Περίμενα το ξημέρωμα με τα πόδια ακουμπισμένα στο περβάζι του παραθύρου. Χάζευα κιόλας -κάποιο αεροπλάνο που πετούσε ανάμεσα στις μπότες μου, το αεροπλάνο βρέθηκε πίσω από το κεφάλι της μπαλαρίνας –δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, έσπρωξα λίγο τη γυάλινη μπάλα με το τακούνι και το αεροπλάνο χάθηκε στο ασημένιο χιόνι. Κρατούσα το σβηστό Camel ανάμεσα στα χείλια μου –δέκα πόντους μακριά από τον zippo και περίμενα. Τι ακριβώς; Να ανάψει μόνο του; Περίμενα πάντως. Τότε χτύπησε η πόρτα. Άναψα το τσιγάρο ήρεμα, καθώς σηκωνόμουν. Ακόμα μια ανατολή που θα έχανα, αλλά δεν είχε σημασία. Όλες ίδιες είναι.
Η πιτσιρίκα στεκόταν τρώγοντας τα νύχια της πίσω από την πόρτα. Χαμογέλασα γιατί μου θύμισε την εποχή που ήμουν στην ηλικία της –αιώνες πριν. Το άγχος μπροστά στον μεγαλύτερο, τη βεβαιότητα της απόρριψης γιατί εκείνος είχε ζήσει τα πάντα ... Μαλακίες! Οι μεγαλύτεροι είναι ξεθυμασμένες γεροντοκόρες -ψελλίζουν δικαιολογίες απαξίωσης για να αποφύγουν τη ζωή που τρέχει εκεί έξω. Πες το ρευματισμοί, πες το σκουριασμένες κλειδώσεις –οι μεγαλύτεροι κοροϊδεύουν όσα δεν μπορούν.
Τραβήχτηκα στο πλάι δείχνοντάς της το εσωτερικό του δωματίου –απέφευγα να την κοιτάξω στο φως γιατί ήταν ντυμένη εκτυφλωτικά κίτρινα. Που είχα παρατήσει τα γυαλιά ηλίου;
[Δεν ξέρω γιατί φόρεσα κίτρινα. Δεν ξέρω -εντάξει; Μπορεί και να 'θελα να το παίξω βασίλισσα, a queen of the damned. Πως να το κάνουμε, γουστάρω Αλομπάρ και ξεδιάλεγμα λευκών τριχών πριν έρθει το κοράκι -τι πάει να πει ποιο κοράκι ρε; Αυτό του Κίνγκ, που μασούλαγε το κουκλάκι του παιδιού στην αρχή του Stand, να ποιο. Βασίλισσα μ' ένα κοράκι βραχνά στον ώμο, χωρίς κορώνα, στέμμα κι άλλες βλακείες. Απλά τυλιγμένη σε κίτρινα σκοτάδια -γιατί κι ο Βασιλιάς που τα Φορούσε δε γίνεται να μένει μόνος του για πάντα.]
«Ήρθα να σε χαιρετήσω», μουρμούρισε.
«Καλά έκανες», είπα ψάχνοντας στο δωμάτιο. Κάπου θα βρισκόταν πεταμένο ένα μπουκάλι. «Θα πιεις κάτι;»
Έστριβε ένα τσιγάρο τεμαχίζοντας τον καπνό –αφοσιωμένη, δεν απάντησε. Έτσι, γέμισα ένα ποτήρι βότκα για να διώξω την αϋπνία από το στόμα μου.
«Θα φύγεις όταν ξημερώσει;» αποφάσισε να ρωτήσει, μάλλον για να πει κάτι –όσο το κοντοκουρεμένο κεφάλι της έψαχνε τριγύρω για αναπτήρα.
Της πέταξα το zippo μου –κόντεψε να διαλύσει το τσιγάρο πιάνοντάς τον με το ένα χέρι. Γέλασα γιατί αυτά τα παιδιά δεν έμαθαν ποτέ να παίζουν με χοντροκομμένους αναπτήρες, αυτά τα παιδιά δεν έμαθαν να εκτιμούν τη μυρωδιά της βενζίνης. Το μισοσκότεινο δωμάτιο θόλωνε το κίτρινό της.
«Ναι θα φύγω. Τελείωσα τη δουλειά μου, δεν έμεινε τίποτα να κάνω εδώ», είπα.
«Μου οφείλεις κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες τότε», παρατήρησε σιγά. «Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρω ...»
«Και περιμένεις να τα μάθεις από μένα;» αναρωτήθηκα σαρκαστικά και μεγαλόφωνα.
Γιατί δεν ήρθαμε χτες; Ναι… μπορείς να το πεις κι έτσι –συνέβη κάτι.
Σίγουρα θες να μάθεις; Ξέρεις, κάποιες φορές είναι καλύτερα ν’ αφήνεις το σκοτάδι ήσυχο.
Ωραία. Αφού επιμένεις, άκου. Σε ένα καφέ της συμφοράς είχαμε αράξει και πίναμε μπύρες -ξέρεις με ποιον. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή έριξε την ιδέα να πάμε μια βόλτα από το παλιό σπίτι. Το σπίτι. Τώρα τι να σου πω, ότι δεν ήθελα; Ήθελα. Ψηνόμουν. Τσουρουφλιζόμουν σα λιγδιασμένο μπέικον στο τηγάνι, γαμώτο. Γιατί έχω σαπίσει απ' τη βαρεμάρα σ' αυτή τη γαμημένη πόλη. Και τράπεζα να μου έλεγε να ληστέψουμε, εγώ θα σκιζόμουν να βρω τα απαραίτητα για να το κάνουμε αύριο κιόλας. Για τέτοια φάση ρε σου μιλάω -σαπίλα που δε λιώνει όχι με μια, ούτε με δέκα χιλιάδες μπύρες, λίρες, ή και λύρες, κρητικές κι επικριτικές να πετάνε τα δοξάρια τους στη μάπα μας που ποτέ δε γουστάραμε την πατροπαράδοση -και κάπου στο βάθος ένας μούτσος είκοσι εκατοστά να χορεύει τζίτερμπαγκ με το τζίνι του καραβιού.
Έπινα αργά το νερόπλυμα που πουλάγανε για καφέ σε εκείνο το άθλιο μαγαζί και την παρατηρούσα να με παρατηρεί. Αυθαδέστατα -από τα κορδόνια των παπουτσιών, μέχρι τον καπνό του τσιγάρου που διαλυόταν πάνω από το κεφάλι μου. Στα υπόλοιπα τραπέζια κάτι επαρχιακοί πωλητές φρέσκου αέρα παραμύθιαζαν συνταξιούχους. Κανένας δεν της έδινε σημασία –ήταν τόσο αταίριαστη με το ντεκόρ που προτιμούσαν να την αγνοήσουν. Καλά έκαναν. Ήταν μια ενοχλητική πιτσιρίκα –μάλλον φοιτήτρια σε κάποια τοπική σχολή και ήταν πλήρως ξεκομμένη από το πρωινό. Οι φίλοι της θα έπρεπε κανονικά να κοιμούνται σαν τους βρικόλακες που εμφανίζονται όταν κλείσουν τα εμπορικά καταστήματα –αν η φοιτητική ζωή έμοιαζε στο ελάχιστο με αυτό που ήταν παλιά. Σηκώθηκε και πλησίασε στο τραπέζι μου.
«Να καθίσω;» ρώτησε με ελεγχόμενη νευρικότητα.
«Όπως θέλεις», είπα.
Άραξε στην απέναντι καρέκλα με μια μπύρα στο χέρι και βάλθηκε να χαζεύει το εσωτερικό του μαγαζιού αμίλητη. Ιδανική παρέα. Έσπρωξα το πακέτο προς το μέρος της αλλά μου έδειξε χαμογελαστή την καπνοσακούλα που ξεφύτρωσε από την σπηλαιώδη τσάντα της.
«Σήμερα ήρθες;» ρώτησε αφηρημένα.
«Ναι –πριν κάτι ώρες. Ωραία πόλη», παρατήρησα άκεφα.
«Ωραία; Πλάκα κάνεις; Τι ωραίο έχει εδώ πέρα;» παραξενεύτηκε.
Γέλασα. Κοίταξα τριγύρω.
«Ωραία κτίρια», είπα δείχνοντας ένα ερείπιο που έχασκε στην διασταύρωση.
Δεν γύρισε να κοιτάξει, αλλά είμαι σίγουρος πως ανατρίχιασε. Χτύπησε το μπουκάλι της μπύρας στα δόντια της προσπαθώντας να πιει –έκανα νόημα στο γερασμένο γκαρσόνι.
«Μια βότκα λεμόνι για μένα και μια μπύρα για τη μικρή», είπα όταν πλησίασε.
«Πως από τα μέρη μας; Δουλειά;» ρώτησε, αδιαφορώντας για το γκαρσόνι.
«Τι άλλο;» αναρωτήθηκα -και με το δίκιο μου. «Είμαι κούριερ, έχω ένα πακέτο να παραδώσω εδώ πέρα».
«Ενδιαφέρον», είπε χωρίς να το πιστεύει.
Το γκαρσόνι μάζεψε άδεια, βρώμικα ποτήρια πριν τα αντικαταστήσει με γεμάτα –εξίσου βρώμικα.
«Εσύ; Σπουδάζεις εδώ;»
«Πες το κι έτσι. Εγώ προτιμώ να λέω πως είμαι παγιδευμένη εδώ. Ούτε μπρος, ούτε πίσω –μόνο εδώ. Κατάλαβες;»
Φυσικά.
«Ξέρεις, είναι παράξενο γιατί όταν το ανέφερα δεν γύρισες καν να κοιτάξεις. Η παράδοση που έχω να κάνω είναι σ΄εκείνο το σπίτι –απέναντι».
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει την ταραχή της. Περίμενα λίγο –πριν μιλήσω.
«Τι τρέχει; Κάτι σε χαλάει κάθε φορά που αναφέρω το σπίτι».
Με κοίταξε ανέκφραστη.
«Σίγουρα θέλεις να μάθεις;» ρώτησε.
«Αυτή είναι η δουλειά μου», είπα χτυπώντας το άφιλτρο στην εξωτερική πλευρά του πακέτου.
Το σπίτι κάποτε είχε αλυσίδες στην πόρτα. Μπήκαν όταν έκλεισε η τελευταία κατάληψη που είχε κρατήσει μονάχα δυο μήνες -ελάχιστος χρόνος μέσα στην αιωνιότητα αλλά αρκετός για να μάθουμε το σπίτι ακόμα κι εμείς που δεν βγαίναμε απ' τα δικά μας. Μια μέρα όμως εμφανίστηκε ένας εργάτης του δήμου μ' έναν κόφτη και τις πήρε σβάρνα. Εκεί είπαμε -πάει το σπίτι, θα το κάνουν νηπιαγωγείο, μουσείο μοντέρνας τέχνης ή ο,τι άλλη μαλακία μπορούσε να σκεφτεί η μεταλλαγμένη φώκια που είχαμε για δήμαρχο. Δεν ξέρω αν όντως υπήρχαν τέτοιες προοπτικές ή η δική μας αστική φαντασία οργίαζε, πάντως τίποτα απ' αυτά δεν έγινε. Το σπίτι παρέμεινε ξεκλείδωτο κι ελεύθερο για όποιον το ήθελε. Να πήγαινε και κανείς βέβαια, καλά θα 'τανε. Απ' όταν έκλεισε η κατάληψη, οι τοπικοί αυτονομοκάτι το απέφευγαν όπως ο διάολος το ντιβάνι. Φοβόντουσαν οτι θα γίνει κι άλλο πέσιμο; Το έβρισκαν πολύ κατεδαφιστέο για τις αντοχές τους; Ειλικρινά δεν έχω ιδέα και πλέον δε με νοιάζει να μάθω.
Σταμάτησε για να στρίψει τσιγάρο –βρήκα την ευκαιρία να παραγγείλω «μια από τα ίδια» στο γκαρσόνι. Το σπίτι χαμογελούσε ενοχλητικά σαν στόμα γριάς όσο το παρατηρούσα. Είχε ένα δίκιο η πιτσιρίκα –δεν φαινόταν να ζει ψυχή στο ερείπιο. Γι΄αυτό άλλωστε την είχα στήσει εδώ πέρα και περίμενα. Αφού χτύπησα την πόρτα και φώναξα στο ξεχαρβαλωμένο της άνοιγμα –είχα αποφασίσει να καθίσω απέναντι ελπίζοντας πως ο παραλήπτης θα εμφανιζόταν κάποια στιγμή. Δεν συνήθιζα να γυρίζω πίσω χωρίς να έχω παραδώσει το πακέτο.
«Θα πάω να ρίξω μια ματιά στο σπίτι», είπα. «Ίσως να υπάρχει κάποιος στον πάνω όροφο».
«Θα πας ΕΚΕΙ;» ρώτησε με τα μάτια γυρισμένα ανάποδα.
«Αυτή είναι η δουλειά μου», παραδέχτηκα. «Αν θέλεις, έλα μαζί μου».
Ήθελα αλλά το έπαιξα δύσκολη και κωμοπολίζουσα. Και τι να πάμε να κάνουμε εκεί, να μας φάνε τα ποντίκια, σάμπως είμαστε πιτσιρίκια που ψάχνουμε μέρος να βγάλουμε τα μάτια μας (όχι), ρε μπας κι έχεις κανα τσιγάρο και δεν ξέρεις που να το σκάσεις (που τέτοια τύχη), ε τότε ποιος ο λόγος;
"Εγώ θα πάω. Εσύ αν θες έρχεσαι", μου είπε κι έφυγε. Χωρίς να πληρώσει, ο μαλάκας! Όχι οτι εξαφανίστηκε και με παράτησε, απλά σηκώθηκε και με το μετέωρο βήμα του πελασγού άρχισε να κατεβαίνει προς το σταυροδρόμι. Κι εγώ πιάστηκα κορόιδο σε ένα από τα αρχαιότερα κόλπα της ιστορίας: Αν θες να σε ακολουθήσει κάποιος, παράτα τον μ' έναν απλήρωτο λογαριασμό και να δεις πως θα 'ρθει να σε βρει πριν στρίψεις στη γωνία.
Και κάπως έτσι τον πήρα από πίσω μέχρι που τον έφτασα.
"Θα 'ρθεις τελικά;"
"Άντε. Να δούμε τι θα καταλάβεις"
Περπάτησε σέρνοντας τα πόδια της –πήγαινα στοίχημα πως θα ήθελε να κρατηθεί στο μπράτσο μου, αλλά δεν με γνώριζε τόσο καλά. Ακόμα. Κι εγώ σιχαίνομαι να με αγγίζουν.
«Πλήρωσες τον λογαριασμό;» τη ρώτησα για να συγκρατήσω κάπως την ένταση.
«Όχι βέβαια!» αναφώνησε.
«Τότε –καλύτερα να περπατήσουμε πιο γρήγορα», είπα.
Περπατούσαμε χωρίς να κινούμαστε γιατί το σπίτι ερχόταν κατά πάνω μας σαν δόλωμα κρεμασμένο σε καλάμι ψαρέματος. Κι εμείς περπατούσαμε περιμένοντας.
Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν το σπίτι πριν γίνει έτσι όπως το γνωρίσαμε -ένα ερείπιο κάτω απ' τα σταυροδρόμια. Μέχρι και κάτι παμπάλαιες, κιτρινισμένες φωτογραφίες στο λεύκωμα που τύπωσε η φώκια για να γιορτάσει κάποια επέτειο της πόλης -μη χέσω- το έδειχναν έτσι, έρημο κι απαράλλαχτο. Κάποιοι έλεγαν οτι ανήκε σε έναν πλούσιο που έφυγε γι' Αμερική κι από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Άλλοι υποστήριζαν οτι το '40 το κρατούσε ένας κουμμουνιστής παππούς κι έκρυβε στο υπόγειο τους αντάρτες -α, μη μου πεις οτι πίστευες κι εσύ αυτή τη φήμη; Ηλίθιες ιστορίες των χωρικών για να δίνουν αξία στα ξεφτισμένα ντουβάρια τους. Το σπίτι δεν είχε καν υπόγειο. Και πριν πεις να ψάξουμε καλύτερα άκουσέ με, δυο ολόκληρους μήνες κράτησε η κατάληψη. Υπήρχαν παιδιά που από κει μέσα έβγαιναν μόνο για τσιγάρα. Άσε που μαζί με τους επαναστατίες υπήρχαν και κάτι τρέντυ χασομέρηδες που θα πούλαγαν και τη μάνα τους για ένα δροσερό υπόγειο να το κάνουν κάβα. Ναι ρε, τέτοια ακούγαμε προς το τέλος, γι' αυτό βούιξε ο τόπος οτι τους μπάτσους αυτοί τους φώναξαν. Γιατί πάνω που ετοίμαζαν το πάρτυ της χρονιάς κι έβαφαν πανώ με σήμα την Κόκα Κόλα, αν έχεις το θεό σου δηλαδή, ξύπνησαν οι εισηγητές της κατάληψης και τους πέταξαν έξω με τις κλωτσιές -κυριολεκτικά. Κι απ' την είσοδο ως την πόρτα έχει δώδεκα σκαλιά. Μετρημένα.
Περίμενε λίγο. Δεν είναι οτι δε θέλω να σου πω -όχι, άκουσέ με. Όλα έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους κι εσύ είσαι καινούριος εδώ... κι αφού με ρώτησες, πρέπει να στην πω όλη την ιστορία. Τι γιατί, ρε; Εσύ ήθελες να μάθεις -το παίρνεις πίσω; Ωραία. Σκάσε κι άκου λοιπόν.
Μιλούσε ακατάπαυστα καθώς περπατούσαμε παραμερίζοντας την ετοιμόρροπη πόρτα με τους ώμους μας. Μπήκαμε στο βρώμικο ισόγειο και τα παπούτσια μας βυθίστηκαν σε πεσμένους σοβάδες.
Πόσους ορόφους νομίζεις οτι έχει το σπίτι; Χωρίς το ανύπαρκτο υπόγειο, εννοείται. Δυο; Ναι, απ' έξω έτσι φαίνεται.
Η αλήθεια είναι πως ούτε κι εγώ ξέρω. Ένα βράδυ ανακαλύψαμε μια σκάλα μέσα σε μια ντουλάπα. Φαινόταν γερή οπότε αρχίσαμε να την ανεβαίνουμε, κι ο τελευταίος που κόντευε να του φύγει το κεφάλι απ' τη μαστούρα μετρούσε ένα-ένα τα σκαλιά. Όταν έφτασε στο 40, σταματήσαμε και κοιταχτήκαμε μέσα στο σκοτάδι -ή τουλάχιστον, φανταστήκαμε ο ένας τον άλλον. Κάποιος έβγαλε αναπτήρα και τότε ο μαστουρωμένος τον άρπαξε και κατέβηκε τρέχοντας. Δε νιώθω περήφανη γι' αυτό, αλλά τον ακολούθησα ανακουφισμένη. Στο δωμάτιο είχε μαζευτεί κόσμος και περιεργαζόταν την είσοδο. Καθώς βγαίναμε πέσαμε πάνω τους -αλλά αυτό μου το είπαν μετά, γιατί το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να κοιτάζομαι στον καθρέφτη του μπάνιου, να κρατάω τον νιπτήρα τόσο δυνατά που κόντευε να σπάσει -αυτός ή τα δάχτυλά μου- τα χέρια του συγκατοίκου μου να μου τραβάνε τα μαλλιά απ' το πρόσωπο, τη φωνή του και την ηχώ της να με ρωτάνε "τι συνέβη εκεί πάνω;" κι εγώ να κοιτάζομαι ξανά και ξανά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να βρω το πρόσωπό μου πίσω από τα στρώματα χλωμής σάρκας και τα τεράστια μαύρα μάτια που έσταζαν τρόμο. Μετά από λίγο κατέβηκαν και οι άλλοι δυο και το επόμενο βράδυ η ντουλάπα ήταν κλειδωμένη και κανείς δεν ξαναμίλησε για το περιστατικό.
Δεν ξέρω. Μπορεί να έφταιγε και το τσιγάρο, δε λέω. Όμως η πρώτη και τελευταία φήμη που ακούστηκε για τη σκάλα, προερχόταν -υποτίθεται- απ' τους δυο που έμειναν παραπάνω, και -υποτίθεται, έτσι;- πως ανέβηκαν κι άλλο, τουλάχιστον 10-15 σκαλιά, και η γαμημένη δεν τελείωνε. Πάλι, μπορεί να είναι και ψέματα. Όμως εγώ ξέρω ο,τι μέχρι τα 40 ήμουν εκεί, και όπως και να το κάνεις η απόσταση μεταξύ των δυο ορόφων είναι μικρότερη. Πολύ μικρότερη.
Όχι, φυσικά και δεν τους ρώτησα ποτέ σχετικά. Δεν υπήρχε λόγος. Εγώ ήμουν εκεί, μέσα στο σκοτάδι, και ξέρω καλά πως ανέβηκε η καρδιά στο στόμα μου εκείνα τα κλάσματα του δευτερολέπτου πριν δω τη φλόγα του αναπτήρα.
Μερικές φορές είναι καλύτερα να αφήνεις το σκοτάδι ήσυχο.
«Είναι κανένας εδώ;» ρώτησα.
Μια κολλώδης ησυχία –ίδιος ιστός αράχνης –μου απάντησε. Η πιτσιρίκα σφίχτηκε στο πλευρό μου κι εγώ την απομάκρυνα ευγενικά. Κάτι είχε περάσει ξυστά στο πόδι της –είπε.
«Κάποιο ποντίκι θα ήταν», σχολίασα προσπαθώντας να την ηρεμήσω. Δεν το πίστεψε. Με το δίκιο της.
Το σπίτι σερνόταν στις τρίχες του σβέρκου μου σαν στρατός μυρμηγκιών. Δεν ήθελα να περπατήσω πιο μέσα και δεν μπορούσα να φύγω. Πληρώνομαι για να μεταφέρω πράγματα και καμιά γλίτσα δεν είναι ικανή να κόψει τον δρόμο μου. Αλλά εδώ το άγνωστο μύριζε μεταλλικά. Σκουριασμένο σίδερο από την υγρασία, ξεραμένο αίμα σε μια πληγή που μόνο επιπόλαια δεν ήταν. Ανάσανα βαθιά για να συνηθίσω, έκλεισα τα μάτια –η Ελένη με κοίταξε παρακλητικά. «Πρόσεχε αγάπη μου, θέλω να βγεις από εδώ μέσα». Ξανάνοιξα τα μάτια –έβλεπα πλέον καλύτερα στο σκοτάδι.
«Άρη;» ψιθύρισε η πιτσιρίκα ζωγραφίζοντας χωμάτινα τίποτα στο πάτωμα, με τη μύτη του αθλητικού της παπουτσιού.
«Ναι;»
Δεν πρόλαβε να μιλήσει –την τράβηξα μπροστά μου απότομα.
«Που ξέρεις το όνομά μου;» και θα μπορούσα να την σπάσω ανάμεσα στα σφιγμένα μου δάχτυλα.
Απέφυγε να με κοιτάξει.
«Δεν το ξέρω ...».
Μόνο αυτό. Την άφησα να ταλαντεύεται φοβισμένη. Μέχρι που το χέρι της έδειξε στην άλλη πλευρά του δωματίου –αβέβαια στην αρχή. Τρέμοντας για σταθερότητα.
«Εκεί είναι».
«Τι είναι εκεί;»
«Η ντουλάπα».
Κοίταξα απότομα. Ελάχιστα προεξείχε από τον τοίχο, ξεφτισμένη αλλά στέρεα μέσα στη γενική κατάρρευση. Μια κλειδωμένη ντουλάπα από ξύλο καρυδιάς –δεν χρειαζόταν να ψάξω πολύ για το κλειδί.
Η πιτσιρίκα ήδη το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά της –στραμμένο προς το μέρος μου να με σημαδεύει.
«Το κλειδί», είπε σιγά.
«Τι σκατά είναι όλα αυτά; Κλειδιά που εμφανίζονται από το πουθενά –δεν είμαι τόσο μαλάκας! Που βρήκες το κλειδί; Και που ήξερες το όνομά μου; Ποια είσαι;»
Έσκυψε το κεφάλι συνεχίζοντας τη ζωγραφική στο πάτωμα. Αμίλητη –ολόκληρη ένα χέρι που έτρεμε, ένα σίδερο που έδειχνε προς το στήθος μου. Ήταν καιρός να σταματήσουν αυτές οι βλακείες.
Χτύπησα το χέρι της με την ανάστροφη της παλάμης μου και το κλειδί έπεσε στο πάτωμα. Ανάμεσα στα σπασμένα τζάμια κάποιου παράθυρου.
«Δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά!» είπα σταθερά.
Μετά, πλησίασα την πόρτα και κατέβασα με δύναμη το τακούνι της μπότας μου πάνω στην κλειδαριά. Τίποτα δεν έγινε. Ξαναδοκίμασα. Δυο, τρεις, τέσσερις φορές –δεν υπήρχε περίπτωση να πέσω στα γόνατα ψάχνοντας το κλειδί. Ξανά και ξανά –η μεταλλική κλειδαριά υποχώρησε.
Έκανα πίσω περιμένοντας να κοπάσει η αντήχηση στο άδειο σπίτι. Μετά γύρισα προς την πιτσιρίκα.
«Μην τολμήσεις να το κουνήσεις από εδώ. Πάω να ρίξω μια ματιά και επιστρέφω».
Το πρόσωπό της άσπρισε σα χαρτοπετσέτα, η αντίρρηση ζωγράφισε το στόμα της ...
«Ούτε κουβέντα!» προειδοποίησα αυστηρά.
Ανέβαινα ήδη τη σκάλα.
Όταν φτάσαμε η πόρτα ήταν ανοιχτή. Όχι απλά ξεκλείδωτη. Ανοιχτή, ορθάνοιχτη, χάσκουσα, λες και το σπίτι μας περίμενε. Έτρεξε μέσα και του φώναξα να περιμένει. Δε με άκουσε και μετά από λίγο τον έψαχνα, στα τυφλά, πατώντας πάνω σε σκουπίδια και σπασμένα κιβώτια. Με βρήκε όταν φώναξα ξανά. Κάτι πέρασε ξυστά απ' το πόδι μου και τινάχτηκα πίσω, βάζοντας αντανακλαστικά τα χέρια στις τσέπες -δεν υπήρχε περίπτωση να αγγίξω οτιδήποτε εκεί μέσα. Με καθησύχασε. "Κάποιο ποντίκι θα ήταν". Τότε κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ή μάλλον, κάτι πήγαινε πολύ στραβά -άλλωστε το αδιόρατο συναίσθημα του παράξενου το είχαμε όλοι απ' την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο σπίτι. Εκείνη τη στιγμή όμως αυτό είχε φύγει και τη θέση του είχε πάρει ο πανικός. Γιατί δυο ολόκληρους μήνες στην κατάληψη δεν είχαμε δει τίποτα ζωντανό μέσα στο σπίτι. Δε σου μιλάω για τα ποντίκια που μάταια περίμεναν κάποιοι με το φυτοφάρμακο στο χέρι, ή τα αδέσποτα της πλατείας που κάθονταν απέξω ακόμα κι όταν έβρεχε καρέκλες. Μύγες, αράχνες, κατσαρίδες -τίποτα. Ούτε ίχνος.
Έψαξα στην τσέπη μου να βρω τον zippo –και σιγουρεύτηκα οτι δεν είχα ξεχάσει, στο ξενοδοχείο, το πακέτο που έπρεπε να παραδώσω. Σκαλιά, γαμημένα σκαλιά ετοιμόρροπα, γεμάτα σκόνη. Κι ο τοίχος στενός –μόλις που χωρούσε ένας άνθρωπος σκυφτός. Άναψα τον zippo και συνέχισα να ανεβαίνω.
Σκαρφάλωνα, δεν υπήρχε το παραμικρό ρεύμα αέρα να ταράξει τη φλόγα του αναπτήρα. Κοίταξα πάνω –η σκάλα συνεχιζόταν φιδίσια. Λες και πήγαινε στο άπειρο. Άναψα τσιγάρο –προβλεπόταν μεγάλη και λαχανιασμένη η διαδρομή. Ο καπνός στάθηκε ακίνητος πάνω από τα μαλλιά μου και ο χώρος πήρε να στενεύει ακόμα περισσότερο. Ακούμπησα το χέρι μου μερικά σκαλιά πιο ψηλά για να δώσω ώθηση στο ανέβασμα –βλαστήμησα καθώς ένα κομμάτι γυαλιού με χάραξε.
«Σκατοκατάσταση» και συνέχισα να σκαρφαλώνω πλέον.
Ένα ξαφνικό ρεύμα αέρα έσβησε τον αναπτήρα -βιαστικά βήματα ακούστηκαν από εκεί πάνω. Μόνο που δεν υπήρχε «εκεί πάνω». Σκοτάδι και μια στροφή της σκάλας –δεν έβλεπα τίποτα. Αλλά είχα ακούσει βήματα. Ανέβηκα κι άλλο, ψηλαφίζοντας. Προσπαθούσα ταυτόχρονα να ξανανάψω τον αναπτήρα, μπροστά μου η σκάλα κατέληγε σε κάτι στενό –ντουβάρι όπου άγγιζαν τα δάχτυλά μου και μόνο μια τρύπα στη μέση. Πόσο μεγάλη; Άναψα τον zippo.
Ένα σπηλαιώδες στόμα, δόντια που αλυχτούσαν –πολλά δόντια, κοφτερά δόντια, κάτω από μαύρα μικροσκοπικά μάτια και σάλια, σάλια, πηχτά, κολλώδη γέμισαν το πρόσωπό μου –γιατί το στόμα με ακουμπούσε σπαράζοντας, ένιωθα αυτά τα σαγόνια να αγγίζουν το μέτωπό μου μέχρι εκεί που τελείωνε η μύτη και το στόμα έτρεχε βρωμερά σάλια πάνω μου. Ούρλιαξα. Τραβήχτηκα πίσω απότομα και χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο αλλά δεν γλίτωσα από το στόμα και τον αηδιαστικό βρόγχο που κυλούσε πάνω από τα μάτια μου. «Σκύλος ... τεράστιος!» πρόλαβα να σκεφτώ και ούρλιαζα, ούρλιαζα. Με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο, με τα κοφτερά δόντια να πιέζουν τα μάγουλά μου, τα χείλια μου άγγιζαν ένα σκληρό κατωσάγονο και ούρλιαζα μέσα στο κεφάλι μου –ούρλιαζα σιωπηλά περιμένοντας έναν ευλογημένο ήχο, περιμένοντας εκείνο το σπάσιμο, σαν ποτήρι που πέφτει στο πάτωμα, παρακαλούσα να το ακούσω μέσα στο κεφάλι μου –να εκραγεί το μυαλό μου εκεί, να φύγει η αίσθηση του τρόμου, να γλιτώσω.
Συγκέντρωσα τον τρόμο μου, περίμενα καθώς το στόμα του σκύλου με πίεζε στο πρόσωπο, το μυαλό μου συνθλιβόταν και τότε ήρθε η Ελένη πίσω από τα βλέφαρά μου –ηρέμησα γιατί έτσι ήθελα να τελειώσει το μαρτύριο μου. «Μην σταματάς αγάπη μου. Ούρλιαξε τον φόβο σου, ούρλιαξε με όση δύναμη έχεις και ο φόβος θα χαθεί. ΟΥΡΛΙΑΞΕ!»
Κι αυτό έκανα. Με δύναμη που σίγουρα δεν είχα κατάπια τον αέρα και ούρλιαξα θάνατο. Ούρλιαξα δυνατότερα από το αλύχτισμά του με τα πνευμόνια κολλημένα στο θώρακα, ούρλιαξα ακόμα κι όταν ο αέρας είχε στερέψει. Και τότε ούρλιαξα για μια τελευταία φορά.
Έπεσα ξέπνοος. Δεν είχα τη δύναμη να δω που βρισκόμουν, στον παροξυσμό των ζωντανών ή στους βάλτους των πεθαμένων. Έκλεισα τα μάτια –δεν με ενδιέφερε να δω, έψαχνα την Ελένη –τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό από αυτό. Δεν τη βρήκα όμως στο ημίφως του μυαλού μου.
«Βλέπω πως καταφέρατε να κυριαρχήσετε στον φόβο σας κύριε Μαλτέζο!»
Άνοιξα τα μάτια με κόπο. Άσπρα μακριά μαλλιά κάλυπταν το πρόσωπό της –φανερώνοντας μόνο ένα χαμόγελο. Άνοιξα τα μάτια αργά –κοιτάζοντας τη γριά απέναντί μου. Πεσμένος στην άκρη ενός απέραντου δωματίου την έβλεπα γονατισμένη πάνω μου. Χαμογελαστή.
«Τι είσαι εσύ;» απόρησα.
«Η παραλήπτρια του πακέτου. Ρίξε μια ματιά, θα το επιβεβαιώσεις», είπε. Ακίνητη.
Έψαξα τη μέσα τσέπη του μπουφάν μου –ρώτησα το όνομά της, ακόμα τρέμοντας, απάντησε –είχε δίκιο. Σηκώθηκα για να διώξω την κλειστοφοβική αίσθηση.
«Καθίστε κύριε Μαλτέζο», η γριά έδειξε ένα δρύινο τραπέζι περιτριγυρισμένο από ετοιμόρροπες καρέκλες. «Θέλετε λίγο τσάι;»
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
«Τι είναι εδώ;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Εδώ είναι το σπίτι μου –η κρυψώνα μου κύριε Μαλτέζο. Εδώ ζω, ή τουλάχιστον προσποιούμαι οτι το κάνω –εγώ και η οικογένειά μου».
«Οικογένεια;»
Άπλωσε το χέρι της μεγαλόπρεπα –λες και σκόπευε να κάνει υπόκλιση.
«Βλέπετε εκείνο το μεταλλικό καπάκι δίπλα στον τοίχο; Από κάτω του αναπαύεται ο πατέρας μου ... αυτός ο σημαντικός άνθρωπος που δεν βρίσκεται πια μαζί μας. Πέθανε μια κρύα νύχτα ... δεν ξέρω κιόλας ... μπορεί να μην ήταν νύχτα γιατί εδώ κάτω ποτέ δεν ξημερώνει. Πέθανε μέσα στην αγωνία για το τι θα απογίνουμε –εγώ κι ο γιος μου. Καημένε πατέρα –άδικα φοβόσουν! Εγώ κι ο γιος μου τα καταφέραμε τελικά –θα τον γνωρίσετε κάποια στιγμή κύριε Μαλτέζο, ολόκληρο παλικάρι έχει γίνει!»
Η γριά σταμάτησε βουτηγμένη στις αναμνήσεις –την κοίταζα όσο περίμενα να συνεχίσει. Ντυμένη με αντρικά ρούχα, φθαρμένα από τα χρόνια –ευγενικό ερείπιο, απροσδιόριστο.
«Ο πατέρας είχε αυτό το υπόγειο για κρυψώνα. Έμεινε πίσω όταν ο αδελφός του έφυγε για την Αμερική –να βρει την τύχη του. Ο πατέρας δεν τα πίστευε αυτά –‘η τύχη του καθενός είναι οι πέτρες που τρίβεις για ν΄ανάψεις φωτιά –σημασία έχει να χτυπάς τις πέτρες –όχι να φεύγεις κυνηγημένος’ έτσι έλεγε. Και πίστευε πως μένοντας εδώ θα άλλαζε την τύχη του, μαζί με άλλους και θα άλλαζαν την τύχη αυτού του τόπου –δεν ήθελε να φύγει σαν δειλός ο πατέρας μου. Πρώτα έφερε τα βιβλία του σ’αυτό το υπόγειο, γιατί οι φασίστες θα τον έκαιγαν ζωντανό αν τον έπιαναν με αυτά. Μετά, έρχονταν οι φίλοι του. Κυνηγημένοι κι αυτοί –στην αρχή από τους χωροφύλακες, μετά από τους Χίτες. Διαλυμένοι, τρομοκρατημένοι –άντρες πρόθυμοι να πεθάνουν γι΄αυτά που πίστευαν, αλλά αδύναμοι να αντέξουν τα βασανιστήρια. Εγώ ήμουν μικρό κοριτσάκι, ο πατέρας προσπαθούσε να μου κρύψει τους ανθρώπους που ζούσαν στο υπόγειο για να μην έχω μπλεξίματα. Οι ‘μαύροι’, κύριε Μαλτέζο, δεν είχαν έλεος –ακόμα και για τα μικρά παιδιά.
Δεν ήξερα τίποτα μέχρι τη μέρα του μεγάλου κακού. Ο πατέρας μου έκρυβε κόσμο ώσπου να βρεθεί τρόπος να φύγουν από τη χώρα. Αλλά κάποιος πρόδωσε. Δεν ξέρω πως έγινε –ίσως κάποιον να έπιασαν, ίσως πάλι να ήταν από φθόνο. Εκείνο το πρωί χτύπησαν την πόρτα μας και ο πατέρας με τράβηξε μαζί του –κοιμισμένη ακόμα. Είχαμε λίγο χρόνο –άκουγα ήδη τα κοντάκια των όπλων τους να γκρεμίζουν την πόρτα .... ‘Στο υπόγειο, στο υπόγειο, μέχρι να δούμε τι θα γίνει’ ψιθύριζε ο πατέρας. Δεν ήξερα τότε πως αυτό σήμαινε ‘για πάντα κι ακόμα περισσότερο’. Μπήκα σε αυτόν τον κόσμο φορώντας το νυχτικό μου και ψάχνοντας μάταια για την άλλη παντόφλα μου –κάπου είχε παραπέσει στον πανικό. Ήρθα εδώ, έζησα μαζί με αυτούς τους φοβισμένους άντρες –τους είδα να φεύγουν. Ένας –ένας, με τη σειρά –και δεν ξαναγύριζαν. Ο πατέρας φρόντιζε να δραπετεύσουν ‘τις μικρές ώρες της μέρας’, έτσι έλεγε γιατί εδώ ήταν πάντα νύχτα. Ο πατέρας και ένα ρολόι με ασημένια καδένα που χανόταν στην τσέπη του παντελονιού του –το ρολόι σταμάτησε όταν έμεινα έγκυος. Ο πατέρας δεν είπε τίποτα. Ζούσαμε εδώ –μια πόρτα διαφυγής για όλους κι εμείς εγκλωβισμένοι στο άνοιγμα της πόρτας. Ο πατέρας δεν κατάφερε να ζήσει για πολύ χωρίς το ρολόι του. Κλέβαμε φρούτα από τα γύρω περιβόλια στην αρχή, βρίσκαμε τρόφιμα ... όσο χρειαζόταν. Γιατί το σκοτάδι κύριε Μαλτέζο μεταφέρθηκε με τον αέρα και πλάκωσε όλη την πόλη. Άνθρωποι έρχονταν -εχθρικοί. Πολλοί άνθρωποι. Φοβόμουν –αλλά μετά γεννήθηκε ο γιος μου. Και σταμάτησα να φοβάμαι γιατί ο γιος μου είναι ευλογημένος κύριε Μαλτέζο. Βλέπει τα μυαλά των ανθρώπων τόσο καθαρά όσο εσείς διακρίνετε τα δάχτυλα των χεριών σας. Βλέπει! Κι εκεί μέσα είναι οι φόβοι τους, οι φόβοι των ανθρώπων –ο γιος μου τους ξυπνάει για να μας προστατεύσει. Λίγοι άνθρωποι αντέχουν όταν ελευθερωθεί ο φόβος που κρύβουν στα σωθικά τους. Όμως εσείς το ξέρετε αυτό –έτσι δεν είναι κύριε Μαλτέζο;»
Ένευσα συγκαταβατικά –δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο.
«Σας κατάλαβα αμέσως μόλις μπήκατε στο σπίτι –ήξερα πως κάτι μας φέρνετε. Του το είπα να μη σας πειράξει γιατί δεν είχατε κακό σκοπό. Οι αγγελιοφόροι θα πρέπει να είναι ιεροί κύριε Μαλτέζο, του το είπα αλλά εκείνος επέμενε. ‘Το μήνυμα δεν θ’αλλάξει αν ο μεταφορέας είναι ζωντανός ή νεκρός, μητέρα’, επέμενε. Δεν μπόρεσα ποτέ να τον σταματήσω ... αλλά εσείς τα καταφέρατε. Τώρα που το σκέφτομαι είναι λογικό –είστε αγγελιοφόρος, δεν γίνεται να πεθάνετε!»
Άνοιξε το πακέτο που της έδωσα -με σταθερά δάχτυλα. Ξεκόλλησε τα σελοτέιπ χρησιμοποιώντας βρώμικα νύχια, το χαρτί κομματιάστηκε. Κι εκείνη έμεινε να χαζεύει δυο διαβατήρια ελευθερωμένα από το περιτύλιγμά τους. Έσκυψα μπροστά. Δυο διαβατήρια με καρφιτσωμένα δολάρια στην πρώτη τους σελίδα και ένα κακογραμμένο σημείωμα –μπορούσα να το διαβάσω καθώς εκείνη το άφησε στο τραπέζι...
«Δεν κουράστηκες να τυραννιέσαι; Ελάτε να με βρείτε –τίποτα δεν αλλάζει»
Η γριά γέλασε.
«Ο θείος ... ακόμα μας θυμάται! Τι κρίμα μόνο που δεν υπάρχει πλέον ο πατέρας! Κι αυτή η φωτογραφία μου στο διαβατήριο ... δεν είμαι εγώ, ίσως κάποτε να ήμουν ... αλλά τώρα ...».
Έψαξα στο στραπατσαρισμένο μου πακέτο για ένα τσιγάρο. Η γριά ξεφύλλιζε αργά τα διαβατήρια, σταματώντας πάντα στη φωτογραφία του πατέρα της –αγγίζοντάς την. Βυθισμένη ακόμα.
«Η δουλειά μου τελείωσε, πρέπει να φύγω», είπα καθώς σηκωνόμουν.
Η γριά δεν μου έδωσε καμιά σημασία, έσπρωξα πίσω την καρέκλα και κατευθύνθηκα προς τη σκάλα.
«Σας εύχομαι καλή τύχη κύριε Μαλτέζο», είπε σιγά –χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από τα διαβατήρια.
Τότε άκουσα το σύρσιμο.
Ξέρεις τι είναι τρομακτικό στον ίδιο τον τρόμο; Το ξάφνιασμα θα πεις –το αναπάντεχο που πετάγεται από πουθενά συγκεκριμένα και σκιάζει τα μάτια σου. Ο φόβος του οδυνηρού θανάτου που σε κατακλύζει σαν βεβαιότητα. Θα πεις. Έχεις άδικο. Βλέποντας το υπερτροφικό κεφάλι να στρέφει ένα μάτι χωρίς βλεφαρίδες προς το μέρος μου, διακρίνοντας τη γαμψή μύτη που κατέληγε σε λείο, αψεγάδιαστο δέρμα εκεί όπου κανονικά έπρεπε να υπάρχει κάποιο στόμα. Το πλάσμα σύρθηκε στηριγμένο σε μυώδη χέρια χωρίς δάχτυλα και συσπάστηκε για να στηριχτεί στα καχεκτικά πόδια βρέφους. Με κοίταζε με εκείνο το μοναδικό μάτι, ανάσαινε και άφηνε τον αέρα να φύγει από την τρύπα στο λαιμό του –αρνήθηκα να παρατηρήσω τον οισοφάγο που διακρινόταν στο βάθος της τρύπας.
Το κεφάλι μου τραντάχτηκε σα να είχα δεχτεί χτύπημα, αλλά η δόνηση ερχόταν από μέσα.
«ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ!», η δόνηση απλώθηκε όμοια με λιωμένο ατσάλι ανάμεσα στους κροτάφους μου. «ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΣ!»
Αυτό με κοίταζε με την τρύπα στο λαιμό να χάσκει σα χαμόγελο. Ήθελε να γλιτώσω από το μοναδικό μάτι, να ξεχάσω εκείνο το παραμορφωμένο χαμόγελο ...
«ΜΕΙΝΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ. ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ. ΔΕΝΘΑΠΑΣΠΟΥΘΕΝΑ, ΕΔΩ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ», το μυαλό μου ταλαντευόταν σε απάνθρωπα ελατήρια ...
«ΔΕΝΘΑ ...»
Κλώτσησα με τη μύτη της μπότας μου το σίχαμα κι αυτό κουλουριάστηκε, πάτησα πάνω του αδιαφορώντας για τις κραυγές της γριάς.
Έφτασα στο πρώτο σκαλί.
«Δεν έχω ζωή για να την πάρεις –μαλάκα!» είπα γελώντας λυπημένα. «Δεν μπορείς να πιεις από άδειο ποτήρι –δεν έχεις καν στόμα!» και γέλασα τρανταχτά με το αστείο.
Κατέβηκα τη σκάλα προσεκτικά και ήμουν σίγουρος πως η Ελένη είχε μπλεγμένα τα δάχτυλά της στα δικά μου. Κατέβαινα τη σκάλα αιώνες –δεν ήθελα να πάω πουθενά συγκεκριμένα.
Έξω από την πόρτα της ντουλάπας γινόταν χαμός. Κάτι τύποι με βρωμερά ντρέντλοκς τσακώνονταν, κόσμος παραπατούσε στις σκάλες, κάποιοι ζωγράφιζαν πανό με κοκκινόμαυρα πινέλα. Συνωστισμός και φασαρία ανυπόφορη.
Έπεσαν πάνω μου, αμέσως μόλις πάτησα έξω από τη ντουλάπα.
«Ποιος είσαι εσύ;»
«Από που ξεφύτρωσες;»
«Μπάτσος θα είναι –δεν τον βλέπετε;»
Έσπρωξα με τους αγκώνες μου, άνοιξα δρόμο. Ένας τεράστιος με δερμάτινο μπουφάν και ξυρισμένο κεφάλι πετάχτηκε μπροστά μου.
«Για που το βάλαμε φιλαράκο;» ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος.
«Κάνε στην άκρη γιατί θα σε στείλω από εκεί που ήρθες», είπα σιγά.
Το σκέφτηκε για λίγο.
Παραμέρισε.
Την βρήκα κάτω από ένα παράθυρο να καπνίζει ξαπλωμένη στα πόδια ενός εντυπωσιακά αδύνατου τύπου. Στάθηκα πάνω της κρύβοντας το λιγοστό φως. Με είδε –μαστουρωμένη ακόμα.
«Εντάξει», είπα. «Τελείωσε».
«Ποιο;» μουρμούρισε αβέβαια.
«Η δουλειά μου. Και πολλά άλλα», είπα.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε καθώς τεντωνόταν παραξενεμένη.
«Δεν έχει σημασία», παραδέχτηκα. «Πάω στο ξενοδοχείο –θα φύγω όταν ξημερώσει».
Γύρισα την πλάτη και απομακρύνθηκα σπρώχνοντας. Οι καταληψίες γίνονται αρκετά ενοχλητικοί όταν πέσει η νύχτα.
Ναι, το ξέρω οτι δε με πιστεύεις. Φαίνεται στο πρόσωπό σου. Γι' αυτό και σταματάω εδώ. Δεν έχει νόημα να συνεχίσω. Δε θέλεις να μάθεις τι συνέβη αυτή τη νύχτα, όχι. Απλά θέλεις να σου επιβεβαιώσω ο,τι ηλίθια σκέψη κυκλοφορεί στο κεφάλι σου -πως το σπίτι είναι απλά ένα ξεχασμένο ερείπιο για πρεζόνια, άστεγους και μαστουρωμένα ζευγαράκια.
Όμως άλλοι πιστεύουν. Βλέπουν όσα εσείς, ακόμα κι αν σας τα έτριβαν στη μούρη, δε θα διακρίνατε ποτέ. Όπως το υπόγειο που βρίσκεται στην κορυφή της σκάλας, 81 σκαλοπάτια από εκεί που σταμάτησα την πρώτη φορά. Όπως το τι υπήρχε στη θέση της πολυκατοικίας σου πριν χτιστεί το έκτρωμα που μένεις τώρα.
Δε φοβάσαι, ε; Πες μου λοιπόν, γιατί τόσο ενδιαφέρον για τη νύχτα αυτή; Μήπως επειδή ήταν η πρώτη που δε σε πήραμε μαζί μας; Μήπως επειδή ο ύπνος σου ανακατεύτηκε με την πραγματικότητα τόσο πολύ που νόμισες οτι θα πεθάνεις απ' τον τρόμο; Μήπως επειδή ξύπνησες με τις μπλεγμένες κραυγές μας -τη δική μου και τη δική του- να φωνάζουμε το όνομά σου; Ή μήπως επειδή τώρα κατάλαβες οτι σ' αυτή τη γαμημένη πόλη, μόνο εσύ μας βλέπεις και μας ακούς; Φαντάζομαι την έκπληξή σου όταν οι νέοι σου φίλοι επέμεναν πως όχι, η τελευταία κατάληψη στο σπίτι είχε γίνει το '83. Όταν κατάλαβες πως κανείς δε μας ξέρει και κανείς δε μας θυμάται.
Από που είναι; Όχι από εδώ πάντως. Έχει μια δουλειά εκτός πόλης. Δε σου είπαμε ψέματα. Κούριερ είναι. Πακετάς πολυτελείας -και πίστεψέ με, δε θέλεις να ξέρεις τι μεταφέρει. Εσύ.. α, όχι. Είσαι τυχερός για την ώρα. Ζήτησες μόνο μια ιστορία και αυτό θα πάρεις. Δε νομίζω να με πίστεψες όταν σου είπα οτι θα σταματήσω. Όχι μικρέ μου. Οι αφηγήσεις εκείνης της βραδιάς είναι το τελευταίο πράγμα που μου έχει απομείνει -αλλά κανείς δεν τις ζητάει πια, γιατί για κανέναν δεν υπάρχω. Εσύ όμως.. με είδες. Με ξύπνησες, εμένα και το σκοτάδι που σέρνω πίσω μου τόσα χρόνια -μας ξύπνησες και ζήτησες να μας ακούσεις.
Κοίτα με στα μάτια. Κάποτε ήταν όμορφα, ξέρεις. Κάποτε. Πριν δω το σπίτι όπως είναι στ’ αλήθεια.
Λοιπόν, που είχαμε μείνει;
«Δεν έχει σημασία. Κανείς δεν έμαθε ποτέ αυτό που δεν ήξερε ήδη. Στο είπα –δεν έχει σημασία», την παρακολουθούσα όσο μάζευε τα πράγματά της που είχαν χυθεί δίπλα στην καρέκλα.
Σιωπηλή.
Συνόδευσα τους δισταγμούς της μέχρι την πόρτα –εκεί κοντοστάθηκε. Τρώγοντας τα νύχια της, αβέβαιη.
«Και τώρα τι γίνεται;» αναρωτήθηκε.
«Τι γίνεται;» επανέλαβα. «Ότι γινόταν πάντα –αυτοί που έμειναν πίσω θα περιμένουν όσους περνάνε και φεύγουν. Τι άλλο;»
«Σωστά», παραδέχτηκε.
Έκλεισα την πόρτα πίσω της. Η μέρα είχε ξεκινήσει για τα καλά έξω από το παράθυρο και δεν έμενε τίποτα να κάνω σ΄αυτή την άθλια πόλη. Ήπια τις τελευταίες γουλιές από το ποτήρι μου, μάζεψα τα τσιγάρα και τον αναπτήρα –καιρός να πηγαίνω.
Στο άνοιγμα της πόρτας γύρισα πίσω πανικόβλητος. Μάζεψα τη γυάλινη μπάλα από το περβάζι του παραθύρου –η μπαλαρίνα μου χαμογέλασε μέσα από το ασημένιο χιόνι. Χαμογέλασα κι εγώ με τη σειρά μου -ανακουφισμένος. Ποτέ δεν πρέπει να αφήνεις μια ψυχή μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο.
Βγήκα από το ξενοδοχείο –ελαφρύς σαν κλέφτης. Πήγαινα στοίχημα πως στο αυτοκίνητο θα με περίμενε ήδη η Ελένη.
Υ.Γ.: Αυτή δεν είναι μια δική μου ιστορία. Είναι μόνο οι σημειώσεις μου πάνω σε κάποιο κείμενο που μου έστειλε η Rαzzmatazz (στην οποία ανήκει η ιστορία). Ο σκοπός των σημειώσεών μου είναι προφανής -να καταστρέψω ένα άρτιο κείμενο!
35 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Τα καταφέρνεις και στην "δημιουργική καταστροφή" λοιπόν...
Τι να πω ρε συ...
έμεινα μαλάκας με ένα χαμόγελο sci fi horror geek βιδωμένο στο πρόσωπο! omg! πήρες ένα ο,τι να 'ναι ημιτελές κείμενο και το απογείωσες. κι ανάθεμά σε τα καταφέρνεις στις ωμές περιγραφές φρίκης πολύ καλύτερα από μένα. ειδικά εκεί με το πλάσμα μου θύμισες Υφαντόκοσμο (τα μπάσταρδα της Μαγδαληνής if that rings some bells) Τρελογούσταρα, ειλικρινά στο λεω!!! αν είναι να φτιάχνεις τέτοιες βόμβες νετρονίου στο έτσι, ν' αρχίσω τη συστηματική αποστολή σημειώσεων -because mate, I'm the one taking notes from bits n pieces. That scriptum drips Motorpsycho essence all over.
And it's fucking brilliant! :D
pikei, μπορώ να καταστρέψω μέχρι και τραγούδι της Μοσχολιού (εκτός από εκείνο που λέει "γειτονάκι γειτονάκι μου, με πονεί το σεντονάκι μου και εσύ είσαι μακριά" -αυτό δεν αγγίζεται ούτε με χειρουργικές λεπίδες) πίστεψε με.
Πάντως, νομίζω πως έχει να κάνει αποκλειστικά με την ευελιξία του Μαλτέζου -εγώ δεν θα έμπαινα ποτέ σε μια τέτοια ιστορία.
Raz, τον Υφαντόκοσμο (του Μπάρκερ;) δεν τον θυμάμαι καθόλου (Αλτσχάιμερ το λένε). Θυμάμαι όμως έναν Υφαντόπουλο που έκανε "Διοίκηση υπηρεσιών Υγείας" και ταιριάζει γάντι με την περιγραφή του εκτρώματος.
Τέλος πάντων -είχε λίγο τρέξιμο να φέρω το δικό σου "ίσα βάρκα, ίσα γυαλό" με το δικό μου και δεν το κατάφερα όσο θα ήθελα. Άσε που στη δουλειά έχω έναν ματρακά και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα στη μορφή του κειμένου. Αλλά διασκέδασα τις σπόντες κατά Razzmatazz -πολύ τις διασκέδασα, αλήθεια.
χεχεχε εγώ να δεις! άσε σου λεω, you made a geek's dream come true -an urban horror heroine rolling smokes, that's a wow wow!!!
να τι θα λεω στα εγγόνια μου όταν με ρωτάνε "τι έκανες στη μπλογκόσφαιρα RaZzoula"
Αυτό που είναι ενδιαφέρον πάντως - πέρα απο την "πρώτη ύλη" της Ραζζ, είναι η ευκολία με την οποία το συγγραφικό σου στυλ προσαρμόζεται στο δικό της αφηγηματικό τρόπο.
Αυτό είναι και το μόνο επιπλέον ταλέντο που σου αναγνωρίζω Μοτοσακέ - αφού και τα δυο *γραπτά* μου άρεσαν εξίσου...
Και ναι ρε μλκισμένα, τρόμαξα!
:}
O τίτλος ποιανού είναι; Γαμάει.
οχι πως δεν προλαβαινω με τιποτα να το διαβασω. απλα απεκτησα πισι στη δουλεια και ειπα να πω ενα γεια.
Razούλα ΑΝ ζω μέχρι τότε, φέρτα σε μένα να τους πω τα κατορθώματά σου στο νετ -χεχε.
Μανταλένα, είναι γνωστό οτι γενικώς βουτάω από όπου βρω. Οπότε η προσαρμοστικότητα σε στυλ άλλων είναι "βούτυρο στο ψωμί μου" που θα έλεγε και ο κουμπαροΣπυρόπουλος. Ο τίτλος είναι κλεμμένος και παραποιημένος σε σημείο μη αναγνωρίσιμο από το "Και ότι λείπει -λείπει" του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ (για μια ακόμα φορά).
Αδερφέ! Αποκτήσαμε και πισάκι; Να χαρώ εγώ εργαζόμενους! Μέσα το κεφάλι και τέρμα οι βουτιές στη Βοϊδοκοιλιά έτσι; Α και κάτι ακόμα -πισί έχουμε, εισιτηριάκι για Πάττι Σμιθ πήραμε; 35 κάνει -τζάμπα πράμα!
Ok! Aυτή τη φορά το διάβασα ολόκληρο και με "πήρε" στον κόσμο του. Εξαιρετική και η διαφορετική τονικότητα στις αφηγηματικές φωνές.
ασε φιλε, μη χαιρεσαι εσυ εργαζομενους. παλι σε μια ημισχιζοφρενια επεσα. για καποιο λογο -ισως το γραφει στο κουτελο μου δεν ξερω- ΜΕ ΚΑΛΟΥΝ παντα να δουλεψω σε κατι τελειως σαικο καταστασεις. και δεν μιλαω για σαικο ανθρωπους αλλα καταστασεις. και μη πειτε παντου ετσι ειναι γιατι δεν ειναι ετσι ουτε στο διπλανο γραφειο. δεν θελω να παραπονιεμαι γιατι εχει καποια καλα και γι'αυτο και ειμαι εκει αλλα 4μιση στις 5 μερες δεν προλαβαινω να πιω ουτε καφε. 8 ωρες ορθιος περα δωθε και με κανενα δικαιωμα στο λαθος. αυτο ειναι το χειροτερο. το καλυτερο ειναι το 8ωρο. πρωτη φορα στη ζωη μου βλεπω εργαζομενους να εξαφανιζονται απο προσωπου γης,τοσο γρηγορα, οταν η ωρα παει δεκαεφτα μηδεν μηδεν.
οσο για τη βοιδοκοιλια καλη ηταν αλλα το φχαριστηθηκα πιο πολυ στον πλακια και το ροδακινο.
χεχε και πανω που πηγες να με λυπηθεις.... ναι φιλτατε, κατεβηκα κι εγω κρητη τελικα και γι'αυτο δεν εμεινα ουτε ενα βραδυ στην αθηνα. 4 μεσημερι γυρισα απο πελοποννησο 9 σαλπαρα με το πρεβελη για χανια.
οσο για την παττυ σμιθ εχουμε καιρο.ενα μηνα ακριβως δηλαδη. αν κανονισετε κατι γενικως gimme a call.
Λοιπον, σήμερ αέμαθα 2 βασικά πράγματα: 1. οτι η Ραζζ είναι έν ακρυφό ταλεντο και εχει οργιαζουσα φαντασια - αν και δεν την ειχα αμφισβητησει ποτε, απλα δεν ήξερα πόσο πολύ "το έχει"
2)οτι οταν παιρνεις ένα κείμενο, ακομη κια ν δεν ειναι δικό σου, το μετατρέπεις με τετοιο τροπο που ο άλλος δεν μπορει να ξεκολλήσει...επισης, νομίζω ότι σιγα σιγα μαθαινω να αναγνωριζω την ιδιαιτερη γραφη σου και λυπαμαι που δεν εχω παντα το χρονο να τα διαβαζω όλα.
γουελ νταν!
silent hill mou thimse se pio kalitexniko ifos vevea.afto pou me trelenei einai h enalagh apo to pragmatiko sto fadastiko sto oneiro.etc opws pezeis me to mialo mas tha eksartithoume...
Dora, για την διαφορετική τονικότητα αποκλειστικά υπεύθυνη είναι η Raz στην οποία ανήκουν τα "μεγάλα γράμματα".
marquee, γκρινιάζεις αδερφέ. Δεν λες που, τουλάχιστον, έχεις μια ενδιαφέρουσα δουλειά και δεν πλήττεις (χεχε); Το ξεφτίλισες στις διακοπές ε; Θα τα πούμε από κοντά σύντομα και σίγουρα πριν την Πάττι.
life για το πρώτο κομμάτι του σχολίου σου έχεις απόλυτο δίκιο. Για το δεύτερο ... τι να πω; Θα δοκιμάσω να πάρω καμιά προεκλογική ομιλία από Κωστάκη ή Γιωργάκη να δούμε τι θα καταφέρω χεχε.
puppet, ποιο είναι αυτό το silent hill γαμώτο; Χαίρομαι πάντως που το συνήθισες αυτό το πράγμα γιατί στην αρχή σε ψιλοξύνιζε.
san to tsigaro ena prama.(den kapnizw :P)
Υπέροχο κείμενο. Τόσο ζωντανό, τόσο σκληρό για τις ανθρώπινες σχέσεις και αληθινό όμως. Οι διάλογοι τόσο παραστατικοί, με έστειλες μιλάμε.
πολύ καλή η ιδέα σου και φαίνεται πως σου πάει το πλέξιμο! γαμάτη η σταυροβελονιά!
ΥΓ αναρωτιέμαι αν κάνει κάποιος το ίδιο μ' ένα δικό σου κείμενο, εάν θ' ανακαλύψει τα όρια σελίδων που έχει το γουόρντ. γιατί πρέπει να έχει ρε παιδιά, τι διάολο, όλα δεν έχουν?
Puppet, ένα από τα λίγα πράγματα για τα οποία υπερηφανεύομαι είναι πως έχω κατορθώσει να κάνω αρκετούς ανθρώπους καπνιστές (μήπως διαβάζει κανένας από καπνοβιομηχανία να μου δώσει κατιτίς σαν μπόνους;).
Δείμε, χαίρομαι αν βλέπεις τέτοια πράγματα στα κείμενά μου -γιατί προσπαθώ πολλές φορές να το κάνω (με περιορισμένη επιτυχία, θα παραδεχτώ).
Λευκό μου γιασεμί και γιατί να δοκιμαστούν τα όρια του κειμενογράφου και των (τυχόν) αναγνωστών; Γιατί να μην πάρει κάποιος ένα κείμενο μου και να το πετσοκόψει κάνοντάς το νορμάλ ποστ;
Μ'άρεσε. Ωραία ιδέα. Με άγχωσε (αυτό είναι καλό- λίγα κείμενα με αγχώνουν). Δεν ξέρω γιατί, αλλά θα ήθελα αυτό το συγκεκριμένο κείμενο να έχει μικρότερη έκταση και λιγότερα διαλογικά μέρη
αντίθετα εγώ τρελαίνομαι για τους διαλόγους -γενικότερα αλλά και στο συγκεκριμένο κομμάτι, γιατί δίνουν μια αίσθηση "νορμάλ" μέσα στην όλη ζοφερότητα.. κι αυτό κάνει το σύνολο ακόμα πιο psycho ;)
Εντάξει, γ**εί και δέρνει το διήγημα! Δεν κρύβω ότι ανατρίχιασα δυο τρεις φορές. Κι αυτό με τα 81 χρόνια ζωής, πολύ πολιτικό μου ακούστηκε. Είχα δίκιο;
Numb, σου απάντησε η κυβερνητική μου εκπρόσωπος χεχε! Πάντως, οι διάλογοι είναι κάτι που με βολεύει για να έχουν κάποια ανθρώπινη υπόσταση οι χαρακτήρες. Χωρίς αυτούς η έκταση θα ήταν μεγαλύτερη π.χ. καλύτερα να γράφεις "Πάω να χέσω", "Άντε -θα σε περιμένω", παρά να περιγράφεις τη διαδικασία ταυτόχρονα με την αναμονή του άλλου προσώπου. Ε;
Στο συγκεκριμένο, έχεις δίκιο, θα ήταν πιο "ιστορία τρόμου" χωρίς τους διαλόγους, αλλά εγώ δεν μπορώ να γράψω ιστορίες τρόμου -αυτό είναι.
Exiled, ρώτα τη Raz, αυτή το έγραψε το 81 -εγώ απλώς τα γεμίσματα έκανα.
Και κάτι ακόμα γενικότερα: Η ιστορία τραβάει κομμάτια από την αμέσως προηγούμενή της -οπότε, για τυχόν απορίες, φοβάμαι πως θα πρέπει να διαβάσετε και το αποκάτω σεντόνι.
και θα ξανατονίσω πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι διάλογοι στις ιστορίες τρόμου γιατί θυμήθηκα μια από τις πρώτες που διάβασα και μου έχει μείνει αξέχαστη. "Ο μέγας θεός Παν" -όσο περισσότερο απλά και πρακτικά συνομιλούν οι ήρωες, τόσο περισσότερο οργιάζει η φαντασία για την έρπουσα φρίκη που υποννοείται πίσω απ' τις λέξεις τους.
ζημιά τρελή μου έχουν κάνει οι ιστορίες του Μαλτέζουν τελικά, ξανάρχισα να διαβάζω κθουλιάρικα stories τα βράδια.. :p
hi motorcycle boy!
Θα με ενδιεφερε παρα πολυ η δικη σου αποψη, σαν συγγραφεας-μπλογκερ που εισαι.
Δες το τελευταιο μου ποστ στο μπλογκ μου:
http://anisixos.blogspot.com/2007/08/blog-post_22.html
Περιμενω τη γνωμη σου.
nai iparxei politikh xria.mavrokokinh opws anaferthike sto kimeno. :P
Raz,όχι Κθούλου έλεος! Αυτό μας έλειπε!
Anisixe, καλά το μπλόγκερ (όλοι μπορούμε να είμαστε) αλλά το συγγραφέας; Όπως λέγαμε παλιά η "συγγραφέας ντετέκτιβ"; Τέλος πάντων, θα πάω να δω και θα σου πω.
puppet, αν αφήσουμε τις πολιτικές αναφορές στη Raz -ζήτω που καήκαμε! Καλή, χρυσή, ταλαντούχα είναι -αλλά αν ζούσε δεκαετία του '70, θα πήγαινα στοίχημα πως αυτή είχε οδηγήσει τον Πουλαντζά στην αυτοκτονία και όχι η ντε Μπρυνόφ!
To διάβασα το μεσημεράκι. Έλεγα με το φαγητό. Θα κολλάει σκέφτηκα.
Τί το 'θελα;
Ο συνδυασμός σας...σκότωσε την όρεξη.
Ε μα κι εσύ ... δεν είδες οτι υπήρχε raz μέσα; Εμένα με εκβιάζει με κάτι εμετικές περιγραφές φαγητών μέρες τώρα.
lol! τα λένε αυγά και είναι ΕΔΕΣΜΑ!!!
Τα διάβασα για τα αυγά!
LaaaaaaL
Δεν το 'ξερα οτι δεν τα γουστάρεις ρε άνθρωπε.
Καλά, ούτε καν ομελέτα; Δεν γίνεται αυτό!
:P
Btw, γράψε κανά εκλογικό γιατί δεν έχω που κουβεντιάζειν και σχολιάζειν.
Άντε ξεκούνα το πληκτρολόγιο.
πολυ ωραιο. να σου πω την αληθεια καταλαβα στη πορεια οτι δεν ειναι τελειως δικο σου...παντως και μια προταση απο καποιον αλλο μπορει να σου δωσει την εμπνευση να γραψεις κατι καλο.ποσο μαλλον καποιες σημειωσεις.
λουα λουα...
Τι διαμάντι είναι αυτό που μας χάρισες πάλι...
Δε χορταίνεσαι με τίποτα, boy.
Saigon
Ραζ, ουστ!
Σκιές -να τα βλέπω δεν μπορώ, όταν τα σταπατσάρουν δεν έχω πρόβλημα. Και, εντάξει, το έκανα το εκλογικό κομματάκι αλλά το ξύλο θα το φάμε μαζί -έτσι;
Άσωτε, ναι φαινόταν οτι δεν ήταν όλο δικό μου. Τα καλά κομμάτια ήταν αλλουνού. Κι εγώ Λουα Λουα έλεγα -αλλά χωρίς Τζόλε μου φαίνεται πως θα φύγουν τα "Λ" και θα μας μείνουν τα υπόλοιπα μετά το ντέρμπι.
saigon, δεν ήταν μόνο δικό μου. Δεν ξέρω αν χορταίνομαι, αλλά ώρες-ώρες δεν τρώγομαι. Είμαι ψιλοαχώνευτος.
Σιγά μη φάμε και κανάν ύπνο για να αντέχουμε!
Γράψε εσύ, όμως, μια φορά.
:P
Εντυπωσιακή σύνθεση! (Καλά, μόλις συνειδητοποίησα ότι ανέβαινα τόσα σκαλοπάτια για να βρεθώ σε... υπόγειο, αποτρελάθηκα!)
Ύπνο; Που τα ξέρεις εσύ αυτά ρε -μικρό παιδί;
dizzy, αυτά παθαίνει όποιος μπλέκεται με την παράνοια της raz. Upside down που έλεγε και η Donna Summer.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!