιατί τον θέλω καθισμένο μπροστά στην οθόνη. Με γυρισμένη την πλάτη προς εμένα. Καθυστερεί. Με ρωτάει αν είμαι παντρεμένος. Είμαι. Πόσα χρόνια; Που να θυμάμαι; Με ρωτάει αν έχω παιδιά. Δεν έχω. Πως αυτό; Κόμπος στο λαιμό. Τρεις κόμποι για την ακρίβεια. Τρεις αποβολές –υπήρχε κάποιο πρόβλημα, οργανική ανεπάρκεια, κάτι. Την έπαιρνα από το νοσοκομείο κάθε φορά περισσότερο τσακισμένη. Γερασμένη. Δέκα χρόνια για κάθε αποβολή, σβησμένα μάτια –στην αρχή όχι εντελώς. Τη δεύτερη φορά –περισσότερο. Την τρίτη φορά απόμειναν δυο άδειες τρύπες. Είχε όμορφα μάτια. Μέχρι τότε.

Επιμένω να του δείξω τα αρχεία για τον γνωστό λόγο. Με ρωτάει που μένω, αν είναι δικό μου το σπίτι. Δικό μου είναι. Δικό της δηλαδή –προίκα. Θα τους τα φάμε μια χαρά, μου έλεγε όταν συζητούσαμε για γάμο. Μόλις είχαμε αποφοιτήσει. Δεν μου αρέσουν αυτά, της έλεγα εγώ. Προίκες και σαχλαμάρες –που ζούμε; Μην είσαι χαζός, θα το παίξεις όπως σου λέω –γιατί να πάρει το σπίτι ο αδερφός μου; Αυτός είναι μικρότερος –θα πιέσουμε να μας το γράψουν. Εγώ δεν πρόκειται να πω κουβέντα. Καλά, άστο σε μένα. Θα τους πω ότι χωρίς σπίτι δε με παντρεύεσαι. Δεν θα το κάνεις αυτό! Δεν θα έχω μούτρα να τους δω τους ανθρώπους! Ναι, αλλά θα έχεις σπίτι και δεν θα πληρώνεις ενοίκιο –πάψε και άσε εμένα να κανονίσω. Έτσι έγινε, θέλαμε κιόλας να αφήσουμε κάτι στα παιδιά μας. Υπολογίζαμε τότε. Δεν ξέραμε.

Επιμένω να του δείξω τα αρχεία –βιάζομαι. Πρέπει να φύγω. Με ρωτάει για κάποια άτομα της εταιρείας, πως μου φαίνονται, τι ρόλο παίζουν. Δεν ξέρω –ποτέ δεν ασχολήθηκα. Δεν μπορεί, κάτι θα ξέρεις -επιμένει. Εντάξει, είναι όλοι τους πολλοί καλοί άνθρωποι. Δεν το πιστεύεις αυτό! Στο κάτω-κάτω σε πέταξαν έξω μετά από τόσα χρόνια. Σφίγγω τα δόντια –δεν με πέταξαν αυτοί, εσύ ήρθες και πήρες τη θέση μου! Αλλά δεν λέω τίποτα.

Επιμένω να του δείξω τα αρχεία –έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι. Με ρωτάει … Ω, μα δεν έχει σημασία. Γιατί κρατάω ήδη το αγαλματάκι στο δεξί χέρι –πιάστηκε στη φόδρα της καμπαρτίνας, αλλά τελικά βγήκε. Σκοπεύω να σταματήσω αυτό το ενοχλητικό στόμα που ρωτάει και ρωτάει συνέχεια. Σημαδεύω τα δόντια του. Παίρνω φόρα …. Ω, μα δεν έχει σημασία πια

Έπρεπε να περιμένω τη στιγμή που θα είχε γυρισμένη την πλάτη του. Έπρεπε να περιμένω. Σταματάει το αγαλματάκι στον αέρα ανάμεσα στις ανοιχτές παλάμες του. Εκμεταλλεύεται τη φόρα που έχω βάλει για να το απομακρύνει από το πρόσωπό του –το αγαλματάκι φεύγει από τα χέρια μου και χτυπάει στο τζάμι του γραφείου. Δεν το σπάει καν.

Έπρεπε να το περιμένω.

Με βρίζει τρομοκρατημένος. Σκατόγερε, ξεμωραμένε, ανώμαλε, ψυχοπαθή! Πετάγονται σάλια ανάμεσα από τα δόντια του, έχει αραιά δόντια –δεν το είχα προσέξει. Κατεβάζω το κεφάλι. Σαν την πιτσιρίκα στο μπαρ απέναντι –περιμένω να περάσει η μπόρα. Κατακόκκινος, έμπειρος. Κάποια στιγμή μου φωνάζει πως θα κάνει μήνυση –ξέρω ότι μπλοφάρει. Δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα. Ή μπορεί; Εξακολουθεί να φωνάζει, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι λέει.

Να ξεκουμπιστώ από μπροστά του. Στο διάολο κι ακόμα παραπέρα. Αρκεί να μη με βλέπει –να τσακιστώ! Αυτό κάνω. Φεύγω με κατεβασμένο το κεφάλι, έχω φροντίσει να βάλω πάλι στην τσέπη μου το αγαλματάκι –δεν χρειάζεται να αφήνω αποδείξεις. Δεν το πήρε χαμπάρι. Ακόμα τρέμει. Από φόβο μάλλον –όχι από οργή. Θα ήθελα να κοιτάξω καλύτερα, θα ήταν μια ανακούφιση να δω τουλάχιστον ότι έχει κατουρηθεί πάνω του. Μια ασήμαντη νίκη. Όταν ανοίγω την πόρτα με φωνάζει. Σταματάω κρατώντας το πόμολο στο χέρι. Είσαι πεθαμένος κι ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι, μου λέει. Κάνει λάθος σε αυτό.

Ένα σχέδιο είναι ένα σχέδιο γι΄αυτό κατεβαίνω με τα πόδια μέχρι τον ημιόροφο. Ο θυρωρός ακόμα λείπει. Φεύγω ανενόχλητος από την κύρια είσοδο. Και συγκρατημένα βιαστικός. Ψιλοβρέχει έξω –σα χαλασμένη ντουζιέρα. Σηκώνω τους γιακάδες της καμπαρτίνας και περπατάω ακόμα πιο γρήγορα. Πονάνε τα κόκαλά μου και, ίσως να ήταν καταρρακωμένος ο εγωισμός μου. Αν μου είχε μείνει καθόλου από δαύτον.

Περιμένω το βαγόνι του ΜΕΤΡΟ. Κάποιοι φύλακες κυκλοφορούν μετά την κίτρινη γραμμή για να προστατεύσουν τον κόσμο από τις ηλίθιες ιδέες του. Πιτσιρικάδες που σπρώχνονται για πλάκα, βιαστικοί που γλιστράνε, γέροι που θέλουν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στις ράγες. Όχι εγώ. Μόνο οι ζωντανοί μπορούν να αυτοκτονήσουν.

Με το ζόρι συγκρατώ τα βλέφαρά μου στο τελευταίο κάθισμα του βαγονιού. Δεν θέλω να χάσω τη στάση μου. Ακούω τη μηχανική φωνή –τρεις στάσεις έμειναν ακόμα. Συγκρατήσου, μην κοιμηθείς, λίγο ακόμα, σκέψου κάτι, σκέψου …

Ανεβαίνω τη σκάλα από τα έγκατα της γης –βρέχει κανονικά τώρα. Κλείνω τα μάτια γιατί έχουν βαρύνει οι σταγόνες, κατεβάζω το κεφάλι ακόμα μια μέρα που επιστρέφω. Τελικά δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα. Το νερό τρέχει μέσα από τον γιακά της καμπαρτίνας – κυλάει στον σβέρκο μου. Παγώνω.

Δυσκολεύομαι να ανοίξω γιατί τα κλειδιά γλιστράνε στα δάχτυλά μου. Τα καταφέρνω. Λίγο ακόμα και θα μου άνοιγε εκείνη την πόρτα –την βρίσκω από πίσω να με περιμένει. Τη φιλάω όπως κάθε άλλη φορά. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει άλλη φορά –όλες οι φορές είναι ίδιες. Με ρωτάει πως πέρασα. Της λέω πως πήγα σε κάποιες συνεντεύξεις από αγγελίες. Κάνει πως το πιστεύει. Θυμάμαι ξαφνικά τον τύπο από το σωματείο. Της λέω γι΄αυτόν. Δείχνει ενδιαφέρον. Με ρωτάει πόσο χρόνο θα πάρει η υπόθεση. Όχι πολύ, της λέω. Υπάρχει δεδικασμένο. Λέω βλακείες με έξυπνο τρόπο. Τις περισσότερες φορές.

Με ρωτάει αν πεινάω. Πεινάω. Ζεσταίνει το φαγητό όσο μου λέει για τη δουλειά της. Κουτσομπολιά, μικρότητες –τέτοια πράγματα. Κουνάω το κεφάλι μου μασώντας. Είναι τυχερή που βρίσκεται εκεί. Είναι τυχερή που μπορεί ακόμα να ασχολείται με τις σαχλαμάρες των συναδέλφων της –είναι τυχερή που έχει συναδέλφους, βασικά. Πίνω νερό και τη βοηθάω να μαζέψει το τραπέζι. Θα καπνίσω στο σαλόνι –μάλλον θα χαζέψουμε τις ειδήσεις.

Την πιάνω να με κοιτάζει πλάγια, καθώς αλλάζω συνεχώς κανάλια. Τι συμβαίνει; Είσαι διαφορετικός σήμερα, μου λέει. Τι εννοείς διαφορετικός; Φαίνεσαι κουρασμένος, καταπονημένος. Ίσως και να είμαι –γερνάμε αγάπη μου, δεν το πήρες χαμπάρι; Γερνάμε και ενίοτε πεθαίνουμε όσο είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Ξαπλώνουμε στο κρεβάτι και με ρωτάει όσο ρυθμίζει το ξυπνητήρι. Όχι, της λέω, δεν έχω ραντεβού για αύριο. Δεν έχω τίποτα να κάνω –μάλλον θα καθίσω στο σπίτι, θα δω τηλεόραση και θα σε περιμένω. Μη με ξυπνήσεις. Εντάξει;

Εντάξει.

32 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Unknown είπε...

όχι τέτοια στην cherry που είναι σε ενα έρημο,βροχερό νησί που θυμίζει το μαγικό βουνό του Μανν.
Well,they shoot horses,don't they?
Τα άλογα όμως είναι περήφανα,και καμιά φορά,κλωτσάνε.

The Motorcycle boy είπε...

Ωχ, ξέχασα οτι εσύ είσαι στην απομόνωση και πάλι! Σου έφτιαξα τη μέρα ε;
Τι εργάρα το "Σκοτώνουν τα άλογα"! Ναι, τα άλογα είναι περήφανα αλλά αυτά που κλωτσάνε συνήθως είναι τα γαϊδούρια. Ή έστω τα μουλάρια.

numb είπε...

τέλειο!

δεν ξέρω βέβαια αν είναι το καλύτερό σου αλλά σίγουρα έγινε αυτόματα το δικό μου αγαπημένο

και αυτές οι μικρές προτάσεις δημιουργούν ένα απίστευτο αποτέλεσμα, μέσα στην ένταση και στο νεύρο

διαβάζοντάς το σκεφτόμουν το "τσεκούρι" του Γαβρά, αλλά από ένα σημείο και μετά το ποστ ξέφευγε από τη "λογική" της ταινίας

τι άλλο να πω ρε ΜΒ; μπράβο ρε φίλε, είναι γαμάτο

(αφαίρεσε κι αυτές τις παρενθέσεις- endif paras?)

numb είπε...

διορθώνω: σίγουρα έγινε αυτόματα και βεβαιότατα και πασιφανώς το δικό μου αγαπημένο

(ακούς τα χειροκροτήματα από το βουνό;)

The Motorcycle boy είπε...

Μάλλον είναι η δική μου άποψη για το πως θα ήθελα να είναι "το τσεκούρι" του Γαβρά. Βέβαια, δεν έχει την καταγγελτική λογική εκείνου -αλλά δεν είμαι και Γαβράς στο κάτω -κάτω.
Πάντως, η εισαγωγή του είναι ένας μικρός φόρος τιμής στη "Διαβολογυναίκα" της Γουέλντον -το βιβλίο με την καλύτερη εισαγωγή που έχω διαβάσει και την πιο σαχλή υπόθεση που θυμάμαι.

sorry_girl είπε...

Εδώ και καιρό περίμενα-σιωπηλά, αλλά περίμενα- να διαβάσω κάτι τέτοιο από σένα.Κάτι αλλοιώτικο.Και το διάβασα.Και το βρήκα εξαιρετικό.



Κι επειδή το παρασοβάρεψα άντε να σου πω και μια άλλη σκέψη..παλιόγερε!χοχοχοχοχοχο!

The Motorcycle boy είπε...

Μη νομίζεις sorry -αυτοβιογραφικό ήταν το σημερινό ποστάκι. Μπουουουχαχα (τρομακτικό γέλιο μέσα από μασέλα).

Erwtas Stomaxhs είπε...

προσυπογράφω το σχόλιο του numb, τι άλλο να πω;

The Motorcycle boy είπε...

Εσύ μην πεις τίποτα πουλάκι μου; Μας έλεγε χτες ο godot για το τσόπερ κλαμπ που είχατε κι ακόμα χτυπιέμαι στα πατώματα με την πάρτη σου.

marquee de mud είπε...

πρωτον τα πηρα λιγο γιατι περιεγραψες αρκετη απο τη φαση που ζω

δευτερον οντως απ'τα καλυτερα σου

τριτον με τρομαξε κατι αλλα αυτο θα στο στειλω -μαλλον- σε email

Ανώνυμος είπε...

το διαβαζα χαλαρα. Με ενδιεφερε. Ως που καποια στιγμη (εγω ξερω ποτε ακριβως ηταν) βουρκωσαν τα ματια μου και ανατριχιασα. Μαλλον, για την ακριβεια μου σηκωθηκε η πετσα, γιατι τριχες δεν εχω.

The Motorcycle boy είπε...

Όχι ρε αδερφέ μην ψαρώνεις. Ήθελα να δείξω το βάλτωμα του άνεργου -αλλά ακριβώς το ίδιο είναι και το βάλτωμα του εργαζόμενου. Αυτό το τελευταίο το είχα κάνει παλιά ποστ -κάπου θα σώζεται, μπορεί να το ξαναβγάλω.
Περιμένω το μέιλ -ή, χέσε το μέιλ, να μιλήσουμε στο τηλέφωνο γιατί έχω κι εγώ να σου πω.
finally αυτό είναι ένα ενδιαφέρον πράγμα με τέτοια ποστ. Ξέρεις, πολλοί άνθρωποι βρίσκουν πράγματα που τους αγγίζουν σε αυτά που έχουν γράψει κάποιοι άλλοι. Οι άλλοι που τα έγραψαν, ούτε καν το υποπτεύονται. Αν το γραπτό είναι βιβλίο η φάση περνάει στο ντούκου. Εδώ, μάλλον χαίρομαι να το βλέπω.

Erwtas Stomaxhs είπε...

Το chopper-club υφίσταται φίλε.
Να περιμένεις την Πέμπτη σχετικό ποστ γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος ;-)

ΥΓ: το κείμενό σου μου την είπε στερεοφωνικά για προσωπικούς λόγους, με άλλα λόγια γάμησέ τα...

The Motorcycle boy είπε...

Στομάχη, περιμένω με αγωνία. ΑΓΩΝΙΑ. Ρε κοπρίτες -αφού σας λένε κάτι τα κείμενά μου γιατί δεν τα γράφετε εσείς και με έχετε εμένα να βασανίζομαι;

RaZzMaTaZz είπε...

If we found the time
If we found the merriment
If we found the words
We'd scratch them in new cement
But those days are gone
We've got only pictures now
A rotary wheel and some leftover shotgun shells

So by our request please turn in your uniforms
The medallions and pins for the aries and capricorns
And file your complaints with this rookie officer
He'll lend you a smile, he'll lend you his deafest ear

Nobody told us that the bastards were here
All the rogues and the scoundrels are shedding their tears
No, nobody told us that the cameras were here
All the flashes and cables
Won't someone please save us


Centro-Matic "Flashes&Cables"

δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό το τραγούδι μου ήρθε στο μυαλό αφ ότου το διάβασα. θα σου στείλω και το λινκ να το κατεβάσεις να διαπιστώσεις ιδίοις αυτιοίς τι γαμάτο τραγούδι που είναι (γιατί το τι γαμάτο κείμενο έγραψες πάλι το ξέρεις, μην τα ξαναλέμε)

Ανώνυμος είπε...

ξερεις... οχι μελλισταλαχτο και μελαγχολικο.
εκεινο το αλλο. Το ξαφνικο. Το εμπειρο. Το γεματο ενεργεια.

Balidor είπε...

Έδωσες ρέστα χωρίς καν να πληρώσεις.
το έχω ξαναπεί;

Δεν θέλω να μεγαλώσω άλλο ρε γαμώτο. ΣΚΑΤΑ,φοβάμαι το μέλλον αλλα το κυνηγό... ΣΚΑΤΑ! ! !

The Motorcycle boy είπε...

Razούλα, είσαι πλήρως εντός θέματος. Το τραγούδι μάλλον θα μου αρέσει αν κρίνω από τους στίχους. Ελπίζω να έχει και το ανάλογο fuzz στις κιθάρες. Δεν ξέρω αν ήταν γαμάτο το ποστ, ξέρω οτι εμένα δεν μου πολυάρεσε -πράγμα το οποίο σημαίνει πως, μάλλον, κάτι έλεγε. Γιατί το γούστο μου στα κείμενα είναι γάμησέ τα.
finally χαίρομαι που μπορείς να βγάλεις ενέργεια από κάτι τέτοιο. Εκεί, προσπάθησα να δώσω αυτό που μας μάθαιναν στη σχολή σαν "αποστέρηση" (αγγλικά frustration). Και χαίρομαι περισσότερο που διαβάζω τέτοια σχόλια σαν το δικό σου.
balidor, μάλλον όχι -δεν το έχεις ξαναπεί. Έχω ένα παλιό ποστ γι΄αυτό που λες, γιατί εμάς μας είχε στοιχειώσει εκείνο το γαμημένο το "I hope I'll die before I get old". Ελπίζω να αξιωθώ να το ξαναποστάρω -βασικά έλεγα πως δεν μεγαλώσαμε και δεν πεθάναμε τελικά. Απλά ήμασταν άλλοι και γίναμε διαφορετικοί. Κάτι σαν μεταθανάτια ζωή, χωρίς κόλαση και παράδεισο και με περισσότερο "ανάμεσα". Τέλος πάντων -κάτι τέτοιο.

Ανώνυμος είπε...

να σου πω την αληθεια και μενα στο τσεκουρι πηγε στην αρχη το μυαλο μου.το διαβασα μονομιας αλλα οταν το τελειωσα λεω τι διαβαζα τοση ωρα; αυτο τωρα ειναι καλο ή κακο ή εγω ειμαι αυπνος...παντως εχεις φτιαξει τα τελειωματα των ιστοριων σου. χωρις και καλα να γινει η τρελη ανατροπη το τελος ακολουθαει μια φυσιολογικη ως προς την ιστορια ροη.
αυτές ειναι η μαλακιες μου για σημερα...

The Motorcycle boy είπε...

Άσωτε το τελείωμα ήταν πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα για μένα (εκεί στηρίζονται άλλωστε οι σεντονοϊστορίες αλλά και οι επιτυχίες μου στις γυναίκες, χεχε). Βασικά αυτό ήθελα να τελειώνει με τον τύπο να φτάνει έξω από την πόρτα του γραφείου και να μην τολμάει ούτε καν να χτυπήσει. Μου ταίριαζε περισσότερο στη λογική του "είμαι πλέον εντελώς άχρηστος, αφού απολύθηκα".
Και έτσι το σχεδίαζα αλλά ο κωλόγερος χτύπησε την πόρτα από μόνος του. Ο μαλάκας.
Δεν πιστεύω στις ανατροπές ρε φίλε -γιατί μου κάνει την ιστορία ανέκδοτο. Να σε ξαφνιάσω για να γελάσεις, να σε ξαφνιάσω για να συγκινηθείς, να εντυπωσιαστείς κ.λ.π. Λατρεύω τα εντυπωσιακά τελειώματα του στυλ "ακολούθησαν δυο διαφορετικές κατευθύνσεις κάτω από τον καυτό ήλιο -δυο σκληροτράχηλοι άντρες", αλλά δε μου βγαίνουν. Οπότε, βολεύομαι με τα άδοξα τέλη.

nihardal είπε...

-Αν ήμουν link, θα είχα error 404
-Αν ήμουν αρχείο, θα ήμουν το /dev/null
-Αν ήμουν αριθμός θα ήμουν το 0
-Αν ήμουν τραγούδι, θα ήμουν το 4′33 του John Cage
-Αν ήμουν βιβλίο, θα είχα λευκές σελίδες
-Αν ήμουν πίνακας ζωγραφικής, θα ήμουν ο λευκός του Rauschenberg

Πολυ φοβαμαι οτι αν εμενα ανεργος στα 54, θα ημουν καπως ετσι...

nahames nakanamoko είπε...

Μου θύμισες το μαέστρο σε ένα σκυλάδικο που δούλευα, που ενώ ήταν και γαμώ τους καλλιεργημένους ανθρώπους αναγκαζόνταν να γλύφει το κωλοτρυπίδι του κάθε μαγαζάτορα και της κάθε μαλακισμένης υπεύθυνης για το πρόγραμμα.Και αντί να προστετεύει τους μουσικούς πάντα έπαιρνε το μέρος της διοίκησης.Κι έτσι γινόταν μισητός σε όλους.

Άλλο πράμα βέβαια από αυτό που έγραψες αλλά η κατάσταση "ανασφάλεια κλπ" ολόιδια

Ωραία ιστορία...λέω και γω (πριν διευκρινιστεί από το κείμενο)...

τι σκατά το ήθελε το αγαλματάκι;

Η απόλυτη looserιά του ήρωα συμπληρώνεται εκνευριστικά με την αστοχία.

Γαμώτο

The Motorcycle boy είπε...

nihardal, όλοι μας κάπως έτσι ή κάπως χειρότερα θα ήμασταν στην ανεργία. Το κακό είναι (και το γράφει ο από κάτω σου) πως τα ίδια είμαστε και όσο έχουμε δουλειά. Θα ανοίξεις μπλογκ ρε άθλιε; Το σχόλιό σου ήταν ποστ από μόνο του. Το έχω κάνει μια φορά να ποστάρω τα σχόλια κάποιου για να τον αναγκάσω να ανοίξει μπλογκ -κανόνισε να κάνω το ίδιο και μαζί σου.
nahames, στα αγγλικά αυτό λέγεται down and out, νομίζω. Κι εγώ βασικά, όταν το έβαλα το αγαλματάκι δεν ήξερα τι θα το κάνει ο μαλάκας -απλά μου ήρθε ένα κόλλημα από τον "Ατίθασο" με το Μάρλον Μπράντο που τσακώνονταν 2 μαντραχαλάδες για ένα αγαλματάκι και ήθελα να βάλω κι εγώ κάποιο αγαλματάκι (αφού δεν είχα τους μαντραχαλάδες).

xylokopos είπε...

Μαβρίλα, ρε μότορ.
Σε διαβάζω και μου φαίνεται και μένα καλή ιδέα η βότκα λεμόνι πριν το μεσημέρι, κιας μην είμαι πενηντάρης άνεργος. Πρέπει να το ισορροπήσεις το πράμα. Να γράψεις για τον πουρόκερ που το ρίχνει το πιπίνι. Κάτι με κότερα. Κάτι εμβληματικό, τέλος πάντων, με μορικόνε και γκροπλάνα.

nahames nakanamoko είπε...

down and out ε;
μονοκοντυλιά δηλαδή
κι εμένα έτσι μου βγήκαν οι ιστορίες του Santos!

The Motorcycle boy είπε...

καλώς τον ξυλοκόπο -το πιο φιλόξενο μπλογκ της γειτονιάς! Δεν είχα την ευκαιρία να σου πω ένα ευχαριστώ που κάναμε τα σχόλια του μπλογκ σου ξενοδοχείο για παράνομα ζευγαράκια, με τον Βαγγέλακα. Πάντως, κάτι βγήκε και το χρωστάμε κυρίως σε σένα.
Κοίτα τώρα τι γίνεται -πουρό, ψαγμένο που ρίχνει πιπίνι έχω κάνει στην ιστορία με τις συνέχειες (μόνο ο Ηλιόπουλος μεθυσμένος, να λέει "τι έγινε γερο-μπισμπίκη, την κατάφερες τη μικρούλα;" έλειπε). Κότερα δεν μπορώ να κάνω γιατί μου προκαλούν φιλοσοφική μιζέρια κι αν έκανα κάτι σχετικό θα ήταν για να πάμε να αυτοκτονήσουμε όλοι. Μορικόνε δεν μπορώ να βάλω γιατί είμαι λίγος. Πάντως, ρε γαμώτο, αυτό το θεωρούσα αισιόδοξο κείμενο. Δηλαδή, στο τέλος ο τύπος ξεθυμαίνει και αράζει στην αποχαύνωση -άρα υπάρχει ζωή και μετά τον θάνατο (να και οι τελεολογικές προεκτάσεις).
nahames οι ιστορίες σου με τον Σάντος με έστειλαν στο κρεβάτι με εφιάλτες -δεν το περίμενα οτι θα με φρίκαρες τόσο! Και σε είχα κόψει για καλό και ήσυχο παιδί!

xylokopos είπε...

Άσε, άλλη πίκρα κι αυτή. Αφήνω έναν αριστερό και έναν βασιλικό για λίγο μόνους, περιμένω γυρίζοντας να βρω αίμα στην αρένα και τι να δω; Μόνο που δε χαρίσατε τις αδερφές σας ο ένας στον άλλο.

Τα κότερα είναι ωραία πράματα, δε γίνεται να προκαλούν μιζέρια, είναι σαν τη Μόνικα Μπελούτσι και τις τηγανητές πατάτες. Αναμφίβολα καλά πράματα. Απλά τα έχεις στο νου σου σε λάθος πλαίσιο. Κάτσε να σε φτιάξω. Σκάει επανάσταση στην Ευρώπη, απαλλοτριώνεις ένα κανα τριαντάρι πόδια, έρχεσαι στα μέρη μου, επιβιβάζομαι στο Νταλιάν με 10 ωραιότατες 16χρονες χωριατοπούλες ( μαοϊκές προεκτάσεις..) και μετά πάμε να μαζέψουμε πολυνήσιες.
Αυτή, είναι ιστορία με χάπι εντ.

The Motorcycle boy είπε...

Έχει αδελφή; Δίνει; Εγώ δεν έχω, αλλά και να είχα δεν θα του την έδινα -κρίνοντας από τη δική μου φάτσα η αδελφή μου θα έφερνε στην Ταϋγέτη -και, είπαμε, τον συμπαθώ τον τύπο.

Τα κότερα και τα ιστιοπλοϊκά με μιζεριάζουν γιατί νιώθω σα μαλάκας μεσοπέλαγα -με λίγα τετραγωνικά χώρο γύρω μου, να κάνω σε 20 ώρες μια διαδρομή των 3 ωρών.
Η Μπελούτσι έχει πανάδες και ζάρες -μπλιαχ, αποκρουστική!
Οι τηγανιτές πατάτες -εντάξει, είναι αναμφισβήτητα καλές. Ειδικά αν τις φας με κιμά.
Τώρα, να σου πω -την ιστορία την αποπάνω τη βλέπεις για ιστορία με χάπυ εντ; 2 άτομα με 10 και γυναίκες σε ένα κότερο; Είσαι τρελλός ρε; Ποιος θα τις καταφέρει όλες αυτές; Στο τέλος θα γυρνάμε στα λιμάνια να ψαρεύουμε άντρες κι εμείς θα το παίζουμε στοχαστικοί μαλάκες.
(Είδες; Δώσμου την οποιαδήποτε ιστορία, όσο καλή και να είναι -σου εγγυώμαι οτι θα τη γαμήσω πλήρως.)

Ανώνυμος είπε...

O αντι-ήρωας της γειτονιάς μας.
Όπου κι αν γυρίσεις υπάρχουν. Δεν τους βλέπουμε, δεν τους σκεφτόμαστε, αλλά υπάρχουν. Ο καθένας με την ιστορία του. Τους προσέχουμε μόνο όταν γίνουν πρωτοσέλιδο: είτε γιατί στόχευσαν καλά με το αιχμηρό αγαλματάκι, είτε γιατί δεν άντεξαν άλλο.

vangelakas είπε...

χαχαχα... Γιά πάρτη σου, θά βγώ στήν γύρα γιά μιάν αδελφή!

The Motorcycle boy είπε...

espoir θα συμφωνούσα απόλυτα με το σχόλιό σου αν άλλαζες μόνο μια λέξη στη δεύτερη πρόταση. "Όπου κι αν γυρίσεις υπάρχουμε".

The Motorcycle boy είπε...

Vangelaka πρώτη φορά στα μέρη μας -για πάρτη σου μέχρι και σχόλιο άλλαξα για να σου απαντήσω αποκλειστικώς.
Για τη γύρα το κανονίσαμε -μόνο μη μου νυστάξεις με τους γύρους γιατί λίαν συντόμως σκοπεύω να σε ξενυχτήσω στο "άβατο".
Συμβουλή από γεροντότερο: κάνε υγιεινή ζωή (νηστεία, εγκράτεια και προσευχή) μέχρι τότε, για να αντέξεις.
Υ.Γ.: Αν μου έλεγε κανείς, πριν κανά δυο μήνες πως όχι μόνο δεν θα έσβηνα το σχόλιό σου αλλά θα χαιρόμουν κιόλας -δεν θα το γλίτωνε το σφαλιάρωμα. (Άντε ρε άθλιε ξυλοκόπε -τα πάντα εν σοφία εποίησες!)

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι