Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2007

"Σε περίμενα" (Απέναντι)

Ήταν πρωί όταν άναψα τσιγάρο, χαζεύοντας την κίνηση στην απέναντι πλατεία. Οι περιπτεράδες άπλωναν τις αθλητικές εφημερίδες, οι περαστικοί έκαναν ουρές για να τις διαβάσουν. Σε λίγο άρχιζε το λαθραίο ξεφύλλισμα –κάποιες εφημερίδες θα κουρελιάζονταν απούλητες. Ακούμπησα το τσιγάρο στο πρεβάζι και γύρισα την πλάτη μου –με λένε Άρη Μαλτέζο και, πριν κάμποσα χρόνια, είχα πεθάνει σ΄ εκείνη την πλατεία απέναντι.

Φόρεσα ένα λευκό, τσαλακωμένο αλλά πάντως καθαρό, πουκάμισο και το 501 που μου είχε γίνει δεύτερο δέρμα την τελευταία βδομάδα. Σιχαίνομαι τα πουκάμισα και ειδικά τα λευκά –αλλά σήμερα ήθελα να δείχνω εύκολος στόχος. Πάντα δυσκολευόμουν όταν προσπαθούσα να κρυφτώ, γι΄αυτό είχα αποφασίσει να μην το ξανακάνω. Ένας εύκολος στόχος είναι ο καλύτερα κρυμμένος στόχος. Ακόμα και σ΄αυτή την πόλη –έτσι υπολόγιζα.

«Μαλτέζο, τι παραδόσεις έχεις γι΄αυτή τη βδομάδα;»

«Λίγα πράγματα –κάτι δείγματα σε εταιρείες εμφιάλωσης».

«Δώστα σε άλλον. Σε θέλω για κάτι επείγον. Υπάρχει ένα συμβόλαιο –το πηγαίνεις στον παραλήπτη, υπογράφει, το φέρνεις πίσω. Γρήγορα».

«Γρήγορα;»

«Χτες. Χτες το φέρνεις πίσω υπογραμμένο, σήμερα το έχει ήδη ο πελάτης».

Έσπρωξε τον φάκελο στη λεία επιφάνεια του γραφείου κι αναγκάστηκα να τον αρπάξω πριν πέσει στο πάτωμα. Κοίταξα την ετικέτα στο πάνω μέρος και είδα το πρόβλημα. ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ έγραφε μπροστά –ανατρίχιασα σα μαθήτρια στο πρώτο ραντεβού. Προσπάθησα να μην το δείξω, κάποιο λόγο θα έβρισκα να ξεφορτωθώ τη συγκεκριμένη παράδοση. Και τον βρήκα –εύκολα.

«Δε μου λες αφεντικό –όρεξη έχεις πρωινιάτικα για αστειάκια; Αφού ο φάκελος δεν έχει διεύθυνση, μόνο με το όνομα και την πόλη θα παραδώσω;»

Ο χοντρός ξεφύσησε ανυπόμονα, πριν σηκωθεί.

«Ρε Μαλτέζο είσαι ηλίθιος; Αν είχε διεύθυνση λες να έστελνα εσένα για την παράδοση; Θα έβαζα κανέναν από τους καινούργιους, που είναι και πιο εμφανίσιμοι –μα καθόλου δεν σου κόβει;»

Με τον χοντρό είχαμε διαφορές. Μια δεκαετία και 20 κιλά. Επίσης τον σιχαινόμουν και τολμώ να πω ότι η απέχθεια ήταν αμοιβαία. Αλλά αυτός ήταν ανέκαθεν χέστης. Δεν με έδιωχνε γιατί ήμουν παγιωμένη κατάσταση και φοβόταν να την διαταράξει. Το πιστεύεις; Κι όμως …

«Αφεντικό, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Αν με έστελνες σε κανένα χωριό … εντάξει …αλλά ολόκληρη πόλη …»

«Καθυστερείς Μαλτέζο και με καθυστερείς. Ο φάκελος έπρεπε ήδη να έχει παραδοθεί κι εσύ κάθεσαι εδώ και λες βλακείες!»

Σηκώθηκα κρατώντας τον φάκελο με τα τρομακτικά ονόματα. Άνθρωπος και Πόλη.

Σκέφτηκα να του πω ότι είναι εντελώς μαλάκας, αλλά θα ήταν άδικος κόπος. Λες να μην το ήξερε ήδη;

Άφησα το κλειδί στη ρεσεψιόν και βγήκα στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Πότιζαν παρτέρια ή έβρεξε; Αδιάφορο -πάντως τα σύννεφα είχαν κόψει για τα καλά τις μύτες του ήλιου. Πριν το συνειδητοποιήσω, βρέθηκα να κάνω τον κύκλο της πλατείας. Ξεραμένο χορτάρι που κάποτε ήθελε να γίνει γκαζόν, ραγισμένες πλάκες, σπασμένες πλάκες …

«ΟΙ ΠΛΑΚΕΣ ΣΠΑΝΕ ΕΥΚΟΛΑ! ΑΠΟ ΔΩ! ΓΡΗΓΟΡΑ!», αυτός ήμουν, μάλλον, εγώ. Βρώμικος, με τις κόρες των ματιών διασταλμένες –δύσκολα θα με αναγνώριζες. Και βραχνιασμένος.

Κάτι παιδιά έτρεχαν ήδη –να ξεκολλήσουν τις πλάκες από την πλατεία, μετά τις πετούσαν με δύναμη, τη μια πάνω στην άλλη –τις έσπαγαν σε τριγωνικά κομμάτια.

«Μας βρήκαν απροετοίμαστους οι καργιόληδες», μουρμούριζε ο Σπύρος δίπλα μου. Σπάζοντας πλάκες, κλαίγοντας από τα δακρυγόνα, φτύνοντας. Από τα δακρυγόνα.

«Μην τρελαίνεσαι, έχουμε ώρα μέχρι να μας κάνουν ντου. Περιμένουν να χεστούμε στο κλάμα πρώτα», τον καθησύχασα.

«Τι έγινε ρε μαλάκες; Για εκδήλωση συμπαράστασης ήρθαμε εδώ ή για να σπάσουμε πλάκα;» φώναξε ο Άγγελος από μπροστά.

Γελάσαμε, ή τουλάχιστον προσπαθήσαμε.

«Σοβαρά το λέω βλαμμένοι! Δεν ήρθαμε εδώ για φασαρίες!»

Με πλησίασε.

«Εσύ φταις. Εσύ το ξεκίνησες».

«Βλέπεις άλλη λύση; Σε λίγο θα μας την πέσουν».

Με ταρακούνησε.

«Ξεκόλλα! Να μας φοβίσουν θέλουν. Δεν θα κάνουν τίποτα αν δε χάσουμε την ψυχραιμία μας. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα!»

«ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΛΑΚΕΣ –ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΟΝΟ!», φώναξα σπρώχνοντάς τον.

Είχα δίκιο –ο χρόνος μας ήταν περιορισμένος. Είχε δίκιο –μόνοι μας περιορίσαμε τον χρόνο μας.

Έκανα το γύρο της πλατείας, αποφεύγοντας να περάσω από μέσα. Λες και υπήρχε περίπτωση να εγκλωβιστώ για μια ακόμα φορά. Παλιότερα είχα γλιτώσει –πεθαίνοντας. Δεν ήθελα να μου ξανασυμβεί. Σταμάτησα στο περίπτερο.

«Ένα Camel άφιλτρο».

Ο περιπτεράς δεν με κοίταξε όσο έπαιρνε τα χρήματα.

«Να σας ρωτήσω –ξέρετε που μένει ο Κομνηνός; Ο Άγγελος ο Κομνηνός».

Ο περιπτεράς με κοίταξε.

«Ποιος είναι αυτός;»

«Ένας γνωστός μου. Μένει στην πόλη, αλλά δεν θυμάμαι διεύθυνση».

Ο περιπτεράς άνοιξε μια κούτα με τσίχλες και τις άπλωσε στο εξωτερικό ράφι.

«Δεν τον ξέρω», είπε στο τέλος, αφού συνειδητοποίησε ότι ακόμα περίμενα απάντηση.

Τον ευχαρίστησα κι ας μην το εννοούσα.

Εδώ και δυο ώρες σκότωνα τον χρόνο μου στις ακτίνες ενός κύκλου που είχε το κέντρο του στην πλατεία. Όλους τους δρόμους που ξεκινούσαν από εκεί τους πήρα -περπάτησα χαζεύοντας τις βιτρίνες και αδιαφορώντας για τους περαστικούς. Έπρεπε απλά να κινούμαι δεν χρειαζόταν να ψάχνω –θα με έβρισκε αυτός, από μόνος του. Έτσι σκεφτόμουν. Ένας λεκές ιδρώτα, σα στόχος, είχε σχηματιστεί στο πουκάμισό μου –πόσο ακόμα θα περπατούσα; Μήπως, τελικά, δεν έμενε πια εδώ; Μήπως δεν ήθελε να με βρει;

Ξεκινήσαμε σε μικρές ομάδες. Άλλοι με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, άλλοι με σαράβαλα αυτοκίνητα, μερικοί με μηχανές. Δεν θέλαμε να μας πάρουν είδηση –προσπαθήσαμε να μην κάνουμε φασαρία μέχρι να μαζευτούμε. Ο σκοπός ήταν να πεταχτούμε από το πουθενά και να φωνάξουμε για τα παιδιά που είχαν χώσει στις φυλακές, έξω από την πόλη. Έξη, οχτώ, δώδεκα μήνες –σύσταση και συμμορία, παρακώλυση συγκοινωνιών, αντίσταση κατά της αρχής, υλικές φθορές … Τους είχαν τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί, έξη παιδιά –γι΄αυτούς πηγαίναμε. Να φωνάξουμε, να μάθει ο κόσμος, να μαζευτούν λίγο οι μπάτσοι. Γιατί τα νέα έλεγαν πως τους είχαν σαπίσει στο ξύλο, έβγαζαν το άχτι τους για τις μολότωφ που είχαν φάει κατάμουτρα, στις τελευταίες διαδηλώσεις.

Φτάσαμε στην πόλη άτακτα. Καθίσαμε σε καφετέριες και εστιατόρια περιμένοντας –μας πήραν χαμπάρι σχεδόν αμέσως.

Κάθισα στη γωνιακή καφετέρια περιμένοντάς τον. Θα ερχόταν παρασυρμένος από το δικό του αίμα –εγώ το μύριζα ακόμα στο πρόσωπό μου, δεν μπορεί να μην το ένιωθε κι αυτός. Θα ερχόταν.

«Σε ξέρω από κάπου;»

Ο άνθρωπος με το καρό πουκάμισο και την άσπρη κάλτσα έδειχνε προς το μέρος μου. Γυαλιά με χοντρό σκελετό –συνταξιούχος.

«Δεν είμαι από εδώ», είπα.

«Το ξέρω αυτό. Αλλά μου φαίνεται γνωστή η φυσιογνωμία σου», επέμεινε.

«Λυπάμαι», είπα γυρίζοντας την πλάτη.

Άφησε την εφημερίδα του στο τραπέζι και κάθισε δίπλα μου.

«Δεν σε πειράζει;» είπε αδιάφορα.

«Κι αν με πειράζει;»

Γέλασε. Δεν σκόπευε να φανεί ευγενικός.

«Σε ξέρω», σοβάρεψε απότομα. «Ήσουν με τους αλήτες που κάνανε τις φασαρίες στην πλατεία. Πάνε χρόνια, αλλά σε θυμήθηκα».

Τον κοίταξα για λίγο και μετά ασχολήθηκα με την κίνηση στον κεντρικό δρόμο. Δυο αυτοκίνητα, πέντε ταξί, ένα λεωφορείο, τρία μηχανάκια –σκούτερ.

«Δε λες τίποτα;» επέμεινε ο άλλος.

Άναψα τσιγάρο. Τον κοίταξα.

Οι μπάτσοι άρχισαν να χτυπάνε τα ρόπαλα στις ασπίδες χωρίς να κάνουν βήμα. Ένα παιδί έκανε εμετό στο πλάι μου. Έσφιγγα το κομμάτι από τη σπασμένη πλάκα κι αυτό μάτωνε στο χέρι μου. Το χρειαζόμουν για να συγκεντρώνομαι.

«ΜΗΝ ΠΕΤΑΞΕΤΕ ΤΙΠΟΤΑ –ΑΦΟΡΜΗ ΨΑΧΝΟΥΝ! ΔΕΝ ΘΑ ΧΤΥΠΗΣΟΥΝ!» φώναξε ο Άγγελος.

Κοίταζα μπροστά, ψάχνοντας να διακρίνω πρόσωπα πίσω από τις σηκωμένες ασπίδες. Άδικος κόπος, αλλά εξακολουθούσα να κοιτάζω. Ο απέναντί μου μάλλον ίδρωσε –κατέβασε την ασπίδα και σκούπισε το μέτωπό του στην άκρη του μανικιού. Δεν είχα χρόνο ούτε για να σημαδέψω, αλλά δεν τα πήγα άσχημα. Το τριγωνικό κομμάτι κάλυψε την απόσταση που μας χώριζε με πολύ μικρή απόκλιση –τον χτύπησε κάτω από το μάτι ενώ σημάδευα το βρωμόστομά του. Αν σημαδεύεις στο στόμα είναι καλά –όπως και να φύγει, κάτι θα βρει να χτυπήσει. Πέταξε την ασπίδα και το ρόπαλο πριν δω το αίμα στο πρόσωπό του. Ούρλιαξε.

Οι πέτρες έφευγαν από παντού πλέον.

«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ!!», φώναξε ο Άγγελος.

Δεν υπήρχε περίπτωση –πλέον.

«Τι γυρεύεις στην πόλη μας; Ήρθες για φασαρίες;»

Έκανε το λάθος να με πιάσει από τον καρπό. Τινάχτηκα σα γυμνό καλώδιο παρασέρνοντας τα ποτήρια στο τραπέζι.

«Μαζέψου ρε κερατά! Μη με αναγκάσεις να σου σπάσω τα μούτρα!»

Το πέρασε γι΄αστείο και γέλασε ανοιχτά. Εγώ εξακολουθούσα να τον κοιτάζω. Όρθιος.

«Σε θέλει. Να συναντηθείτε», είπε σιγά.

«Ποιος;» ρώτησα.

Ξαναγέλασε.

«Να έρθει αυτός –έτσι πες του», είχα ήδη γυρίσει την πλάτη.

Το ήξερα ότι θα ερχόταν να με βρει.

Δεν με χώραγε το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Αλλά δεν μπορούσα και να βγω έξω –τον περίμενα.

Ο ήλιος σου προκαλεί εγγυημένο πονοκέφαλο μετά από ξενύχτι κι ο ήλιος είναι ένας καργιόλης που πετάγεται ξαφνικά μπροστά σου. Βγαίνεις στο δρόμο που ήταν νύχτα πριν λίγη ώρα -ο ήλιος σε πυροβολεί με χρυσαφένια εξάσφαιρα.

«Βάλε γυαλιά, μήπως και σώσουμε τα μάτια μας».

«Ξημέρωσε ε; Κι εγώ που πίστευα πως ήταν κρεμάλα το πάρτι».

«Κρεμάλα σου φάνηκε; Γι΄αυτό χαμουρευόσουν με την ψηλή;»

«Γι΄αυτό. Θα το παραδεχτώ. Αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί μέσα να μας ειδοποιήσει;»

«Σε στυλ –‘βρυκόλακες στα φέρετρά σας, ξημέρωσε’;»

«Κάπως έτσι».

«Πάω να βρω κάπου να την πέσω μέχρι να πιάσει απόγευμα».

«Εγώ πάω σπίτι. Καλημέρα».

«Καλημέρα Άγγελε».

Κάπνισα εκείνο το ξεχασμένο λαδερό κομμάτι στην ινδιάνικη (απομίμηση) πίπα μου και έπνιξα την αναγούλα με βότκες από το μπαρ του δωματίου. Έξω από το παράθυρο περνούσε ένα πλοίο κόβοντας κάτι λευκά σύννεφα. Σαν το μαχαίρι το βούτυρο.

«Τη γουστάρεις ρε κωλόπαιδο;»

«Δεν ξέρω».

«Κόψε το αντικάρφωμα. Δεν με ψήνεις. Τη γουστάρεις;»

«Έχω σαλτάρει για πάρτη της».

«Πήγαινε τότε να τη βρεις. Τώρα!»

«Μα … κι εσείς; Τι έγινε το ‘μεταξύ σας’; Τέλειωσε;»

«Ναι ρε μαλακισμένο –τέλειωσε. Άντε να τη βρεις».

«Δεν πήρα χαμπάρι –πότε τέλειωσε;»

«Μόλις πριν ένα λεπτό. Τσακίσου τώρα».

«Μένει σου διαόλου τον κώλο …»

«Στο τραπέζι της κουζίνας είναι τα κλειδιά της μηχανής. Πάρτα κι εξαφανίσου».

«Εξαφανίστηκα!»

«Κοίτα μη γυρίσεις με κατεβασμένα αυτιά γιατί θα σε πηδήξω αυτοπροσώπως».

«Έγινε! Άγγελε …»

«Τι θες ρε;»

«Ευχαριστώ φίλε».

«Άντε γαμήσου κι άδειασέ μας τη γωνιά βλαμμένε!»

Είχα αυτή την πλάκα που μου την πάσαραν για Μαρόκο –κι εγώ το πίστεψα. Μαλακίες, αλλά βοηθούσε να περνάει η αναμονή.

«Τι έγινε ο Άγγελος;»

«Κανείς δεν έμαθε ποτέ».

«Κι ο Άρης;»

«Τον σκότωσαν τα μουνόπανα!»

Γέλασα υστερικά βήχοντας χολή.

Το τηλέφωνο με βρήκε ανάσκελα στη μοκέτα που μύριζε ελαφρά βότκα. Δεν είχα κουράγιο να κινηθώ, αλλά το τηλέφωνο επέμεινε. Σήκωσα το ακουστικό ψηλαφιστά.

«Εμπρός;»

«Κύριε Μαλτέζο, από τη ρεσεψιόν τηλεφωνώ. Είναι κάποιος κύριος που σας περιμένει στο σαλόνι …»

«Τι κύριος;»

«Δεν γνωρίζω κύριε Μαλτέζο, μου είπε …»

«Πες του να έρθει στο τηλέφωνο».

Περίμενα.

«Κύριε Μαλτέζο θα ήθελα να μιλήσουμε».

Κοίταξα το ακουστικό με απορία.

«Ποιος είσαι εσύ;»

«Δεν έχει σημασία. Μπορείτε να κατέβετε;»

«Δεν είσαι αυτός που περιμένω. Άντε γαμήσου».

Πέταξα το τηλέφωνο κάτω από το κρεβάτι και έμεινα ακίνητος.

Το πουκάμισό μου είχε λεκέδες από ιδρώτα, δεν άξιζε τον κόπο να το φορέσω μετά από μπάνιο. Άσε που νύχτωνε. Βγήκα από το ντους αρωματισμένος σαν κουφετάκι, ξυρίστηκα προσεκτικά και διάλεξα τα ρούχα μου καπνίζοντας δυο, απανωτά, τσιγάρα. Είχα κάποια νευρικότητα, κοιτάχτηκα στον ολόσωμο καθρέφτη. Γερνούσα. Αποφάσισα πως δεν ήθελα να εμφανιστώ μπροστά του –με τίποτα στον κόσμο. Δεν ήταν φόβος, ήταν κάτι χειρότερο. Το βλέμμα του όταν θα με πρωτοαντίκριζε. Πέταξα το τσιγάρο στη λεκάνη και τράβηξα το καζανάκι. «Μήπως σε ρώτησαν ποτέ;» -γέλασα κλείνοντας τα φώτα.

Άφησα το κλειδί στη ρεσεψιόν -ο υπάλληλος ρώτησε το όνομά μου.

«Μαλτέζος».

«Έχετε έναν φάκελο κύριε Μαλτέζο».

Τον πήρα χωρίς να ευχαριστήσω, δεν είχα χρόνο για τέτοια. Κάθισα στο σαλόνι του ξενοδοχείου, παράγγειλα μια φρέσκια βότκα με λεμόνι και βολεύτηκα περιμένοντάς την.

Μετά άνοιξα τον φάκελο. Κοίταξα –δεν άξιζε την προετοιμασία. Είχε μόνο μια κάρτα, στην μπροστά πλευρά, ασημένια, ψευτοτρισδιάστατα γράμματα –CATS EYE BAR. Και στην πίσω πλευρά γραμμένο με στυλό -«μην κάνεις καμιά μαλακία και δεν έρθεις».

Ο σερβιτόρος ήρθε να μου αλλάξει τασάκι –τον άφησα.

«Δε μου λες … αυτό το μπαρ, το ξέρεις;» ρώτησα καθώς πήγαινε να φύγει.

Κοντοστάθηκε προσπαθώντας να διαβάσει την κάρτα.

«Ναι … ναι».

«Είναι μακριά από εδώ;»

«Όχι δα! Ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο, στην απέναντι πλευρά της πλατείας, πέμπτος όροφος. Πως και δεν το είδατε;» χτύπησε το κεφάλι του στο τέλος της πρότασης. «Αλλά που να το δείτε; Μόνο νύχτα φαίνεται, όταν ανάβει η επιγραφή».

«Που να το δω;» αναρωτήθηκα κι εγώ με τη βλακεία μου. Όλη μέρα από κάτω του γύριζα.

Ο υπάλληλος κοίταξε προς τη ρεσεψιόν και μετά έσκυψε πάνω μου συνωμοτικά.

«Κύριε … επειδή με ρωτήσατε δηλαδή …για το μπαρ …», σταμάτησε.

«Ναι;»

«Αν θέλετε μπορώ να κανονίσω να έρθει κάποια κοπέλα στο δωμάτιό σας …»

Τον κοίταξα περιμένοντας.

«Εννοώ … θα σας στοιχίσει ακριβότερα εκεί …»

«Δηλαδή;»

«Κονσομασιόν …»

Γέλασα.

«Εντάξει. Θα σου πω αν θέλω».

Έφυγε.

Διέσχισα την πλατεία με τα μάτια κολλημένα στην ταμπέλα που αναβόσβηνε. Διέσχισα την πλατεία κάθετα –δεν υπήρχε πλέον φόβος να εγκλωβιστώ εκεί. Η παγίδα ήταν ακριβώς απέναντι.

«ΝΤΟΥ ΡΕ! ΝΤΟΥ!»

Περπατήσαμε φοβισμένοι αλλά σίγουροι πως δεν είχαμε άλλη λύση. Οι μπάτσοι προσπαθούσαν να ανασυνταχτούν, είχαν κάποιους τραυματίες που έφευγαν κουτσαίνοντας από την πρώτη γραμμή. Είχαν φοβηθεί.

«ΒΓΑΖΟΥΝ ΟΠΛΑ! ΘΑ ΡΙΞΟΥΝ!», ο Γιώργος αρπάχτηκε από το μπράτσο του Σπύρου κι αυτός τον έσπρωξε πέρα.

«ΘΑ ΡΙΞΟΥΝ ΤΑ ΜΟΥΝΙΑ!»

Τώρα τρέχαμε. Κατά πάνω τους, χεσμένοι –για να ανοίξουμε δρόμο ανάμεσα τους.

Πρώτα πυροβόλησαν στον αέρα, αλλά αυτό μας τρόμαξε ακόμα περισσότερο. Κεφάλια έσκυψαν για να μη βλέπουν, γροθιές σφίχτηκαν και τρέξαμε κατά πάνω τους.

Μπήκα στο γυάλινο ασανσέρ θαυμάζοντας τη νυχτερινή ασχήμια της πόλης. Πλαστικά κτίρια, βρώμικα τζάμια, ανορθόγραφες επιγραφές. Με ξύπνησε το κουδούνισμα του πέμπτου ορόφου. Η πόρτα άνοιξε αυτόματα στην παχιά πορτοκαλί μοκέτα. Από το μπαρ ακούγονταν κακόγουστες ξένες επιτυχίες. Τρεις μουσικές δεκαετίες μπερδεμένες με τις φωνές των πελατών. Κοντοστάθηκα για να κόψω κίνηση. Έτρεμα. Όταν έχεις πεθάνει δεν θέλεις να σου ξανατύχει. Προχώρησα με το ζόρι.

«Ο κύριος;»

«Έχει είσοδο το μαγαζί;»

«Ναι, περάστε από το ταμείο».

Έκανα όπως ακριβώς μου είπε ο φουσκωτός με την κοτσίδα. Μετά μπήκα στα καχεκτικά φώτα και πάλεψα να συνηθίσω το αποσμητικό χώρου που βρώμαγε σαν αρωματικό τουαλέτας. Δίστασα ανάμεσα στα τραπέζια προκαλώντας την ειρωνεία των πελατών. Ένας σερβιτόρος με πλησίασε.

«Που θέλετε να καθίσετε;»

«Ήρθα για τον κύριο Κομνηνό».

Ο σερβιτόρος δίστασε.

«Περιμένετε στο μπαρ. Είστε ο κύριος ….;»

«Αυτός ακριβώς. Με περιμένει ο Άγγελος», τον καθησύχασα.

Ο μπάρμαν με σέρβιρε μια βότκα πετρέλαιο –έφτυσα την πρώτη γουλιά πριν μου κάψει τον οισοφάγο. Μια ξανθιά με κοίταξε με χαμόγελο υπόσχεσης, ανταπέδωσα και γύρισα την πλάτη. Έτρεμα τόσο που δεν μπορούσα να ανάψω τσιγάρο. Κάτι κοπέλες έκαναν ένα αποτυχημένο, δήθεν αυθόρμητο στριπτίζ στην υποτυπώδη πίστα.

«Ελάτε μαζί μου, ο κύριος Κομνηνός σας περιμένει», τινάχτηκα για μια ακόμα φορά ηλεκτρισμένος, καθώς το χέρι του μπράβου ακουμπούσε στον ώμο μου. Δεν μου αρέσει να με αγγίζουν.

«Προχώρα και ακολουθώ», τον πληροφόρησα.

Περάσαμε τον κίτρινο διάδρομο δίπλα από τις τουαλέτες. Στρίψαμε σε έναν άλλο, κόκκινο, διάδρομο. Ακολουθούσα. Ήθελα να γυρίσω την πλάτη και να βάλω τα πόδια. Χτυπήσαμε μια πόρτα από κόντρα πλακέ. Μπήκαμε. Γραφείο.

«Άργησες πολύ να έρθεις Άρη. Εσύ κάτσε απέξω –δεν σε χρειάζομαι», είπε στον μπράβο.

Χαμογέλασα.

«Πως τα πας Άγγελε;»

«Μια χαρά μαλάκα. Αλλά, όχι χάρη σε σένα».

Τον κοίταξα καλύτερα. Είχε γεράσει περισσότερο από μένα. Διπλοσάγονο, πλαδαρά μπράτσα, αραιά μαλλιά. Και σακούλες κάτω από τα μάτια –αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Καθόταν πίσω από το γραφείο και η καρέκλα … κάπως περίεργη καρέκλα …

«Ακόμα τα θυμάσαι;» σχολίασα αμήχανα.

Βγήκε από το γραφείο και με πλησίασε γυρίζοντας με τα χέρια τις ρόδες της αναπηρικής του καρέκλας. Αυτό ήταν λοιπόν!

«Λες να μπορώ να τα ξεχάσω Άρη;» έχασε για λίγο τον έλεγχο της φωνής του.

«Λυπάμαι»

«Αρχίδια! Γιατί λυπάσαι; Στημένος στα πολύτιμα πόδια σου, ογδόντα πόντους πιο ψηλά από μένα, αυτάρκης –πως μπορείς να λυπάσαι; Τι σκατά ξέρεις εσύ από λύπη;»

Σώπασα. Μου φάνηκε καλό να καθίσω στην πρώτη καρέκλα που βρήκα.

«Έχω έναν φάκελο για σένα. Θα περιμένω να υπογράψεις και μετά θα τον πάω πίσω», είπα.

«Ξέρεις τι έχει ο φάκελος Άρη; Τον άνοιξες;»

«Όχι –δεν επιτρέπεται».

Ξεκαρδίστηκε.

«Μπράβο αγόρι μου, είσαι καλός υπάλληλος! Αλλά εγώ θα σου πω –έτσι, για χάρη της παλιάς μας φιλίας. Θέλεις να σου πω;»

«Όχι ιδιαίτερα.»

Ήρθε πιο κοντά μου.

«Θα σου πω. Ο φάκελος έχει ένα συμβόλαιο παραχώρησης. Δυο διαμερίσματα ιδιοκτησίας μου μεταβιβάζονται σε κάποιο Ρωσοπόντιο, επαναπατρισθέντα».

«Ενδιαφέρον», σχολίασα. Έμοιαζε πια με εθιμοτυπική επίσκεψη σε νοσοκομείο, άκου τη γκρίνια του αρρώστου και φύγε όταν τελειώσει το επισκεπτήριο. Έτσι ήθελα να κάνω.

«Κάνεις λάθος Άρη. Βιάζεσαι –όπως πάντα. Το ενδιαφέρον κομμάτι έχει να κάνει με τον λόγο που μεταβιβάζω τα διαμερίσματα στο συγκεκριμένο άτομο. Βλέπεις Άρη, εσύ μεταφέρεις το φανερό συμβόλαιο –υπάρχει κι ένα κρυφό που λέει ότι τα διαμερίσματα μεταβιβάζονται μετά τον θάνατό σου. Τον πιστοποιημένο θάνατό σου φίλε».

Βγάζω τον φάκελο από την μέσα τσέπη του μπουφάν μου, τον αφήνω στο γραφείο αμίλητος -περιμένω όσο διαβάζει το συμβόλαιο. Επαγγελματικά. Υπογράφει πριν μου το επιστρέφει. Διπλώνω τα χαρτιά μέσα στον παλιό φάκελο και υπολογίζω πως πρέπει να βρω έναν καινούργιο φάκελο πριν τα παραδώσω στον πελάτη. Επαγγελματικότητα.

Τη φοβόμουν περισσότερο αυτή τη στιγμή –πριν έρθει. Τώρα έμοιαζε τόσο απλό! Κοίταξα την φωτισμένη πλατεία έξω από το παράθυρο. Εγώ νεκρός, στην άκρη της πλατείας, μια σφαίρα μάλλον –τα μάτια ανοιχτά προς το φεγγάρι κι ένας ξανθός, γεροδεμένος άντρας που φεύγει βιαστικά. Ο άντρας ξεφυσάει ανακουφισμένος και τρέχει μόλις στρίψει στη γωνία –τον περιμένουν δυο διαμερίσματα.

«ΠΡΟΣΕΧΕ ΑΡΗ!», ο Άγγελος πέφτει πάνω μου, παρασύροντάς με στο έδαφος.

Αγωνίζομαι να ξεφύγω από το κορμί του –σιχαίνομαι να με αγγίζουν.

«Ρίχνουν στο ψαχνό», λέει ήσυχα ο Σπύρος. Καταλαβαίνω πως δεν έχει δύναμη ούτε να φοβηθεί.

«Είναι ξανθός ο Ρωσοπόντιος;» ρωτάω.

«Τι σημασία έχει;» σκυθρωπιάζει ο Άγγελος.

«Μα… να μην ξέρω;» απορώ και μένουμε για λίγο σιωπηλοί πριν βάλουμε τα γέλια. Υστερικά γέλια.

«Όταν βγήκα από το νοσοκομείο με πήγαν κατευθείαν στην Ασφάλεια. Ήταν ευγενέστατοι και διαλλακτικοί. Δυο λύσεις υπήρχαν –ή τσέπωνα πέντε εκατομμύρια και έκανα την πάπια (έρχονταν, βλέπεις και εκλογές τον επόμενο μήνα), ή έτρωγα προφυλάκιση, παρέα με τους υπόλοιπους. Μου έδειξαν τον φάκελο με τις κατηγορίες –είχα τραυματίσει σοβαρά δυο μπάτσους, υπήρχαν τα πάντα εκεί μέσα, μέχρι και οι μαρτυρικές καταθέσεις. Ο ένας από αυτούς θα έχανε το μάτι του. Τον θυμάσαι; Απόρησα –εγώ τα έκανα όλα αυτά; Έτσι γράφει εδώ, μου είπαν. Το δέχτηκα. Η σπονδυλική μου στήλη είχε κοπεί στη μέση, ανάπηρος –δεν διορθωνόταν. Το δέχτηκα. Αν αρνηθείτε θα φροντίσουμε να σας περιποιηθούν αμέσως μόλις προφυλακιστείτε. Είναι κάτι παιδιά που πολύ θα χαρούν να σας πηδήξουν. Το δέχτηκα. Χωρίς να σκεφτώ πως δεν είχε καμιά σημασία, έτσι κι αλλιώς ήμουν νεκρός από τη μέση και κάτω. Πονάει ο ανάπηρος όταν τον πηδάνε; Δεν το ήξερα όμως τότε. Πονούσα. Νόμιζα πως αυτό σημαίνει ότι λειτουργώ. Ότι θα επανέλθω. Μετά κατάλαβα ότι ο πόνος ήταν στο κεφάλι μου -το κομμένο πόδι του πειρατή που ακόμα τον φαγουρίζει -στο κεφάλι μου. Εκεί ήταν το όλο θέμα –τόσα χρόνια κι ακόμα δεν μπόρεσα να ησυχάσω το γαμημένο κεφάλι μου!

Αγόρασα δυο διαμερίσματα πάνω στην πλατεία, πότε δεν μπόρεσα να φύγω από την πλατεία. Καθόμουν στο παράθυρο και σε περίμενα. Αγόρασα κι ένα περίστροφο –κοψοχρονιά. Σε περίμενα. Χρειάστηκε να απειλήσω τον ενοικιαστή μου, γιατί δεν ήθελε να φύγει από το διαμέρισμα. Τότε είδα πως το περίστροφο είναι χρήσιμο, ακόμα και στα χέρια ενός ανάπηρου. Ειδικά στα χέρια ενός ανάπηρου –δεν το περιμένει κανείς –έκπληξη, απότομος φόβος. Αγόρασα κι άλλα διαμερίσματα. Μέχρι που άδειασε αυτό το μαγαζί …τώρα πια είμαι αξιοσέβαστος στην πόλη. Οι μπάτσοι, οι δικαστές και οι εφοριακοί πηδάνε τζάμπα στο μαγαζί μου. Χρωστάνε χάρες σε μένα –μέχρι και το αρχίδι που με σακάτεψε, μέχρι κι αυτόν μου έδωσαν. Οικογενειάρχης, είχε τρομοκρατηθεί, δεν ήθελε να χτυπήσει κανέναν. Δεν ήθελε να κάνει κακό! Μου τα έλεγε αυτά, εδώ στο γραφείο τρέμοντας. Πυροβόλησες στο ψαχνό πούστη, έριξες σε πεσμένα παιδιά! Είχε δυο παιδιά –η γυναίκα του αναγκάστηκε να δουλέψει για μένα, τι να έκανε; Πως θα ζούσε τα παιδιά της όταν εξαφανίστηκε ο άντρας της; Ούτε τη σύνταξή του δεν μπορούσε να πάρει. Σκέφτηκα να την κάνω πουτάνα αλλά ήταν άσχημη σαν τη συμφορά. Μου καθάριζε το μαγαζί και το σπίτι –δεν μπορούσα να καθαρίσω μόνος μου και έφταιγε ο μαλάκας της γι΄αυτό. Δεν μπόρεσα ποτέ να φύγω από την πλατεία Άρη».

«Ήμουν χεσμένος στα χάπια –δεν έβλεπα μπροστά μου. Τρεις μέρες που το ετοιμάζαμε, φοβόμασταν, αγωνία … Πόσο μπορεί να αντέξει την πίεση ένα παιδί; Θυμάσαι οτι ήμασταν παιδιά μέχρι εκείνη τη μέρα; Και μετά … Τέλος πάντων, είχες δίκιο και το ήξερα αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Να ξεράσω τον φόβο μου πάνω τους, να αδειάσω … μόνο αυτό. Μετά σκεφτόμουν σε μικρά κομμάτια, τακτοποιημένα μέσα στο χάος της πλατείας. Εδώ είναι οι πλάκες που σπάνε –να τις σπάσω. Εδώ είναι οι μπάτσοι. Άτρωτοι; Όχι πάντα, όχι συνέχεια. Να περιμένω. Μια ευκαιρία θα μου δοθεί, να την αρπάξω. Τον πέτυχα τον γαμημένο κι αυτό ήταν! Σε άκουγα, συμφωνούσα, κάπου μέσα μου ήξερα πως είχες δίκιο. Και συνέχιζα –άλλος συνέχιζε, εγώ ήθελα να φύγουμε. Να ξεμπερδέψουμε, να τελειώσει η ιστορία. Ο άλλος εξακολουθούσε να σπάει τις πλάκες της πλατείας».

Πέφτω στο έδαφος, δεν βλέπω τίποτα. Πνίγομαι. Αγωνίζομαι να σπρώξω τον Άγγελο από πάνω μου, μεταλλικά κουμπιά από το τζιν μπουφάν του τρίβονται στα μάτια μου. Πνίγομαι, θέλω να σηκωθώ. Κρότοι –μοιάζει με Σάββατο της Ανάστασης. Μόνο που είναι πιο κούφιος ο ήχος, σαν τζούφια βεγγαλικά. Αυτές είναι οι σφαίρες; Κάποιος ουρλιάζει ακατάπαυστα. Αυτό κάνουν οι σφαίρες; Σπρώχνω τον Άγγελο –να σηκωθώ. Με πιέζουν στην πλάτη, αθλητικά, μαλακά παπούτσια και μπότες. Ένα γόνατο μάλλον –ξαναπέφτω. Γυρίζω το κεφάλι, να ξεσφηνώσω από το σώμα του Άγγελου. Αίμα στη γλώσσα μου και αίμα σκουπίζω σαν δάκρυα από τα μάτια μου. Όχι δάκρυα!

«Ρίχνουν στο ψαχνό», επαναλαμβάνει μηχανικά ο Σπύρος.

Μας σκοτώνουν.

«Θέλεις να πιεις κάτι;»

«Σαν αυτά που σερβίρεις στο μαγαζί; Δεν θα το αντέξω»

Γελάει.

«Όχι ρε μαλάκα».

Βάζει κάποιο ουίσκι από κρυστάλλινο μπουκάλι. Και πάγο.

«Δεν σου ζήτησα ποτέ συγνώμη …»

«Δεν σου ζήτησα ποτέ να μου γαμήσεις τη ζωή».

«Ξέρεις πως αν μπορούσα να το αλλάξω …»

«Αλλά δεν μπορείς».

«Πάει καιρός που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να παραμείνουμε πεθαμένοι».

Σηκώθηκα στραγγίζοντας το ποτήρι μου.

«Τι έγινε ο Άγγελος;»

«Κανείς δεν έμαθε ποτέ».

«Κι ο Άρης;»

«Τον σκότωσαν τα μουνόπανα!»

«Αντίο Άγγελε», ανοίγω ήδη την πόρτα αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.

«ΜΑΛΤΕΖΟ!».

Σταματάω. Γυρίζω το κεφάλι.

«Αυτό είναι το περίστροφο που σου έλεγα», το σφίγγει με τα δυο του χέρια, σημαδεύοντάς με.

Στρέφομαι προς το μέρος του.

«Σε περίμενα Μαλτέζο! Πολλά χρόνια πίσω από παράθυρα».

Κλείνει τα μάτια.

«Αντίο Άρη».

Πυροβολεί. Το δωμάτιο γεμίζει καπνό, τα αυτιά μου βουίζουν. Δάκρυα στα μάτια από το μπαρούτι. Δεν το ξέρουν πολλοί, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να σημαδέψεις κάποιον από αναπηρική καρέκλα. Πρέπει να στηρίζεσαι στα πόδια σου για να κρατήσεις το όπλο σταθερό, πρέπει να πατάς γερά, με τα πόδια μισάνοιχτα, για να αντιμετωπίσεις την έκρηξη, πρέπει …

Άλλωστε, δεν μπορείς να με ξανασκοτώσεις.

Κλείνω την πόρτα πίσω μου χωρίς να τον κοιτάξω.

Κανείς δεν ασχολείται μαζί μου όσο πηγαίνω για το ασανσέρ. Άσχημη πόλη μέσα από το γυάλινο κουβούκλιο. Βγαίνω στην πλατεία. Τη διασχίζω.

Σηκώνομαι μέσα στα αίματα. Όμως δεν είναι δικά μου –ο Άγγελος είναι ακόμα κάτω. Μπρούμυτα, ακίνητος. Ο κόσμος τρέχει, οι μπάτσοι έχουν ανοίξει. Περνάω δίπλα τους χωρίς να με βλέπουν, δεν υπάρχω. Κοιτάζω στη μέση της πλατείας –έχει σχεδόν αδειάσει. Οι φίλοι μου έχουν φύγει –δεν πρόκειται να τους ξαναδώ ποτέ. Μυρίζω την αγωνία τους καθώς χάνονται στα στενά με κατεβασμένα κεφάλια.

Εκεί, στη μέση της πλατείας έχουν απομείνει δυο παιδιά, αγκαλιασμένα. Νεκρά.

Προχωράω ήσυχα ανάμεσα σε αλλόφρονες μπάτσους. Τα παιδιά τα έλεγαν Άγγελο Κομνηνό και Άρη Μαλτέζο –γελάω νοσταλγικά. Εγώ, ποιος πούστης είμαι;

Η πλατεία μικραίνει πίσω μου καθώς ανεβαίνω τις σκάλες του ξενοδοχείου. Δεν σκοπεύω να μείνω άλλο εδώ –τώρα που τέλειωσα τη δουλειά μου. Ο φάκελος τρίβεται πάνω στο στήθος μου, μην ξεχάσω πως πρέπει να βάλω το συμβόλαιο σε καινούργιο φάκελο. Σφραγισμένο. Θα κοιμηθώ σπίτι μου απόψε, ακόμα κι αν χρειαστεί να οδηγήσω όλη τη νύχτα. Αύριο πρωί θα επιστρέψω τον φάκελο στον πελάτη.

Υπογεγραμμένο.

28 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Με γέμισες αδρεναλίνη πρωινιάτικα, λοιπόν άκου τι θα κάνω σε λίγο, θα βγάλω το 38άρη που χω στο γραφείο και θα πάω να σκοτώσω τον προιστάμενό μου στις 12.30, την ώρα που συνήθως πάει τουαλέτα, λίγο πριν αρχίσει το Διοικητικό Συμβούλιο. Όταν με πιάσουν θα πω πως μ' ενέπνευσαν οι ΑΛΗΘΙΝΕΣ σου ιστορίες! Να το ξέρεις!

The Motorcycle boy είπε...

Άτομο με την ελιά στη φάτσα δεν τα λες σωστά. Θα αρνηθώ κάθε ευθύνη γιατί αν σε ενέπνευαν οι ιστορίες μου θα έκλεινες ένα συμβόλαιο -έστω και με απευθείας ανάθεση. Πρόοδος σκυλομούρη!

Ανώνυμος είπε...

Άλλη μια ιστορία του κολασμένου μεταφορέα-φάντασμα Άρη Μαλτέζου! Ώου γιέα! Ιάσονα Δούκα you're dead dead dead!!!!


ΥΓ. (επειδή σιγά μην το θυμάσαι) Ο Jason Doukas ήταν βρε ο ήρωας ντετέκτιβ-βρικόλακας στις ιστορίες που έγραφε ο Μαστακούρης για την Ωρόρα! Και κάνω τη σύγκριση όχι γιατί μοιάζουν οι γραφές σας (καμία μα καμία σχέση κι ευτυχώς) αλλά επειδή οι ήρωες σε urban horror setting ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ είναι φρικιαστικά λίγοι.
PS. WE WANT SEQUEL!!!!

Unknown είπε...

Λοιπόν αυτόν, τον Άρη τον Μαλτέζο, έχω αρχίσει πολύ να τον συμπαθώ..

The Motorcycle boy είπε...

Άει στο διάολο -το θυμήθηκα! Τώρα που είπες ντετέκτιβ -βρυκόλακας, είχα διαβάσει μια δυο ιστορίες του. Χμ, δεν μου άρεσαν πολύ και γενικά δεν μου αρέσουν οι αστυνομικοχόρορ ιστορίες. Αλλά, όπως θα είδες, ο Μαλτέζος έχει ήδη ανοίξει δικό του tab -τι μπορώ να κάνω εγώ; Θα τον φάω στη μάπα μέχρι να βαρεθεί και να ξεκουμπιστεί.

The Motorcycle boy είπε...

Ναι Tomboy; Καλά που μου το είπες νωρίς να προλάβω να τον ξεφορτωθώ ολοσχερώς. Όχι και να έχουμε εικονικούς αντίζηλους!

Puppet_Master είπε...

posos fores skopeveis na ton ksekaneis ton anthropo??
mallon ton lipamai nai ton lipamai.
oxi giati pethenei sinexia afou etsi k alliws einai hdh nekros.alla giati periergo simvoleo exei kanei me ton diavolo.poios kserei ti tou etakse...

The Motorcycle boy είπε...

Μα δεν ψοφάει ο πούστης να ησυχάσουμε όλοι ρε puppet! Και το θέμα είναι πως πρόκειται για τόσο μαλακισμένο άτομο που πάω στοίχημα πως ακόμα και το συμβόλαιο με τον διάβολο κάπου το έχει καταχωνιάσει χωρίς να το διαβάσει.

Puppet_Master είπε...

afth h istorioula mou arese ixe k ksilo me batsous xexe...

The Motorcycle boy είπε...

Κοίτα τώρα, μεταξύ μας έτσι; Για σένα και τον fixit την έφτιαξα που θέλατε παλιό, καλό, καράτε και για τον Κώστα από την Πάτρα που γουστάρει συνοχή και αιτιολόγηση.
Και ακόμα πιο μεταξύ μας, η ιστορία οφείλεται αποκλειστικά στον Paco Ignacio Taibo II. Από αυτόν την έκλεψα και σε αυτόν την κερνάω κι ας μην τη δει ποτέ στη ζωή του -δε γαμιέται;

Puppet_Master είπε...

ooo mas timas.
dld na perimenoume to klisimo ths trilogias??

Mr.Fixit είπε...

O Arhs Maltezos mou fainetai san side project mias mpantas pou dedomena goustareis. To ntempouto tous htan diaforetiko,enw esy perimenes kati sto gnwrimo styl.
H deuterh apopeira omws sou phre to xali katw apo ta podia, kai twra den eisai vevaios an mporei na yparksei h kanonikh mpanta xwris to alter ego.
Wtf, esy mporei na 8eleis na ton ksefortw8eis, alla twra de 8eloume emeis.
Mas timas poly pou lamvaneis tis apopseis mas ypopsin. Pragmatika,mate,POLY.

The Motorcycle boy είπε...

puppet και fixit οι άνθρωποι που βγάζουν τα μάτια τους διαβάζοντας 10 σελίδες από οθόνη τιμούν εμένα και όχι εγώ αυτούς. Επειδή λοιπόν ξοδεύουν τον χρόνο τους με τις σαχλαμάρες μου κι επειδή αυτές οι σαχλαμάρες δεν ανήκουν μόνο σε μένα -προφανώς έχουν κερδίσει και το δικαίωμα γνώμης.
Το θέμα με τον Μαλτέζο έχει ως εξής: Δεν τον γουστάρω, για την ακρίβεια μου τη δίνει το στυλάκι του και με ενοχλεί που, κατά βάθος, είναι αναίσθητος. Με λίγα λόγια είναι κάποιος που δεν θα έπινα μπύρα μαζί του. Αλλά αυτός επιμένει να βγάζει ιστορίες -όταν ποστάρω τη μία, έχω ήδη έτοιμη την άλλη στο κεφάλι μου. Και δεν μπορώ να εγγυηθώ ούτε καν για το πως θα είναι -αν δεν τη γράψω δεν την ξέρω. Οπότε, σίγουρα θα συνεχίσει ο Μαλτέζος, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη ιστορία.
Μιας που έκανες τον παραλληλισμό με μπάντα -ρίξτε μια ματιά στα "Καπέλα στα Φώτα" (το έχω μπάνερ δεξιά). Παίζει ένα ζόρικο λάιβ για αύριο -αν περάσετε, μπορούμε να πιούμε τίποτα μπύρες παρέα.

Puppet_Master είπε...

tha htan megalh xara mas alla h tripolh pou spoudazoume tha ixe adiriseis :D

The Motorcycle boy είπε...

Τρίπολη είσαστε μωρέ; Και τότε γιατί είσαστε μόνο δύο και όχι 40 παλικάρια;

Puppet_Master είπε...

oi alloi 38 htan me simvaseis ;)

marquee de mud είπε...

τι γυρναει σ'αυτο τον εγκεφαλο ρε φιλαρακι;

kostas_patra είπε...

κακή επιρροή φίλε μου είμαι, γράψε εσύ οτι κατεβάζει η κούτρα σου και θέλει να πεί η φωνή του και άσε τον ιατροδικαστή να ανατέμνει καταστάσεις, ψάχνοντας λόγους και αιτίες

γαμάτοι οι νεκροί χρόνοι σου και όταν αποφασίζεις να βάλεις δράση, αχνοφαίνονται τα ίχνη από τις κινήσεις τους και η σκονη όταν φεύγουν.

δομείς με τρόπο αρχιτεκτονικό τον χώρο, τις γκριμάτσες, τα συναισθήματα, τη βία.

πολλή βία, αντιδραστική βία, απενοχοποιημένη βία, κάπου εδώ μπορώ να πώ οτι διαφθείρεις τα πλήθη, αλλά χωρίς το ράσσο μου δεν μπορώ να καταδικάσω κανένα.

και αν θες μια παρατήρηση μικρή, το υποκοριστικό κουφετάκι έχει όλες τις προυποθέσεις σαρκαστικού αστεισμού, αλλά αφού δεν παρατηρείται αλλού, αλλοιώνει το ύφος , το συνεκτικό. πως σου φαίνονται τα στερεότυπά μου; καλά κρατούν!

The Motorcycle boy είπε...

puppet αχ, αυτή η ομηρία των εργαζομένων από την επάρατη ..... (χώρος κενός για να προσθέσετε την εκάστοτε κυβέρνηση). Καλά κουράγια ρε και στους δυο σας.

marquee, ειλικρινά δεν ξέρω αδερφέ. Αυτές οι μαλακίες βγαίνουν αυτόματα σα σκατά μετά από χαλασμένο σουβλάκι.

Κώστα, τα στερεότυπα είναι ωραίο πράγμα. Μας βολεύουν όσο τα χρησιμοποιούμε και μας φτιάχνουν όταν τα σπάμε. Κι εγώ άλλωστε με τα δικά μου στερεότυπα ζω και γράφω (ρώτα και τον Άσωτο να σου πει).
Το βρήκες το κουφετάκι μωρή κουφάλα ε; Άσχετο ήταν, απλά το έβαλα για να θυμάμαι έναν φιλαράκο μου -τα κάνω αυτά στα κείμενα για να λένε κάτι αποκλειστικά σε μένα. Τέλος πάντων, αφού το βρήκες, χαλάλι σου.
Καμιά επιρροή δεν είναι κακή -και η έλλειψη επιρροών είναι σκέτη μούχλα. Δεν ξέρω αν διαφθείρω πάντως είμαι σίγουρος πως δεν το κάνω στα πλήθη -χεχε, 20 άτομα με διαβάζουν και τους 19,5 τους ξέρω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σου έχω πει ευχαριστώ για την παρέα; Αν όχι στο λέω τώρα.

Ανώνυμος είπε...

ένας μεγάλος χαρακτηρας γεννιεται. ειναι ο ΑΡΗΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ. ο σκοτωμενος το θανατο δε φοβαται...
εγραψα το αλλο με τις τοποθεσιες.
κατι σε ο καμυ σηναντα το μοτορμποι μου εβγαλε αυτη η ιστορια. μου αρεσε παντως.

The Motorcycle boy είπε...

Άσωτε, δεν ξέρω αν γεννιέται αλλά ελπίζω να ψοφήσει για τα καλά και γρήγορα. Δεν το πάω το στυλ του, με ενοχλεί μέχρι και αισθητικά.
Πάω να δω τα δικά σου.

PiKei είπε...

Πολύ σωστά χώρισες τον Μαλτέζο, από τις Ιστορίες του απέναντι τοίχου. Όσο κι αν μισείς τον χαρακτήρα του, είναι γερός ήρωας, μοτοσακέ.
Ίσως ακριβώς γι αυτό.
Keep up

Puppet_Master είπε...

ade kales diakopes.
egw thn kanw avrio.
isws na ksanabw me kamia prwtogonh pstn 56k.

The Motorcycle boy είπε...

pikei, ναι, ο Μαλτέζος δεν έχει την παραμικρή συνάφεια με τις Ιστορίες του απέναντι τοίχου -έκανε μπαμ, ακόμα και για έναν ηλίθιο σαν κι μένα.
Μπορεί να είναι γερός ήρωας, μπορεί και να είναι απλός φούσκας και αντιγραφέας -το γεγονός είναι πως με ξενίζει και με ενοχλεί. Και υπάρχει αυτή η μαλακία που οι ιστορίες του βγαίνουν αβίαστα -δεν έχει ξαναγίνει να ξεκινήσω ιστορία με το που τελειώνω την προηγούμενη. Ακόμα και τότε που έγραφα το Ονομα του τρένου σε συνέχειες, έκανα 2 μέρες οφ, ανάμεσα. Τώρα, με το μαλάκα, η επόμενη ιστορία είναι ήδη έτοιμη στον επίλογο της προηγούμενης. Όλη η επόμενη; Δυστυχώς όχι -μόνο η αρχή της. Μετά κάνει κουμάντο ο Μαλτέζος -και αυτό είναι μια άθλια κατάσταση.
Τέλος πάντων, μαλακίες. Εσύ πως πας; Έτοιμος; Περιμένω με αγωνία να σε δω στις βιτρίνες.
puppet, καλές διακοπές ρε φίλε -και σε σένα και στον άλλο. Μόνο πρόσεξε μην ανοίξεις τη σελίδα μου με 56άρα! Προειδοποίησα έτσι;

PiKei είπε...

@ μοτοσακό
Αν δεν φύγεις γρήγορα για διακοπές, πριν τις βιτρίνες θα με δεις μπροστά σου με το "χρωστούμενο" στο χέρι.
Αν εξακολουθήσει να σε "στοιχειώνει" έτσι ο Μαλτέζος, να ψάξουμε έναν καλό εξορκιστή. Αν και νομίζω πως εξακολουθώντας να τον γράφεις θα φανερώσει τις προθέσεις του και θα γλιτώσουμε κι ένα κάρο λεφτά (ο εξορκισμός στις μέρες μας κοστίζει περισσότερο κι από έναν "μεσαίο" γάμο).

The Motorcycle boy είπε...

Για διακοπές φεύγουμε στις 22 του μήνα -μέχρι τότε είμαστε ελεύθεροι και πρόθυμοι. Αν ξεμπέρδεψες πάρε τηλέφωνο, με ή χωρίς το χρωστούμενο ... αυτά καλό είναι να μένουν χρωστούμενα για να τοκίζονται.
Για τον μαλάκα τον Μαλτέζο δεν ανησυχώ. Αν με ζορίσει πολύ, θα τον δώσω στη Raz να βγάλει τα απωθημένα της -που είχε και κόλλημα με τον ντεντέκτιβ βρυκόλακα του Μαστοκούρη (ποιού; ούτε που τον ξέρω!)

Suspect είπε...

Σαν τον Άμλετ. Είχε σασπένς, αγωνία και στο τέλος τον σκότωσα

The Motorcycle boy είπε...

Πεθαίνει ρε ο Άμλετ στο τέλος; Δεν παίρνει την Οφηλία που είναι κόρη Καπουλέτων και είχαν τσακωθεί πριν γιατί τα είχε με έναν κολλητό του τον Ιάγο και τρέχουν στα δάση για να μη γίνει βασιλιάς; Μαύρος δεν ήταν ο Άμλετ;

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι