Φοράω τα γυαλιά ηλίου εντελώς άσκοπα –σε αυτή την πόλη φαίνονται μόνο τα κίτρινα σύννεφα, ο ήλιος είναι μια βάσιμη υποψία, ακριβώς πίσω τους. Μου αρέσει. Αλλά όταν είσαι σε διακοπές πρέπει να μοιάζεις με τουρίστα, αλλιώς οι άνθρωποι σε κοιτάζουν εξεταστικά.Είναι η τρίτη μέρα στη σειρά που έρχομαι στην ίδια καφετέρια –εδώ τα γκαρσόνια δεν παραξενεύονται αν τους ζητήσεις βότκα με λεμόνι πριν μεσημεριάσει. Μου αρέσει.
«Παρακαλώ;»
«Μια βότκα τόνικ».
«Ορίστε;»
«Βότκα τόνικ».
«Θέλετε μια βότκα και ένα τόνικ;»
«Έστω».
Δεν βγάζω τα μαύρα γυαλιά, δεν υπάρχει ψυχή στα γύρω τραπέζια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ένα γερασμένο ζευγάρι περιμένει να περάσει απέναντι όταν ανάψει το φανάρι –κοιτάζουν στο βάθος του δρόμου, δεν φαίνονται αυτοκίνητα, διστάζουν να περάσουν με κόκκινο. Καλά κάνουν. Δεν υπάρχει λόγος να βιάζεσαι όταν δεν έχεις πουθενά να πας.
Μια μεζούρα βότκα σέρνεται γύρω από κυβικά παγάκια προσπαθώντας να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της. Ένα τσίγκινο κουτί με τόνικ –ζεστό. Μουχλιασμένα τσιπς. Ανάβω τσιγάρο πριν πιω τη βότκα μονορούφι. Μετά θα έχω όλον το χρόνο να απολαύσω το τόνικ –δεν μου αρέσει, αλλά δεν τρέχει τίποτα. Μερικά πράγματα συγχωρούνται ευκολότερα πριν τη δύση του ήλιου.
Ήρθα σε αυτή την πόλη για να κρυφτώ.
«Αφεντικό θέλω άδεια».
«Θα αστειεύεσαι Μαλτέζο!»
«Πάρ’ το κι έτσι. Αλλά μη με υπολογίζεις για τις επόμενες δυο βδομάδες».
Πηγαίνω ήδη προς την πόρτα του γραφείου του.
«Έλα δω ρε Μαλτέζο! Κάτσε να το συζητήσουμε … δεν είναι καιρός τώρα για...».
«Καλές διακοπές και σε σένα αφεντικό».
«Πες μου που θα είσαι τουλάχιστον!»
«Πουθενά».
Ήρθα σε αυτή την πόλη για να κρυφτώ από εσένα.
Νιώθω σα να καταπίνω κουτάλια κάθε φορά που μια γουλιά τόνικ κατεβαίνει στο λαιμό μου –δυο πιτσιρίκες με κοντά μαλλιά κάθονται στο διπλανό τραπέζι. Παραγγέλνουν σούπα. Μιλάνε για τη βραδινή συναυλία σε ένα κλαμπ με περίεργο όνομα, το συγκρότημα μου φαίνεται γνωστό –όχι όλο το συγκρότημα, ο κιθαρίστας μόνο. Τον είχα δει κάποτε να σπάει έναν καθρέφτη επί σκηνής πριν φύγει τσαντισμένος –μαλάκας, ντίβα, τον λάτρευα. Στήνω αυτί μήπως και ξαναπούν το όνομα του κλαμπ –άδικος κόπος. Έτσι κι αλλιώς, ο κιθαρίστας αυτός πέθανε ένα λονδρέζικο απόγευμα σε κάποιο στούντιο, με θρόμβωση στο αριστερό χέρι, ο αρχηγός του συγκροτήματος –καταπληκτικός μαλάκας, αισχρή ντίβα, τον λάτρευα –δε βρήκε ούτε δυο λόγια αποχαιρετισμού να γράψει γι΄ αυτόν, στο οπισθόφυλλο του δίσκου. Δεν με πείραξε –τι νόημα θα είχε;
Χρειάζομαι μια ακόμα βότκα –διπλή για τα στάνταρ του μαγαζιού, αλλά το γκαρσόνι έχει εξαφανιστεί. Απλώνω τα πόδια μου μέχρι την απέναντι καρέκλα και μετά σέρνω νωχελικά το άδειο ποτήρι –κάποιος τουρίστας με άπειρο χρόνο για σκότωμα. Μέσα στο μαγαζί έχει σκοτάδι αλλά βαριέμαι να βγάλω τα γυαλιά.
«Διπλή βότκα με λεμόνι», παραγγέλνω στη σκιά πίσω από το ταμείο.
«Τι είπατε;»
Αναγκάζομαι να βγάλω τα γυαλιά για να με ακούσει και ξαναδίνω την παραγγελία.
«Εντάξει. Μισό λεπτό να χτυπήσω την απόδειξη».
Περιμένω. Κοιτάζω γύρω, κακόγουστες γκραβούρες, λεκιασμένα τραπεζομάντιλα, μικρά ανθοδοχεία με ξεραμένα πλαστικά λουλούδια. Γίνεται να ξεραθούν τα πλαστικά λουλούδια; Σε αυτή την πόλη –όλα γίνονται. Μια οθόνη υπολογιστή τρεμοπαίζει. «ΓΡΗΓΟΡΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ….», δεν διακρίνω την τιμή από εδώ που βρίσκομαι. Χαζεύω την οθόνη, ο τελευταίος που πέρασε από εκεί δεν ενδιαφέρθηκε ούτε να κλείσει το ψαχτήρι. Μπλε αποτελέσματα σε λευκό φόντο, σκύβω πιο μπροστά για να δω τι έψαχνε. Επειδή δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω.
ARIS MALTEZOS
Πηγαίνω πιο κοντά για να σιγουρευτώ. Αυτό ακριβώς λέει. Ακουμπάω το πληκτρολόγιο –αυτόματο κλείδωμα του μηχανήματος.
«Το ποτό σας».
«Ποιος είναι ο κωδικός; Θέλω να δω κάτι στο ίντερνετ».
Ο μπάρμαν γράφει τον κωδικό και εξαφανίζεται αμέσως μετά. Ελπίζω να μην τον τρόμαξα, δεν θέλω να τον τρόμαξα, δεν χρειάζεται να με δει.
Ανοίγω τη μπάρα της αναζήτησης …
ΑΡΗΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ
Α. ΜΑΛΤΕΖΟΣ
ΜΑΛΤΕΖΟΣ
ΜΑΛΤΕΖΟ
«Τι θέλεις; Ποιος είσαι;»
Διαλέγω ολόκληρο το όνομά μου στα ελληνικά. «Αισθάνομαι τυχερός». Αν μπορείς να το πεις έτσι. Αυτόματη επιλογή και για τους δυο μας. «Μην κοιτάξεις μέσα» -προειδοποιεί. Τώρα είναι αργά φίλε –είμαι ήδη μέσα. Εσύ που είσαι;
«Οδυσσέας Σιούτης; Έχω ένα δέμα για σένα».
Θυμάμαι.
«Μήπως γνωριζόμαστε;» είχε ρωτήσει.
Σίγουρα. Περπατούσαμε λίγα μέτρα πίσω από το φέρετρο, πατώντας ξερόκλαδα, αποφεύγοντας πεσμένους κορμούς δέντρων γιατί εκείνη η κηδεία θα γινόταν βαθιά μέσα στο δάσος. Πατούσαμε φρέσκα λουλούδια που ούρλιαζαν στυφές μυρωδιές -ωραία κηδεία! Μόνο που ήταν δύσκολο να βρεις τον δρόμο της επιστροφής –είχε νυχτώσει ή ίσως τα δέντρα να έκρυβαν το φως, ποτέ δεν μάθαμε... Επιστρέψαμε όμως –τα καταφέραμε στο τέλος. Σε θυμήθηκα όταν είδα το όνομά σου στο δέμα –δεν θα ήταν δυνατό να ξεχάσω αυτούς που ήρθαν στην κηδεία μου.
«Μπα …», του απαντάω και κάνω να φύγω.
Διαβάζω μέχρι το τέλος αν και δεν χρειάζεται. «Δεν χρειάζεται να ανοίξεις ένα δέμα για να δεις τι έχει μέσα …», του γράφω μια θολωμένη προειδοποίηση, ίσως να φταίνε οι βότκες που θρέφουν τη μυστικοπάθειά μου. Αλλά, θέλω μόνο το υπονοούμενο –σε ξέρω, μην ανησυχείς, σε ξέρω, μπορείς να ανησυχήσεις τώρα.
Φεύγω γρήγορα από εκεί –δεν υπάρχει κάτι άλλο για μένα στο ψαχτήρι. Κοιτάζω το μέιλ μου.
Έχω ένα μήνυμα. «Δωράκι». Μια πιτσιρίκα μου στέλνει τη μισή ιστορία –το δικό της κομμάτι μόνο. Μη βιάζεσαι, μη βιάζεσαι. Άσε κενά ανάμεσα στις παραγράφους –μένει ακόμα το δικό μου μέρος να ειπωθεί. Μετά τις διακοπές όμως … τώρα με περιμένει ο άδειος δρόμος και ο ανύπαρκτος ήλιος, με περιμένει κάποιος πεθαμένος κιθαρίστας με σακατεμένο αριστερό χέρι.
Έχω ένα μήνυμα. «Που είσαι; Υπάρχει αυτή η παράδοση και είναι πολύ σημαντική γιατί πρόκειται να μεταφέρεις έναν άνθρωπο. Δεν υπάρχει άλλος να κάνει τη δουλειά, γι΄αυτό βιάσου να γυρίσεις. Που είσαι; ΠΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΕΙΣΑΙ;»
Χαμογελάω. Πατάω το κουμπί για να απαντήσω.
«Εκεί είμαι –εκεί που γράφεις. Σήμερα το βράδυ θα πληρώσω τα ποτά ενός πεθαμένου κιθαρίστα, αν και δε νομίζω πως θα καταφέρει να τσουγκρίσει το ποτήρι μαζί μου. Ο αέρας κουβάλησε σκόνη από παλιούς γνωστούς και το χειρότερο είναι πως δεν τους γνωρίζω καν. Οπότε, θα χρειαστώ ένα ακόμα ποτό –διπλή μεζούρα για τα τοπικά στάνταρ -για να ξεμπερδέψω κάπως τα πράγματα. Όταν κουραστώ να αποτυγχάνω θα γυρίσω για να κάνω τη δουλειά και η δουλειά θα με περιμένει –το ξέρεις καλά αυτό».
Κοιτάζω την απάντηση ανάβοντας τσιγάρο –διαβάζω συλλαβιστά, σιγουρεύομαι πως αυτά ακριβώς ήθελα να πω. Αμέσως μετά σβήνω ότι έγραψα, σβήνω τα δυο μηνύματα και καθαρίζω το ιστορικό αναζήτησης.
Σηκώνομαι –πρέπει να πάω στο τραπέζι μου εκεί έξω, θέλω να δω αν πέρασε τελικά απέναντι εκείνο το γερασμένο ζευγάρι.
Δίπλα στην πόρτα βρίσκω μια καρτ ποστάλ με τη φωτογραφία του μαγαζιού, ελαφρά πειραγμένη. Βρίσκω και ένα στυλό…
Γράφω στο πίσω μέρος …
«Θα γυρίσω όταν τελειώσει το δικό μου καλοκαίρι. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά –δεν θέλω κιόλας. Ένας κούριερ υπάρχει μόνο όσο δουλεύει, ούτε πριν, ούτε μετά. Δεν περνάω καλά κι αυτό ακριβώς μου αρέσει. Δεν μπορώ να σας ευχηθώ τίποτα γιατί τίποτα δεν έχει μείνει να ευχηθεί κανείς».
Αφήνω την κάρτα σε ένα άδειο τραπέζι –είμαι σίγουρος πως κάποιος θα φροντίσει να πάει στον προορισμό της. Φοράω τα γυαλιά ηλίου βιαστικά –καθώς βγαίνω έξω.
Βυθίζομαι στην καρέκλα. Κρύβομαι. Από …
12 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Οι ωραιότερς κάρτ ποστάλ είναι αυτές που δεν έστειλες ποτε. Μέσα σε σακούλες μετακόμισης ανακατεμένες με ασπρόμαυρες φωτογραφίες μωρών και άλλες, έγχρωμες απο χαλασμένα κολάζ.
Αλλά υπάρχουν και αυτές που δεν είναι δικές σου. Που βρίσκεις σε εισόδους πολυκατοικιών ή σε μπαρ παρατημένες και ξεχασμένες και διαβάζεις περίπου στα κρυφά. Φαντάζεσαι την ιστορία και τους ανθρώπους της πίσω από αυτές τις 50 λέξεις.
Μετά ακουμπάς το ποτό σου πάνω τους και αφήνει έναν δεύτερο κύκλο που περνάει μέσα από τον πρώτο. Τα γραμμένα με μελάνι αρχίζουν να διαλύονται, και μια άλλη, καινούργια ιστορία γράφεται στην ίδια καρτ ποσταλ.
πολύ μ' αρέσουν αυτά τα χαλαρά σου... ;-)
Μια χαρά τα έχουν βρει αυτοί μεταξύ τους κουμπάρε!
Προσωπικά, όταν πήγαινα στην πολυκατοικία του κολλητού μου προτιμούσα να κλέβω λογαριασμούς ΟΤΕ.
Στομάχη, χαλάρωση λόγω διακοπών. Άντε, σειρά σου να τα μαζεύεις και να κατεβαίνεις.
την άλλη φορά δοκίμασε vodka με lime-κάνει ζευγάρι με την ώχρα.
(πολύ ζωντανά κείμενα)
αντε να αραξει και ο αρης γιατι πολλα τραβηξε τωρα τελευταια....
Ερμία, λεμόνι εντάξει -αλλά το λάιμ ... σκέτη ζάχαρη. Σε μοχίτο κάθεται μια χαρά, αλλά στη βότκα ... Ευχαριστώ πάντως.
Άσωτε, πάμε μαζί μ΄αυτόν διακοπές -θα σου στείλω τις ακριβείς ημερομηνίες.
Ο O'Brien σήκωσε το αριστερό του χέρι, με την πλάτη του γυρισμένη στον Winston,
με τα τέσσερα δάκτυλα εκτεταμένα και τον αντίχειρα κρυμμένο.
-Πόσα δάκτυλα είναι αυτά, Winston;
-Τέσσερα.
-Κι αν το Κόμμα πει ότι δεν είναι τέσσερα, αλλά πέντε, τότε πόσα είναι;
-Τέσσερα.
Η λέξη τέλειωσε με μια κραυγή πόνου.
George Orwell, 1984
Πολύ ωραίο κείμενο. Τέλειο.
motore mi klais, ela re pou sou lew mi klais
suspect από που διάολο σου έρχονται αυτοί οι συνειρμοί ρε; Δεν παίζεσαι!
Δείμε, απλά ένα διακριτικό "καλό καλοκαίρι" ήταν το κείμενο. Ευχαριστώ.
weirdo, με σένα θα τα πούμε σύντομα. Και ούτε το γεροφρικιό δεν θα σε σώσει!
η φερόμενη weirdo παραπανω είναι εκείνη η λυράτη που σε σπαμαρει, καμια σχεση με τη πραγματική....
τώρα αποφασισε να κρυβεται πισω απο τις φουστες...
piece brother or...
DROP DEAD !!!
Το ξέρω ρε συ -αλλά η απειλή για την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ weirdo ισχύει. Άκου να μπει όσο λείπω! Να μην προλάβω να της πω ένα "καλωσόρισες" πρώτος!
peace=drop dead brother!! Οπότε, το ανθρωπάκι που αποφάσισε να φορέσει φουστάνια προσφάτως δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να μας δείξει μια χαριτωμένη πλευρά του εαυτού του.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!