Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2007

Παράδοση με βροχή

Μια πλατεία λιθόστρωτη, απόγευμα –οι πέτρες καίνε ακόμα από τον ήλιο. Μπαίνουμε διστακτικά, η πλατεία δεν φαίνεται πριν στρίψεις τη γωνία, πριν περάσεις τα δρομάκια ανάμεσα στα κτίρια. Εντυπωσιακό –ένας τεράστιος ναός πετάγεται μπροστά σου όταν πατήσεις τις πρώτες πέτρες της πλατείας. Και ο ναός που θα έπρεπε να μοιάζει επιβλητικός –δεν είναι. Φταίνε τα χρωματιστά πανιά που κρέμονται από τα, ιβηρικού ρυθμού παράθυρα, φταίει ο ήλιος που μόλις έφυγε, φταίει το γέλιο που έχει μπερδευτεί με το χώμα ανάμεσα στις πέτρες. Το γέλιο μας. Κρατάω σφιχτά το χέρι της, όχι γιατί φοβάμαι μην τη χάσω αλλά γιατί διψάω στην αίσθησή της.
«Σε αυτό το ναό θα ήθελα να παντρευτούμε –λες να γίνεται;» με κοιτάζει καθώς μιλάει και χρειάζεται τεράστια προσπάθεια να ξεφύγω από το βλέμμα της, να απαντήσω.
«Δεν έχω ιδέα για το τι επιτρέπεται σε αυτό το μέρος», λέω.
«Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται», λέει εκείνη.

Ήρθαν και με βρήκαν στο κατώφλι του σπιτιού, άργησαν αλλά η βροχή δεν είχε σταματήσει. Μου πέρασαν χειροπέδες, λες και χρειαζόταν, κράτησαν το κεφάλι μου χαμηλά καθώς με έβαζαν στο αυτοκίνητο. Με πήγαν σε γραφεία φωτισμένα με λάμπες φθορίου και με άφησαν να περιμένω σε παγωμένους διαδρόμους για ώρες πολλές. Με ρώτησαν, συνέχεια με ρωτούσαν. Ασταμάτητα. Χρειαζόμουν απεγνωσμένα τσιγάρο και κάτι να σταματήσει τον πόνο. Δεν τους το είπα. Μόνο ...
«Εγώ τον σκότωσα, ας τελειώνουμε με τα τυπικά», είπα μόνο. Πολλές φορές.

Βρέχει ακόμα. Δεν ξέρω αν έχει σταματήσει καθόλου, από τη μέρα που με άφησαν πίσω από τα κάγκελα, προφυλάκιση από αυτές που διαρκούν αιώνες. Δεν βλέπω έξω –υπάρχει ένας φεγγίτης που φέρνει κίτρινο φως, αλλά δεν είναι ήλιος αυτό. Ακούω μόνο. Ακούω τη βροχή να σέρνεται στον τοίχο, απέξω. Είμαι εδώ, με κάποιον άλλο τρομοκρατημένο άνθρωπο –δεν μιλάμε πολύ μεταξύ μας.

«Γιατί σε έφεραν εδώ;»
«Για φόνο».
«Ποιον σκότωσες;»
«Κάποιον που με ενοχλούσε».
«Δηλαδή;»
«Ρωτούσε συνέχεια και δεν με άφηνε να σκεφτώ».

«Φίλε ξύπνα! Φωνάζεις συνέχεια στον ύπνο σου!»
«Και λοιπόν;»
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ».
«Αυτό κανονίζεται. Μπορώ να σε κοιμίσω για πάντα αν θέλεις».
«Για άκου να σου πω ...»
«Δεν χρειάζεται. Μείνε στη δική σου πλευρά και όλα θα πάνε καλά. Μην ξαναπλησιάσεις –σιχαίνομαι να με αγγίζουν».

«Να προτείνω κάτι;»
«Όχι».

«Ετοιμάσου. Θα βγούμε στο προαύλιο».
«Δεν θα βγούμε. Θα σε βγάλουν έξω και μετά θα βγάλουν εμένα. Συνεννοηθήκαμε;»


Βαδίζω μόνος, μακριά από τους υπόλοιπους –περνάω το υπόστεγο και βγαίνω στη βροχή. Κλείνω τα μάτια, αφήνω το νερό να περπατήσει πάνω μου. Δοκιμάζω με τη γλώσσα. Πηχτό νερό, ανακατεμένο με χώμα –τρίζει ανάμεσα στα δόντια μου. Συνεχίζω να βολτάρω κάτω από τη βροχή. Οι υπόλοιποι κάτι λένε, δείχνοντάς με από το υπόστεγο. Ένας φύλακας πλησιάζει.
«Δεν πας μαζί με τους άλλους καλύτερα;»
«Δεν πας εσύ –να μη βρέχεσαι κιόλας;»
«Το παίζεις ζόρικος;»
«Κι αν είναι έτσι, τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Πρόσεξε καλά! Πιο ζόρικοι από σένα έχουν σπάσει εδώ μέσα!»
«Αλήθεια;»
«Μη μου πουλάς μούρη –θα σου την πέσουμε πριν το καταλάβεις».
«Όπως σας βολεύει. Αλλά θα κόψω την καρωτίδα του πρώτου που θα πλησιάσει στα δόντια μου. Δεν έχω τίποτα να χάσω».
Δεν θα ξανασχολούνταν μαζί μου μετά από αυτό.

Μόνο μια φορά, στα κοινά ντους. Ο διπλανός μου τρόμαξε καθώς είδε το κορμί μου, ούρλιαξε κι έπεσε γλιστρώντας στις σαπουνάδες. Ένας φύλακας έτρεξε να δει τι είχε συμβεί –κοκάλωσε στην είσοδο των ντους. Ο κρατούμενος που είχε γλιστρήσει, σηκώθηκε και πλησίασε τον φύλακα. Κοίταζαν. Ξέχασαν το τυπικό της φυλακής και βγήκαν μαζί από τα ντους –μη μπορώντας να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από πάνω μου. Τίποτα δεν ήταν λείο πια.

Περπατάω στην πλατεία ολομόναχος. Ο ήλιος μοιάζει με φεγγάρι τόσο πολύ που πείθομαι πως έχει νυχτώσει. Δεν έχουν ανάψει ακόμα τα φώτα στα σκεβρωμένα φανάρια της πλατείας. Ακουμπάω στο μαύρο σίδερο του κοντινότερου φαναριού. Αγγίζω θαλασσινή αρμύρα και γλίτσα –η θάλασσα δεν απέχει πάνω από δυο τετράγωνα. Την ψάχνω μισοκλείνοντας τα μάτια γιατί η πλατεία έχει σκοτεινιάσει. Μικρή πλατεία, δεν φαίνεται τίποτα να κινείται πάνω της. Θέλω να φωνάξω, αλλά δεν υπάρχει λόγος. Τα μάτια φτάνουν μακρύτερα από τη φωνή και δεν τη βλέπω πουθενά. Ίσως να μπήκε στο ναό –γυρίζω το κεφάλι αργά. Πρέπει να πάω εκεί αλλά απεχθάνομαι τους ναούς. Δεν αντέχω την κατάνυξη επειδή ποτέ δεν την ένιωσα. Πρέπει να τη βρω όμως. Φτάνω τα σκαλοπάτια, δεν ανεβαίνω.
«Ελένη!» φωνάζω αντηχώντας την πλατεία.
Καμιά απάντηση. Ο ναός είναι σκοτεινός μέσα από τις αψιδωτές του πόρτες. Δεν θέλω να μπω εκεί, δεν υπάρχει λόγος. Θα την περιμένω μέχρι να βγει έξω.
«ΕΛΕΝΗ!»

Κοιτάζω τον άνθρωπο στο απέναντι κρεβάτι, στηρίζεται στα σίδερα γερμένος προς το μέρος μου. Αβέβαιος.
«Τρέχει τίποτα;» τον ρωτάω.
«Όχι ... μόνο που ...»
«Ζήτα τους να σου αλλάξουν κελί –γιατί θα χειροτερέψει η κατάσταση», τον συμβουλεύω.
«Ρε φίλε δεν είσαι καλά ...»
«Πες μου κάτι που δεν ξέρω», γελάω.
«Γιατί δε λες να έρθει ένας γιατρός;»
«Γιατί έχω αλλεργία στα άσπρα».
«Δεν θα μου αλλάξουν κελί –δεν τα κάνουν αυτά εδώ μέσα».
«Τότε, καλό κουράγιο», λέω και του γυρίζω την πλάτη.
Πρέπει να προσέχω περισσότερο, πρέπει να ονειρεύομαι χαμηλόφωνα. Δε μου φταίει σε τίποτα ο άνθρωπος να ακούει τις φωνές μου. Πονάω παντού. Συνέχεια. Θέλω να βουλιάξω σε αυτόν τον πόνο όμως, αν γίνει αυτό, θα παραλύσω πλήρως. Χρειάζομαι μορφίνη αλλά δεν υπάρχει περίπτωση. Εδώ είναι φυλακή.

Κάθομαι μακριά από τους υπόλοιπους στο προαύλιο. Κάποιος πλησιάζει και μου προσφέρει τσιγάρο, το παίρνω χωρίς να τον κοιτάξω. Κάτι μου λέει, γυρίζω την πλάτη –δεν τον άκουσα, δεν απάντησα. Ο συγκάτοικός μου στο κελί μιλάει τώρα με μια παρέα κρατουμένων. Με δείχνει. Τον κοιτάζω. Γυρίζει το κεφάλι του αλλού. Ένας καινούργιος φύλακας πλησιάζει.
«Είσαι ο Μαλτέζος έτσι;»
«Έτσι».
«Ακολούθησέ με».
«Για που;»
«Ιατρείο».
Τον ακολουθώ, δεν υπάρχει λόγος να κοντράρω. Ο γιατρός είναι νεαρός με γυαλιά. Η ανάσα του μυρίζει καθώς πλησιάζει να με εξετάσει.
«Μην κάνεις τον κόπο», του λέω.
«Είναι η δουλειά μου. Πήρα μια αναφορά από τους φύλακες για κάτι εξογκώματα ...»
«Καρκίνος. Έχει κάνει μεταστάσεις παντού», σηκώνω τη μπλούζα μου για να δει. Βλέπει. Στραβώνει τα χείλια του.
«Πρέπει να πας επειγόντως σε νοσοκομείο!» ψάχνει ήδη τα χαρτιά του για να φτιάξει την αναφορά.
«Στο είπα και πριν. Μην κάνεις τον κόπο».
Σταματάει. Με κοιτάζει πάλι.
«Θα μείνω εδώ. Ότι και να γράψεις, όσο κι αν φωνάξεις. Θα μείνω εδώ –είναι κανονισμένο», τον καθησυχάζω. Ή, τουλάχιστον, αυτό προσπαθώ.
«Μα τι λες; Δεν γίνονται αυτά! Έχεις άμεση ανάγκη ...»
Σηκώνομαι.
«Μην τρελαίνεσαι γιατρέ. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο εκτός από το να σπαταλήσεις τον χρόνο σου μαζί μου. Δεν θα αλλάξει τίποτα. Χάρηκα που τα είπαμε», του δίνω το χέρι μου και το τραβάω πριν προλάβει να με ακουμπίσει.
Ανοίγω την πόρτα. Ο φύλακας καπνίζει απέξω.
«Θα έρθεις ή να πάω μόνος μου;» τον ρωτάω καθώς παίρνω το δρόμο προς το κελί μου.

Τελικά έμαθα πως ο γιατρουδάκος έκανε την αναφορά –αν ψάξεις θα την βρεις πρωτοκολλημένη. Να ακολουθεί την υπηρεσιακή οδό. Δεν άλλαξε τίποτα τις επόμενες μέρες, μόνο που πονούσα ρυθμικά, σαν την αναπνοή. Έκλεινα τα μάτια, περίμενα την κρίση, αλλά αυτή δεν ερχόταν. Δεν ερχόταν. Την ένιωθα να κυλάει κάτω από το δέρμα μου αλλά δεν έφτανε. Την χρειαζόμουν εδώ. Μπροστά μου.
Στα ντους είχαν συνηθίσει την όψη μου και στο προαύλιο απέφευγαν να με κοιτάξουν. Συνέχιζα να περνάω τον καιρό στο κελί, περιμένοντας.

«Μαλτέζος; Επισκεπτήριο».
Το κεφάλι του φύλακα πρόβαλε στο άνοιγμα της σιδερένιας πόρτας και έμοιαζε περισσότερο παραξενεμένος από μένα.
Σηκώθηκα –κοιτάχτηκα στο καθρεφτάκι που είχε κρεμάσει ο συγκάτοικός μου πάνω από τον νιπτήρα. Ένας σκελετός μου χαμογέλασε μέσα από το καθρεφτάκι, τον χαιρέτησα ανέμελα και βγήκα πίσω από τον φύλακα.
Περάσαμε έξω από την αίθουσα με τις σήτες –εκεί που συνωστίζονται οι κρατούμενοι σαν τα κοτόπουλα μπροστά στην ταΐστρα. Περάσαμε τις αίθουσες που οι κρατούμενοι συναντούν τους δικηγόρους τους –τις VIP αίθουσες. Κοντοστάθηκα. Που πηγαίναμε;
Μου έδειξε την πόρτα μπροστά μας –σιδερένια ταμπέλα «Διευθυντής». Έγνεψα μη καταλαβαίνοντας και άνοιξα την πόρτα. Στο γραφείο του Διευθυντή καθόταν το αφεντικό μου. Έξυσα το κεφάλι αμήχανα.
«Τι κοιτάς Μαλτέζο; Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις;»
«Βέβαια –πετάω από χαρά. Τι έγινε; Κάνεις τα ρεπό του διευθυντή εδώ μέσα για να συμπληρώνεις το χαρτζιλίκι σου;»
Γέλασε προσπαθώντας να δείξει καλόκαρδος. Δεν ήταν και δεν τα κατάφερε.
«Ο Διευθυντής, μας κάνει τη χάρη να παραχωρήσει το γραφείο του. Για λίγο, για να τα πούμε πιο ήσυχα», έψαξε στα συρτάρια, περιεργάστηκε κάποιον χαρτοκόπτη παρατημένο σε μια άδεια μολυβοθήκη.
Κάθισα απέναντί του.
«Τα χάλια σου έχεις Μαλτέζο», είπε τελικά.
«Κι εσύ έχεις πάρει κάποια κιλά αφεντικό», ανταπέδωσα τη φιλοφρόνηση.
Χαμογέλασε. Για μια στιγμή μου φάνηκε ανθρώπινος –πατρικός ίσως. Είχε αρχίσει να τελειοποιεί το στυλάκι του ή εγώ έχανα την κριτική μου ικανότητα;
«Μαλακίστηκες εκεί πέρα. Μπλέχτηκες χωρίς λόγο και εξέθεσες την εταιρεία».
Ήταν η σειρά μου να γελάσω.
«Και τι θα κάνεις; Θα με απολύσεις;»
«Άκαιρο χιούμορ Μαλτέζο. Από την άλλη, πάντα άκαιρο ήταν το χιούμορ σου. Αλλά το εκτιμούσα γιατί σπανίζουν οι άνθρωποι που ζουν με χιούμορ».
«Ναι, σπανίζουν», συμφώνησα.
Έσκυψε πάνω από το γραφείο για να με πλησιάσει. Με κοίταξε –θα μπορούσε να είναι ένα στοργικό βλέμμα, αλλά ήξερα πως απλώς μετρούσε τις δυνάμεις που μου είχαν απομείνει.
«Δεν θα αντέξεις για πολύ και το ξέρεις».
«Κανείς δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με την επόμενη μέρα αφεντικό. Κι εσύ μπορεί να φας κάποιο πιάνο στο κεφάλι βγαίνοντας από εδώ μέσα».
Ξάπλωσε πίσω δένοντας τα χέρια μπροστά στο στομάχι του.
«Θα μπορούσες να φύγεις νωρίτερα, θα μπορούσες να βγεις από αυτή την ιστορία απείραχτος. Σχεδόν. Σου είχα δώσει αυτή τη δυνατότητα Μαλτέζο κι εσύ τη σπατάλησες ... την πέταξες στα σκουπίδια! Διάλεξες την απόγνωση των ανθρώπων που δεν ορίζουν οι ίδιοι τη μοίρα τους. Δεν το καταλαβαίνω αυτό!»
«Μην κουράζεσαι αφεντικό. Σκέφτηκα να κάνω και κάτι ανθρώπινο –έτσι για αλλαγή».
«Μαλακίες Μαλτέζο! Σέρνεσαι πίσω από έναν ποδόγυρο που δεν υπάρχει καν! Μην πας να με κοροϊδέψεις!»
«Εγώ ορίζω όσα υπάρχουν αφεντικό».
«Κάνεις λάθος Μαλτέζο. Θέλεις να πιστεύεις πως έχεις τη δύναμη, είσαι ένας γαμημένος υπερόπτης, ένας βλάσφημος! Εκμεταλλεύτηκες την ανεκτικότητά μου και τι κατάφερες; Άλλαξες στρατόπεδο, τι περισσότερο θα μπορούσες να κάνεις; Αυτό που εσύ ονομάζεις ‘ελευθερία’ εγώ το λέω ‘αλλαγή αφεντικού’ –τι νόμιζες πως έκανες Μαλτέζο;»
«Έπαιξα το δικό μου τραγούδι. Και χόρεψα στον δικό μου σκοπό –αυτά μου φτάνουν. Μην περιμένεις να πιστέψω τις βλακείες σου, κανένας δεν είναι αφεντικό εκείνου που δεν μπορεί να ελέγξει. Ούτε εσύ, ούτε ...»
«Πες το Μαλτέζο. Ούτε εγώ, ούτε ποιος άλλος; Φοβάσαι τις λέξεις;»
Σηκώθηκα –είχε καταφέρει να με εκνευρίσει. Πόσες φορές είχα σκεφτεί να σκοτώσω αυτό το ξιπασμένο κτήνος που καθόριζε τις μέρες μας;
«Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ αφεντικό. Όχι πια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα ρίξω τα μαργαριτάρια μου στα γουρούνια. Τελείωσε η εθιμοτυπική επίσκεψη, μπορείς να πηγαίνεις».
Έκανα να φύγω, αποζητούσα την ησυχία του κελιού μου.
«Όχι ακόμα Μαλτέζο. Τίποτα δεν τελειώνει αν δεν το πω εγώ».
Στράφηκα. Τον μέτρησα με μια ματιά –πόσο εύκολο θα ήταν να βουτήξω πάνω από το γραφείο και να τον ξεπαστρέψω;
«Αφού αποφάσισες να χαθείς στην προσωπική σου ματαιοδοξία, ας γίνει το θέλημά σου Μαλτέζο. Αλλά μένει μια δουλειά που πρέπει να τελειώσεις. Έτσι δεν είναι;»
Ξανακάθισα. Αυτό ήταν λοιπόν; Αυτό ήταν όλο; Κοίταξα τον χοντρό με συμπάθεια –ακόμα και οι παντοδύναμοι γίνονται ανήμποροι όταν πρόκειται να βγουν στο δρόμο. Κανένα φαφλατάδικο κεφάλι δεν μπόρεσε ποτέ να αντικαταστήσει τα πρόθυμα πόδια.
«Κάνε παιχνίδι αφεντικό», είπα.
Ψάρεψε έναν χοντρό φάκελο από την μέσα τσέπη του σακακιού του και τον κούνησε μπροστά στη μύτη μου.
«Όλα είναι εδώ. Πρέπει να υπογράψει το συμβόλαιο και να το φέρει πίσω σε μένα. Ξέρεις τη διαδικασία -έτσι;»
«Ξέρω. Θα γίνουν όλα όπως πρέπει».
«Αν αρνηθεί ...»
«Δεν θα αρνηθεί. Κανένας δεν μπόρεσε να αρνηθεί».
Σηκώθηκε ενώ εγώ περιεργαζόμουν τον φάκελο. Έκανε τον κύκλο του γραφείου και ήρθε από πάνω μου.
«Μπορεί να μην το πιστεύεις Μαλτέζο, μπορείς αν θέλεις να γελάσεις. Αλλά θα μου λείψεις. Είχα ένα συναισθηματικό δέσιμο μαζί σου –το ξέρεις αυτό».
Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω.
«Έχεις δίκιο αφεντικό. Θα γελάσω».
Μια πλαστική σακούλα εμφανίστηκε στο χέρι του από το πουθενά.
«Οι μορφίνες σου. Θα τις χρειαστείς μέχρι να γυρίσεις».
Πήρα τη σακούλα χωρίς να μιλήσω και τον περίμενα να βγει από το γραφείο. Έμεινα μόνος. Ανάμεσα στα χαρτιά που απόμειναν παρατημένα βρήκα τον αναπτήρα μου και κάποια χρήματα. Έφυγα γεμίζοντας τις τσέπες μου. Κανένας δεν με σταμάτησε μέχρι που βγήκα από την κεντρική πύλη –οι φύλακες κοίταζαν από την άλλη πλευρά όταν περνούσα πλάι τους.
Βεβαιώθηκα οτι είχα μαζί μου τον χοντρό φάκελο, τον κοίταξα πιο προσεκτικά στο φως του προβολέα που σάρωνε την πύλη. Διάβασα τη διεύθυνση και μετά το όνομα. Γέλασα δαιμονισμένα αφήνοντας τη φυλακή πίσω μου.

Χρειαζόμουν ένα αυτοκίνητο, ο προορισμός μου δεν μπορούσε να καλυφθεί με τα πόδια. Βλαστήμησα το αφεντικό που έκανε μισές δουλειές, αφού στο πεζοδρόμιο δεν με περίμενε κανένα κλειδί, δίπλα σε τιμόνι παρκαρισμένου. Χώθηκα στο πρώτο σκοτεινό στενό –έπρεπε να κάνω την ένεσή μου. Αλλά όχι ακόμα.

Βγήκε από τον ναό ανάμεσα σε πλήθος τουριστών. Οι τουρίστες έσπρωχναν, γελούσαν, κουτρουβαλούσαν στην πέτρινη πλατεία. Αλλά δεν την άγγιζαν. Στάθηκε ακίνητη στο ψηλότερο σκαλοπάτι, με κοίταζε κι εγώ δεν είχα τη δύναμη να ανέβω. Ούτε και τη διάθεση. Χαμογέλασε απλώνοντας τα χέρια της σαν κυματοθραύστες ανάμεσα στους τουρίστες.
«Κατέβα, έλα!» παρακάλεσα.
«Πως περιμένεις να σου δοθεί ότι δεν πήρες από μόνος σου;» μου χαμογέλασε ζωγραφίζοντας δυο ερωτηματικά στο πρόσωπό της.
«Δεν έχω δύναμη να ανέβω. Δεν θέλω να έρθω εκεί».
«Το ξέρω αγάπη μου. Αλλά στην αδυναμία σου κρύβεται η δική μας δύναμη».
Γύρισα την πλάτη.
«Όχι ακόμα», είπα σιγά. Απέφυγα να την κοιτάξω, ήξερα πως τώρα αυτή θα με περίμενε.

Ο πόνος πέρασε σταδιακά. Σηκώθηκα.

Δοκίμασα τα πόδια μου, τίναξα τις γροθιές μου σημαδεύοντας τον αέρα, χαμογέλασα. Χτύπησα τον χοντρό φάκελο στην τσέπη μου –θα την έκανα αυτή την τελευταία δουλειά. Μπορούσα.
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα μου, ο οδηγός είχε ήδη ανάψει τα αλάρμ. Έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο –κάποιος κουστουμαρισμένος τύπος που χαμογέλασε.
«Περάστε μέσα κύριε Μαλτέζο», έγνεψε δείχνοντας την πίσω πόρτα.
Άνοιξα την πόρτα του οδηγού απότομα –τινάχτηκε για να μη σφηνώσει το κεφάλι του στο παράθυρο.
«Δεν γίνεται έτσι η δουλειά. Βγες έξω κι εξαφανίσου», τον παρότρυνα.
Έμεινε ακίνητος κρατώντας σφιχτά το τιμόνι κι έτσι αναγκάστηκα να τον τραβήξω από τα πέτα. Όχι χωρίς κόπο. Ήταν βαρύς και αντιστεκόταν. Τον έστησα όρθιο στο πεζοδρόμιο.
«Φύγε», σφύριξα κοντά στα μούτρα του.
«Έχω άλλες εντολές», μουρμούρισε.
«Να τις βράσω τις εντολές κι αυτούς που σου τις έδωσαν», είπα σπρώχνοντάς τον πιο πέρα. Πήγε να με πιάσει από τον ώμο καθώς έμπαινα στο αυτοκίνητο –κοντοστάθηκα.
«Μη με αγγίζεις –σιχαίνομαι να με αγγίζουν», τον προειδοποίησα.
Έφυγα οδηγώντας αργά, απολάμβανα την τελευταία πράξη.

Η πόλη μύριζε λιμνασμένο νερό, τώρα που η βροχή είχε σταματήσει. Υγρασία, σαν ίχνη σαλιγκαριού στον αέρα. Άνοιγα τα μάτια διάπλατα, να κρατήσω όσο γινόταν περισσότερο την εγκατάλειψη –η πόλη είχε ξεπλύνει τα χέρια της αλλά δεν είχε καθαρίσει τα κρίματά της, καμιά βροχή δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Χαμογέλασα στους άστεγους των πεζοδρομίων που στέγνωναν τα μουλιασμένα τους χαρτόκουτα, χαιρέτησα τα πρεζόνια κι αυτά δεν με είδαν, καρφωμένα μάτια στις σχισμές του πλακόστρωτου. Αυτή ήταν η πόλη μου και μου την είχαν πάρει. Τώρα θα έπαιρναν κι εμένα από την πόλη. Οικειοθελώς, αφού δεν είχα άλλη επιλογή.

Πλεύρισα το ημιυπόγειο μπαρ ψάχνοντας μέρος για να παρκάρω. Αν και βρισκόμουν στα όρια της ακριβότερης συνοικίας της πόλης, το μπαρ δεν έδειχνε κυριλέ. Ήταν ένα μέρος όπου οι αλκοολικοί ξαποσταίνουν περιμένοντας την κύρωση του ήπατος, στον μακρόστενο πάγκο, κάτω από θαμπά φώτα που αντανακλούν στα χαραγμένα ξύλινα ρυάκια, κάτω από σουβέρ, ποτήρια και μπολ με ξηρούς καρπούς.
Το ήξερα το συγκεκριμένο μαγαζί, πολλές φορές είχα καθίσει στα ψηλά σκαμπό του μέχρι το ξημέρωμα. Ή μέχρι την ώρα που ο μπάρμαν, βαριεστημένος, έκλεινε τη μουσική –καθαρίζοντας τον πάγκο από τσόφλια φιστικιών, χυμένα ποτά που κολλούσαν και ερειπωμένους ανθρώπους που δεν είχαν αλλού να καταλήξουν. Ήμουν ένας από αυτούς –ακόμα είμαι. Μπορεί η διαδρομή να χαράχτηκε, μπορεί η κατάληξη να προβάλει μετά την επόμενη ανηφόρα, αλλά ακόμα δεν υπάρχει μέρος να με φιλοξενήσει. Σε αυτό τον κόσμο και σε όσους κόσμους γουστάρεις να αναφέρεις προσχηματικά.
Κατέβηκα τα σκαλιά –το μπαρ ήταν όλο τζάμι, βιτρίνα στην μπροστινή πλευρά –κοίταξα μέσα πριν ανοίξω την πόρτα. Δυο άτομα σα μύγες ζαλισμένες από τα ηλεκτρικά φώτα. Ήταν η κατάλληλη ώρα κι εγώ ένιωθα τυχερός.

Τράβηξα το σκαμπό παραγγέλνοντας ήδη τη βότκα μου στον φαλακρό γιγάντιο μπάρμαν. Με αναγνώρισε –είχε εκείνο το βλέμμα χαιρετισμού που χρησιμοποιεί κανείς όταν οι πελάτες δεν είναι σταθεροί, αλλά πολύ θα ήθελαν να πιστεύουν πως είναι. Καθάρισε τον πάγκο μπροστά μου και με σέρβιρε.
«Δεν ήξερα πως σε λένε Άλι Εξ», παρατήρησα γελώντας. «Τι σκατά όνομα είναι αυτό;»
Ο μπάρμαν γέλασε καλόκαρδα με το αστείο μου.
«Καλά έκανες που δεν το ήξερες γιατί δεν με λένε έτσι. Πέτρος, για τους φίλους ... και για όλους τους υπόλοιπους τώρα που το σκέφτομαι. Πέτρος … γενικώς», άπλωσε φιλικά την παλάμη του προς εμένα.
Έμεινα να κοιτάζω αυτή την παλάμη –σίγουρα ένα γατάκι θα μπορούσε να κουρνιάσει μέσα της. Δεν ανταπέδωσα τη χειραψία.
«Και να προσθέσω πως δείχνεις χάλια –σε πλυσταριό κοιμήθηκες;» σχολίασε ο μπάρμαν.
«Ο ύπνος είναι καλοδεχούμενος ακόμα και σε πλυσταριό», παρατήρησα. «Καλοδεχούμενος αλλά σπάνιος».
Δεν βρήκε κάτι να απαντήσει, γι΄αυτό έσπρωξε μπροστά μου ένα μπωλ με φιστίκια.
«Τι σκατά όνομα είναι αυτό;» αναρωτήθηκα. «Άλι Εξ;»
«Όπως ακριβώς το λες –αλλά μην το φωνάζεις και πολύ», με συμβούλεψε ο μπάρμαν.
«Γιατί;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Γιατί μπορεί να σε ακούσει», ψιθύρισε ο μπάρμαν.
Κοίταξα τριγύρω. Ο ένας από τους πελάτες άφηνε κάποιο χαρτονόμισμα φεύγοντας, ο άλλος άφηνε απλώς το κεφάλι του να χτυπήσει στον πάγκο. Κάποιος από αυτούς ήταν; Στη δεξιά άκρη του πάγκου, κρυμμένη στο σκοτάδι, μια κοπέλα έβαζε μουσική ανακατεύοντας πλαστικές θήκες από σιντί. Ήμουν μπερδεμένος. Κατέβαινα ήδη από το σκαμπό για να προλάβω τον πελάτη που έφευγε προς την πόρτα. Δεν μπορεί να ήταν ο άλλος, ο μεθυσμένος! Δυο βήματα πίσω από την πλάτη του άκουσα την κοπέλα να ζητάει ...
«Ένα τζιν φις Πέτρο».
Δεν έδωσα σημασία έχοντας ήδη φτάσει τον άνθρωπο που έφευγε.
«Έρχεται Άλι», απάντησε ο μπάρμαν.
Σταμάτησα. Αυτό ήταν ένα πολύ κακόγουστο αστείο! Κοίταξα την κοπέλα. Αγορίστικα κουρεμένα μαλλιά με ουρές να περισσεύουν γύρω από τα αυτιά της. Κάποιο τι-σερτ με στάμπα δυσδιάκριτη. Αυτά μόνο μπορούσα να διακρίνω στο μισοσκόταδο που την προστάτευε. Άφησα τον άνθρωπο να φύγει ήσυχος.

«Είσαι η Άλι Εξ;»
«Κι εσύ ποιος πούστης είσαι που ρωτάς;»
Χαμογέλασα. το αστείο δεν μου φαινόταν τόσο κακόγουστο πλέον. Μακάβριο ίσως...
«Γιατί σε λένε Άλι Εξ;»
«Για να ρωτάνε κάτι σκατόγεροι σαν και την πάρτη σου. Τρέχει τίποτα;»
Ψάρεψα τον χοντρό φάκελο από την τσέπη μου κοιτάζοντάς την. Θαύμαζα το θράσος της, λυπόμουν τη δυστυχία που την περίμενε.
«Με λένε Άρη Μαλτέζο και έχω ένα φάκελο να σου παραδώσω», είπα ήρεμα.
«Καλά –άστον δίπλα στα ντεκ και δίνε του», ψιθύρισε αδιάφορα όσο έψαχνε τα σιντί της.
«Δεν πάει έτσι», της επεσήμανα.
«Πέτρο! Αυτός ο μαλάκας δεν έχει ξεκολλημό! Κανόνισε!»
Ο Πέτρος βγήκε, ασυνήθιστα σβέλτα για τον όγκο του, από τη μπάρα. Με πλησίασε.
«Φέρε μας δυο καινούργια ποτά και μην ασχοληθείς άλλο. Έχουμε κάποια πράγματα να συζητήσουμε», δεν τον κοίταζα καν όσο μιλούσα.
Σκέφτηκε λίγο.
«Δεν θέλω φασαρίες στο μαγαζί», είπε.
«Άσε μας να μιλήσουμε και δεν θα τις έχεις», του απάντησα.
«Τι κάθεσαι και τον ακούς; Στείλτον!», ούρλιαξε η Άλι.
Την κοίταξα.
«Δε σε συμφέρει», της είπα. «Ότι είναι να γίνει θα γίνει. Εδώ ή αλλού –δεν έχει σημασία. Ας τελειώνουμε λοιπόν».
Μίλησα ήρεμα κι αυτό την επηρέασε. Όχι πολύ –απλά εκμεταλλεύτηκα τον δισταγμό της.
«Βάλε κάτι να παίζει και πάμε στο βάθος», τη συμβούλεψα.
Έτσι έκανε. Με ακολούθησε με το κορμί σφιγμένο –γροθιά.

«Διάβασε –στο τέλος υπογράφεις», την προέτρεψα καθώς βολευόμουν απέναντι της. Άναψα τσιγάρο και περίμενα –το διάβασμα ήταν δύσκολο σε εκείνη τη σκοτεινή γωνιά.
«Τι μαλακία είναι πάλι αυτή; Νομίζεις οτι μπορώ να δω τα ‘ψιλά γράμματα’ με τέτοιο φως;»
«Μην ανησυχείς. Αυτό είναι ένα συμβόλαιο που έχει μόνο ‘ψιλά γράμματα’. Με οτι φως και να τα δεις αποκλείεται να γλιτώσεις», είπα γελώντας.
Έστριψε ένα τσιγάρο και ρίχτηκε με τα μούτρα στο διάβασμα. Την παρατηρούσα όσο το έκανε αυτό. Είχε ακόμα κάποια χρόνια μέχρι να φτάσει τα τριάντα, αλλά δεν μπορούσα να πω πόσα. Το πρόσωπό της ήταν σκληρό –πρόσωπο γυναίκας που περπάτησε σε ανθυγιεινούς δρόμους. Η φωνή της είχε το σπάσιμο του τσιγάρου αλλά δεν με κορόιδευε εύκολα –η Άλι απείχε μόλις λίγα χρόνια από την εποχή που ήταν παιδί. Σταύρωσε τα πόδια της, τζιν με ρεβέρ και αρβύλες με κόκκινα κορδόνια.
«Δεν κατάλαβα Χριστό», είπε στο τέλος, ξεφυσώντας καπνό.
«Αυτό είναι ένα συμβόλαιο για την καινούργια σου δουλειά», είπα υπομονετικά. «Δεν θα σου πάρει πολύ χρόνο για να καταλάβεις πως πρόκειται για κάτι μεγαλύτερο από τις συνηθισμένες δουλειές. Σοβαρότερο. Και επώδυνο. Θα μετανιώσεις πολλές φορές για το σημερινό βράδυ, θα ευχηθείς να μην είχες έρθει εδώ –σήμερα. Να μην σε είχα βρει, να μην υπήρχε τίποτα από όσα βλέπεις τώρα γύρω σου. Μπορεί και να παρακαλέσεις γι΄αυτό, να πέσεις στα γόνατα κλαίγοντας –αλλά θα είσαι μόνο στην αρχή. Σύντομα θα καταλάβεις πως τίποτα δεν έχει σημασία, γιατί τίποτα δεν είναι τόσο αληθινό όσο η δική σου αλήθεια. Θα δεις τότε πως, ακόμα κι αν δεν υπήρχε αυτό το βράδυ, αυτό το μπαρ, αυτή η συνάντηση –εγώ θα σε έβρισκα. Όπου κι αν ήσουν –όσο κι αν κρυβόσουν. Θα τελειώνεις όλες τις δουλειές που θα σου αναθέτουν και κάπου εκεί, ανάμεσα στις παραδόσεις, θα ανακαλύψεις πως δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά. Κάθε παράδοση θα πρέπει να ολοκληρώνεται κι εσύ δεν είσαι παρά η τελευταία μου παράδοση. Τότε θα κατανοήσεις πως ήταν αδύνατο να ξεφύγεις –κανείς δεν γλιτώνει στο τέλος».
Ήπια τη βότκα σχεδόν μονορούφι –το στόμα μου είχε στεγνώσει. Προσπάθησα να τη διακρίνω μέσα από τον καπνό.
«Είσαι ψυχάκιας και δεν πρόκειται να ακούσω άλλο τις βλακείες σου!» φώναξε η Άλι πριν πεταχτεί όρθια.
«Κάθισε», είπα κοιτάζοντας την μεταλλική αγκράφα στη ζώνη της –ένα κρανίο με μάτια γεμάτα σκουλήκια μου χαμογελούσε. «Κάθισε -μην το κάνεις πιο δύσκολο. Ξέρουμε και οι δυο πως δεν υπάρχει διαφυγή. Μόνο καθυστερήσεις –κι ο χρόνος μου είναι ανύπαρκτος».
Σωριάστηκε στην καρέκλα και έπαιξε νευρικά το ποτήρι στα δάχτυλά της.
«Δε γουστάρω», είπε.
«Κανείς από μας. Ποτέ δεν γούσταρε. Όμως αυτό δεν αλλάζει τίποτα», της απάντησα.
Παραγγείλαμε ακόμα μια γύρα ποτά και τα ήπιαμε αμίλητοι.
«Γιατί σε λένε Άλι Εξ;»
«Επειδή οι γέροι μου ήταν χίπηδες με καμένα μυαλά από τα τριπ. ‘Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων’ και άλλες αηδίες –Αλίκη με έβγαλαν. Έφτανε να δω λίγη τηλεόραση για να μισήσω το όνομά μου –ακόμα ξερνάω όταν το ακούω ολόκληρο».
«Εξ;»
«Εξ. Πόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις δηλαδή; Εξ! Σε λίγο θα με ρωτήσεις γιατί έχω δυο μάτια αντί για ένα στο μέτωπο!»
«Δίκιο έχεις», χαμογέλασα.
«Τι σκατά είναι αυτό που πας να με μπλέξεις; Και ποιος είσαι στην τελική;»
«Είμαι αυτός που τελειώνει όταν εσύ αρχίζεις. Κι αν ήταν στο χέρι μου δεν θα σου έφερνα αυτό το συμβόλαιο».
«Να φοβηθώ δηλαδή;»
«Αν έχεις λίγο μυαλό στο κεφάλι σου θα έπρεπε. Ο φόβος είναι το μόνο που θα σε κρατήσει κάποια χρόνια στη δουλειά».
«Κι αν δεν θέλω να με κρατήσει κάτι; Αν θέλω να ξεμπερδέψω από τη δουλειά μια ώρα αρχύτερα;»
Γέλασα με όση δύναμη διέθετα. Γέλασα μέχρι που δάκρυσαν τα μάτια μου.
«Δεν υπάρχει τίποτα μετά τη δουλειά και δεν υπάρχει τίποτα έξω από τη δουλειά», της εκμυστηρεύτηκα. «Και η δουλειά είναι το τίποτα –δεν μπορείς να ξεφύγεις. Μόνο να γίνεις κομμάτια μπορείς –δεν έχεις άλλη διέξοδο».
«Κι εσύ πως φεύγεις;»
«Δεν φεύγω. Καταρρέω ανήμπορος».
«Αααα, τόσο καλά!» είπε με ψεύτικο θαυμασμό.
«Τόσο και χειρότερα», την διαβεβαίωσα, όλο σοβαρότητα.
Σηκώθηκε.
«Πρέπει να βάλω μουσική», είπε.
«Βάλε πρώτα την υπογραφή σου. Εδώ –μπροστά μου», απαίτησα.
«Δεν φεύγω –εδώ θα είμαι», μουρμούρισε πηγαίνοντας στη σκοτεινή γωνιά της.
Την άφησα να σκεφτεί. Ήξερα πως χρειαζόταν χρόνο –όχι για ν΄αποφασίσει, αλλά για να αποδεχτεί.

Χρειάστηκε να χωθώ για λίγο στην τουαλέτα γιατί ο πόνος τέντωνε το δέρμα μου, ήθελα πολύ να πάω στην Ελένη, ήθελα να τη βρω –έλπιζα πως θα κατέβαινε τα γαμημένα σκαλοπάτια για χάρη μου. Αλλά όχι ακόμα. Η μορφίνη με κράτησε γαλήνια αναίσθητο.

Βγαίνοντας από τις τουαλέτες σκέφτηκα να φρεσκάρω το ποτό μου κι έτσι τον είδα. Η ξανθιά, αποχαυνωμένη, φάτσα του καθρεφτιζόταν στη τζαμαρία του μπαρ –χαμογελούσε από το απέναντι πεζοδρόμιο κρατώντας ένα σακ βουαγιάζ. Έπρεπε να τον είχα σκοτώσει τότε που τον είχα κάτω από την καρέκλα μου, έπρεπε να είχα κυριαρχήσει στην ανάγκη μου να λυτρωθώ από τη γλίτσα της προδοσίας. Μια πόρτα που δεν έκλεισα ζητιανεύοντας λίγη ελπίδα –βλαστήμησα μέσα από τα δόντια γιατί είχα δειχτεί τόσο μαλάκας!
Ο μπάρμαν ετοιμαζόταν να γεμίσει το ποτήρι μου όταν έσκυψε κάτω από τον πάγκο και σήκωσε κάποιο τηλέφωνο. Με κοίταξε καθώς μιλούσε.
«Είσαι ο Μαλτέζος έτσι;»
Το παραδέχτηκα πως όντως ήμουν.
«Για σένα», μου πέταξε το ακουστικό και το έπιασα πριν χτυπήσει στα δόντια μου.
«Ακούω».
«Μαλτέζο; Τι έγινε;»
«Τελειώνουμε αφεντικό. Όπου να ‘ναι υπογράφει».
«Λάθος Μαλτέζο. Υπέγραψε κιόλας».
Κοίταξα πίσω, στο τραπέζι που καθόμασταν. Τα χαρτιά έλειπαν μαζί με τον φάκελο –την εκτίμησα την πιτσιρίκα.
«Άρα, ξεμπερδέψαμε αφεντικό».
«Ναι –από εμάς τελείωσες».
«Χαίρομαι που το ακούω».
«Να προσέχεις Μαλτέζο. Αν και δεν έχει πια σημασία…‘… και εις χουν απελεύση’ –δυστυχώς παιδί μου».
«Με συγκινεί η συμπόνια σου αφεντικό. Κράτα την για όποιον τη χρειάζεται».
Έδωσα το ακουστικό στον μπάρμαν. Αλλά είχα κάνει λάθος. Κοίταζα το άδειο από χαρτιά τραπέζι ξεχνώντας τον ξανθό. Για λίγο –ένα λεπτό ίσως, ήταν αρκετό.
Δεν ξέρω αν άκουσα τη μολότωφ να σκάει στη τζαμαρία ή την είδα όταν στροβιλιζόταν φλεγόμενη στο κέντρο του μπαρ. Πάντως ένιωσα την έκρηξη –αυτό ήταν σίγουρο.

Ακόμα δεν έχω καταλάβει πως βγήκαμε ζωντανοί από εκείνη την ποντικοπαγίδα. Εννοώ, αν μπορείς να το αντιληφθείς, όλο το μπαρ τινάχτηκε στον αέρα, σα σκηνή αμερικάνικης ταινίας. Πεταχτήκαμε από την πόρτα, πρώτα ο Πέτρος, μετά εγώ –τραβώντας την Άλι από το μπράτσο. Ο ξανθός γελούσε καθώς άδειαζε κάτι που έμοιαζε με καλάσνικωφ στο άνοιγμα της πόρτας. Ο Πέτρος την έφαγε στα γεμάτα, αλλά ήταν σκέτο γομάρι –αυτός μας έσωσε. Άνοιξε τον βηματισμό του και κάλυψε την απόσταση που τον χώριζε από τον ξανθό. Θα έπεφτε πάνω του αν εκείνος δεν προλάβαινε να τραβηχτεί στο πλάι. Ο Πέτρος έσκασε στον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας και κύλισε εκεί πέρα σα ματωμένη φτυσιά.
Έτρεξα να βρεθώ δίπλα στον ξανθό, αλλά με είχε προλάβει η Άλι. Έπεσε πάνω του από το πλάι ουρλιάζοντας ακατάληπτα. Κι εγώ έμεινα εκεί –να κοιτάζω το κουβάρι που στριφογύριζε προσπαθώντας να ισορροπήσει και τον άντρα που κατάφερε επιτέλους να φιλήσει το πεζοδρόμιο. Έπρεπε να φύγω –αλλά όχι ακόμα.
Κλώτσησα το όπλο του ξανθού και μετά πίεσα τη μπότα μου στα δόντια του. Τράβηξα την Άλι φωνάζοντας πως δεν υπάρχει πλέον κανένας λόγος. Έτσι ήταν –δεν υπήρχε κανένας λόγος.
«Πήγαινε στον Άγγελο –ζήτα να σε πληρώσει. Εγώ τελείωσα», είπα, δίνοντας το χέρι μου στον ξανθό.
Με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Τελείωσα μαλάκα! Κοίτα με!» του φώναξα.
Το έκανε. Με κοίταξε καλά πριν αρχίσει να τρέχει.
Στράφηκα στην Άλι που έκλαιγε από νεύρα.
«Φύγε! Εξαφανίσου –σε περιμένουν και έχεις ήδη αργήσει», της φώναξα.
«Κι εσύ;» ρώτησε.
«Καλύτερα να ξεχάσεις ότι με είδες. Άλλωστε –ποτέ δεν υπήρξα», της απάντησα.
Το σκέφτηκε λίγο, το σκεφτόταν ακόμα όσο ξεκλείδωνε τη μηχανή της. Γύρισε το κλειδί και χάθηκε προς τη λεωφόρο αποφεύγοντας να κοιτάξει πίσω.

Περπάτησα –δεν ήθελα να πάρω το αυτοκίνητο. Δεν θα είχα άλλη ευκαιρία να πατήσω αυτή τη, γεμάτη λακκούβες, άσφαλτο –όχι ότι θα μου έλειπε δηλαδή! Η μηχανή της Άλι δεν ακουγόταν πλέον στην ησυχία της νύχτας –περπατούσα καταμεσής της λεωφόρου όσο η βροχή ξανάρχιζε κι αναρωτιόμουν γιατί δεν ένιωθα ελεύθερος. Ή έστω ξαλαφρωμένος.

Λες και δεν ήξερα! Γέλασα μόνος μου. Ήπια βρόχινο νερό και ήταν γεμάτο χώμα που έτριζε ανάμεσα στα δόντια μου.

29 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

οι σκιές μιλάν είπε...

"Με το στόμα γεμάτο χώμα".
Αυτό θα στο δώσω εγώ αν δεν το έχεις γιατί μέτρησε το αποψινό όσο λίγα. Δεν ξέρω αν ήταν το ποστ ή η διάθεση. Μάλλον και τα δύο.
Αλλά μου κόλλησε στο μυαλό όπως ο χιτώνας ο ποτισμένος με το αίμα του Κεντάυρου που φόρεσαν στον Ηρακλή.

Προσεχτικά. Πάντα.
;)

RaZzMaTaZz είπε...

θα το ξαναδιαβάσω το πρωί με τον καφέ διότι τώρα είναι πέντε και δέκα το πρωί και ίσως να το βλέπω πιο ψυχασθενές απ' οτι είναι.
πάντως οτι γαμάει, γαμάει. αν και δεν είναι το κλείσιμο, έτσι; έχει ακόμα ανοιχτές υποθέσεις έτσι κι αλλιώς...

The Motorcycle boy είπε...

Σκιές, αν εννοείς το βιβλίο του Στσεπάνοβιτς το έχω και είναι καταπληκτικό. Άλλο δεν μου έρχεται στο μυαλό.
Δεν ξέρω -μάλλον η διάθεσή σου πρέπει να ήταν γιατί η συγκεκριμένη ιστορία βγήκε πολύ απλά και γρήγορα -μέσα σε 2 μέρες. Βασικά ούτε να τη δω δεύτερη φορά δεν πρόλαβα, μπορεί να έχω λάθη σε ονόματα ή χρόνους, δεν ξέρω.
Προσεκτικά όσο μπορούμε και πάντα εκτός εξαιρέσεων χεχε!

Raz, όχι δεν είναι τελευταίο -το επόμενο θα είναι. Ναι, με τον καφέ καταπίνεται καλύτερα -ειδικά αν έχεις δίπλα τίποτα βουτήματα σοκολάτα, βανίλια, κανένα μπακλαβά ...(άντε να διαβάσεις τώρα!)

οι σκιές μιλάν είπε...

Ναι, αυτό εννούσα
;)

Όλα τα ΄χεις πια!
:P

Ανώνυμος είπε...

Ναι, απόλυτα ψυχασθενικό!

Απομένει -ίσως?- μια τελειωτική αναμέτρηση όπου χάνοντας θα ηρωοποιηθεί μέσα από την κάθαρση που αναζητάει. Κι η "κάθαρση" έχει όνομα: Ελένη...

Φαίνεται πως είναι το καλύτερο της σειράς αλλά αυτό είναι μόνο η ψευδαίσθηση που μας δημιούργησες μιας που, τώρα πια, στα τελειώματα, που ο Μαλτέζος είναι υπό κατάρρευση, αναλογίζεται τη ζωή του εκτελώντας την τελευταία του "δουλειά" και ουσιαστικά παραδίδει τον εαυτό του.

Τελικά θα φτιάξεις ρε καναν ήρωα να μισήσουμε? Στο τέλος όλους τους αγαπάμε διάβολε! (κι αν συνεχίσεις να τους "καθαρίζεις" έτσι θ' αρχίσουμε να μισούμε εσένα!)

The Motorcycle boy είπε...

Σκιές, μπράβο αγόρι μου! Χαίρομαι που διαβάζουμε τα ίδια (έτσι καλύπτουμε και την λαϊκή ρήση "όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν", χεχε). Τα έχω γιατί δούλευα χρόνια σε βιβλιοπωλείο ρε -και μάζευα πράμα για τα γεράματά μου (αλλά τα διάβασα νωρίτερα και τώρα πρέπει να ξαναμαζεύω ΣΤΑ γεράματά μου). Καταπληκτικό βιβλίο όντως -πες το και στην tomboy που της έχω φάει τ΄αυτιά να το διαβάσει κι εκείνη προτιμάει κάτι Εγγλέζους ξενερουά σαν τον Κρόου! Και φυσικά, ελπίζω να έχεις τον "θάνατο του κυρίου Γκόλουζα" του Στσεπάνοβιτς (ένα από τα 4-5 βιβλία που μου κανονίζει ακόμα τη ζωή).

Φρίκουλα, απομένει η τελική ένωση, ο γάμος ας πούμε. Εντάξει, είναι αναμέτρηση όπως και να το κάνουμε.
Βασικά, η ιστορία του Μαλτέζου χρειαζόταν όλα τα προηγούμενα (κεφάλαια;) για να διαμορφωθεί. Αν σου πέταγα την τελευταία ιστορία, νέτη σκέτη, τι αξία θα είχε;

Στην τελευταία σου παράγραφο έχω ενστάσεις:
1. Σε εκείνο το μαρτύριο με τις 17 συνέχειες, ένας μόνο πέθανε κι αυτός ήταν ο πιο προσιτός μαλάκας.
2. Σε αυτό, κατά πως πάει, το κλείνω με γάμο -τύφλα να έχουν οι παλιές ελληνικές ταινίες και τα χολλυγούντια!
3. Τι άλλο θέτε πια;

Υ.Γ.: Λέω να φτιάξω μια καινούργια ιστορία σε συνέχειες, όπου ο κεντρικός ήρωας θα είναι τίγκα φαλλοκράτης, αλλά συνάμα ομοφυλόφιλος, ρατσιστής με νέγρικες ρίζες, εθνικιστής Εξαρχειώτης και πάμφτωχος που εκμεταλλεύεται παιδάκια σε φανάρια. Συν τις άλλοις, θα αφήνω υπόνοιες οτι έχει χρηματίσει υπουργός στην
"κυβέρνηση του βουνού" και, κατόπιν στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αν δεν μισήσεις κι αυτόν -δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο!

Unknown είπε...

Πόσο λίγο με ξέρεις, που λέει και το γνωστό άσμα Μοτοαπαυτέ.
Άκου Κρόου! Μάλλον εννοείς τον Κόου που μου φέρνει συνέχει η Ε. και το βάζω βαλίτσα σε ταξίδια και φυσικά ποτέ δεν το διαβάζω.
Ούτε Κόου, ούτε Κρόου. Μόνο για Χρηστίδη είμαι, αυτά τα άλλα τα πχιοτικά δεν τα σκαμπάζω. Άκου Στσεπάνοβιτς! Τι με πέρασες για καμια κομουνίστρια?
Μωρέ πολύ καλά έκανε και σου κόλλησε έτσι ο Μαλτέζος. Το χρειαζόσουν.

Ανώνυμος είπε...

μα καλά τώρα, τον τζόναθαν κόου εννοούσε? εκπληκτικό "οι νάνοι του θανάτου"! Ασε τον ΜΒ να διαβάζει τον... τσοπανοβιτς!

Ανώνυμος είπε...

Σε διαβάζω πάντα, κι ας μην αφήνω σχόλια.
Όλοι αδημονούν για την κορύφωση, αλλά σε όλους θα λείψει ο Μαλτέζος...

Saigon

Ανώνυμος είπε...

μπα. και με καφέ, αντιβηχικό, φρυγανιές και μεταλλαγμένη μερέντα είναι εξίσου ψυχασθενικό. me likes.

που θα σου παει όμως, τον ξεφορτώθηκες νομίζεις τον Μαλτέζο; νόουπ. βρήκε μια άνετη θέση στη δική μου ιστορία (ξες ποια) κι από κει δεν τον κουνάει ούτε ο δέκατος τρίτος ψόφος. άντε να την τελειώσω να στη στέλνω σε .pdf συνέχειες τα κρύα βράδια του χειμώνα με μουσική υπόκρουση ένα καμένο μπιτάκι των 90s που λεει στο ρεφρέν "remember meeeee??"

lol ok σταματάω κάπου εδώ, ψυχασθένεια γενικότερα and i m still at work damnit, and i need my chemicals που λεει κι ένα σονγκ. Αυτά.

numb είπε...

Είχα την εντύπωση ότι ο Μαλτέζος είναι ήδη νεκρός, αλλά προφανώς έκανα λάθος
Μ' άρεσε το σημερινό, θα το θυμάμαι για καιρό

The Motorcycle boy είπε...

Σκιές βοήθα αδερφέ μας την πέσανε οι ντανταϊστές! Τζόναθαν Κόου λέει και σκατά στα μουστάκια του! Που ούτε ένα όνομα της ανθρωπιάς δεν μπορούσε να διαλέξει (κάντο Κρόου ρε να το παίζεις και Ποέ-τικ!).

Tomboy σε έχω δει -όλο κάτι "Μοναξιές" "Απογνώσεις" και "Απολυτρώσεις" κάτι "Πλιάτσικα" διαβάζεις και σε λίγο θα καταλήξεις να ακούς Πλιάτσικα με αυτά τα βιβλία! Καλός ο Χρηστίδης, αλλά έχει να γράψει από την εποχή που ο Θρύλος έκανε ευρωπαϊκή πορεία!

Και λίγα τα λόγια σας για τον Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς. Άλφα, είναι Γιουγκοσλάβος κι αυτοί γαμάνε, είτε μπάσκετ παίζουν, είτε μπάλα, είτε μουσική, είτε γράφουν βιβλία. Είναι βέβαια φραγκοφονιάδες ενίοτε -αλλά "κανένας δεν είναι άσφαλτος". Βήτα, ήτανε κάργα αντιδραστικός όσο η Γιουγκοσλαβία ζούσε στη σκιά του Τίτο. Γάμα, αν διαβάσεις βιβλίο του ξεχνάς τι θα πει λογοτεχνία και ανακαλύπτεις τι θα πει παράνοια της καθημερινότητας. Αυτά.

Ναι, ΤΒ, μου χρειαζόταν ο Μαλτέζος -όσο χρειάζεται το ρετσινόλαδο και το πιπέρι στη γλώσσα των παιδιών.

saigon, χαίρομαι που με διαβάζεις -αυτό σημαίνει πως υπάρχει και άλλος λόγος (πέρα από την ικανοποίηση των προσωπικών μου κόμπλεξ) για να κάνω αυτές τις ιστορίες. Ο Μαλτέζος είναι "ελευθέρας βοσκής" δεν θα λείψει σε κανέναν. Γιατί (δες το από κάτω σου σχόλιο) κάποιος άλλος θα τον αναλάβει.

raz, ψυχασθενικό; Μια απλή ιστορία αγάπης και συνταξιοδότησης (ίσως "εθελουσίας εξόδου") είναι -που την είδες την ψυχασθένεια; Θα περιμένω το κείμενό σου -πάντως σε σκέφτηκα και σου έφτιαξα και ένα καινούργιο μοντέλο θηλυκού γένους, για την περίπτωση που δυσκολευτείς να αποδώσεις τη βαρβατίλα (χαχαχα) του Άρη Μαλτέζου.

The Motorcycle boy είπε...

Numb, ίσως και να κάνεις λάθος θεωρώντας οτι κάνεις λάθος. Ποιος ξέρει; Μόνο ο Μαλτέζος θα μπορούσε να σου απαντήσει σε αυτό, αλλά δεν τον κόβω να νοιάζεται και πολύ για τέτοιου είδους διεκρινήσεις.
Για να σου άρεσε εσένα που αντιμετώπιζες την περίπτωση Μαλτέζου με σκεπτικισμό (και για να σχολίασε θετικά ο Σκιές) μάλλον καλό θα βγήκε.

Ανώνυμος είπε...

Αυτος ο υπερ ηρωας της παρακμής πρεπει να εχει αντιστοιχο σε Γαλλικά κομικ η ταινίες

Πολυ καλό το σημερινο , αλλα δεν καταλαβα και πολλα απο τις 2-3 τελευταιες παραγραφους. Οπως ακριβως συμβαίνει με τις Γαλλικες ταινιες

The Motorcycle boy είπε...

German (πόσο καιρό έχω να δω καινούργιο άτομο να σχολιάζει εδώ μέσα;) είναι περίεργο αυτό που λες για τις γαλλικές επιρροές. Βλέπεις σιχαίνομαι τα περισσότερα πράγματα που προέρχονται από τη Γαλλία με εξαίρεση κάτι κόμιξ. Εκεί λοιπόν κατάντησα; Χαχαχα!

Πέρα από την πλάκα -ευχαριστώ για το σχόλιο και την υπομονή σου να διαβάσεις την ιστορία και σου οφείλω ένα συγνώμη. Δεν είναι δικό σου φταίξιμο που δεν καταλαβαίνεις τις τελευταίες παραγράφους. Φταίει που σχετίζονται με παλιότερες ιστορίες του Μαλτέζου (υπάρχουν κάτω από το tag του -η δεύτερη και η τρίτη είναι).
Κι αν πεις να ψάξεις τι παίζει με την Ελένη ... πρέπει να διαβάσεις όλο το tag!

Ανώνυμος είπε...

Το διαβαζουμε ηδη , και εχουμε αποροφηθεί !

Ανώνυμος είπε...

αντε τοσο καιρο σου πηρε να το τελειωσεις. να περιμενουμε συνεχεια με την εξ; δε νομιζω αλλα ρωταω...
απο αλλη βδομαδα θα τα λεμε απο κοντα...

The Motorcycle boy είπε...

German με εκπλήσσει το κουράγιο σας! Καλά ξεμπερδέματα, λέω να το τελειώσω την άλλη βδομάδα.

Άσωτε, αυτά τα πράγματα μου παίρνουν καιρό -είμαι της υπομονής, δεν με ξέρεις;
Μπα, δεν μπορώ να γράψω συνέχεια, δεν έχω τη δυνατότητα να γράφω με γυναικεία οπτική. Η Εξ είναι ελευθέρας βοσκής σαν το Μαλτέζο και αγνώστου πατρός. Ας τη συνεχίσει όποιος ή όποια θέλει. Άντε, καιρός ήταν -ανέβα προς τα μέρη μας να δούμε και καμιά μπαλίτσα!

arammos είπε...

Motorcycle boy τα σέβη μου. Μου δημιουργήθηκαν ακριβώς τα ίδια συναισθήματα όπως και όταν διάβαζα τον χαρτοπαίκτη του Barker. Το άσχημο βέβαια είναι ότι το διάβασα στη δουλειά μόλις τώρα... καλημέρα.

The Motorcycle boy είπε...

Arammos ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια (ελπίζω δηλαδή να είναι καλά γιατί δεν έχω διαβάσει τον χαρτοπαίκτη -του Κλάιβ Μπάρκερ είναι;) Μη διαβάζεις τέτοια πράγματα στη δουλειά σου ρε συ! Θα σε απολύσουν και θα το έχω κρίμα!

οι σκιές μιλάν είπε...

Tom,

το στόμα και το χώμα αν υπάρχει στο σπίτι είναι αμαρτία να μην του 'χεις ρίξει ένα ξεφύλλισμα.

Άκου τον ΑΝΤΡΑ σου, γυναίκα!
:P

The Motorcycle boy είπε...

Πες τα, πες τα! Να τη χτυπήσω κιόλας λες; Όχι; Άντε καλά.

arammos είπε...

Ναι του clive barker είναι. Άσε έβαλα και άλλους στο τριπ σήμερα... υπάρχει και το computer room μην αγχώνεσαι.

The Motorcycle boy είπε...

Να έχεις, πάντως, υπόψη πως αυτές είναι αμαρτίες που κάποτε πληρώνονται.
Άμα σε πλακώσουν στο ξύλο οι άλλοι εγώ δεν ευθύνομαι -εντάξει;

arammos είπε...

...νταξ...

PiKei είπε...

Τρέξιμο-ξετρέξιμο, άμα παίζει Μαλτέζος, έστω και με καθυστέρηση δεν γίνεται να τον χάσω. Μια χαρά το πας, σε λίγο φτάνει η ώρα του Βαλαώρα. Τίποτα, κι αυτόν τον διέσωσες, καταλήγει "θετικός" ήρωας. Πρόσεχε μόνο την "λύτρωση" στην λύση.
Μπαίνω μόνος μου στο hold, και το βουλώνω...

The Motorcycle boy είπε...

Με κίνδυνο να γίνω για μια ακόμα φορά κοινότυπος φίλε -είμαι σίγουρος πως θα φτιάξω ένα τέλος κατώτερο των προσδοκιών. Δεν βλέπω να λυτρώνεται κανένας, απλά θα το κλείσω με μια μικρή πουστιά.
Ετοιμάσου λοιπόν να γίνεις επικριτικός την άλλη βδομάδα.

roidis είπε...

το διάβασα 2 φορές, με συνεπήρε το όλο κλίμα (ελληνικό)νουάρ
και ήσουν συνεπείς στο γλυκόπικρο που αρμόζει

The Motorcycle boy είπε...

Τι κάνεις βρε; Περισσότερο χάρηκα που ξαναπέρασες από εδώ παρά με τα καλά σου λόγια.
Χαρά στο κουράγιο σου να το διαβάσεις 2 φορές!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι