Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2007

Αμηχανία νούμερο 5.1

Αυτά τα παιδιά δεν ήταν καθόλου εντάξει. Χαμένες περιπτώσεις ανθρώπων –παρακαλούσαν τους καθηγητές οι μανάδες τους για να πάρουν απολυτήριο Λυκείου, έγλυφαν, αργότερα, φίλους και γνωστούς οι πατεράδες –για να κάνουν ένα μεροκάματο. Ένα. Γιατί στη βδομάδα πάνω, όλο και κάτι σούφρωναν, όλο και με κάποιον πλακώνονταν στο ξύλο. Ο πρώτος που απολυόταν περίμενε τους υπόλοιπους στην καφετέρια του Μπιλ του Χοντρού για να βρίσουν όλοι μαζί την «πουτάνα κοινωνία». Ήθελαν να είναι στην Αμερική, να φτιάχνουν συμμορίες, να κυκλοφορούν χεσμένοι στο φράγκο και να πεθαίνουν γελώντας υστερικά, σαν τον Αλ Πατσίνο –αγκαλιά με το οπλοπολυβόλο σκαρφαλωμένοι σε βουνά κόκας. Αλλά βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στο «Γκάντεμ Σίτυ» -το μέρος που οι ευκαιρίες έμοιαζαν με κακό ανέκδοτο. Έτσι, γελούσαν σπάνια. Και για λίγο.

Ήταν ο Μάριος ο Λουξ –γιατί του άρεσε η πολυτέλεια και οι Cramps.

Ο Βαγγέλης ο Νταρκ –λόγω χτενίσματος και μουσικών επιρροών.

Ο Αποστόλης ο Τρία Δύο –λόγω περιορισμένων εκφραστικών μέσων, όλο «θα μου κάνουν τα τρία δύο», έλεγε συνέχεια.

Ο Θωμάς ο Μισφίτ –τίτλος διατηρηθείς από την εποχή που ήταν ενεργό μέλος του σχετικού Συνδέσμου.

Και ο Γιώργος ο Κοντός –λόγω ύψους φυσικά, αφού ήταν γύρω στα 2 μέτρα.

Κι αυτή είναι μια από τις ιστορίες τους.

Εκείνο το βρώμικο απόγευμα, κανένας δεν είχε όρεξη. Έφταιγαν οι λάσπες από την ανοιξιάτικη βροχή και τα αυτοκίνητα που κάρφωναν τις ρόδες τους στις λίμνες της ασφάλτου κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο για να ξεκολλήσουν.

«Τον επόμενο που θα μαρσάρει θα τον βάλω να καταπιεί το τιμόνι του», αποφάνθηκε ο Θωμάς, ζυγίζοντας το άδειο του ποτήρι. Μπύρας, το μικρό -αφού ήταν άφραγκος μετά από ένα μήνα ανεργίας.

«Δηλώσεις που θα μείνουν για πάντα δηλώσεις», κορόιδεψε ο Βαγγέλης.

«Μη μου λες εμένα …», πήγε να αγριέψει ο άλλος.

«Σου λέει, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα», τους επανέφερε στην τάξη ο Μάριος.

Ο Θωμάς σώπασε ψάχνοντας να βρει το θέμα –μέχρι που ξέχασε για πιο πράγμα μιλούσαν. Κι ο Βαγγέλης δεν είχε καμιά διάθεση να μπλεχτεί σε μεγάλη κουβέντα. Έπρεπε ήδη να βρίσκεται στην πρόβα με το γκρουπάκι που τραβολογιόταν το τελευταίο διάστημα –ο Βαγγέλης ήταν και κάποιος εναλλακτικός μπασίστας.

Ο Γιώργος ψάρεψε ένα Prince από το μαλακό πακέτο και βάλθηκε να το χαζεύει σα να μην είχε ξαναδεί τσιγάρο. Τα έκανε αυτά κάθε φορά που ετοιμαζόταν να πει κάτι σημαντικό.

«Αγορίνες αν δεν κάνουμε κανένα καλό κόλπο θα ζητιανεύουμε στα φανάρια λίαν συντόμως», ανακοίνωσε.

«Ότι αποφασίσετε –μέσα. Πρέπει να την κάνω», άδειασε μια τσέπη κέρματα ο Βαγγέλης.

«Γκόμενα;» ενδιαφέρθηκε ο Μάριος.

«Πρόβα», τον πληροφόρησε ο άλλος.

«Σιγά ρε Στραντιβάριους!» κορόιδεψε ο Μάριος. Αλλά ο Βαγγέλης δεν το έπιασε γιατί ήταν ήδη στην πόρτα.

Οι υπόλοιποι έκαναν μια μίνι σύσκεψη για να αποφασίσουν αν θα καθίσουν κι άλλο στο μαγαζί, αν θα παραγγείλουν δεύτερη γύρα μπύρες –πρακτικά ζητήματα δηλαδή.

«Έχω άτομο έμπιστο και ξηγημένο που αγοράζει αυτοκίνητα», είπε ο Μάριος, συνεχίζοντας μια κουβέντα που κανένας δεν θυμόταν πότε είχε αρχίσει.

«Και τι μας κόφτει εμάς;» απόρησε ο Αποστόλης.

«Μας κόφτει ρε ηλίθιε γιατί εντός ολίγου θα αποκτήσουμε αυτοκίνητο προς πώληση», του ψιθύρισε ο Γιώργος.

«Μπα; Πως αυτό;» ενδιαφέρθηκε να μάθει ο άλλος.

«Ρε Τριαδύο ρετάρεις άσχημα, μου φαίνεται. Προχτές δε λέγαμε να μαγκώσουμε εκείνο το καινούργιο Οπελάκι;» εκνευρίστηκε ο Μάριος.

«Ναι αλλά …»

«Σκάσε. Λοιπόν βρήκα άτομο συστημένο. Θα πάρει το αμάξι και θα το σπρώξει για ανταλλακτικά. Εμείς πάλι –θα κονομηθούμε γύρω στα οχτώ κατοστάρικα», είπε ο Μάριος.

«Λίγα», παρατήρησε ο Γιώργος.

«Καλά είναι. Δεκάξι έκαστος –σαν τη ντισκοτέκ. Θα μας βγάλουν για κάνα μήνα», τον προσγείωσε ο Μάριος.

Στρώθηκαν μετά, τακτικοί και επιμελείς, για να αναλύσουν την υπόθεση. Ο άνθρωπος ήταν δημόσιος υπάλληλος και οικογενειάρχης. Δυο παιδιά –άσχετο αυτό. Η γυναίκα του δεν δούλευε. Έμεναν στον τρίτο όροφο μιας νεόχτιστης πολυκατοικίας –αυτό ήταν καλό. Είχε αγοράσει το Όπελ πριν καμιά εικοσαριά μέρες και το πάρκαρε κάτω από το παράθυρό του για να το βλέπει όλη τη νύχτα. Αυτό μπορεί να φαινόταν κακό –αλλά δεν ήταν. Υπήρχε συναγερμός –τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Κι αυτό βολικό για το σχέδιό τους. Αλλά το σημαντικότερο ήταν πως ο τύπος πάρκαρε με τη μούρη στην κατηφόρα. Αν κάτι πήγαινε στραβά, θα μπορούσαν να σπρώξουν το αυτοκίνητο –μια χαρά!

«Πρέπει κάποιοι να κόψουν κίνηση πριν κάνουμε τη δουλειά –αποκλείονται ο Κοντός κι ο Τριαδύο. Λέω να πάω εγώ κι ο Νταρκ», είπε ο Μάριος.

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν. Πάντα συμφωνούσαν όταν δεν χρειαζόταν να κάνουν αυτοί τη δουλειά. Μετά αποφάσισαν να φάνε όσα φράγκα διέθεταν –λες και είχαν ήδη κλέψει και πουλήσει το αυτοκίνητο.

Βρέθηκαν λοιπόν να κατηφορίζουν προς την παραλιακή –με το παπί του Θωμά και το εντουράκι του Μάριου. Στο δρόμο παραβίασαν κάτι υποτονικά φανάρια και τράβηξαν κάποια σούζα μπροστά από το παρκαρισμένο περιπολικό –μηδέν κίνδυνος γιατί οι μπάτσοι βαριόντουσαν να αναπνεύσουν, πόσο μάλλον να στρώσουν στο κυνήγι τους πιτσιρικάδες.

Υπάρχει ένα στέκι στα παραθαλάσσια που άνοιξε για να μαζέψει Αμερικάνους. Αλλά μετά έκλεισε η «βάση του θανάτου» κι απόμεινε το στέκι να παίζει southern rock και να πουλάει ποτά μισοτιμής στη happy hour. Τα παιδιά πολύ γούσταραν γιατί έβγαιναν γκολ από τις 8 και περνούσαν το υπόλοιπο βράδυ μέσα στο χαϊλίκι. Έτσι και σήμερα –8 παρά κάτι έφτασαν και παράγγειλαν ένα σκασμό ποτά.

Ο Βαγγέλης έφτανε στην πρόβα, την ώρα που η πρόβα έφτανε στο τέλος της –ο αδερφός του κιθαρίστα είχε βρει κάποιο παρατημένο μπάσο και συνόδευε τους υπόλοιπους. Πράγμα που εκνεύρισε αρκετά τον Βαγγέλη, με αποτέλεσμα να πλακωθεί στο ξύλο με τον κιθαρίστα και να συμβάλλει έτσι στη διάλυση του βραχύβιου σχήματος με όνομα ακαθόριστο –άσε που δεν είχε σημασία πλέον.

Κατόπιν αυτού, ο Βαγγέλης θα έπρεπε, σε Κανονικές Συνθήκες, να ψάξει στα γνωστά στέκια για την υπόλοιπη παρέα. Όμως, το τελευταίο τρίμηνο είχε εμφανιστεί ο αστάθμητος παράγοντας «πρέζα» –οπότε, ανέβαλλε τη συνάντηση με τους υπόλοιπους, προκειμένου να περάσει πρώτα για μια εθιμοτυπική επίσκεψη από το σπίτι του προμηθευτή του (βλέπε «βαποράκι»). Άλλωστε, σκεφτόταν καθώς περίμενε το λεωφορείο, στο δρόμο του ήταν το σπίτι του προμηθευτή. Από Ηλιούπολη θα πήγαινε Γλυφάδα για να συναντήσει τους υπόλοιπους μέσω της Πατησίων –μια ευθεία ήταν.

Και δεν απασχολήθηκε περισσότερο με τη γεωγραφία, επειδή έψαχνε τρόπο να γίνει χωρίς δραχμή στην τσέπη. Όχι από τσιγκουνιά, αλλά από ανέχεια.

Στο λεωφορείο τσακώθηκε με τον οδηγό που τόλμησε να τον κατηγορήσει πως κοπάνησε μόνο το κουτί χωρίς να ρίξει το αντίτιμο του εισιτηρίου. Όχι πως ήταν ψέματα –αλλά δεν μπορείς να κατηγορείς έτσι αβασάνιστα τον κόσμο!

Έφτασε στην Πατησίων με τα πόδια, από Ακαδημίας. Αλλά τρόμαξε να περάσει την πλατεία γιατί ήταν γεμάτη ΜΑΤ που έβριζαν τους περαστικούς.

«Τι θες εδώ ρε αληταρά; Τσακίσου, φύγε, μη βρεις τον μπελά σου!» και ο Βαγγέλης συμφώνησε, φεύγοντας βιαστικά. Όμως στα 20 μέτρα τον σταμάτησαν για εξακρίβωση –«που μένεις, που πας» και τα τέτοια, κόντεψε να πάθει υστερία όσο τον καθυστερούσαν.

Το βαποράκι –Χρήστος, για τους φίλους –είχε ακούσει αμέτρητες φορές την ιστορία «δώσμου τώρα και σε λίγες μέρες θα σε ξεχρεώσω, γιατί περιμένω μια ζόρικη δουλειά που θα μου αφήσει κάμποσα φράγκα». Συνήθως έβαζε τα γέλια, αλλά ο Βαγγέλης έμοιαζε ευαίσθητο παιδί –από αυτά που, αν τα ειρωνευόσουν, ήταν σε θέση να σου στρεσάρουν καμιά σιδερογροθιά … θες –γυρεύεις τώρα; Γι΄αυτό κι ο Χρήστος βρήκε την εναλλακτική –να κάνει κάποιες παραδόσεις ο Βαγγελάκης, σαν αντάλλαγμα για ένα φιξάκι.

«Επειδή εγώ είμαι λίγο καρφωμένος αυτή την περίοδο –κατάλαβες;»

Κατάλαβε ο Βαγγέλης –δηλαδή, την τύφλα του, αλλά δεν τον ένοιαζε σε τελική ανάλυση. Αυτός ήθελε ένα φιξάκι κι αν έπρεπε να χτυπήσει πέντε κουδούνια για να το εξασφαλίσει, θα τα χτυπούσε τα γαμημένα, μέχρι να αναστηθούν οι πεθαμένοι μέσα σε κάθε διαμέρισμα.

«Κοίτα μην κάνεις καμιά μαλακία και εξαφανιστείς με το σταφ ή τα λεφτά, γιατί θα μπλέξεις άσχημα», τον προειδοποίησε ο Χρήστος. Δεν χρειαζόταν. Ο Βαγγέλης ήταν βλαμμένος, αλλά όχι και τόσο πολύ! Να κλέψει πέντε φιξάκια και μετά να μείνει στεγνός για πάντα, όταν η πιάτσα θα μάθαινε τι είχε κάνει –όχι δα!

Τσέπωσε τις έξι δόσεις και βιάστηκε να παραδώσει, για να σουτάρει με την ησυχία του. Πρώτο σπίτι –ένα ζευγάρι που τον παρακαλούσε να αφήσει κάτι παραπάνω. Δεύτερο σπίτι –ένας αγριεμένος που δεν τον έμπασε καν μέσα. Τρίτο σπίτι –μια ζόρικη γκόμενα που του έκανε τα γλυκά μάτια. Όχι σ΄αυτόν, στο πράμα που κουβάλαγε, ήταν φως-φανάρι. Αλλά εδώ έπαιζε μέχρι και πήδημα –ο Βαγγέλης βρέθηκε σε δίλημμα. Να τελειώσει τη δουλειά και να ξαναπεράσει ή να κάνει διάλειμμα; Προτίμησε το δεύτερο γιατί, ως γνωστόν, «στη βράση κολλάει το σίδερο».

Η κοπέλα τον κέρασε κάποιο άθλιο κονιάκ και έβαλε Moody Blues στο πικάπ. Κάθισε απέναντί του –δεν πήρε πολλή ώρα στον Βαγγέλη να ανακαλύψει πως η γκόμενα ήταν άφραγκη.

«Πρώτη φορά σε βλέπω», του ψιθύρισε εκείνη, κρεμασμένη στο λαιμό του.

«Ναι, είμαι καινούργιος», παραδέχτηκε αυτός ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό της.

«Φτιάξε με πρώτα, για να γουστάρουμε», τον σταμάτησε εκείνη.

Κόπηκε ο Βαγγέλης και άναψε τσιγάρο εκνευρισμένος. Δεν τον έπαιρνε να δώσει τζάμπα πράμα –αυτό ήταν σίγουρο. Αλλά τη γούσταρε την κοπέλα, με τα σγουρά καστανά μαλλιά και τα μακριά πόδια. Τη γούσταρε όμως τόσο ώστε να ρίξει την άκρη του κλέβοντας φιξάκια; Η κοπέλα τον χάιδεψε στο μάγουλο.

«Τι σκέφτεσαι;»

«Μην ασχολείσαι. Κοίτα … μπορεί να παίξει μισό φιξάκι … είσαι μέσα;»

Η κοπέλα μαζεύτηκε. Κι ο Βαγγέλης περίμενε, κοιτάζοντας ένα ραγισμένο πορσελάνινο φωτιστικό. Με γκέισες. Τελικά τη γούσταρε μέχρι του σημείου να κόψει τη δόση του στη μέση.

«Πήγε», μουρμούρισε η κοπέλα μέσα από τα δόντια της. «Πάω να φέρω τα σέα».

Σηκώθηκε αδιαφορώντας για το ξεκούμπωτο πουκάμισο και χάθηκε στην κουζίνα. Ο Βαγγέλης έκρυψε τα λεφτά και τις δόσεις κάτω από το ξεθωριασμένο μαξιλάρι του καναπέ της. Κατέβασε το υπόλοιπο κονιάκ και πνίγηκε από την αηδία. Χαλάρωσε κάπως.

Εκείνη επέστρεψε κρατώντας μια σύριγγα, κουτάλι, βαμβάκι κι ένα πλαστικό μπουκάλι με ξινό. Του χαμογέλασε ή έτσι νόμισε ο Βαγγέλης.

«Δε βάζεις καμιά άλλη μουσική;» της πρότεινε.

Όσο ζέσταινε το μίγμα στο κουτάλι, εκείνη έψαχνε ανάμεσα σε στοιβαγμένους δίσκους. Αφοσιωμένος σε αυτό που έκανε, δεν κατάλαβε πότε ξεκίνησε το Déjà vu των Crosby Still Nash and Young. Μόνο στη μέση του πρώτου κομματιού, μπόρεσε να ακούσει τους στίχους –«ο ουρανός καθαρίζει, γιατί η νύχτα έκλαψε αρκετά/ ο ήλιος ήρθε στον κόσμο, για να τον μαλακώσει».

«Χιπαέδες κολλημένοι!» κορόιδεψε ρουφώντας το υγρό με τη βελόνα.

Η κοπέλα τον πλησίασε λαίμαργα. Κόλλησε πάνω του, αλλά εκείνος την έσπρωξε …

«Περίμενε τη σειρά σου, μη βιάζεσαι».

Κοίταξε τριγύρω, μέχρι να βρει κάποιο λαχουρένιο φουλάρι της παραπεταμένο. Έσφιξε το μπράτσο του με αυτό και σούταρε νωχελικά. Η κοπέλα τον έτρωγε με τα μάτια –κάθε χιλιοστό που κατέβαινε το έλασμα πρόσθετε νευρικότητα στις άκρες των χειλιών της.

«Σειρά σου», σφύριξε αυτός γέρνοντας πίσω στα μαξιλάρια του καναπέ. Την παρακολουθούσε να ψάχνει φλέβα για ώρα πολύ κι όσο κοίταζε τόσο ένιωθε αποστροφή για το μελανιασμένο χέρι της. Η κοπέλα έβριζε όσο κουνιόταν ανυπόμονα.

«Άσε με να σε βοηθήσω», της πρότεινε. Το σώμα της ήταν κρύο αλλά δεν τον πείραζε πια. Είχε αρχίσει να νιώθει μουδιασμένος, μια παγωμένη ακινησία έμπαινε από τις άκρες των δαχτύλων του και τον πλημμύριζε. Γι΄αυτό, μάλλον, βρήκε εύκολα τη φλέβα –εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του και η μουσική μετατράπηκε σε πραγματικό deja vu.

«Σχεδόν, έκοψα τα μαλλιά μου/ συνέβη τις προάλλες/ αλλά μοιάζει να ήταν πολύ μακριά/ θα μπορούσα να πω ότι έγινε με τον δικό μου τρόπο./ Αλλά δεν το είπα και αναρωτιέμαι γιατί/ νιώθω σα να άφησα τη φρικιάρικη σημαία μου να πετάξει/ νιώθω σα να το χρωστάω … σε κάποιον./

Μάλλον ήταν επειδή κόλλησα γρίπη τα Χριστούγεννα/ και δεν έχω έρθει ακόμα στα ίσα μου/ αυτό αυξάνει την παράνοιά μου/ σα να κοιτάζομαι στον καθρέφτη μου και να βλέπω ένα περιπολικό εκεί μέσα».

Δεν ήταν καθόλου σε θέση να υπολογίσει πόση ώρα πέρασε –μάλλον όχι πολλή, γιατί το τραγούδι έπαιζε ακόμα. Μπορεί να κόλλησε ο δίσκος, μπορεί και να ήταν η ιδέα του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί για να την χαϊδέψει αλλά δεν ήταν εύκολο. Προτίμησε να χωθεί βαθιά μέσα στο μυαλό του και να τριγυρίσει εκεί, μοναχικός σε μια σπηλιά με «σιωπηλές κραυγές και παντοδύναμη ηχώ». Περπάτησε ανάμεσα σε παγωμένες λίμνες όπου καθρεφτίζονταν γνωστά πρόσωπα χαμογελαστά σαν τις επιθυμίες.

«Όταν τελικά καταφέρω να συμμαζέψω τον εαυτό μου/ θα πάω να αράξω σε εκείνο τον δυτικό ηλιόλουστο καιρό/ και θα βρω λίγο χώρο εκεί μέσα για να γελάσω/ θα ξεχωρίσω την ήρα από το σιτάρι/ γιατί νιώθω…/ σα να το χρωστάω … σε κάποιον -ναι».

Άρχισε να ξενερώνει απότομα. Άσχημα. Με το ζόρι κρατήθηκε να μην κλάψει γιατί έφευγε η παγωμένη ακινησία και περίσσευε η μοναξιά. Μοναξιά, ματαιότητα –καθώς ξανάμπαινε στο σώμα του ή μάλλον, όσο έβγαινε μέσα από αυτό. Έψαχνε για το πακέτο του όταν κατάλαβε πως κρατούσε την κοπέλα αγκαλιά.

«Είσαι εντάξει;» της ψιθύρισε.

«Ναι … έχω … στανιάρει … μια … χαρά», μούγκρισε τρίζοντας τα δόντια της εκείνη.

«Σκατά υπόθεση», αποφάνθηκε ο Βαγγέλης και μετακινήθηκε προσεκτικά για να σταθεί στα πόδια του. Είχαν έρθει τα άγχη, έπρεπε να παραδώσει τα υπόλοιπα φιξάκια, έπρεπε να βρει τους άλλους. Πήγε μέχρι το παράθυρο ανάβοντας ένα τσιγάρο –έξω είχε νυχτώσει για καλά.

«Δεν θα πηδηχτούμε μωρό;» με το ζόρι έβγαινε η φωνή της.

«Άστο γι΄αύριο. Μου χρωστάς», είπε ο Βαγγέλης κοιτάζοντας ακόμα έξω. Τελειωμένη ήταν η γκόμενα –όποιος δεν είναι πρωτάρης αλλά φτιάχνεται με μισό φιξάκι έχει πέσει σε χοντρό ξεφτιλίκι. Παραμυθιάζεται μόνο με την ιδέα –χαμένα κορμιά που σε λίγο θα μαστουρώνουν τρυπώντας τις φλέβες τους και σουτάροντας αέρα κοπανιστό. Χοντρό ξεφτιλίκι! Είχε φτάσει ήδη στην πόρτα όταν την άκουσε …

«Πως σε λένε; Θα σε ξαναδώ;»

«Θα δείξει», έφτυσε τις λέξεις σα βλαστήμια γιατί δεν ήξερε ακόμα αν η κοπέλα μιλούσε σε εκείνον ή στο σταφ.

Μάζεψε το κεφάλι του για να θυμηθεί την επόμενη διεύθυνση και περπάτησε πάνω σε βρεγμένα πεζοδρόμια. Δεν ήταν μακριά το επόμενο σπίτι –ανέβηκε με το ασανσέρ γιατί ένιωθε τρελή κούραση. Λίγο αργότερα θα μετάνιωνε που είχε παραβεί τον βασικό του κανόνα –«πάντα από τις σκάλες, κόβεις καλύτερα κίνηση –γυμνάζεσαι κιόλας».

Στον τέταρτο όροφο τον υποδέχτηκε σκοτάδι. Ψηλάφισε τον τοίχο για να βρει κάποιο φως στο διάδρομο και, σαν γνήσιος ηλίθιος, δεν παραξενεύτηκε που η πόρτα στο βάθος ήταν μισάνοιχτη. Βρήκε επιτέλους το μπουτόν, δίνοντας σύνθημα σε δυο αγριεμένους να πεταχτούν από την απέναντι πόρτα. Φως –φανάρι, μπάτσοι! Γύρισε απότομα κι έτρεχε προς τις σκάλες –άδικα, γιατί από εκεί ανέβαιναν άλλοι δύο. Τον άρπαξαν πριν προβάλει να ανασάνει.

«Με δώσανε στεγνά», σκεφτόταν καθώς τον έστηναν στον τοίχο για να τον ψάξουν.

«Δεν πάμε να την πέσουμε; Κοντεύει να κλείσει το μαγαζί», χασμουρήθηκε ο Γιώργος.

«Περιμένουμε τον Νταρκ», υπενθύμισε ο Μάριος.

«Αποκλείεται να έρθει τέτοια ώρα», είπε ο Αποστόλης.

«Που το ξέρεις εσύ ρε;» θύμωσε ο Μάριος.

«Αν έρθει, να μου κάνεις τα τρία δύο», του απάντησε ο άλλος.

«Δίκιο έχει», ακούστηκε από όσους είχαν ήδη σηκωθεί.

«Μίλα ρε καργιόλη, που το έχεις κρυμμένο;»

«Από ποιον ψωνίζεις;»

«Θα σου σκίσω τον κώλο αληταρά!»

Κάθε φράση συνοδευόταν από ξεγυρισμένες σφαλιάρες και χτυπήματα με γκλοπ. Ο Βαγγέλης κατάπινε φρέσκο αίμα καθώς σούφρωνε τα χείλη, προσπαθώντας να γλιτώσει τα δόντια του. Με το ζόρι κρατιόταν να μη χαμογελάσει –γιατί, μερικές φορές, η ηλιθιότητα βγαίνει σε καλό.

«Λέγε ρε πούστη!»

«Σας παρακαλώ. Είμαι άρρωστος –αφήστε με να πάω σπίτι μου».

«Ξαναψάξτον τον αληταρά. Μέχρι κωλοτρυπίδα να φτάσεις –ακούς;»

Άκουγε και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Ψάξτε μαλάκες», σκεφτόταν, «τ΄αρχίδια μου θα πάρετε γιατί, σα μαλάκας, ξέχασα το πράμα στα μαξιλάρια του καναπέ της».

Τον παράτησαν στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας για την υπόλοιπη νύχτα. Με το δεξί μάτι κατεβασμένο, τα χείλια πρησμένα και μια ανακατωσούρα στο στομάχι από τις κλωτσιές. Είχαν καλό σκοπό οι μπάτσοι, αφού υπολόγιζαν πως αφήνοντάς τον εκεί, όλο και κάποια κρίση θα τον έπιανε. Κι όταν ο άνθρωπος σφαδάζει στα πατώματα, γίνεται ευκολότερα χαφιές.

Ο Μάριος δεν είχε ύπνο. Τρεις ώρες τώρα, καθόταν στο ανοιχτό παράθυρο και κάπνιζε –στον από κάτω όροφο ροχάλιζε ο πατέρας του και στριφογύριζε ενοχλημένη η μάνα του. Σκεφτόταν τη δουλειά με το αυτοκίνητο. Έπρεπε να πάει καλά γιατί ο τύπος που ήθελε να το αγοράσει ήταν μεγάλη μούρη. Αν τους πέρναγε για πιτσιρικάδες, σαν αυτούς που βουτάνε τσόντες από τα περίπτερα, θα τους έριχνε σίγουρα στην πληρωμή. Σεβασμός ή κοροϊδιλίκι –έτσι πήγαινε. Κι αυτός ο Βαγγέλης που στο διάβολο ήταν; Μόνο μαζί του ένιωθες σίγουρος –όλοι οι υπόλοιποι της παρέας έχαναν από κάπου. Πέταξε το τσιγάρο στη μέση του δρόμου –σημαδεύοντας το ξημέρωμα. Αστόχησε.

Μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα παπούτσια και πήρε να χαζεύει τα κανάλια. Όλο μαλακίες έπαιζαν, αλλά νανουρίστηκε και γι΄αυτό πετάχτηκε μέχρι το ταβάνι από τα χτυπήματα στην ξύλινη πόρτα.

«Ποιος;»

«Άνοιξε ρε μαλάκα!»

Άνοιξε για να μαζέψει το Βαγγέλη, που με το ζόρι στεκόταν όρθιος. Τον κουβάλησε μέχρι την πολυθρόνα και έτρεξε στο ψυγείο για νερό. Ο άλλος κατέβασε δυο ποτήρια πριν ζητήσει «κάτι που να πίνεται».

«Κάτσε ρε άνθρωπε να σου σκουπίσω λίγο τα μούτρα», μουρμούριζε ο Μάριος όσο έβρεχε μια πετσέτα στο μπάνιο.

Ο Βαγγέλης πήρε την πετσέτα και την κράτησε στο μέτωπό του.

«Τι έπαθες ρε; Ποιος σου το΄κανε αυτό;»

«Μεγάλη ιστορία. Κερνάς τσιγάρο να σου πω;»

Ο Μάριος άναψε τσιγάρο, του το έδωσε και κάθισε απέναντί του. Εκεί άκουσε, αμίλητος, πως ο φίλος του βάραγε πρέζα το τελευταίο τρίμηνο –σχεδόν συστηματικά. Μετά έμαθε την ιστορία με το βαποράκι, τη γκόμενα και τους μπάτσους. Όταν τελείωσαν οι εξηγήσεις, έμεινε σκεφτικός κι αναποφάσιστος.

«Πάω να φτιάξω καφέ –θέλεις;»

Μετά τις πρώτες ρουφηξιές, ήρθε η άποψη του Μάριου.

«Είσαι τόσο μαλάκας που πήγες κι έγινες ζάκι; Είσαι δηλαδή τόσο αγιάτρευτα ηλίθιος; Ε; Τέλος πάντων –μη λες κουβέντα, έτσι κι αλλιώς, μαλακία θα πεις. Και σε δώσανε κιόλας στους μπασκίνες –μεγάλη καριέρα θα κάνεις στον χώρο αδερφάκι! Μη μιλάς ρε –σκάσε γιατί, ότι γλίτωσες από τους μπάτσους θα το φας από μένα».

Ο Βαγγέλης είχε τα δικά του προβλήματα –οπότε, λίγη σημασία έδινε στη γκρίνια του φίλου του. Νύσταζε, κρύωνε, πονούσε. Τόσο απλά.

«Και πως θα κάνουμε τώρα τη δουλειά με το αυτοκίνητο; Εσένα σε έχουν σταμπάρει οι μπάτσοι –μήπως σε παρακολουθούν κιόλας;» αναρωτήθηκε ο Μάριος ενώ πήγαινε αυτόματα προς το παράθυρο. Κοίταξε έξω, κάποια παρκαρισμένα αυτοκίνητα αλλά δεν διέκρινε κίνηση μέσα σε κάποιο από αυτά.

«Με παρακολουθούν, μην το ψάχνεις», είπε κουρασμένα ο Βαγγέλης. «Από το τμήμα έφυγα παρθένος, αλλά μου την είχαν στημένη δυο δρόμους πιο κάτω. Ένας καραγκιόζης με έχει στα διακόσα μέτρα –κάπου εκεί έξω θα είναι κρυμμένος».

«Φίνα αδερφάκι! Και ήρθες εδώ για να μας συστήσεις –έτσι;»

«Δεν είχα που να πάω ρε. Δεν μπορούσα να γυρίσω σπίτι σ΄αυτά τα χάλια …»

Ο Μάριος έψαχνε ήδη στη ντουλάπα, ξετρύπωσε κάποια κουβέρτα …

«Κοιμήσου τώρα μαλάκα μου κι αύριο βλέπουμε», ψιθύρισε στοργικά.

«Είναι ήδη αύριο», είπε ο Βαγγέλης με βαριά μάτια για να φάει το μαξιλάρι κατακέφαλα.

«Κοιμήσου ρε –που θα μου κάνεις και πνεύμα!»

Η επόμενη μέρα ήταν πολυάσχολη. Ο Θωμάς ανέλαβε το κόψιμο κίνησης στη γειτονιά του υποψήφιου, για «απαλλοτρίωση» αυτοκινήτου, ο Μάριος έκανε την τελική επαφή με τον τύπο που θα αγόραζε το κλεμμένο και οι υπόλοιποι ήπιαν καφέ κάτω από κάποιον απρόσμενα ενοχλητικό ήλιο. Τους απασχόλησε αρκετά το αν θα έπρεπε να τους δει όλους μαζί ο μπάτσος που είχε βεντουζωθεί πίσω από τον Βαγγέλη, αλλά κατέληξαν πως όλος ο κόσμος ήξερε ότι κάνουν παρέα. «Τελικά μπορεί και να μας κάτσει πολύ βολικά η παρακολούθηση», είχε αποφανθεί ο Μάριος, με μυστήριο ύφος. Η εξήγηση δόθηκε το ίδιο απόγευμα.

«Συναντιόμαστε εδώ –στου Χοντρού. Αφήνουμε τον μπάτσο να περιμένει απέξω και το ρίχνουμε στο κωλοβάρεμα. Τα μηχανάκια παρκαρισμένα μπροστά και επιδεικτικά. Κατά τις 2 η ώρα, την κοπανάμε από την πίσω πόρτα, βουτάμε το αυτοκίνητο, το παραδίνουμε –μισή ώρα υπόθεση. Μετά γυρίζουμε πάλι εδώ. Κύριοι!»

«Στάσου λίγο ρε άρχοντα. Πρώτον, πως θα μετακινηθούμε –με τα μηχανάκια παρκαρισμένα; Δεύτερον, πως θα φύγουμε από την πίσω πόρτα; Μόνο μια πόρτα έχει ο Χοντρός –τη μπροστινή. Και τρίτον … γενικά», σχολίασε ο Θωμάς.

«Μηχανάκια αναλαμβάνω εγώ –θα βρω κάτι παπάκια από τους δικούς μου», είπε ο Γιώργος.

«Και η πίσω πόρτα δεν είναι απαραίτητη, γιατί υπάρχει παράθυρο στην τουαλέτα. Βγάζει σε ακάλυπτο», είπε ο Μάριος.

«Και ποιος ψήνει τον Χοντρό να μείνει ανοιχτός μέχρι τις 3;» ρώτησε ο Αποστόλης, αλλά οι υπόλοιποι ξεπέρασαν εύκολα την απορία του.

«Υπάρχει κάτι ακόμα», είπε σκεφτικός ο Θωμάς. «Έβλεπα το σπίτι του τύπου, όλη μέρα σήμερα. Τον είδα να παρκάρει στη συνηθισμένη του θέση, μετά βγήκαν τα παιδιά να τον χαιρετήσουν. Αργότερα πήγαν όλοι μαζί στην παιδική χαρά. Είναι καλό ανθρωπάκι. Και τα παιδιά του χαίρονται που έχουν αμάξι –τα χάζευα να ζητωκραυγάζουν κάθε φορά που έμπαιναν ή έβγαιναν. ‘Πάμε στο ράλλυ Ακρόπολις’ λέγανε, ‘εμείς συνοδηγοί μπαμπά -θα τους περάσουμε όλους’. Έτσι λέγανε τα βλαμμένα και η μάνα τους ξεκαρδιζόταν. Ο τύπος κάνει πως βάζει γάντια και κράνος κάθε φορά που πάει να μπει στη θέση του οδηγού».

Οι άλλοι τον κοίταξαν απορημένοι.

«Τι ακριβώς θέλεις να πεις ρε; Δεν κατάλαβα μία!», έκανε ο Αποστόλης.

«Τίποτα μωρέ. Απλά ότι είναι καλό ανθρωπάκι … μαλακία δεν είναι να του φάμε το αμάξι;»

Ο Μάριος τινάχτηκε σαν ελατήριο από τη θέση του και ήρθε να καθίσει στον πάγκο, δίπλα στο Θωμά. Τον αγκάλιασε κιόλας –μίλησε σιγά, αλλά μπορούσαν οι υπόλοιποι να τον ακούσουν μια χαρά.

«Κοίτα να δεις φιλαράκι. Καθόμαστε τώρα και κανονίζουμε κάποια δουλειά –αλλά εσένα σε πιάνει το φιλεύσπλαχνό σου. Καλός άνθρωπος, οικογενειάρχης, πάει με το αμαξάκι του κάθε Κυριακή στην παραλία … γιατί να του το πάρουμε; Πρόσεξε κάτι –αυτός ο άγιος άνθρωπος που λες, θα μπορούσε να σου βγάλει τα άντερα, μέρα –μεσημέρι, αν ψυλλιαζόταν πως πήγαινες να του κλέψεις δυο κατοστάρικα από το πορτοφόλι. Γιατί; Θα του έλειπαν τα δυο κατοστάρικα; Εσύ μπορεί να πέθαινες γι΄αυτά ενώ εκείνος τα έχει για να πάρει κρουασάν από το σουπερμάρκετ –αλλά θα σου πέταγε τα άντερα έξω φιλαράκι! Έχω δίκιο; Μη μιλήσεις, ξέρω τι θα πεις. Ο άνθρωπος θα τρόμαζε, θα φοβόταν ότι ο αληταράς θέλει να τον καθαρίσει, γι΄αυτό θα αντιδρούσε έτσι. Μαζί σου κι εγώ. Όμως τι έχεις να μου πεις για τη δουλειά του; Δημόσιος υπάλληλος –έτσι; Ας πούμε ότι πέθανε η γιαγιά σου και θέλεις ένα πιστοποιητικό για να τη θάψεις. Τι θα κάνει ο καλός σου άνθρωπος ρε; Δεν θα την αφήσει να βρωμίσει μέχρι να σου δώσει το κωλόχαρτο –μόνο και μόνο για να δείξει ότι αυτός κάνει κουμάντο ή επειδή βαριέται στην τελική; Η γιαγιά σου να βρωμάει –τουμπανιασμένη στο τραπέζι της κουζίνας κι ο μαλάκας να σου λέει –‘ληξιαρχική πράξη γέννησης της αποθανούσας έχετε;’ Είναι έτσι φιλαράκι ή κάνω λάθος;»

Ο Θωμάς έσκυψε το κεφάλι προτιμώντας να μην απαντήσει.

«Επειδή λοιπόν έτσι είναι και το ξέρεις –μη μου λες εμένα αυτές τις πούτσες για καλά ανθρωπάκια. Σε αυτόν τον σκατόκοσμο ή θα γαμάς ή θα σε γαμάνε –με ποιους θέλεις να είσαι ρε; Κόψε λοιπόν τα κλαψομούνικα σε μένα γιατί θα πάρω ανάποδες και θα φάει ο κώλος σου χώμα –κατάλαβες; Φιλαράκι!»

Κοιτάχτηκαν έντονα για κάποια ατέλειωτα δευτερόλεπτα. Οι άλλοι περίμεναν μέχρι που ο Αποστόλης είπε …

«Επίσης, η ζωή είναι ένα αγγούρι –άλλος το τρώει και ζορίζεται, άλλος το τρώει και δροσίζεται», πράγμα που ήταν απόλυτα αληθινό αλλά κανένας δε γέλασε.

Ο Θωμάς σηκώθηκε. Το χέρι του Μάριου έπεσε αργά, επίφοβα, πλάι από τον ώμο του.

«Εγώ είμαι έξω μάγκες. Τραβηχτείτε μόνοι σας», είπε.

Ο Βαγγέλης τον πρόλαβε στην είσοδο της καφετέριας.

«Θέλω μια χάρη», του είπε.

«Ξέρω. Εντάξει, έχω κάτι δικούς μου –θα τους στείλω στον μαλάκα που σε έδωσε. Απλά πες μου σε πόσα κομμάτια τον θέλεις», είπε σιγά ο Θωμάς.

«Όχι ρε Μισφίτ –όχι τέτοια. Εντάξει, δεν πρόκειται να ξαναψωνίσω από τον τύπο, αλλά, άμα βγει βρώμα στην πιάτσα ότι βαράω ντηλέρια δεν θα βρω πράμα στον αιώνα τον άπαντα! Άλλο θέλω. Να πας μέχρι το σπίτι της γκόμενας και να ψάξεις μήπως υπάρχουν ακόμα τα φιξάκια και τα φράγκα».

Ο Θωμάς τον κοίταξε έντονα.

«Μέχρι εκεί έχεις ξεπέσει ρε δικέ μου; Να μην τολμάς να πλακώσεις ούτε αυτόν που σε κάρφωσε; Σύνελθε ρε! Και όχι –δεν πάω στης γκόμενας. Ντήλια με ντρόγκα δεν κάνω εγώ, ούτε για τον ίδιο μου τον αδερφό».

Μετά γύρισε την πλάτη του και κοπάνισε την πόρτα. Αναγκάζοντας τον Μπιλ να σχολιάσει φωναχτά κάτι σχετικό με τη μάνα του Θωμά που έκανε το παιδί τόσο κακομαθημένο. Ο Βαγγέλης το άκουσε αλλά δεν αντέδρασε –κανένας δεν τα έβαζε με τον Μπιλ, υπήρχε και κάποιος σεβασμός στο κάτω-κάτω.

Κάπως έτσι, έφτασε το προγραμματισμένο βράδυ. Οι τέσσερις τους στράγγιζαν βαρελίσιες μπύρες και μελετούσαν κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες. Προηγουμένως, ο Μάριος είχε συνεννοηθεί με τον Χοντρό –το μαγαζί θα τους περίμενε ανοιχτό μέχρι όποτε χρειαζόταν.

«Με τα κλεμμένα αυτοκίνητα δεν πρόκοψε κανείς», είχε σχολιάσει ο Μπιλ.

«Θα το έχουμε υπόψη», είχε διαβεβαιώσει ο Μάριος. «Θυμήσου μόνο να δυναμώσεις τη μουσική όσο θα λείπουμε».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έσκασε το πρόβλημα. Γιατί, εντάξει, το μαγαζί θα είχε μουσικές, φώτα –απ΄όλα. Έλα όμως που, έτσι κι έκανε να πλησιάσει ο μπάτσος της παρακολούθησης, θα έβλεπε κάποιον βαριεστημένο Βαγγέλη να κοιμάται –μόνος κι έρημος!

«Σκατά ρε γαμώτο! Αυτό δεν το είχα υπολογίσει!» θύμωσε ο Μάριος. «Τι θα κάνουμε ρε;»

Η λύση ήρθε από τον Γιώργο, απλή όσο και μπελαλίδικη.

«Θα κάνουμε πάρτυ».

«Πως;»

«Πάρτυ μαλάκες! Με κόσμο, χορούς και γκομενίτσες να περιφέρονται. Πάρτυ!»

«Τι λες τώρα; Τζάζεψες;»

«Καθόλου και δώστε βάση γιατί δεν έχουμε χρόνο. Δέκα τηλέφωνα υπόθεση είναι –μαζεύουμε όλους τους τακτικούς ακόμα και με το ζόρι».

«Και τι τους λέμε ηλίθιε; Να μας κάνουν πλάτες όσο θα βουτάμε το αμάξι;»

«Όχι ρε! Τους λέμε να τσακιστούν για τζάμπα ποτά κι αν κανένας φέρει αντιρρήσεις του ξηγιόμαστε αλλιώτικα. Έρχεσαι ή ερχόμαστε εμείς και σου αλλάζουμε τα πετρέλαια. Σωστός;»

Ο Μπιλ κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό όταν άκουσε την ιδέα –αλλά μετά το δέχτηκε. Υπολόγισε και την κατανάλωση, σκίστηκε να εξυπηρετήσει τα παιδιά. Ότι τηλέφωνα δεν ήξεραν, τους τα έδωσε αυτός –άναψαν τα σύρματα από βρισίδια και απειλές. Γιατί ήταν βράδυ καθημερινής και όλοι είχαν κάποιο λόγο να κοιμηθούν νωρίς.

Σε μια ώρα το μαγαζί πήρε να γεμίζει, οπότε, η παρέα σηκώθηκε από τα αναμμένα κάρβουνα που καθόταν.

«Κοντέ, φεύγεις πρώτος», μίλησε ο Μάριος. «Αν χωράς εσύ από το παράθυρο –χωράμε όλοι. Αλλιώς τον ήπιαμε».

Ο Γιώργος χώρεσε με κάποια δυσκολία. Και οι υπόλοιποι δυο βγήκαν με καθυστέρηση γιατί χρειάστηκε να πετάξουν έξω έναν πιτσιρικά με κατεβασμένα παντελόνια που, προφανώς, είχε φάει κάτι χαλασμένο. Σκαρφάλωσαν τη μάντρα του ακάλυπτου και χάθηκαν σαν φλας φωτογραφικής μηχανής.

Ο Βαγγέλης έπινε μισοκρυμμένος στη γωνιά –χαζεύοντας τον μπάτσο που ξεροστάλιαζε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Σκεφτόταν πως τον είχε του χεριού του, μπορούσε να την κάνει κι αυτός από το παράθυρο και μετά να τον ξαπλώσει άκλαφτο. «Μια σφαλιάρα υπόθεση είσαι ρε καργιόλη», ψιθύριζε. Αλλά ήταν καλύτερα να περιμένει –οι υπόλοιποι του είχαν υποσχεθεί μερίδιο. Θα έβγαζε τις δόσεις του για ένα μήνα και βάλε.

«Δίκιο είχαν που μου έλεγαν ότι θα σε βρω εδώ», είπε εκείνη.

Σήκωσε το κεφάλι ξαφνιασμένος –η κοπέλα που του είχε φάει τις δόσεις!

«Κάτσε», μπόρεσε μόνο να πει.

Εκείνη πήγε μέχρι το μπαρ για να πάρει ποτό …

«Γίνεται κάποιο πάρτυ, είναι κάτι μαλάκες που έχουν τα πάντα κερασμένα», τον πληροφόρησε όσο καθόταν απέναντί του.

«Το ξέρω», γέλασε αυτός χωρίς να δώσει συνέχεια. «Τι θέλεις εδώ;»

«Είπα να καθαρίσω το σπίτι χτες …»

«Και βρήκες …»

«Και βρήκα –ναι».

«Και;»

«Εντάξει, τα φιξάκια μπορούμε να τα ξεχάσουμε …»

«Δεν αμφέβαλλα»

«Όσο για τα λεφτά …»

«Ναι;»

«Αφού τα βρήκα δεν παίρνω κάποια αμοιβή;»

«Που είναι;»

«Ας πούμε τα μισά».

«Ας πούμε ότι δε θα βγεις ζωντανή από εδώ μέσα επίσης».

Η κοπέλα ήπιε το μισό ποτό, διψασμένα. Μετά γέλασε.

Ο Μάριος ήταν ήδη χωμένος κάτω από το αυτοκίνητο. Τα δυο παπιά είχαν πιάσει τις άκρες, αρχή και τέλος του δρόμου. Ο Μάριος ίδρωνε προσπαθώντας να κουνήσει το κήτος. Στο τέλος άρχισε να χτυπάει δαιμονισμένα ο συναγερμός. Δεν χρειάστηκε να περάσει ούτε καν λεπτό –ο ιδιοκτήτης βγήκε στο μπαλκόνι, κοίταξε κάτω, έκλεισε τον συναγερμό και ξαναμπήκε μέσα. Ο Μάριος περίμενε.

«30%», είπε εκείνη.

«Δυο χιλιάρικα και είμαστε εντάξει. Να ευχαριστείς που δεν τα παίρνω όλα –ήδη μου στοίχισες δυόμιση δόσεις», απάντησε ο Βαγγέλης.

Η κοπέλα έβγαλε κάποια χρήματα –ξεχώρισε τα δυο χιλιάρικα και του έδωσε τα υπόλοιπα.

«Πως σε λένε –ακόμα δεν ξέρω».

«Δήμητρα. Εσένα;»

«Βαγγέλη –ας πούμε ότι χάρηκα».

«Ναι, ας το πούμε –τι έχουμε να χάσουμε;»

«Πλέον», γέλασε αυτός.

«Σε μάγκωσαν οι μπάτσοι», είπε ήσυχα η κοπέλα. «Βγήκε βρώμα –έτσι είναι;»

«Κάνε δουλειά σου», βάρυνε απότομα ο Βαγγέλης.

«Θέλω να πω …»

«Όχι, εγώ θα σου πω ότι μου χρωστάς ένα πήδημα», την έκοψε.

«Όποτε θέλεις. Πάμε και τώρα δηλαδή –εγώ είμαι εντάξει σ’ αυτά».

Ο Βαγγέλης χαμογέλασε. Προφανώς είχε σουτάρει το τελευταίο φιξάκι πριν έρθει να τον συναντήσει –πλέον, όλα τα μπορούσε.

«Άλλη φορά», είπε. «Τώρα έχω άλλη δουλειά. Βλέπεις είμαι ο μαλάκας που πληρώνει τα ποτά εδώ μέσα».

Η κοπέλα τον κοίταξε συγκρατημένα έκπληκτη.

«Γιορτάζεις κάτι;»

«Ναι, τα γενέθλιά μου».

«Σήμερα είναι;»

«Όχι, πέρασαν πριν πέντε μήνες».

«Και τότε;»

«Τι τότε; Σήμερα τα γιορτάζω».

Ο Μάριος ίδρωνε και τα χέρια του γλιστρούσαν κρατώντας την πίσω ανάρτηση. Βλαστήμησε καθώς έγλυψε τη μουτζούρα, γεμάτος γράσα μέχρι τα μούτρα αλλά ενεργοποίησε τον συναγερμό. Ο τύπος ξαναβγήκε από το μπαλκόνι –τρίτη φορά μέσα σε 15 λεπτά χτύπαγε το παλιόπραμα! Βλαστήμησε και το απενεργοποίησε. Μετά γύρισε την πλάτη κοιτάζοντας κλεφτά τα δίπλα μπαλκόνια –ώρα ήταν να βγει κανένας γείτονας και ν’ αρχίσει το βρισίδι. Ο Μάριος περίμενε κρατώντας ακόμα και την ανάσα του.

«Ε, Νταρκ, δε θα μας συστήσεις την κυρία;»

Ο Βαγγέλης έκοψε τον αχτένιστο από πάνω μέχρι κάτω. Το είχε παρακάνει με τα ποτά, μάλλον.

«Μαζέψου κι έφυγες», σφύριξε χωρίς να τον κοιτάζει.

«Καλά μωρέ, πως αρπάζεσαι έτσι!», είπε ο άλλος σέρνοντας τα πόδια του παραδίπλα.

«Γιατί σε είπε Νταρκ;», ρώτησε η κοπέλα.

«Γιατί έτσι με λένε».

«Γιατί;»

Ο Μάριος βαρέθηκε να περιμένει. Είχε περάσει άλλο ένα τέταρτο τραντάζοντας το σασί του αυτοκινήτου –ησυχία –άρα είχε απενεργοποιηθεί ο συναγερμός. Ένα παπάκι πέρασε σβηστό δίπλα του και κάποιο αποτσίγαρο κύλησε στην άσφαλτο –πλάι στη ρόδα. Σινιάλο –ο Γιώργος σίγουρα –αυτός περίμενε στην ανηφόρα. Ο Μάριος ξεκίνησε να βγαίνει μουδιασμένα.

«Και στο συγκρότημα τέτοια παίζετε; Ντεθιάρικα;»

Ο Βαγγέλης δυσανασχέτησε συγκρατημένα. Ίσως, λόγω στυλ.

«Βασικά, έφυγα από το συγκρότημα. Αλλά θα κάνω καινούργιο. Η μουσική …», σταμάτησε γιατί ψυλλιαζόταν ότι θα πει μαλακία.

Η κοπέλα πέρασε μια βόλτα τις άκρες των δαχτύλων της από τις κλειδώσεις του.

«Η μουσική μετράει πολύ για σένα –έτσι; Και σπάζεσαι που δεν μπορείς να δοθείς. Τα λέω καλά;»

«Μπορεί», είπε ο Βαγγέλης αποφεύγοντας να την κοιτάξει.

«Τι σε εμποδίζει; Οι παρέες; Το κυνήγι της παραμύθας;»

«Τίποτα από όλα αυτά. Όλα αυτά …»

«Σε εμποδίζει η μούχλα που κουβαλάς. Πριν ξεκινήσεις κάτι, είσαι σίγουρος πως θα τα σκατώσεις. Κι αν τύχει να το ξεκινήσεις, σταματάς στην πρώτη δυσκολία. Γιατί να ταλαιπωρείσαι; Αφού στο τέλος δεν θα καταφέρεις τίποτα –έτσι δεν πάει;»

«Κάπως έτσι. Το έχεις μελετήσει το θέμα βλέπω».

«Ιστορία της ζωής μου κορόιδο», ξεκαρδίστηκε η κοπέλα.

Μετά έκανε κάτι περίεργο. Σηκώθηκε κι άλλαξε θέση, στριμώχτηκε στον πάγκο που καθόταν αυτός και κόλλησε στο μπράτσο του ψάχνοντας κάποια αγκαλιά. Ο Βαγγέλης την τράβηξε κοντά του.

«Για εκείνο το πήδημα που λέγαμε …», μουρμούρισε.

«Ναι;»

«Θα γίνει κι αυτό στην ώρα του», είπε ανακουφισμένος.

«Σίγουρα», χαμογέλασε η κοπέλα.

Η πόρτα είχε ανοίξει εύκολα, όμως τα ξεμαλλιασμένα καλώδια δεν έλεγαν να δώσουν σπινθήρα. Ο Μάριος βλαστήμησε για ακόμα μια φορά. Είχε δει το κόλπο από άλλους –αλλά αυτό το παλιοαμάξι ήταν καινούργιο. Δεν είχε τη στάνταρ καλωδίωση –κίτρινες και πράσινες ξεδοντιασμένες άκρες μπλέκονταν με τις συνηθισμένες κόκκινες και μαύρες. Βγήκε έξω, έχοντας φτιάξει ένα πρόχειρο κύκλωμα, πιασμένο με μονωτική. Με το ζόρι συγκρατήθηκε να μην χτυπήσει την πόρτα. Οι άλλοι δυο είχαν αλλάξει πόστα –ο Γιώργος ήταν τώρα στην κάτω μεριά και ο Αποστόλης στην ανηφόρα. Ο Μάριος του έκανε νόημα κι αυτός πλησίασε με σβηστό παπί.

«Θα μπω μέσα, σπρώξε με», ψιθύρισε.

«Τρελάθηκες ρε;» έκανε ο Αποστόλης.

«Κάνε παιχνίδι γαμώτο και άσε τις κουβέντες», νευρίασε ο Μάριος.

Το θέαμα ήταν τουλάχιστον γελοίο. Ένας μαντράχαλος να σπρώχνει κι ο άλλος να κρατάει το τιμόνι σα μωρό παιδί –μην τύχει και κουμπώσει στη μισή στροφή. Έτσι κατέβηκαν την κατηφόρα και όλα θα πήγαιναν πρίμα αν ο ιδιοκτήτης δεν είχε την ιδέα να ξαναβγεί στο μπαλκόνι. Τρωγόταν ο άνθρωπος με το καινούργιο αμάξι –εφιάλτης είχε γίνει η χαρά του.

«ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΤΕ ΤΟ ΑΜΑΞΙ ΡΕ ΚΩΛΟΠΑΙΔΑ!», ούρλιαξε.

«Παράτα το και πάμε να φύγουμε», φώναξε ο Αποστόλης.

«Σπρώχνε μαλάκα!» απάντησε ο Μάριος.

«Θέλεις να φύγουμε;»

«Όχι ακόμα. Περιμένω κάτι φίλους», έγειρε προς το μέρος της και την ξαναφίλησε.

«ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΑΜΑΞΙ! ΘΑ ΣΑΣ ΛΙΑΝΙΣΩ!»

«Τι έγινε;»

«Τι έγινε καλέ;»

«Πιο γρήγορα γαμώ τη ζωή μου!»

«Του κλέβουν το αυτοκίνητο!»

«Την αστυνομία! Πάρτε την αστυνομία!»

«Παναγιώτη που πας; Πρόσεξε μη σε χτυπήσουν! Πρόσεχε!»

«Τι κάνει ο μαλάκας τόσες ώρες απέναντι; ΚΟΝΤΕΕΕΕ!»

«Μένεις μόνος σου;»

«Όχι, με τους γονείς μου».

«Μπορώ να κάθομαι ώρες έτσι».

«Κι εγώ. Νομίζω …»

«ΧΤΥΠΑ ΤΟΝ! ΧΤΥΠΑ ΤΟΝ ΠΟΥΣΤΗ!»

Ο ιδιοκτήτης, Παναγιώτης το όνομα, σέρνεται από τη μισάνοιχτη πόρτα της κινούμενης ιδιοκτησίας του. Ο Μάριος προσπαθεί απεγνωσμένα να τον κλωτσήσει την ώρα που ο Αποστόλης έχει μείνει αναποφάσιστος, στη μέση της κατηφόρας. Κοιτάζει πίσω –οι γείτονες παίρνοντας θάρρος, αρχίζουν να ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους. Κυρίως για να κάνουν χάζι.

Ο Γιώργος ανεβαίνει μαρσάροντας και έχει φτάσει δίπλα στο αμάξι.

«ΧΤΥΠΑ ΤΟΝ! ΧΤΥΠΑ ΤΟΝ –ΞΕΚΟΛΛΑ ΤΟΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ!»

«Θα αργήσουν οι φίλοι σου;»

«Έπρεπε να είναι ήδη εδώ».

Το αυτοκίνητο ξεκινάει επιτέλους με ένα τρομακτικό σκορτσάρισμα. Ο Μάριος κοντεύει να κολλήσει στο παρμπρίζ, κοιτάζει δίπλα του, ο Γιώργος έχει πέσει πάνω στον άνθρωπο –ένα κουβάρι οι δυο τους και το παπί. Ο Αποστόλης παίρνει απόφαση να κινηθεί, πλησιάζει και χτυπάει τον πεσμένο. Κλωτσιές.

«ΦΥΓΕ ΕΣΥ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ».

Κι ο Μάριος φεύγει με όσο γκάζι έχει διαθέσιμο από το οικογενειακό αυτοκίνητο. Ο πεσμένος άνθρωπος χάνει το κουράγιο του, βλέποντας το αμάξι να ξεμακραίνει. Οι γείτονες βλέπουν τα δυο παιδιά όρθια και αρχίζουν να τρέχουν προς το μέρος τους.

«ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΚΕΙ! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΑΣ», ουρλιάζει ο Γιώργος.

Έχει δίκιο μάλλον -γιατί οι γείτονες παγώνουν.

Η τζαμένια πόρτα ανοίγει με πάταγο και το μαγαζί γεμίζει μπάτσους. Κάποιες ξαφνιασμένες φωνές και μια δυνατότερη …

«Καθίστε εκεί που είσαστε αληταράδες! Όποιος κάνει να την κοπανήσει θα τον λιώσουμε!»

Μια συνηθισμένη εξακρίβωση στοιχείων, την ώρα που κάποιο οικογενειακό αυτοκίνητο, σχεδόν του κουτιού, περνάει έξω από το μαγαζί. Ο Μάριος κάνει το γύρο του τετραγώνου όσο βλέπει τα περιπολικά να αδειάζουν ένστολους. Σκέφτεται να φύγει –η μάντρα δεν απέχει πάνω από δυο χιλιόμετρα. Αλλά είναι κρίμα να πάει χαμένο τέτοιο άλλοθι. Παρκάρει στο σουπερμάρκετ, ένα τετράγωνο μετά την καφετέρια και γλιστράει έξω. Ίσκιος.

«Όποιος δεν έχει ταυτότητα πάει μέσα κοπρίτες!»

Πολλοί είναι αυτοί που δεν έχουν. Ο υπεύθυνος το ξανασκέφτεται –δεν θα χωρέσουν τα περιπολικά. Στους μακρόστενους πάγκους της καφετέριας κάποιοι κοιτάζουν το πάτωμα και κάποιοι άλλοι κρυφογελάνε. Ο Βαγγέλης σφίγγει την κοπέλα στην αγκαλιά του.

«Μην ανησυχείς, δεν τρέχει τίποτα».

Από την τουαλέτα εμφανίζεται ο Αποστόλης. Ακολουθεί ο Γιώργος. Μελανιασμένοι και λαχανιασμένοι.

«Που ήσασταν εσείς ρε;» αγριεύει ένας γερο –μπάτσος.

«Κατουράγαμε».

«Μαζί;»

«Γιατί; Απαγορεύεται;»

«Ψάξτους όργανο! Αυτοί είναι σίγουρα ναρκομανείς».

«Για σιγά ρε παιδιά …»

Ο Γιώργος τρώει την πρώτη σφαλιάρα και κάνει δυο βήματα πίσω. Ένας μπάτσος έχει στήσει τον Αποστόλη στον τοίχο και του ψάχνει τις τσέπες.

«Θα μου κάνετε τα τρία δύο μαλάκες», μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του αυτός.

«Είναι καθαροί κύριε Αρχιφύλαξ»

«Τα χέρια τους –κοίτα τα μπράτσα τους. Σουρωτήρι θα είναι».

Το μαγαζί παρακολουθεί ανέκφραστο.

«Όχι κύριε Αρχιφύλαξ. Δεν έχουν σημάδια».

«Ταυτότητες. Έχετε ταυτότητες ρε;»

Ο Αποστόλης κοιτάζει τον Γιώργο. Γνέφουν αρνητικά.

«Πάρτους στο τμήμα για εξακρίβωση».

Δυο νεαροί μπάτσοι τους περνάνε χειροπέδες.

«Πάμε ρεμάλια!»

Η κοπέλα τρέμει ολόκληρη. Ο Βαγγέλης την χαϊδεύει στην πλάτη –κανένας δεν τους έχει ενοχλήσει μέχρι τώρα.

«Θα μας πάρουν … μέσα …», αναστενάζει αυτή.

«Μη φοβάσαι. Δε θα μας κάνουν τίποτα».

«Μα…»

«Μη μιλάς».

Οι μπάτσοι σπρώχνουν καμιά δεκαριά άτομα προς τα περιπολικά. Το πεζοδρόμιο του μαγαζιού έχει μπλοκάρει σαν Τρίτη πρωί στη λαϊκή αγορά. Ο Μάριος στριμώχνεται στις πλάτες δυο μπάτσων.

«Τι θα γίνει ρε παιδιά; Με θέλετε μαζί σας ή να πάω σπίτι μου;»

Οι μπάτσοι ξαφνιάζονται.

«Από πού ξεφύτρωσες εσύ;»

«Τι από πού; Εσείς δε με βγάλατε από το μαγαζί που έπινα τη μπύρα μου; Να φύγω;»

«Έλα μαζί μας ρε που θα μας κάνεις τον έξυπνο!», ο μπάτσος σηκώνει το χέρι του …

«Αρκετά όργανο –συνόδευσε τους στα περιπολικά χωρίς βία. Θα καλοπεράσουν στο τμήμα», λέει ο ανθρωπιστής υπεύθυνος.

Οι τελευταίοι μπάτσοι αποχωρούν αδιάκριτα –πλάι από τις πεσμένες καρέκλες. Κάποιος βλέπει το ζευγάρι στο βάθος του μαγαζιού.

«Εσείς. Να δω τις ταυτότητές σας».

Ο Βαγγέλης βγάζει τη δική του κοιτάζοντάς τον κατάματα, η Δήμητρα κάνει το ίδιο –με κατεβασμένο κεφάλι.

«Να πάτε σπίτια σας άμα θέλετε να βγάλετε τα μάτια σας».

«Δεν γίνεται κύριε Αστυνόμε. Μένουμε με τους γονείς μας», λέει ο Βαγγέλης.

«Καλοί θα είναι και του λόγου τους –που σας αφήνουν να κυκλοφορείτε τέτοια ώρα», συμπεραίνει ο μπάτσος δίνοντας τις ταυτότητες πίσω.

Γυρίζει την πλάτη. Ανακούφιση. Το μαγαζί άδειο κι ο Μπιλ χτυπάει μια βρώμικη πετσέτα Absolut σε αναποδογυρισμένα ποτήρια, βλαστημώντας.

Ο Μάριος κοιτάζει από το παράθυρο του περιπολικού. Στριμωγμένος από κάτι άσχετους, γνωστούς του, πιτσιρικάδες. Κάτι νόμισε πως είδε –τώρα σιγουρεύεται. Το αυτοκίνητο ρολάρει αργά δίπλα στο παράθυρό του –ο Θωμάς χαμογελάει από το τιμόνι. Σηκώνει ήρεμα τα χέρια του, ακουμπάει τις χειροπέδες στο τζάμι και δείχνει οχτώ δάχτυλα στον Θωμά. Εκείνος ξεκαρδίζεται και του απαντάει υψώνοντας το μεσαίο δάχτυλο. Μετά χάνεται στην επόμενη στροφή.

Ο Βαγγέλης βγαίνει κρατώντας αγκαλιά τη Δήμητρα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, ο μυστικός ψάχνει δήθεν για αναπτήρα, κρεμώντας ένα τσιγάρο στο στόμα. Ο Βαγγέλης σέρνει μαζί του την κοπέλα, περνάνε τον δρόμο.

«Φιλαράκο, εμείς λέμε να πάμε για τούφες. Δήμητρα, πες τη διεύθυνση του σπιτιού σου στον κύριο», λέει ο Βαγγέλης ανάβοντας τον αναπτήρα μπροστά στο τσιγάρο του άλλου.

Εκείνος τον αγνοεί. Η κοπέλα ψιθυρίζει μια διεύθυνση.

«Να μας προσέχεις έτσι;» λέει ο Βαγγέλης γυρίζοντας του την πλάτη.

Ο μυστικός τους κοιτάζει αμίλητος. Χαμογελαστός, μέχρι που το ζευγάρι χάνεται μέσα σε κάποιο ταξί…

Κανείς δεν έμαθε που κατέληξε τελικά το αυτοκίνητο. Κάποιοι είπαν πως ο Θωμάς το πήγε στη μάντρα του κλεπταποδόχου –αλλά ο τύπος τους έριξε άσχημα στα χρήματα. Άλλοι υποστήριξαν πως, το ίδιο εκείνο βράδυ, ο Θωμάς άφησε το αυτοκίνητο κάτω από το σπίτι του ιδιοκτήτη του, εκεί ακριβώς που έπρεπε να είναι παρκαρισμένο. Πάντως, ότι και να έγινε, η παρέα δεν βρέθηκε κονομημένη στο τέλος αυτής της ιστορίας, πράγμα που εκνεύρισε ιδιαίτερα τον Μπιλ το Χοντρό γιατί έμειναν τα ποτά απλήρωτα. Έδειξε όμως κατανόηση, τους έκανε ευκολίες –«σε 20 μέρες πρέπει να κάνω παραγγελία, αν δε μου έχετε φέρει μέχρι τότε τα 15 χιλιάρικα θα σας σουβλίσω με το σκουπόξυλο» -γιατί ήταν διαλλακτικός τύπος ο Μπιλ ο Χοντρός.

Κανένας δεν είδε τον Μάριο να τσακώνεται με τον Θωμά –ότι και να είχε συμβεί με το κλεμμένο αμάξι δεν επηρέασε τις σχέσεις τους, δεν θα μπορούσε άλλωστε –από πιτσιρικάδες ήταν μαζί αυτοί. Μόνο ο Βαγγέλης κυκλοφόρησε για κάτι μήνες με τη Δήμητρα, μέχρι να γίνουν μπίλιες πάνω από μισό φιξάκι της ανάγκης –προσπαθώντας να αποδείξουν πως ο ένας ήταν πιο άρρωστος από τον άλλο.

Βλέπεις -η χημεία των σχέσεων λειτουργεί μέχρι να μπει η χημεία στις σχέσεις. Και τότε μένει σκέτη, φαρμακευτική, αποκρουστική χημεία –οι άνθρωποι πάνε περίπατο, όπως η Δήμητρα ας πούμε, που εξαφανίστηκε λίγο αργότερα –μπορεί να πέθανε, μπορεί και να ξέκοψε σε κάποιο διάλειμμα αποτοξίνωσης. Κανένας δεν ξέρει.

36 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

marquee de mud είπε...

ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΛΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣ;;;

20 Α4;

ουτε σε δυο μερες.

The Motorcycle boy είπε...

Με τι γραμματοσειρά τυπώνεις ρε αδερφέ; Presviopial 24άρια; Άκου 20 σελίδες! Εμένα μόνο 14 μου βγήκε, απλά μεγάλωσαν λίγο τα διαστήματα στη μεταφορά.

Erwtas Stomaxhs είπε...

τι λέτε ρε παιδιά; θέλετε να πείτε ότι μπόρεσα να διαβάσω 14 Α4 σε 6 λεπτά; Πλάκα με κάνετε;

Η Μικρή Ολλανδέζα είπε...

άψογο ήταν!
Το πρώτο που διάβασα ολόκληρο βέβαια αλλά όχι και 14 σελίδες.... νομίζω δηλαδή :)

numb είπε...

Μια καλημέρα πέρασα να πω. Θα το διαβάσω το Σάββατο και θα σου πω πώς μου φάνηκε. Τώρα έχω ανοιχτό το αλτερ και βλέπω τη συνέντευξη που έδωσε ο Πάσσαρης στην Αννίτα Πάνια. (ναι είναι άσχετο, αλλά μου έκανε τόσο εντύπωση η συνάντηση Πάσσαρη-Πάνια και ήθελα να το γράψω στο σχόλιο)

The Motorcycle boy είπε...

Στομάχη και Ολλανδέζα, 14 σελίδες με 12άρια Arial ήταν -γι΄αυτό είμαι σίγουρος. Αλλά είχε διαλόγους, οπότε έκοβε κάπως.
Numb, συνέντευξη του Πάσσαρη στην Πάνια; Έχουμε τρελλαθεί εντελώς; Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο; Τίποτα ιερό και αμόλυντο; Που είναι ο Ευαγγελάτος; Που είναι ο Χατζηνικολάου; Που είναι ο Μότσαρτ; Που είναι ο Πουτσίνι;
Υ.Γ.: Όπως λέει η κολώνα έξω από το φαρμακείο της πλατείας "ο Πάσσαρης έδειξε το δρόμο -μια σφαίρα για κάθε αστυνόμο".

Ανώνυμος είπε...

ακολουθεί άσχετο με το κείμενο σχόλιο:

με το σύνθημα "ο πάσσαρης έδειξε το δρόμο κλπ κλπ" μου θύμισες ένα επικό περιστατικό από το αμαρτωλό παρελθόν μου.
μαθητική διαδήλωση και εκεί που παρελαύνουμε...εεε διαδηλώνουμε χαρούμενοι με τα νεράτζια στα χέρια (για την ακρίβεια πηγαίνουμε προς τον κυρίως όγκο της διαδήλωσης), ακούω έναν τυπάκο με μια ντουντούκα από τους μπροστινούς να φωνάζει το σύνθημα "ο σορίν ματέι μας έδειξε το δρόμο, μια χειροβομβίδα για κάθε αστυνόμο".
Συφυλιάζομαι και τα παίρνω άσχημα, το μαχόμενο 16χρονο (τρομάρα μου) διότι όλοι το φωνάζουν και κανείς δεν κάθεται να σκεφτεί τι μαλακία ξεστόμισε. ρωτάω τον διπλανό μου "ρε ποιοι είναι αυτοί μπροστά γαμώτο, το τρίτο είναι;" δεν ξέρω μου λεει, μπήκαν σφήνα καθώς κατεβαίναμε.
ε κι εγώ σπρώχνω και φτάνω τον μαυροντυμένο ντουντουκοφόρο τυπά. ρε ζώον του λεω, τι φωνάζεις; δεν την έφαγε ο μπάτσος τη χειροβομβίδα ηλίθιε, αλλά μια αθώα κοπέλα. ωραίος είσαι τέτοια μέρα να υμνείς το κατόρθωμα.
τι είπες μου λεει; αυτό που άκουσες μαλάκα, απαντάω η έξυπνη. (τρομάρα μου reloaded)
ήταν από τις λίγες φορές που χάρηκα για τα εκ πεποιθήσεως στραβά μου δόντια. αν φορούσα σιδεράκια ως όφειλα να κάνω, τώρα θα ήμουν ακόμα η γυναίκα ρομπο-στοκ με τα σύρματα να ξεπηδούν απ' τη μούρη.
ηθικό δίδαγμα: ποιο red bull και μαλακίες. τα all star σου δίνουν φτεραααααα

όσο για το κείμενο, θενκς που γέμισες το μισάωρό μου διάλειμμα με τον πλέον δημιουργικό τρόπο :)
ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΕΝΤΟΝΟΕΙΔΕΙΣ 80s ΙΣΤΟΡΙΕΣ - ΖΗΤΩ Ο ΜΟΤΟΡΣΑΪΚΟ!!!!!

The Motorcycle boy είπε...

Η κοπέλα νομίζω είχε φάει τη χειροβομβίδα τότε γιατί έχασαν την ψυχραιμία τους οι μπάτσοι και έκαναν πέσιμο. Τέλος πάντων, άλλο Ματέι, άλλο Πάσσαρης -ο ένας μίλαγε στον Ευαγγελάτο κι ο άλλος έριχνε ροχάλες στις κάμερες.
Ε, καλά σου έκανε ο τύπος πιτσιρίκα -σε διαδήλωση βρήκες κι εσύ να ανοίξεις διάλογο; Και τυχερή είσαι που δεν ήταν από τα ΚΝΑΤ γιατί θα έκανε δισυπόστατη με κανένα καδρόνι.

Υ.Γ.: Βασικά, ο τίτλος της ιστορίας είναι κλεμμένος από το "καημός νούμερο 3" του Τσιφόρου που μου τον υπενθύμισε σήμερα η cherry (περαστικά κι από εδώ ρε!) και η ιστορία είναι κερασμένη στον κορυφιαίο μπασίστα που μου βρήκε άκρη για το zero years.

οι σκιές μιλάν είπε...

Δευτερη ή τρίτη ιστορία σου που διβάζω κι έχει μέσα τον Μπίλλυ τον Χοντρό και κάθε φορά η ιστορία έχει και μια διάψευση (θυμάμαι πρόχειρα την ιστορία με έναν αποφυλακισμένο).

Τούτη εδώ έχει κάμποσες διαψεύσεις βέβαια, αλλά κάθε φορά που τον βλέπω να εμφανίζεται, προϊδεάζομαι για το τι θ' ακολουθήσει.

ps. pwvym5 σελίδες νταμπλ-σάιντιτ - οικονομία στο χαρτί ρε!

Puppet_Master είπε...

tromerh istoria man.
mish wra diavaza xwris na kounisw vlefaro.
grats

Unknown είπε...

μ'αρέσουν αυτές οι ιστορίες.Το κύριο που μου ρθε στο μυαλό ήταν ένας συγχωρεμένος φίλος τζάνκι που έλεγε "είναι απίστευτα σεξουαλικό να κάνεις ένεση στη γυναίκα που γουστάρεις",να ναι καλά εκει που ναι.
ναι,ήταν πολύ καλό.
Τσέρυ η προσεχώς καλύτερα

The Motorcycle boy είπε...

Σκιές, τον Μπιλ, τον θυμάται και ο κορυφιαίος μπασίστας που λέω παραπάνω. Ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες φορές τον έχω χρησιμοποιήσει (πάντως, έχει να κάνει πάντα με ιστορίες της γειτονιάς μου). Δεν το είχα συνδέσει με τις διαψεύσεις αλλά μάλλον έχει να κάνει με το κλίμα που επικρατούσε στο συγκεκριμένο μέρος εκείνη την εποχή.
Τι είναι το "pwvym5" ρε παλαβέ; χαχα Καλά που το είπες, τώρα το συνειδητοποίσα -ευτυχώς που δεν το πόσταρα χτες που ήταν μέρα περιβάλλοντος! Δίπλα στη φάτσα του Μπους θα φιγούραρα!
puppet εγώ ευχαριστώ που ξόδεψες τη μισή ώρα σου γι΄αυτό.

The Motorcycle boy είπε...

cherry προσεχώς να προσέχεις κιόλας -δεν είσαι για γύψους καλοκαιριάτικα.

Ο Καλος Λυκος είπε...

ξαναρχίσαμε τα σεντόνια, ε; μισή ώρα μου πήρε, με τον πρωινό καφέ.

εύγε κουμπάρε, πάλι μου έφτιαξες τη μέρα...

PiKei είπε...

Άθλιε Μοτοσακέ,

Οι Ιστορίες του απέναντι τοίχου μου αρέσουνε πολύ. Με γαμάνε όμως στο διάβασμα στην οθόνη και νομίζω πως πρέπει να κουνηθείς και να τις κάνεις ένα βιβλίο.

Αν δεν θέλεις έντυπο, για οποιοδήποτε λόγο που δεν τον καταλαβαίνω, τουλάχιστον e-book για να μπορούμε να τις διαβάζουμε με μια σελιδοποίηση της ανθρωπιάς κι όχι "σεντονιασμένες" και στο τρέξιμο.

Τους αξίζει κάτι παραπάνω. Δεν θα αναφερθώ ξανά στο ζήτημα, κάνε ότι καταλαβαίνεις...

Mr.Fixit είπε...

Apisteuth istoria...Emeina xazos mate, ta syxarikia mou...Koulh erwthsh arxariou...einai alh8ines oi istories? vasizontai se alh8ines? kai kapou ekopsa oti les oti exoun sxesh me th geitonia sou - gia pou leme?

Ανώνυμος είπε...

Hey! Είμαι στη δουλειά και pretty busy, αλλά έκλεψα χρόνο να τη διαβάσω. Δεν είχα ιδέα . 14 σελίδες! Το κείμενο σε απορροφά πλήρως..Καλησπέρες

The Motorcycle boy είπε...

Λύκε, ρε ένα μυστήριο πράγμα με τι φτιάχνει η μέρα των ανθρώπων! Για συνοπτικό το είχα αρχίσει, δεν ξέρω πως μου βγήκε σεντόνι. Ε;
pikei, αρχίζω να σε βλέπω φιλικά -να το προσέξεις αυτό. Οι ιστορίες δεν είναι δικές μου από τη στιγμή που ποστάρονται-δημοσιευόνται ρε. Έχω μια φυσική απέχθεια για τον εκδοτικό κόσμο, αλλά, πέρα από αυτό δεν θα μπορούσα και να με φανταστώ με μια τσάντα χειρόγραφα στη μασχάλη να κάνω περατζάδα στους εκδότες. Ξέρω πάντως οτι αυτά τα σεντόνια δεν διαβάζονται στο ίντερνετ (τουλάχιστον από ανθρώπους της ηλικίας μας -εγώ τουλάχιστον δεν θα τα διάβαζα στα σίγουρα, δεν έχω τέτοιες αντοχές). Είχα βρει κάποιο προγραμματάκι που στα κάνει βιβλίο και στα στέλνει σπίτι -το έχω υπόψη κάποια στιγμή να τα δέσω για μερικούς φίλους (δεν είμαι και ζάμπλουτος!). Αν δε με έχουν δέσει στο μεταξύ.
stellar, κάποια κομμάτια τους είναι αληθινά. Βλέπεις, αυτές οι ιστορίες με βοηθάνε να θυμάμαι κάποια πράγματα. Απλά, φροντίζω να τα κρύβω ανάμεσα σε άλλα, φανταστικά, γιατί έχω πρόβλημα να είμαι εντελώς προσωπικός στα γραπτά.
Νότια μεγάλωσα -αλλά όχι στις πλούσιες συνοικίες (Γλυφάδες, Βούλες κ.λ.π.)
life κοίτα μη σε απολύσουν, δεν θέλω να το έχω κρίμα στη συνείδησή μου! Ευχαριστώ πάντως για την τιμή. Κι εσένα και όλους σας.

οι σκιές μιλάν είπε...

τα παλαβά γράμματα πριν το 5 ειναι το μοντερέισον που το γραφα κατα λάθος σε δυο μεριές.

"Δίπλα στη φάτσα του Μπους θα φιγούραρα!"

Και μετά από μοτορσάικλ μπόυ, θα σε λέγαμε μπόυ-τζώρτζ...

LaL

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Εγώ λέω να κόψεις τον «Οργισμένο Βαλκάνιο». Κι αν δεν τον έχεις γνωρίσει, να τον αρχίσεις αμέσως! Του Νίκου Νικολαϊδη, βεβαίως!

Mr.Fixit είπε...

Diavasa kapou sthn istoria gia Hlioupolh, ki epeidh ekei megalwsa mou kinhse thn periergeia. Kai xwris dia8esh kolakeias,de mporei kaneis na diakrinei pragmatika apo fantastika, gt grafeis poly realistika ki auth einai ki h dynamh tou graptou sou. Thanx gia ola.

Ανώνυμος είπε...

Γλυκειά συμμορία. :))))

The Motorcycle boy είπε...

Σκιές, χαχα είχα καταλάβει οτι έγραψες το μοντερέισον. Το παθαίνω κι εγώ, αλλά δεν χάνω ευκαιρία να λοιδωρήσω. Είμαι παλιοχαρακτήρας! Άκου Μπόυ Τζορτζ χαχαχαχαχα!!!
Σκύλε μου, τον "Βαλκάνιο" τον έχω φάει παλαιώθεν -πρέπει να τον έχω διαβάσει καμιά 20αριά φορές. Εξ΄ου και το κόλλημα. Διάβασε και τα "Γουρούνια στον Άνεμο" -είναι, μάλλον, καλύτερο βιβλίο.
stellar, Ηλιούπολη ήταν οι καλύτεροι μου φίλοι της φοιτητικής περιόδου. Εγώ μεγάλωσα Αργυρούπολη, Τερψιθέα, Σούρμενα και λοιπά. Ευχαριστώ πάντως -ελπίζω να μη φαίνονται τα "πραγματικά" κομμάτια γιατί, μάλλον, θα ένιωθα άβολα.
espoir, μπα -ήταν πολύ λίγοι για κάτι τέτοιο. Αλλά ήταν σίγουρα το ίδιο απελπισμένοι.

Ο Καλος Λυκος είπε...

καλά, κατάλαβα... πάλι εγώ θα τα δένω, θα τα τυπώνω και θα τα ποστάρω... και θα ψάχνω και τον εκδοτικό οίκο...

οκ κουμπάρε, το λάβαμε το μύνημα...

Queerdom είπε...

Α ρε ΜΒ..Δεν γράφεις κάτι μεγαλύτερο να έχω να διαβάζω; :) Τελειώνουν γρήγορα οι 14 σελίδες.

The Motorcycle boy είπε...

Λύκε, τι να κάνω -συμβόλαιο είναι αυτό, υποχρεώσεις ... Το προηγούμενο που είχες δέσει έληξε ρε γαμώτο!
queerdom μη λες τέτοια, θα σε σουβλίσουν όταν κατέβεις Ελλάδα χαχα! Αλλά, εντάξει, θα ποστάρω καμιά μέρα κάποια 50άρα να δω ποιος θα καταφέρει να το διαβάσει χεχε (σαρδόνιο)

Ανώνυμος είπε...

μου εφυγαν τα ματια αλλα αξιζε τον κοπο. πικρη ιστορια τα ζακια...

The Motorcycle boy είπε...

Πικρή ναι, αλλά, δυστυχώς, όχι ηρωική. Υπήρξε κάποια μυθοποίηση της πρέζας, αλλά σύντομα φαινόταν η ξεφτίλα. Και ήταν πολλά καλά παιδιά που χάθηκαν εκεί μέσα. Και κάποιοι άλλοι πέθαναν κιόλας.

BeBe είπε...

Συνήθως διαβάζω γρήγορα,αλλά δεν ήθελα να χάσω στιγμή. Κόλλησα, περίμενα εναγωνίως το τέλος. Που προσωπικά μου άρεσε τρελά, γιατί μένει μυστήριο.
Πολύ αληθινή και ωραία ιστορία.
Καλησπέρες :)

The Motorcycle boy είπε...

Καλησπέρα bebe -χαίρομαι που σου άρεσε. Ναι, σίγουρα, κάποια κομμάτια της είναι αληθινά.

Ψυχος είπε...

Απίθανες εικόνες.
Ρεαλιστικές περιγραφές.
Λογοτέχνημα.

The Motorcycle boy είπε...

Τα παραλές ρε. Συνηθισμένες ιστορίες, γι΄αυτό και ρεαλιστικές. Λογοτεχνία δεν είναι -άλλη μπάλα παίζουν στη πριμέρα κι άλλη στο περιφερειακό

Ανώνυμος είπε...

ΛΕΥΚΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ;! Αυτο τωρα ειναι ρατσιστικο υπονοουμενο φατσα μοστρα;

The Motorcycle boy είπε...

Ε μα προφανώς! Γιατί οι λευκοί μόνο θόρυβο μπορούν να κάνουν -άλλωστε, ως γνωστόν, white men can't jump.
Όχι δηλαδή, να ξέρουμε και τι λέμε.
Υ.Γ.: Φάτσα κάρτα δεν είναι το σωστό;

nihardal είπε...

Βρε μοτο, σε διαβασα στις 4 το πρωι μετα απο 3 μπουκαλια κρασι και καταφερες να μου κρατησεις ζωηρο το ενδιαφερον!!Ρισπεκτ...

Ποτε να κερασω μπυριτσα με μεζε στην καφετέρια του Μπιλ του Χοντρού; (με ή χωρις Λουξ, Νταρκ, Τρια Δυο, Μισφιτ και Κοντο). ;)))))

Thanx για το κειμενο φιλε

The Motorcycle boy είπε...

Nihardal μην τα κάνεις τέτοια πράγματα, τέτοιες ώρες και μετά από ποτό. Μπορεί να πάθεις κανέναν αστιγματισμό ρε!
Η καφετέρια του Μπιλ (Σκορπιός για κάποιους που τη θυμούνται ακόμα) πουλήθηκε από τον Μπιλ και τον αδερφό του σε έναν φίλο μου (άγιο παιδί) που τη φαλίρησε από το πολύ βερεσέ. Είναι δύσκολο να παίρνεις χρήματα από την παρέα σου -κάπως έτσι. Τώρα είναι μαγαζί εκεί, πουλάνε σαγιονάρες migato και ο πάνω όροφος νοικιάζει νυφικά. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα.
Αλλά η μπύρα δεκτή, με την προϋπόθεση να κεράσω τα δεύτερα. Στείλε μου ένα μέιλ να τα πούμε από κοντά.
Α κι ευχαριστώ για το "φίλε". Μετράει.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι