Περπατάω στην προκυμαία όσο η θάλασσα σκάβει τα βράχια από κάτω. Η προκυμαία τελειώνει σ’ έναν τσιμεντένιο τοίχο –όχι πολύ ψηλό, εύκολα μπορείς να τον ανέβεις. Έχω ακούσει οτι η θάλασσα καβαλάει τον τοίχο όταν αγριέψει –από ποιον όμως το έχω ακούσει; Δεν έχει σημασία. Το ξέρω. Περπατάω δίπλα στον τοίχο κι αυτός εκτείνεται για χιλιόμετρα. Ευθεία. Αργοπορώ την επιστροφή μου στην πλατεία όσο γίνεται περισσότερο. Μυρίζω φύκια και μαζούτ χυμένο από εμπορικά πλοία.
Μου ζήτησε να ανέβω τα σκαλοπάτια αλλά δεν τόλμησα. Με κάλεσε κοντά της αλλά δεν πήγα. Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις γι΄αυτό, έχω κάνει πολλά, δεν γίνεται να κάνω τα πάντα. Κι ο ναός ήταν σκοτεινός στο άνοιγμά του –σα στόμα που έχασκε απειλές. Άραγε ποιον θεό να λάτρευαν εκεί μέσα; Δεν ήθελα να ξέρω, μου έφτανε η βεβαιότητα πως οι θεοί είναι πλέον νεκροί. Κι εγώ δεν πηγαίνω σε κηδείες, δεν αντέχω την απόγνωση που σκάει σαν κύμα στην προκυμαία της ψεύτικης συμπόνιας. Ποτέ δεν λάτρεψα κανένα θεό –τι δουλειά είχα να πάω στην κηδεία του; Ούτε καν για χάρη της.
Ο φρουρός βγήκε αγουροξυπνημένος από το φυλάκιο της πύλης, με σημάδεψε με το ασφαλισμένο όπλο του.
«Ποιος είσαι; Τι θες;»
«Να μπω μέσα».
«Ξεφορτώσου μας ρε φίλε. Δεν έχω όρεξη για πλάκες!»
«Ξύπνα τον αξιωματικό υπηρεσίας. Πες του οτι γύρισα και θέλω να μπω».
Με κοίταξε σα χαζός, όσο μούλιαζα στη βροχή. Είχα διπλωθεί γιατί πονούσα κιόλας. Κρύωνα.
«Ποιος να του πω οτι είσαι;»
«Άρης Μαλτέζος».
Τον παρακολουθούσα να μιλάει στο τηλέφωνο. Μέσα από το φυλάκιο με στραβωμένα μούτρα. Σε λίγο θα άρχιζαν να χτυπάνε τα δόντια μου -δεν άξιζε τον κόπο τέτοια ξεφτίλα.
Πέρασα πάνω από τη μπάρα και κατευθύνθηκα προς την κλειδωμένη πύλη. Ο φύλακας έτρεξε να βγάλει την αλυσίδα, συνεννοημένος με τον ανώτερό του –προχώρησα στο προαύλιο, δυο φιγούρες με στολή εμφανίστηκαν στην πόρτα του κεντρικού κτιρίου. Χαμογέλασα –κάποια ψυχή δεν θα χαιρόταν καθόλου για την επιστροφή μου.
Βουτάω στο λήθαργο κρατημένος από ένα ξεχαρβαλωμένο, σιδερένιο κρεβάτι. Δεν αντέχω ούτε να πονέσω, δεν διανοούμαι να αλλάξω τα βρεγμένα ρούχα μου. Θέλω να χάσω τις αισθήσεις μου για όσο περισσότερο γίνεται. Θέλω να ανακτήσω τις δυνάμεις μου –μόνο έτσι θα φτάσω πάλι κοντά της. Ο συγκάτοικός μου στο κελί μουρμουρίζει.
«Που ήσουν;»
«Έξω».
«Νόμιζα ...»
«Θα ΄θελες –έτσι;»
«Ναι. Είσαι μπελάς».
«Για λίγο ακόμα. Σύντομα θα την κοπανήσω από εδώ».
«Ήσουν έξω και γύρισες. Τώρα μου λες πως θα την κοπανήσεις! Κάτι δεν πάει καλά με τα μυαλά σου;»
«Τίποτα δεν πάει καλά με τα μυαλά μου».
Γύρισα πλευρό –βούλιαξα.
Η ταμπέλα στο ερειπωμένο κτίριο απέναντι από την προκυμαία έγραφε «SALVATORES DEI» -ήταν μια ταμπέλα σαν αυτές που δείχνουν τις οδούς, σε ένα κτίριο, όμοια ερειπωμένο με όλα τα υπόλοιπα του δρόμου –απέναντι από την προκυμαία. Κοίταξα την ταμπέλα –χαμογέλασα. Μάζεψα το σάλιο μου και έφτυσα με μανία, δεν σημάδεψα, δεν υπήρχε ελπίδα να πετύχω την ταμπέλα. Έφτυσα πάντως για να ξεθυμάνω.
Δεν περνούσαν αυτοκίνητα από τον φαρδύ δρόμο, κοίταξα πάντως πριν διασχίσω την άσφαλτο. Η πόλη ήταν μια παγίδα που έκλεινε νωχελικά γύρω μου κι εγώ ένιωθα κάπως ανήσυχος. Όχι για την έκβαση, αλλά από την αίσθηση.
Δεν βρέχει εδώ. Δηλαδή, βρέχει –ρίχνει τροπικούς κατακλυσμούς, αλλά όχι αυτή την εποχή του χρόνου. Είναι άνοιξη εδώ –μη ρωτήσεις που το ξέρω. Θέλω να είναι άνοιξη και θέλω να φυσάει μια αναπνοή αέρα, το ιδρωμένο ρούχο να κολλάει στην πλάτη. Έτσι θέλω. Βαδίζω πιο γρήγορα πλέον. Δεν βιάζομαι, δεν θέλω να τρέξω. Δεν θέλω να βιάζομαι –τρέχω ήδη.
Χρειάζομαι να φάω αλλά από τα χέρια μου πέφτει το κουτάλι. Μου φαίνεται πως έχω πυρετό. Πρέπει να ζητήσω παυσίπονα από τον γιατρουδάκο της φυλακής. Δεν έχω δύναμη ούτε να σηκωθώ από τον πάγκο της τραπεζαρίας. Ένας φαλακρός με πλησιάζει.
«Τι γίνεται; Πως πάμε; Πεθαίνουμε;» χαζογελάει.
«Το παλεύω», λέω σιγά.
«Θέλεις τίποτα για να στανιάρεις;», τα μπροστινά του δόντια είναι σάπια. «Έχω απ’ όλα».
Έρχεται στο μυαλό μου η αίσθηση του μουδιάσματος. Χαλαρωτική. Την έχω ανάγκη –δεν το αρνούμαι.
«Άστο –να λείπει», λέω στον φαλακρό.
Ότι είναι να γίνει, ας γίνει γρήγορα.
Μπαίνω στην πλατεία από την αντίθετη πλευρά, μακριά από το ναό. Θέλω να καθυστερήσω, στρέφομαι γύρω από τον άξονά μου σα μύγα απέναντι από τη φωτεινή παγίδα. Η δική μου παγίδα είναι σκοτεινή. Με κρεμασμένα πανιά στα τζάμια, παρακαλάω τον αέρα να έρθει, να τα κουρελιάσει. Ίσως έτσι γίνει πιο ευάλωτος ο ναός που θέλει να με καταπιεί. Μετράω τα βήματά μου άσκοπα. Μετράω την απόσταση μέχρι τα σκαλοπάτια και είμαι μόνος –η Ελένη δεν φαίνεται πουθενά. Είναι περίεργο, αλλά δεν θέλω να μετρήσω τα σκαλοπάτια –φοβάμαι πως θα μου σημαδέψουν τα χέρια αν το προσπαθήσω, όπως λέγανε οι γριές οτι παθαίνεις αν προσπαθήσεις να μετρήσεις τα αστέρια. Σε μια άλλη εποχή –όταν υπήρχαν παιδιά και αστέρια. Ανεβαίνω.
Στριφογυρίζω τρέμοντας –το σιδερένιο κρεβάτι είναι μεγάλο σαν έρημος, αλλά πολύ μικρό για να με χωρέσει. Κρατιέμαι από τις άκρες του για να μη σωριαστώ στο βρώμικο πάτωμα.
Δεν την βλέπω, είμαι στο κεφαλόσκαλο αλλά δεν τη βλέπω. Η ησυχία του ναού με συνθλίβει, θα ήθελα να φωνάξω. Να την φωνάξω. Πιάνομαι από τις αψίδες της εισόδου και δίνω ώθηση στο σώμα μου για να χωθώ εκεί μέσα. Ένα κύμα από μυρωδιές κεριών με σπρώχνει πίσω –ανατριχιάζω από δυσφορία όμως είμαι ήδη μέσα. Ο ναός έχει αγάλματα, πολύχρωμα αγάλματα –χριστιανών αγίων με μαύρα δερμάτινα πρόσωπα. Μαύρο δέρμα. Και βαριές κουρτίνες να εμποδίζουν το φως και διάφανα πέπλα δεμένα σαν φουλάρια στις βάσεις των αγαλμάτων.
«Ελένη;» σκέφτομαι.
Τα αγάλματα κρατάνε κατακόκκινες καρδιές, βολβούς ματιών, ανθρώπινα μέλη και κουτιά μισάνοιχτα. Χαμογελάω –ο θεός αυτού του ναού θα πρέπει να ήταν λάτρης της φρίκης. Μπροστά από το ιερό καμπουριασμένες μορφές μαυροντυμένων γυναικών προσεύχονται μουρμουριστά. Πόσες είναι; Δεν με νοιάζει –η Ελένη δεν θα μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσά τους.
Τη βλέπω ξαφνικά να κατεβαίνει από τον γυναικωνίτη –ήρεμα βήματα, αέρας ανάμεσα σε αυτή και τα μάρμαρα. Θέλω να την πλησιάσω χωρίς να καταλάβει –να την ξαφνιάσω. Γυρίζει και με κοιτάζει.
«Ήρθες».
«Αμφέβαλλες;»
«Βαθιά μέσα μου –όχι. Αλλά κανένας δεν είναι παντοδύναμος».
«Ούτε ο θεός που λατρεύουν εδώ;»
«Ειδικά αυτός. Κοίτα γύρω σου».
Γυρίζω το κεφάλι –πως δεν το είχα παρατηρήσει πιο πριν; Τα αγάλματα δεν είναι παρά αναπαραστάσεις ζητιάνων, κουρελήδων με παρακλητικό ύφος, καμπούρηδων με πόδια γυμνά και πληγωμένα. Γελάω δυνατά τώρα. Σκέφτομαι πως αν μπορούσαν να με πλησιάσουν θα αναγκαζόμουν να ψάξω τις τσέπες μου για κέρματα –κοιτάζω τριγύρω, τα αγάλματα πλησιάζουν, ή έτσι μου φάνηκε –ψάχνω τις τσέπες μου για κέρματα.
Η Ελένη διασχίζει κάθετα την απόσταση μέχρι το ιερό –φαίνεται να γνωρίζει τον χώρο. Γνέφει προς το μέρος μου, την ακολουθώ. Φοβάμαι. Το παντελόνι μου αγγίζει τις μαυροφορεμένες γυναίκες, προσπαθώ να βρω χώρο χωρίς να τις ενοχλήσω. Χωρίς να τις κοιτάξω επίσης –δεν θέλω να ξέρω.
Ένας ψίθυρος μένει πίσω μου καθώς προχωράω –γυρίζω το κεφάλι από περιέργεια. Οι γυναίκες με κοιτάζουν κι αυτές, είναι τόσο γνώριμα τα πρόσωπά τους, αλλά τα μαντήλια που καλύπτουν τα κεφάλια τους με εμποδίζουν να αναγνωρίσω.
«Έλα, τι περιμένεις;» αδημονεί μαγευτικά η Ελένη.
«Ποιες είναι αυτές;» ρωτάω.
«Οι μέρες της ζωής σου που δεν θέλουν να χαθούν», λέει εκείνη.
Ξανακοιτάζω. Οι ζητιάνοι άγιοι στενεύουν τον κλοιό τους όσο οι γυναίκες υψώνουν τα χέρια παρακλητικά. Δεν έχω χρόνο για δισταγμούς –το τέλος με περιμένει στα δυο βήματα. Γυρίζω την πλάτη για να τα διανύσω.
«Πόσο τον βλέπεις να αντέχει;»
«Ώρες. Ούτε καν μέρα».
«Πάρτε τον από εδώ! Με φρικάρει!»
«Βγάλε το σκασμό εσύ!»
«Προσέξτε τα λόγια σας, παρακαλώ! Τουλάχιστον όσο είμαι εγώ μπροστά».
Ανοίγω με κόπο τα μάτια –προσπαθώ μέσα από κοκαλωμένα δάκρυα. Πάνω μου –σκιές. Άσπρη μπλούζα ίσως και ένας άλλος άντρας –χοντρός, βαριά σκιά. Ξανακλείνω τα μάτια –να πάνε να γαμηθούν.
Το φως με τυφλώνει, είμαι έτοιμος να πέσω στα γόνατα, συνηθισμένος από το μισοσκόταδο του ναού. Η πύλη του ιερού άνοιξε διάπλατα στο άγγιγμά της κι αυτή έγινε διάφανη. Μια ζελατίνα, ρούχα που καλύπτουν έναν ίσκιο και γύρω της η σκόνη χρυσίζει στις ακτίνες κάποιου κυρίαρχου ήλιου. Καλύπτω τα μάτια με τις παλάμες μου, προσπαθώ να την ακολουθήσω. Σκοντάφτω, πρέπει να κοιτάξω.
«Είσαι εδώ επιτέλους και είμαι μαζί σου. Αυτό δεν ήθελες αγάπη μου;»
Μουγκρίζω. Αυτό ήθελα και τα πνευμόνια μου γεμίζουν από αληθινές ψευδαισθήσεις. Είμαι ο κυρίαρχος όλων των κόσμων –τώρα. Και όλοι οι κόσμοι είναι ο δικός μου κόσμος. Με περιμένει. Θα τον γευτώ. Τώρα.
Κόκκινο ύφασμα στρωμένο στην Αγία Τράπεζα, με χρυσά τελειώματα να κρέμονται.
Ανασηκώνω το κεφάλι, βήχω, πνίγομαι. Αυτό που φτύνω είναι πιο πηχτό από σάλιο και μυρίζει στυφά καθώς τρέχει στο σαγόνι μου.
«ΠΑΡΤΕ ΤΟΝ ΑΠΟ ΔΩ!!!»
Ακούω τα κάγκελα της πόρτας να τραντάζονται. Χαμογελάω. Ξέρω πια.
Η Ελένη μου κρατάει το χέρι, οδηγώντας με. Αφήνομαι στην αίσθηση, αν υπάρχει Παράδεισος είμαι ήδη εκεί. Περιμένω να μου αφήσει το χέρι για να το μυρίσω –το άρωμά της από νυχτολούλουδα. Στην Άγια Τράπεζα με περιμένει η γυάλινη σφαίρα της μόνο που τώρα είναι όλα μαγικά. Δεν χρειάζεται να την κουνήσεις –το χιόνι πέφτει συνέχεια, ασημένιο γύρω από τη μπαλαρίνα που κινείται χαμογελώντας. Είναι όμορφη. Όμορφα. Η Ελένη με κοιτάζει χαμογελώντας.
«Σου ζήτησα πράγματα να κάνεις και δεν τα έκανες», παρατηρεί.
«Έκανα αυτά που ήθελα. Ήθελα να έρθω σε σένα από τον δικό μου δρόμο».
«Σου ζήτησα να σκοτώσεις».
«Σκότωσα τον εαυτό μου. Δεν αρκεί;»
«Όχι αγάπη μου. Όλοι σκοτώνουν αυτό που είναι, κάθε μέρα, κάθε ώρα. Και την επόμενη μέρα ανασταίνονται –μια ακόμα ευκαιρία να σκοτωθούν, μια ακόμα απόδειξη πως ο προσωπικός τους θάνατος δεν μετράει –η αφαίρεση μιας άλλης ζωής είναι το μονοπάτι προς τη θέωση».
«Και ποιος ενδιαφέρεται να γίνει θεός; Εγώ πάντως -ποτέ δεν έδωσα δεκάρα γι΄αυτό».
«Λάθος αγάπη μου. Για να με φτάσεις έπρεπε να ανέβεις, για να σταθείς δίπλα μου έπρεπε να ξεφορτωθείς όσα σε καθόρισαν».
«Δεν ξεφορτώνομαι τίποτα. Για κανέναν. Ούτε καν για σένα. Ήρθα όπως εγώ θέλησα –δεν υπάρχει άλλος τρόπος».
«Ψέματα αγάπη μου. Όμορφες κουβέντες για να κοιμίζεις το μυαλό σου! Ήρθες με τις ενοχές να σε βαραίνουν. Να σε βαραίνουν –δεν τις ξεφορτώθηκες! Κοίτα έξω –οι ενοχές σου δίνουν πνοή στα αγάλματα».
Κοίταξα. Είχε δίκιο.
Ο πατέρας μου σταμάτησε να χαστουκίζει τη μάνα μου –στράφηκε προς εμένα, με χαιρέτησε αφηρημένα. Η μεθυσμένη ανάσα του με έπνιξε. Λεκέδες από πρόστυχα χείλη στον γιακά του. Έσκυψα το κεφάλι, έκρυψα το βλέμμα στη σκιά του σώματός μου. Δεν ήθελα να δω, δεν ήθελα να ξέρω.
Γι΄αυτό μπήκε μπροστά μου ο Άγγελος και έφαγε τη δικιά μου σφαίρα. Τον άφησα να με καλύψει με το σώμα ξέπνοο, μιμήθηκα τον θάνατό του –τρέμοντας. Και τρέμοντας έτρεξα μακριά –μακριά από τους ανθρώπους μου, μακριά από την προτεταμένη επιβολή των σιδερένιων ραβδιών, έτρεξα και έχασα τη ζωή μου προσπαθώντας να τη σώσω.
Μετά η ψυχή μου σάπισε. Δεν με ένοιαξε η μοίρα αυτών που άγγιξα, δεν ενδιαφέρθηκα να προστατεύσω όσους πλησίασαν τη μοναξιά μου. Η αγία πουτάνα μαρτυρούσε κάτω από το μαχαίρι του νταβατζή της επειδή είχε τολμήσει να με ευλογήσει με τη χάρη της. Εκεί. Μπροστά στα μάτια μου.
Και έκλαψα ανώφελα βλέποντας τη ζωή μου να στριφογυρίζει στο εξώπυλο του ναού -αγαλμάτινοι ζητιάνοι που εκλιπαρούσαν την εφήμερη συμπόνια, όσο μαυροντυμένες ώρες χτυπούσαν τα στήθη τους αγωνιώντας να συντηρήσουν την ύπαρξή τους μέσα σε παγωμένο χρόνο. Η Ελένη είχε δίκιο, ήμουν εκεί και ήμουν εγώ. Εδώ μέσα, στο ιερό του ναού, μόνο η σκιά μου είχε κατορθώσει να γλιστρήσει. Όσοι σκότωσα με κρατούσαν μαζί τους και οι χειρότεροι φόνοι είναι οι ακούσιοι.
«Γιατί φωνάζεις; Τι έκανε;»
«Προσπάθησε να σκοτωθεί! Στην αρχή πάλευε να σηκωθεί από το κρεβάτι και όταν δεν τα κατάφερε προσπάθησε να καταπιεί τη γλώσσα του! ΠΑΡΤΕ ΜΕ ΑΠΟ ΔΩ!»
«Μη φωνάζεις. Θα πάρουμε αυτόν. Είναι φανερό πως δεν αντέχει άλλο».
Κοίταξα την Ελένη όσο το κορμί μου διαλυόταν σε κόκκους άμμου. Θλίψη στα μάτια της, σιγουριά για το αναπότρεπτο. Όχι ακόμα.
«Σε ήθελα πολύ Άρη. Γι΄αυτό προσπάθησα να σου δείξω τη δύναμη. Αν σκότωνες την Έλσα θα απαρνιόσουν την ανθρώπινη μιζέρια σου. Θα ελευθερωνόσουν από τις μυλόπετρες των ενοχών. Δεν το θέλησες. Δεν τόλμησες να βαδίσεις στα βήματα των θεών».
«Δεν το μπορούσα Ελένη. Είμαι ο άνθρωπος που μου μοιάζει κι ο κόσμος έχει τη δική μου ματιά. Δεν θέλησα να βαδίσω σε φωτισμένους δρόμους, η λάσπη είναι πάντοτε πιο δροσερή».
Έκλαψε τότε, εκεί μπροστά μου –μεγαλώνοντας τη δυστυχία που προκάλεσα σε όσους άγγιξα. Έκλαψε –ίσως για να με κρατήσει και κλαίγοντας με έσπρωχνε στον εφιάλτη που σάλευε έξω από το ιερό. Στη ζωή μου, όπως την έζησα, δηλαδή.
«Ας γίνει όπως το θέλησες», είπε απαλά.
«Ας γίνει όπως κανένας μας δεν θέλησε», φώναξα περνώντας πλάι της σαν σκόνη παρασυρμένη από τον άνεμο.
Βιαζόμουν γιατί δεν θα έμενε για πάντα παγωμένος ο χρόνος.
«Φέρτε καθαρά σκεπάσματα γρήγορα! Μην τον μετακινείτε –είναι κρίσιμη η κατάστασή του!»
«Είναι πολύ αργά τώρα που μας τον φέρατε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα».
«Δεν έχει σημασία. Απλά δεν θέλαμε να πεθάνει στα χέρια μας».
«Έχει πάθει κρίση. Αν μπορούσε να κινηθεί θα το διαπιστώνατε κι εσείς».
«Δεν έχει σημασία. Αφήστε τον κάπου και αγνοείστε τον».
«Μάλλον έτσι θα γίνει. Είναι καταδικασμένος».
Πριν πέσω στο βιτρώ του παραθύρου, πριν ορμήσω με όση δύναμη μου απέμενε σε αυτό το μάτι που έχυνε πολύχρωμο εκτυφλωτικό φως, πριν ταξιδέψω στην έλλειψη των αισθήσεων –δεν άντεξα. Στράφηκα προς το μέρος της για μια τελευταία φορά. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχαν αγγίξει τα μάτια μου και ήταν όλη δική μου καθώς με αποχαιρετούσε με παγωμένα χείλια.
«Για πάντα», ψιθύριζε σε έναν ατέλειωτο στεναγμό.
«Κι αυτό το πάντα, δεν υπάρχει –τίποτα δεν υπάρχει», γέλασα υστερικά.
Μετά χάθηκα στην αδιάκοπη φωτεινή γραμμή.
Δεν ξέρω ποια γαμημένη ανάγκη με τράβηξε να τον ψάξω. Εκείνη η νύχτα που τον είδα για πρώτη φορά, ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Ένας άνθρωπος που γούσταρα, ένας καλός άνθρωπος πέθανε μπροστά στα μάτια μου χωρίς να υπάρχει κάποιος ξεφτιλισμένος λόγος γι΄αυτό. Κι εγώ δεν έμεινα ούτε για να του κλείσω τα μάτια, παρά έτρεξα σα να με κυνηγούσαν χίλιοι καβλωμένοι λυκάνθρωποι. Έτρεξα σε αυτή την εταιρεία, που ανάθεμα κι αν έχω καταλάβει τι κάνει. Παραδόσεις λέει, πακέτα, μαλακίες. Έχω κάνει μερικές τέτοιες, δέματα μυστήρια που φέρνουν πάντα δυστυχία. Με βλέπουν και προσπαθούν να την κάνουν σαν παλαβοί οι άνθρωποι, αλλά εγώ τους φτάνω και λέω τα λόγια μου. Ρωτάω όνομα, βεβαιώνομαι, αφήνω το πακέτο, φεύγω. Τι στον διάβολο παραδίδω; Εκτός από δυστυχία –καταλαβαίνεις;
Αυτή τη μέρα πήγα λοιπόν στον κωλόχοντρο και του ζήτησα εξηγήσεις. Γέλασε, με ειρωνεύτηκε ο αρχίδης! Παλιότερα θα τον χαράκωνα, στη σκατόφατσα και στη σαπιοκοιλιά του. Αλλά δεν ήμουν έτσι τώρα κι αυτό με έκανε να φορτώνω ακόμα περισσότερο. Είμαι οτι γουστάρω και είμαι η μοναδική που αποφασίζει πότε θα αλλάξει. Και γιατί. Να πάνε να γαμηθούν όλοι τους –εγώ κουμαντάρω τη ζωή μου.
Το λέω, το ξαναλέω και κάνω οτι μου πει η εταιρεία –μια ξεφτιλισμένη πουτάνα τους έχω καταλήξει! Τις τελευταίες μέρες παίζω με την πεταλούδα –πότε θα τα πάρω άσχημα και θα κόψω το λαιμό μου, ακόμα δεν ξέρω. Άραγε, μπορώ πια να το κάνω; Φοβάμαι οτι κάτι θα με εμποδίσει –τελευταία στιγμή –κι αυτό δεν θα είναι η αναποφασιστικότητά μου.
Δεν μου είπε τίποτα λοιπόν ο γαμιόλης, τίποτα που θα με βοηθούσε να βγάλω άκρη. Μετάνιωσα κιόλας που έχασα την ώρα μου ρωτώντας τον. Στάσου, πριν φύγω θυμήθηκα τον άλλο.
«Που είναι ο Μαλτέζος», του λέω κι εκείνος γέλασε.
«Ποιος Μαλτέζος;» μου κάνει. «Δεν υπάρχει κανένας Μαλτέζος».
Εκεί τα είδα όλα μπλε. Είχα κολυμπήσει στα σκατά όσο μιλάγαμε, δεν άντεχα άλλο, θα τον μαχαίρωνα το χοντρό –να πάει να γαμηθεί το σύμπαν όλο!
Μάλλον φάνηκε στα μάτια μου, ξέρω ΄γω; Ο χοντρός μαζεύτηκε, με κοίταζε σα νεροχελώνα.
«Που τον θυμήθηκες το Μαλτέζο;» λέει.
«Κόψε τις μαλακίες και ρίχτα να τελειώνουμε μαλάκα», τον προειδοποίησα. Ήμουν έτοιμη να χτυπήσω τιλτ.
«Μην είσαι απότομη κοπέλα μου –και μην ξεχνάς πως είμαι το αφεντικό σου», έκανε ο αμετανόητος.
Του μόστραρα την πεταλούδα.
«Ένας από τους δυο μας θα πάει αδιάβαστος απόψε, αφεντικό», έτσι ξηγήθηκα.
Έχω την εντύπωση οτι φοβήθηκε περισσότερο για την πάρτη μου παρά γι΄αυτόν. Επαγγελματίας κοπρίτης!
«Ο Μαλτέζος είναι σε ψυχιατρείο –χρόνια τώρα. Κάποτε δούλευε για την εταιρεία, αλλά δεν το άντεξε. Είχε προσωπικά προβλήματα, δεν έφταιγε η δουλειά. Παρ΄όλα αυτά η εταιρεία τον κάλυψε. Ακόμα πληρώνουμε τα νοσήλια του, δεν τον εγκαταλείψαμε. Αν και θα μπορούσαμε», είπε λες και διάβαζε το ποίημα του.
«Διεύθυνση», έκανα εντελώς αγριεμένη.
Έτσι βρέθηκα εδώ, χαμένη ανάμεσα στα παρτέρια με τα βρωμερά νυχτολούλουδα και τις αμφιβολίες μου. Τι σκατά γύρευα εδώ πέρα; Ήρθε μια νοσοκόμα να με συναντήσει στις «Πληροφορίες», να με πάει μέχρι τον ασθενή. Ζόρικη γκόμενα, με μακριά μαύρα μαλλιά –ευχαρίστως θα την πήδαγα. Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση γιατί όσο την ακολουθούσα φλασάρισα πως ήταν αλλιώτικη η γυναίκα. Όχι ψεύτικη, αλλά ονειρική –ένα τέτοιο πράγμα. Δεν τα πιστεύω αυτά και πίεσα τον εαυτό μου να κοιτάξει τα μπούτια της ή να κατασκοπεύσει τα βυζιά της ας πούμε. Αλλά δεν μου έβγαινε. Την ακολούθησα σα συνεσταλμένο κοριτσάκι βρίζοντας τον εαυτό μου. Η κωλοδουλειά έφταιγε –είχα αρχίσει να τα χάνω μάλλον.
Καθόταν σε μια αναπηρική καρέκλα –τα πόδια του κρυμμένα από κάτω στην κουβέρτα. Είχε ψυχράνει ο καιρός, αλλά αυτός ήταν αφημένος στο ψοφόκρυο μιας σκιερής γωνίας –γιατί δεν τον έβγαζαν στον ήλιο τον άνθρωπο; Τι τον άφηναν εκεί να τουρτουρίζει;
Γονάτισα μπροστά του, αλλά ήταν εντελώς «γειάσου» -δεν έδειχνε να με παίρνει χαμπάρι. Η αδελφή «Λευκή Οπτασία» στάθηκε πίσω του, κρατώντας τα χερούλια της αναπηρικής καρέκλας. Ζήτησα λίγη γαμημένη διακριτικότητα, αλλά μου την αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι –χωρίς άλλη δικαιολογία.
«Άρη; Άρη Μαλτέζο; Με θυμάσαι;» έκανα την προσπάθεια, αφού είχα φτάσει μέχρι εδώ.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν τον θυμόμουν σε τέτοια χάλια. Ο άνθρωπος είχε ασπρίσει και η φάτσα του έμοιαζε σα να ήταν πατημένη από φορτηγό. Ή σα να είχε πάθει από εκείνα τα εγκεφαλικά που σου αφήνουν μόνιμο χαμόγελο και σάλια να τρέχουν.
«Άρη; Άρη Μαλτέζο;»
Σηκώθηκα –δεν έβγαινε άκρη. Ευχαρίστησα την πανέμορφη στρίγκλα και έκανα να φύγω.
«Άλι;»
Χέστηκα πάνω μου. Με τέτοια φωνή θα έκανε καριέρα σε θρίλερ ο μάγκας!
«Εξ;»
Γύρισα και τον κοίταξα. Είχε κάτι ανθρώπινο στο βλέμμα, κάποιο σημάδι αναγνώρισης, χωμένο βαθιά μέσα στα σκατά της ανυπαρξίας του.
«Με θυμάσαι ρε φιλαράκο;» γέλασα για να το κάνω πιο ανθρώπινο.
Δεν είπε τίποτα. Μόνο κοίταζε σα χαμένος. Όχι τα μάτια μου –το μπλουζάκι που φαινόταν στο άνοιγμα του δερμάτινου μπουφάν, αυτό κοίταζε.
Μείναμε έτσι να κοιταζόμαστε σαν ηλίθιοι μέχρι που σιχτίρισα. Δεν έβγαινε άκρη –είχε τζαζέψει τελείως το άτομο. Γύρισα πάλι να φύγω.
«Βρες κάποιον να σε περιμένει», εκείνη η κερατένια φρικιαστική φωνή του με χτύπησε στην πλάτη σα λοστός.
Δεν τόλμησα να γυρίσω, να σιγουρευτώ οτι αυτός μίλησε. Όχι επειδή με φρίκαρε η φωνή, αλλά γιατί φοβόμουν πως είχε δίκιο. Και δεν υπήρχε κανένας να με περιμένει. Κατάλαβες;
Ο άντρας έμεινε να την κοιτάζει όσο αυτή χανόταν ανάμεσα στις πρασιές με τα νυχτολούλουδα. Μισόκλεισε τα μάτια για να την κρατήσει όσο αυτή απομακρυνόταν, όχι επειδή του άρεσε εκείνο το αγοροκόριτσο με τα δερμάτινα –αλλά προσπαθώντας να θυμηθεί. Ποια ήταν; Που την ήξερε; Το πρόσωπό του φαγουριζόταν από τα γένια –θα έπρεπε, σύντομα, να τον ξυρίσουν. Ποιος είχε μιλήσει σε εκείνη την κοπέλα; Άκουγε τη φωνή μέσα του αλλά δεν ήταν αυτός –κάτι του θύμιζε η κοπέλα, όμως δεν μπορούσε να το ξεκαθαρίσει. Ένιωσε ένα ρίγος και κατουρήθηκε πάνω του, μια ακόμα φορά θα αναγκαζόταν να υποστεί τον εξευτελισμό της καθαριότητας. Παραμερίζοντας βράχους φτιαγμένους από νεκρές νευρικές απολήξεις κατάφερε να πει αυτό που ήθελε:
«Ελένη; Κουράστηκα».
«Θα σε πάω στο δωμάτιό σου –μη στεναχωριέσαι καλέ μου», απάντησε η νοσοκόμα όλο κατανόηση.
Κι εκείνος άφησε το χαμόγελο να απλωθεί ξανά στο πρόσωπό του ξεχνώντας την αιτία της ευφορίας του. Κυλώντας με τη δική της ώθηση, χάθηκε στον εσωτερικό διάδρομο του ιδρύματος τόσο απότομα που κανένας δεν τον είδε να φεύγει.
Χιρ καμς δατ γκερλ αγκεν ...
-
Μια αγνωστη κυρια με ασπρο ζιβαγκο και ριχτη τη γουνα στους ώμους καθεται
διπλα στη τζαμαρια και μας υποδεχεται χαμογελαστη. Η καφετερια στη
Βαρυμπόμπη ...
Πριν από 3 χρόνια
33 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Αντ-Άξιο τέλος!
:-)
RESPECT.
Ρε Αφρικάνε; Πόσο καιρό έχεις να διαβάσεις τις σαχλαμάρες μου; Τι έγινε; Ίωση έπαθες;
Raz, καλά στερνά και σε μας τους υπόλοιπους.
γιατί σου είπε κανείς ότι τις διάβασα????
χοχοχοχοχο
απλά κατάλαβα περί τίνος πρόκειται και διάβασα το τέλος!:):):)
αλήθεια, που το κατάλαβες ότι έχω ίωση????
:)
δεν σου πήγε η καρδιά ε;
Αφρικάνε αγόρι μου -οι αναγνώστες μου συνήθως έχουν ίωση, κατάγματα και ενίοτε παιδικές ασθένειες. Πάντως, είναι εσώκλειστοι!
Godot, σιγά μην κανόνιζα εγώ. Το τέλος το είχα ήδη υπαγορευμένο -ούτε εντελώς παράλυτο δεν μπόρεσα να τον αφήσω.
Ναι, αντάξιο το τέλος και η αξία του έγκειται στο ότι ενώ ήταν προδιαγεγραμμένο, δεν έλειψαν τα κομμάτια που σε έστελναν.
η αφαίρεση μιας άλλης ζωής είναι το μονοπάτι προς τη θέωση
Λοιπόν εδώ είναι το μυστικό, αν -υποθετικά- βγάλεις τους ηθικούς φραγμούς που έχουμε δημιουργήσει, το να αφαιρέσεις μια ζωή σου δίνει την υπέρτατη εξουσία σε αυτόν τον κόσμο. Περπατάς στον δρόμο βλέποντας γύρω σου και στο βάθος του μυαλού σου όλοι μοιάζουν αδύναμα θύματα μπροστά σου (αν υπήρχε θεός θα βίωνε την απόλυτη μοναξιά).
Όμως αυτό λειτουργεί και αφαιρετικά μιας που σου αφήνει την αίσθηση του κενού γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μπορέσεις να "πιστέψεις". Έτσι τους "δημιουργείς". Μ' αυτόν τον τρόπο είναι πράγματι ανέγγιχτοι από σένα.
Ως δολοφόνος στην πραγματική ζωή μπορώ ανεπιφύλακτα να πω πως μας προσέγγισες τόσο καλά που με κάνει ν' αναρωτιέμαι μήπως είμαστε "συνάδελφοι"...
Συνταγματάρχα μου,
όντως οι ηθικοί φραγμοί, οι τύψεις, η ηθική γενικότερα θα έλεγα, σε περιορίζουν στα γήινα (αλλιώς στην κοινωνική συμβίωση). Η εξάλειψη των φραγμών σε οδηγεί στην απομόνωση (σαφώς), στην πλήρη αυτοδιάθεση και τελικά στη θέωση (θυμίσου τον Λύκο της Στέπας). Τι διαφορετικό ήταν οι θεοί από αυτούς που δεν περιορίζονταν από τίποτα προκειμένου να πραγματοποιήσουν το θέλημά τους; Τι άλλο διέθεταν εκτός από την μονόδρομη εξουσία στις ζωές των ανθρώπων; Οι θεοί (και μην ακούς τις παιδικές ιστορίες) δεν δημιούργησαν. Οι άνθρωποι δημιουργούσαν και οι θεοί επιβάλλονταν.
Σε αυτά τα πλαίσια -ας πάνε να γαμηθούν αυτοί οι θεοί μπροστά στη δυνατότητα του ανθρώπου να τους περιφρονήσει. Οι δικοί μου ήρωες είναι αυτοί που πίνουν οτι περιέχει το ποτήρι και δεν φτύνουν τα κουκούτσια -αν και ξέρουν οτι μπορούν, αν και γνωρίζουν πως τα κουκούτσια θα τους σταθούν στο λαιμό.
Ένας άνθρωπος που άρπαξε τη δυνατότητα και έγινε θεός είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος (αφήνω το Χόλυγουντ να διηγηθεί την ιστορία του).
Ένας άνθρωπος που επέλεξε χωρίς να έχει τη δυνατότητα επιλογής είναι ένας πραγματικός άνθρωπος.
Συνάδελφοι μπορεί να είσαστε με τον Μαλτέζο -εγώ απλά λέω μια ιστορία όπως την άκουσα.
(για να σε γειώσω...ατάκα γνωστού)
"Τι τα φτύνεις, μωρή? Κουκούτσα έχουν???"
(έτσι, χωρίς "ι")
:)))))
Αφρικάνε, ποια είναι η μωρή; Η κατσίκα που μασάει ταραμά;
Υ.Γ.: Και το σωστό είναι "φτείς" όχι φτύνεις. Να ακριβολογούμε, επιστήμονες άνθρωποι είμαστε!
Κι είπα να το αφήσω για το βράδυ,
αλλά λέω, δυο μέρες το 'χει πάνω και δεν απόκαμες να το διαβάσεις.
Τί το 'θελα;
Αντε να δουλέψει κανείς τώρα.
Μούδιασες τη σκέψη μου, ρε άνθρωπε, με τα λόγια που έβαλες στα στόματα αυτή την φορά.
Κι αυτή η εισαγωγή με την προκυμαία, με ταξίδεψε με τον πιο σκοτεινό τρόπο πίσω στο νησί.
(Σορρυ κιόλας, αλλά) "άντε γαμήσου!"
;)
Τελικά όλα τα σημαδιακά νησιά πρέπει να μοιάζουν πολύ! Ο χώρος που είχα στο μυαλό μου και τον περιέγραφα σαν ντεκόρ ήταν η Αβάνα. Υποθέτω πως αν πας προς τα εκεί θα νιώσεις σαν στο σπίτι σου.
Μη βρίζεις ρε φιλαράκι -δε φταίω εγώ αυτή τη φορά! Με υπαγόρευση του Μαλτέζου ήταν αυτά τα κείμενα.
νιώθω ξαφνικά πως ο Μαλτέζος πήρε το λεξικό του εγκεφάλου μου φεύγοντας
ας είναι μου άφησε στη θέση του πανέμορφες εικόνες
Καλό είναι αυτό που λες, γιατί νομίζω πως ο Μαλτέζος δεν ήταν πολύ ικανός στο λέγειν.
Οπότε, ευχαριστώ εκ μέρους του.
ναι, όχι και ο αφηγητής του όμως...
Τι θα ήταν όλος αυτος ο "σωρός" από τρέηλερ χωρίς τη φωνή του LaFonntaine?
Ποιος είναι ο ΛαΦοντέν; Όσκαρ ΛαΦοντέν; Με κόλλησες πρωινιάτικα -που τον ξέρω;
Τέλος πάντων, η φωνή του αφηγητή είναι δευτερεύουσα σε σχέση με την ιστορία που αφηγείται. Έτσι νομίζω. Αλλά ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια όπως και να έχει.
καλημέρα. δεν το διάβασα ακόμη. λέω να ξαναδιαβάσω όλεις τις ιστορίες με τον μαλτέζο από την αρχή, γιατί είχα χάσει κάποια επεισόδια. δεν μπορείς να τα συγκεντρώσεις όλα τα ποστ μαζί, όπως είχες κάνει τότε με το τραίνο;
Numb, αυτό το είχε κάνει ο Καλός Λύκος -δεν είμαι σίγουρος πως ξέρω να το κάνω. Αλλά και πάλι -είτε τα ποστ κατεβάσεις, είτε το ενιαίο κείμενο, το ίδιο περίπου είναι από χρόνο.
Υ.Γ.: Μου έβγαλες τα άντερα με το δικό σου. Δεν λέω για τα Καλαμπόκια -για το άλλο λέω.
τώρα το διάβασα το ποστ σου. τέλειο φινάλε (όμως νομίζω ότι πρέπει να διαβάσω και κάποια άλλα παλιότερα για να έχω μια πιο πλήρη εικόνα)
υγ: μα καλά, δε σ'αρέσουν οι ρέηντιοχεντ; ντιπ;
Εντάξει και γι΄αυτό που έλεγες παραπάνω κάτι ετοιμάζει η ΤΒ. Πως σου ήρθε με τους ραδιοκέφαλους; Μου αρέσουν κάτι τραγούδια τους αλλά δεν μπορώ να ακούσω ολόκληρο δίσκο. Ξέρεις οτι το καινούργιο τους το δίνουν τζάμπα από το σάιτ τους και βάζει ο καθένας ότι προαιρείται;
για περαστε μια βολτα απο το νεο μαγαζι μας...
χανουμε απο τα Σουηδά.
για την ωρα
JmT
Αρχηγέ επανήλθες; Αυτά κι αν είναι καλά νέα! Κοσμοϊστορικά γεγονότα! Μέχρι και το παιχνίδι γυρίσατε και πήρατε το Χ! Τα ύστερα του κόσμου!
Numb, σε word το βρίσκεις εδώ
και σε pdf εδώ.
Motorcycle boy, δεν διάβασα καν το άρθρο σου το οποίο μπορεί να είναι καλογραμμένο ή όχι καθώς διάβασα ένα σχόλιο σου αλλού που κατά κάποιον τρόπο μου στερεί το δικαίωμα να σε διαβάσω
Άρα λοιπόν η παρουσία μου εδώ ανήκει στην τυφλή τάξη που γίνεται λόγος για την αυστηρότητα του αντικειμένου γραφής σου
Θα θελα να υπήρχε περισσότερη βέβαια επιείκια στους μη κλικαρισμένους αλλά αυτό δείχνει συναίσθημα κατωτερότητας και η τιμωρία θα πρέπει να είναι υπερβολικά αφαιρετική~
Δεν είμαι σίγουρος οτι καταλαβαίνω τι εννοείς. Αν αναφέρεσαι σε αυτό το κομμάτι σχολίου:
"Εντάξει, κλίκα είμαστε και μάλιστα ερμητικά κλειστή. Λυπάμαι γι΄αυτό -από αύριο θα ανοίξουμε μαγαζί -γωνία να μπαίνει όποιος γουστάρει! Από αύριο όμως, που θα έχει και βερεσέ", μάλλον κάτι δεν κατάλαβες καλά. Το συγκεκριμένο κομμάτι αναφέρεται καθαρά στη συμμετοχή (η μη) στα Καπέλα στα Φώτα. Και λέω πως το μπλογκ αυτό δεν είναι ανοιχτό στους πάντες (από άποψη συμμετοχής), οπότε μπορεί ο οποιοσδήποτε να μας χαρακτηρίσει κλίκα (παρέα το λέμε εμείς).
Δεν καταλαβαίνω πως αυτό σου αφαιρεί τη δυνατότητα σχολιασμού. Δηλαδή, μόνο στα μπλογκς που συμμετέχεις, σχολιάζεις;
Εντάξει, περιττό να πω οτι και αυτό εδώ το μπλογκ είναι "κλειστό" από άποψη συμμετοχής άλλων κοντρίμπιουτορς -αφού είναι το προσωπικό μου.
Ευχαριστώ για το σχόλιό σου πάντως και η ανάγνωση των κειμένων μου δεν είναι απαραίτητη για οτιδήποτε. Ούτε καν για τον σχολιασμό τους.
λίγο πριν είδα και το καπέλα στα φώτα
τώρα τι φώτα είναι αυτά που θέλουν να ακτινοβολούν χωρίς να φωτίζουν..
καταλαβαίνεις φαντάζομαι ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία η στάση αυτή
Όχι δεν την καταλαβαίνω και δεν καταλαβαίνω γιατί είδες μόνο τα Φώτα και όχι τα Καπέλα που μπαίνουν μπροστά τους για να μη στραβώνεται ο κόσμος.
Επίσης, αν μου βρεις έναν λόγο για τον οποίο το κοινό μπλογκ μιας παρέας θα πρέπει να είναι ανοιχτό σε όλους (μιλάμε για συμμετοχή -contribution πάντα), θα χαρώ να τον ακούσω.
Κατά τα άλλα -μου φαίνεται πως τζάμπα μιλάμε. Θέλεις να πεις το δικό σου -ότι κι αν γράψω δεν έχει σημασία έτσι;
Υ.Γ.: Αν πάντως λες οτι τα Καπέλα ακτινοβολούν ναρκισσιστικά -χαίρομαι που άκουσα τη γνώμη σου. Αν ψάχνεις για φωτεινούς καθοδηγητές, ψάχνεις σε λάθος μέρος.
μ αρέσει η θριαμβευτική κατάληξη όπως και η πλοκή μόνο που εδω δε πρόκειται για απονομή όσκαρ,νομίζω
χαίρομαι βέβαια που μπορώ να κοιμάμαι ήσυχα πλέον μιας και όπως λες
"είδες μόνο τα Φώτα και όχι τα Καπέλα που μπαίνουν μπροστά τους για να μη στραβώνεται ο κόσμος."
πάντως δεν είπα ούτε το ένα ούτε το άλλο..
Καλά, αποφάσισε τι είπες και ξαναπέστο ξεκάθαρα. Αν θέλεις απαντήσεις μάθε να κάνεις ερωτήσεις και να απαντάς στις ερωτήσεις που σου κάνουν οι άλλοι. Αλλιώς συνέχισε να παρακολουθείς Σούπερμαν -αν κι εγώ προτιμώ τον Σπάιντερμαν.
Υ.Γ.: Ναι σίγουρα δεν γίνεται καμιά απονομή Όσκαρ εδώ -οπότε απορώ γιατί το επιζητάς.
Δηλώνω ευτυχής με την κατάληξη.
Ωραίο και το bonus pdf, well done Tomboy!
Παρατήρηση: Στην τελευταία φράση (φινάλε είναι ρεεεε!)βρες καλύτερο τρόπο να μου πεις το "τόσο απότομα" γιατί έτσι που το λες μου κάνει "δόντι".
Π.χ.
Κυλώντας με τη δική της ώθηση, εξαφανίστηκε στον εσωτερικό διάδρομο του ιδρύματος τόσο γρήγορα που κανένας δεν τον είδε να φεύγει.
Ή
Κι εκείνος άφησε το χαμόγελο να απλωθεί ξανά στο πρόσωπό του ξεχνώντας την αιτία της ευφορίας του. Με τη δική της ώθηση, η αναπηρική καρέκλα κύλησε μέσα στο ίδρυμα και κανένας δεν τον είδε να φεύγει.
Δεν λέω ότι είναι καλύτερα, απλώς προσπαθώ να εξηγήσω τι εννοώ. Βρες το...
Τι είναι το "δόντι" ρε; Αυτό που είχα και γλίτωσα τη μετάθεση στον Έβρο;
Έχεις απόλυτο δίκιο, η τελευταία φράση είναι τσόντα. Περισσότερο χρησιμεύει για να υπενθυμίζει πως έτσι ήθελα να το κλείσω αυτό το πράγμα.
Αλλά διαφωνώ στο εξής: εμένα μου αρέσει το "απότομα" και δεν μου αρέσει όλο το υπόλοιπο.
Θέλει ξανακοίταγμα όλο -γιατί αλλιώς κανένας δεν θα το δει το κείμενο να φεύγει από τον σκουπιδοτενεκέ.
Το δόντι σε ένα κείμενο είναι κάτι που σου χτυπάει στον ρυθμό ή την σύνταξη ή την ροή ή οτιδήποτε...
Τι γίνεται με το λινκ του .doc; Κατέβασα το .pdf, αλλά στο .doc δεν μπορώ να μπω. Μήπως κάτι τρέχει με το λινκ;
Ααα κατάλαβα -σαν το δόντι σε γρανάζι ας πούμε που χτυπάει και σκορτσάρει η μηχανή στην κίνηση.
Θα μιλήσω με την εκδότριά μου για το doc και θα διαλευκανθεί το ζήτημα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!