1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών
4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"
5. Η αποξένωση των διπλανών δρόμων
Τους γνώρισα όταν άρχισε το Δεύτερο Έτος –σε κάποιο μάθημα επιλογής με μειωμένη προσέλευση. Είχε να κάνει με την αντιμετώπιση του θανάτου διαχρονικά από τις κοινωνίες –δεν θυμάμαι ακριβώς τον τίτλο του μαθήματος. Θυμάμαι όμως ότι «Οι ζωντανοί και ο θάνατος» του Ζίγκλερ ήταν μέσα στην ενδεικτική βιβλιογραφία. Γι΄αυτό διάλεξα το μάθημα, είχε τύχει να διαβάσω το βιβλίο –που να ξέρω ότι θα πέθαινα κι εγώ ο ίδιος, δυο χρόνια μετά;
Ο Αντώνης κι ο Γρηγόρης στα πίσω έδρανα –δεν τους είχα ξαναδεί. Έφταιγε που δεν πάταγα στη σχολή, προτιμούσα τα καφενεία τριγύρω, δυο μαθήματα είχα περάσει με το ζόρι, στις προηγούμενες εξεταστικές. Στην εξεταστική του Σεπτέμβρη δεν πέρασα ούτε απέξω, γιατί ήταν εκείνη η Έστερ η Ολλανδέζα που ξέμεινε σπίτι μου από τις καλοκαιρινές διακοπές. Γύρναγε την Ευρώπη επειδή, όταν επέστρεφε στο χωριό της θα παντρευόταν –έτσι έλεγε. Σκατά γύρναγε –κόντευε να κλείσει δυο μήνες στην Ελλάδα –τέλος πάντων. Την είχα γνωρίσει στην Ίο, παρέα με κάτι φιλενάδες της, οι άλλες έφυγαν –η Έστερ ξέμεινε. Θα συνέχιζε για Ισπανία. Κάποτε.
Ήταν μέσα Οκτώβρη όταν την ξεφορτώθηκα και αναγκάστηκα να τραβηχτώ από τη σχολή –δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να βρω τίποτα φύτουλες από αυτούς που κρατάνε σημειώσεις αν ήθελα να περάσω κανένα μάθημα, κυκλοφορούσαν κάτι φήμες ότι θα κοβόταν η αναβολή σε όσους δεν πέρναγαν το 60% των μαθημάτων ανά έτος. Είχα ψαρώσει όσο να πεις! Οι γέροι στο Αγρίνιο δεν έπαιρναν γραμμή από τις φοιτητικές μου επιδόσεις, τους έψηνα με δήθεν ψηλούς βαθμούς και απροσπέλαστες εργασίες, αλλά με τη Στρατολογία δεν ήταν να παίζεις!
Πλοία σε άπνοια
Μπήκα καθυστερημένος –ένας ξεμαλλιασμένος λέκτορας με στραβοκοίταξε, αναζήτησα θέση στα πίσω έδρανα και καρφώθηκα ακόμα περισσότερο –με το ζόρι έφταναν τα 10 άτομα οι φοιτητές στο αμφιθέατρο.
«Καθίστε μπροστά συνάδελφε, δεν δαγκώνουμε», είπε ο λέκτορας.
«Έχω αστιγματισμό και δεν βλέπω καλά στον πίνακα από κοντά», δικαιολογήθηκα.
«Μέχρι σήμερα νόμιζα πως όσοι έχουν αστιγματισμό δεν βλέπουν καλά από μακριά», μουρμούρισε ο λέκτορας.
Τον έγραψα στ΄αρχίδια μου και κάθισα στην προτελευταία σειρά. Δίπλα σε δυο τύπους που έπαιζαν ναυμαχία. Έβγαλα ένα μπλοκ και έψαξα για στυλό.
«1 Άλφα», είπε ο διπλανός μου.
«Μου χτύπησες την τορπιλάκατο ρε πούστη!» φώναξε ο άλλος.
«Αφού είσαι μαλάκας και τις βάζεις στα πιο καρφωτικά σημεία», σχολίασε ο διπλανός μου.
Γέλασα.
Ο τύπος από δίπλα με σκούντησε.
«Δεν προσέχεις λίγο την παράδοση ρε φιλαράκι –μήπως πει τίποτα σημαντικό;» ψιθύρισε.
«Και που θα ξέρω αν είναι σημαντικό; Πρώτη φορά έρχομαι στο μάθημα», δικαιολογήθηκα.
«Α μάλιστα! Σε αριστούχο πέσαμε!» γέλασε ο άλλος.
«Ησυχία εκεί πάνω! Αν δεν σας ενδιαφέρει το μάθημα να βγείτε έξω!» φώναξε ο λέκτορας. Κάτι χοντρές με ινδικές φούστες μας κοίταξαν με σιχασιά από τα μπροστινά έδρανα.
«1 Άλφα», μουρμούρισε ο παραδίπλα στον διπλανό μου.
«Δεν παίζει ρε! Αυτό στο είπα εγώ πριν λίγο!»
«Και απαγορεύεται να το πω κι εγώ τώρα;» απόρησε ο άλλος.
«Δεν απαγορεύεται, αλλά είναι σαχλαμάρα».
«1 Άλφα».
«Τορπιλάκατος».
«Πόσο μαλάκας είσαι;»
«Ναι –μίλησε ο φον Κανάρης τώρα!»
Ξεκαρδίστηκα στα γέλια.
«Περάστε έξω και οι τρεις σας! Ανάγωγοι!» ούρλιαξε ο λέκτορας.
Σηκωθήκαμε σα βρεγμένες γάτες. Οι εναπομείναντες στο αμφιθέατρο παρακολουθούσαν απηυδισμένοι.
«Την επόμενη Πέμπτη έχετε πάλι μάθημα;» ρώτησε εκείνος που καθόταν δίπλα μου προηγουμένως.
«Ρε άντε μου στο διάβολο από δω!» άφρισε ο λέκτορας.
«Διαμαρτύρομαι εντόνως κύριε καθηγητά!» είπε ο άλλος.
Ευτυχώς κλείσαμε στα γρήγορα την πόρτα πίσω μας –πήγαινα στοίχημα πως ο λέκτορας θα μας έπαιρνε τα ονόματα αν καθόμασταν κι άλλο εκεί μέσα.
«Γρηγόρης», μου συστήθηκε ο ένας, δίνοντας το χέρι του, αφού είχαμε βγει στο προαύλιο.
«Αντώνης», είπε ο άλλος σιγά –κοιτάζοντας κάτι σπουργίτια παραδίπλα.
«Χάρηκα», είπα εγώ.
«Πάμε για τίποτα μπύρες;» πρότεινε ο Γρηγόρης.
Πήγαμε.
Εκείνη η μέρα τράβηξε πολύ, μέχρι που καταλήξαμε να γυρνάμε με τα πόδια στο σπίτι μου από τα μπαράκια του κέντρου. Προηγουμένως είχαμε προλάβει να πιούμε μπύρες, κονιάκ και κάτι αισχρά ούζα με πορτοκάλι που είχαν καταλήξει να γίνουν η νέα μόδα των άφραγκων εκείνη την εποχή. Είχαμε προλάβει να γνωριστούμε κιόλας. Ο Γρηγόρης έμενε βόρεια και ο Αντώνης νότια –με τους γέρους τους -γκρίνιαζαν γιατί ποτέ δεν θα κατάφερναν να ζήσουν φοιτητική ζωή, τι σκατά φοιτητής είσαι χωρίς δικό σου σπίτι; Κόντευε να ξημερώσει –προσφέρθηκα να τους φιλοξενήσω αφού εγώ είχα σπίτι και έμενα μόνος μου μετά την αποχώρηση της Έστερ. Δέχτηκαν –ψιλόβρεχε κιόλας. Στις στάσεις των λεωφορείων περίμεναν αγουροξυπνημένοι μεροκαματιάρηδες –σκέτη κατάθλιψη. Δεν ήθελα να γίνω σαν αυτούς –καλύτερα να πέθαινα (αστείο είναι αυτό)!
Ξεράθηκαν –ο ένας στο καναπέ κι ο άλλος στο πάτωμα πριν προλάβουμε να πούμε μισή κουβέντα. Εγώ έκανα ένα μπάνιο πριν κοιμηθώ γιατί έζεχνα σα σταχτοδοχείο από τη βόλτα στα μπαράκια. Όσο ήμουν εκεί, το τσιγάρο δεν με ενοχλούσε –κι ας μην κάπνιζα εγώ. Παθητικός καπνιστής και τρίχες κατσαρές! Δεν με ενοχλούσε ο καπνός, ήταν συνειδητή απόφαση να μη βάλω τσιγάρο στο στόμα μου –προτιμούσα να ξοδεύω αλλού τα φράγκα μου. Ένα πακέτο κόστιζε όσο ένα ποτό και γινόσουν απείρως περισσότερο με τα ξύδια. Στο σχολείο ήμουνα στην ομάδα μπάσκετ –αν κάπνιζα δεν θα μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου. Αφού είχα ξεπεράσει αυτή τη φάση δεν σκόπευα να αρχίσω το κάπνισμα στο Πανεπιστήμιο –ήμουν απόλυτος σε αυτό το ζήτημα. Δεν θα έβαζα ποτέ τσιγάρο στο στόμα μου, ποτέ στη ζωή μου, θα γλίτωνα τα φράγκα και θα ζούσα περισσότερο (κι αυτό αστείο είναι)!
Το πρωί άκουσα φασαρία στην κουζίνα. Σκέφτηκα κατευθείαν την βλαμμένη την Έστερ, γαμώ τις τουλίπες της μέσα -γαμώ! Τότε συνειδητοποίησα πως είχε πάει ήδη μεσημέρι και η Έστερ είχε ξεκουμπιστεί πριν κάτι μέρες. Ποιος μαλάκας κοπάναγε στην κουζίνα; Σηκώθηκα σκουντουφλώντας. Ο Αντώνης παιδευόταν με το ετοιμόρροπο γκαζάκι μου, ενώ σκάλιζε τα ντουλάπια.
«Στο πρώτο δεξιά έχει ζάχαρη», μούγκρισα.
Γύρισε απότομα –ξαφνιάστηκε, έδειχνε αμήχανος.
«Είπα να φτιάξω καφέ … δεν πειράζει –έτσι;» αναρωτήθηκε.
«Κάνε δουλειά σου. Ρίξε και τίποτα έξτρα νερό, να φτιάξεις άλλον ένα για μένα», είπα.
Όσο έπλενα τα μούτρα μου στο μπάνιο αναρωτιόμουν γιατί ήταν τόσο μαζεμένο αυτό το παιδί. Συνήθως παρακολουθούσε αμίλητος την κουβέντα κι εκεί που τον είχες ξεχάσει, πεταγόταν από το υπερπέραν, έριχνε ένα παραλήρημα και εντελώς απότομα βουβαινόταν πάλι. Σα να συνειδητοποιούσε ξαφνικά ότι το είχε παρακάνει. Μυστήριο παιδί.
Ο Γρηγόρης ήταν άλλη φάση –πανηγύρι. Μίλαγε ανοιχτά, κορόιδευε πολύ, γέλαγε συνέχεια. Ζωντανός τύπος –χαβαλές. Σκουπίστηκα, χτενίστηκα και πήγα πάλι στην κουζίνα.
«Έτοιμοι οι νες –δεν έχω βάλει ζάχαρη στο δικό σου», είπε ο Αντώνης.
«Νωρίς ξύπνησες», σχολίασα.
«Πάντα νωρίς ξυπνάω. Μάλλον μου έχει μείνει από το σχολείο», απάντησε ψάχνοντας τα τσιγάρα του.
Κάθισα απέναντί του και πίναμε τον καφέ με βαριά κεφάλια –αμίλητα. Ο Γρηγόρης κοιμόταν ακόμα, του καλού καιρού.
«Είχες κατέβει τις προάλλες στην πορεία;» με ρωτάει ξαφνικά ο Αντώνης.
«Μπα –τα βαριέμαι αυτά. Τζάμπα περπάτημα», απαντάω.
«Δίκιο έχεις», λέει αυτός. «Αλλά τι διαφορετικό να κάνεις;»
«Να τους τινάξεις στον αέρα, να τους γαμήσεις από όλες τις πάντες –τι σκατά», λέω.
Χαμογελάει για πρώτη φορά.
Ο Αντώνης με τον Γρηγόρη μου μίλησαν ώρες ολόκληρες για όσα σκέφτονταν. Θα μπορούσες να το πεις «καθοδήγηση», αλλά δεν ήταν έτσι. Ξέρω απ΄αυτά –όταν μπήκα στη σχολή έκαναν πασαρέλα μπροστά μου οι κομματικοί για να γίνω μέλος. Μαλακίες, όλοι τα ίδια έλεγαν –μπαρούφες και τσιτάτα εναλλάξ. Αλλά με τον Αντώνη και τον Γρηγόρη δεν ήταν έτσι –καθόλου έτσι. Βλέπεις, εκείνοι είχαν μόνο ερωτήσεις και καθόλου συμπεράσματα. Χρησιμοποιούσαν τις θεωρίες για να ανασκευάσουν και όχι για να καταλήξουν. Ρωτούσαν και αισθανόσουν υποχρεωμένος να απαντήσεις, γιατί υπήρχε εκείνη η αγωνία, που τους έτρωγε. Προσπαθούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στις θεωρίες και την πραγματικότητα, τεντώνοντας τις θεωρίες και όχι στριμώχνοντας την πραγματικότητα. Το αντίθετο από τους κομματικούς δηλαδή. Μου μίλησαν και τους μίλησα –δεν ένιωσα ποτέ στριμωγμένος στην κουβέντα, δεν ένιωσα άσχετος μπροστά σε φωστήρες. «Η θεωρία προκύπτει από την πρακτική και μέσα από αυτή αξιολογείται. Αν εγώ έχω διαβάσει περισσότερο από σένα, σημαίνει πως πρέπει να το βουλώνω όταν μιλάς –για να επωφεληθώ από την εμπειρία σου, που την απόκτησες όσο εγώ ήμουν χωμένος πίσω από τα βιβλία», έλεγε ο Αντώνης σε ένα από τα γνωστά παραληρήματά του.
Συμφωνούσα.
Κωπηλατώντας με σφυριά -στο λιμάνι
Έτσι ξεκινήσαμε την εξερεύνηση. Οι τρεις μας, μετά εμφανίστηκε ο Νίκος από Νομική, ο ξανθός από τα ΤΕΙ και ο Γιάννης από το ΕΜΠ. Ήμασταν μέσα σε κάθε φασαρία –αλλά δεν κάναμε τίποτα. Σκέτοι παρατηρητές –δεν θέλαμε να μπλέξουμε με μπάτσους και τραβήγματα στα αστυνομικά τμήματα. Ούτε καν για εξακρίβωση. Βλέπεις, ήταν κάτι σαν στοίχημα –να είμαστε παντού, αλλά αόρατοι. Σκιές, φαντάσματα –κάτι τέτοιο. Είπα φαντάσματα; Μάλλον τα κατάφερα καλύτερα απ΄ όλους τελικά! Αλλά, τέλος πάντων –όλα ξεκίνησαν με εκείνο το τραγούδι.
«Ξεκίνησα μια Δευτέρα/ η νύχτα ήταν απέραντα κρύα/ κι ο αδελφός μου κοιμόταν./ Και νόμισα πως έφυγα χωρίς να με πάρουν είδηση/ ο πατέρας μου ούρλιαζε οργισμένος/ και η μάνα μου θρηνούσε».
Κωπηλατώντας με σφυριά -σε γνωστές θάλασσες
Ήταν όμορφα να έχουμε κάποιο σκοπό –νοιώθαμε εντάξει, υπήρχε νόημα. Πολύς κόσμος γύρω μας ξοδευόταν συμμετέχοντας στη φαρσοκωμωδία που ονόμαζε «αντάρτικο πόλεων». Σχεδίαζαν πεσίματα στους μπάτσους, κατεύθυναν ανύπαρκτες ορδές ενάντια σε ακαθόριστους στόχους –κάθε επέτειο, σε κάθε πορεία, με κάθε αφορμή. Ένας στρατός γεμάτος στρατηγούς κυκλοφορούσε στις κεντρικές λεωφόρους, σε κάθε επίθεση δίνονταν ταυτόχρονα πολλά παραγγέλματα –αλλά κανείς δεν τα εκτελούσε. Οι μπάτσοι γελούσαν μαζί τους. Έπαιζαν σα χοντρές, σπιτικές γάτες, με ποντίκια τίγκα στις αμφεταμίνες κι όταν βαριόντουσαν –άνοιγαν τις κλούβες. Μάζευαν 10, 20, 100 –ανάλογα με τις διαταγές που είχαν –τους μπουντρούμιαζαν στην Ασφάλεια, τους έριχναν ένα χέρι ξύλο και μετά τους άφηναν. Για να έχουν ποντίκια εύκαιρα –για την επόμενη φορά. Τους οδηγούσαν σε πλατείες, κυκλωμένους από διμοιρίες ΜΑΤ, όταν ήθελαν να ξεμπερδεύουν γρήγορα μαζί τους. Αν τύχαινε να πέσει καμιά αργία, τους μάντρωναν σε σχολές –«κατάληψη» φώναζαν όσοι ήταν μέσα –«περιμένετε μέχρι Κυριακή βράδυ», γέλαγαν οι μπάτσοι απέξω. Κυριακή βράδυ καθάριζαν τις σχολές για να μην ενοχλούνται τα μαγαζιά του κέντρου –και πάλι Ασφάλεια, πάλι ξύλο, κάποιους τους πήγαιναν στην Ευελπίδων και μετά Αγροτικές φυλακές για μερικούς μήνες –κανονική οπερέτα. Κι αν πεις για ανταπόκριση στα κοινωνικά στρώματα … θα γελάσει ο κάθε πικραμένος! Τα παιδιά νόμιζαν πως καιγόταν το σύμπαν –ονειρεύονταν το ξεκίνημα της παγκόσμιας επανάστασης και ο κόσμος δεν είχε πάρει καν μυρωδιά! Μόνο κάτι κομματικοί που φοβόντουσαν μη χάσουν τον έλεγχο των σχολών και κάποιοι βαλτοί που έδερναν χειρότερα από ασφαλίτες –«αντάρτικο πόλεων» της συφοράς! Σε τέτοιες συνθήκες, κουρασμένοι -στο γυρισμό από μια συναυλία του Cave με τους Bad Seeds–γεννήθηκαν τα Σφυριά.
«Τώρα η ζωή μου έμοιαζε με ποτάμι/ που έτρωγε τις όχθες στο πέρασμά του/ και τότε το σφυρί χτύπησε/ Κύριε, το σφυρί χτύπησε».
Κωπηλατώντας με σφυριά -δίπλα σε ύφαλους
Δεν υπήρχε λόγος να πετάμε πέτρες πλέον. Δεν υπήρχε λόγος να τρέχουμε. Οι ρόλοι μοιράστηκαν, το σχέδιο ήταν απλό. Επίπονο –αλλά απλό. Η εξερεύνηση έγινε κομμάτι της συνωμοσίας κι εμείς θελήσαμε να πάμε με το ποτάμι για να αλλάξουμε τη ροή του. Αλλά χρειαζόταν υπομονή. Μεθοδικότητα. Κάποιοι τα είχαν όλα αυτά. Εγώ πάλι –όχι.
Αποφασίσαμε να προσεγγίσουμε άλλες ομάδες –παράνομες –για να μάθουμε από αυτούς, αλλά δεν ήταν εύκολο. Γιατί υπήρχε διάβρωση, οι κρατικοί είχαν χωθεί παντού –μέχρι και δικές τους ομάδες έφτιαχναν για να τσιμπήσουν ανυποψίαστους. Ο Γιάννης είχε κάποιες επαφές –τις ακολουθήσαμε σαν άκρες σπάγκων που χάνονται πίσω από σκοτεινές πόρτες. Δεν ξέραμε τι έκαναν εκείνοι οι τύποι –δεν μας ένοιαζε. Μόνο να μην καρφωθούμε πολύ –αυτό μόνο φροντίζαμε. Μεταφέραμε πακέτα με άγνωστο περιεχόμενο και δεν τολμούσαμε να τα ανοίξουμε –για ποιο λόγο; Συντηρούσαμε την προσωπική μας ουτοπία. Κι εγώ ξέκλεβα ώρες για να φτιαχτώ. Σου έχω μιλήσει καθόλου γι΄αυτή την ιστορία;
«Περιπλανήθηκα για μίλια πολλά/ μέσα στον πάγο και ανάμεσα στα χιόνια/ το άλογό μου πέθανε την έβδομη μέρα».
Κωπηλατώντας με σφυριά -προς τον ανύπαρκτο Βορρά
Είχα έρθει από το Αγρίνιο –να σπουδάσω υποτίθεται, αλλά δεν ήταν έτσι. Δυο στόχοι υπήρχαν –να πηδήξω γκόμενες και να πάρω πρέζα, αυτές ήταν οι προτεραιότητές μου. Ήμουνα μεγαλωμένος με Stones και Velvet -με την «Καφέ Ζάχαρη» και γι΄αυτό «Περίμενα τον Άνθρωπό μου» -έτσι ήταν τα πράγματα. Όταν άκουσα κάποιος να τη λέει «Ηρωίδα» ήξερα πως έπρεπε να τη γνωρίσω –ήταν ένα έργο με ρόλο γραμμένο για μένα, έπρεπε να τον παίξω. Καλά. Και όταν ψάχνεις –βρίσκεις. Περιμένεις να σου πω για την περιπλάνησή μου στα πρεζοδρόμια; Να σου περιγράψω την ξεφτίλα και την ηδονή που ποτέ δεν έρχεται; Τζάμπα κόπος –το έχουν ήδη κάνει άλλοι. Καλύτερα. Μέχρι κι εκείνο το τραγούδι … το καταραμένο τραγούδι …
«Γλίστρησα μέσα στην πόλη/ εκεί οι άνθρωποι προσπάθησαν να με σκοτώσουν/ και το έβαλα στα πόδια γεμάτος ντροπή./ Μετά ανέβηκα δίπλα στο ποτάμι/ και άφησα τη σέλα μου στην όχθη/ και τότε το σφυρί χτύπησε/ Κύριε, το σφυρί χτύπησε/ με έριξε στο χώμα/ και είπα «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ,/ πήγαινέ με πίσω στο σπίτι των γονιών μου»/ Κύριε, το σφυρί χτύπησε».
Κωπηλατώντας με σφυριά -σε τρικυμία
Και ήταν μετά από ένα ταξίδι στο πατρικό μου που ανακάλυψα την αλήθεια. Είχα περάσει τις χριστουγεννιάτικες διακοπές δίπλα στη σόμπα –τρέμοντας από τη χαρμάνα και ρουφώντας θαλπωρή. Ήμουν χάλια, βιαζόμουν να κυκλοφορήσω πάλι –να βρω. Αλλά ήταν εκείνα τα Σφυριά που με βρήκαν –ο Γιάννης, ή ο Γρηγόρης –δεν θυμάμαι. Ένα πακέτο που έπρεπε να μεταφερθεί, ήταν η σειρά μου. Δεν μπορούσα, δε με ένοιαζε. Του το είπα –δεν βγήκε τίποτα. «Έχεις χρέος να το κάνεις –είμαστε μαζί σε όλο αυτό και δεν μπορείς να μας πουλήσεις. Δηλαδή –μπορείς. Αλλά μετά … πάρε τις ευθύνες σου». Με τρόμαζαν οι ευθύνες. Ειδικά οι δικές μου. Κάθεσαι στο σπίτι –μόνος, με τα φώτα σβηστά. Τρέμεις. Ο κόσμος θέλει να μπει μέσα, από το ανοιχτό παράθυρο (το κλείνεις), από τη χαραμάδα της εξώπορτας (την καλύπτεις με βρώμικη πετσέτα). Κατεβάζεις τον γενικό –να μη χτυπήσει το κουδούνι. Βγάζεις το τηλέφωνο από την πρίζα. Περιμένεις κρυμμένος. Οι ευθύνες πετάγονται από το μέσα δωμάτιο κι αυτό δεν μπορείς να το ασφαλίσεις γιατί είναι μέσα σου το δωμάτιο. Και τελικά ήσουν ένας ηλίθιος –οι ευθύνες γεμίζουν τον αέρα και πονάνε τα μηνίγγια. Την πάτησες!
Πήρα το πακέτο, θυμάμαι, και έτρεξα να ξεμπερδεύω. Στ΄αρχίδια μου οι προφυλάξεις –να τελειώνω ήθελα. Και τότε μου ήρθε η ιδέα –γιατί να μην ανοίξω το πακέτο; Μπορεί να υπήρχε κάτι που άξιζε να πουληθεί –ένα όπλο ίσως, σφαίρες … ξέρω ‘γω; Κοσμήματα από ληστείες, πάκα χαρτονομισμάτων –όλα αυτά τα χρειαζόμουν. Και άνοιξα το πακέτο γιατί το μυαλό μου λειτουργούσε σαν λούνα παρκ –ίλιγγος και φώτα.
Γύρω στο μισό κιλό ηρωίνη –συσκευασμένη. Δεν ήμουν σίγουρος για την ποσότητα, αλλά, διάβολε, φαινόταν καθαρή και άσπρη σαν κυκλαδίτικο πρωινό! Νερό στον διψασμένο και ένα καλό γεύμα κάτω στη σκιά –η πόλη ήταν έρημος κι εγώ ετοιμοθάνατος. Έκοψα τρεις ξεγυρισμένες δόσεις στα κρυφά, γέμισα το κενό με ζάχαρη άχνη και ξανάφτιαξα τη συσκευασία τρέμοντας. Μετά την παρέδωσα κανονικά.
«Τώρα νιώθω αδύναμος από τα οράματα/ πολλά οράματα βλέπω/ κάθε νύχτα./ Την έβδομη ώρα ένας άγγελος έφτασε/ με τα χέρια του γεμάτα φίδια/ κι εγώ έτρεξα, τρομοκρατημένος».
Κωπηλατώντας με σφυριά -σε τρύπια βάρκα
Έκοψα κάθε επαφή με τις άκρες μου, αποτραβήχτηκα από την πιάτσα. Κυνηγούσα το όνειρο όσο τα συστατικά περίμεναν πακεταρισμένα ακριβώς δίπλα μου –δεν γίνονται αυτά τα πράγματα! Την επόμενη κιόλας κανόνισα να βρεθώ με τους υπόλοιπους –είχαμε ξεκόψει. Ήταν θέμα προπόνησης στη συνωμοτική ζωή, με βόλευε γιατί δεν τους είχα να με ζαλίζουν σε άκαιρες φάσεις. Αλλά τώρα τους αναζήτησα με την απόγνωση του πνιγμένου. Έπρεπε εγώ να κάνω όλες τις παραδόσεις, από μένα να περνάνε όλα τα πακέτα –πως όμως θα τους έψηνα;
«Τι σ΄έπιασε τώρα; Επαναστατική υπερευαισθησία; Κόμπλεξ ηρωισμού;» απόρησε ο Γρηγόρης.
«Όχι μωρέ. Απλή απελπισία από την αδράνεια. Δεν μπορώ να περιμένω άπραγος», είπα εγώ.
«Και είναι λόγος αυτός …» αναρωτήθηκε ο ξανθός.
«Από την πλευρά μου –είναι», τον έκοψα.
«Κι αν αύριο μοιραστούμε πιστόλια τι θα κάνεις; Θα χτυπάς τράπεζες από μόνος σου γιατί δεν μπορείς να περιμένεις;» ρώτησε ήσυχα ο Αντώνης.
Δεν είχα τι να απαντήσω στον μαλάκα.
«Η άσκηση της υπομονής είναι η δυσκολότερη φίλε μου. Είναι κάποιοι από μας που φοβούνται –τρέμουν την ώρα της δράσης. Αλλά αυτό αντιμετωπίζεται. Γιατί πάνω στον χαμό, ο φόβος για τη ζωή σου είναι θετικό σημάδι –σε κάνει να αγωνίζεσαι. Η αναμονή όμως … Εκεί φαίνονται οι δυνατοί», αγόρευσε ο Γιάννης. Τον σιχαινόμουν τον καργιόλη!
«Εντάξει –δεν είμαι δυνατός σαν εσένα. Δεν μπορώ να περιμένω –ικανοποιήθηκες; Αυτό τώρα τι θα πει; Ότι πρέπει να φύγω από την ομάδα; Να με ξαποστείλετε γιατί δεν είμαι ο σούπερμαν;» αγανάκτησα.
Μερικά κεφάλια έσκυψαν.
«Δεν είμαστε κομματική οργάνωση –δεν υπάρχουν διαγραφές εδώ πέρα. Θα προχωρήσουμε όλοι μαζί, όπως είμαστε, όποιοι είμαστε. Αν δεν μας έκανες, θα έπρεπε να μην σε είχαμε βάλει –τώρα είσαι μέσα, μαζί μας κι αυτό δεν αλλάζει», διευκρίνισε ο Γρηγόρης.
Αλλάξαμε κουβέντα ανακουφισμένοι. Ίσως να το είχα παρακάνει –αλλά δεν είχα καρφωθεί. Έτσι πίστευα. Όταν ήρθε η ώρα να το διαλύσουμε, ο Γιάννης προσφέρθηκε να με πάει σπίτι με τη μηχανή του. Παραξενεύτηκα γιατί μέναμε σε αντίθετες πλευρές της πόλης. Με καθησύχασε –είχε κάτι δουλειές στα μέρη μου. Δέχτηκα. Φύγαμε φουριόζοι μέσα στη νύχτα –αλλά στα μέσα της διαδρομής σταμάτησε. Ανέβασε τη μηχανή σε μια πλατεία και άραξε στα σκαλιά κάποιας εκκλησίας. Τι σκατά συνέβαινε;
«Κατέβα», μου είπε.
Κατέβηκα. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα.
«Πάρε».
«Δεν καπνίζω».
«Καλύτερα».
Κάθισε στα σκαλιά αμίλητος –κάπνιζε και αδιαφορούσε για μένα.
«Τι κάνουμε εδώ;» ρώτησα όταν βαρέθηκα να περιμένω.
«Είσαι πρεζάκι –έτσι;» είπε χαμηλόφωνα.
Πετάχτηκα στον αέρα.
«Τι λες ρε μαλάκα;»
«Είσαι πρεζάκι», ξαναείπε και μετά σηκώθηκε. Κούμπωσε το μπουφάν του, έκανε τον γύρο της μηχανής και χάθηκε πίσω από την εκκλησία. «Πάω για κατούρημα», με πληροφόρησε.
Περίμενα μέχρι να γυρίσει.
«Εντάξει. Είμαι», παραδέχτηκα.
Με κοίταξε ξεκουμπώνοντας το μπουφάν του. Ξανακάθισε αμίλητος.
«Που το κατάλαβες;» τον ρώτησα για να σπάσω την ησυχία.
«Έχεις τις ρυτίδες του πρεζάκια γύρω από τα χείλια», μου απάντησε.
Υπήρχαν τέτοια πράγματα; Πρώτη φορά το άκουγα.
«Ότι είναι ο καθένας –είναι για την πάρτη του. Δεν σε κρίνω, φίλοι είμαστε κι αν χρειαστείς τη βοήθειά μου –η πόρτα θα είναι πάντα ανοιχτή», είπε ο Γιάννης. «Αλλά θέλω να σε ρωτήσω κάτι κι αν γουστάρεις μου λες».
«Γιατί με έπιασε πρεμούρα με τις παραδόσεις των πακέτων –έτσι;» τον πρόλαβα.
Δεν είπε τίποτα.
«Επειδή μεταφέρουμε πρέζα –δεν το ήξερες;»
Δεν το ήξερε. Άλλαξε δέκα χρώματα στο λεπτό, πάλευε να ανακτήσει την ψυχραιμία του –ήταν φανερό.
«Πες μου την ιστορία», μουρμούρισε καθώς άναβε καινούργιο τσιγάρο.
Του την είπα. Άκουγε σιωπηλός χωρίς να με κοιτάξει ούτε μια φορά. Μάντευα το χαμό που γινόταν μέσα του. Λίγο τον ήξερα, αλλά είχα καταλάβει πράγματα. Ο Γιάννης ήταν πολιτικοποιημένος από το μαιευτήριο ακόμα. Κυκλοφορούσαν φήμες που τον ήθελαν συντονιστή μαθητικών καταλήψεων στα πρώτα, δύσκολα, χρόνια της μεταπολίτευσης. Αποβολές και αλλαγές σχολείων –συλλήψεις, ίσως και κάποιες δίκες. Ο Γιάννης ποτέ δεν μίλαγε για όλα αυτά –κι αν κανένας τον ρωτούσε, άλλαζε κουβέντα. Ο Γρηγόρης μας είχε πει διάφορα για τη δράση του με τους Μηχανικούς –εκπρόσωπος στην ΕΦΕΕ κι έτσι. Τα είχε παρατήσει όλα αυτά για να είναι με τα Σφυριά. Και τώρα βρέθηκε βαποράκι!
«Πάμε να φύγουμε;» μου ανακοίνωσε. «Έχουμε αργήσει».
Δεν είπαμε κουβέντα μέχρι να φτάσουμε σπίτι μου.
«Τι θα γίνει τώρα;» τον ρώτησα όταν κατέβηκα από τη μηχανή.
«Σαν τι να γίνει δηλαδή;» απόρησε.
«Να … εννοώ … πως θα το χειριστείς το θέμα …»
«Θα μιλήσω με τους ανθρώπους που μου δίνουν τα πακέτα …»
«Κατάλαβα», είπα κατεβάζοντας το κεφάλι.
«… και θα φροντίσω να μην ξανακάνει άλλος διανομή εκτός από σένα».
Τον κοίταξα χάσκοντας.
«Δεν φταίνε σε τίποτα οι άλλοι. Δεν υπάρχει λόγος να μπλέκονται σε τέτοιες μαλακίες. Εσύ το είδες και το γουστάρεις κατά πως μου φαίνεται. Δική σου η δουλειά, δικός σου και ο λογαριασμός».
«Ναι αλλά …» ξεκίνησα να λέω.
Σταμάτησα γιατί είχε ήδη εξαφανιστεί στη γωνία. Σε λίγο χάθηκε ακόμα κι ο θόρυβος της μηχανής του. Μπήκα σπίτι μου εξαντλημένος. Δεν είχα καμιά διάθεση να σκεφτώ. Τίποτα.
«Κατρακύλησα στο ποτάμι/ και το νερό με σκέπασε/ και το σφυρί χτύπησε/ Κύριε, το σφυρί χτύπησε/ κι εγώ δεν έβγαλα κανένα ήχο/ και είπα «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ/ πήγαινέ με πίσω στο σπίτι των γονιών μου»/ Κύριε, το σφυρί χτύπησε».
Ναυάγιο
Τους επόμενους έξη μήνες –μπορεί και περισσότερο –μετέφερα πακέτα και έκλεβα δόσεις. Σκέφτηκα σε κάποια φάση να πουλήσω, αλλά δεν υπήρχε λόγος. Ότι και να έβγαζα στην πιάτσα –τα φράγκα θα τελείωναν κάποια στιγμή. Ενώ, εδώ υπήρχε η βρύση που ποτέ δεν έκλεινε. Και κανένας δεν φαινόταν να παίρνει πρέφα την υπόθεση –οι παραδόσεις γίνονταν κανονικά, κανένας ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τις λειψές δόσεις σε τόση μεγάλη ποσότητα. Ούτε η υπόλοιπη παρέα φαινόταν να ενοχλείται που έκανα μόνο εγώ τις παραδόσεις. Ο Γιάννης μόνο. Ερχόταν όλο και πιο σπάνια στις συναντήσεις -με το ζόρι. Το έβλεπα.
Εκείνη τη μέρα ήμουν ανήσυχος. Νευρικός –γιατί είχα, σταδιακά, ανεβάσει τις δόσεις μου. Υπάρχει εκείνο το κυνήγι με την πρέζα –αναζητάς συνεχώς την «πρώτη φορά», το συναίσθημα, τη ζεστασιά που ένιωσες σε κάποιο από τα πρώτα σουταρίσματα –ζεστό κουκούλι μέσα σε παγωμένο κέλυφος. Η παρέα της μοναξιάς. Απελπίζεσαι γιατί τίποτα δεν είναι όπως στην αρχή –αδιαφορία, ματαιότητα κάθε φορά που στανιάρεις. Πριν το καταλάβεις έχει κολλήσει το μυαλό σου, χρειάζεσαι τη δόση γιατί η ζωή σου περιστρέφεται γύρω από αυτήν –αλλά δεν είναι ποτέ «τόσο καλά, όσο …». Αν έχεις τη δυνατότητα –σουτάρεις μεγαλύτερη ποσότητα. Στην αρχή –κάτι γίνεται. Όχι τίποτα σημαντικό –δεν συγκρίνεται με την πρώτη φορά –αλλά κάτι γίνεται. Η μεγαλύτερη δόση είναι πλέον απαραίτητη για να είσαι εντάξει –όχι για να φτιαχτείς. Και έτσι η δόση μεγαλώνει. Αλλά στην περίπτωσή μου υπήρχε ο φόβος να μη με καταλάβουν. Δεν μπορούσα να κλέψω μεγάλη ποσότητα –δεν έκλεβα μεγάλες ποσότητες. Ούτε κι εκείνη τη φορά. Είχα ξεκινήσει να κόβω τρία φιξάκια –τώρα ήμουν στα πέντε. Με το ζόρι κρατιόμουν. Υπολόγιζα τα διαστήματα που έρχονταν τα πακέτα –υπολόγιζα πως έπρεπε να σταθεροποιήσω τις δόσεις –ήμουν όμως σίγουρος ότι δεν θα το κατάφερνα. Η πρέζα ήταν πάντα το καλύτερο άλλοθι για να μην είσαι συνεπής στις υποχρεώσεις σου.
Έκανα την παράδοση, στα γρήγορα, και γύρισα σπίτι. Κλειδώθηκα, αμπαρώθηκα. Χαλάρωσα, ετοιμάστηκα. Όλα καλά. Είχα κάποιες μέρες να σουτάρω –όχι πολλές –οπότε, σκέφτηκα να μην ανεβάσω τη δόση κατευθείαν. Το πρώτο φιξάκι σε βοηθάει να στανιάρεις, το επόμενο ελπίζεις να σε φτιάξει. Έκοψα μια κανονική δόση –έπιασα το νήμα εκεί ακριβώς που το είχα αφήσει, με ακρίβεια μιλιγκράμ. Είδα τη φλέβα να πρήζεται κρατώντας τον αέρα στα πνευμόνια μου. Περίμενα, αλλά δεν ΤΟ περίμενα.
Ένας απρόσμενος ήχος –σαν πλαστική σακούλα γεμάτη αέρα –έσκασε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ο αέρας που απελευθερώθηκε ήταν σκέτο φως –λευκό φως κόντεψε να τινάξει τους βολβούς των ματιών μου, από μέσα προς τα έξω. Ξέχασα που βρισκόταν η ανάσα μου, θέλησα να πάρω ακόμα μία –αλλά το φως δυνάμωνε. Τα πνευμόνια μου δεν δούλεψαν, έμοιαζε σα να μην τα ελέγχω, το φως δυνάμωνε και γινόταν εκκωφαντικό –μια ηλεκτρική σκούπα που ρουφούσε τα ζωτικά μου όργανα. Αυτό ένιωσα.
Δεν φώναξα –έτσι νομίζω τουλάχιστον. Σοκ.
Με βρήκαν από τη μυρωδιά. Αρκετές μέρες μετά.
Υπερβολική δόση. Ανακοπή. Σοκ.
Με βρήκαν απομονωμένο –πως αλλιώς;
Εκείνες τις μέρες σημειώθηκαν κάμποσοι θάνατοι από υπερβολική δόση –κάποιος είχε σπρώξει καθαρή πρέζα στις πιάτσες. Ήμουν ένα ακόμα νούμερο στη στατιστική.
(συνεχίζεται εντόνως)
Υ.Γ.: Οι στίχοι που παρεμβάλλονται ανήκουν στο Hammer song του Nick Cave και των Bad Seeds. Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι δανεικός από το ομώνυμο τραγούδι των Ded City Jetz.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
θα αρχίσεις να τους πεθαίνεις τώρα;
Αυτός πέθανε πριν αρχίσω ρε! Χεχε.
ωραία... τώρα ζούνε μόνο όσο χρειάζεται γιά να τους συμπαθήσουμε και να μας πειράξει ο ψόφος τους...
keep up the good work!
1. και το όνομα του νεκρού;
2. ώστε λέγονται φιξάκια;
3. γιατι τόσο μεγάλη ανεξάρτητη παρένθεση; ο θάνατος πριν ξεκινήσει η κύρια ιστορία τι ρόλο παίζει;
Λύκε, στοχεύω καθαρά στο συγκινησιακό του αναγνώστη, μπας και με δει κανένας ΑΝΤΕΝΑ και με κάνει καθημερινή σειρά. Για βοηθάτε τον φίλο σας!
Αντί-λογε,
1. Θα με κάνεις να βγάλω στη φόρα όλα τα τρυκ της ιστορίας; Άντε να σου πω: στο δεύτερο κομμάτι της ιστορίας, υπάρχει ένα σημείο όπου η παρέα γνωρίζει τον Γιάννη. Τα άτομα της παρέας είναι 5 κι ένας ο Αντώνης 6. Οι 5 είναι ο Γρηγόρης, ο Νίκος, ο Βασίλης, κάποιος ξανθός και ένας ακόμα για τον οποίο δεν δίνεται κανένα στοιχείο. Αυτός ο ένας ακόμα, αναφέρεται λίγο πιο κάτω, στη συζήτηση του Γιάννη με τον τύπο, σχετικά με το άτομο που παίρνει ναρκωτικά.
2. Ναι, φιξάκι είναι η μια δόση ("ένα φιξάκι φίλε, είναι μόνο μια στιγμή/ όμως μπορεί να γίνει μια ολόκληρη ζωή", που έλεγε και ο συχωρεμένος ο Σιδηρόπουλος).
3. Η συγκεκριμένη παρένθεση είναι αναγκαία προκειμένου να γίνει κατανοητή η "αρχή της συνωμοσίας -σχεδίου". Δεν ξέρω τι ρόλο θα παίξει ο νεκρός παρακάτω -αλλά με βοήθησε σαν αφηγητής του παρελθόντος. Και γιατί να πεθάνει τόσο νωρίς; Γιατί, στην εποχή στην οποία αναφέρομαι, η ηρωίνη θέριζε κι αυτό δεν θέλω να το ξεχνάω (ξεχνάμε).
ναι, γράφε γιά τον Κάιν και μετά περίμενε να σε κάνει σειρά ο ΑΝΤΕΝΝΑ... τι να σε βοηθήσουν οι φίλοι σου; - στο Guantanamo δεν έχει ούτε επισκεπτήριο...
Καλά -οπωσδήποτε. Ο Κάιν είναι αθώος -από άλλο λόγο με βλέπω σύντομα στη μπουζού. Μην ξεχάσεις τι μλαρκα καπνίζω.
και πώς θα στα δίνω ρε μεγάλε από το διπλανό κελλί;
Αναμμένα εάν γίνεται -καθότι παίρνουν και τους αναπτήρες.
...καλά που μου το είπες... να κοιτάξω να 'χω τσακμάκι στη σόλα...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!