1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών
4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"
Κοίταξε τον πεσμένο άντρα σκεπτικός, αφήνοντας τα χέρια του να κρεμάσουν. Ο πεσμένος αναστέναξε, χαλάρωσε λίγο το σώμα του, εγκαταλείποντας την εμβρυακή στάση στην οποία ήταν κλειδωμένος. Ο Νίκος σημάδεψε τις δίπλες της κοιλιάς του –δεν χρειάστηκε να πάρει φόρα, κάρφωσε εκεί τη μύτη του παπουτσιού, με την δεξιοτεχνία αμυντικού που χτυπάει πέναλτι. Ο πεσμένος άντρας ούρλιαξε.
«Τελικά μαλάκα, δεν είμαι γκέι. Βρωμόπουστας είμαι –το κατάλαβες;». Γύρισε την πλάτη χωρίς να περιμένει την αντίδραση του πεσμένου άντρα. Τα φώτα του μπαρ στο απέναντι πεζοδρόμιο τρεμόπαιζαν. Ήταν ένα άθλιο μαγαζί, σα στρατόπεδο συγκέντρωσης έμοιαζε. Με συρματοπλέγματα στην είσοδο –αποθέωση κάποιας μινιμάλ αισθητικής. Με ανθρώπους ερμητικά κλεισμένους στη σεξουαλική τους προτίμηση -φοβισμένους από την εχθρική καθημερινότητα, βολεμένους στην άκρη της γραμμής –εκεί που τους πέταξαν, αυτό οικειοποιήθηκαν. Ανθρώπους κλειστούς. Ποιος φταίει; Η κοινωνία που περιθωριοποιεί ή εσύ που περιχαρακώνεσαι; Κυκλικές, ατέρμονες ερωτήσεις.
Ένα σκουπίδι στο δρόμο
«Θα έρθει η μέρα που οι διαφορές θα ενώνουν τους ανθρώπους», μουρμούρισε ο Νίκος όπως κάθε φορά που σκεφτόταν τα ίδια ζητήματα. Σύχναζε στο συγκεκριμένο μπαρ από ξεροκεφαλιά. Κόντευαν να κλείσουν 20 χρόνια από τη στιγμή που είχε συνειδητοποιήσει δυο βασικά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα: ήταν ομοφυλόφιλος και συνεσταλμένος. Με μια συστολή που βρώμαγε κοινωνικά κατάλοιπα –δεν τολμούσε να εξωτερικεύσει την σεξουαλική του προτίμηση γιατί ένιωθε εκ προοιμίου γελοίος. Φανταζόταν τον εαυτό του να μιλάει ερωτικά με κάποιον άλλο άντρα και τρόμαζε. Κυκλοφορούσε στα γκέι μπαρ προσπαθώντας να συνηθίσει τη φοβερή εικόνα –μάταια. Παράγγελνε πάντα δυο ποτά, έπινε με το κεφάλι σκυμμένο, απέκρουε όσους τον πλησίαζαν. Έφευγε. Αμήχανος, όπως και σήμερα.
Ο άντρας έπεσε πάνω του καθώς έβγαινε από το μπαρ. Δεν ήταν μόνος –υπήρχαν άλλοι δύο που παραμόνευαν στις σκιές. Είχαν στείλει τον χοντρό για να προσελκύσει το θήραμα.
«Γουστάρεις παιχνιδάκια γλυκιά μου;»
Ο Νίκος είχε τραβηχτεί πιο πίσω για να απαλλαγεί από την βρώμικη αναπνοή του χοντρού. Έσκυψε το κεφάλι και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο ακούγοντας βήματα στην άσφαλτο. Βαριά, ασθματικά βήματα –κοντά του. Ήξερε πως ο τύπος δεν ήταν μόνος.
«Διώξε τους άλλους και θα τα βρούμε», είπε στον χοντρό.
Εκείνος έκανε νόημα χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του, ο Νίκος είδε ανθρώπους να ξεκολλάνε από τις σκιές και να στρίβουν στην επόμενη γωνία. Χάρηκε.
«Νομίζεις ότι είμαι γκέι;» ψιθύρισε γλυκά στον χοντρό.
Εκείνος χαμογέλασε ηλίθια. Παρατεταμένα. Ακόμα και τη στιγμή που η σιδερογροθιά εμφανίστηκε στο αριστερό χέρι του Νίκου –τα χείλη του χοντρού άνοιξαν σα φιλέτο τόνου με το πρώτο χτύπημα, αν δεν χαμογελούσε μπορεί και να γλίτωνε κάποια από τα μπροστινά του δόντια.
Ούρλιαξε ξαφνιασμένος –δεν είχε προλάβει ακόμα να πονέσει. Ο Νίκος τον ξαναχτύπησε ήρεμα. Μεθοδικά. Σημάδευε το κόκαλο της μύτης. Αστόχησε και γι΄αυτό προσπάθησε ακόμα μια φορά. Ο χοντρός έπεσε άτσαλα στο πεζοδρόμιο. Ο Νίκος περίμενε λίγο πριν τον κλωτσήσει στην κοιλιά.
«Τελικά μαλάκα, δεν είμαι γκέι. Βρωμόπουστας είμαι –το κατάλαβες;»
Μερικά θηριώδη οχήματα
Ο Νίκος έβαλε μπροστά το θηριώδες τζιπ κοιτάζοντας τριγύρω για τους φίλους του χοντρού. Άφαντοι. Ευτυχώς. Δεν είχε όρεξη να πατήσει κανένα μαλάκα νυχτιάτικα –ήταν και ψόφιος. Είχε κλείσει δωδεκάωρο στο γραφείο –το μόνο που ζητούσε ήταν ένα γρήγορο ποτό, παρέα με τις αναστολές του. Ο χοντρός είχε επιβαρύνει ένα εξοντωτικό ημερήσιο πρόγραμμα. Αλλά, τουλάχιστον, η υπόθεση προχωρούσε.
Η επιχείρηση ισοπέδωσης του Πάρκου ξεκίνησε όσο πιο άσχημα γινόταν. Από την προηγούμενη μέρα είχε ήδη κυκλοφορήσει η βρώμα ότι την επόμενη «θα έρθουν οι μπουλντόζες». Ο κόσμος ειδοποιήθηκε εγκαίρως και μαζεύτηκε με την ησυχία του. Η αστυνομία απέσυρε δυνάμεις από τις διαδηλώσεις του κέντρου και διοργάνωσε ολόκληρη εισβολή για την προστασία των σκαπτικών μηχανημάτων. Εκείνη τη μέρα έγινε κόλαση στο κέντρο με τους ανεξέλεγκτους διαδηλωτές και οι ομάδες περιφρούρησης του πάρκου ταμπουρώθηκαν πίσω από τα δέντρα καθυστερώντας την ισοπέδωση. Η πόλη μάτωνε σε δυο μεριές –ταυτόχρονα. Το μίσος κατάντησε ασυγκράτητο. Η «αποκατάσταση της τάξης» ακουγόταν σαν άκαιρο αστείο.
«Ξεκόλλα –άλλαξε και καμιά ταχύτητα. Σα γουρούνι τσιρίζει το αυτοκίνητο. Ρε δεν πάει να τσιρίζει όσο θέλει; Μετρημένες είναι οι μέρες του. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να το λαμπαδιάσει –τζιπ σαν αυτό είναι σκέτη πρόκληση. Σύμβολο κύρους! Μακάρι να κάψουν όχι μόνο τα σύμβολα, αλλά και ότι συμβολίζεται. Εντάξει, αλλά δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι προκλητικός. Κάνεις κύκλο για το σπίτι σου, σε λίγο θα περάσεις δίπλα στις φωτιές –τι τρέχει με σένα; Θέλεις να γυρίσεις σπίτι περπατώντας; Με πρησμένη μούρη; Σύνελθε! Μια χαρά είμαι –ποτέ δεν ένιωθα καλύτερα. Έφτασε η ώρα να βγάλω τα βρωμόρουχα, να ξαναγίνω άνθρωπος. Ότι έπρεπε να κάνω το έκανα –δεν έχω άλλη υποχρέωση απέναντι σε κανέναν –παρά μόνο στον εαυτό μου. Και δεν σκοπεύω να χάσω τη γιορτή. Τι τώρα, τι σε λίγες μέρες –έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος τους θα καεί».
Το "βαμμένο πουλί" -εισαγωγή
Διέκρινε ήδη τις πρώτες σιλουέτες να κινούνται δίπλα σε σκελετωμένα αυτοκίνητα. Σε σκοτεινά δρομάκια, παραμονεύοντας την κίνηση στη λεωφόρο. Χαμογέλασε. «Να γίνεσαι ένα με τους δικούς σου και να πεθαίνεις μαζί τους –ακόμα κι αν είναι να πεθάνεις από το χέρι τους», μουρμούρισε κόβοντας το τιμόνι αριστερά. Απέφυγε έναν βιαστικό οδηγό, κανένας δεν έκοβε ταχύτητα όταν περνούσε από τις εξεγερμένες συνοικίες, σκαρφάλωσε τις τερατώδεις ρόδες στο πεζοδρόμιο και άνοιξε το τζάμι. Έσβησε τον κινητήρα για να μη χαλάσει τη μουσική των ανθρώπων. Περίμενε.
«Τρέχει τίποτα;» ο άνθρωπος πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο κρατώντας έναν σιδερένιο κυλινδρικό σωλήνα. Ο σωλήνας ήταν κούφιος, αντηχούσε στις πλάκες του πεζοδρομίου κάθε φορά που ο άνθρωπος τον ανεβοκατέβαζε.
«Σαν τι να τρέχει δηλαδή;» ρώτησε ο Νίκος κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Ο άνθρωπος ήταν περίπου στην ηλικία του, βαρύτερος από αυτόν και καμπουριασμένος. Μεροκαματιάρης σίγουρα –οικοδόμος, υδραυλικός αν συνυπολόγιζες τον σωλήνα.
«Έχεις κάποιο λόγο που σταμάτησες εδώ;»
«Σκέφτηκα μήπως χρειάζεστε κάποια βοήθεια».
Κόσμος άρχισε να μαζεύεται, αλλά ο άνθρωπος δεν γύρισε καν να κοιτάξει. Είχε καρφωμένο το βλέμμα στο καντράν του τζιπ –επιφυλακτικός.
«Δεν χρειαζόμαστε καμιά βοήθεια –μπορείς να φύγεις».
«Είσαστε σίγουροι; Έχω αυτό το τζιπ και αν θέλετε …»
«Να το βάλεις στον κώλο σου το τζιπ! Και, κοπάνα τη πριν στο κάψουν –κατάλαβες κουστουμάκια;»
Ο Νίκος άνοιξε την πόρτα με αργές κινήσεις –δεν ήθελε να εξαγριώσει κανέναν. Κατέβηκε αφήνοντας τα κλειδιά πάνω στη μηχανή.
«Εσύ δεν κατάλαβες αδερφέ. Είπα ότι έχω αυτό το τζιπ και το δίνω. Κάντε το ασθενοφόρο, κάντε το οδόφραγμα, κάψτε το… Δεν έχω τι άλλο να δώσω».
Έστριψε το σώμα του για να αποφύγει την επαφή με τον άλλο και προχώρησε στο πεζοδρόμιο. Μάντευε πως κανένας δεν τον πίστευε –κανένας δεν θα έμπαινε στο τζιπ. Όσο αυτός ήταν κοντά. Βιάστηκε να απομακρυνθεί. Ο άνθρωπος έτρεξε για να βγει μπροστά του.
«Τρέχει κάτι με σένα κουστουμάκια; Σου είπα πως δεν χρειαζόμαστε το αμάξι σου».
«Και λοιπόν; Απαγορεύεται να το αφήσω στο πεζοδρόμιο; Μπορεί κάποιος άλλος να το χρειάζεται».
Ο άνθρωπος έξυσε το κεφάλι του αμίλητος. Μια γυναίκα με ρυτιδιασμένο πρόσωπο πλησίασε.
«Τι συμβαίνει Βαγγέλη; Τι θέλει ο κύριος;»
«Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω. Ήρθε, λέει, να μας αφήσει το τζιπ του».
«Τι κόλπο είναι αυτό πάλι; Τους τελείωσαν οι λέτσοι χαφιέδες και βγάλανε τους κουστουμάτους τώρα;»
Ο Νίκος χαμογέλασε.
«Δεν θα πάτε πουθενά με τόση καχυποψία», παρατήρησε.
«Ναι, σίγουρα δεν θα πάμε σε κανένα μπουντρούμι, ούτε και επίσκεψη στην Ασφάλεια. Σκοπεύουμε να μείνουμε έξω, κύριος …», γέλασε η γυναίκα.
«Έξω για το έξω ή έξω για κάποιο λόγο;» αντιγύρισε ο Νίκος.
Η γυναίκα κοίταξε τον άντρα δίπλα της και γέλασε άγρια.
«Βαγγέλη μας την πέσανε οι διανοούμενοι! Από ποιο κόμμα είσαι ομορφούλη;»
«Από το δικό σας, αλλά δεν το έχετε πάρει είδηση ακόμα», είπε ο Νίκος.
«Καλώς τους συμπαθούντες λοιπόν!» κορόιδεψε ο Βαγγέλης. «Γουστάρεις να μας υποστηρίξεις λεβέντη μου; Έχουμε κάτι δουλίτσες με τα φρεάτια –βούλωσαν και χρειάζονται χέρια. Ξέρεις να φτυαρίζεις σκατά κύριε κουστουμάκια;»
«Αυτό έκανα όλη μου τη ζωή», απάντησε αδιάφορα ο Νίκος.
Ο άντρας του γύρισε την πλάτη. Η γυναίκα ακολούθησε.
«Ξεφορτώσου μας, εδώ τα πράγματα είναι ζόρικα –δεν έχουμε καφετέρια για τα στελέχη», του είπε εκείνη φεύγοντας.
Έψαξε τις τσέπες του για τσιγάρο καθώς ο κόσμος διαλυόταν ήσυχα πίσω του. Κανένας δεν πήρε το τζιπ, μάταια περίμενε ν΄ακούσει το γουργούρισμα της πολυκύλινδρης μηχανής. Θυμήθηκε εκείνο το τραγούδι της Siouxsie.
«Με δηλητηριασμένα από τον μόλυβδο φτερά, προσπαθείς να τραγουδήσεις/ φρικιαστικές κραυγές από ράμφη επιτίθενται στο παρεξηγήσιμο χρώμα σου/ μάτια παγωνιών που κραυγάζουν χωρίς έλεος, χωρίς έλεος/ ένα βαμμένο πουλί είναι σκέτος παραλογισμός».
Και ξεκίνησε να περπατάει.
Το "βαμμένο πουλί" -πρώτη στροφή
Ο κόσμος κυκλοφορούσε έξω από τις ανοιχτές πόρτες κακοσυντηρημένων σπιτιών. Κάποια παιδιά έπαιζαν δίπλα σε κατεστραμμένα αυτοκίνητα. Υπήρχαν φωνές που δυνάμωναν συνέχεια και μετά, απότομα, ξεμάκραιναν. Περπατούσε κάνοντας κύκλους σε σκοτεινά δρομάκια, καθυστερώντας την έξοδό του από τη συνοικία. Ήξερε πως δεν υπήρχε λόγος –η συνοικία ήταν τεράστια, μια κωμόπολη από μόνη της, αλλά εξακολουθούσε να περπατάει σε κύκλους. Μια υπαίθρια καντίνα στεκόταν μισοφωτισμένη στη μέση κάποιου οικοπέδου. Διέκρινε κόσμο καθώς πλησίαζε, άκουσε το ρυθμικό βουητό της γεννήτριας. Κάμποσοι ήταν μαζεμένοι εκεί γύρω –μέτρησε τρία βαρέλια που, μέσα τους, καίγονταν σκουπίδια. Τάχυνε το βήμα του.
Κάποιοι ζαλισμένοι τον κοίταξαν πίσω από άδεια κουτάκια μπύρας –τα γέλια κόπηκαν μονομιάς. Ένιωσε άντρες να ψάχνουν τις τσέπες των τριμμένων μπουφάν, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Έψαχναν να προστατευτούν από την παρουσία του, ή απλώς αναζητούσαν κάποιο μισοτελειωμένο πακέτο τσιγάρα;
«Απλά ένα μολυσμένο πουλί που πληγώνει το οπτικό τους νεύρο/ το κοπάδι θα σε κάνει να πνιγείς από τα γέλια με αυτό το σαδιστικό αστείο».
Το "βαμμένο πουλί" -δεύτερη στροφή
Πλησίασε τον χοντρό που δίπλωνε σάντουιτς ιδρωμένος κάτω από τη λάμπα αλογόνου. Πρόλαβε να κοιτάξει μέσα στο τζαμάκι της καντίνας –τι σκατά δίπλωνε ο χοντρός; Δεν υπήρχε τίποτα εκεί πέρα.
«Έχετε μπύρες;» ρώτησε.
«Απ΄όλα έχουμε», απάντησε ο χοντρός χωρίς να τον κοιτάξει.
«Μια … ότι να ‘ναι», αποφάνθηκε ο Νίκος.
«Δεν πουλάμε», μουρμούρισε ο χοντρός.
Κάνοντας δυο βήματα πίσω, ανακάλυψε με τι γέμιζαν τα ψωμάκια. Κάτι κονσέρβες ξεκοιλιασμένες έχασκαν γύρω από τον πλαστικό σκουπιδοτενεκέ.
«Και γιατί παρακαλώ;» ρώτησε απαιτητικά.
«Γιατί έτσι γουστάρουμε. Άδειαζέ μας τη γωνία», του σφύριξε ένας πιτσιρικάς από το πλάι.
«Ποιος σε ρώτησε εσένα;» είπε σιγά ο Νίκος, κοιτάζοντάς τον.
«Κανένας. Από μόνος μου απάντησα –τραβάς ζόρι;» πλησίασε πιο κοντά του ο πιτσιρικάς.
Κόσμος άρχισε να μαζεύεται γύρω τους, ο Νίκος ένιωθε εκτεθειμένος για μια ακόμα φορά. Ακούμπησε την πλάτη στο βρώμικο σίδερο της καντίνας και προσπάθησε να κατανικήσει την αγοραφοβία του.
«Δεν καταλαβαίνω. Μια μπύρα ζήτησα –δεν υπάρχει λόγος να γίνει φασαρία …», ψιθύρισε.
«Φύγε, ξεκουμπίσου από τα μέρη μας παλιοπούστη!» ακούστηκε η φωνή –δυνατή και απροσδιόριστη.
«Ποιος το είπε αυτό;» μαγκώθηκε ο Νίκος.
Κοίταξε τους άντρες που έσφιγγαν τον κλοιό γύρω του. Μισόκλεισε τα μάτια. Οι άντρες περίμεναν. Αμίλητοι.
«Ποιος το είπε αυτό;» ξαναρώτησε.
«Εσύ δεν ήσουν στο κωλόμπαρο –σήμερα; Αδερφάρα!»
Ξεκόλλησε από το σίδερο με τα χέρια στις τσέπες. Άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους απειλητικούς άντρες χρησιμοποιώντας τους ώμους του. Είχε βρει από πού ερχόταν η φωνή. Πλησίασε έναν κρεμανταλά που τον κοίταζε επίμονα.
«Εσύ μίλησες;»
«Γιατί; Ψέματα λέω;» φώναξε εκείνος.
«Μισή αλήθεια λες. Που ξέρεις ότι ήμουνα σ΄εκείνο το μπαρ;»
«Περνάγαμε και σε είδαμε».
«Δεν περνάγατε καργιόλη! Την είχατε στήσει απέξω για να πηδήξετε όποιον βγει».
Ο κρεμανταλάς πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο διπλανός του έπεσε πάνω στο Νίκο με φόρα. Προσπάθησε να τον πιάσει από τη μέση, όμως διπλώθηκε απότομα σα να είχε φάει ληγμένη κονσέρβα. Ο Νίκος τραβήχτηκε δυο βήματα πίσω –η σιδερογροθιά γυάλιζε στο χέρι του.
«Τον σακάτεψε η παλιαδερφή!» τσίριξε ο κρεμανταλάς.
Κόσμος άρχισε να στριμώχνεται κόβοντας τον αέρα. Αβέβαιοι, αναποφάσιστοι, έτοιμοι για καθοδήγηση. Μια απειλητική σιωπή που μύριζε λαχανιασμένες ανάσες.
«Άκουσα τη θλίψη σου, ίσως αύριο/ να χάσεις τη θλίψη σου/ όταν τα βαριά σύννεφα θα την ξεπλύνουν/ αυτές τις βαμμένες φτερούγες κι αυτή τη θλίψη».
Το "βαμμένο πουλί" -επίλογος
Ο Νίκος πονούσε παντού. Δεν άντεχε να αγγίξει το πρόσωπό του –ήταν σίγουρος πως είχε ένα σκίσιμο που αιμορραγούσε στο δεξί φρύδι, από εκεί ερχόταν το αίμα. Μια λεπτή γραμμή που γλιστρούσε δίπλα στα χείλη του –αλμυρή γραμμή, αλλά δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Οι άντρες τον είχαν χτυπήσει ταυτόχρονα από όλες τις πάντες. Είχε καταφέρει να μη χάσει τη σιδερογροθιά, ήξερε πως μπορούσε να αντέξει την αρχική οργή αλλά δεν ήθελε να είναι έκθετος σε καλοζυγισμένα χτυπήματα. Όταν το πλήθος ξεθυμάνει –εκεί παραμονεύει ο πραγματικός πόνος. Γιατί τότε οι πολλοί κάνουν πίσω –μένουν μόνο οι άρρωστοι και οι θρασύδειλοι. Εκείνοι που χτυπάνε με σκοπό.
Ο Νίκος προσπάθησε να καθαρίσει τις λάσπες από το παντελόνι του όσο σηκωνόταν. Ήταν ακόμα ζεστός, αλλά δεν είχε σπάσει κανένα κόκαλο. Ίσως κάποιες θλάσεις και μελανιές. Μπόλικες μελανιές. Το οικόπεδο γύρω του είχε ακόμα κίνηση, αλλά οι άνθρωποι δεν ασχολούνταν πλέον μαζί του.
«Σου τις βρέξανε για τα καλά –έτσι;»
Ο Νίκος έψαξε να βρει από πού ερχόταν η φωνή. Μάλλον πίσω του ήταν ο άνθρωπος, αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρος –τα αυτιά του βούιζαν. Κάτι οικείο υπήρχε στην ειρωνεία αυτής της φωνής.
«Δεν τρέχει τίποτα –αντέχω ακόμα», μουρμούρισε.
«Έλα να σε βοηθήσω –το κοστούμι αχρηστεύτηκε, αλλά η γραβάτα σώζεται», γέλασε η φωνή.
Χέρια χώθηκαν κάτω από τις μασχάλες του και η ώθηση τον βοήθησε να σταθεί όρθιος. Γύρισε να ανακαλύψει την οικεία φωνή. Βρέθηκε λίγα εκατοστά μακρύτερα από το πρόσωπο του κοντού άντρα με τα αραιωμένα μαλλιά –πάσχισε να χαμογελάσει.
«Ζεις ρε μαλάκα Βασίλη;»
Ο άλλος ξεκαρδίστηκε.
«Εξαρτάται πως το βλέπεις», απάντησε.
Σύρθηκαν αγκαλιασμένοι μέχρι την άκρη του οικοπέδου –ο Βασίλης άνοιγε δρόμο και έλυνε απορίες.
«Δικός μου είναι –μην ψαρώνετε».
«Ξηγημένο άτομο –τζάμπα του την πέσατε».
«Όλο μαλακίες κάνετε –είναι μαζί μας ο άνθρωπος».
Χώθηκαν σε μια ταβέρνα με σβηστά φώτα, 50 μέτρα μακρύτερα από το οικόπεδο. Ένας γέρος λαγοκοιμόταν απλωμένος σε δυο καρέκλες.
«Μην ταράζεσαι μπάρμπα Σπύρο. Θα βολευτούμε μόνοι μας», είπε ο Βασίλης.
Μετά τον τράβηξε μέχρι μια ξεχαρβαλωμένη τουαλέτα για να πλυθεί. Κοιτάχτηκε στον θολωμένο καθρέφτη –χάλια μαύρα!
«Πως κι από τη γειτονιά μας αδερφέ;» αναρωτήθηκε ο Βασίλης πίσω από μια κανάτα με κρασί. Η άδεια ταβέρνα παρέμενε μισοσκότεινη –ο γέρος δυσανασχέτησε στο άκουσμα της βροντερής φωνής και άλλαξε πλευρό μέσα στον ύπνο του.
«Μη φωνάζεις!» έκανε ο Νίκος καθώς τραβούσε την καρέκλα απέναντί του. Ξέπλυνε το στόμα του με μια στυφή γουλιά κρασιού.
«Τι θέλεις εδώ κάτω ρε ηλίθιε; Δεν έπρεπε να είσαι στο πόστο σου;» σφύριξε ο Βασίλης.
«Δεν υπάρχει λόγος πλέον. Η δουλειά πάει από μόνη της», απάντησε ο Νίκος.
«Και είναι αυτό δικαιολογία;»
Ο Νίκος κόμπιασε. Ξαναγέμισε το ποτήρι, προσπάθησε να πιει για να αποφύγει την απάντηση. Μάταια. Ο Βασίλης περίμενε και το κρασί ήταν σκέτο πετρέλαιο.
«Δε με νοιάζουν πια οι δικαιολογίες –τσάκισα ρε φίλε. Ο κόσμος καίγεται, η πόλη είναι στους δρόμους κι εγώ κοιμάμαι σε ρετιρέ με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. Δεν αντέχω άλλο –γιατί τα κάναμε όλα αυτά; Για να βγούμε έξω, να πολεμήσουμε –ένα αύριο που να αξίζει σε ανθρώπους. Το θυμάσαι;»
«Και από πού θα πολεμήσεις γι΄αυτό το αύριο; Από εδώ; Κρυμμένος πίσω από φλεγόμενους σκουπιδοτενεκέδες με ένα καδρόνι αγκαλιά; Μπορείς να σηκώσεις καδρόνι, ή θα καταστρέψεις το μανικιούρ σου φίλε; Κι όταν μας την πέσουν; Θα αρπάξεις καμιά σφαίρα για να γίνουν οι νεκροί ‘ένας περισσότερος’; Βλέπεις κάποιο όφελος σε όλα αυτά;»
«Δε με νοιάζει! Ότι ήταν να κάνω το έκανα. Τι άλλο να περιμένω;»
«Νίκο, στους δρόμους υπάρχουν πολλοί. Θα βγουν κι άλλοι –θα έρθει κόσμος, θα φύγει κόσμος. Δεν είναι φοιτητικό πανηγυράκι εδώ πέρα –ο κόσμος μετριέται σε εκατοντάδες πλέον. Είσαι άχρηστος, σα μονάδα. Ενώ στο πόστο σου …»
«Δεν υπάρχει πλέον πόστο άνθρωπέ μου! Πόσο νομίζεις θα τους πάρει για να με σχολάσουν; Πήρα όλη την υπόθεση του Πάρκου πάνω μου –η εταιρεία χάνει ήδη λεφτά και κύρος. Θα με πετάξουν σαν την τρίχα από το ρυζόγαλο, λίαν συντόμως»
«Και τι έγινε; Ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα προσεγγίσει ένα απολυμένο στέλεχος! Άσε που χρειάζονται άνθρωποι να δίνουν οδηγίες στο ίντερνετ. Εδώ πέρα δεν έχουμε ούτε ρεύμα –το ξέρεις;»
Ο Νίκος έγειρε στην καρέκλα του. Άναψε τσιγάρο γλύφοντας κάτι κομματάκια καπνού ανάμεσα σε πονεμένα χείλια.
«Δηλαδή να γίνω επαναστατική ιντελιγκέτσια; Αυτό λες; Η φωτισμένη πρωτοπορία που κατευθύνει μυστικά τις μάζες;»
«Αν είναι ανάγκη …»
«Ανάγκη είναι να μην καταντήσουμε σαν τους γαμιόληδες που κοροϊδεύαμε! Ποιος είμαι εγώ που θα καθοδηγήσω; Καθοδήγηση ίσον ποδηγέτηση –το θυμάσαι; Ή θα ξεχάσουμε αυτά που λέγαμε, τώρα που ξεκίνησε το πανηγύρι;»
Ο Βασίλης τον κοίταξε σκεφτικός. Μετά στράφηκε στον κοιμισμένο γέρο –«έχεις τίποτα στην κουζίνα μπάρμπα Σπύρο;» ρώτησε. Σηκώθηκε και χάθηκε πίσω από μια πλαστική κουρτίνα χωρίς να περιμένει απάντηση.
Ο Νίκος χάζευε κάτι κοπέλες που περνούσαν έξω από τη τζαμαρία της ταβέρνας. Έπαιρνε να ξημερώνει –οι κοπέλες περπατούσαν άσκοπα. Αν ήταν διαφορετικές οι συνθήκες θα κυνηγούσαν το πρωινό λεωφορείο για τη φάμπρικα –τώρα όμως δεν είχαν τι να κάνουν. Ή έτσι φάνηκε στο Νίκο –η κατάρα του πρωινού ξυπνήματος δεν φεύγει ποτέ. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μια κοπέλα τον έδειξε από το τζάμι –οι άλλες ταράχτηκαν πίσω της. Έκαναν να το βάλουν στα πόδια, αλλά κοντοστάθηκαν. Τότε πρόσεξε ο Νίκος τις πλαστικές σακούλες. Δυο, τρεις, τέσσερις σακούλες –λες και γύριζαν από το σούπερ μάρκετ τα κορίτσια. Αυτή που τον είχε δει πρώτη ξεκόλλησε από τις υπόλοιπες και άνοιξε την πόρτα της ταβέρνας. Αργά βήματα –αβέβαια.
«’σαιχαφιές;» μουρμούρισε μπαίνοντας μέσα.
«Τι;» έξυσε το κεφάλι του ο Νίκος.
«’θεσεδώ;» συνέχισε αυτή.
«Δεν καταλαβαίνω», προσπάθησε να χαμογελάσει εκείνος.
Η κοπέλα έψαξε την αριστερή τσέπη του παλτού της. Μετά από λίγο έβγαλε ένα σκουριασμένο λούγκερ και τον σημάδεψε.
«’σεσκοτώσωπουστη!» ούρλιαξε.
Ο Νίκος έκλεισε τα μάτια. Πάντα αισθανόταν νευρικότητα πριν τις εκρήξεις. Περίμενε. Άκουσε τον κόκορα να σηκώνεται –έσφιξε το σαγόνι, πόνεσε.
«Κάτσε ήσυχα μωρή ζουρλή!» ακούστηκε η φωνή του Βασίλη από το βάθος.
Ο γέρος ξαφνιάστηκε και έπεσε από τις καρέκλες του. Η κοπέλα πάτησε τη σκανδάλη τρομοκρατημένη –το όπλο μπλόκαρε.
Ο Νίκος πρόλαβε ν΄ανοίξει τα μάτια, είδε τον Βασίλη φουριόζο, να παίρνει τραπέζια στο διάβα του καθώς χαστούκιζε την κοπέλα.
«Μη μαλακίζεσαι μωρή σκρόφα!» φώναξε.
«’ναιμπασκίνας!» είπε η κοπέλα δακρυσμένη. Οι υπόλοιπες λούφαξαν απέξω.
«Τον κακό σου τον καιρό! Σήκω φύγε μη σου βάλω τις μολότωφ στον κώλο!»
Η κοπέλα βγήκε έξω με κατεβασμένο το κεφάλι. Ο Νίκος ήθελε να βάλει τα κλάματα –για την κοπέλα και για το μπλοκαρισμένο πιστόλι.
«Βλέπεις που σου τα ΄λεγα;» μούγκρισε ο Βασίλης. «Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ –οι δικοί μας θα σε φάνε λάχανο».
Ο Νίκος περίμενε με σκυμμένο κεφάλι όσο ο Βασίλης έφερνε ένα πιάτο με ζαρωμένες ελιές και τυρί.
«Αυγά θέλεις;» ρώτησε.
«Όχι, εντάξει», απάντησε ο Νίκος.
Το πιάτο έμενε ανέγγιχτο ανάμεσά τους –ο γέρος το πήρε απόφαση και πήγε να κοιμηθεί πίσω από την πλαστική κουρτίνα.
«Σκέψου λίγο ρε φίλε. Έχεις κονέ με πολιτικούς, λεφτάδες –τα πάντα. Θέλεις να βοηθήσεις; Κάτσε εκεί που είσαι. Περίμενε. Μπορεί να χρειαστείς. Να ζωστείς δυναμίτη και να σκάσεις στην επόμενη δεξίωση … ξέρω ‘γω;»
«Τρομοκρατία ρε Βασίλη;»
«Απ’ όλα μαλάκα μου! Γιατί όχι;»
«Δεν το θέλω έτσι».
«Και ποιος σε ρώτησε; Ή μήπως νόμισες ότι τα σαμποτάζ που κάνατε όλοι σας είναι διαφορετικό πράγμα από την τρομοκρατία;»
«Ναι αλλά …»
«Αλάτι χοντρό! Άκου να σου πω ρε Νικόλα –εγώ έφαγα τη ζωή μου εδώ πέρα. Ξέρεις τι το έκανα το πτυχίο; Στον κώλο μου το έβαλα –στη φάμπρικα δούλεψα μέχρι να ανοίξω το τυπογραφείο. Και μετά –κοντεύουν 10 χρόνια, τι νομίζεις; Από τις 6 το πρωί ως τις 11 το βράδυ –να τυπώνω πουστριλίκια, ημερολόγια με βρυσούλες και ψηλά βουνά, διαφημιστικά για μπιντέδες –κολοκύθια με τη ρίγανη. Και μετά τις 11 τύπωνα προκηρύξεις. Αφίσες για συγκεντρώσεις –100, 200 αφίσες και δεν μαζεύονταν ούτε 10 άτομα. Έφαγα τη ζωή μου όσο εσύ σουλατσάριζες με τις καλύτερες πουτάνες στα σαλόνια …», σταμάτησε –κοίταξε το απορημένο βλέμμα του Νίκου, «… έστω, με τα καλύτερα τεκνά», διόρθωσε.
Μπουκώθηκε ένα χοντρό κομμάτι τυρί, ήπιε κρασί για να το σπρώξει στον λαιμό του.
«Και τώρα είμαι κάποιος γι΄αυτούς τους ανθρώπους. Σταμπαρισμένος, αναρχοκομμουνιστής, πιο πριν με είχανε για γραφικό στα καφενεία. ‘Ο Βασίλης, καλό παιδί –αλλά με τα μυαλά πάνω απ΄το κεφάλι του’ –μιλούσα και κοιτάγανε αλλού, από ευγένεια. Μέχρι που ήρθε κι έδεσε το πράμα –βγήκα στο δρόμο καμαρωτός –‘σας τα ΄λεγα εγώ, αλλά δε με πιστεύατε!’ Και ήρθαν σε μένα οι άνθρωποι, φοβισμένοι, τι να κάνουν, πώς να οργανωθούν –‘εσείς οι αναρχικοί τα ξέρετε αυτά, τόσα χρόνια στο κυνήγι σας έχουν’. Άμα βρεθείς εδώ το μεσημέρι θα πέσεις σε λαϊκά συσσίτια, δυο δρόμους παρακάτω έχουμε στήσει νοσοκομείο, τα βράδια κυκλοφορούν ομάδες περιφρούρησης –που τα έμαθαν όλα αυτά; Από τις ειδήσεις; Από τα κόμματα; Τώρα το τυπογραφείο βγάζει προκηρύξεις κάθε μέρα και οι άνθρωποι τις λιώνουν στο διάβασμα –οδηγίες για την αντιμετώπιση των δακρυγόνων, εκατό βγάζω και χίλιοι τις διαβάζουν γιατί δεν μας βρίσκεται ούτε χαρτί πλέον. Γι΄αυτό σου λέω –ο καθένας στο πόστο του. Εγώ δούλεψα εδώ, εσύ ήσουν αλλού. Δεν εγκαταλείπω –μην εγκαταλείπεις. Κι αν τύχει και σε γαμήσουν οι δικοί μας άνθρωποι, θα σου στήσω ανδριάντα σαν τις γαλλίδες πουτάνες που δούλευαν για την αντίσταση και εκτελέστηκαν από την αντίσταση μέσα στον πανικό. Εντάξει ρε φίλε;» σταμάτησε για να ψαρέψει ένα τσιγάρο από το πακέτο του Νίκου –το άναψε και περίμενε.
Ο Νίκος δεν τολμούσε να κοιτάξει τον άλλο στα μάτια –δεν υπήρχε τίποτα να πει, δεν έμενε άλλη ψευδαίσθηση να υπερασπιστεί. Σηκώθηκε ήσυχα, όπως το παιδί που το κατσάδιασαν για τη σκανταλιά του.
«Ελπίζω να τα ξαναπούμε», ψιθύρισε.
«Θα σε πάω παρακάτω. Έμαθα πως έχεις αφήσει το αυτοκίνητό σου …»
«Δεν είναι ανάγκη. Άσε με να κερδίσω τον ανδριάντα με την αξία μου ..»
Ο άλλος γέλασε. Σηκώθηκε από το τραπέζι, όσο ο Νίκος έβγαινε έξω –έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε.
«Ξέρεις ρε αδερφέ … εγώ … μακάρι … κι εσύ να ήσουν μαζί μου και όλοι οι άλλοι … παρέα όπως τότε … ξέρεις πόσο το θέλω …»
Ο Νίκος τον παραμέρισε ήσυχα.
«Ξέρω. Δε χρειάζεται να μου πεις –σε ξέρω. Και θα είμαστε μαζί όταν δεν μένει τίποτα να καεί, όταν θα χτίζουμε πάνω στα γκρεμισμένα. Να λέμε ιστορίες και να το παίζουμε κάποιοι μεγάλοι αγωνιστές –έτσι μαλάκα μου;»
Ο άλλος –αμίλητος –κρεμασμένος στον ώμο του.
«Καλή μας αντάμωση λοιπόν», είπε ο Νίκος.
«Κακό μας ψόφο», γέλασε για να πνίξει τη συγκίνησή του ο Βασίλης. Δεν τα κατάφερε –η φωνή του βγήκε σπασμένη, στριγκή.
Ο Νίκος άνοιξε το βήμα του όταν βρέθηκε έξω, βιαζόταν να γυρίσει στο αυτοκίνητό του, βιαζόταν για να μην κοιτάξει πίσω του –δεν έπρεπε να κοιτάξει πίσω του.
Κάτι παιδιά μπαινόβγαιναν στο θηριώδες τζιπ κακαρίζοντας. Κανένας δεν είχε πάρει τα κλειδιά, τίποτα δεν είχε συμβεί –μόνο τα παιδιά αγνοούσαν τις εντολές. Ο Βασίλης και η σφαίρα επιρροής του. Ο Βασίλης και οι σύντροφοί του. Προετοιμασμένος –διαθέτοντας το πλεονέκτημα της συνωμοτικότητας. Ο Βασίλης που θα άλλαζε τον κόσμο από κάτω, όσο αυτοί ψαλίδιζαν την κορυφή. Πλησίασε κι άλλο το τζιπ.
«Παιδιά, αδειάστε μου τη γωνιά –θέλω να φύγω».
Ένας δεκάχρονος πετάχτηκε από τη θέση του οδηγού και τον μέτρησε από πάνω ως κάτω. Σοβαρός –τα γέλια κόπηκαν στο εσωτερικό του αυτοκινήτου.
«Δικό σου είναι το τζιπ;» ρώτησε.
«Εσύ τι λες;» χαμογέλασε ο Νίκος.
«Λέω πως δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Το τζιπ βρίσκεται σε ελεύθερο έδαφος και είναι ελεύθερο για όλους».
Ο Νίκος ξεκαρδίστηκε. Σκέφτηκε την κατήχηση του Βασίλη –μακάρι να ήταν εδώ, τώρα.
«Κι αν προσπαθήσω να το πάρω τι θα κάνετε δηλαδή;» ρώτησε.
Από το τζιπ πετάχτηκαν δυο πιτσιρίκια με σφεντόνες. Στις άκρες από τα λάστιχα κρατούσαν σκαλωμένα ρουλεμάν. Δυο κοριτσάκια ξεπρόβαλαν τα κεφάλια τους δίπλα σε σκουπόξυλα γεμάτα πρόκες. Ο πιτσιρικάς πήρε θάρρος και έκανε δυο βήματα προς το μέρος του. Ο Νίκος χαμογέλασε ανοιχτόκαρδα.
«Δικό σας ρε μάγκες –προσέξτε μόνο μην σκοτωθείτε με δαύτο», είπε καθώς απομακρυνόταν αργά.
«Όχι δικό μας –ελεύθερο», του φώναξε ο πιτσιρικάς «κι εσύ να προσέχεις μη σε πατήσουμε με το τζιπ!»
«Γιατί εδώ είμαστε βαμμένα πουλιά με τα δικά μας χρώματα/ στα δικά μας χρώματα δεν υπάρχει θλίψη/ έχεις ακούσει για το βαμμένο πουλί;/ απλά ένα μολυσμένο πουλί που πληγώνει το οπτικό τους νεύρο/ χάσαμε τη θλίψη μας, το αύριο είναι εδώ/ δεν χρειάζεται πια να κρύβεις τα φτερά σου κάτω από τα βαριά σύννεφα/ όχι άλλη θλίψη …/ τώρα είμαστε όλοι βαμμένα πουλιά που χλευάζουν εκείνο το οπτικό νεύρο».
Και μια σοβαρή υπόθεση
Χρειάστηκε να περπατήσει τρία χιλιόμετρα στη λεωφόρο μέχρι να βρει ταξί. Η πόλη ξημέρωνε αλλά κανείς δεν έτρεχε για να προλάβει το λεωφορείο. Τίποτα δεν δούλευε κι ο ταξιτζής πέρασε τέσσερα κόκκινα φανάρια στη σειρά –από βαρεμάρα.
«Τίποτα δε δουλεύει –έχει διαλυθεί το σύμπαν κύριος», σχολίασε καθώς επιτάχυνε για να περάσει το επόμενο κόκκινο.
«Καλύτερα έτσι», σχολίασε ο Νίκος.
«Ναι -εμένα μου λες; Για σένα μπορεί να είναι καλύτερα, αλλά για μας ποτέ δεν φτιάχνουν τα πράγματα. Χρωστάω το μισό ταξί –πως θα δουλέψω να το ξεπληρώσω;»
«Γιατί να το ξεπληρώσεις; Εγώ άκουσα ότι καίνε τις τράπεζες …»
«Ναι –καλά! Ότι κάψανε –κάψανε, τώρα, τα κεφάλια μέσα! Έγινε κυβέρνηση Εθνικής Ανάγκης και βγάλανε ήδη τον στρατό. Απορώ πως δεν έχουμε πέσει σε κανένα μπλόκο ακόμα –είδα κι έπαθα πριν μισή ώρα για να ξεκολλήσω από τα REO. Έχουνε φρακάρει οι δρόμοι στο κέντρο!»
Ο Νίκος άπλωσε τα πόδια του αφήνοντας την κούραση να τα μουδιάσει. «Αυτό ήταν λοιπόν –ξύπνησαν. Ούτε νωρίς, ούτε αργά –στην ώρα τους. Πρόλαβαν το τελευταίο τρένο –μένει να δούμε πόσο έχουν πριονίσει οι άλλοι τις γραμμές. Γιατί οι καραμέλες τέλειωσαν σύντροφοι». Του ξέφυγε ένα πνιχτό γέλιο.
«Είπες τίποτα κύριος;»
«Όχι. Άσε με εδώ –θα περπατήσω μέχρι το σπίτι».
Ο ταξιτζής τον κοίταξε από τον καθρέφτη παραξενεμένος.
«Είσαι με τα καλά σου; Γίνεται της πουτάνας έξω –έχει βγει ο στρατός!»
Ο Νίκος του έσπρωξε ένα χαρτονόμισμα σιωπηλός και κατέβηκε όταν σταμάτησε το ταξί.
Περπάτησε στο πεζοδρόμιο νωχελικά. Αυτή την ανατολή δεν ήθελε, με τίποτα, να τη χάσει.
(λέει να συνεχιστεί)
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
37 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Καλά το πας. Οι περιγραφές άψογες και οι "ζώνες σύγκρουσης" μια χαρά! Βέβαια -κατ' εμέ- το ψιλοπαράκανες να βάζεις τα πιτσιρίκια να αντιδρούν έτσι γιατί αυτό θα χρειαζόταν 2-3 χρόνια ταραχών όπου τότε η έκρυθμη ζωή θα ήταν καθημερινότητα αλλά είπαμε, γιου αρ δε μπος! Και βέβαια εδώ προκύπτει και το αιώνιο ερώτημα : «Θα έρθει η μέρα που οι διαφορές θα ενώνουν τους ανθρώπους»? Μάλλον όχι αλλά ίσως τελικά περισσότερο αξίζει να έρθει μια μέρα που δεν θα φοβάσαι να δείξεις τη διαφορά σου. Αλλά ακόμα κι αυτή θα ναι προσωρινή γιατί θα ισχύει μόνο κατά την περίοδο "αλλαγής", την ρευστή περίοδο όπου όμως θα καταλήξει σε εκείνες που θα νομιμοποιηθούν και θα γίνονται αποδεκτές -οπότε δεν είναι πια διαφορές- ενώ αυτές που δεν νομιμοποιούνται παραμένουν "ανήθικες" όπερ σημαίνει πως θα χωρίζουν τους ανθρώπους με νέους όρους... διάβολε, τι μ' έπιασε πρωί πρωί!!! Αναμένουμε τη συνέχεια όμως!
Το παράκανα με τα πιτσιρίκια λες; Χμμ, έχεις καιρό να περάσεις από Λαύριο, Πέραμα -μάλλον.
Αν οι διαφορές δεν ενώνουν -σκατά διαφορές είναι και ψεύτικες (εικονικές). Για να το πω πιο απλά, αν το κρέας δεν ταιριάζει με τη γλυκόξινη σάλτσα, κάποια μαλακία έχει κάνει ο μάγειρας.
Για να νομιμοποιηθούν κάποιες διαφορές και να μείνουν στην απέξω κάποιες άλλες, σημαίνει πως θα υπάρχει ανώτερο συμφέρον. Βρες μου εσύ το συμφέρον (στις συνθήκες εκείνης της μέρας) κι εγώ θα συμφωνήσω μαζί σου.
Ναι, ίσως δεν το έθεσα σωστά. Κάτσε να ξαναδοκιμάσω.
Γιατί εξεγείρονται οι εξεγερμένοι? Ο καθένας για τους δικούς του λόγους μα βασικά επειδή δεν καλοπερνούν, δηλαδή κακοπερνούν. Τώρα υπάρχουν δυο βασικά είδη, αν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποια κατάταξη, σε αυτούς που θέλουν την ανατροπή επειδή θεωρούν το κατεστημένο άδικο και σε αυτούς που θέλουν την ανατροπή επειδή δεν ανήκουν οι ίδιοι σε αυτό το κατεστημένο και γι' αυτό το θεωρούν άδικο. Εκ πρώτης αυτές οι δυο κατηγορίες μοιάζουν μεταξύ τους αλλά έχουν μια σημαντική διαφορά. Αυτός που ανατρέπει αυτό στο οποίο είναι αποκλεισμένος είναι απόλυτα βέβαιο πως θα δημιουργήσει στη θέση του κάτι στο οποίο ο ίδιος δεν θα είναι βέβαια αποκλεισμένος αλλά μάλλον θα αποκλείει κάποιους άλλους, σίγουρα εκείνους που πριν δεν ήταν και σίγουρα όσους είναι "διαφορετικοί" με εκείνον.
(βάζω τα εισαγωγικά γιατί τελικά όλες οι "διαφορές" είναι πιθανόν να είναι επίπλαστες, εικονικές, ψεύτικες, π.χ. ο γκέυ δεν είναι διαφορετικός από τον στρέητ ως κοινωνικοί άνθρωποι αλλά διαφέρουν μόνο στην επιλογή ενός ερωτικού συντρόφου, πράγμα που απλά προσκρούει σε μια κοινωνική ηθική συμπεριφορά, παρόλα αυτά αυτή ακριβώς η συμπεριφορά όταν ανατραπεί δεν είναι σίγουρο πως θα οδηγήσει π.χ. στην άρση ή την κατάργηση της οικογένειας κι έτσι ακόμα θα θεωρείται ανήθικος/διαφορετικός εκείνος που θα επιλέγει τον ελεύθερο έρωτα χωρίς δεσμεύσεις από εκείνον που θα επιλέγει την οικογένεια και την νομιμοποίησή του μέσα από τους θεσμούς)
Η άλλη κατηγορία αφορά εκείνους που καμία σημασία δεν έχει αν πριν ήταν αποκλεισμένοι αλλά διαφωνούν με τον αποκλεισμό γενικότερα, με τον θεσμό, με την κοινωνική ηθική/κατασκευή. Θα μπορούσαμε να τους ονομάζαμε συνειδητοποιημένους για χάριν του λόγου μας. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι καταπνίγονται αμέσως μετά τη «ρευστή» περίοδο ακριβώς επειδή είναι τα πρώτα θύματα της «νέας» κατάστασης, του «νέου» κυρίαρχου κατεστημένου, της «νέας» ηθικής που επιβλήθηκε από την ανατροπή.
(όπως μετα την επανάσταση του 1917 οι αναρχικοί δεν χρειαζόντουσαν πια, η νέα κυρίαρχη ιδεολογία τους αντιμετώπισε ως εχθρούς και ήταν βέβαια)
Έρχομαι τώρα στο καίριο ερώτημα, ΠΟΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΙΚΟΝΙΚΗ και μάλιστα τέτοια που δεν θα μας χωρίσει αλλά θα μας ενώσει? Το μόνο ίσως που σε παίρνει να μ’ απαντήσεις είναι η ταξική διαφορά αλλά αυτή είναι ακριβώς η διαφορά από την οποία ξεκινά η σύγκρουση και γεννιούνται όλες οι άλλες διαφορές και αυτήν ακριβώς θέλουμε –θεωρητικά- να καταργηθεί.
Έτσι ο «Νίκος» θα είναι το πρώτο θύμα της εξέγερσης, άσχετα αν θα έχει επιτυχή έκβαση ή όχι! Γι’ αυτό άλλωστε και η «αυτοκτονική» του διάθεση που προκύπτει από την ικανότητά του να βλέπει το πόσο κοντόφθαλμη είναι η εξεγερμένη μάζα ώστε να δημιουργεί, ακόμα και την στιγμή της επανάστασης, «νέους» ηθικούς κώδικες, αποκλείοντας τον ίδιο από αυτήν με βάση τα χαρακτηριστικά που ο ίδιος ευχαρίστως θα αποποιούνταν αλλά που οι «άλλοι» εξεγείρονται επειδή ακριβώς ΔΕΝ ΤΑ ΕΧΟΥΝ και μόνο γι’ αυτό.
ΥΓ: Άντε, ποδαρικό με σεντοσχόλιο σου ‘κανα!
Αχταρμά μου τα έκανες, πανάθεμά σε -πάλι μπύρες έπινες χτες; Ανεπρόκοπε!
Κατά πρώτον, λοιπόν, δεν στέκει η κατάταξη των εξεγερμένων που βάζεις. Ο κόσμος εξεγείρεται επειδή κακοπερνάει και το κάνει όταν έχει φτάσει στο απροχώρητο -συμφωνώ. Αλλά, οι επιδιώξεις του καθενός είναι πολύ περισσότερες από αυτές που θέτεις. Εξεγείρονται για να γίνουν αφεντικά στη θέση των αφεντικών, για να βγάλουν γκόμενα πίσω από τα οδοφράγματα, γιατί τους μπήκε στο μάτι ο γείτονας, γιατί μπλέχτηκαν κατά λάθος στην ιστορία ... για χίλιους δυο λόγους. Όμως εκείνοι οι τελευταίοι που γράφεις, που εξεγείρονται γιατί διαφωνούν με τον αποκλεισμό γενικότερα και οργίζονται με την αδικία γενικότερα είναι 3-4 άτομα. Γιατί, πολλοί μπορεί να σκέφτονται έτσι, αλλά δεν βγαίνουν στον δρόμο. Περιμένουν να ομαλοποιηθεί η κατάσταση και να υπουργοποιηθούν. Κάτσε να θυμηθώ πως το έλεγε ο Κορνήλιος: "η ανθρωπότητα εξεγέρθηκε για ψωμί και για ελευθερία και μετά εξεγέρθηκε για περισσότερο ψωμί και περισσότερη ελευθερία και εξεγέρθηκε για τον πόλεμο και κατά του πολέμου, εξεγέρθηκε για μια θέση στον ήλιο και για ιδέες και οράματα -και αν κάποιοι πιστεύουν πως οι αιτίες όλων αυτών των εξεγέρσεων εξαντλούνται στο οτι η ανθρωπότητα ήθελε να φάει ή να γαμήσει περισσότερο, είναι απλά ηλίθιοι". Κάπως έτσι το είχε γράψει.
Κατά δεύτερον, ορθά βάζεις το παράδειγμα των γκέι (αλλά, λανθασμένα το μπερδεύεις με τα προηγούμενα) που θα ήταν πρόθυμοι να σταυρώσουν οποιονδήποτε αντιτίθεται στις αρχές της οικογένειας -και καλά θα κάνουν δηλαδή, γιατί ο θεσμός της οικογένειας είναι συσταστικός θεσμός της κοινωνίας. Οι γκέι δεν θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία, δεν θέλουν να την κάνουν αταξική και κοινοβιακή (όπου ο θεσμός της οικογένειας δεν θα είχε ισχύ). Θέλουν απλά να μην αποκλείονται οι ίδιοι από τον θεσμό. Όπως και οι εργάτες των συνδικάτων δεν θέλουν να κρεμάσουν τα αφεντικά τους, θέλουν να αυξήσουν τις αποδοχές τους μειώνοντας τον χρόνο εργασίας. Αυτά όλα όμως είναι προϋποθέσεις ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ ΣΕ ΕΞΕΓΕΡΣΗ, όταν η κατάσταση ξεφύγει από τα στεγανά.
Κατά τρίτον και σε συμπλήρωμα των παραπάνω -το θέμα δεν είναι η επιδίωξη του κάθε εξεγερμένου που έχει φάει την αλλοτρίωση του κοινωνικού μορφώματος απέναντι του οποίου εξεγείρεται. Το θέμα είναι αν θα δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα δείξουν στους ανθρώπους πως το ζωτικό τους συμφέρον έχει να κάνει με τη συνεργασία και όχι με την κυριαρχία. Εγώ λέω πως η δημιουργία αυτών των συνθηκών είναι μοιραία. Γιατί όσο θα σκοτώνονται για να κυριαρχήσουν ο ένας στον άλλο -τόσο θα πεινάνε και θα φοβούνται. Και τόσο η συνεργασία στη βάση της ισοτιμίας θα προβάλλει σαν μόνη λύση.
Φυσικά, αυτό δεν θα γίνει ποτέ, όσο η επανάσταση γίνεται "εξ ονόματος των μαζών" και οδηγείται από την "επαναστατική πρωτοπορία", την ιντελιγκέτσια που λέει κι ο φίλος μας στο κείμενο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, λειτουργεί ο οπορτουνισμός(που λέγανε και οι παλιοί) και οι αναρχικοί πάνε σαν τα σκυλιά στο αμπέλι.
Στο θέμα του καίριου ερωτήματος -η απάντησή μου είναι απλή: οι διαφορές είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ, αλλά ο διαχωρισμός των ανθρώπων, με βάση αυτές, είναι ΕΙΚΟΝΙΚΟΣ. Πάει να πει -όντως είμαι λευκός κι εσύ είσαι μαύρος, όντως είμαι άντρας κι εσύ είσαι γυναίκα, όντως είμαι ικανός μόνο να σχεδιάζω κι εσύ είσαι ικανός μόνο να πραγματοποιείς. Αλλά αυτά όλα αποτελούν ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑΣ -αφού είναι απαραίτητα για τη συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων και κάνουν τη ζωή μας λιγότερο βαρετή. Αν λειτουργούν διαχωριστικά -κάτι, ΚΑΠΟΙΟΣ, φταίει.
Και ο φίλος μας στην ιστορία, χαίρεται να γίνει θύμα των εξεγερμένων μαζών, χαίρεται που οι άλλοι είναι τόσο κοντόφθαλμοι ώστε να γκρεμίζουν πρώτα και μετά να σκέφτονται. Γιατί αυτό αποτελεί συστατικό εξέγερσης ενώ το αντίθετο όχι. Απλά, το δράμα του έγκειται στο οτι είναι "βαμμένο πουλί" που αποζητά το κοπάδι του.
Υ.Γ.: Άντε και του χρόνου σπίτια μας.
Καταπληκτικό κ ζωντανώτερο το "καινούργιο" (δεν έχω δουλέψει καθολου σήμερα άτιμε mcboy).
Δυστηχώς το διάβασα διεκεκομμένα...
Ωραία συζήτηση έχετε ανοίξει.
Πάντως (κ δυστηχώς)είναι ολοφάνερο στο κείμενο αυτό που λέει ο Deuced στην τελευταία του παράγραφο.
θίγεις πολλά σημαντικά πραγμ. στο κείμενο όπως κ στα προηγούμενα. Σορρυ για τις γενικότητες θέλω να πω πολλά, αλλά συγχρόνως κάνω κ άλλα εδω κ όχι πολύ καλά...
Μακάρι να είναι έτσι όπως τα λες
"Το θέμα είναι αν θα δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα δείξουν στους ανθρώπους πως το ζωτικό τους συμφέρον έχει να κάνει με τη συνεργασία και όχι με την κυριαρχία. Εγώ λέω πως η δημιουργία αυτών των συνθηκών είναι μοιραία...."
Γιατί εμένα μου φαίνεται ότι γίνεται το αντίθετο σε σχέση με το παρελθόν.
Ιστόριες από τη γιαγιά που με το ζόρι είχαν να φάνε κ όλοι στη γειτονιά βοηθούσαν ο ένας τον άλλο με τόση αυταπάρνηση που μου φαίνονταν σαν παραμύθια καμιά φορά...
Θα τα ξαναδιαβάσω όλα αύριο με μεγαλύτερη προσήλωση αν δε μ' έχουν απολύσει...
Πολλά φιλιά για τα ωραία σου γραπτά που χαστουκίζουνε γερά...
Καλό το παράδειγμα με τη γιαγιά σου -κάπως έτσι λειτουργούν οι κοινότητες. Μόνο που δεν είναι απλή ανθρωπιά και ευαισθησία -έχει να κάνει με κάτι ακόμα: "Μοιράζομαι το υστέρημά μου γιατί και ο άλλος θα κάνει το ίδιο όταν εγώ δεν θα έχω τίποτα". Αν ρωτούσες τη γιαγιά σου, θα σου έλεγε πως όποτε τύχαινε να περάσει έξω από πόρτα και να πει "μμμ, μοσχοβολάει η πίτα σου κυρά Τέτοια μου", η κυρά Τέτοια θα την φίλευε (πανέμορφη λέξη!) ένα κομμάτι πίτα, αλλιώς η κυρα Τέτοια θα ήταν τσιγκούνα και γαϊδούρα.
Κοινωνικές συμβάσεις για την καλύτερη συμβίωση λέγονται αυτά όλα.
Ναι έτσι ακριβώς είναι! Πάντα, μα πάντα μοιραζόντουσαν! Ό,τι κ αν είχε ο καθένας. Μύγδαλα, ελιές. Και δεν το κάνανε έχοντας στον νου τους την ανταπόδωση. Γιατί ήταν κ μια ευκατάστατη γειτόνισσα η οποία δεν είχε να ζηλέψει κάτι από τρόφιμα, αλλά μοίραζε σε όλους ψάρια. Κ σ'ένα σεισμό (δε θυμάμαι ποιο έτος) έδωσε μια μεγάλη έκταση γής να μείνουν σε σκηνές ώσπου να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους κ πάλι έφτιαχνε ψάρια για όλους.
Κ ας μην είχε ανάγκη της δίνανε κι άλλοι από λαχανικά κ μύγδαλα.
Αλλά λίγο που πρόλαβα την γιαγιά μου όταν ήμουν μικρή κ έμενα σ' εκείνη τη γειτονιά αυτό που έβλεπα ήταν πολύ αγάπη μεταξύ τους λες κ ήταν αδέρφια.
Αυτό που περιγράφεις είναι ΑΚΡΙΒΩΣ η εσωτερική λειτουργία του εθίμου -όσο αυτό παραμένει λειτουργικό. Κι αυτό είναι καλό πράγμα -γιατί, κάτι δουλεύει.
Αααα... δεν παίζω, έχω χάσει επεισόδια! Κι όχι τίποτ'άλλο, για να κάνω update χρειάζομαι 5 στρέμματα δάσους του Αμαζονίου σε χαρτί και 3 μέρες μελέτης!
;-)
Καλή Χρονιά MB, όπως κι αν το εννοείς!
Καλή χρονιά paper -όλοι με τον ίδιο τρόπο πάνω κάτω την εννοούμε. Και μην ανησυχείς για τα επεισόδια -ρώτα τον Deuced να σου πει τις περιλήψεις χεχε.
Άλλο η περίληψη, άλλο το ορίτζιναλ!
Όντως! Η περίληψη είναι πιο ενδιαφέρουσα!
;-)
Αφού δεν είσαι, γιατί τα λες αυτά, ε?
Για να μην ξεχνάω πως η αλθοφάνεια μπερδεύεται πολλές φορές με την αλήθεια.
είναι πολύ ωραίο!
φίλε mcboy έχεις αληθινό ταλέντο, όχι αληθοφανές...
καλό κείμενο, δεμένο, γλώσσα που ρέει.
Καλή ιδέα οι στίχοι του τραγουδιού να μπλέκουν ανάμεσα στα υποκεφάλαια και να τα προβάλουν
Ομως διαφωνώ σε κάτι.
Οι διαφορές μπορεί να είναι πραγματικές αλλά ο διαχωρισμός των ανθρώπων δεν είναι εικονικός, δυστυχώς.Κι αυτά που νομίζουμε στοιχεία ενότητας, είναι μόνο θεωρητικές προσδοκίες μας.
Τελικά ισχύει η "άνοδος της ασημαντότητας" και ίσως όλα να οφείλονται στην απάθεια και στη συνενοχή μας...
όσο για το Νίκο; το απόλυτο θύμα.
καλησπέρα
Καλημέρα Αντίλογε και καλή χρονιά.
Συμφωνώ πως οι διαφορές είναι πραγματικές, αλλά αυτό που λέω είναι πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να χωρίζουν τους ανθρώπους.
Απλό παράδειγμα:
Για τη διαδικασία παραγωγής χρειάζονται εξίσου τα στελέχια στα γραφεία και οι εργάτες στα εργοτάξια. Σαφώς υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στους μεν και τους δε -αλλά είναι αυτό λόγος διαχωρισμού ή συνεργασίας; Εφόσον ο σκοπός είναι η παραγωγή αγαθών -έτσι;
Η ασημαντότητα δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα -το πρόβλημα ξεκινάει από την ψευδαίσθηση σημαντικότητας.
Παραδείγματα:
1. Έχω ένα μπλογκ, με διαβάζουν 10 άνθρωποι και νομίζω πως έγινα μεγαλοεπαναστάτης και μέγας διαμορφωτής της κοινής γνώμης.
2. Είμαι ο γελοίος του ριάλιτυ (ή ο παρουσιαστής του γελοίου, ή η ηθοποιός, τραγουδίστρια κ.λ.π. που εμφανίζεται στα εορταστικά σόου) και νομίζω πως αυτό με νομιμοποιεί να κυκλοφορώ στα σπίτια του κόσμου με τις απόψεις μου.
Είναι θέμα χρημάτων κ τελείωσε! Οι διαχωρισμοί θα υπάρχουν πάντα.
Μια ερώτηση. Αν τα πράγματα φτανανε στο σημείο όπως περίπου περιγράφεται στην ιστορία ή σε πολύ χειρότερο, ο Νίκος και οι "άλλοι" που βρίσκονται στις θέσεις που βρίσκονται στην ιστορία... στην πραγματική ζωή όμως΄, όπως είναι τα πράγματα τι θα κάνανε;
ΘΑ ΤΗΝ ΚΑΝΑΝΕ!!!
Βέβαια εδώ φαίνονται να μην είναι έτσι αυτοί οι τύποι, αλλά είναι ιστορία...
Και τώρα (δεν ξέρω γιατί) θυμήθηκα μια εικόνα σ' ένα μπλογκ (νομίζω το είχα δει στης Μανταλένας) που έδειχνε έναν (ή περισσότερους δε θυμάμαι) ποιητή που ήταν μέσα σε ερείπια κ συντρίμια κάπου στο Ιράκ κ απήγγειλλαν ποίηση. Αυτός/οι δεν το έσκασαν...
Χμμ Ell... αφού είναι θέμα χρημάτων, για πες μου τι ακριβώς είναι τα χρήματα; Πάω στοίχημα οτι θα μου μιλήσεις για την συμβολική και όχι για την πραγματική τους αξία (αφού, στην πραγματικότητα, τα χρήματα είναι σκέτα χαρτιά -αν τα απομονώσουμε από τη συμβολική χρηστικότητά τους). Άρα, είναι θέμα συμβολισμών και κοινωνικής συνένεσης. Συμφωνίας, με λίγα λόγια. Αλλά αυτή η συμφωνία δεν μας συμφέρει πλέον -ας την αλλάξουμε. Αυτό θέλω να πω.
Στην πραγματικότητα, οι τύποι της ιστορίας, που κατέχουν συγκεκριμένες θέσεις θα έπρεπε να είναι συνεπείς με τους κοινωνικούς τους ρόλους. Δεν απαιτεί κανένας από το μεγαλοστέλεχος να μοιράσει τα αγαθά του στους αδικημένους -δεν πρόκειται ποτέ ο βιομήχανος να κάνει το εργοστάσιό του κολλεκτίβα. Δεν είναι αυτοί οι ρόλοι τους και θα ήταν "κοινωνικά ανώμαλοι" αν έκαναν κάτι τέτοιο. Αλλά, εξίσου "κοινωνικά ανώμαλοι" είναι οι εργάτες που ψηφίζουν, ας πούμε, δεξιά κόμματα, οι αγρότες που υποστηρίζουν τον θεσμό της βασιλείας κ.λ.π. Εκεί είναι το θέμα μου, στον ρόλο του καθενός με βάση το συμφέρον του.
Συμφωνώ. Αλλά αυτοί οι αγρότες που ψηφίζουν δεξιά ή όντως υποστηρίζουν το θεσμό της βασιλείας (γιατί υπάρχουν κ τέτοιοι) είναι σαν τους καημένους σε τίποτα παράγκες που βλέπανε "τόλμη κ γοητεία". Που υποσεινήδητα νομίζουν ότι μπορεί να γίνουν τίποτα ευνοούμενοι σε βασιλική αυλή.
Όσο για το "ανώμαλο" που λες σκεφτόμουν ότι αν είχα εργοστάσιο δε θα μου πήγαινε με τίποτα να τρώω με χρυσα κουτάλια θα προτιμούσα να το δουλεύουμε όλοι μαζί κ να χαιρόμαστε τακέρδη του όλοι μαζί. Βέβαια υποθετικά όλοι μπορούμε να ισχυριστούμε ό,τι θέλουμε. Αλλά είχα διαβάσει κάτι που με αντιπροσώπευε απόλυτα και τα έγραφε πολύ κάλα αυτά που είχα στο μυαλό μου σ' ένα μπλογκ νομίζω Omadeon λέγεται... πάνω σ' αυτό που λέμε περί "ανωμάλων".
Γιατί όπως είχαμε πει είναι αλλού το θέμα. Είναι ότι κάποιοι ευκατάστατοί άνθρωποι δεν άντεχαν ούτε να τρώνε κ να βλέπουν γύρω τους άλλους να πεινάνε...
Γιατί κάποιοι ποιητές αποφάσισαν να μείνουν!!!
Υποθέτω πως αν είχες (είχα, είχαμε) εργοστάσιο δεν θα βλέπαμε οτι εμείς τρώμε με χρυσά κουτάλια και οι άλλοι πεινάνε. Θα βλέπαμε φτηνά μεροκάματα και ευκαιρίες μεγιστοποίησης του κέρδους.
Όντως, πολλοί ευκατάστατοι (ή "ευκατάστατοι") νιώθουν άσχημα με την εξαθλίωση δίπλα τους. Αλλά υπάρχει το χάπι της φιλαθρωπίας για να τους περνάνε κάτι τέτοιοι "πονοκέφαλοι".
Οι ποιητές, είτε γίνονται οι "τρελλοί του χωριού", λειτουργώντας σαν τη βαλβίδα εκτόνωσης της χύτρας, είτε πεθαίνουν πολεμώντας σαν τον Χοσέ Μαρτί και τον Νερούδα -απ΄ότι έχει δείξει η ιστορία.
ΔΥΣΤΗΧΩΣ δεν τους γνωρίζω αυτούς που λες, (ελπίζω να τους "ανακαλύψω") αλλά γενικά είμαι ίσως το μοναδικό άτομο που έχει διαβάσει λιγότερο από τον οποιοδήποτε εδώ μέσα...
Ο καθένας δίνει τον αγώνα του με τον τρόπο που νομίζει καλύτερο ή τον βολεύει για να μην καεί η γούνα του. Αλλά δεν συμφωνώ ότι οι "τρελλοί" ποιητές που έμειναν στο Ιράκ λειτουργούν σαν βαλβίδα εκτόνωσης.
Βέβαια είναι πολύ εύκολο να κατηγορώ "άλλους" (έξω απ' το χορό)τι στιγμή που πιστεύω ότι σε ανάλογες καταστάσεις μάλλον θα επέλεγα κάποιο "Ματαρόα".
Καταλάθος μπήκε το ανώνυμος στο παραπάνω. Εγώ το έγραψα.
Ναι, για μένα η "γνωριμία" με αυτούς που είπα (και άλλους τέτοιους) ήταν σημαντική εμπειρία. Όχι δεν κατηγορώ τους οποιουσδήποτε "τρελλούς" ποιητές -ούτε κατά διάνοια! Απλά, λέω πως χρησιμοποιούνται. Και, για να μην μπερδευόμαστε -δεν είναι οι μόνοι που χρησιμοποιούνται από το σύστημα. Βλέπεις, υπάρχει αυτή η συστημική μέθοδος που μπορείς να γυρίσεις τα πάντα υπέρ σου -ακόμα και τις προσπάθειες ανατροπής σου.
Τα Ματαρόα τι είναι; Νησιά σαν τα Πουκέ;
Δεν είπα τα Ματαρόα, είπα ότι μάλλον θα επέλεγα κάποιο "Ματαρόα" (καράβι) για να φύγω.
Μη μου πεις ότι δεν ξέρεις το Ματαρόα, γιατί σε έχω για σούπερ διαβασμένο άτομο.
Αν καταλαβες δεν κατηγορώ κάποιον γιατί όπως είπα "έξω απ' το χορό..."
Ασε που διάβασα την συνέχεια κ πονάει motorcycle boy. Δε μπορώ να συγκεντρωθώ για τίποτα κ σε λίγο (όταν με απολύσουν) θα τους παρακαλάω να έρχομαι τζάμπα για να σας διαβάζω.
Σούπερ διαβασμένος δεν είμαι -απλά έχω διαβάσει διαφορετικά πράγματα απ΄ότι εσύ για παράδειγμα. Δεν το ξέρω το Ματαρόα (ή τουλάχιστον δεν το θυμάμαι).
Όχι, δεν είπα οτι εσύ κατηγορείς κάποιον -ξεκαθάρισα πως ΟΥΤΕ εγώ τους κατηγορώ.
Να σου πω -δεν τα τυπώνεις καλύτερα, να τα διαβάζεις με την ησυχία σου; Άντε -μη σε απολύσουν και εκτός των άλλων χάσω τον 1 από τους 3-4 αναγνώστες που έχω -ε;
Καλέ μου motorcycle boy όταν βγήκε το 3 έκανα μια προσπάθεια κ ξεκίνησα να τυπώνω το 1, γιατί γενικά ήθελα να τα έχω. Αλλά με χαλάσανε τα γραμματάκια που βγαίνανε μικρά. Οπότε προσπάθησα να το αντιγράψω σ' ενα φυλλο word για να το μεγαλώσω αλλά δεν μου το αντέγραφε με τίποτα κ θεώρησα ότι κάτι θα έχεις κάνει για να μην αντιγράφει κανείς. Και δεν ξαναπροσπάθησα γιατί είχε πέσει δουλειά κ σε διάβαζα διεκεκομμένα κ δεν το φχαριστιόμουν καθόλου.
Εντάξει πλάκα κάνω εννοείται περί απόλυσης. Εδώ έχω τα καλύτερα "αφεντικά". Το αφεντικά σε τεράστια εισαγωγικά γιατί αυτή η λέξη είναι προσβλητική για τέτοιους ανθρώπους. Απλά σκέφτομαι ότι παλιότερα δεν θα άφηνα το παραμικρό από δουλειά για την επομένη, ενώ τώρα τελευταία (εντάξει δυστηχώς δεν έχει πολύ δουλεια) παρασύρομαι κ νιώθω ότι έγω πρέπει να με απολύσω...
Υ.Γ. Άσε μας ρε συ! 3-4 αναγνώστες...
Υ.Γ. το Ματαρόα απ' όσο θυμάμαι ήταν ένα καράβι που μπήκαν οι διανοούμενοι τησ εποχής του εμφύλιου για να πάνε στο Παρίσι και να συνεχίσουν τις σπουδέσ τους. Καλλιτέχνες κ διανοούμενοι εκείνης της εποχής. Κάπου στο google θα έχει λεπτομέρειες γιατί εγώ δε θυμάμαι καλά.
Ναι, τα κείμενά μου προστατεύονται από κάποια θεία δύναμη και δεν αντιγράφονται χαχαχα!!
Στείλε μου το μέιλ σου να τα κάνω εγώ κόπυ πέιστ σε γουόρντ και να στα στείλω πίσω ρε.
Υ.Γ.1.: 2-3 ίσως;
Υ.Γ.2: Δεν το ήξερα αυτό το καράβι. Υποθέτω οτι όσοι σάλπαραν με αυτό γύρισαν μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές όταν ομαλοποιήθηκε η κατάσταση ε; Πάντως εγώ σε ανάλογες συνθήκες -μάλλον δεν θα την έκανα. Άλλωστε, πάντα θαύμαζα τον Αρτέμη Μάτσα στις ταινίες!
Motorcycle boy, ειλικρινά (όταν βγηκε το 3) έκανα 100 φορες copy-paste δε γινόνταν τίποτα. Η σελίδα παρέμενε λευκή. Και πιστεψε με έχω αντιγράψει παρα πολλά κείμενα που μου άρεσαν από μπλογκερς. Τα δικά σου δεν αντιγράφονταν με τίποτα. εντάξει ο υπολογ. δεν είναι κ ο καλύτερος, κ καθώς δεν ξέρω κ πολλά θεώρησα λοιπόν ότι κάτι έχεις κάνει για ναμην αντιγράφονται.
Πώς θα μου τα στείλεις με μέιλ ρε συ; εδω προσπαθούσα να στείλω βιογραφικό κ cover letter συνημμένα κ δεν πήγαιναν με τίποτα κ ας ήταν το ένα χιλιοστό σε μέγεθος από την ιστορία σου. Τελευταία μέρα που δεχόντουσαν κ έχασα την ευκαιρία για μία πολύ καλή δουλειά.
Σόρρυ αλλά μου την ψιλοέσπασες που δεν με πιστεύεις.
Υ.Γ. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καλη μνήμη. Δεν ξέρω όταν γύρισαν τι έκαναν κ δε νομίζω ότι γύρισαν όλοι πίσω. Ο Αρτέμης Μάτσας ποιος είναι;
Υ.Γ. Έχω κ κάτι ερωτήσεις για το καινούργιο σου κείμενο...
Όχι βρε -σε πιστεύω, γιατί να μη σε πιστέψω; Απλά νομίζω πως κάτι κάνεις λάθος γιατί συνέχεια κάνω κι εγώ και άλλοι κόπυ πέιστ τα κείμενα από το μπλογκ μου σε γουόρντ.
Για το πρόβλημα στο μέιλ που λες -μάλλον πρέπει να ανοίξεις έναν λογαριασμό στο gmail -που δίνει τεράστιο αποθηκευτικό χώρο. Αλλά, αν είναι παλιός ο υπολογιστής σου -άστα να πάνε ... Θα κολλάει συνέχεια.
Υ.Γ.1: Ο Αρτέμης Μάτσας ήταν εκείνος ο σιχαμερός τυπάκος που έπαιζε τον δοσίλογο στις ταινίες ("οι Γερμανοί είναι φίλοιοιοι μας!!!).
Υ.Γ.2: Ρώτα με -κι αν μπορώ θα απαντάω. Μη νομίζεις πως έχω και το πιο ξεκάθαρο μυαλό στον κόσμο!
Μπήκα στο google κ λέει τη φράση που λες ("οι Γερμανοί είναι φίλοιοιοι μας!!!). Την έχω ακούσει πολλές φορές τη φράση αλλά δεν έχω δει την ταινία.
Ωραία η ειρώνία...
Δηλαδή εγώ τι είπα; Κατηγόρησα κάποιον; Είπα για το Ματαρόα κ είπα ότι το πιθανότερο είναι (αν ήμουν στη θέση τους) να έφευγα.
Ούτε ιστορία ξέρω ούτε κ με την πολιτική είχα σχέση.
Σε τέτοιες συνθήκες κ σε δικτατορία, φασισμούς τους πρώτους που θέλουν να "ξεκάνουν" πιστεύω, είναι οι διανοούμενοι κ οι καλιτέχνες. Απλά είπα (στο περίπου) δε χρειάζεται να τους ξεκάνουν γιατί αυτοί φεύγουν πρώτοι. Όχι όλοι μάλλον γιατί ανάφερες κάποιους (Χοσέ Μαρτί και τον Νερούδα)... Και ίσως μ' αυτό τον τρόπο να μπορούν να πολεμήσουν καλύτερα από εκεί που βρίσκονται.
Εξάλλου οι τύποι που έχεις βάλει στην ιστορία κάνουν κάτι ανάλογο (ανυπομονώ να δω που θα φτάσει)κ με έβαλε σε σκέψεις για άτομα που είχα γνωρίσει που μου φαινόντουσαν όπως στον πιτσιρικά. Δηλαδή επειδή ήταν φραγκάτοι κ μόνο τους θεωρούσα κατί σαν φασίστες/εκμεταλευτές κλπ. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβεται από πίσω βεβαια.
Δηλαδή κάποιοι να έχουν υψηλες θέσεις κ να πολεμάνε το σύστημα από μέσα.
Τελοσπάντων καλό κουράγιο για την συνέχεια αν κ νομίζω ότι τα γράφεις πολύ άνετα.
Ναι βρε -συμφωνούμε και για το καράβι. Γι΄αυτό αναφέρω τον δοσίλογο -στη λογική του οτι είναι πολύ δύσκολο να αντισταθεί κανείς, ενώ είναι απείρως ευκολότερο να την κοπανήσει και να το παίζει αντιστασιακός εκ του ασφαλούς, ή να γίνει χαφιές. Το ίδιο πράγμα λέμε. Και φυσικά, αναφερόμαστε ΚΑΙ στους εαυτούς μας -κι εμείς το ίδιο δειλοί είμαστε.
Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες είναι ευρύτατα απλωμένη κοινωνική ομάδα. Και η Λένι Ρίφενσταϊν ήταν τεράστια καλλιτέχνης (που εξυμνούσε τον ναζισμό) και ο Μαγιακόφσκυ ήταν μέγιστος ποιητής (που εξαναγκάστηκε σε αυτοκτονία από τους σταλινικούς) και ο Ιστάρτι ήταν μεγάλος ποιητής (που ξεκίνησε από κομμουνιστής και κατέληξε υμνητής του Μουσολίνι) και ο Σεφέρης ήταν μεγάλος ποιητής (που σιώπησε στις θηριωδίες της μεταπολεμικής Ελλάδας μέχρι να πάρει το Νόμπελ).
Άλλοι ήταν ενοχλητικοί στα καθεστώτα και άλλοι ήταν ενοχλητικοί υμνητές των καθεστώτων.
Και μετά λες...
Εκτός του ότι έχεις διαβάσει απίστευτα, γενικά εχω παρατηρήσει ότι έχεις ΦΟΒΕΡΗ ΜΝΗΜΗ. Μεγάλη δύναμη αυτό το πράγμα! Γιατί όλοι έχουμε την τάση έτσι όπως καλουπαριζόμαστε χωρίς να το καταλαβαίνουμε να αποκτάμε επιλεκτική μνήμη οπότε μας μένουν αυτά που θέλουμε, αυτά που ίσως υποσεινήδητα μας βολεύουν...
Και έχω την τύχη να μαθαίνω αρκετά από τότε που γνώρισα κάποια μπλογκς αλλά το πόσο απίστευτα με ρίχνει να ασχολούμε (να διαβάζω έστω) θέματα που έχουν να κάνουν με πολιτική κ άσχημο παρελθον....
Απορώ με τις αντοχές κάποιων...
Ευτυχώς που μπορεί να δει κανείς κ τίποτε άλλο στα μπλογκς. Αν κ θυμάμαι, ένας φίλος μου έλεγε (όταν του έλεγα δεν αντέχω να μιλάμε πολιτικά, δεν αντεχω την πολιτική)... "όλα είναι πολιτική".
Υ.Γ. όσο μεγαλώνω νιώθω ότι γίνομαι πιο δειλή.
Υ.Γ.2 Κάποια κείμενα με ένα Μαλτέζο με΄είχαν μαυρίσει παρα πολύ δεν διαβασα την ιστορία μέχρι τέλους. Ευτυχως αυτά που γραφεις τώρα δεν είναι τόσο μαύρα.
Υ.Γ.3 εγώ τουλαχιστον δε μπορώ να ξέρω τι είναι καλύτερο σε τέτοια θέματα (για τους καλιτέχνες κ διανοούμενους που έφυγαν) κ ίσως είναι καλύτερα κάποιος να είναι αντιστασιακός εκ του ασφαλούς. όπως κ στην ιστορία σου ο Νίκος τι μπορούσε να προσφέρει πηγαίνοντας στους δρόμους μαζί τους; Δεν ξέρω τι είναι καλύτερο πια. Δυστηχώς λειτουργούσα πάντα με το ένστικτο κ παρορμητικά. Αλλά το έχω περιορίσει.
Συγνώμη για την φλυαρία. Και σ' ευχαριστώ που απαντάς ακόμα κ σε βλακείες που σε είχα ρωτήσει στο παρελθόν.
Έχει δίκιο ο φίλος σου -όλα είναι πολιτική, όλες οι πράξεις (ακόμα και η απουσία πράξεων) είναι πολιτικές ενέργειες.
Και η πολιτική δεν είναι κάτι θλιβερό και ανυπόφορο -είναι η διαχείριση της καθημερινής μας ζωής. Θλιβεροί και ανυπόφοροι είναι όσοι μας έχουν κάνει να κοιτάζουμε αλλού όταν αναφέρεται η λέξη "πολιτική".
Κι αυτό το άσχημο παρελθόν, είναι, δυστυχώς, η δική μας προσωπική ιστορία -δεν μπορούμε να το αγνοούμε σφυρίζοντας αδιάφορα (δεν λέω οτι το κάνεις εσύ -εντάξει; γενικά μιλάω).
Η δειλία δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να απολογούμαστε -αλλά αυτό το οποίο θα έπρεπε να μας κινητοποιεί, έτσι νομίζω.
Τα κείμενα του Μαλτέζου ήταν εύκολα -τα τωρινά κείμενα δεν βγαίνουν με τίποτα!
Ούτε εγώ ξέρω τι είναι καλύτερο, για τον καθένα και για την κάθε φορά. "Ρωτώντας προχωράμε", που λένε και οι Ζαπατίστας.
Είμαι αρκετά φλύαρος (είναι φανερό και από τα κείμενά μου), οπότε χαίρομαι να διαβάζω και τη "φλυαρία" των άλλων.
Και τέλος, καμιά ερώτηση δεν είναι βλακώδης -όσο γίνεται με καλή πρόθεση.
>Για να μην ξεχνάω πως η αλθοφάνεια μπερδεύεται πολλές φορές με την αλήθεια.
Δεν το είπα στραβά..
Το να αναγνωρίζεις στον εαυτό σου ότι κάτι το κάνεις καλά είναι υγεία!
Εσύ σωστά και καλά το είπες παιδί μου. Και σ΄ευχαριστώ κιόλας.
Αλλά η μέρα που θα αναγνωρίσω πως κάνω κάτι καλά θα είναι η μέρα που θα πάρω σύνταξη και θα γράψω τα απομνημονεύματά μου. Οι διορθώσεις αποτελούν κινητήρια δύναμη. Ενίοτε.
Χμμ.. επειδή δεν προβλέπεται να πάρουμε σύνταξη σε ηλικία που δεν θα'χουμε προσβληθεί ακόμα από γεροντική άννοια, δεν το αναγνωρίζεις νωρίτερα??
ΥΓ Γεια σου Ell!
:-))
Μόνο μετά από εξέταση DNA αγαπητή. Σαν τον Πασχάλη να πούμε.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!