Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 12, 2007

"Στην όχθη κάποιου απάνθρωπου ποταμού -θα περιμένω"

Βαρέθηκα να περπατάω δίπλα στο πράσινο ποτάμι κι ο ήλιος είχε βολευτεί, μια χαρά, στην κορυφή του κεφαλιού μου. Σκεφτόμουν όμως να του δώσω ακόμα μια ευκαιρία –ένιωθα ανεξήγητα ανεκτικός. Γι΄αυτό, αγνόησα την αλλεργία που προκαλεί η ζέστη, αγνόησα το τρίτο, στη σειρά, στήσιμο –μέσα σε δυο μέρες. Και κάθισα σε κάποιο παγκάκι, αποφεύγοντας να κοιτάζω τα σιχαμερά νερά που μούλιαζαν σκουπίδια. Ήταν ένα άθλιο ποτάμι που περνούσε από το κέντρο μιας, εξίσου, βρώμικης πόλης. Κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο περιμένοντάς τον, αντί να πάω κατευθείαν στο σπίτι του –κάπνιζα λοιπόν, παραβιάζοντας κατάφωρα τη μεθοδολογία μου. Η φωνή στο τηλέφωνο ήταν, μάλλον, ο λόγος.

«Παρακαλώ;»

«Ο κύριος Κλέωνας Αργυριάδης;»

«Ο ίδιος. Εσείς ποιος είστε;»

«Μαλτέζος, Άρης Μαλτέζος. Σας φέρνω ένα γράμμα από τα κεντρικά».

«Α, μάλιστα».

«Θα πρέπει να το παραλάβετε αυτοπροσώπως».

«Μάλιστα».

«Να περάσω από το σπίτι σας;»

«Όχι, όχι, καλύτερα όχι κύριε Μαλτέζο. Για όνομα του θεού –όχι! Ας συναντηθούμε κάπου έξω».

«Όπως θέλετε. Που και πότε;»

Τον περίμενα χτες το πρωί. Δυο ώρες. Άδικα. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το χτεσινό απόγευμα –πάλι δεν ήρθε. Μου αράδιασε ένα κάρο δικαιολογίες και με έστησε σήμερα, για μια ακόμα φορά. Θα έπρεπε να πάω σπίτι του, να τον βάλω να φάει το γράμμα μπροστά στα μάτια μου –αυτό θα πει «αυτοπροσώπως». Αλλά, αντί γι΄αυτό περίμενα δίπλα στο ποτάμι –ξέροντας πως δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί. Αν έπρεπε να γίνω έξαλλος με κάποιον, αυτός δεν θα ήταν άλλος από τον ίδιο μου τον εαυτό. Πέταξα το τσιγάρο στα βρωμόνερα και κλώτσησα ένα κέρμα καθώς σηκωνόμουν. Το κέρμα χάθηκε στη στιγμή –ψάχνοντας τον λασπώδη πυθμένα. Τι κρίμα –δεν είχα προλάβει να κάνω καμιά ευχή!

«Άντε Μαλτέζο, σου ΄φεξε αυτή τη φορά!» ο χοντρός γελούσε δήθεν καλόκαρδα, αλλά μπορούσα να δω την κακία σα δάκρυ στην άκρη του ματιού του.

«Για να το λες εσύ αφεντικό ...»

«Ρε είσαι κωλόφαρδος σου λέω! Η δουλειά είναι πανεύκολη και η πόλη που πηγαίνεις φημίζεται για τουριστικό θέρετρο. Ποταμάκι, ιαματικά λουτρά –διακοπές πληρωμένες σε στέλνω παλιοτόμαρο!»

«Μήπως θέλεις να πας εσύ στη θέση μου;»

«Εξυπνάδες Μαλτέζο; Εγώ πνίγομαι! Πάρε το φάκελο και φύγε πριν μετανιώσω και δώσω σε άλλον τη δουλειά».

«Δεν βιάζομαι αφεντικό».

«Τσακίσου ρε που σου λένε! Γιατί πρέπει πάντα να μου κάνεις τη ζωή δύσκολη;»

Σχημάτισα τον αριθμό στο τηλέφωνο και περίμενα μέχρι που η συσκευή κατάπιε το κέρμα.

«Εμπρός;»

«Μαλτέζος αφεντικό».

«Τι έγινες εσύ; Αποφάσισες να φαλιρίσεις την εταιρεία με τα έξοδα των διακοπών σου;»

«Δεν έχω παραδώσει ακόμα».

«Γιατί; Δεν σου περίσσεψε χρόνος από τα μπάνια;»

«Δεν βρήκα το άτομο».

«Σε ποιον τα πουλάς αυτά Μαλτέζο;»

Θύμωσα. Με τον εαυτό μου πάλι.

«Σε σένα αφεντικό κι άμα γουστάρεις. Αλλιώς επιστρέφω τώρα αμέσως με το σφραγισμένο γράμμα και κάνε οτι καταλαβαίνεις. Μόνο μη με πρήζεις με την κωλόπολη –εδώ δε λιώνουν ούτε οι πεθαμένοι. Συνεννοηθήκαμε;»

Σιωπή από την άλλη άκρη.

«Λοιπόν, περιμένω».

«Να κάτσεις εκεί και να κάνεις τη δουλειά σου. Η εταιρεία ποτέ δεν δηλώνει αδυναμία παράδοσης –μ΄ακούς;»

«Ναι, ακούω».

«Αλλά τσακίσου –κάνε γρήγορα! Δεν θα πληρώνουμε μια ζωή τα ξενοδοχεία σου».

Ακούμπησα το ακουστικό ελαφρά στη συσκευή. Μετά, ψάχτηκα για καινούργιο κέρμα.

«Εμπρός;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή.

«Ο κύριος Αργυριάδης;»

«Δεν είναι εδώ. Ποιος τον ζητάει;»

Άφησα το τηλέφωνο ανοιχτό καθώς έβγαινα από τον θάλαμο –όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.

Κρατούσα τον φάκελο από χαρτί μανίλα ανάμεσα στα δάχτυλά μου προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε μέσα. Εύκολο ήταν –δεν υπήρχε κάτι περισσότερο από μια σελίδα Α4 εκεί. Όχι κάτι προσωπικό –στην πίσω πλευρά του φακέλου είχαν κολλήσει τη φίρμα μιας εταιρείας «Εισαγωγών –Εξαγωγών». Πήγαινα στοίχημα πως η σελίδα δεν ήταν χειρόγραφη, ψηλάφιζα την άκρη της πάνω αριστερά. Ανάγλυφη – το σήμα της εταιρείας, σκαλισμένο προφανώς. Γιατί δεν παραλάμβανε ο Αργυριάδης; Το φωτιστικό στο ταβάνι δεν είχε καμιά πρόχειρη εξήγηση. Θα μπορούσε να είναι η απόλυσή του εκεί μέσα, αλλά και πάλι ... Τι νόημα έχει να μην παραλάβεις όταν έχουν αποφασίσει πως δεν θα σε πληρώνουν πλέον; Σήκωσα το τηλέφωνο στο διπλανό κομοδίνο και ζήτησα εξωτερική γραμμή από τη ρεσεψιόν.

Σχημάτισα τον αριθμό –περίμενα.

Μια γυναικεία φωνή πρόφερε βιαστικά τον τίτλο της εταιρείας και με ρώτησε τι θέλω.

«Μπορώ να μιλήσω με τον κύριο Κλέωνα Αργυριάδη;»

«Ο κύριος Αργυριάδης δεν είναι στα κεντρικά. Θα σας δώσω το τηλέφωνό του».

«Μπορείτε να με συνδέσετε κατευθείαν;»

Μπορούσε.

Περίμενα ακούγοντας Μότσαρτ –θαμπωμένος δήθεν, από το πρεστίζ της εταιρείας.

«Παρακαλώ;»

«Ο κύριος Αργυριάδης;»

«Ο ίδιος».

«Μαλτέζος. Είχαμε κάποιο ραντεβού».

«Δεν καταλαβαίνω –μήπως κάνετε λάθος;»

Κοίταξα ασυναίσθητα το όνομα στον φάκελο και εκνευρίστηκα.

«Νομίζετε πως κάνω λάθος;»

«Είμαι σχεδόν βέβαιος. Δεν σας ξέρω κύριε ...»

«Καλά λοιπόν, όπως θέλετε. Θα γνωριστούμε σύντομα».

Έκλεισα το τηλέφωνο. Το πράγμα γινόταν πλέον εκνευριστικό.

Ο δρόμος ήταν τακτοποιημένα γεμάτος νεραντζιές. Λίγα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, νοικοκυρές που άπλωναν ρούχα, παιδάκια έπαιζαν σε αυλές. Ήσυχη γειτονιά, αξιοπρεπής. Το σπίτι του Αργυριάδη είχε κλειστά παντζούρια. Πέρασα μπροστά του χωρίς να σταματήσω και ξαναγύρισα από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ήμουν ένας αργόσχολος που έψαχνε κάτι και γρήγορα το βρήκα σε μια κολώνα. Σημείωσα, δήθεν, το τηλέφωνο που ήταν γραμμένο στο ενοικιαστήριο –μετά περπάτησα μέχρι το ψιλικατζίδικο, 100 μέτρα πιο κάτω. Ένας γεροντάκος με σουβλερή μύτη τακτοποιούσε τις τσίχλες –κλασσική φάτσα συνοικιακού χαφιέ. Τον πλησίασα.

«Καλησπέρα –ένα πακέτο Camel άφιλτρο παρακαλώ».

Με κοίταξε από πάνω ως κάτω πριν ψάξει στο ράφι πίσω του.

«Τίποτα άλλο;»

«Όχι ευχαριστώ. Ωραία γειτονιά είναι εδώ!»

Το σκέφτηκε πριν απαντήσει.

«Ναι, καλή είναι ...»

«Ξέρετε να νοικιάζεται κανένα σπίτι;» ρώτησα με προσποιητό ενδιαφέρον.

«Για σένα το θέλεις;» συνοφρυώθηκε ο ψιλικατζής.

«Όχι ακριβώς», είπα προσεκτικά. «Για το αφεντικό μου, ψάχνει ... κάτι διακριτικό ... καταλαβαίνετε ...»

Τον είχα τον σιχαμένο! Τον είχα πλήρως. Μέσα στα επόμενα λεπτά ξεπέρασε τις επιφυλάξεις του από την ανάγκη να μάθει ποιος ήταν «ο πολιτικός που έψαχνε να νοικιάσει γαμηστρώνα στη γειτονιά». Κι εγώ τον έπαιξα κανονικά. Λίγες πληροφορίες –μεγάλες προσδοκίες, στο δεκάλεπτο ήταν έτοιμος να μου αποκαλύψει ακόμα και το πως έκλεβε τους πελάτες στα ρέστα.

«Μόνο που πρέπει να ξέρω ποιοι μένουν τριγύρω. Καταλαβαίνετε πως δεν μπορούμε να νοικιάσουμε σπίτι σε κάποια περίεργη γειτονιά ...»

«Όχι, όχι μην ανησυχείς. Είναι καλοί άνθρωποι όλοι εδώ –οικογενειάρχες ...»

«Απέναντι ποιος μένει;»

Μου είπε τα πάντα για το απέναντι σπίτι και για το παρακάτω, μόνο που εγώ δεν ενδιαφερόμουν. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι του Αργυριάδη.

«Εκεί πέρα ποιοι μένουν;» ρώτησα βαριεστημένα.

«Ααα, πολύ καλοί άνθρωποι! Ο κύριος Αργυριάδης με τη γυναίκα του. Αυτός δουλεύει σε ένα γραφείο στο κέντρο. Ήσυχος ανθρωπάκος, ευγενικός ... Η γυναίκα του ... πολύ καλή κυρία ... κρίμα που είναι άρρωστη ...»

«Δηλαδή;» έκανα δείχνοντας πως δεν ενδιαφερόμουν καθόλου.

«Η κακιά αρρώστια!» είπε συνωμοτικά.

«Μάλιστα», ένευσα.

«Τη βγάζει δεν τη βγάζει τη χρονιά».

«Καλώς. Παιδιά δεν έχουν;»

«Ένα γιο, σπουδάζει στο εξωτερικό... Έχει χρόνια να έρθει, να τους δει, δεν φέρεται σωστά ... γονείς του είναι ... δυστυχισμένοι άνθρωποι, αλλά καλοί. Δε βαριέσαι .. ο καλός, καλό δεν έχει!»

Σωστά –όλα τα καλά πάνε στους χαφιέδες σαν και του λόγου του, σκέφτηκα χαιρετώντας τον. Δεν θα έβγαζα τίποτα περισσότερο από αυτόν –αλλά και πάλι ...

«Τι ώρα γυρίζει σπίτι του ο Αργυριάδης;» ρώτησα έχοντας ήδη φτάσει στην πόρτα.

«Όπου νάναι θα επιστρέψει. Γιατί;»

Γύρισα προς το μέρος του πριν βγω έξω.

«Πολλά ρωτάς –δε νομίζεις; Κοίτα μην πεις σε κανένα όσα κουβεντιάσαμε γιατί θα μπλέξεις. Συνεννοηθήκαμε;»

Πήρε να αγριεύει. Έκανα δυο βήματα προς το μέρος του, με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν. Οι άνθρωποι πάντα φοβούνται τις τσέπες –περιμένουν να βγουν τέρατα από εκεί μέσα. Έσφιγγα τη γυάλινη μπάλα και τον κοίταξα. Δεν χρειαζόταν να μιλήσω –απλά συνέχισα να τον κοιτάζω μέχρι να μουρμουρίσει ...

«Εντάξει, εντάξει, μείνετε ήσυχος. Δεν θα πω σε κανέναν ...»

Του γύρισα την πλάτη και έφυγα αργά. Χαζεύοντας κάτι γυμνές στα περιοδικά του πάγκου. Οι γυμνές δεν ήταν πλέον όπως παλιά. Σκέφτηκα αυθόρμητα.

Κάρφωσα το δάχτυλό μου στο κουδούνι μετά τα πρώτα διακριτικά χτυπήματα. Ήθελα να σιγουρευτώ πως δεν είναι κανένας εκεί μέσα –αρκετά είχα ασχοληθεί με την υπόθεση Αργυριάδη. Η πόρτα άνοιξε αργά.

«Τι θέλετε;» ρώτησε το φάντασμα στο άνοιγμά της.

Κατάπια τη γλώσσα μου. Η γυναίκα αυτή ήταν επαγωγικά ζωντανή. Περπατούσε, άρα ήταν ζωντανή. Μιλούσε, άρα ήταν ζωντανή. Μόνο έτσι. Γιατί το πρόσωπό της ήταν μια δερμάτινη μάσκα, χωρίς σάρκα –τσιτωμένη πάνω σε κόκαλα. Οι αρθρώσεις διακρίνονταν καθαρά στο χέρι της, ξάσπριζαν ακουμπισμένες στην πόρτα –πιέστηκα για να δεχτώ πως μιλούσα σε άνθρωπο κι όχι σε φάντασμα.

«Τι θέλετε; Ποιος είστε;» επανέλαβε σιγά.

«Ήρθα να δω τον κύριο Αργυριάδη».

«Δεν είναι εδώ», έκανε μια προσπάθεια να κλείσει την πόρτα.

Την εμπόδισα βάζοντας το σώμα μου ανάμεσα. Παραιτήθηκε αυτόματα.

«Περάστε λοιπόν», είπε γυρίζοντάς μου την πλάτη.

Πέρασα στο καθιστικό που μύριζε φάρμακα. Στάθηκα όρθιος ακουμπώντας σε μια πολυθρόνα.

«Καθίστε. Δεν θ΄αργήσει ο Κλέωνας», είπε εκείνη φεύγοντας από το δωμάτιο.

«Μισό λεπτό ...», φώναξα.

«Είμαι πολύ κουρασμένη κύριε ...»

«Μαλτέζος».

«Είμαι πολύ κουρασμένη».

Έφυγε αφήνοντάς με μόνο στο μισοσκόταδο. Κάθισα στην πολυθρόνα και άναψα τσιγάρο για να σπάσω λίγο την αποκρουστική μυρωδιά του δωματίου. Και περίμενα.

«Είναι άδικη η ζωή, ειδικά όταν δεν τη ζεις –εσύ τι λες;» ρώτησε η λεπτή αντρική φιγούρα απέναντι μου.

Δεν τον είχα δει να μπαίνει στο δωμάτιο, αλλά καθόταν ήδη απέναντι μου. Έσκυβε προς το μέρος μου ρωτώντας –έσκυψα κι εγώ, να τον διακρίνω καλύτερα. Μάταιος κόπος –το σκοτάδι απλωνόταν στο δωμάτιο.

«Δεν ξέρω τι είναι άδικο και τι όχι», είπα.

«Πρόσεξε το τσιγάρο σου, θα κάψεις το χαλί», μουρμούρισε η φιγούρα.

Έσφιξα απότομα τα δάχτυλά μου –η στάχτη έπεσε στο πάτωμα καθώς έσβηνα το τσιγάρο στο τασάκι.

«Άδικο είναι το οτι βρίσκεσαι εδώ. Τώρα. Δεν θα έπρεπε να υπάρχεις, δεν έχεις κανένα δικαίωμα –το ξέρεις; Και ακόμα πιο άδικο είναι που δεν μπορώ να σε εμποδίσω», μουρμούρισε ο άντρας.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησα.

«Λάθος ερώτηση. Δεν είμαι εγώ το θέμα –αλλά η αδικία που διαπράττεις όντας εδώ».

«Λες μαλακίες», αποφάνθηκα ψάχνοντας για τα τσιγάρα μου.

Τον ένιωσα σαν θρόισμα στον αέρα καθώς πεταγόταν δίπλα μου και μετά ένα τσούξιμο στο αριστερό μάγουλο. Έφερα το χέρι απότομα εκεί –ένιωσα υγρή την παλάμη μου. Δε μίλησα.

«Τελικά, ίσως η ερώτηση θα έπρεπε να αφορά το κατά πόσο μπορώ να σε εμποδίσω», ήχησε κοροϊδευτικά η φωνή του πίσω από την πλάτη μου.

Περίμενα ακίνητος. Δεν υπήρχε λόγος να αντισταθώ.

«Τι θέλετε μέσα στο σπίτι μου κύριε;»

Γύρισα προς την είσοδο –από εκεί ερχόταν η φωνή. Μισόκλεισα τα μάτια για να διακρίνω –άδικος κόπος. Ο διακόπτης έσκασε σα χαστούκι στο δωμάτιο και όλα έγιναν ανυπόφορα. Έκλεισα περισσότερο τα μάτια.

Ο άνθρωπος στην είσοδο ήταν πρόωρα γερασμένος. Ανακατεμένα μαλλιά που αραίωναν πάνω από το μέτωπο, ρυτίδες κι ένα αδιόρατο τικ στη δεξιά πλευρά του προσώπου του. Τα είδα όλα αυτά όταν συμφιλιώθηκα με το φως και βιάστηκα να μιλήσω.

«Ο κύριος Αργυριάδης;»

«Ο ίδιος. Εσείς ποιος είστε;»

«Άρης Μαλτέζος».

Κάθισε αποκαμωμένος σε μια καρέκλα, έσκυψε το κεφάλι –θα στοιχημάτιζες πως είχε έρθει από μακριά. Περπατώντας.

«Φτάσατε μέχρι εδώ τελικά», διαπίστωσε.

«Τρία στησίματα στη σειρά ήταν πολλά», δικαιολογήθηκα.

«Με ποιο δικαίωμα κύριε;» φώναξε όταν κατάφερε να ξαναβρεί την ανάσα του.

«Δεν καταλαβαίνω».

«Με ποιο δικαίωμα με ενοχλείτε; Με ποιο δικαίωμα μπαίνετε στο σπίτι μου; Με ποιο δικαίωμα επιμένετε;»

Σηκώθηκα. Έφερα την παλάμη στο μάγουλό μου, ήμουν μόνο αξύριστος αλλά όχι χαρακωμένος. Έβγαλα το γράμμα από την μέσα τσέπη του μπουφάν και τον έδειξα με αυτό.

«Ο κύριος Κλέωνας Αργυριάδης –σωστά;»

Κοίταζε υπνωτισμένος τον κίτρινο φάκελο από χαρτί μανίλα. Σταθήκαμε έτσι ακίνητοι, εγώ περιμένοντας επιβεβαίωση όσο αυτός ετοιμαζόταν για το χτύπημα.

«Κλέων, τι θέλει ο κύριος;» ακούστηκε κάποιος ψίθυρος πίσω μας. Η γυναίκα –φάντασμα στηριζόταν στον τοίχο με κόπο.

«Συγχωρέστε με μισό λεπτό. Να την βάλω στο κρεβάτι και μετά είμαι στη διάθεσή σας», είπε ο Αργυριάδης καθώς σηκωνόταν βιαστικά.

Έμεινα αμήχανος να τους παρακολουθώ καθώς περπατούσαν αγκαλιασμένοι –εκείνος της ψιθύριζε καθησυχαστικά. Κοίταξα τριγύρω –δεν υπήρχε καμιά απειλή ικανή να αντέξει τόσο φως.

Τράβηξα λίγο την κουρτίνα για να κοιτάξω έξω από την μπαλκονόπορτα. Εκεί περίμενε. Κολλημένος στο τζάμι σα χαλκομανία.

«Επιμένεις έτσι;» ψιθύρισε. «Φύγε όσο ακόμα μπορείς».

«Θα φύγω όταν τελειώσει η υπόθεση. Όχι νωρίτερα».

«Είσαι ηλίθιος. Ένα άβουλο πιόνι που φοβάται να περπατήσει έξω από τη γραμμή».

«Δεν βγάζεις νόημα. Όποιος φοβάται έχει βούληση».

«Και εξυπνάκιας από πάνω!»

Με κοίταξε κατάματα. Απότομα, χωρίς να δω την κίνησή του –παγωμένο στόμα πάνω από το αυτί μου, ξέβρασε σάπιο αέρα.

«Ξέρω που είναι η γυναίκα σου. Και μπορώ να της κάνω τόσο μεγάλο κακό που θα ακουστούν μέχρι εσένα τα ουρλιαχτά της».

Έκλεισα τα μάτια. Την έβλεπα εκεί –με το στόμα παράλυτο από αγωνία, να καταπίνει αέρα ψάχνοντας κάποια σιωπηλή κραυγή. Μετά έψαξα εκείνο τον άντρα -τον βρήκα πιέζοντας τα βλέφαρά μου να μην ανοίξουν.

«Θα σε λιώσω επειδή τόλμησες να την απειλήσεις! Θα σε βρω και μόνο η στάχτη σου θα μείνει όταν τελειώσω».

Γέλασε στον κούφιο αέρα.

«Η στάχτη μας Μαλτέζο. Ίσως, ούτε καν αυτή».

Δε μίλησα. Το δέχτηκα γιατί δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τη στάχτη. Το κόψιμο στο μάγουλο έτσουζε τρομερά.

«Ψάχνετε κάτι κύριε Μαλτέζο;»

Γύρισα για μια ακόμα φορά στο φως –ας γινόταν αυτό που έπρεπε. Επιτέλους.

«Νομίζω οτι βρήκα αυτό που έψαχνα κύριε Αργυριάδη».

Καθίσαμε έχοντας ένα τραπέζι σαλονιού ανάμεσά μας.

«Η γυναίκα μου πεθαίνει κύριε. Λιώνει μέσα στον πόνο, κάθε ξημέρωμα ο πόνος πολλαπλασιάζεται», είπε σκυθρωπά.

«Λυπάμαι», διαπίστωσα. «Αλλά πρέπει να κάνω τη δουλειά μου».

«Η δουλειά σας! Ξέρετε ποια είναι η δουλειά σας; Να διαλύσετε κάθε ελπίδα. Να σκοτώσετε τη γυναίκα μου μια ώρα αρχύτερα –αυτή είναι η δουλειά σας κύριε Μαλτέζο. Αν μου παραδώσετε αυτό το γράμμα η γυναίκα μου θα πεθάνει άμεσα».

«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι΄αυτό», είπα αβέβαια.

«Μπορείτε –κι όμως μπορείτε! Ξέρετε τι περιέχει ο φάκελος; Αφήστε με να σας εξηγήσω, παρακαλώ πολύ».

Έμεινα αμίλητος περιμένοντας.

«Είχαμε έναν γιο. Όλη μας η ζωή αφιερωμένη να τον μεγαλώσουμε να τον σπουδάσουμε –να γίνει άνθρωπος. Ήταν ατίθασο παιδί. Πάντα εναντίον μας λες και θέλαμε το κακό του. Μέχρι και χέρι είχε φτάσει να σηκώσει στη μάνα του –ήταν ένα θυμωμένο παιδί κύριε Μαλτέζο. Κάναμε υπομονή. Τέλειωσε το σχολείο με παρακάλια, τον στείλαμε στο εξωτερικό –να σπουδάσει. Δεν σπούδαζε –μόνο λεφτά έτρωγε, αλλά πληρώναμε αδιαμαρτύρητα. Τι να κάναμε; Παιδί μας ήταν. Ώσπου ....»

Με κοίταξε –δακρυσμένος. Δεν αντέχω τα δάκρυα –ειδικά των αντρών. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, απλά στριφογύρισα στην καρέκλα μου.

«Η γυναίκα μου αρρώστησε βαριά –έπρεπε να ξοδεύω μια περιουσία σε φάρμακα. Ήμουν σε απόγνωση. Και τότε το παιδί μας αυτοκτόνησε. Μας ειδοποίησαν από το πανεπιστήμιο, τον βρήκαν κρεμασμένο ... Γιατί; Γιατί κύριε Μαλτέζο; Ποτέ δεν μάθαμε».

Σηκώθηκε απότομα, έτρεξε μέχρι τον διάδρομο και έστησε αυτί. Ξαναγύρισε.

«Νόμισα πως την άκουσα να φωνάζει -έκανα λάθος. Είδαμε τον γιο μας σε μια κρύα αίθουσα –ακίνητο κάτω από άσπρα φώτα. Άσπρα σεντόνια. Αυτό έκανε την αρρώστια της να καλπάσει –του είχε περισσότερη αδυναμία ... απ΄ότι εγώ. Έτσι σκέφτομαι».

Σηκώθηκε πάλι, χωρίς να βιάζεται. Βημάτισε στο δωμάτιο άσκοπα. Είχε αποκτήσει κάποια σιγουριά στις κινήσεις του, αλλά δεν έβλεπα το λόγο.

«Εργάζομαι σε μια εταιρεία που ασχολείται με εισαγωγές και εξαγωγές κύριε Μαλτέζο. Είναι γνωστή εταιρεία –δεν την έχετε ακουστά; Τέλος πάντων. Είκοσι χρόνια τώρα –είμαστε σε θέση να μεταφέρουμε τα πάντα. Από παντού για παντού –αυτό είναι το σύνθημά μας. Έτσι έγινε δυνατή η μεταφορά οργάνων. Τι να έκανα; Ο γιος μου ήταν νεκρός, αλλά η γυναίκα μου μπορούσε να σωθεί χρησιμοποιώντας τα όργανά του –δεν υπάρχει κανένας που θα σκεφτόταν να με κατηγορήσει, ήταν ανθρώπινο κύριε Μαλτέζο. Δεν συμφωνείτε;»

Κούνησα το κεφάλι.

«Έχει καμιά σημασία αν συμφωνώ;»

Ξανακάθισε.

«Μπορεί να έχετε δίκιο. Μπορεί να μην έχει τίποτα σημασία –άλλωστε όλα μεταβάλλονται πλέον. Όμως υπάρχουν κανονισμοί ξέρετε. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα όργανα ακόμα και των συγγενικών σου προσώπων ... έτσι ... ανεξέλεγκτα. Κάποιοι άλλοι μπορεί να τα χρειάζονται περισσότερο ... καταλαβαίνετε; Κάποιοι πρέπει να ζήσουν όταν άλλοι πεθαίνουν και τα κριτήρια ... τα κριτήρια κύριε Μαλτέζο δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με το συναίσθημα. Αγάπη, έλλειψη, συντροφικότητα, οικειότητα –η ζωή μας η ίδια. Δεν μετράνε αυτά όταν πρυτανεύει η λογική των κανονισμών! Η γυναίκα μου ήταν καταδικασμένη από την πρώτη μέρα που τη χτύπησε η αρρώστια. Ο κανονισμός απαγορεύει τη μεταμόσχευση οργάνων σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο ασθενής αφήνεται να πεθάνει αβοήθητος, μέσα στον πόνο των οργάνων του που σαπίζουν μέρα με τη μέρα. Αυτό ορίζει ο κανονισμός».

Πρόσεξα οτι τα χέρια του έτρεμαν. Ανεξέλεγκτα πλέον.

«Δουλεύω 20 χρόνια στην εταιρεία, ξέρω τα πάντα, από μέσα, κύριε Μαλτέζο. Είναι δύσκολο να παραβείς τον κανονισμό, αλλά όχι ακατόρθωτο. Όχι από μένα τουλάχιστον –όχι όταν πρόκειται για εκείνη. Η ελπίδα είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή –εύχομαι, ποτέ να μην το συνειδητοποιήσετε κύριε Μαλτέζο».

Ήθελα απεγνωσμένα να καταλήξει. Το σπίτι με τη φαρμακευτική μυρωδιά με συνέθλιβε και το τσούξιμο στο μάγουλο δεν είχε υποχωρήσει. Αντιστεκόμουν στην επιθυμία μου να το αγγίξω –ήξερα πως δεν ήταν τίποτα άλλο από γένια δύο ημερών εκεί πέρα.

«Υπήρχε μια μικρή διέξοδος –βλέπετε τα όργανα του ανθρώπινου σώματος είναι ευαίσθητα στη διατήρησή τους και η εταιρεία μας έχει δαπανήσει μεγάλα ποσά σε θέματα συντήρησης. Έχουμε ... είμαι υπεύθυνος για τις εγκαταστάσεις συντήρησης. Ανέλαβα τη φύλαξη των οργάνων του γιου μας και έτσι φρόντισα να γίνουν οι απαραίτητες μεταμοσχεύσεις στη γυναίκα μου. Ποιος θα με κατηγορήσει; Ήταν μητέρα του, είχε κάθε δικαίωμα! Ο κανονισμός έκανε λάθος κύριε Μαλτέζο κι εγώ δεν μπορούσα πλέον να τον σεβαστώ. Ποιος θα με κατηγορήσει;»

«Άρα το χαρτί που μεταφέρω είναι η αίτηση για μεταφορά κάποιου οργάνου που δεν υπάρχει», είπα απαλά.

«Η γυναίκα μου χειροτέρευσε με ταχύτερο ρυθμό μετά από κάθε μεταμόσχευση. Λες και τα όργανα του γιου μας ήταν κομμάτι της αρρώστιας κι όχι μέρος της θεραπείας. Αλλά ελπίζαμε ... Την είδατε. Λίγος χρόνος της μένει ακόμα –και δεν είναι δυνατή άλλη μεταμόσχευση ...»

Βύθισε το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους του. Σώπασε.

«Τώρα τι γίνεται;» ρώτησα.

«Αν παραλάβω το χαρτί που μου φέρατε θα πάω φυλακή. Δεν είμαι σε θέση να παραδώσω –θα είναι ζήτημα ημερών η σύλληψή μου. Δεν μπορώ ούτε καν να ξεφύγω –πρέπει να είμαι εδώ, δίπλα της. Με χρειάζεται. Στις τελευταίες της ώρες, να είμαι εδώ –μόνο αυτό ζητάω. Μετά, ας με κάνουν οτι θέλουν».

Σηκώθηκα. Έβγαλα την κατάσταση κίνησης από την τσέπη του μπουφάν μου –μια γραμμογραφημένη σελίδα –κι έψαξα το όνομά του.

«Κλέωνας Αργυριάδης –ανύπαρκτη διεύθυνση κατοικίας», συμπλήρωσα.

Πίσω μου ακούστηκε ένα πνιχτό γέλιο.

«Τελικά η συμπόνια είναι ισχυρότερο κίνητρο από τον φόβο Μαλτέζο», τσίριξε η φωνή.

Δεν καταδέχτηκα να κοιτάξω, ούτε να απαντήσω. Έφυγα από το σπίτι χωρίς να χαιρετήσω κανέναν.

Βαρέθηκα να περπατάω δίπλα στο πράσινο ποτάμι κι ο ήλιος είχε βολευτεί, μια χαρά, στην κορυφή του κεφαλιού μου. Σκεφτόμουν όμως να του δώσω ακόμα μια ευκαιρία –ένιωθα ανεξήγητα ανεκτικός. Γι΄αυτό, αγνόησα την αλλεργία που προκαλεί η ζέστη, αγνόησα το γεγονός πως κόντευα να κλείσω ολόκληρο μήνα στην κωλόπολη. Και κάθισα σε κάποιο παγκάκι, αποφεύγοντας να κοιτάζω τα σιχαμερά νερά που μούλιαζαν σκουπίδια. Ήταν ένα άθλιο ποτάμι που περνούσε από το κέντρο της, εξίσου, βρώμικης πόλης. Κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο περιμένοντάς τον, αντί να πάω κατευθείαν στο σπίτι του –κάπνιζα λοιπόν, παραβιάζοντας κατάφωρα τη μεθοδολογία μου. Η φωνή στο τηλέφωνο ήταν, μάλλον, ο λόγος.

«Κύριε Μαλτέζο, είμαι ο Αργυριάδης».

«Και λοιπόν;»

«Πεθαίνει».

«Θα πρέπει να εκφράσω τη θλίψη μου –σωστά;»

«Δεν είστε υποχρεωμένος. Απλά πήρα να σας ενημερώσω. Σύντομα θα είμαι στη διάθεσή σας».

Είχε περάσει μια βδομάδα από αυτό το τηλεφώνημα. Σηκώθηκα και έψαξα τηλεφωνικό θάλαμο. Όταν έκλεισα τη τζαμένια πόρτα, άναψα τσιγάρο –πάντα το έκανα αυτό.

«Εμπρός;»

«Ο Μαλτέζος είμαι αφεντικό».

«Είσαι απολυμένος Μαλτέζο! Δεν υπάρχεις! Έχεις ξοφλήσει μ΄ακούς:»

«Σε άκουσα μη ζορίζεσαι. Λοιπόν, χάρηκα για τη συνεργασία ...»

«Περίμενε κάθαρμα! Αρχίδι! Θα σε διαλύσω ρε!»

«Εντάξει μην ανησυχείς. Εδώ θα είμαι και θα περιμένω».

«Που είναι το πακέτο ρε;»

«Στη μέσα τσέπη του μπουφάν μου».

«Να μου το φέρεις αμέσως πίσω! Και μετά να ξεκουμπιστείς –κατάλαβες;»

«Εντάξει. Κλείνω τώρα».

«Στάσου! Πότε θα είσαι εδώ;»

«Σύντομα».

«Όχι σύντομα ρε! Τώρα! Χτες! Πριν ένα μήνα –κατάλαβες;»

«Εκεί ήμουν πριν ένα μήνα αφεντικό».

«Θα σε γαμήσω ρε! Τ’ ακούς; Θα σε γαμήσω!»

«Θα περιμένω ανυπόμονα αφεντικό».

Έκλεισα το τηλέφωνο, έσβησα το τσιγάρο στο τζάμι και βγήκα έξω. Μερικοί άνθρωποι χάνουν εύκολα την ψυχραιμία τους.

Είχε νυχτώσει και καθόμουν στη βεράντα του σπιτιού. Δεν χτύπησα κουδούνι, δεν υπήρχε λόγος να ενοχλήσω. Οτι ήταν να γίνει θα γινόταν. Απλά, βαρέθηκα να περιμένω στο ξενοδοχείο. Και είχα κάποιους λογαριασμούς ανοιχτούς. Καθόμουν λοιπόν, με δυο πακέτα τσιγάρα κι ένα μπουκάλι βότκα. Το φεγγάρι σαχλαμάριζε με κάτι άσπρα σύννεφα –κάποια βροχή θα ετοίμαζαν για το επόμενο πρωινό. Καθόμουν εκεί, ήσυχα –περιμένοντας –γιατί ο αέρας νότιζε τα κόκαλά μου με παρουσίες. Κάποιοι έφευγαν κι αυτοί ήταν που με ενδιέφεραν λιγότερο. Κάποιοι τριγύριζαν πονώντας –αυτούς περίμενα. Με μισόκλειστα μάτια, ψιθυρίζοντας κόντρα στις αναπνοές του φεγγαριού.

«Έλα, έλα, έλα».

«Σταμάτα να προκαλείς την τύχη σου Μαλτέζο», μουρμούρισε εκείνος λυπημένα.

Άνοιξα τα μάτια για να μην τον δω.

«Κράτα τις υποδείξεις για την πάρτη σου», απάντησα.

Έκρωξε παγερά –αυτό κάποτε θα έμοιαζε περισσότερο με γέλιο.

«Τι θέλεις από μένα; Γιατί με φώναξες;»

«Μίλησες για την Ελένη. Αυτό αρκεί».

«Η Ελένη! Δεν ωφελεί σε τίποτα να την ψάχνεις Μαλτέζο».

«Γι΄αυτό ακριβώς την ψάχνω. Πες μου που θα την βρω».

Ένιωσα να με κυκλώνει καθώς πλησίαζε το πρόσωπό του στο δικό μου. Δεν έβλεπα τα χαρακτηριστικά του.

«Πουθενά Μαλτέζο. Εδώ Μαλτέζο. Στα μέρη που μόλις άφησες –εκεί είναι η Ελένη. Και όπου πας –θα τη χάνεις για λίγο. Η Ελένη είναι η σκιά που μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, αλλά εσύ δεν πρόλαβες να την ακολουθήσεις. Η Ελένη είναι ‘εγώ’ Μαλτέζο, αλλά η Ελένη δεν είναι ποτέ ‘εδώ’».

Τινάχτηκα για να αιχμαλωτίσω τον αέρα.

«Εσύ όμως δεν θα γλιτώσεις! Την απείλησες κι αυτό φτάνει!»

Η σκιά του απλώθηκε στον τοίχο πίσω μου.

«Εγώ ποτέ δεν γλίτωσα. Η κόλαση θα ήταν ξεκούραση για μένα, μετά τα χρόνια που πέρασα σ΄αυτό το νεκρόσπιτο. Με καλούς ανθρώπους για γονείς –καλούς! Ναι! Ανθρώπους; Ας γελάσω! Και πεθαμένος ξαναμπήκα μέσα της, εκείνος φρόντισε να φυλαχτούν τα κομμάτια μου –το θεωρείς ανθρώπινη πράξη αυτό; Η μάνα μου που υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται –τον πατέρα μου που ζούσε σύμφωνα με τους τύπους. Τι το ανθρώπινο βλέπεις σε όλα αυτά Μαλτέζο;»

«Γιατί προσπάθησες να με εμποδίσεις;» αναρωτήθηκα.

«Γιατί εγώ μόνο έχω εξουσία στο θάνατό τους. Εγώ θα αποφασίσω πότε θα τελειώσει το μαρτύριο».

Κοίταξα το χώμα που λέρωνε τις μπότες μου. Πέταξα το τσιγάρο και το παρακολουθούσα να συνθλίβεται στο πάτημά μου. Σηκώθηκα. Καθώς τον πλησίαζα έμοιαζε να αποκτά συγκεκριμένη μορφή.

«Άντε γαμήσου», του φώναξα καθώς πηδούσα κατά πάνω του με κλειστά μάτια.

Το ουρλιαχτό που ακούστηκε από το σπίτι ακινητοποίησε μέχρι και τα σύννεφα. Δεν το είδα, αλλά το υπέθεσα. Η μορφή μπροστά μου θρυμματίστηκε σε αόρατες φολίδες –δεν τις είδα, αλλά τις ένιωσα να με γδέρνουν. Χτύπησα με δύναμη στον τοίχο και σωριάστηκα σφαδάζοντας. Δεν με ένοιαζε όμως καθόλου.

Έψαξα στην τσέπη μου τη γυάλινη μπάλα, το ήξερα πριν την αγγίξω αλλά την έβγαλα στο αχνό φως και ήταν ραγισμένη.

«Κανείς δεν απειλεί την Ελένη!» φώναξα όσο πάλευα να σταθώ στα πόδια μου.

Έσπρωξα την πόρτα του σπιτιού, ευτυχώς, ήταν ξεκλείδωτη. Στηρίχτηκα σε τοίχους ποτισμένους από αρρώστια και βρήκα το δρόμο μου για την κρεβατοκάμαρα. Εκεί ήταν. Επιτέλους χαμογελαστή, με ορθάνοιχτα μάτια –από χρόνια σβησμένα. Εκείνος της κρατούσε το χέρι ασάλευτος. Στάθηκα μπροστά του. Γυάλινα και τα δικά του μάτια, ανέπνεε αργά, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα πλέον. Εγώ δεν υπήρχα και το δωμάτιο δεν υπήρχε γι΄αυτόν. Η ζωή είχε τελειώσει σε ένα μόνιμο χαμόγελο.

«Ο Κλέωνας Αργυριάδης;» είπα σταθερά.

Δεν έδειξε να καταλαβαίνει τίποτα. Μόνο σάλια άρχισαν να τρέχουν από το μισάνοιχτο στόμα του.

«Έχω ένα πακέτο για σας», συνέχισα.

Μετά ακούμπησα τον φάκελο από χαρτί μανίλα στο κρεβάτι, δίπλα από τα μπλεγμένα τους δάχτυλα. Βγαίνοντας από το δωμάτιο έσβησα το ενοχλητικό φως. Και έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.

Ο δρόμος της επιστροφής ακολουθούσε την κοίτη του ποταμιού γι΄αυτό οδηγούσα με κλειστά παράθυρα. Απέφευγα να κοιτάξω το ποτάμι –δεν ήταν τα ορθάνοιχτα μάτια που επέπλεαν στα πράσινα νερά –ήταν τα σκουπίδια που με ενοχλούσαν. Αλλά δεν οδηγούσα γρήγορα γιατί ήξερα πως το ποτάμι σε ακολουθεί όσο το αποφεύγεις. Κι εγώ χρειαζόμουν μια συντροφιά για να αντέχω μέχρι το τέλος του ταξιδιού.

Άλλωστε, η Ελένη δεν ήταν.

16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

RaZzMaTaZz είπε...

1. οι πόλεις με ποτάμι πάντα κρύβουν μια ενδότερη σαπίλα. One way or another.
2. ο τυπάς σκια ήτο wraith με @@. να βγάζεις συχνότερα τέτοιους!

[ανοίγει παρένθεση: στα σημεία με το τσούξιμο και το άγγιγμα and stuff μου θύμισε μια ιστοριούλα που είχα διαβάσει παλιά (σε βιβλιαράκι της Ωρόρα, που αλλού) που νομίζω λεγόταν "love me, love me, love me" αν έπεσε μέσα και το google δηλαδή γιατί ο ελληνικός τίτλος ήτο "αγάπα με" επί 3 και συνεπώς πιο φρικτός κι απ' τον τρόμο του actual διηγήματος (που btw γαμούσε κι έδερνε) κλείνει η παρένθεση]

3. Δεν ξέρω γιατί αλλά το όνομα Ελένη ποτέ δε μου καθόταν καλά. Τώρα θα μου πεις απ' το να την έλεγες Χρυσοβαλάντω τη γκόμενα (ας πούμε) καλό είναι κι αυτό. Πάντως μπορείς να κρατήσεις το έψιλον και να το κάνεις Εκάτη που κολλάει κι ευκολότερα με pet αγριόσκυλα σε σταυροδρόμια (ζημιά λέμε)
4. Παραγγελιά για το επόμενο (ή κάποιο απ' τα επόμενα εν πάση περιπτώσει): να περιλαμβάνει χιόνια, πάγους κι ερημιές. Πως να το κάνουμε, ο Μαλτέζος είναι uber, πρέπει να καλύψει όλες τις εποχές :P
5. Το timing ανεβάσματος της ιστορίας τα σπαει και δε φαντάζεσαι με πόση άνεση τις διαβάζω κάθε φορά τέτοιες ώρες (άδειο γραφείο, τσιγάρο, καφές, πόδια στο τραπέζι -φάκιν γιέα- και μετά σχολάω με καλή διάθεση)
6. Αυταααα :p

The Motorcycle boy είπε...

1.raz, υπάρχει η εξής προσωπική κατάρα: δεν γίνεται να διαβάσω ιστορία ή να ακούσω τραγούδι με τρένο, γράμμα ή ποτάμι και να μη μου αρέσει. Αυτό το love me -Cramps μου θυμίζει. Εκτός αν είναι η ιστορία με το φάντασμα γυναίκας που σαπίζει αυτόν που έρχεται σε επαφή μαζί της -η οποία ιστορία με έχει σημαδέψει (και την έχω κατακλέψει).

2. Δε μου αρέσουν αυτοί -μου θυμίζουν εκείνα τα μαλακιστήρια του Underworld. Από μόνος του χώθηκε στο ξεκάρφωτο -δε με ρώτησε ο αρχίδης.

3. Ελένη. Ποτέ δεν ερωτεύτηκα κοπέλα με τέτοιο όνομα, αλλά αφού υπάρχει Μαλτέζος αναγκαστικά θα πρέπει υπάρχει και Ελένη, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Θα σου το εξηγήσω από κοντά αυτό.

4. Με τόση κουφόβραση -δε μου βγαίνει χιόνι. Να βάλω τίποτα ναρκωτικά και παραισθήσεις που τα έχω πάντα εύκολα; Εκεί, και χιόνι βλέπεις και τον Αβραάμ Πάπα τον ίδιο μη σου πω!

5. Για το timing σε βόλεψε η καινούργια (παλιά μου) δουλειά. Μου βγάζουν το Χριστό μέχρι τις 12μιση και μετά κόβουν οι μηχανές και μπορώ να χαλαρώσω.

6. Αύριο ταξιδεύεις μην το ξεχάσεις ε; Κωλόφαρδη!

Puppet_Master είπε...

malista...
mh valeis narkwtika h votka ftanei.aftos den einai anthropos ine xionanthropos.padws enadiaferon xaraktiras tha htan mia pornh :)
odws to elenh me xalaei.maria einai kalutero.oloi exoume gnwrisei mia maria pou ine !@$%tanaki...
paw na ps(o)fisw ta leme meta thn kiraki :P

The Motorcycle boy είπε...

puppet, πόρνη και μάλιστα καταλυτική υπάρχει εκεί στο πλάι που λέει "και το όνομα του τρένου είναι ...". Αν ποτέ κρεβατωθείς από καμιά παιδική ασθένεια το διαβάζεις.
Η Ελένη πάει με το Μαλτέζο -αν ήταν στο χέρι μου δεν θα διάλεγα τέτοιο όνομα. Ούτε για το Μαλτέζο θα έγραφα -μου τι σπάνε οι μυστήριοι που τα καταφέρνουν πάντα.
Καλή ψήφο και κακό τους ψόφο. Ελπίζω μετά την Κυριακή να μη βρίζω γενικώς και εθνικώς.

Ανώνυμος είπε...

εχασα λιγο το νοημα της ιστοριας αλλα μπορει να φταιει οτι ειναι πεντεμιση το πρωι, οτι δεν ειδα το ντιμπειτ, οτι τραυματιστηκε ο γκαλετι...

RaZzMaTaZz είπε...

ναι ναι εκείνη την ιστορία εννοούσα, με το φάντασμα της γκόμενας σάπιο άγγιγμα. έπος :)

οι ιστορίες του Μαλτέζου είναι παραισθήσεις μέσα σε παραισθήσεις (κατά το a dream within a dream) οπότε λετ ιτ μπι, θα περιμένω το χιόνι!

The Motorcycle boy είπε...

Άσωτε, το οτι έχασες το νόημα δεν είναι κακό. Το οτι τραυματίστηκε ο Γκαλέτι είναι ολέθριο. Γαμώ την καταδίκη μου -όσο θυμάμαι τα φιλικά με Πάτσα δεξί χαφ και σκέφτομαι το ίδιο σενάριο με Λάτσιο φρικάρω! Άσε που βλέπω πάλι τον Σέζαρ πίσω και όπως τον είδα στο χτεσινό φιλικό ήταν το ίδιο φορμαρισμένος με τα τα φιλικά προετοιμασίας -τροχονόμος και πωλητής μπάλας δηλαδή. Μόνο τον Σηφάκη χάρηκα που τον είδα στο τέρμα. Ότι και να είναι, τον προτιμώ από τον Αντωνάκη και τον Μπούτινα.

raz, εντάξει συνεννοούμαστε. Κάποτε θα χιονίσει, ελπίζω να μην θέλεις να τον βάλω να κάνει σκι κιόλας.

RaZzMaTaZz είπε...

snowboard ίσως?

Godot είπε...

Μαλτέζος στα χιόνια;
Ίσως αλλά μόνο στο Σικάγο, ή στο Ροτερνταμ.
Μην το κάνουμε οδοιπορικό του Αρναούτογλου στα χωράφια.

Θυμάσαι ένα παμπάλαιο παιχνίδι που λεγόταν Where in the world is Carmen Santiego?
Γιατί μου το θυμίζει κάθε φορά;;;

Πάντως εμένα μου αρκεί που φεύγοντας,
τους έκλεισε το φως.

Ανώνυμος είπε...

Μπράβο σου, εξαιρετική κι αυτή...
Έχω τυπώσει το "Ονειρο. Πλην." και το μοιράζω σε φίλους δεξιά κι αριστερά να το διαβάσουν. Σκοπεύεις να εκδώσεις κάτι για το κοινό σου, ή να συνεχίσω την ερασιτεχνική βιβλιοδεσία; :-)

Να γράφεις... Να γράφεις.

Saigon

The Motorcycle boy είπε...

raz, ναι -σνόουμπορντ και τζόκεϊ ανάποδα και χαμηλοκάβαλο παντελόνι. Το έχει κάνει ο Τζόυ στα "Φιλαράκια" γιατί όχι και ο Μαλτέζος; (Να σου πω -σκέφτηκες ποτέ μήπως είναι με οποιονδήποτε τρόπο υπαρκτός και έρθει και σε ξεκοιλιάσει καμιά μέρα; λέω εγώ τώρα).

Godot, "17 feet of pure white snow" κάπως έτσι θα πάει -"where is Mike? he's long gone" και τέτοια. Ποια είναι αυτή η Κάρμεν από τον Άγιο Ιάγο; (Οι πεθαμένοι και οι αφασικοί δεν είναι καλαμπόκια να τους ψήνεις κάτω από τις λάμπες -συμφωνούμε βεβαίως. Κι εμένα ήταν από τα λίγα κομμάτια της ιστορίας που μου άρεσαν).

saigon, όπως έχω ξαναπεί -οι ιστορίες είναι δικές μου μέχρι να τις γράψω (κι αυτό όχι απόλυτα). Μετά ανήκουν σε αυτούς που τις διαβάζουν -οπότε μπορείς να τις κάνεις οτι θέλεις. Για να τυπώσω πουθενά επαγγελματικά δεν το βλέπω -είμαι πολύ γέρος για να γυρνάω τους εκδοτικούς με τα χειρόγραφα παραμάσχαλα. Και κάτι κόμπλεξ που είχα παλιά, να δω τυπωμένα κείμενά μου τα ξεπέρασα με τον χειρότερο τρόπο.

Ανώνυμος είπε...

http://otinanaistaexitpoll.blogspot.com/

Μαζική κίνηση για παραπλάνηση στα Exit Polls . . .

Suspect είπε...

Η αναμονή, όπως και η ανάμνηση ενός γεγονότος, επιδρούν πάνω στην πραγματική του σημασία.

The Motorcycle boy είπε...

Έχεις δίκιο -νομίζω πως η αναμονή προσδίδει από μόνη της σημασία στο γεγονός. "Τι τρομερή αναμονή! Ελπίζω να κρατήσει για πάντα!" λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ.
Οι αναμνήσεις πάλι είναι οτι μας κρατάει ζωντανούς.

Queerdom είπε...

Μού'λειψε ο κύριος Μαλτέζος..Με πήρε μαζί του το ποτάμι, ο τυπάκος που έσκασε μύτη, καλά έκανε, έδωσε άλλη διάσταση στον κύριο Μαλτέζο κι η Ελένη, καλά κάνει και λέγεται Ελένη..Του πάει, για πολλούς λόγους. Δεν έχεις μήπως κανένα βιβλίο με ιστοριούλες σου να διαβάζω τα βράδια, ε;

The Motorcycle boy είπε...

queerdom, "we go down to the river and through the river we die" έλεγε ο εκείνος ο κοντούλης, πηδηχτούλης κύριος παλιά. Η Ελένη -καλά, άσχημα -λέγεται Ελένη και μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι γι΄αυτό ή για οτιδήποτε άλλο. Φυσικά και του πάει του Μαλτέζου -είναι ένα πράγμα (θα σου το εξηγήσω από κοντά).
Ναι έχω δυο βιβλία με ιστοριούλες που τα συνιστώ με τα 1.000: "Το πεπρωμένο ονομάζεται Κλωτίλδη", του Τζιοβάνι Γκουανταρέσκι (για να κοιμάσαι με χαμόγελο ή να ξυπνάς τους γύρω σου από τα γέλια) και τον "Θάνατο του κυρίου Γκόλουζα", του Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς (για να κοιμάσαι με απορίες). Εντάξει, δεν είναι δικά μου -αλλά καλύτερα! Η τέχνη μου στο να αποκοιμίζω ανθρώπους δεν έχει εκτιμηθεί ακόμα δεόντως -οι εκδότες έχουν τη διεστραμμένη άποψη να βγάζουν (κάποιες φορές) μόνο ενδιαφέρουσες ιστορίες.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι