Κυριακή, Φεβρουαρίου 10, 2008

8. Ο φόβος είναι οικογενειακή υπόθεση

1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών
4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"
5. Η αποξένωση των διπλανών δρόμων
6. Ο νεκρός του επάνω ορόφου
7. Φτερά πεταλούδας στη γλώσσα ενός φιδιού

Αφηρημένος. Η κόρη του παίζει στη χορταριασμένη βάση του αγάλματος –κι αυτός χαζεύει τη μικρή να σκάβει το χώμα, δίπλα στις σπασμένες πλάκες. Φαντάζεσαι να ήταν εκεί θαμμένος ο παππούς; Γέλασε.

«Ρε Γιαννάκη που ταξιδεύεις; Σε ρώτησα –τι γίνεται στην πρωτεύουσα;»
Τράβηξε το βλέμμα από τη μικρή, έπιασε μια τρυφερή ματιά που του έστειλε η Βίκυ από την άλλη πλευρά του τραπεζιού, κατακλύστηκε από αμηχανία.
«Μπαρμπα-Λευτέρη … τι να σου πω; Χαμός γίνεται. Φασαρίες στους δρόμους, εκρήξεις, διαδηλώσεις … Εμφύλιος».
«Ποιοι τα κάνουνε παιδί μου; Αναρχικοί;»
«Κομματικοί, μπάρμπα Λευτέρη. Τη μεγαλύτερη φασαρία την κάνουν τα δυο μεγάλα κόμματα».
«Πφφ, γουρνομύτηδες! Για την κουτάλα δηλαδή σκοτώνεται πάλι ο κοσμάκης;»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι … Στην αναταραχή βγήκαν και τα πραγματικά προβλήματα … μπορεί κάποιοι να σφάζονται, αλλά ο φτωχός κόσμος βρήκε ευκαιρία να υπερασπίσει το συμφέρον του …»
Ο γέρος έξυσε το κεφάλι του σκεπτικός.
«Και τι βλέπεις να γίνεται Γιαννάκη;»
Τώρα ήταν η σειρά του να σκεφτεί.
«Πιστεύω πως θα τους μαντρώσει ο στρατός στα γρήγορα και θα βρεθούμε με τους καραβανάδες στο κεφάλι, για αρκετό καιρό. Αυτό πιστεύω. Αλλά … ελπίζω …»
Σταμάτησε. Υπήρχε τελικά ελπίδα; Μήπως ήταν απλά οι προσδοκίες του (τους;) που μετέφραζαν αισιόδοξα την πραγματικότητα; Ο γέρος τον είδε να διστάζει και παράγγειλε ένα ακόμα καραφάκι. Αν πρόσεχε καλύτερα θα έβλεπε πως ο γέρος έστειλε το καινούργιο καραφάκι σε κάποιο τραπέζι στο βάθος. Αλλά τον απασχολούσε η μικρή που έπαιζε με μια χελώνα και η Βίκυ που βαριόταν εμφανώς. Πάνω από βδομάδα είχαν στο χωριό και η μονοτονία θάμπωνε ήδη τη διάθεσή τους. Κάποιοι περίπατοι στη ρεματιά, ένα πικ νικ στη βρύση του Μπέη που συνέχεια αναβαλλόταν λόγω καιρού. Και ερήμωση. Να μη βρίσκεις περίπτερο για τσιγάρα μετά τις 8 το βράδυ.
«Γιαννάκη, έλα λίγο να σου πούμε. Η παρέα εκεί πίσω θέλει να σε κεράσει ένα τσίπουρο».
Προσπάθησε να μη φανεί η δυσφορία του. Έπρεπε να μαζέψει τη μικρή, να γυρίσουν στο σπίτι, η μάνα του περίμενε για το μεσημεριανό φαγητό.
«Μην αργήσουμε πολύ μπαρμπα-Λευτέρη … η οικογένεια …»
«Μη σκιάζεσαι Γιαννάκη. Δυο κουβέντες μόνο».
Έπιασε τη Βίκυ και την παρακάλεσε να κάνει λίγη υπομονή. Την είδε να βγαίνει έξω, να πλησιάζει τη μικρή –πήγε στην πίσω μεριά του μαγαζιού χωρίς να τις χάσει από τα μάτια του.

Πουθενά να κρυφτείς
«Κάτσε Γιαννάκη. Να σου γνωρίσω το Νικόλα –ο γεωπόνος μας. Το Βασιλάκη της κυρα-Τασίας τον θυμάσαι, έτσι;»
Υπάρχουν και άλλοι δύο –γεροντότεροι στο τραπέζι –αλλά αυτοί δεν χρειάζονται συστάσεις. Οι «μεγάλοι» είναι εκ προοιμίου γνώριμοι σε όποιον έχει ζήσει στο χωριό. Ο Γιάννης χαιρετάει. Απορεί. Κάτι τον ανησυχεί στην πρόσκληση –οι άντρες του τραπεζιού κοιτάζουν γύρω τους πριν μιλήσουν. Ο Γιάννης δεν θέλει να είναι εδώ.
«Πως τα βλέπετε τα πράγματα εσείς οι πρωτευουσιάνοι; Θα γίνει τελικά επανάσταση;» γελάει ο γεωπόνος.
«Και την χούντα, παλιά –επανάσταση την έλεγαν», απαντάει ο Γιάννης.
«Σωστά», μουρμουρίζει κάποιος από τους μεγαλύτερους.
«Σωστά, δε λέω. Το θέμα όμως είναι αν θα τους αφήσουμε να μας τη φορέσουν πάλι», επισημαίνει ο γεωπόνος.
«Ότι περνάει από το χέρι μας …», λέει συλλογισμένος ο Βασίλης.
«Πολλά περνάνε …», μουρμουρίζει ο μπαρμπα-Λευτέρης.
«Δε συμφωνείς Γιαννάκη;» ρωτάει ένας από τους μεγάλους.
Κοιτάζει τριγύρω του. Και οι τριγύρω τον κοιτάζουν. Περιμένουν.
«Δεν καταλαβαίνω τι λέτε».
«Λέμε πως έφτασε η ώρα να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Να κουμαντάρουμε τα σπίτια μας, τη γη μας, το χωριό μας, τη ζωή μας –μόνοι μας. Αυτό λέμε», ψιθυρίζει ο γεωπόνος.
Τον κοιτάζει ανέκφραστος. Υπολογίζει.
«Και θέλουμε τη βοήθειά σου Γιαννάκη. Εσύ δεν είσαι όποιος κι όποιος. Εγγόνι του Καστρινού –χρέος σου να συνεχίσεις το όνομα».
«Είσαι και γραμματιζούμενος –αυτή η ιστορία θέλει να γραφτεί, να κυκλοφορήσει. Δε θα μας φάνε στα μουγκά οι ‘μαύροι’ όπως παλιά …»
«Το χωριό είναι έτοιμο. Θα φυλάξουμε τα περάσματά του, θα σταματήσουμε να πληρώνουμε φόρους, θα πάρουμε τα μποστάνια της Μητρόπολης …»
«Θα κάνουμε μόνοι τα κουμάντα μας από εδώ και μπρος».
«Και οι διπλανοί –οι καμπίσιοι –το ίδιο ετοιμάζονται να κάνουν …»
«Φτάνει πια ρε Γιαννάκη! Μας έχουν γονατίσει με τις ποσοστώσεις στα αγροτικά. Έχουμε γίνει ζήτουλες για τις επιχορηγήσεις. Δεν τους θέλουμε άλλο πάνω από το κεφάλι μας».
Απέφευγε να τους κοιτάξει όσο μιλούσαν όλοι μαζί. Θυμήθηκε –«δεν ωφελεί να τρέχεις, οι μπελάδες ταξιδεύουν, πάντα, πρώτη θέση με την Υπερταχεία».
Οι άλλοι τον περίμεναν.
«Δεν συμφωνώ πατριώτες. Όλα αυτά είναι ουτοπίες, παραμύθια που δεν στέκονται μπροστά σε στρατούς και αστυνομίες. Το μόνο που θα καταφέρετε είναι να βάλετε σε κίνδυνο τις οικογένειές σας –το σκεφτήκατε αυτό;»
«Σε κίνδυνο είναι τόσα χρόνια τα σπίτια μας Γιαννάκη. Δεν ξέρουμε αν θα έχουμε να φάμε την επόμενη μέρα, δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει».
«Καλύτερα νεκροί από σφαίρες παρά από την πείνα», μουρμούρισε ο γεωπόνος.
«Μαλακίες! Τους φουσκώνεις τα μυαλά για αντίσταση –σε τι αποσκοπείς; Γιατί δεν τους το λες;» φώναξε ο Γιάννης.
«Εκεί είναι το πρόβλημά σου; Ψάχνεις να με κατατάξεις σε ομάδες και οργανώσεις για να ησυχάσεις την απραξία σου;»
«Το πρόβλημά μου είναι στη βία. Το πρόβλημά μου είναι στους σκοτωμένους ανθρώπους που θέλετε να γεμίσετε τους δρόμους. Δεν φτάνουν όσοι σφάζονται στην πρωτεύουσα; Πρέπει να σφαχτείτε και στην επαρχία;»
«Δεν αρχίσαμε εμείς τον πόλεμο παλικάρι μου», μουρμούρισε κάποιος.
«Ναι, αλλά θέλετε να τον συνεχίσετε. Κάντε το μόνοι σας, μην με υπολογίζετε. Μακριά από μένα το αίμα. Και το δικό σας και το δικό τους».
Πετάχτηκε όρθιος, άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και τράβηξε για την έξοδο. Εγκλωβισμένος.

Θυμήθηκε την παλιά ζαλάδα –αποφασισμένα παιδιά –η πηγή όλων των κακών. Σε σπίτια με μισάνοιχτα παράθυρα μήπως και σταματήσουν τα μάτια να δακρύζουν από τα τσιγάρα. Αυτοί –τα παιδιά –με την αυθάδεια της καθαρής ματιάς. Αδιάλλακτοι –οι συνέπειες να υπολογίζονται συμψηφιστικά. Αποκομμένοι από την πραγματικότητα –μέχρι που η πραγματικότητα συμπιέστηκε στις χούφτες τους. Κωλόπαιδα.

«Τι συμβαίνει; Τι σκέφτεσαι;» η Βίκυ τον έπιασε από το μπράτσο χωρίς να την πάρει είδηση.
«Τίποτα … Η συνηθισμένη πολυλογία των συχωριανών …»
«Εντάξει. Πες μου τώρα και τι ακριβώς συμβαίνει», γέλασε εκείνη.
«Πάμε σπίτι, έχουμε αργήσει και η μάνα θα περιμένει. Θα τα πούμε αργότερα».
Δεν μπορείς να κρυφτείς από μια γυναίκα που σε νοιάζεται, αυτό το ήξερε καλά ο Γιάννης.

Το χρέος σου -ποιο χρέος σου;
Η μικρή έκανε τα συνηθισμένα της νάζια στο οικογενειακό τραπέζι –προσπαθώντας να αποφύγει το τάισμα. Ο Γιάννης περίμενε υπομονετικά να ολοκληρωθούν οι συντονισμένες προσπάθειες των γυναικών –η μάνα του συναγωνιζόταν με τη Βίκυ στο «παιχνίδι της μπουκιάς». Διηγήσεις ιστοριών για να αποσπαστεί η προσοχή της μικρής από το πιάτο, παρακάλια, στο τέλος κάποιος εκνευρισμός.
«Αφήστε την –όσο φάει», είπε.
Οι γυναίκες τον κοίταξαν αυστηρά.
«Δεν τη βλέπεις που έχει γίνει σαν τσίρος;» είπε η μάνα του.
«Καλή είναι. Άλλωστε, όταν μεγαλώσει θα γίνει μοντέλο –αυτές δεν πρέπει να έχουν καθόλου κρέας πάνω τους», απάντησε ο Γιάννης.
«Δεν θα γίνω μοντέλο –κτηνίατρος θα γίνω», διαμαρτυρήθηκε η μικρή.
«Και πως θα κάνεις καλά τα ζωάκια αν δεν έχεις δύναμη να τα σηκώσεις;» άρπαξε την ευκαιρία η μάνα του.
Βγήκε στη βεράντα για να καπνίσει. Πίσω του ήρθε η Βίκυ, μετά από λίγο.

«Λοιπόν; Τι γίνεται;»
«Βράζει και χύνεται».
«Έλα ρε Γιάννη, που τη βρίσκεις την όρεξη;»
Άφησε λίγο την ώρα να περάσει πριν μιλήσει.
«Δύσκολα τα πράγματα μωρό. Οι άνθρωποι εδώ πέρα την έχουν δει ανεξαρτητοποίηση κι έτσι. Θα βγουν στους δρόμους με τα κουμπούρια όπου νάναι».
«Καλά –έχουν όπλα;»
«Όλο και τίποτα καλάσνικωφ θα έχουν αγοράσει από τους Ρουμάνους ή ξέρω ΄γω ποιους …»
«Και τι θέλουν να κάνουν;»
«Καουμποϊλίκια. Δεν πληρώνω φόρους, καλλιεργώ ότι γουστάρω … τέτοια πράγματα».
«Μάλιστα».
«Θα ζορίσει η κατάσταση, Βίκυ. Εντάξει, όχι άμεσα. Τώρα όλοι ασχολούνται με την πρωτεύουσα –παλεύουν να εφαρμοστεί ο στρατιωτικός νόμος. Αλλά όταν ξεμπερδέψουν εκεί, θα πάρουν τα χωριά με τη σειρά».
«Κι εσένα τι σε ήθελαν;»
«Συμπαράσταση λαέ –δεν καταλαβαίνεις;»
«Τι τους είπες;»
«Τι να τους πω; Ότι λένε βλακείες».
«Είσαι σίγουρος;»
Την κοίταξε. Τι ήταν αυτό; Ακόμα μια από τις απρόσμενες αντιδράσεις της; Αυτό δα του έλειπε –να του τη βγει η Βίκυ σε στυλ αγωνιστικό.
«Για τι πράγμα να είμαι σίγουρος; Νομίζεις δηλαδή πως έχουν καμιά ελπίδα; Κι αυτοί εδώ και οι άλλοι, κάτω στην πόλη. Θα έρθει στρατός και αστυνομία κι αν δεν τα καταφέρουν θα έρθουν δυνάμεις απ΄έξω. Πάντως, στο τέλος θα τους βάλουν κάτω. Δεν έχω όρεξη να μετράω πεθαμένους. Ειδικά αν μέσα σε αυτούς είναι και δικοί μου άνθρωποι».
«Δεν ξέρω … ίσως αυτή τη φορά να αξίζει τον κόπο …»
«Σου ΄στριψε; Έχουμε και παιδί, πως το βλέπεις δηλαδή;»
«Το παιδί θα μείνει με τη γιαγιά του. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος που θα τα βάλει με γέρους και παιδιά …»
«Κι εμείς; Έχουμε υποχρεώσεις απέναντί της».
«Γι΄αυτές τις υποχρεώσεις μιλάω Γιάννη. Για την υποχρέωση να της δώσουμε έναν καλύτερο κόσμο …»
Πέταξε το τσιγάρο μακριά –πέρα από την κουπαστή της βεράντας.
«Για ποιον καλύτερο κόσμο λες; Καλύτερος κόσμος με σκοτωμένους; Ένας θα πεθαίνει από κάθε μεριά και δέκα δικοί του θα πετάγονται για να εκδικηθούν. Έτσι έγινε και στον παλιό εμφύλιο –σε κάποια στιγμή χάνεις το σκοπό από τα μάτια σου. Γίνεται προσωπικό –έτσι θα αλλάξει ο κόσμος;»
«Γιατί; Πως θα αλλάξει; Με τη χούντα που θα μας φορέσουν για τα επόμενα χρόνια;»
«Δεν είναι δικός μου αυτός ο πόλεμος Βίκυ».
«Είσαι σίγουρος;»
Κατάπιε το σάλιο του για να μη μιλήσει. Τι να πει δηλαδή; Ήταν σίγουρος –πως αλλιώς; Τα Σφυριά έπαιρναν αποφάσεις σε δωμάτια με μισάνοιχτα παράθυρα για να φεύγει η κάπνα. Συνωμοτούσαν κρυμμένοι σε συναυλίες, προετοίμαζαν, συνεννοούνταν ακροβατώντας στο δίκτυο, χτύπησαν όταν ήρθε η ώρα. Τα Σφυριά. Σίγουρα ήταν ο δικός του πόλεμος –ακόμα κι αν είχε λιποτακτήσει λίγο πριν την τελική επίθεση. Η πρώτη φορά είναι δύσκολη, αν αρχίσεις να τρέχεις τίποτα δεν σε σταματάει …
«Θα μαζέψουμε τα πράγματά μας και θα φύγουμε από εδώ το συντομότερο. Έχω κάτι παλιούς γνωστούς από την εφημερίδα –θα τους ζητήσω να μας φιλοξενήσουν. Στο εξωτερικό».
Της γύρισε την πλάτη γιατί δεν θα άντεχε άλλη κουβέντα.

«Σου μίλησε ο Λευτέρης;»
Η μάνα του ξέπλενε, στο νεροχύτη, τα μεσημεριανά πιάτα. Εκείνος πάλευε με το γκαζάκι για να ετοιμάσει κάποιο νεσκαφέ.
«Ναι, τα είπαμε. Στο καφενείο».
«Και;»
«Τι και –ρε μάνα; Πως την είδες κι εσύ τώρα; Μπουμπουλίνα να πούμε; Δε με παρατάτε όλοι σας;»
«Να σε παρατήσω. Κι εγώ και οι συγχωριανοί μας κι ο κόσμος όλος. Να σε παρατήσουμε, αλλά να παρατήσεις κι εσύ το όνομά σου –να μην το λερώνεις».
Την κοίταξε. Η γριά μάζευε υπολείμματα φαγητού από τη σήτα του νεροχύτη.
«Δε με χέζεις ρε μάνα με το όνομα; Από πότε ένα όνομα σε κουμαντάρει για να κάνεις βλακείες; Και τη μικρή; Τι θα της πούμε; Τι θα καταλάβει; Ότι ο πατέρας της είναι στο σίδερα ή κάτω από το χώμα για ένα όνομα;»
«Η κόρη σου έχει χρέος να σταθεί σα γιος. Για ένα όνομα ζούμε και με αυτό το όνομα πεθαίνουμε –τι θα είσαι χωρίς το όνομά σου, συλλογίστηκες;»
«Ελεύθερος μάνα. Και συνεπής απέναντι στην οικογένειά μου».
«Και τα σκουλήκια είναι ελεύθερα γιέ μου. Και κουβαλάνε φαγάκι στα παιδιά τους. Αλλά σκουλήκια πάντα μένουν».
Έριξε μια ανάποδη με το χέρι του και πέταξε το γκαζάκι μαζί με το μπρίκι μέσα στο νεροχύτη. Φλέβες φούσκωσαν στο λαιμό του –πνίγηκε στη μυρωδιά του καμένου δέρματος.
«Αύριο πρωί τα μαζεύουμε και φεύγουμε από εδώ μέσα», βρυχήθηκε.

«Που έχει πάει ο Γιάννης;»
«Έξω, βόλτα».
«Να πάω να τον βρω!»
«Κάτσε με το παιδί σου. Θα γυρίσει».

Το Φάντασμα και οι Μαρμελάδες
Ψιχάλιζε αρρωστιάρικα καθώς ανέβαινε τον κατσικόδρομο. Θυμήθηκε, πιτσιρικάς να σπινιάρει τις ρόδες από το ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο –αγκαθένιες μπάλες τινάζονταν στον αέρα και κάρφωναν τα γυμνά του καλάμια. Έσφιγγε το τιμόνι, χαλίκια έγδερναν τις φτέρνες του μέσα στα πέδιλα –ανέβαινε πεισμωμένος. Είχε βαλθεί να φάει τον κατσικόδρομο, τα υπόλοιπα παιδιά χειροκροτούσαν από κάτω –έτοιμα να γιουχάρουν στην επερχόμενη τούμπα. Πάλευε να εκμεταλλευτεί τη φόρα που έπαιρνε από τα ριζά -λίγα μέτρα ακόμα, δίπλωνε ο μπροστινός τροχός στις κοτρόνες, σερνόταν μετά –αυτός και το κόκκινο Βέλαμος –ένα κουβάρι. Η μάνα του θα γκρίνιαζε βλέποντας τις γρατζουνιές στα μάγουλά του –ο πατέρας του θα κρυφογελούσε πίσω από τα μουστάκια του. «Άμα δεν το φας εσύ, θα σε φάει αυτό –έτσι πάει γιε μου». Ανέβηκε τον κατσικόδρομο σκυφτός –μέχρι να φτάσει στην κορυφή είχε γίνει μουσκίδια από τον ιδρώτα και την ψιχάλα –κόντεψε να σωριαστεί δεκαπέντε φορές. «Άντε ρε πατέρα –τον έφαγα και μ΄έφαγε», μουρμούρισε.
Άναψε τσιγάρο και έβηξε στην πρώτη τζούρα –τα πνευμόνια του είχαν ανοίξει από το λαχάνιασμα, πνίγηκε. Η ψιχάλα δεν έλεγε να γίνει βροχή.
«Πολύ καπνίζεις», σχολίασε η σκιά δίπλα του.
Γύρισε να κοιτάξει –χωρίς να δείξει ξάφνιασμα.
«Ευτυχώς που δεν πίνω κιόλας», απάντησε.
«Δεν πίνεις, αλλά τον πίνεις», γέλασε ο άλλος από δίπλα.
«Ενώ εσύ .. πρόκοψες, σα να λέμε».
«Άσε με εμένα».
«Σε άφησα και τι κατάλαβα;»
Ο άλλος σταύρωσε τα πόδια χωρίς να σηκώσει ούτε ίχνος σκόνης. Και η βροχή δεν ερχόταν.
«Δεν με πήγαινες ποτέ. Σωστά;»
Ο Γιάννης έξυσε το κεφάλι του.
«Δεν ήμασταν κολλητοί –αυτό μόνο. Κατά τα άλλα …»
«Κατά τα άλλα –μπορούσα να αναπνέω τον αέρα δίπλα σου, αλλά μέχρι εκεί».
«Όχι κι έτσι!»
«Τέλος πάντων –περασμένα».
«Τώρα τι γίνεται –μου λες;»
«Ζητάς τη συμβουλή μου; Τόσο χάλια η κατάσταση δηλαδή;»
«Και περισσότερο. Εσύ τουλάχιστον βρήκες την πόρτα και την άνοιξες …»
«Και λοιπόν;»
«Εσύ θα μου πεις».
«Αυτό που θέλεις ν΄ακούσεις;»
«Αυτό που φοβάμαι να παραδεχτώ».
«Ότι τα κάνατε σκατά να πούμε και τώρα τρέμετε μπροστά στο μέγεθος της μαλακίας σας; Ότι ποτέ δεν πιστέψατε πως ένα μάτσο αφιονισμένα κωλόπαιδα θα έφερναν τα πάνω –κάτω; ‘Πως νιώθεις στο τέλος της μέρας; Σα να περπάτησες μέσα στον τάφο σου’ –σωστά Γιάννη;»
«Το ‘Φάντασμα’ –έτσι;» γέλασε ο Γιάννης.
«Το ‘Φάντασμα’ που λέγανε και οι Μαρμελάδες».
Σκέφτηκε να ξεκαρδιστεί, αλλά δεν το θεώρησε πρέπον.
«Έχω μια κόρη και ζω για πάρτη της. Έχω μια γυναίκα που μου δίνει λόγο να σηκώνομαι κάθε πρωί από το κρεβάτι. Εξακολουθώ να θέλω ένα καλύτερο αύριο για τον κόσμο –αλλά, αυτές είναι ο κόσμος μου πλέον. Καταλαβαίνεις;»
«Εγώ, ναι. Εσύ;»
«Γάμησέ τα».
«Τελικά ‘πρέζες υπάρχουν πολλές’ …»
«Ναι, ‘αλλά η ηρωίνη σκοτώνει, αυτή είναι η διαφορά’…»
Δεν κρατήθηκαν και γέλασαν παρέα.
«Για πες μου ρε υπερπέραν –με τη σοφία που σε διακρίνει … Τελικά όλα είναι παραμύθι, πανικός κι ομίχλη; Όλα ίδια και διαλέγεις ανάλογα με το κουστουμάκι την ασορτί γραβάτα; Έτσι πάει;»
«Δεν θα το μάθεις πριν τσαλαπατήσεις τα βερίκοκα και τότε θα είναι αργά για να φτιάξεις κομπόστα. Σε βοήθησα;»
«Όσο η ασπιρίνη την κατάθλιψη … τι να λέμε τώρα; Τελικά το έχεις το μυστικό ή όχι;»
«Μπορεί. Αλλά θα το πάρω στον τάφο μου!»
Ξεκαρδίστηκαν ακόμα μία.
«Σε άφησα να ψοφήσεις σαν το σκυλί –έτσι;»
«Δεν έχω παράπονο. Πέθανα όπως ακριβώς έζησα».
«Σε πούλησα για έναν σκοπό που ήταν ήδη ξεφτιλισμένος. Και μετά πούλησα και τον σκοπό –πως με βρίσκεις;»
«Ασυγχώρητα Κλιντ».
«Ναι;»
«Αλλά με τίποτα Κέβιν –δεν υπάρχει ούτε μουσούδα λύκου στα πέριξ για να χορέψετε αγκαλιά».
«Κι αν υπήρχε δηλαδή …»
«Εντάξει –κι αν δεν βρέξει;»
«Θα χιονίσει».
«Αλλά ήδη βρέχει».
Και είχε απόλυτο δίκιο. Ο Γιάννης έμεινε να βρέχεται χαζεύοντας τις καπνοδόχους του χωριού.
«Φίλοι;» ψιθύρισε και κανένας δεν απάντησε από δίπλα του.
Σηκώθηκε.
«Γεια σου Φάντασμα», χαιρέτησε τον αέρα.
«Γεια σου Μαρμελάδα», τον κορόιδεψε ο αέρας.

Απόδραση με κατεβασμένα κεφάλια
Δυο ώρες τηλέφωνα ήταν αρκετές. Το πρόγραμμα ξεκίνησε με διερεύνηση προθέσεων κάποιων ξεχασμένων φίλων και γνωστών –«άκουσες τι γίνεται εδώ, και όλο χειρότερα πάμε, ανησυχώ, θα μας φιλοξενήσετε για λίγο καιρό μέχρι να βρούμε καμιά άκρη;» Επέλεξε την πιο συμφέρουσα πρόσκληση και κυνήγησε τις αεροπορικές εταιρείες. Της κολάσεως γινόταν, όλος ο κόσμος έφευγε. Εντάξει –όχι όλος ο κόσμος. Οι τυχεροί μόνο. Δεν υπήρχαν εισιτήρια για ολόκληρη την επόμενη βδομάδα, ξεκίνησε έναν καινούργιο γύρο στις δημοσιογραφικές του άκρες. Του πήρε λιγότερο από εικοσάλεπτο για να εξασφαλίσει τρία εισιτήρια –σε άσχημη ώρα, αλλά για τον σωστό προορισμό. Κοίταξε σκεπτικός το κρεμασμένο ακουστικό –έκανε λίγη ώρα να το συνειδητοποιήσει πως είχε τελειώσει. Αύριο πρωί πετούσαν.
«Αύριο πρωί πετάμε», τους είπε.
Τον κοίταξαν χολωμένες κάπως. Η Βίκυ άρχισε να διπλώνει ρούχα με μηχανικές κινήσεις. Η μάνα του ίσιωσε το κάλυμμα στον καναπέ.
«Γιούπιιιιιι», πανηγύρισε η μικρή. «Πόσες μέρες θα κάνουμε διακοπές μπαμπά;»
«Πολλές», μουρμούρισε ο Γιάννης. Δεν σκόπευε να της πει ότι θα έκαναν μήνες να ξαναγυρίσουν. Ή, μπορεί και χρόνια.
«Θέλω να μου υποσχεθείς ένα πράγμα», ψιθύρισε η Βίκυ πιάνοντάς τον κρυφά από το μπράτσο.
«Πες μου».
«Ότι θα είσαι μαζί μας».
«Εσύ τι λες;»
«Υποσχέσου».
«Έλα τώρα …»
«Υποσχέσου το. Θα είσαι μαζί μας;»
«Ναι, φυσικά».
«Κανονικά μαζί μας. Ολόκληρος μαζί μας».
«Έλα ρε Βίκυ, αμάν!»
Ελευθερώθηκε από το κράτημά της για να αποφύγει το βλέμμα της.

Η μικρή λαγοκοιμόταν στην αγκαλιά του όσο το αεροπλάνο περίμενε στη σειρά του διαδρόμου απογείωσης. Έξω ξημέρωνε τίγκα στην υγρασία. Η Βίκυ κοίταζε ευθεία μπροστά της κι αυτό έμοιαζε περίεργο –γιατί πάντα της άρεσε να βλέπει την απογείωση. Άνθρωποι γελούσαν αμήχανα στις γύρω θέσεις, η αίσθηση «ξεφύγαμε –γλιτώσαμε» κυριαρχούσε. Τους είχαν διαλύσει τα νεύρα στο τσεκ –ιν, δεκάδες μπάτσοι γυρόφερναν στις αίθουσες αναμονής χωρίς εμφανή λόγο. Η χώρα ήθελε να δείχνει ευνομούμενη αλλά η αβεβαιότητα δεν κρυβόταν εύκολα. Αρκούσε να πέσει μια βαλίτσα με θόρυβο για να πεταχτούν όλοι από τις θέσεις τους. Αρκούσε μια φωνή πιο δυνατή από το συνηθισμένο για να χουφτώσουν τα όπλα τους οι μπάτσοι. Λίγο πριν την υστερία ήταν η κατάσταση. Ευτυχώς που το αεροπλάνο πήρε κάποτε σειρά κι απογειώθηκε. Η μικρή κοιμόταν τώρα, του καλού καιρού.
«Με θεωρείς δειλό;» ρώτησε τη Βίκυ.
«Όχι. Τη δειλία την καταλαβαίνω –κι εγώ φοβάμαι άλλωστε».
«Τότε;»
«Νομίζω πως όλα αυτά τα κάνεις για χάρη μας. Χωρίς να θέλεις –αναγκάζεσαι».
«Δεν είναι έτσι. Θέλω να είμαι μαζί σας και θέλω να είσαστε ασφαλείς».
«Να είμαστε».
«Τι;»
«Να είμαστε ασφαλείς Γιάννη!»
«Κι εγώ τι είπα;»
«Καλά, άστο».
Το άφησε.
«Γιάννη;»
«Λέγε».
«Κάτι μου κρύβεις -έτσι;»
«Τι εννοείς;»
«Ότι δεν είμαι χαζή. Από τη στιγμή που ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία κουμπώθηκες. Νομίζεις πως δεν σε βλέπω να ψάχνεις στις ειδήσεις; Να ρωτάς κρυφά τους υπόλοιπους από την εφημερίδα; Τι τρέχει –θα μου πεις;»
«Τι να τρέχει ρε Βίκυ. Απλά ανησύχησα …»
«Μαλακίες μη μου λες –εντάξει; Κάτι ξέρεις, κάτι σε τρώει στην υπόθεση …»
Έπιασε το χέρι της και το έσφιξε.
«Δεν είναι ώρα, αγάπη μου. Θα τα πούμε κάποια στιγμή … πιο ήρεμα. Ας φύγουμε τώρα από εδώ … να ξεμπερδέψουμε …».
«Θα περιμένω να μου πεις».
«Θα σου πω».
«Μπαμπά;»
«Κοιμήσου καλό μου. Δεν φτάσαμε ακόμα».
Έκλεισε τα μάτια ακολουθώντας το παράδειγμά τους. Δεν άντεχε άλλο την αναμονή.

Έξω -κοιτάζοντας μέσα
Είναι σπάνιο, αλλά συμβαίνει –κάποιες μέρες αναπνέουν μούχλα και υγρασία στη Μεσόγειο, την ίδια στιγμή που ο ήλιος καίει τα τσιμέντα της Κεντρικής Ευρώπης. Ο Γιάννης δυσανασχέτησε βγαίνοντας από τη φυσούνα –ο τζαμένιος διάδρομος τον απειλούσε με μια ολοφώτεινη ημικρανία.
Την οποία δεν γλίτωσε τελικά, αφού η βρώμικη ζέστη του ταξί ανακατεύτηκε με τη βαριά κλεισούρα του φιλικού σπιτιού. Ο οικοδεσπότης τους δεν είχε οικογένεια –αγκιστρωμένος σε ανταποκρίσεις διεθνών πρακτορείων ειδήσεων, είχε γλιτώσει το φαντάρικο και, με τα χρόνια, άραξε στην αλλοδαπή –«που να γυρίζεις τώρα στο κωλοχανείο!» Η Βίκυ με τη μικρή χάθηκαν στην εξερεύνηση της δίπατης μονοκατοικίας.
«Καλά την έχεις βολέψει εδώ πέρα», παρατήρησε ο Γιάννης.
«Κωλοφαρδία φίλε μου. Έμενα σε σοφίτες και διαμερίσματα της αυτοκτονίας, στυλ ‘Ο Ένοικος’ του Πολάνσκι –αλλά έκατσε μια ευκαιρία, τραβιόμουν με μια που δούλευε σε μεσιτικό … Ο ιδιοκτήτης έπρεπε να φύγει επειγόντως για Αφρική, ή κάτι τέτοιο …»
«Και τι το κάνεις όλο αυτό το σπίτι;» αναρωτήθηκε ο Γιάννης. Απέφυγε να προσθέσει «μόνος κι έρημος».
«Τίποτα δεν το κάνω. Συνήθως ταξιδεύω και μένει κενό. Αλλά όταν γυρίζω, θέλω να έχω ένα άνετο μέρος –αρκετά πηδιέμαι στα δωμάτια των ξενοδοχείων».
«Χλιδή!» σχολίασε ο Γιάννης.
Ο οικοδεσπότης ενδιαφέρθηκε για την κατάσταση, για τις φασαρίες, εκτιμήσεις … τέτοια πράγματα. Πρότεινε κιόλας στον Γιάννη να γράψει ένα άρθρο για κάποια φυλλάδα …
«Άστο για την ώρα … δεν είμαι σε φάση …», απάντησε εκείνος.

Το απόγευμα κατέβηκε από το δωμάτιο που τους είχε παραχωρηθεί, με βαρύ κεφάλι –ο μεσημεριανός ύπνος δεν είχε βελτιώσει την κατάσταση. Βρήκε καφέ φίλτρου, αλλά όχι τον φίλο του –ίσως να το είχε αναφέρει οτι θα έλειπε, αλλά ο Γιάννης δεν θυμόταν. Έσυρε το φλιτζάνι του μέχρι τον ανοιχτό υπολογιστή και ψάρεψε τις νεότερες πληροφορίες. Οι ενημερωτικές σελίδες έγραφαν μπούρδες –«σταδιακή εξομάλυνση της κατάστασης», «αποκατάσταση της κυκλοφορίας» …
Χτύπησε τη σελίδα ενός από τα «καρφωμένα» φόρουμ, χάζεψε διαβάζοντας τα μηνύματα με την άκρη του ματιού του. Γινόταν της πουτάνας εκεί πίσω. Κάποιες συνοικίες είχαν οργανωθεί και αντιστέκονταν άγρια, για πόσο ακόμα; Ο στρατός μάζευε ήδη κόσμο, αλλά αυτό δεν ήταν σημαντικό πλήγμα. Η αντίσταση δεν είχε αρχηγούς καθιερωμένους –περισσότερο ήταν συγκυριακοί επικεφαλείς που βρέθηκαν στην αναταραχή και άντεξαν το κόστος των αποφάσεων. Ή δεν το άντεξαν –τι σημασία είχε;
Το θέμα ήταν πως ξεφύτρωναν από παντού στις υποβαθμισμένες συνοικίες –πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό τους μετά τις συλλήψεις. Τι να γινόταν άραγε στις μεσοαστικές γειτονιές; Δεν υπήρχαν πληροφορίες –μόνο διαδόσεις για τυφλά σαμποτάζ αμφιλεγόμενων προθέσεων.
Βρήκε τους δικούς του. Κρυφοί, διακριτικοί, σιγανά ποτάμια που προσπαθούσαν να ξεχειλίσουν τον χείμαρρο. Βγήκε από το φόρουμ και ξαναμπήκε αμέσως. Κάτι δεν του άρεσε, κάτι ενοχλητικό. Έφταιγε η βεβαιότητά του πως όλα, στο τέλος, θα ήταν αναπόφευκτα καταδικασμένα; Μήπως η εκτίμησή του ήταν λάθος; Η φροντίδα των δικών σου ανθρώπων αποπροσανατολίζει γι΄αυτό και τα Σφυριά πρέπει να μένουν μακριά από τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Μαλακίες! Από πότε τον κόσμο θα τον αλλάξουν οι κοσμοκαλόγεροι; Κι αν το κάνουν δηλαδή … σκατά κόσμο θα φτιάξουν … Αν δεν έχεις παιδιά πως θα νοιαστείς για το μέλλον των παιδιών σου; Ήξερε την απάντηση –εμείς είμαστε μόνο το φυτίλι και γι΄αυτό θα καούμε μόνοι μας. Μαλακίες. Αλλά κάτι δεν του άρεσε –κάποια μηνύματα στο φόρουμ βρωμούσαν «στημένη δουλειά», δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, δεν μπορούσε να είναι συγκεκριμένος. Ήταν απλά σίγουρος. «Ποιος είσαι ρε καθίκι; Ποιος απ΄όλους; Ξέρω ΤΙ είσαι, αλλά δεν μπορώ να βρω ΠΟΙΟΣ είσαι».

Έγραψε.

Anvil: Ευχαριστώ που ήρθες χτες το βράδυ και με ξύπνησες κι' ας ήταν η φωνή σου κρύα.
Ευχαριστώ που ήρθες και με χάιδεψες κι΄ας ήταν κόκκαλα τα χέρια σου.
Τώρα σε έχω μέσ΄τους προβολείς, μεσ' τα λεπίδια των σπαθιών, μεσ' τους καπνούς το θιάφι.
Μάννα κάποιος εδώ μας κοροϊδεύει, κάποιος μεταμφιέζεται σε σένα. Έρχεται κάθε βράδυ και με τυραννάει.

Δεν χρειαζόταν το «βιβλίο –ευαγγέλιο» για να θυμηθεί τη φράση –πήγαινε καιρός που την είχε απομνημονεύσει. Κίνδυνος! Το νιώθω, το αισθάνομαι αλλά δεν μπορώ να το βρω. Κίνδυνος! Ανανέωσε τη σελίδα. Τίποτα δεν έγινε.

Η μικρή έσκισε τον πηχτό αέρα και κούρνιασε στην αγκαλιά του.
«Ξύπνησες μωρό μου;»
«Ναι, η μαμά κοιμάται ακόμα».
«Τι θέλεις να κάνουμε;»
«Βόλτα. Έχει πλατείες εδώ;»
«Πως δεν έχει! Πήγαινε να ντυθείς και φύγαμε».
Άκουσε τα πόδια της να κοπανάνε ξεκάλτσωτα τα ξύλινα σκαλοπάτια. Ευτυχώς που ο οικοδεσπότης έλειπε –τα παιδιά κάνουν πάντα θόρυβο. Ετοιμάστηκε να ανέβει στο υπνοδωμάτιο, κοιμόταν άραγε ακόμα η Βίκυ; Σηκώθηκε.

Πριν κλείσει το φόρουμ ανανέωσε τη σελίδα, έτριψε τα μάτια του, κάποιος ήταν μέσα. Δικός του. Το προηγούμενο μήνυμα είχε σβηστεί. Αλλά υπήρχαν κάποια καινούργια.

Διάβασε.
Anvil: Εκείνος είναι πάνω στα συρματοπλέγματα και ηλεκτρίζεται ακόμη. -Τον γνώρισα απ' τα γυαλιά του.
Τον Σκαραβαίο να τονε πουλήσεις.
Συγχωρέστε με,
Μάννα μου
κι εσύ αδερφή μου, έλα να με χαϊδέψεις προδότη τώρα πάνω στα συρματοπλέγματα.
Anvil: «Mporei na min einai endedigmeno, alla einai akrives. Kalostona ki as argises».
Anvil: Κι΄ύστερα όρμησε πάνω στις ηλεκτρικές ακίδες.

Κάθισε μπροστά στην οθόνη και έσβησε τα καινούργια μηνύματα. Ήξεραν ή υπέθεταν; Περίμεναν κάτι από αυτόν; Τώρα πια; Δεν ήθελε πάντως πολύ σκέψη –είχαν δίκιο στην εκτίμησή τους. Τι κρετίνοι ρε γαμώτο!

«Μπαμπά θα έρθεις; Ξύπνησε και η μαμά».
«Έρχομαι», φώναξε ξαφνιασμένος.

Βγήκε από το φόρουμ, καθάρισε το ιστορικό του υπολογιστή, έσβησε την οθόνη. Και πήγε να τις συναντήσει. Αλλά δεν ήταν πια μαζί τους.

Θα συνέβαινε κάποτε.

(δεν ξέρω αν θα συνεχιστεί -αυτό το πράγμα είναι καταραμένο)

Υ.Γ.: Τα αποσπάσματα με τα έντονα γράμματα είναι δανεισμένα από το βιβλίο του Νίκου Νικολαϊδη, ΟΙ ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ (Πως έγινε και πουλήσαμε τον σκαραβαίο μας) και υπάρχουν εδώ γιατί, εκτός των άλλων, μερικά Καθάρματα είναι πρόθυμα να μοιραστούν. Γιατί, στην τελική, τα αποσπάσματα είναι δικά τους.


10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Αυτός ο Anvil πάντως, με μπερδεύει...

The Motorcycle boy είπε...

O Anvil είναι το κοινό συνθηματικό όνομα που χρησιμοποιούν όλοι τους όταν μπαίνουν σε φόρουμ. Το χρησιμοποιούν για να συννενοούνται μεταξύ τους κυρίως. Άρα, ο Anvil είναι όλοι.

Ανώνυμος είπε...

Αχα! τότε ακόμα κάποια πραγματα που έλεγε και παλιά, δεν είμαστε σίγουροι ποιος απ' όλους τα γράφει... Δηλαδή είναι όλη η "ομάδα" του Γιάννη που γράφει με το "Anvil";

The Motorcycle boy είπε...

Ναι γι΄αυτό κάποια πράγματα είναι αντικρουόμενα. Και ο ένας σβήνει οτι έχει γράψει ο άλλος. Η πρώην ομάδα του Γιάννη, καθότι ο τύπος την έκανε με ελαφρά ...

Mantalena Parianos είπε...

Σόρι που σπαμάρω,
αλλά...

Έχεις πρόσκληση εδώ...

(μπορείς να το σβήσεις αν θες το σχόλιον)

The Motorcycle boy είπε...

Άντε να χαθείς με τρόμαξες! Είδα σχόλιο δικό σου και απόρησα -έκατσε η Μανταλένα να διαβάσει ολόκληρο το σεντόνι; Τι έπαθε, έσπασε κανένα πόδι; Χεχε, πάω να δω.

PiKei είπε...

Όξω ρε με τα "δεν ξέρω αν συνεχίζεται". Μια χαρά πάει το "καταραμένο"... Προχώρα πρώτα και μετά το βλέπουμε αν κρεμάει ή θέλει φτιάξιμο κάπου.
Hello, δεν είσαι και πρωτάρης!

The Motorcycle boy είπε...

Περιμένω ένα ΟΚ φιλαράκο. Αν το πάρω, θα απογειωθεί το πόνημα. Αλλιώς θα το σκουπιδιάσω μετά πολλών επάινων.

PiKei είπε...

Δεκτόν. Ελπίζω να το πάρεις...

The Motorcycle boy είπε...

Εγώ να δεις! Και θα δεις δηλαδή, αν τα καταφέρω.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι