Η φωνή ακούστηκε παραμορφωμένη από το μεγάφωνο του περιπολικού. Τέντωσα τ΄αυτιά μου, να ακούσω τι έλεγε –αν και ήδη ήξερα.
«Βγείτε έξω με ψηλά τα χέρια, δεν θα περιμένουμε άλλο!»
Στηρίχτηκα στην κάνη του Μ1 καθώς γύριζα να τον κοιτάξω, ζαρωμένο στην απέναντι γωνιά του δωματίου. Έκλαιγε. Συγκέντρωσα την προσοχή μου στην κίνηση των μπάτσων έξω από το παράθυρο –δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Έψαξα για μια ακόμα φορά τις τσέπες μου –μόνο ένα στραπατσαρισμένο πακέτο Camel υπήρχε εκεί. Άναψα τσιγάρο φεύγοντας από το παράθυρο για να μη δίνω στόχο. Σύντομα, όλα θα τελείωναν, σε αυτό το ερημικό αγροτόσπιτο, χωρίς κανένας να πάρει χαμπάρι. Όταν ξημέρωνε θα έβγαζαν πτώματα από το σπίτι –«αντίσταση κατά της αρχής», «εξάρθρωση συμμορίας» -μπορεί ακόμα και να μην έλεγαν κουβέντα στις ειδήσεις. Έβαλα πάλι το πακέτο στην άδεια τσέπη –ήμουν εδώ αλλά όχι ολόκληρος. Η γυάλινη μπάλα με τη μπαλαρίνα της με περίμενε στο παρατημένο αυτοκίνητο, ένα χιλιόμετρο μακριά από το αγροτόσπιτο. Τι στο διάβολο γύρευα εδώ πέρα;
Οι περισσότεροι άνθρωποι τρομοκρατούνται όταν χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού τους ξημερώματα. Εγώ όχι. Καθόμουν μπροστά σε μια ανοιχτή τηλεόραση που έδειχνε μόνο παράσιτα, βαριόμουν να χαμηλώσω τον ενοχλητικό ήχο. Βουητό παρέλυε το μυαλό μου και δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα γι΄αυτό –ο διαπεραστικός ήχος από το κουδούνι με ξεκόλλησε. Άνοιξα την εξώπορτα χωρίς να ρωτήσω ποιος είναι, από το θυροτηλέφωνο -περίμενα. Ίσως να είχαν χτυπήσει λάθος κουδούνι, μπορεί κάποιος μεθυσμένος να έκανε φάρσες. Περίμενα.
Τα βήματα ακούστηκαν από τις σκάλες καθώς πλησίαζαν στην πόρτα μου –δεν ήταν λάθος και δεν ήταν φάρσα. Διστακτικά βήματα. Άνοιξα την πόρτα πριν προλάβει να χτυπήσει –έμεινε ιδρωμένος με το χέρι μετέωρο. Κοιταχτήκαμε.
«Είστε ο κύριος Μαλτέζος;»
«Έτσι θέλω να πιστεύω».
«Συγνώμη για την ακατάλληλη ώρα ...»
Ένας κρεμανταλάς με αθλητικά παπούτσια και μπλουζάκι γεμάτο κονκάρδες. Μάζεψε πίσω τα μακριά του μαλλιά αποκαλύπτοντας μπόλικα σκουλαρίκια –περίμενα ακουμπώντας στην πόρτα.
«Μπορώ να περάσω;» ρώτησε άβολα.
«Γιατί όχι;» αναρωτήθηκα κάνοντας στην άκρη.
Καθίσαμε και κοιταζόμασταν.
«Με έστειλαν σε εσάς ...», είπε σιγά.
«Ποιος;» τον διέκοψα.
«Δεν έχει σημασία ...», μονολόγησε σχεδόν.
«Συνέχισε», τον παρότρυνα.
«Ήρθα γιατί θέλω να μεταφέρετε ένα μήνυμα σε κάποιον –και μάλιστα σύντομα, δεν έχουμε σχεδόν καθόλου χρόνο. Μετά από λίγες ώρες η επικοινωνία θα είναι αδύνατη ...»
«Γιατί;»
Κόμπιασε. Χτύπησε τα δάχτυλα στα κοκαλιάρικα γόνατά του, ψάχνοντας τη σωστή απάντηση.
«Επειδή κύριε Μαλτέζο, αυτός ο κάποιος βρίσκεται απομονωμένος στην εξοχή και σε λίγες ώρες θα έχουν αποκλείσει το σπίτι του οι μπάτσοι. Δεν έχει ούτε τηλέφωνο, ούτε τίποτα, δεν μπορούμε να τον συναντήσουμε αλλιώς ... Καταλαβαίνετε;»
«Καταλαβαίνω», είπα ανόρεχτα.
«Θα το κάνετε;»
«Όχι».
Κοιταχτήκαμε ξανά.
«Θα πληρωθείτε καλά», είπε.
«Δεν με ενδιαφέρει. Δουλεύω σε συγκεκριμένη εταιρεία –αποκλειστικά. Δεν παίρνω άλλες υποθέσεις. Θα σου δώσω μια κάρτα, πήγαινε πρωί-πρωί ...».
Σηκώθηκε νευρικά.
«Δεν κατάλαβες τι σου είπα; Είναι επείγον –πρέπει να γίνει τώρα αμέσως! Ζήτημα ζωής και θανάτου!»
«Δεν με αφορά», διευκρίνησα ανάβοντας τσιγάρο. «Κι αν είναι τόσο σοβαρό γιατί δεν πηγαίνεις εσύ το μήνυμα;»
«Γιατί δεν μπορώ να περάσω το μπλόκο των μπάτσων», είπε παραιτημένα.
Τον κοίταξα όσο ξανακαθόταν.
«Πάρτο πάλι από την αρχή και πες μου την ιστορία», πρότεινα.
«Μέσα στο σπίτι είναι ο γιατρός Καραγιάννης. Ο γιατρός Βασίλης Καραγιάννης ...»
Σώπασε σκεπτικός.
«Ο Βασίλης Καραγιάννης συγκλονίζει το ιατρικό κατεστημένο με την παραίτησή του από τη θέση του Διευθυντή Νοσοκομείου!
Σε αποκλειστικές δηλώσεις στην εφημερίδα μας ο γιατρός ανέφερε: ‘Πρέπει κάτι να κάνουμε για να σπάσει το απόστημα. Η υγεία είναι η αρχή, θα συνεχίσουμε ακάθεκτοι’ Ερωτηθείς σχετικά με τις προθέσεις του ο γιατρός απέφυγε να απαντήσει»
«Θα ιδρύσει κόμμα ο γιατρός Καραγιάννης;
Είναι εμφανείς οι ετοιμασίες πολιτικής κίνησης, διακεκριμένες προσωπικότητες και απλοί πολίτες παρελαύνουν τις τελευταίες μέρες από το σπίτι του γιατρού, με αδιευκρίνιστες προθέσεις. Οι ρεπόρτερ μας ζήτησαν κάποια δήλωση από τον ίδιο τον Καραγιάννη, ο οποίος αρκέστηκε να χαμογελάσει με νόημα. ‘Όλα στην ώρα τους’, είπε στην ανταποκρίτριά μας ...»
«Έτοιμο για τις εκλογές το κόμμα του ‘λευκού’!
Ο γιατρός Καραγιάννης ανακοίνωσε τη συμμετοχή του στις προσεχείς εκλογές. Ζήτησε από τους πολίτες να ψηφίσουν το ‘κόμμα του λευκού’ και δεσμεύτηκε να αφήσει κενές όσες έδρες κερδίσει το κόμμα, προκειμένου να παρεμποδίσει την λειτουργία της Βουλής! Συνταγματική εκτροπή ή φωνή αγανάκτησης; Θα φανεί στο προσεχές μέλλον»
«Ο Καραγιάννης αρνείται να προσέλθει στη Βουλή!
Ο αρχηγός του ‘κόμματος του λευκού’ γιατρός Βασίλης Καραγιάννης μίλησε σήμερα το πρωί σε τοπική εκδήλωση. ‘Η κίνησή μας απέσπασε ποσοστό 17% στις εκλογές κι αυτό μεταφράζεται σε 42 βουλευτικές έδρες. Πιστοί στις δεσμεύσεις μας προτιθέμεθα να αφήσουμε κενές τις βουλευτικές έδρες και να μην συμμετάσχουμε στην ορκωμοσία βουλευτών. Ο λαός μίλησε εκκωφαντικά. Ας τον ακούσουμε όλοι μας’ έκλεισε την ομιλία του καταχειροκροτούμενος ο Καραγιάννης».
«Παίρνουν πίσω τις έδρες του ‘λευκού’!
Σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών των κομμάτων με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αποφασίστηκε, σήμερα το πρωί, να κατανεμηθούν σύμφωνα με το ισχύον εκλογικό σύστημα οι έδρες του ‘κόμματος του λευκού’, στο οποίο ηγείται ο Β. Καραγιάννης. Κανένας εκπρόσωπος του συγκεκριμένου κόμματος δεν συμμετείχε στη σύσκεψη –αν και είχαν προσκληθεί. Το προεδρικό διάταγμα ανακατανομής των εδρών αναμένεται να δημοσιευτεί εντός της ημέρας. ‘Ήμουν σίγουρος οτι η κοινοβουλευτική χούντα θα έδειχνε τα δόντια της αργά ή γρήγορα’ σχολίασε ερωτηθείς ο κ. Καραγιάννης».
«Αποσύρεται ο Καραγιάννης!»
«Σε εξοχική κατοικία συγγενικών του προσώπων εντοπίστηκε ο Καραγιάννης!»
«Τι θα κάνει ο Καραγιάννης;»
«Όλα δείχνουν πως ο Καραγιάννης εγκατέλειψε τον πολιτικό στίβο».
Τον θυμόμουν καλά. Μπορεί και να τον είχα ψηφίσει την εποχή που γινόταν η φασαρία –ώστε ζούσε ακόμα ο Καραγιάννης!
Ο νεαρός εξακολουθούσε να με κοιτάζει. Δεν σκόπευε να μιλήσει.
«Εντάξει –στο σπίτι είναι ο γιατρός Καραγιάννης. Και λοιπόν;» ρώτησα.
Οδηγούσα στον επαρχιακό δρόμο με σβηστά τα φώτα, προσεκτικά. Σταμάτησα όταν άρχισαν να διακρίνονται οι φάροι των περιπολικών τους, πάνω στο λόφο. Θα είχαν στήσει μπλόκα στη γύρω περιοχή –σίγουρα. Δεν μπορούσα να προχωρήσω άλλο με το αυτοκίνητο. Κατέβηκα.
Υπήρχε ένα μονοπάτι χαραγμένο από ρόδες και επικίνδυνο –απομακρύνθηκα, προτιμώντας να ανέβω στο λόφο από τη δεντρωμένη του πλευρά. Καχεκτικές λεύκες κι αυτό ήταν το καλό κομμάτι γιατί σε λίγο άρχιζε η γυμνή γη –πέτρες με γαϊδουράγκαθα. Πίεζα τις γροθιές στα αγκάθια, δεν έπρεπε να ακουμπήσω στις πέτρες γιατί οι πέτρες κυλάνε στην κατηφόρα αν στηριχτείς πάνω τους. Στα 500 μέτρα είχα λαχανιάσει αλλά τους άκουγα μια χαρά. Συζητούσαν βαριεστημένα για τα σπίτια τους, για τον ύπνο που έχαναν –προσπαθούσαν να υπολογίσουν πότε θα ξεμπερδέψουν από «αυτή τη σκατοκατάσταση». Δεν είχα πλησιάσει ακόμα, κοντά στους ασυρμάτους. «Γιατί δεν κάνουμε ντου να τους ξεσκίσουμε όλους εκεί μέσα;» ακούστηκε πολύ κοντά μου. Γιατί φοβάστε οτι θα σας ρίξουν κι αυτοί, σκέφτηκα. Προχώρησα –ένα με το χώμα. 300 μέτρα με χώριζαν από την πίσω πλευρά του σπιτιού, έλπιζα να μη με πάρουν είδηση μέσα στη νύχτα, έλπιζα να υπάρχει πίσω πόρτα.
Σηκώθηκα, δοκιμάζοντας λίγο τα πόδια μου. Δεν φαίνονταν μουδιασμένα. Διάλεξα ένα μέρος όσο γινόταν πιο μακριά από τους μπάτσους –σχεδόν αφύλαχτο. Και έτρεξα με το κεφάλι κάτω.
«Ακίνητος! Που πας εσύ;»
Σταμάτησα. Η φωνή ερχόταν από έναν μαλάκα στα πλάγια που με σημάδευε. Τελικά είχαν πλησιάσει στο σπίτι περισσότερο από όσο υπολόγιζα. Τον κοίταξα. Με κοίταξε. Κατέβασε το όπλο. Του γύρισα την πλάτη και έτρεξα πάλι προς το σπίτι. Γρήγορα –πολύ γρήγορα. Πυροβόλησε στον αέρα –δεν ήξερε τι να κάνει. Τελικά υπήρχε πίσω πόρτα. Έπεσα πάνω της. Η πόρτα δεν υποχωρούσε, μάλλον την είχαν φρακάρει από μέσα. Έσπρωξα με δύναμη ενώ ο μπάτσος αποφάσισε να με σημαδέψει. Έστριψα το κεφάλι για να τον δω –ήταν πολύ πιο επικίνδυνος όταν έριχνε στον αέρα. Κάποιες σφαίρες καρφώθηκαν στον τοίχο –20 μέτρα μακριά μου, φωνές από άλλους μπάτσους που έτρεχαν να δουν τι συμβαίνει. Η πόρτα άνοιξε και με κατάπιε. Βρέθηκα στο πάτωμα.
Ένα ζευγάρι κόκκινα μάγουλα έσκυψε πάνω από το κεφάλι μου. Μύριζα τον ιδρώτα από το ξεκούμπωτο πουκάμισό του, έβλεπα τρόμο στα στρογγυλά του μάτια.
«Ποιος διάολος είσαι εσύ;» ρώτησε στα πρόθυρα υστερίας, ακουμπώντας την κάνη του Μ1 στο μέτωπό μου.
«Μα καλά –δεν διαβάζεις εφημερίδες; Δεν έχεις μάθει τι γίνεται;» ο νεαρός έδειχνε σοκαρισμένος.
«Δεν τα πάω καλά με τους δημοσιογράφους. Προτιμώ τους κανονικούς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας –είναι λιγότερο κοινότυποι», είπα.
Ο νεαρός μπορεί και να χαμογέλασε για ένα, αδιόρατο, δευτερόλεπτο.
«Ο γιατρός Καραγιάννης, μετά την αισχρή στάση των κοινοβουλευτικών κομμάτων πήρε απόφαση να περάσει σε άλλες μορφές δράσεις. Πιο ακραίες. Στην αρχή δρούσε παρορμητικά –έφτασε μέχρι και να πυροβολήσει την αφίσα του πρωθυπουργού ... στο κέντρο της πόλης. Είναι ένας αγανακτισμένος άνθρωπος που δεν συμβιβάζεται με την καταπίεση, είναι ένας αγωνιστής ... Τελικά, κατάλαβε πως το σύστημα δεν χτυπιέται με σπασμωδικές ενέργειες ... υποθέτω. Πήγε να μείνει σε κάποιο σπίτι συγγενών του, στην εξοχή. Μιλούσαμε μαζί του, ήταν απογοητευμένος αλλά όχι παραιτημένος. Αποφάσισε να ανακηρύξει ανεξάρτητο κράτος το σπίτι εκείνο. Φαίνεται αστείο ... ή ίσως λύση απελπισίας ... δεν ξέρω. Μας είπε ‘αυθαιρετούν ενάντια σε κάθε έννοια νομιμότητας, υπό αυτές τις προϋποθέσεις δεν βλέπω κανένα λόγο να υπακούσω στους νόμους τους’. Κήρυξε ανεξάρτητο κράτος και έβγαινε κάθε πρωί με μια ντουντούκα στον κήπο –φώναζε, ενημέρωνε τους ανθρώπους για τις θέσεις του. Στην αρχή δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω. Αλλά ο γιατρός δεν έδινε σημασία –ήξερε πως αν φωνάζεις, όλο και κάποιος θα σε ακούσει. Μετά, άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Το πήραν χαμπάρι οι εφημερίδες. Και τότε άρχισαν τα δύσκολα. Μια φυλλάδα αναρωτιόταν αν υπάρχει κράτος! ‘Το αυτόνομο κράτος του Καραγιάννη υπονομεύει την έννοια του κράτους, λόγω του γεγονότος ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στον ιδιότυπο αυτό γιατρό όχι μόνο να ζει υπό το κράτος ποινικής ασυλίας (αφού δικαστικές αποφάσεις σε βάρος του για αδικήματα του κοινού ποινικού νόμου παραμένουν ανεκτέλεστες), αλλά και να μεταβάλλεται σε ελευθέρως δρώντα, ελεύθερο σκοπευτή. Ονόμασε το σπίτι του Κράτος, έχει προσβάλει ή προσβάλλει καθημερινά δέσμη από άρθρα του ποινικού νόμου, αλλά... έχει εξασφαλίσει το ακαταδίωκτο. Ποιος κάποτε θα αποφασίσει να προστατεύσει το κύρος και την αξιοπιστία του Κράτους; Διότι και η υπόθεση Καραγιάννη υπογραμμίζει την ανυπαρξία Κράτους’ -δεν το έχεις διαβάσει; Και το κράτος αποφάσισε να κινηθεί. Όσο ο γιατρός ήταν μακριά από τη δημοσιότητα τον θεωρούσαν απλά γραφικό. Τώρα γινόταν επικίνδυνος –όχι με αυτά που έκανε, αλλά γιατί έτσι ήθελαν οι εφημερίδες. Οι εφημερίδες ...»
Σταμάτησε για να πιει το νερό που του είχα φέρει. Να ηρεμήσει.
«Ξέθαψαν μια παλιά κατηγορία εναντίον του και έβγαλαν ένταλμα σύλληψης. Μια τιποτένια κατηγορία που θα του στοίχιζε κάποια ποινή με αναστολή, προσβολή του προσώπου του πρωθυπουργού, οπλοχρησία ... κάτι τέτοιο. Αλλά ο γιατρός κλείστηκε στο σπίτι και αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο. Είναι εκεί και υπερασπίζεται το ανεξάρτητο κράτος του ... κάπως έτσι. Οι μπάτσοι θα πάνε να τον βγάλουν έξω, να τον συλλάβουν ... μάλλον έχουν ήδη κυκλώσει το σπίτι. Ο γιατρός το βλέπει σαν εισβολή και θα αντισταθεί ... η κατάσταση είναι σοβαρή, δεν συμφωνείς;»
Παρακολουθούσα το σημάδι του ποτηριού που στέγνωνε στο ξύλινο τραπέζι μου. Και περίμενα αμίλητος.
«Θέλουμε να του πας ένα μήνυμα. Ετοιμαζόμαστε και θα τον υποστηρίξουμε, πολύς κόσμος θα ξεκινήσει για το σπίτι του, αλλά θέλουμε χρόνο. Θέλουμε να τον ειδοποιήσεις –πρέπει να αντέξει δυο μέρες ακόμα, ας διαπραγματευτεί με τους μπάτσους ... να κρατήσει δυο μέρες. Μετά θα είμαστε έτοιμοι –μια μεγάλη διαδήλωση θα φτάσει στο σπίτι του ... δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα μπροστά σε τόσο κόσμο. Αλλά χρειαζόμαστε δυο μέρες –αυτό είναι το μήνυμα».
Σηκώθηκα μπροστά του.
«Εντάξει, δε νομίζω πως υπάρχει κάτι άλλο να πούμε. Καλή τύχη».
Σηκώθηκε κι αυτός.
«Θα του πας το μήνυμα;» ρώτησε.
«Όχι», απάντησα ξερά.
«Μα ...»
«Άκου φιλαράκο. Συμπαθώ τον γιατρό, μπορεί και να τον έχω ψηφίσει κάποτε. Αλλά δεν μπορώ να πω το ίδιο για ‘εσάς’ –αλήθεια, ποιοι είσαστε ‘εσείς’; Πόσο θα σας πάρει να κινηθείτε; Πόσες συνελεύσεις θα χρειαστούν; Πόσες διαπραγματεύσεις, πόσα άδεια πακέτα τσιγάρων; Πόσα ντουμανιασμένα κεφάλια για να κάνετε ότι είναι προφανές; Δεν είναι δική μου αυτή η υπόθεση –αν θέλετε να συμπαρασταθείτε στο γιατρό, πηγαίνετε τώρα στο σπίτι του. Δυο, τρεις, πέντε –όσοι κι αν είσαστε. Εσύ το είπες –αν φωνάζεις, όλο και κάποιος θα σε ακούσει. Δεν χρειάζεται να μαζευτείτε εκατό ... χίλια άτομα ... Πηγαίνετε μόνοι σας εκεί πάνω».
Καθόταν ακίνητος και με κοίταζε παίζοντας με τα νεύρα μου.
«Ο Άγγελος με έστειλε σε σένα;» είπε σιγά.
«Ο Άγγελος;»
«Άγγελος Κομνηνός –αυτός είπε να έρθουμε σε σένα. Να σου πούμε ... να σου πω ... οτι πρέπει να το κάνεις, όχι για να ακυρωθεί το συμβόλαιο, αλλά γιατί του το χρωστάς ... έτσι είπε».
Άναψα τσιγάρο όρθιος.
«Εντάξει, πήγαινε τώρα».
«Θα το κάνεις;»
«Ναι».
Προχώρησε προς την πόρτα ξαλαφρωμένος –ένας νεαρός σε επιτυχημένη αποστολή. Κοντοστάθηκε πριν βγει έξω.
«Το συμβόλαιο;» αναρωτήθηκε.
«Ναι;» απόρησα με τη σειρά μου.
«Δεν έχει να κάνει με κάτι εμπορικό ε; Δεν θα θέλαμε να μπλέξουμε με εταιρείες και τέτοια ...»
Γέλασα.
«Σε αυτόν τον κόσμο, ακόμα και ο θάνατος είναι εμπορική συναλλαγή», είπα.
Ο άνθρωπος με τα κόκκινα μάγουλα με οδήγησε στο σκοτεινό σαλόνι. Τον ένιωθα να τρέμει, παραπατώντας πίσω μου –παντού υπήρχε υστερία. Διέκρινα άλλους δυο άντρες στο σκοτάδι αλλά κανένας τους δεν ήταν ο γιατρός Καραγιάννης.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο άντρας που κρυφοκοίταζε από το παράθυρο.
«Θέλει να δει τον γιατρό. Λέει πως είναι κούριερ», είπε ο δικός μου.
«Δεν παραγγείλαμε τίποτα», είπε ο τρίτος άντρας.
«Είμαι κούριερ όχι πιτσαδόρος», τον πληροφόρησα.
«Και τι θες;»
«Το είπα ήδη. Έχω ένα μήνυμα για τον γιατρό Καραγιάννη», ψιθύρισα.
«Πως ονομάζεστε κύριε;» ρώτησε ξαφνικά μια σκιά που ξεκόλλησε από την απέναντι πλευρά του δωματίου.
Κοίταξα προς το μέρος του και αναγνώρισα το δονκιχωτικό μουσάκι.
«Άρης Μαλτέζος κύριε Καραγιάννη. Μπορούμε να μιλήσουμε;»
Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα, δείχνοντάς μου το καθιστικό. Τον ακολούθησα κοιτάζοντας πίσω μου. Οι τρεις άντρες παρακολουθούσαν τις κινήσεις των μπάτσων έξω από τα παράθυρα κρατώντας τα Μ1 σαν ρόπαλα. Δεν είχαν ιδέα από όπλα –ήταν φανερό. Ο γιατρός ήταν άοπλος.
Καθίσαμε στις δυο άκρες ενός τραπεζιού.
«Ποιος άνεμος σας φέρνει στο σπίτι μας κύριε Μαλτέζο; Δεν πρόκειται για καλό άνεμο –φοβάμαι».
Άδικα προσπάθησα να μετρήσω το κουράγιο στα μάτια του –απελπισία, απόγνωση, αδιαφορία βρήκα μόνο. Ο γιατρός Καραγιάννης περίμενε να πεθάνει γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο να περιμένει.
«Έχω ένα μήνυμα για σας. Πρέπει να κρατήσετε δυο μέρες –μετά θα έρθει κάποια διαδήλωση για να σας υπερασπιστεί».
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια καλοκάγαθα.
«Τι λέτε κύριε Μαλτέζο; Δυο μέρες; Εργάσιμες; Με τις αργίες μέσα; Και μετά θα γίνει η επανάσταση της οποίας θα καταλάβω την φυσική και πνευματική ηγεσία; Έτσι έχουν τα πράγματα ή κάνω λάθος;»
Δεν μίλησα.
«Ούτε δυο ώρες δεν μπορούμε να κρατηθούμε κύριε Μαλτέζο. Και ξέρετε γιατί; Επειδή δεν υπάρχουν περιθώρια διαπραγματεύσεων –αυτοί, εκεί έξω, έχουν έρθει για να μας σκοτώσουν. Μας ζήτησαν να παραδοθούμε –δεν τους πιστέψαμε. Αν βγούμε με τα χέρια ψηλά θα μας λιανίσουν. Κι αν μείνουμε εδώ μέσα, πάλι θα μας λιανίσουν. Είμαστε ήδη νεκροί κύριε Μαλτέζο και πολύ φοβάμαι πως θα μας ακολουθήσετε».
Το μεγάφωνο του περιπολικού στρίγκλισε, η φωνή βλαστήμησε -«χαμηλώστε την ένταση γαμώ το Χριστό σας!». Μετά επανέλαβε.
«Είναι η τελευταία προειδοποίηση! Παραδοθείτε! Σε πέντε λεπτά θα διατάξω έφοδο!»
Σήκωσα το Μ1 και σημάδεψα το παρμπρίζ ενός περιπολικού. Θα προτιμούσα να χτυπήσω τον φάρο, αλλά το όπλο δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Πίεσα τη σκανδάλη και σφίχτηκα για να μη χάσω τη σκόπευσή μου –το παρμπρίζ θόλωσε πριν μετατραπεί σε παχύρρευστη ζάχαρη. Μετά, έσκυψα κάτω από το παράθυρο για να υποδεχτώ την εκκωφαντική τους απάντηση.
«Είσαι καλά γιατρέ;» ρώτησα χωρίς να κοιτάξω.
«Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα», απάντησε. «Θα τελειώσουμε σύντομα –έτσι δεν είναι;»
«Έχουμε ήδη τελειώσει –ξεκουράσου», τον καθησύχασα.
Κατάφερε να βρει ένα ξεχασμένο μπουκάλι κονιάκ, έβαλε δυο ποτήρια και ξανακάθισε απέναντί μου.
«Ακόμα και σε αυτές τις περιστάσεις, δεν πρέπει να αμελούμε τα καθήκοντα του οικοδεσπότη», σχολίασε.
Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να πιω αυτό το θολωμένο απόπλυμα –ακόμα κι αν ήταν να πεθάνω το αμέσως επόμενο λεπτό. Πράγμα που δε αποκλειόταν καθόλου –έτσι όπως ήταν η κατάσταση. Σήκωσα το ποτήρι και μετά το ξανάφησα πάνω στο τραπέζι χωρίς να το ακουμπήσω στα χείλη μου.
«Δεν υπήρχε άλλος τρόπος;» ρώτησα, απλά για να πω κάτι.
«Σε μια φασίζουσα κοινωνία, ο μοναδικός τρόπος αντίστασης είναι ένας αξιοπρεπής θάνατος κύριε Μαλτέζο. Αλλά νομίζω πως τα ξέρετε αυτά –μου φαίνεστε έμπειρος άνθρωπος», απάντησε.
«Ποιο το νόημα της εμπειρίας αν δεν σε προφυλάσσει από τα επαναλαμβανόμενα σφάλματα;» διερωτήθηκα.
«Η εμπειρία σε βοηθάει να σφάλλεις με εντυπωσιακό τρόπο, αυτό είναι το βαθύτερο νόημά της. Ήξερα πολύ καλά πως η κάθοδός μας στις εκλογές θα ήταν άσκοπη. Ήξερα πως δεν επρόκειτο να δεχτούν τη βούληση του λαού που ζητούσε κατάργηση της βουλευτικής οπερέτας κύριε Μαλτέζο. Ήταν προφανές οτι θα ηττηθούμε, αλλά θα έπρεπε, γι΄αυτό το λόγο, να μην αγωνιστούμε; Η διαφύλαξη της αξιοπρέπειάς μας –αυτός ήταν ο σκοπός –όχι η νίκη».
«Μιλάτε με όρους αναμέτρησης –αλλά δεν αποδεχτήκατε την ήττα σας», παρατήρησα.
«Ω, μα κάνετε λάθος κύριε Μαλτέζο! Η προσπάθειά μας θα κριθεί στην κατάληξή της. Οι εκλογές ήταν μόνο ένας πρόλογος. Υπενθυμίσαμε στους ανθρώπους την έννοια της ελευθερίας και μετά αρχίσαμε να την εξασκούμε. Σκοπός μας ήταν να δείξουμε πως οι νόμοι ισχύουν σύμφωνα με τις ορέξεις των κυβερνώντων. Παρανόμησαν ατιμώρητα εναντίον μας, αλλά δεν μας αναγνωρίζουν το δικαίωμα ανυπακοής στους νόμους. Όχι δα –αυτό είναι αποκλειστικά δικό τους προνόμιο! Αυτονόητο κύριε Μαλτέζο; Συμφωνώ. Αλλά είναι προτιμότερο να πεθάνεις για τα αυτονόητα παρά να ζήσεις σαν ανόητος. Αυτό πιστέψαμε».
«Ποιοι;»
Με κοίταξε εξεταστικά.
«Τι εννοείτε;»
«Ποιοι αποφασίσατε; Ποιοι πιστέψατε; Ποιοι;»
Έξυσε τα αραιά μαλλιά του.
«Όταν περπατάς στο δρόμο της ανάγκης δεν σε ενδιαφέρει να ψάξεις τριγύρω -ποιοι σε ακολουθούν. Σε ενδιαφέρει μόνο να φτάσεις. Ο καθένας προχωράει μονάχος κύριε Μαλτέζο –ακόμα κι αν δίπλα του βαδίζει όλη η ανθρωπότητα».
Στο σαλόνι ακούστηκαν διαδοχικές εκρήξεις, σφαίρες που ανατίναζαν κομμάτια ξύλου, βουητό από σφίγγες που έχτιζαν ακαριαίες φωλιές στα ντουβάρια. Πεταχτήκαμε όρθιοι για να δούμε τι γινόταν.
Τίποτα δεν γινόταν. Απλά, οι τρεις άντρες έχασκαν κρεμασμένοι από τα όπλα τους με μια παγωμένη απορία που δεν θα ξεπλενόταν ποτέ από τα πρόσωπά τους.
«Άλλωστε, στο τέλος μένουμε πάντα μόνοι κύριε Μαλτέζο», ψιθύρισε ο γιατρός κρύβοντας το πρόσωπο ανάμεσα στις παλάμες του.
Συμφώνησα.
«Ήταν καλοί άντρες. Τίμιοι. Χωρικοί από εδώ γύρω που πίστεψαν πως έχουν δικαιώματα. Αυτός εκεί είναι ο ξάδελφός μου –ο ιδιοκτήτης του σπιτιού».
«Είναι σίγουρα νεκροί;»
«Από την αρχή ήταν νεκροί κύριε Μαλτέζο. Απλά τώρα πέρασαν στην ακινησία».
«Αν σκοπεύετε να πυροβολήσετε, προτιμήστε το Μ1 δεξιά σας. Είναι το μόνο που λειτουργεί».
«Κι εσείς;»
«Ποτέ δεν αφαίρεσα ανθρώπινη ζωή κύριε Μαλτέζο. Ακόμα και σε περιστάσεις που συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι –δεν σκοπεύω λοιπόν να το κάνω ούτε τώρα. Μόνο στη δική μου ζωή έχω αποκλειστική εξουσιοδότηση».
«Προσέξτε! Απομακρυνθείτε από το παράθυρο!»
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί δεν πρέπει να σας βρουν σε θέση μάχης. Μην τους χαρίσετε τη δικαιολογία της ένοπλης αντίστασης».
Το σκέφτηκε λίγο –πριν πετάξει το όπλο έξω από το σπασμένο παράθυρο.
«Καλύψτε με μια στιγμή κύριε Μαλτέζο. Πρέπει να πάω στην τουαλέτα –δεν θα τους δώσω τη χαρά να με πετύχουν με λερωμένα τα παντελόνια».
Τον περίμενα κοιτάζοντας έξω. Οι μπάτσοι κινούνταν με προφυλάξεις –δεν ήταν σίγουροι πως είχαν ξεμπερδέψει. Άκουσα τον θόρυβο από το καζανάκι και μετά το σώμα του σωριάστηκε στον απέναντι τοίχο. Ετοιμαζόμουν να πω καμιά σαχλαμάρα, αλλά με διέκοψε η φωνή από το μεγάφωνο του περιπολικού.
Μερικά σιωπηλά λεπτά πέρασαν κι εγώ ακόμα χάζευα το διαλυμένο παρμπρίζ. Κάποιος μπάτσος φαινόταν να προχωράει ανάμεσα στα δέντρα –τον είχα πανεύκολα, αν ήθελα. Σημάδεψα, αλλά μετάνιωσα αμέσως. Δεν υπήρχε λόγος να δυσφημίσω την προσπάθεια του γιατρού, με το πτώμα ενός μπάτσου. Πυροβόλησα στον αέρα για να δείξω οτι υπάρχουμε ακόμα. Και για να μην ακούω το κλάμα του γιατρού.
Μου απάντησαν αποφασισμένοι να ξεμπερδέψουν όσο πιο σύντομα γινόταν. Άλλωστε, ξημέρωνε σε λίγη ώρα.
Κούφιες εκρήξεις από πτητικούς σωλήνες, δακρυγόνα που έσκαγαν μεταλλικά καθώς χτυπούσαν σε τοίχους και πατώματα. Ο καθαρός αέρας εξαφανίστηκε, πηχτός καπνός κόλλησε στα ρούχα μου. Πυροβόλησα για τελευταία φορά και έφυγα από το παράθυρο. Χτυπήματα στην πίσω πόρτα –έρχονταν. Πνιγόμουν αλλά δεν ήταν σημαντικό –σκουντούφλησα σε κατεστραμμένα έπιπλα ψάχνοντάς τον. Δεν ήταν εύκολο. Μπερδεύτηκα σε κάποιο πεσμένο σώμα και έμεινα ακίνητος περιμένοντας τον καπνό να κατακαθίσει. Μισούσα αυτούς τους ανθρώπους που γκρέμιζαν τις πόρτες κάτω από τις μπότες τους –τώρα και πάντα. Σε λίγο, το σαλόνι γέμισε γουρουνίσιες μάσκες.
«Ρίξτε σε ότι κινείται», είπε κάποιος στην πόρτα.
«Εκεί είναι ο πούστης! Κάθεται!» ούρλιαξε μια μάσκα.
«Μια σφαίρα! Μια σφαίρα μόνο! Προσοχή!», είπε η φωνή της πόρτας.
Άκουσα τη σφαίρα να επιβραβεύει τον αγώνα του γιατρού Βασίλη Καραγιάννη.
Οι μπάτσοι συνέχισαν να πυροβολούν πάνω στα υπόλοιπα πτώματα κι εγώ περίμενα τον καπνό να διαλυθεί. Πνιγόμουν. Από αηδία.
Μπορούσα πλέον να δω τις πλάτες τους, χάζευαν τον πεσμένο γιατρό σαν κυνηγόσκυλα. Δεν είχε ακόμα πλησιάσει η κυρίως δύναμη –μόνο αντιασφυξιογόνες μάσκες, αλεξίσφαιρα γιλέκα, επικαλαμίδες, αργοκίνητα γουρούνια. Πετάχτηκα απότομα στον αέρα και άρχισα να τρέχω. Ξαφνιάστηκαν πριν αρχίσουν να πυροβολούν –έλπιζα να σκοτωθούν μεταξύ τους.
Η πίσω πόρτα ήταν αφύλαχτη –δεν περίμεναν πως θα υπήρχαν ζωντανοί πλέον. Ίσως και να είχαν δίκιο. Έτρεξα προς τα δέντρα, προτίμησαν να πυροβολήσουν παρά να με κυνηγήσουν –έτσι κάνουν πάντα. Ούρλιαζαν στις διαταγές των επικεφαλής, γέμιζαν τα δέντρα με αναποτελεσματικές σφαίρες. Κι εγώ έτρεχα χωρίς να κοιτάζω πίσω –θα κατάφερνα να καλύψω το χιλιόμετρο που με χώριζε από το αυτοκίνητο πιο γρήγορα από αυτούς. Έτρεχα. Δεν σκέφτηκαν να με κυνηγήσουν.
Οι περισσότεροι άνθρωποι τρομοκρατούνται όταν χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού τους ξημερώματα. Εγώ όχι. Καθόμουν μπροστά σε μια ανοιχτή τηλεόραση που έδειχνε μόνο παράσιτα, βαριόμουν να χαμηλώσω τον ενοχλητικό ήχο. Βουητό παρέλυε το μυαλό μου και δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα γι΄αυτό –ο διαπεραστικός ήχος από το κουδούνι με ξεκόλλησε. Άνοιξα την εξώπορτα χωρίς να ρωτήσω ποιος είναι, από το θυροτηλέφωνο -περίμενα. Ίσως να είχαν χτυπήσει λάθος κουδούνι, μπορεί κάποιος μεθυσμένος να έκανε φάρσες. Περίμενα.
Τα βήματα ακούστηκαν από τις σκάλες καθώς πλησίαζαν στην πόρτα μου –δεν ήταν λάθος και δεν ήταν φάρσα. Διστακτικά βήματα. Άνοιξα την πόρτα πριν προλάβει να χτυπήσει –έμεινε ιδρωμένος με το χέρι μετέωρο. Κοιταχτήκαμε.
Κρατούσε στο χέρι του μια εφημερίδα –την έφερε, ανοιχτή, μπροστά στα μούτρα μου. Διάβασα ...
«Αυτοκτόνησε ο γιατρός Καραγιάννης προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη!».
Έσπρωξε τα μαλλιά που έπεφταν στα μάτια του.
«Τι έγινε;» ρώτησε λαχανιασμένος.
«Όλα καλά», τον καθησύχασα.
«Δεν προλάβαμε ...», είπε.
«Όχι», τον διαβεβαίωσα.
«Τον σκότωσαν;» ρώτησε για μια ακόμα φορά.
«Εδώ και χρόνια. Από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του», είπα.
«Θα αντιδράσουμε. Δεν θα περάσει έτσι αυτό!», είπε νευρικά.
«Άντε γαμήσου», τον παρότρυνα.
Έκλεισα την πόρτα στα μούτρα του. Ξανακάθισα μπροστά στον αναμμένο δέκτη της τηλεόρασης –δεν σκόπευα να χάσω τα υπόλοιπα παράσιτα. Κρατούσα τη γυάλινη μπάλα μέσα στη σφιγμένη μου γροθιά.
Δεν τολμούσα να την κοιτάξω.
Υ.Γ.: Αυτή είναι μια ιστορία στη μνήμη του γιατρού Βασίλη Τσιρώνη –και, εντάξει, μπορεί τα πράγματα να μην έγιναν έτσι ακριβώς, αλλά η πραγματικότητα είναι πάντα εντυπωσιακότερη από τη φαντασία -γι΄αυτό μάλλον, οι «πραγματικές δημοκρατίες» έχουν μικρότερες αντοχές από τις φανταστικές. Όπως άλλωστε και οι πραγματικές «εκλογικές μάχες».
20 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
νομίζω πως είναι από τις λίγες φορές που υπογράφω με το ψευδώνυμό μου στο μπλογκ σου αλλά να, δε ξέρω τι μ' έπιασε, μάλλον γερνάω και ξεχνιέμαι μ' αυτές τις ιστορίες, να σε πάρει ο διάβολος Άρη Μαλτέζο...
Bρήκες μέρα να την σηκώσεις..
:(
Γερνάμε αλλά δεν ξεχνάμε deuced. Κάτι άλλο ήθελα να γράψω αλλά μου βγήκε από το πουθενά η ιστορία -να τον πάρει ο διάβολος τον Μαλτέζο, να ηρεμήσει το πονεμένο μας κεφάλι!
Σκιές, ίσως έπρεπε να τη σηκώσω 16 του μήνα. Πάντως, τότε που τον έφαγαν ο πρωθυπουργός είχε το γνωστό, επίκαιρο ονοματεπώνυμο και ένα κομμάτι από τα άρθρα των εφημερίδων ΔΕΝ είναι φανταστικό. Είναι από το ΒΗΜΑ της εποχής και είναι το χειρότερο!
Να προσέχεις.
tromerh istoria de tha borouse na mhn mou arese.ksereis esu,ixe batsous k adistash kata ths arxhs :) to olo thema mou thimise anibores fititikes sinlefseis...
Χαχα, ξέρω ρε puppet, ξέρω. Αν δεν σας άρεσαν τέτοια θέματα σε εσάς τους πιτσιρικάδες θα την είχαμε γαμήσει συνολικά. Πάντως, ψάξε λίγο για τον Τσιρώνη για να πιάσει και λίγο τόπο αυτή η ιστορία (γιατί οι αποπάνω είναι παλιόγεροι ή προπονούνται να γίνουν -χεχε -και τα ξέρουν αυτά, τα θυμούνται)
Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που αναφέρεις, πάντως η ιστορία ΓΑΜΑΕΙ (comme toujours)
Ψάξτον razz. Αυτός που λέω και μερικοί άλλοι είναι η σύγχρονη ιστορία μας και η δική του ιστορία δεν απέχει πολύ από αυτά που γράφω.
Δεν ήξερα ότι ο κύριος Μαλτέζος συνηθίζει να είναι επίκαιρος..Όχι ότι δεν είναι πάντα..Απλά όχι με τέτοιο τρόπο.
Πάντως την πραγματική ιστορία δεν την γνωρίζω, βλέπε το νεαρό της ηλικιάς μου..
Άντε να γερνάτε, να μας λέτε ιστορίες, να ξυπνάμε..
pali th glitwse to lamogio o maltezos...
queerdom, ούτε κι εγώ το ήξερα πως μπορεί να γίνει επίκαιρος -αν βέβαια η επικαιρότητα διαφοροποιείται ποτέ. Δεν σου λέω να ψάξεις την πραγματική ιστορία γιατί είμαι σίγουρος οτι θα το κάνεις. Άντε, να μας λέτε εσείς οι πιτσιρικάδες ιστορίες -να έχουμε κάτι να ελπίζουμε κι εμείς.
puppet, γενικά στη ζωή -το μόνο που δεν μπορείς να πιάσεις είναι αυτό που κυνηγάς. Κι ο Μαλτέζος κυνηγάει έναν, έστω και αναξιοπρεπή, θάνατο.
Ρε μανιπουλάτορα!
Είναι η πρώτη (ναι,ναι, δεν ντρέπομαι να το πω!) φορά που διαβάζω ολόκληρο σεντόνι σου (σε διήγημα έτσι?)!
Κάτι με τράβηξε σ'αυτήν την ιστορία και κόλλησα!:)
...Αλλά δεν θα σου πω τι,δημοσίως!
Θα μανιπουλάρεις της άποψή μου κατά το δοκούν (σου) πάλι!
χαχαχοχοχιχιχεχε!!!
Αφρικάνε, ναι θα σε μανιπουλάρω -τι νόμισες; Αλλά, αυτή τη φορά, τα έχω συζητήσει με τη γυναίκα σου και έχω την έγκρισή της οπότε προχωρώ ακάθεκτος. Ξέρω τι σε τράβηξε στην ιστορία κι αν ψάξεις παραπάνω για τον Τσιρώνη θα σε τραβήξουν ακόμα περισσότερα πράγματα.
Θα το κουβεντιάσουμε σύντομα από κοντά για να ολοκληρώσω το μανιπουλάρισμά μου χεχε.
ρε συ η ιδεα με το λευκο κομμα δικια σου;
ασε διαβασα την ιστορια...γαμησετα
Άσωτε, ρώτησες απάντησες. Το έγραψα -η πραγματικότητα είναι πιο εντυπωσιακή από τη φαντασία. Και ο Τσιρώνης ήταν ένας από τους ήρωες που δεν θα γίνουν ποτέ γνωστοί έξω από κάποιους κύλους.
8ymasai ti sou eixa pei? ftanei mia stigmh pou den mporei na yparksei h mpanta xwris to side project...o maltezos sto magnum opus tou(sou).
Paw amesws na psaksw gia ton giatro pou anafereis.
Fixit, σίγουρα θα σου κάνει να καλό να μάθεις για τον γιατρό. Όλοι μας γίναμε καλύτεροι άνθρωποι από κάποιους σαν αυτόν.
Υ.Γ.: Πάντως, μεταξύ μας, γιατί δεν νομίζω πως θα ανοίξει άλλος αυτά τα σχόλια πλέον -η επόμενη ιστορία δεν θα έχει να κάνει με τον Μαλτέζο. Θα έχει να κάνει με τον καργιόλη το Σεπτέμβρη.
να σαι καλά που τον παρουσίασες.
μου ήταν άγνωστος.
περισσότερο γνώριμη η ιστορία του θεόφιλου φραγκόπουλου, ενός καθηγητή της ΑΓΣΑ που δεν άντεξε την νοοτροπία της χούντας, που την στυλίτευσε όπως μπόρεσε μα στο τέλος μην μπορώντας να την αντέξει όπλισε το χέρι του, έγραψε δυο λέξεις και πέρασε στην απέναντι πλευρά.
να σαι καλά που μου τον θύμισες. αξίζει και εσύ να τον ψάξεις με την σειρά σου.
Θα τον ψάξω τον Φραγκόπουλο -στα σίγουρα. Πολύς κόσμος τότε είχε αυτοκτονήσει, όχι τόσο γιατί πίστευε πως θα έριχνε τη χούντα, όσο από ντροπή.
Άλλοι καιροί -υπήρχε ακόμα η ντροπή.
είναι ο άνθρωπος που μιλούσε καμιά εικοσαριά γλώσσες και διαλέκτους.
είναι ο άνθρωπος που μετέφρασε πολλά κείμενα επιστημονικά από τα γαλλικά και τα γερμανικά, ενώ έμαθε από μόνος του ρώσικα για να συννενοηθεί με τον γκαγκάριν, όταν ήρθε κάποτε στην αθήνα, σε θέματα καθαρά τεχνικά πάνω στην τροχιά γύρω από τη γή.
είναι ο λευκοφορεμένος πανεπιστήμονας που δέχτηκε αήθη επίθεση από το χουντικό κατεστημένο και αυτοκαταργήθηκε όταν του στραπατσάρισαν την προσωπικότητα λιβελορουφιάνοι που κράτησαν την θέση τους για πολλά χρόνια μετά.
ο φοιτητικός σύλλογος του ΓΠΑ δικαίως επονομάστηκε μετά αυτού θεόφιλος φραγκόπουλος.
δεν προσπάθησε να ρίξει την χούντα αυτοκτονώντας. δεν μπορούσε να ζήσει παράλληλα, καμώνοντας πως δεν τρέχει τίποτα.
μικρές αναφορές για μεγάλους ανθρώπους.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!