Ήταν εκείνα τα σύννεφα που μισόκρυβαν το φεγγάρι –άσπρα σύννεφα, ακίνητα. Περίμεναν την αυριανή βροχή. Κοίταξα το φωτισμένο φαρμακείο και αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να πάρω την τσάντα μαζί μου. Ή όχι. Ζύγισα το βάρος της διστακτικά –μετά την άφησα στη θέση του οδηγού με την πόρτα μισάνοιχτη. Κανείς δεν κλέβει μια παρατημένη τσάντα, ακόμα κι αν μέσα της βρίσκεται ένα εκατομμύριο. Ήμουν σίγουρος γι΄αυτό; Καθόλου. Ένιωθα όμως ανάλαφρος εκείνη τη νύχτα πριν την αυριανή βροχή κι αν κάποιος έβαζε χέρι στην τσάντα, θα μου εξασφάλιζε το προνόμιο να του ξεριζώσω την καρδιά. Ίσως έτσι να ξεχνούσα, για λίγο, τον πόνο.
«Μορφίνη», διάβασε ο γυαλάκιας φαρμακοποιός.
«Δεν μου λες τίποτα καινούργιο», παρατήρησα.
«Θα πρέπει να έχεις βεβαίωση από νοσοκομείο –δεν αρκεί η συνταγή γιατρού», με πληροφόρησε.
«Κι εσύ θα έπρεπε να έχεις κάποιον με όπλο –δεν αρκούν τα λόγια για να με εμποδίσουν», του είπα φιλικά.
Το σκέφτηκε.
«Είναι παράνομο –θα βρω τον μπελά μου αν σου δώσω μορφίνη».
«Έχεις βρει ήδη τον μπελά σου», τον διαβεβαίωσα.
Εξαφανίστηκε στο πίσω δωμάτιο του φαρμακείου. Κοίταξα την μισάνοιχτη πόρτα του αυτοκινήτου μου. Η τσάντα ήταν ακόμα εκεί. Ο δρόμος απέξω –έρημος. Ο γυαλάκιας αργούσε.
Μπήκα μέσα από τον πάγκο και χώθηκα στο πίσω δωμάτιο. Ήταν κρεμασμένος στην τηλεφωνική συσκευή, όπως το είχα φανταστεί. Ξήλωσα το τηλέφωνο από την πρίζα νιώθοντας πέτρες να συνθλίβουν τα κόκαλά μου.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνεις βλακείες», τον καθησύχασα.
Κούνησε το κεφάλι –είχε δει πολύ χειρότερα, δεν διέκρινα τρόμο στα μάτια του –μόνο ματαιότητα.
«Που είναι;» ρώτησα.
Μου έδειξε ένα κλειδωμένο ντουλάπι.
«Θα ανοίξεις ή να το σπάσω;» ενδιαφέρθηκα.
Δεν έκανε καμιά κίνηση. Δυο κλωτσιές υπόθεση ήταν –γέμισα μια πλαστική σακούλα με χάρτινες συσκευασίες και εξαφανίστηκα ψαρεύοντας ενδοφλέβιες από τα ράφια. Η τσάντα με χτύπησε φιλικά στον ώμο καθώς τη μετέφερα στο πίσω κάθισμα. Πόνεσα πολύ.
«Θα κάνεις πρώτα μια στάση σε αυτή εδώ τη διεύθυνση. Σε περιμένουν. Θα σου δώσουν μια τσάντα και ένα όνομα για να την παραδώσεις».
«Τι θα έχει μέσα η τσάντα;»
«Χάντρες και καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς».
«Ανεπαρκής απάντηση αφεντικό. Ξέρεις οτι δεν κουβαλάω παράνομα πράγματα».
«Μην είσαι ηλίθιος Μαλτέζο. Η εταιρεία δεν διακινεί ποτέ και τίποτα παράνομο».
«Δεκτό. Τι θα έχει λοιπόν η τσάντα;»
«Λεφτά Μαλτέζο. Πολλά λεφτά. Κι αν τα χάσεις ετοιμάσου να κλάψεις τον κώλο σου».
«Τι θα αγοράσουν αυτά τα λεφτά;»
«Άντε φεύγα ρε Μαλτέζο που θα μας κάνεις και ‘πόθεν έσχες’!»
«Εντάξει, αλλά θα μάθω».
«Σιγά μη δε μάθαινες! Αλλά φρόντισε να κάνεις τη δουλειά –τα υπόλοιπα δεν με αφορούν».
«Σύμφωνοι».
«Μαλτέζο;»
«Λέγε αφεντικό».
«Γιατί τρέμει το χέρι σου;»
«Από τη συγκίνηση που σε ξαναείδα».
«Ρε, άντε χάσου!»
«Ότι πεις».
Σταμάτησα σε ένα σκοτεινό πάρκινγκ της εθνικής. Τα κόκαλά μου κόντευαν να γίνουν σκόνη –μια τρικυμία από μυελό έκανε τ΄αυτιά μου να βουίζουν. Θα την ξανάβλεπα σύντομα. Έβγαλα το μπουκάλι που φύλαγα στο ντουλαπάκι και ήπια μέχρι να δακρύσουν τα μάτια μου. Άναψα τσιγάρο. Τώρα ήταν η ώρα της.
Ήρθε σα δηλητήριο που παραλύει τις αισθήσεις, με φίλησε στο μέτωπο αλλά δεν την ένιωσα.
«Δε σε χορταίνω αγάπη μου», διαπέρασε βραχνά τ΄αυτιά μου.
«Καταραμένοι όσοι χορταίνουν», ψιθύρισα.
«Καταραμένοι κι όσοι διψάνε παντοτινά», είπε.
«Είναι ελάχιστος ο χρόνος μας», διαπίστωσα πικρά.
«Γι΄αυτό είναι αιώνιος. Πόσο θ΄αντέξεις ακόμα αγάπη μου;» άγγιξε, πλημμύρισε.
«Μέχρι να σε βρω. Η απουσία σου δεν αντέχεται», έσφιξα τα δόντια, αναρίγησα.
«Κάνε την ένεση, κάνε την ένεση. Μη διαλύσεις ακόμα το κορμί σου».
«Λίγο ακόμα».
«Ποτέ δεν θα σου φτάνει».
«Ποτέ ας μη μου φτάσει».
«Κάνε την ένεση. Ξεκουράσου αγάπη μου».
Έφυγε και άδειασα. Ο πόνος άρπαξε τις αισθήσεις μου απότομα –στριφογύρισα σα σκουπίδι στον άνεμο. Ήμουν ένας αχόρταγος μαλάκας –ρίσκαρα απερίσκεπτα. Κάποια μέρα δεν θα μπορούσα ούτε την ένεση να κάνω και τότε θα κατέληγα ζάχαρη στη φωτιά. Άδειασα το υγρό στη φλέβα –και λοιπόν; Ο πόνος υποχώρησε διαμαρτυρόμενος. Ρίσκαρα απερίσκεπτα παρά τις προειδοποιήσεις της.
Πάτησα το μπουτόν (δεν ήταν κουμπί –μπουτόν ήταν) και ο ήχος του κουδουνιού πολλαπλασιάστηκε γεωμετρικά, πίσω από τη θωρακισμένη πόρτα. Έπρεπε να έχω φορέσει κάτι πιο επίσημο –αυτό το λοφτ (δεν ήταν διαμέρισμα –λοφτ ήταν) ούρλιαζε από χλιδή. Περίμενα, πονούσα ελεγχόμενα εκείνη την ώρα.
«Ο κύριος;» ρώτησε ένας εμφανώς υπηρέτης.
«Ναι αυτός είμαι», συμφώνησα.
«Ποιος;» απόρησε το υπηρετικό προσωπικό.
«Αυτός που είπες. Ο κύριος».
«Δεν νομίζω πως έχω χρόνο για αστεία. Θα μου πείτε τι θέλετε;»
Του είπα. Με οδήγησε στο αχανές καθιστικό και εξαφανίστηκε. Βούλιαξα μέσα σε μαλακά μαξιλάρια που σχημάτιζαν έναν απέραντο καναπέ –ήθελα να κοιμηθώ επιτόπου. Και να ξυπνήσω βάτραχος.
«Είστε από την εταιρεία;»
Κομψός. Γκριζομάλλης. Αρχές φαλάκρας. Ντυμένος με, τουλάχιστον, δυο χιλιάρικα –και δεν φορούσε παπούτσια. Συγκρατημένα φιλικός.
«Ναι, εγώ είμαι. Άρης Μαλτέζος».
«Σας έχουν ενημερώσει, προφανώς, για την μεταφορά ...», έβαλε κονιάκ από ένα κρυστάλλινο μπουκάλι. Δεν διανοήθηκε καν να μου προσφέρει.
«Όχι ακριβώς», είπα.
Σταμάτησε.
«Τι εννοείτε;»
«Ξέρω οτι θα μεταφέρω χρήματα, αλλά δεν γνωρίζω τον λόγο».
Δυο φούσκες σάλιου στις άκρες των χειλιών του. Έσκασαν.
«Και τι σας ενδιαφέρει ο λόγος, κύριε Μαλτέζο; Η δουλειά σας είναι να μεταφέρετε τα χρήματα –τίποτα άλλο».
«Όπως νομίζετε».
Σηκώθηκα.
«Που πάτε;»
«Δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Προφανώς διαφωνούμε σε βασικά θέματα. Αντίο σας».
Άφησε το ποτήρι με θόρυβο στο γυάλινο τραπέζι. Αν δεν ήταν ο αναπαυτικός καναπές θα πίστευα πως μπήκα σε γυάλινη σφαίρα. Πόνεσα απροειδοποίητα.
«Καθίστε, σας παρακαλώ. Θα πιείτε κάτι;»
Σιχαίνομαι τους φιλικούς κατ΄ ανάγκη.
«Βότκα», είπα. «Σκέτη».
Το τακτοποίησε μέσω του υπηρετικού προσωπικού. Κι έτσι βρεθήκαμε να τα λέμε σαν παλιόφιλοι. Που δεν ήμασταν.
«Με είχαν ενημερώσει πως είστε λίγο ... εκκεντρικός ...» έξυσε το μέτωπό του.
«Λάθος σας ενημέρωσαν. Είμαι επαγγελματίας –θέλω να γνωρίζω οτιδήποτε θεωρώ απαραίτητο για να σιγουρέψω τη δουλειά μου», υποστήριξα.
«Τέλος πάντων ....», δεν είχε σκοπό να χάσει πολύ χρόνο μαζί μου. «Το θέμα είναι αυστηρά προσωπικό και απαιτείται εχεμύθεια. Ο γιος μου ... τον απήγαγαν. Είναι πολύ ανησυχητικό –δε νομίζετε;»
Πήγα κάτι να πω –δεν με άφησε.
«Πρέπει να μεταφέρετε τα χρήματα σε συγκεκριμένο σημείο. Στη διεύθυνση που θα σας δώσω. Μετά θα γίνει ένα τηλεφώνημα, προκειμένου να ελευθερωθεί ο γιος μου. Αυτό είναι όλο».
«Πόσων χρονών είναι ο γιος σας;»
«Δεκατριών».
«Είστε βέβαιος πως οι συγκεκριμένοι άνθρωποι κρατάνε τον γιο σας;»
«Ναι. Χτες μίλησα μαζί του –ακουγόταν εντάξει ... φοβισμένος .... αλλά εντάξει».
«Και ποιος θα τον παραλάβει;»
«Δικοί μου άνθρωποι. Υποθέτω, αρκετά μακριά από το σημείο που θα παραδώσετε τα χρήματα».
«Είστε σίγουρος πως θα πάνε έτσι τα πράγματα;»
«Γιατί όχι; Οι απαγωγείς θα έχουν πληρωθεί. Γιατί να κάνουν κακό στον γιο μου;»
Άναψα τσιγάρο. Τριγύρω δεν υπήρχαν τασάκια. Αδιαφόρησα.
«Πείτε μου πως θα διαφύγουν οι απαγωγείς».
Έσκυψε το κεφάλι.
«Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ...», σταμάτησε.
«Ούτε εγώ είμαι σε θέση να περιμένω πολύ. Σας ακούω λοιπόν».
«Θα κρατήσουν εσάς μέχρι να εξασφαλιστούν».
Γέλασα. Έριξα τη στάχτη στο γυαλιστερό του πάτωμα.
«Τώρα συνεννοούμαστε καλύτερα», παρατήρησα.
Ο άντρας απέναντί μου, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους.
«Νομίζετε οτι αξίζω τόσα πολλά ώστε να με κρατήσουν;» ρώτησα.
«Δεν έχει σημασία. Θα τους χρησιμεύσετε σαν όμηρος σε περίπτωση που ...»
Έπεσε βουβαμάρα. Κάπνισα το τσιγάρο με την ησυχία μου και το έσβησα με το τακούνι της μπότας στο πάτωμα. Σηκώθηκα.
«Δώστε μου την τσάντα με τα χρήματα», είπα.
Ο άντρας ανακουφίστηκε.
«Θα το κάνετε;» ρώτησε.
«Αυτή είναι η δουλειά μου», απάντησα.
Δυο μακρινά φώτα σε σταθερή απόσταση. Πίσω μου. Είχα ναρκωθεί από τη μορφίνη αλλά δεν κοιμόμουν. Οδηγούσα σταθερά, νωχελικά –σαλιγκάρι στον κήπο –αυτό μπορούσα να το κάνω ακόμα και κοιμισμένος. Τα φώτα είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στον καθρέφτη μου. Έπιασα άκρη στην έρημη εθνική και σταμάτησα. Βγήκα από το αυτοκίνητο, άναψα τσιγάρο, χαιρέτησα τα σύννεφα. Που είχαν κρύψει εντελώς το φεγγάρι –τα σύννεφα είναι θρασύδειλα όταν μαζεύονται πυκνά.
Όσο πλησίαζε το άλλο αυτοκίνητο φωτιζόταν η άσφαλτος. Περίμενα υπομονετικά. Ένα πράσινο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από το δικό μου. Ένας άντρα με καπέλο τζόκεϊ κατεβασμένο μέχρι τη μύτη και φόρμες γυμναστικής με πλησίασε.
«Δώσε μου την τσάντα», είπε ήσυχα.
«Πάρε τ΄αρχίδια μου», απάντησα στο ίδιο ύφος.
Κοντοστάθηκε. Έβγαλε πιστόλι.
«Δεν έχω χρόνο για κουβέντες», απείλησε.
«Χαίρομαι, γιατί κι εγώ είμαι βιαστικός», απάντησα κοιτάζοντας την κάνη.
Με σημάδεψε αμίλητος.
«Λέω να πηγαίνω», του γύρισα την πλάτη.
«Στάσου!»
Πέταξα το τσιγάρο νευριασμένος.
«Άκου, ηλίθιε. Την τσάντα θα την παραδώσω στο σημείο που μου έχουν πει. Πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλο. Μπορείς να πυροβολήσεις αλλά έτσι θα χάσετε την πιθανότητα να με κρατήσετε όμηρο. Δε σε συμφέρει –με καταλαβαίνεις;»
Το σκέφτηκε χωρίς να κατεβάσει το πιστόλι. Δεν είχα όλον το χρόνο του κόσμου στη διάθεσή μου.
«Φεύγω, ακολούθησέ με», είπα. «Ή καλύτερα, μπες μπροστά για να μου δείχνεις το δρόμο».
Έσκυψα για να μπω στο αυτοκίνητο. Πρώτα ένιωσα την κλωτσιά στον ώμο και μετά άκουσα τον κρότο. Τινάχτηκα σα μαριονέτα –χτύπησα στο αυτοκίνητο πριν πέσω. Μύρισα άσφαλτο ανακατεμένη με μπαρούτι αλλά δεν πονούσα. Μορφίνη.
Ο άντρας πέρασε από πάνω μου και χώθηκε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Τον έπιασα από το πόδι. Με κλώτσησε στο πρόσωπο. Κύλησα μισό μέτρο μακρύτερα. Τον είχα υποτιμήσει. Ή κάτι περίεργο συνέβαινε.
Έπεφτα στην άβυσσο χωρίς να φοβάμαι πως θα σπάσω τα πόδια μου. Έπεφτα με το κεφάλι. Αναίσθητος.
Ο γεράκος με την άσπρη μπλούζα μελετούσε τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Σκεπτικός –χωρίς λόγο. Δεν υπήρχε τίποτα διφορούμενο εκεί –μέχρι κι εγώ το καταλάβαινα.
«Καλπάζουσα μορφή Άρη μου».
«Έτσι είναι όλα τα πάθη γιατρέ».
Χαμογέλασε ξύνοντας τη φαλάκρα του. Δεν θυμόμουν πότε τον είχα δει για πρώτη φορά. Πίσω στα χρόνια των αποδράσεων, όταν μου έβγαζε τον ώμο κάθε χρόνο για να παίρνω καινούργιες αναβολές από τον στρατό. Τότε θα πρέπει να ήταν. Η νύχτα που χτυπούσα με γροθιές την πόρτα του, κρατώντας αγκαλιά έναν άγγελο σε ακατάσχετη αιμορραγία –εκείνη η νύχτα πρέπει να είχε έρθει πολύ αργότερα. Όταν τον είχα δει για τελευταία φορά –αν υποθέσουμε πως μπορούσα όντως να δω. Τότε.
«Πρέπει να ξεκινήσεις θεραπεία. Θα σου γράψω το όνομα ενός συναδέλφου στο νοσοκομείο ...»
«Μην ξοδεύεις τζάμπα μελάνι –γιατρέ. Δεν ήρθα για να μου πεις τι έχω –αυτό το ξέρω. Ήρθα για βοήθεια. Πως αντιμετωπίζω τον πόνο;»
Έσκυψε πάνω στο λευκό φύλλο χαρτιού.
«Θα σου γράψω μορφίνες, αλλά κανένα φαρμακείο δεν πρόκειται να στις δώσει. Θα ζητήσουν χαρτί από νοσοκομείο ...»
«Γράψε και μην ασχολείσαι με τα διαδικαστικά».
Έγραψε. Χαιρετηθήκαμε εγκάρδια. Κοντοστάθηκα πριν βγω έξω.
«Γιατρέ, πόσο μου μένει ακόμα;»
Δυσανασχέτησε.
«Είσαι ήδη νεκρός Άρη μου. Απλά, το σώμα σου αντιστέκεται».
Γέλασα.
«Πες μου κάτι που δεν ξέρω γιατρέ».
Με ξύπνησε ο πόνος. Ασφάλτινα αγκάθια στριφογύριζαν ακόμα και στο πρόσωπό μου, μια αντλία δούλευε μέσα μου, αντλία εξόρυξης πόνου. Όλο και πιο γρήγορα. Προσπάθησα να ουρλιάξω ψάχνοντας ανάσες –αδύνατο ακόμα κι αυτό. Ένα χέρι, μακριά δάχτυλα, γλίστρησαν στην παλάμη μου. Κατόρθωσα να γευτώ το άρωμά της. Τράβηξα το χέρι προσπαθώντας να σταθώ όρθιος. Πάλεψα αγνοώντας τον πόνο –όταν η γυναίκα σου έρχεται δεν είναι σωστό να την υποδέχεσαι γονατιστός. Ξεκόλλησα από την άσφαλτο που έμοιαζε με πλοκάμια χταποδιού. Στριφογύρισα από την ίδια μου τη φόρα. Ρούφηξα αχόρταγα αέρα, κράτησα σφιχτά τον πόνο της μέσα μου.
«Μην συνεχίσεις αγάπη μου. Φύγε από αυτό –όσο προλαβαίνεις».
«Δε γίνεται, Ελένη. Είναι η δουλειά μου και πρέπει να την τελειώσω».
«Είναι μεγαλύτερο από σένα. Φύγε!»
«Τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο από μένα. Τίποτα δεν υπάρχει».
Την ένιωσα να απομακρύνεται απότομα.
«Όπως θέλεις. Κάνε τουλάχιστον την ένεση –θα καταρρεύσεις».
«Ελένη;»
Πάγωσε στον αέρα.
«Ναι;»
«Πες το όνομά μου».
«Φύγε αγάπη μου. Φύγε!»
«ΠΕΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ!» ούρλιαξα αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί, για να με ακούσει.
Βυθίστηκα για μια ακόμα φορά στη μορφίνη.
Οι άνθρωποι τρομοκρατούνται. Από τι; Μια απειλή που τους πλησιάζει –αυτό δεν τρομοκρατεί τους ανθρώπους. Αλλιώς θα στρίγκλιζαν στη θέα των αυτοκινήτων, θα λιποθυμούσαν μπροστά στους μπάτσους -για παράδειγμα. Όμως αδιαφορούν ή παγώνουν αβέβαιοι –φοβούνται, υπολογίζουν. Τι, τελικά, τρομοκρατεί τους ανθρώπους; Η απόγνωση, τα μάτια που δεν τους κοιτάζουν, η βεβαιότητα πως δεν υπάρχει τίποτα πλέον για να χαθεί –και το σταθερό βήμα. Σταθερό –όχι αργό, ούτε γρήγορο. Αυτά τρομοκρατούν τους ανθρώπους.
Η κοπέλα ούρλιαξε όταν με είδε να πλησιάζω.
«Ηρέμησε», είπα αβέβαια.
«Είσαι ...»
«Ας μην το κάνουμε θέμα», προσπάθησα να αστειευτώ.
Η κοπέλα δεν πείστηκε.
«Υπάρχει εκείνο το σπίτι –απέναντι», έδειξα. «Είδες κόσμο να φεύγει;»
Η κοπέλα εξακολουθούσε να με κοιτάζει αμίλητη. Κούνησε τα χέρια και γκρέμισε κάτι πακέτα με τσίχλες, ένα περίπτερο είναι πολύ στενό για να χωρέσει τον τρόμο.
Προσπάθησα να με δω στα δικά της μάτια. Η σφαίρα είχε μπει από την πίσω πλευρά του ώμου μου και είχε βγει από μπροστά. Σίγουρα είχε αφήσει τρύπα στο πουκάμισό μου. Και κηλίδες αίματος. Δεν πονούσα. Μόνο η απόγνωση. Το σπίτι, απέναντι, ήταν σκοτεινό –ένας ακόμα εφιάλτης στριμωχνόταν στα μάτια μου.
«Μη φοβάσαι», της είπα.
«Έφυγαν πριν μια ώρα περίπου. Ήρθε ένα αμάξι και τους πήρε ...»
«Είχαν μαζί τους κανένα παιδί;»
«Όχι .... όχι ...».
«Ένα Camel άφιλτρο».
«Τι;»
«Θέλω να αγοράσω. Ένα Camel άφιλτρο και βενζίνη για zippo».
Τσακίστηκε να με εξυπηρετήσει. Να με ξεφορτωθεί.
Πλήρωσα κι έφυγα.
Κινούσα το χέρι μου με καθυστέρηση –μούδιασμα, αλλά ακόμα με υπάκουε. Τα πουκάμισα με ενοχλούν σχεδόν πάντα, βρήκα λοιπόν την ευκαιρία και το ξεφορτώθηκα –δεν υπήρχε λόγος να κυκλοφορώ με μια ματωμένη τρύπα. Πίεσα το ξεραμένο τραύμα –χρειαζόταν επίδεσμο αν ήθελα να κλείσει γρήγορα. Οδήγησα σαν κυνηγημένος στην επιστροφή –μια ταχυπαλμία είχε απομείνει να μου το θυμίζει. Έπρεπε να ξαναπάω σε φαρμακείο. Για επιδέσμους αυτή τη φορά.
«Πάλι εσύ;»
«Έχω ένα τραύμα στον ώμο. Χρειάζεται φροντίδα».
«Θα πρέπει να πας σε νοσοκομείο ...»
«Κάνε μου τη χάρη να μην το ξαναπάμε από την αρχή. Βιάζομαι».
Ο γυαλάκιας φαρμακοποιός κατέβασε τα χέρια απελπισμένος. Έβγαλα τη μπλούζα με αργές κινήσεις. Πονούσα τώρα.
Το φεγγάρι με κορόιδευε, έχοντας ξεγλιστρήσει από τα άσπρα σύννεφα. Χαμογέλασα χαιρέκακα –έτσι κι αλλιώς τα σύννεφα θα το κάλυπταν σε λίγο. Ήδη έτρεχαν κατά πάνω του. Βρόχινα, απειλητικά. Έπρεπε να απομακρυνθώ μερικά τετράγωνα, για την περίπτωση που ο φαρμακοποιός αποφάσιζε να φέρει τους μπάτσους. Δεν θα τον κατηγορούσα αν το έκανε –στενός κορσές του είχα γίνει απόψε. Έψαξα στα πεζοδρόμια για ανοιχτό μπαρ.
Η γιγαντοοθόνη ήταν εκεί –τόσο μεγάλη που δεν την πρόσεχες με την πρώτη ματιά. Αν έδειχνε κάποια ταινία, δεν ξέρω, μπορεί ... αλλά όταν εμφανίζονται οι ομιλούσες κεφαλές το πλάνο ακινητοποιείται. Ήμουν τυχερός –ο δημοσιογράφος αντικαταστάθηκε από ρεπορτάζ. Στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα του καταστήματος ηλεκτρικών ειδών και χάζευα. Με ενδιέφερε η είδηση. Ο δημοσιογράφος εμφανίστηκε πάλι –ανοιγοκλείνοντας το στόμα του. Η λεζάντα παρέμεινε.
«ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ ΤΡΟΠΗ ΠΗΡΕ Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑΤΡΙΑΧΡΟΝΟΥ».
Ακόμα ένα ρεπορτάζ. Ο πατέρας απέφευγε τα μικρόφωνα, βγαίνοντας από το αστυνομικό τμήμα. Ο παρουσιαστής ειδήσεων, κατουρημένος από τη χαρά του. Η απαγωγή γόνου πλούσιας οικογένειας έφερνε πάντα διαφημίσεις. Έστω κι αν παιζόταν σε προχωρημένη ώρα.
Τον κοίταξα.
«Εξήγησέ μου μαλάκα! Δεν σε καταλαβαίνω».
Άδικος κόπος. Έπρεπε να πάω στην αστυνομία πριν έρθουν αυτοί σε μένα.
«Αυτά είναι όλα;»
Ένευσα καταφατικά. Ο μπάτσος απέναντί μου άρχισε τα τηλεφωνήματα. Περίμενα νιώθοντας την έλλειψη τσιγάρου. Αφόρητη.
«Δεν μπορώ να βρω κανέναν στην εταιρεία σου», είπε.
«Είναι ξημερώματα σχεδόν –ποιον περίμενες να βρεις;» παρατήρησα.
Πήρε το επόμενο τηλέφωνο που του είχα σημειώσει στο χαρτί. Διέκρινα, όλο ικανοποίηση, το αφεντικό μου να χάνει τον ύπνο του, στην άλλη άκρη του σύρματος –ο μπάτσος ταλαιπωρήθηκε λίγο αλλά επιβεβαίωσε τα μισά από όσα του είχα πει. Κατέβασε το ακουστικό και με κοίταξε σκεπτικός.
«Μένει το τηλεφώνημα στον πατέρα του παιδιού».
«Σωστά».
«Δεν είναι, όμως, απαραίτητο. Πριν λίγο ήταν εδώ –μας είπε πως έδωσε τα χρήματα σε κάποιο εξειδικευμένο κούριερ ...».
«Εγώ είμαι αυτός. Κούριερ πολυτελείας».
«Είχε βέβαια κάποιες αμφιβολίες ... Οι απαγωγείς δεν επικοινώνησαν μαζί του από τη στιγμή που σου έδωσε τα χρήματα. Ίσως πρέπει να εξεταστεί η περίπτωση να σκηνοθέτησες την επίθεση στο δρόμο».
«Ίσως πρέπει να εξεταστεί», συμφώνησα.
Δεν είχαμε τι άλλο να πούμε. Ο μπάτσος πήρε μερικά ακόμα τηλέφωνα. Άλλους μπάτσους –πιο αποφασιστικούς από αυτόν.
«Θα πρέπει να σε αφήσω», σχολίασε διστακτικά.
«Να το κάνεις», τον παρότρυνα.
«Μην απομακρυνθείς μέχρι να λήξει η υπόθεση ...»
«Δεν πρόκειται».
Τακτοποίησε τα χαρτιά μπροστά του.
«Τι ακριβώς έγινε;» ρώτησα.
«Ο πατέρας ήρθε πριν κάποιες ώρες. Μας είπε οτι έχουν απαγάγει τον γιο του και ζητάνε ένα εκατομμύριο. Τρόμαξε, λέει, και δεν μας ειδοποίησε. Τους έστειλε τα λεφτά με σένα και περίμενε τηλεφώνημά τους. Απελπίστηκε όταν είδε πως κανένας δεν τηλεφώνησε και ήρθε σε μας. Μια βδομάδα εξαφανισμένο το παιδί και ήρθε τώρα! Τέλος πάντων. Φαίνεται πως οι κακοποιοί, αφού σου επιτέθηκαν –όπως λες –πήραν τα λεφτά και εξαφανίστηκαν. Σε τέτοιες περιπτώσεις αφήνουν το θύμα ελεύθερο όταν βεβαιωθούν οτι δεν κινδυνεύουν».
«Κατάλαβα», είπα καθώς σηκωνόμουν.
Έπρεπε να επισκεφτώ τον πατέρα. Αλλά όχι αμέσως.
Γιατί με προειδοποίησε η Ελένη; Κάτι άσχημο –θα συμβεί –να περιμένω. Δεν μπορώ να το αποτρέψω; Πόσο με νοιάζει;
Είχα συνηθίσει πλέον τη διαδρομή. Η ίδια εθνική, άψυχη –όχι τόσο- σε λίγο ξημέρωνε και θα έβγαιναν τα φορτηγά. Βιαζόμουν, δεν είχα χρόνο ούτε να πονέσω. Η κοπέλα δεν ήταν πια στο περίπτερο, ένας γέρος στη θέση της. Το σπίτι ίδια σκοτεινό. Πάρκαρα μακριά του και πλησίασα περπατώντας. Θα έμπαινα μέσα. Με σταμάτησαν οι σειρήνες των περιπολικών. Κρύφτηκα.
Σε λίγο το σπίτι ήταν κατάφωτο –εξωτερικά. Πλησίαζαν την πόρτα με προφυλάξεις, οι μπάτσοι γουστάρουν να γελοιοποιούνται αντιγράφοντας αμερικάνικα σήριαλ. Ο πατέρας βγήκε από ένα τεράστιο τζιπ, μαζί με κάποιον βαθμοφόρο. Και οι καραγκιόζηδες κατέλαβαν, με εντυπωσιακή έφοδο, το σκοτεινό σπίτι.
Κάτι πήγαινε πολύ άσχημα. Οι μπάτσοι έτρεχαν πανικόβλητοι, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο –στον κήπο του σπιτιού. Μιλούσαν στους ασυρμάτους ασυνάρτητα. Ήταν φανερό ακόμα κι από εκεί που στεκόμουν –ζητούσαν ασθενοφόρο. Βγήκα από τις σκιές, πλησίασα το περίπτερο. Ο γέρος παρακολουθούσε όλο περιέργεια. Τον σκούντησα.
«Τι έγινε;»
«Δε βλέπεις; Κάτι κακό συνέβη σε εκείνο το σπίτι».
«Ναι, το βλέπω. Τι σπίτι είναι; Ποιος μένει;»
«Διάφοροι».
«Δηλαδή;»
«Ξέρω ΄γω; Κάτι μυστήριοι, διαφορετικοί κάθε φορά. Ξένοι».
«Μιλάνε κάποια ξένη γλώσσα;»
«Όχι, ποτέ δεν τους έχω ακούσει. Αλλά είναι ξένοι. Περίεργοι».
«Ένα πράσινο αμάξι το έχεις δει;»
Τράβηξε τα μάτια του από τη φασαρία του δρόμου.
«Αστυνομικός είσαι;»
«Ιδιωτικός».
«Δεν έχω δει κανένα πράσινο αμάξι».
Τον κοίταξα. Έλεγε ψέματα; Δεν έβγαζα άκρη.
«Η κοπέλα που ήταν πριν στο περίπτερο –που είναι;»
«Ποια κοπέλα;»
Τον κοίταξα άγρια αυτή τη φορά.
«Ήμουν εδώ και προηγουμένως. Υπήρχε μια κοπέλα στη θέση σου».
Άνοιξε τα μάτια διάπλατα.
«Πλάκα μου κάνεις; Μόνος μου κρατάω το περίπτερο. Ανοίγω όταν κοντεύει να ξημερώσει. Δεν υπάρχει κοπέλα!»
Ένιωσα ηλίθιος. Μπάλα του μπιλιάρδου που χρησιμοποιείται σε καραμπόλα.
«Στάσου!» μου φώναξε ο άνθρωπος από το περίπτερο, αλλά δεν είχα χρόνο.
Έτρεχα πανικόβλητος.
«Άκρη! Κάντε στην άκρη!» οι τραυματιοφορείς τραβούσαν το φορείο ανάμεσα σε πελαγωμένους μπάτσους και περίεργους γείτονες που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται.
«Μαλτέζος», είπα δείχνοντας το εσωτερικό του πορτοφολιού μου. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί –αλλά κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να κοιτάξει. Η επιτακτική φωνή ήταν αρκετή για να σταματήσουν.
Τράβηξα λίγο το σεντόνι. Ανοιχτά μάτια –το αγόρι κοίταζε ψηλά στο φεγγάρι. Δεν ακολούθησα το γυάλινο βλέμμα, ήμουν σίγουρος πως τα σύννεφα θα έδειχναν σεβασμό. Όταν πεθαίνει ένα παιδί, πεθαίνει η ματιά μας προς την επόμενη μέρα. Όταν πεθαίνει ένα παιδί, ο ήλιος αρνείται να φωτίσει και το φεγγάρι γίνεται απρόσμενα κίτρινο. Η γη σταματάει γιατί δεν έχει που να πάει. Κοίταξα ψηλά. Το φεγγάρι ανάσαινε βρώμικα, ριγώντας τα σύννεφα.
Άγγιξα το μέτωπο του αγοριού. Ένιωσα το τέλος της μέρας. Οι τραυματιοφορείς γίνονταν ανυπόμονοι.
«Πρέπει να φύγουμε», είπαν. «Έχει ήδη αρχίσει η σήψη ...»
Τραβήχτηκα στην άκρη –τους άφησα να περάσουν.
«Η σήψη ...»
«Είστε βέβαιος πως οι συγκεκριμένοι άνθρωποι κρατάνε τον γιο σας;»
«Ναι. Χτες μίλησα μαζί του –ακουγόταν εντάξει ... φοβισμένος .... αλλά εντάξει».
Σήψη.
Ξημέρωνε όλο και περισσότερο. Στεκόμουν παράμερα, καπνίζοντας μέχρι να φύγουν οι μπάτσοι. Τους παρακολουθούσα όσο κύκλωναν το σπίτι με κίτρινη κορδέλα. Σαν το φεγγάρι που αποχωρούσε σκυφτό.
Εκείνος έμεινε. Μέσα στο σπίτι ενώ το τζιπ περίμενε ανεβασμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Πέρασα πάνω από την κορδέλα νιώθοντας το αίμα να βάψει τα μάτια μου. Μπήκα –η πόρτα ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη. Το σπίτι είχε τζάκι, δυσανάλογα μεγάλο για το καθιστικό.
«Λυπάμαι», είπα. Δεν ήξερα τι εννοούσα.
Γύρισε για να με δει.
«Τι κάνεις εσύ, εδώ; Δεν φτάνει που η ανικανότητά σου προκάλεσε τον θάνατο του γιου μου;» είπε ο άντρας.
Φορούσε μπουφάν ιστιοπλοΐας και ανάλογα παπούτσια. Από αυτά που είναι κατάλληλα για επίδειξη –όχι για σκάφος.
«Γιατί;» ρώτησα χαμηλόφωνα.
Με κοίταξε ανέκφραστος.
«Είχες μιλήσει χτες με τον γιο σου; Με αυτόν που είδα να βγαίνει πριν λίγο στο φορείο; Εξήγησέ μου πως συνέβη κάτι τέτοιο».
Αποκάλυψε τη διαφημιστική οδοντοστοιχία του.
«Περνιέσαι για έξυπνος; Κάνεις λάθος Μαλτέζο. Ένας πραγματικά έξυπνος άνθρωπος θα είχε χωθεί δέκα μέτρα κάτω από το χώμα μέχρι να ξεχαστεί η υπόθεση».
«Έχεις δίκιο», συμφώνησα. «Ένας πραγματικά έξυπνος. Άνθρωπος».
Κάλυψα γρήγορα την απόσταση που μας χώριζε, έπιασα τα πέτα του μπουφάν και τον τράβηξα κοντά μου. Πρόσωπο με πρόσωπο. Ένιωσα την ανάσα του –πυρωμένο σίδερο που έψαχνε να μαρκάρει το δέρμα, είδα στα μάτια του –εκατοντάδες απλωμένα χέρια απελπισμένων.
Πισωπάτησα, αφήνοντάς τον. Ζαλισμένος.
«Πως σου πέρασε από το μυαλό να με αγγίξεις Μαλτέζο; Είσαι ηλίθιος ή αυτοκτονικός;»
Γέλασα σηκώνοντας πάλι το κεφάλι –γιατί ήμουν και τα δύο.
«Γιατί;» ξαναρώτησα.
Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. Έδειχνε χαλαρός. Ίσως να ήταν, κιόλας.
«Έχεις ακούσει για συμβόλαια με τον διάβολο; Σου χαρίζει τα πάντα με αντάλλαγμα την ψυχή σου. Είμαι σίγουρος πως έχεις ακούσει αυτό το παραμύθι –μπορεί να το πιστεύεις κιόλας. Έτσι όπως σε βλέπω .... είσαι αρκετά αφελής για να το πιστέψεις. Όμως Μαλτέζο, για πιο λόγο ο διάβολος θα ήθελε να υπογράψει συμβόλαιο με τους συνεργάτες του; Είμαστε μέτοχοι της ίδιας εταιρείας –σε τι θα ωφελούσε ένα ακόμα συμφωνητικό; Δεν υπάρχει ισχυρότερο συμβόλαιο από το κοινό συμφέρον Μαλτέζο».
Βημάτιζε μπροστά από το τζάκι –δεν με κοίταζε καν. Ήμουν το κοινό που χρειαζόταν ήμουν το υποκείμενο οίκτου και κομπασμού.
«Ο μικρός ήταν παιδί της γυναίκας μου, από τον προηγούμενο γάμο της. Όταν πέθανε, άφησε τις μετοχές της στο παιδί –δεν είχε φυσικά το πλειοψηφικό πακέτο, αλλά ήταν αρκετά ώστε να μου επιβάλλει μια δυσκοίλια επιτροπή διαχείρισης στο συμβούλιο μετόχων. Μια επιτροπή δικηγόρων σε κάθε συνεδρίαση –μπορείς να το φανταστείς Μαλτέζο; Οι επιχειρήσεις είναι σαν τα ερπυστριοφόρα –θωρακίζονται και προχωρούν στο πεδίο με σκοπό να συνθλίψουν τον εχθρό. Φαντάζεσαι ένα δικηγόρο μέσα σε άρμα μάχης; Να κανονιοβολεί τον αντίπαλο με άρθρα ποινικής δικονομίας; Δεν το βρίσκεις αξιολύπητο Μαλτέζο; Εγώ είχα τρεις δικηγόρους στα πόδια μου –όχι έναν! Καταλαβαίνεις λοιπόν -οι θυσίες δεν είναι τίποτα άλλο από επίσπευση των γεγονότων –έτσι ήταν πάντα»
Τι πιστεύεις για τον διάβολο; Εκείνη τη φιγούρα που έρχεται στα παιδικά όνειρά σου, καλεσμένη από προγόνους πρόθυμους να βιάσουν την ψυχή σου, διψασμένους για κάποια, άνευ όρων, υποταγή. Βιαστικούς. Ο διάβολος είναι εκεί έξω, μακριά, πέρα από σένα –έτσι σου μαθαίνουν για να μην έχεις τη δύναμη να του αντισταθείς. Ο διάβολος είναι ο καθημερινός σου θεός –αυτός παραφυλάει, πανταχού παρών, για το λάθος σου. Τι πιστεύεις για τον διάβολο;
Εδώ, μπροστά σου. Στη δουλειά που σε στραγγίζει. Στις συναναστροφές που σε φυλακίζουν. Στις κουβέντες του κόσμου που καθορίζουν την κάθε σου κίνηση. Εδώ, μπροστά σου είναι ο διάβολος και, όσο τον σέβεσαι, τόσο σε εξουσιάζει. Γιατί ο διάβολος είναι οτι σε δένει με αυτόν τον κόσμο και ο διάβολος είναι άβουλος, αμέτοχος. Οι άνθρωποι είναι χειρότεροι από τον διάβολο, όπως ο πλάστης είναι χειρότερος από το δημιούργημα -αυτούς έχεις κάθε λόγο να τους αντιμετωπίσεις.
Τον πλησίασα με τα χέρια απλωμένα.
«Είσαι ότι δεν πρέπει να αναπνέει», του είπα.
Μετά, έδεσα τα δάχτυλά μου λίγους πόντους χαμηλότερα από το μήλο του Αδάμ –αποφασισμένος να τον κρατήσω έτσι όσο χρειαζόταν -κι ακόμα περισσότερο. Προσπάθησε να μου σπρώξει τα χέρια –δεν υπήρχε περίπτωση, ήμουν αποφασισμένος. Ήθελα να σβήσω τον πόνο του κόσμου από τα μάτια του, ήθελα να σβήσω το πυρωμένο σίδερο της ανάσας του. Όχι για τον κόσμο –η τύχη των ανθρώπων ποτέ δε με ένοιαξε ιδιαίτερα. Θα τον σκότωνα για να απαλλαγώ από το βλέμμα του νεκρού παιδιού –γι΄αυτό μόνο.
Αλλά ο πόνος ξεχείλισε από τα μάτια του, εκατοντάδες παγιδευμένοι σκλάβοι στα γρανάζια του ξεπήδησαν για να υπερασπιστούν τα δεσμά τους. Η οδύνη των απελπισμένων έκανε κάθε άλλο πόνο να μοιάζει με απλή ενόχληση, τα αδιάρρηκτα χρηματοκιβώτια, οι άβατοι τοίχοι, τα θωρακισμένα αυτοκίνητα ατσάλωσαν το δέρμα ανάμεσα στα δάχτυλά μου κι εγώ κρατιόμουν εκεί. Σα σταγόνα στο μάτι του κυκλώνα.
Άνοιξε το στόμα -όμως, ήταν αρκετά υπερφίαλος για να αναπνεύσει. Άνοιξε το στόμα και γέλασε, έσφιξα με δάχτυλα που πλέον δεν μου ανήκαν. Λεγεώνες δαιμόνων χτύπησαν στο στήθος μου, δαίμονες με κοστούμια χρηματιστών, αρουραίοι που φιλούσαν μωρά στο στόμα για να τους κλέψουν τη ζωή, τυμβωρύχοι που ξεγύμνωναν διαμελισμένα σώματα μετά από βομβαρδισμό. Αλλά αυτός δεν ήταν ο κόσμος που φοβόμουν. Πήρα μια βαθιά ανάσα –και ήταν η δικιά του ανάσα που έκλεψα –δεν με έκαιγε πια. Πήρα τη ζωή του ξοδεύοντας απλόχερα την κάθε μου αίσθηση. Το σώμα χτύπησε στο πάτωμα παρασέρνοντάς με. Ο θάνατος είναι παιδί της απολύτρωσης και μετά έρχεται η γαλήνη.
Με δυσκολία ξεκόλλησα τα δάχτυλα από τον λαιμό του. Μάτια που είδαν τη φρίκη –ορθάνοιχτα –αλλά είχα γλιτώσει από το παιδικό βλέμμα.
«Έκλεισες την τελευταία πόρτα πίσω σου Μαλτέζο. Με πόνο θα πληρώσεις τη ζωή που πήρες και κανένας δεν θα βρεθεί να σε λυτρώσει. Ούτε φάρμακα να σε κρατάνε όρθιο, ούτε ένας τοίχος να θρυμματίσεις το κεφάλι σου. Θα μετανιώσεις Μαλτέζο, αλλά τίποτα δεν θα μπορείς ν΄αλλάξεις».
Το χέρι της, καρφιά που μπαινόβγαιναν στον ώμο μου –ήταν μάλλον η δική του Κύρα γιατί εγώ δεν είχα. Χαμογέλασα –τι άλλο να έκανα;
«Θα περιμένω –δεν έχω που αλλού να πάω», είπα.
Αλλά εκείνη είχε ήδη φύγει. «Γεννηθήκαμε κλαίγοντας και θα πεθάνουμε πονώντας –αυτά είναι τα όριά μας».
Τίναξα την σιχαμένη ζωή του από τα ρούχα μου –κοντοστάθηκα κοιτάζοντας τα ορθάνοιχτα μάτια του. Τον έφτυσα κατάμουτρα πριν βγω έξω από το σπίτι. Είχε ξημερώσει. Έβρεχε δυνατά –αλλά δεν αρκούσε το νερό για να ξεπλύνει τα κρίματα.
Σωριάστηκα ακουμπώντας στην πόρτα, νοτισμένο χώμα λάσπωνε τα μπατζάκια μου, έψαξα τρόπο να καπνίσω ένα στεγνό τσιγάρο, περιμένοντας. Θα έρχονταν σύντομα- για μένα- δεν είχα να τίποτα άλλο να κάνω.
Εδώ.
Έμφυλη βία
-
*Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από Πάγο, εκδ. Κουκίδα, 2024*
Μια στρίγγλα, κακομίλητη και κυριαρχική – μια κανονική μέγαιρα. Είναι η
εικόνα που κάθε φορά ανα...
Πριν από 2 εβδομάδες
11 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Μμμ.... απροσδόκητο twist. Ειδικά στο τέλος είναι μακράν το πιο δυνατό σου κομμάτι. I mean, THIS is just a few steps before Final Death.
Αλλά, όπως είπε και ο master, "that is not dead which can eternal lie, and with strange aeons even death may die".
Right? Right.
Ναι, Raz κατά εκεί το πάω. Ο μαλάκας ο Μαλτέζος δεν ξέρω που το πάει γιατί του έχουν μπει κάτι περίεργες ιδέες τελευταία και σκοπεύει να θολώσει τα νερά.
Δε βαριέσαι -εγώ άρχισα να τον βαριέμαι πάντως. Αν μπορούσα θα τον ξεπάστρευα στο τσάκα τσάκα.
o ρουφιανος του ρουφιανου ειναι ρουφιανος;
ο δολοφονος του δολοφονου ειναι δολοφονος;
ο τακης θα βγαλει την παρελαση;
παρακαλω απαντησε μου αυτα τα ερωτηματα που μου γενηθηκαν απο την αναγνωση του κειμενου σου.
προσεχε το τελος του αρη να ειναι ανταξιο της ζωης του...
tromerh perigrafh tou thanatou tou pediou anatrixiasa...
kapou to pas to prama,perimenoume me agwnia.maltezo zeis(den tha afhsoume ton motor na se faei).k mallon zeis mesa mas.
p.s.:o gavros de tha prolavei makrimanika k ta psomia tou lemonh einai fagwmena :)
Άσωτε, για τα πρώτα ερωτήματά σου χρειάζεται ολόκληρο ποστ αν θέλω να απαντήσω. Από τη μια υπάρχει η αυτοδικία και από την άλλη η ατιμωρησία -ακόμα και νομικά το θέμα είναι μπερδεμένο. Γιατί; Διότι ενώ η αυτοδικία τιμωρείται -συνταγματικά επιτρέπεται με το ακροτελεύτειο άρθρο. Κι εφόσον επιτρέπεται για την υπεράσπιση του πολιτεύματος, γιατί απαγορεύεται για απειλές κατά της ζωής; Μεγάλη κουβέντα.
Θα περάσω στον Τάκη. Ο οποίος πάει για ένα Χ στη Βρέμη κι αν το φέρει θα πάρει παράταση.Δεν είναι κουφό; Σε ένα σοβαρό σύλλογο θα του έλεγαν πως για να πάρεις παράταση πρέπει να βρεις άμεσα τους 2 βαθμούς που πέταξες στο Καραϊσκάκη! Για τρίτη θέση μιλάμε τώρα. Τέλος πάντων, μετά τον Τάκη τι; Με τον Λιάκουρα τον Ίβιτς τεχνικό διευθυντή μόνο κανένας Μπάμπης Τεννές ή Κατσαβάκης θα έρθουν.
Πες μου εσύ τι ορίζεις σαν τέλος για να σου πω αν θα είναι αντάξιο της πορείας του Μαλτέζου. Γιατί αυτός ξεκίνησε από το τέλος και πάει προς τα πίσω.
puppet δεν τρώγεται εύκολα ο καργιόλης.
Και επειδή ως γαύροι είμαστε σωματαράδες και μπρατσαράδες δεν μας ταιριάζουν τα μακρυμάνικα. Αυτά είναι για λουλούδες της Ευρώπης, κάτι Ρεάλ και Άρσεναλ που με το ζόρι παίρνουν πρωτάθλημα (και αν) στις χώρες τους. Εμείς είμαστε τοπικιστές ρε! Και ο Τάκης είχε φάει τα ψωμιά του πριν καν αναλάβει.
αν σκοπεύεις να ξεφορτωθείς τον Μαλτέζο (που δε θα το κάνεις αλλά λέμε τώρα αν) αιτούμαι άδειας να τον χρησιμοποιήσω εγώ. Θα καλοπεράσει, trust me :P
Ο Άρης Μαλτέζος σταματά την παρατήρηση και το «πρόβλημα» γίνεται «δικό του». Ο Άρης Μαλτέζος ζητά να εξιλεωθεί για την προηγούμενη ζωή του. Αλλά ότι κι αν κάνει δεν θα προλάβει. Οι ηθικοί άνθρωποι είναι ευάλωτοι.
«…αλλά είχα γλιτώσει από το παιδικό βλέμμα…»
Ο Άρης Μαλτέζος ηθικός… Αυτό συμβαίνει σε όσους γερνάνε ή σε όσους πεθαίνουν. Αρχίζουν να λυπούνται, να σκέφτονται, να προσέχουν.
«…είσαι ότι δεν πρέπει να αναπνέει…»
Ο Άρης Μαλτέζος δεν έχει πολύ ζωή μπροστά του. Έχει γεμίσει τύψεις και ψάχνει την κάθαρση. Σταματά να προσέχει τον εαυτό του και γίνεται «τιμωρός». Όμως οι τιμωροί που επιβιώνουν ήταν ανέκαθεν ηθικοί από την αρχή. Οι "άλλοι" έχουν δύσκολο τέλος...
Γι' αυτό Άρη Μαλτέζο σκέψου τώρα τις τελευταίες σου κουβέντες.
Σε λίγο ο χρόνος θα είναι πολυτέλεια για σκέψεις…
Δεν χρειάζεται να τον ξεφορτωθώ για να τον χρησιμοποιήσεις ρε χαζή. Και δεν χρειάζεσαι άδεια από μένα, αλλά από εκείνον. Γιατί, να σε προειδοποιήσω, ο Μαλτέζος ή παίζει όπως θέλει ή δεν είναι ο Μαλτέζος.
Εγώ ήθελα να τον ξεφορτωθώ από την πρώτη ιστορία -κι ακόμα το παλεύω.
Ωραία τον αρχίσαμε τον Οκτώβριο. Με Hardcore Μαλτέζο.
Δεν έχω ιδέα ποιο θα μπορούσε να είναι το "αντάξιο τέλος", αλλά ψηφίζω υπέρ και περιμένω...
Εγώ πάντως, για μοναδική φορά στα χρονικά, έχω κάποια γενική ιδέα του τέλους.
Δυο -το πολύ τρία ακόμα τον βλέπω (Μαλτέζου επιτρέποντος πάντα).
Πως το έκανες αυτό ρε deuced; Είδα όλα τα σχόλια εκτός από το δικό σου -με αόρατο μελάνι το είχες γράψει;
Το πρόβλημα λοιπόν ήταν πάντα δικό του -ότι βλέπουμε στους άλλους αντικατοπτρίζει τον εαυτό μας. Αλλά ο Μαλτέζος ήταν πάντα ηθικός. Είχε μια δουλειά να τελειώσει και πάντα την τελείωνε, ερωτεύτηκε μια γυναίκα και της παραδόθηκε απόλυτα, είναι μια κάποια ηθική αυτή.
Η κάθαρση είναι χρήσιμη και γι΄αυτό ανύπαρκτη όπως όλα τα χρήσιμα. Εκτός από το λαμπάκι της ρεζέρβας στις μηχανές.
Οι τύψεις του, θυμίζω, έχουν να κάνουν με την προδοσία των δικών του ανθρώπων λόγω δειλίας (ή αυτοσυντήρησης) με την καταστροφή που προκάλεσε σε όσους αγάπησε και με την ανικανότητά του να υπάρξει καταλυτικά μέσα στην οικογένειά του.
Αυτά δεν σβήνουν όσους καργιόληδες και να σκοτώσει -άλλωστε το λέει από την αρχή της ιστορίας, είναι πρόθυμος να ξεριζώσει καρδιές απλά και μόνο για να ξεχαστεί.
Η κόλασή του είναι η αυτογνωσία, κράτα το αυτό.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!