Άρχισε με ένα Νεκρό γράμμα. Αν μπορούσε το χαρτί να μιλήσει … Αλλά δεν έχει σημασία –το θέμα είναι οτι όλα ξεκίνησαν σε μια στάση λεωφορείου, έξω από το στέγαστρο έβρεχε του σκοτωμού –πίσω έσβηνε η ταμπέλα ενός κινηματογράφου. Περίμενα, αλλά όχι το λεωφορείο.
Σιχαίνομαι τα λεωφορεία, τις μυρωδιές των άλλων επιβατών –ειδικά με τη βροχή το πράγμα χειροτερεύει. Περίμενα λοιπόν στη στάση μήπως περάσει καμιά απόφαση για να την πάρω. Δίπλα μου μια γυναίκα -μάλλινο παλτό, λεπτά καρό –διαλυμένη από το μεροκάματο. Μπροστά μου στο πεζοδρόμιο, ένα ζευγάρι ολοκαίνουργες σκληρές μπότες –απομίμηση H-D, αλλά χωρίς το ανατριχιαστικό σηματάκι του αετού. Αυτό δα μου έλειπε! Έπρεπε να στρώσω τις μπότες, να τις μαλακώσω με βερνίκι, να στραβοπατήσω τα τακούνια τους –γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν ξεφτίλα να φοράς καινούργιο πράγμα. Τα πάντα έπρεπε να είναι φθαρμένα –όπως και η δεκαετία του ’80 που είχε μόλις αρχίσει.
Έπνιξα την κάφτρα του Κάμελ στο εσωτερικό της παλάμης μου πουλώντας στυλάκι άνευ λόγου και αιτίας, όσο σκεφτόμουν από ποια πλευρά του πεζοδρομίου να το βάλω στα πόδια. Άνευ λόγου και με αιτία τη βαρεμάρα που έρχεται όσες φορές πουλάς μούρη αλλά δεν βρίσκεται απέναντί σου ούτε καν ένας καθρέφτης. Επέλεξα το απέναντι πεζοδρόμιο για να το γλεντήσω λίγο, κάνοντας ζικ ζακ «τύπου βατραχάκι» ανάμεσα στα αυτοκίνητα που έτρεχαν στη λεωφόρο. Πατούσα ήδη το αριστερό πόδι στο ρυάκι της υδρορροής όταν κάποιος είπε …
«Δεν περιμένεις λίγο ακόμα; Έρχεται το λεωφορείο».
Πίσω μου.
Δεν τον είχα ξαναδεί τον τύπο, αλλά τον είχα ξαναδεί. Εννοώ … ξέρεις πως είναι … Όταν βλέπεις μια φάτσα και τη θυμάσαι από κάπου, αμυδρά –αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις άκρη πέφτεις σε κάποιο γαμημένο déjà vu και την έχεις δει αυτή τη φάτσα ξανά και έχεις ξαναπροσπαθήσει να θυμηθείς ποιος είναι ο τύπος … Κάπως έτσι.
«Δεν θέλω να πάρω το λεωφορείο. Τη βροχή περίμενα –να κόψει», απάντησα χωρίς να νιώθω καμιά υποχρέωση, ειλικρινά μιλάω.
«Θέλεις να πάρεις το λεωφορείο –αλλά το παίζεις πονηρός. Ασυμβίβαστο νιάτο, ας πούμε», γέλασε ο άλλος.
Έσκυψα πάνω του …
«Σε ξέρω κάπου εσένα;»
«Εσύ τι λες;» συνέχισε εκείνος να κοροϊδεύει.
«Κοίτα μ΄έναν πούστη που μπλέξαμε», σχολίασα. Δεν θυμάμαι αν το είπα δυνατά αλλά εκείνος γέλασε πάλι.
Με σηκωμένους τους γιακάδες κάποιου ναυτικού ημίπαλτου και χαρακτηριστικά θολά. Δεν είχε πολύ φως στη στάση του λεωφορείου από την ώρα που έσβησε η ταμπέλα του κινηματογράφου. Μεγαλύτερός μου –σίγουρα. Αυτό μόνο.
Το λεωφορείο φρέναρε μπροστά μας, μπουγελώνοντας το σύμπαν.
«Ίσα ρε παπάρα! Πλυθήκαμε το πρωί, δεν περιμέναμε εσένα …» φώναξα στον οδηγό.
«Δεν είναι αυτό το λεωφορείο σου. Περίμενε, έρχεται το επόμενο», είπε ο τύπος.
«Και που το ξέρεις εσύ; Ο Φανερός Πράκτορας Θου Βου είσαι;» αγανάκτησα.
«Όχι ρε φίλε. Ο εισπράκτορας είμαι», γέλασε ο τύπος που, έπαιζε σοβαρά, να είναι βλαμμένος.
Λογικό. Να που τον ήξερα. Ο εισπράκτορας του λεωφορείου. Τους βλέπεις, τους πληρώνεις, στρογγυλοκάθονται στο μυαλό σου, αλλά πέραν τούτου -ουδέν. Πως δεν το είχα σκεφτεί πριν; Μάλλον επειδή πήγαιναν 2-3 χρόνια που τα λεωφορεία δεν είχαν πια εισπράκτορες. Άσε που δεν χρησιμοποιούσα σχεδόν ποτέ λεωφορείο –κατάλαβες βλάκα; Κατάλαβες.
Αλλά το λεωφορείο ήρθε μετά από λίγο, άδειο και διακριτικό σαν σόμπα υγραερίου –αχνιστό από τη βρόχινη υγρασία. Πήγαινε προς το σπίτι μου, έτσι έγραφε τουλάχιστον, μπήκαμε μέσα. Έριξα κάποια κέρματα στο κουτί των εισιτηρίων, δίπλα στον δυσδιάκριτο οδηγό. Ο τύπος ήρθε πίσω μου, κοντοστάθηκε δίπλα στο κουτί, μουρμούρισε και μετά με ακολούθησε στον διάδρομο.
«Τι λες; Το κόβουμε το παραμυθάκι, να μου πεις ποιος είσαι σιγά –σιγά;» πρότεινα.
«Ρωτάς λες και δεν ξέρεις!» θαύμασε ο τύπος.
Το άφησα να περάσει γιατί άκρη δεν έβγαζα. Προτίμησα να χαζέψω τις κούκλες στις βιτρίνες των μαγαζιών που πουλούσαν ρούχα, πάντα αγριευόμουν με τις κούκλες –ειδικά τις γυμνές. Στη τζαμαρία μιας τράπεζας, κάποιος είχε ρίξει μια πέτρα –το ράγισμα κατέβαινε εγκάρσια πριν λοξέψει λίγο, σα δάκρυ. Η υπόλοιπη λεωφόρος έζεχνε κακογουστιά μέσα στη νύχτα.
Ο τύπος άνοιξε μια ταμπακέρα με δερμάτινη επένδυση και έβγαλε τσιγάρο. Μετά, πρόσφερε σε μένα.
«Μέσα στο λεωφορείο;» αναρωτήθηκα.
«Δεν τρέχει τίποτα. Ο οδηγός είναι δικός μας», με καθησύχασε.
Το πήρα από ευγένεια.
«Ρώτα», είπε ο τύπος απέναντί μου. Καθόταν σε ένα κάθισμα, πλαστικοποιημένο ξύλο, το ίδιο άβολο με το δικό μου.
«Τι να ρωτήσω;» απόρησα.
«Μην κάνεις τον μαλάκα», με προειδοποίησε.
Ήξερα πως δεν αναφερόταν στην διαλεύκανση της ταυτότητάς του –δεν ήταν αυτό που με προκαλούσε να ρωτήσω. Ούτε για τις προθέσεις του είχε διάθεση να μιλήσει. Τι σκατά να ρωτούσα; Τα ήξερα, άλλωστε, όλα. «Η ζωή, το σύμπαν και τα πάντα», «Γέννηση, σχολείο, δουλειά, θάνατος», «Τι να μας πεις κι εσύ για τη ζωή σου; Όλη σου η ζωή, ένα Σαββατοκύριακό δικό μας κι αυτό με βροχή».
«Θα σου πω μια ιστορία», ανακοίνωσα ανάβοντας τελικά το τσιγάρο.
«Και μετά μπορεί να σου πω κι εγώ άλλη μία», συμφώνησε εκείνος.
«Γεννηθήκαμε, που λες, σε κατάσταση –ξεφτίλα. Έτσι όπως σε κόβω, αυτή τη φάση δεν την έζησες –φαίνεσαι παλιότερος. Είχατε κι εσείς τα ζόρια σας, δε λέω. Αλλά κάτι έπαιζε, κάτι υπήρχε να γίνει, με καταλαβαίνεις περίεργε;»
Ένευσε καθησυχαστικά. Συνέχισα.
«Γιατί βγάζεις μια γκόμενα; Ερωτώ. Επειδή τυγχάνεις όμορφο παλικάρι –αλλά όταν είσαι πιτσιρικάς, αυτό δεν παίζει. Επειδή κυκλοφορείς ματσωμένος και σχετικά ιλουστρασιόν –ξέχασέ το. Επειδή είσαι αθληταράς –οπωσδήποτε, με δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα, η απέναντι ρακέτα είναι καθισμένη στην κορυφή των Ιμαλαϊών. Γιατί λοιπόν να βγάλεις μια γκόμενα; Καταλήγω –δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να βγάλεις γκόμενα. Και αυτό ακριβώς μας συμβαίνει. Οπότε τι απομένει; Μίρλα και υφάκι υπεράνω σε στυλ αλεπού που δεν μπορεί ούτε να πηδήξει για να τα φτάσει –άλλωστε τα έχει ήδη πιάσει η καμηλοπάρδαλη, με παρακολουθείς;»
Ένευσε πάλι.
«Και βγάζεις άκρη;» Δεν περίμενα την απάντησή του –συνέχισα. «Αυτό όλο μας οδηγεί επιστημονικώς στην επιστήμη. Πάει να πει, κουλτούρα να φύγουμε και διανόηση, δυσκοίλιο ροκ, ταινίες τρίωρες με ηθοποιούς που μιλάνε μια φορά το εικοσάλεπτο και βιβλία που διαβάζεις εφτά φορές τη φράση για να καταλάβεις τι λέει. Και αν δηλαδή …»
«Θέλεις να πεις ότι για όλα φταίει η έλλειψη γκόμενας», συνόψισε.
«Δεν θέλω –το είπα ήδη», συμφώνησα. «Και τώρα μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί στα λέω όλα αυτά; Πέρα από το γεγονός ότι με κέρασες τσιγάρο –ας πούμε…»
«Τα λες γιατί θέλεις να τα πεις. Αλλά κωλώνεις να το κάνεις με τους φίλους σου –εκεί το παίζετε όλοι μούρες. Και τα λες με την ελπίδα ότι θα ακούσεις την ιστορία μου».
Περίμενα. Δεν έγινε τίποτα. Κοιταζόμασταν. Σηκώθηκε.
«Εδώ είναι η στάση μου. Κατεβαίνω», είπε. Αφήνοντάς με να παρακολουθώ την πλάτη του, όσο περίμενε το άνοιγμα της συρόμενης πόρτας. Η πόρτα άνοιξε, τον κατάπιε, έκλεισε.
Κι εγώ είδα μπροστά μου κάτι βρωμερές ρόδες να υψώνουν τη σκοτεινή κοιλιά του αυτοκινήτου, πλησιάζοντας το πρόσωπό μου. Θέλησα να υπολογίσω τον χρόνο μου, τις πιθανότητες να γλιτώσω … Πόσο γρήγορος μπορούσα να γίνω;
Ένα χέρι με τράβηξε –νύχια στο μπράτσο μου.
«Πρόσεχε παιδάκι μου, θα σε σκοτώσει κάνα αμάξι! Σε καλό σου, τι πήγες να κάνεις;»
Σκασμένο δέρμα χεριού, μέχρι εκεί που χωνόταν στο μάλλινο παλτό –λεπτά καρό. Η γυναίκα σταυροκοπήθηκε όσο το αμάξι περνούσε με φόρα από το σημείο που βρισκόμουν πριν λίγο –κι εγώ ευχαρίστησα το δυνατό της χέρι.
«Καλά, πως γλίστρησες έτσι παιδάκι μου;» απόρησε.
«Είναι καινούργιες οι μπότες μου –γι΄αυτό …», απάντησα.
Αλλά θα τις έστρωνα –που θα μου πήγαινε;
Όπως θα έστρωνα κι εκείνη την κίτρινη μηχανή –πολυθρόνα με χρωμιομένες αναρτήσεις, στην παραθαλάσσια λεωφόρο. Βαριόμουν, το μοτέρ ηχούσε σα φτερωτή νερόμυλου και ο ήλιος γυάλιζε την άσφαλτο. Δεν ήταν δικιά μου η μηχανή –ευτυχώς δηλαδή. Άλλαζα ταχύτητες σε χαμηλές στροφές, ένα αυγό ανάμεσα στην μπότα μου και τον λεβιέ –νηνεμία. Κάποιο αυτοκίνητο σφηνώθηκε αριστερά μου, ο πιτσιρίκος έχωσε δυο καρφωτές μπουκώνοντας την εξάτμιση, σκέφτηκα να ανοίξω το γκάζι, έσκυβα ήδη πάνω στο κουρεμένο τιμόνι –συγκρατήθηκα. Ας πήγαινε να βρει άλλο μαλάκα για κόντρες –η κίτρινη ήθελε στρώσιμο.
Το μεσημέρι φαγούριζε μέσα από το μπουφάν μου, σε κάθε κατέβασμα ταχύτητας βλαστημούσα το καλοκαίρι –είχα μπουχτίσει πιο πολύ απ΄ότι πεινούσα. Η παραθαλάσσια λεωφόρος περνούσε μέσα από το παραθεριστικό θέρετρο –ερημιά ακόμα, γιατί το καλοκαίρι δεν είχε φορτσάρει. Η θάλασσα διέθετε σάπιες βάρκες –υπήρχαν άραγε ψαράδες σε αυτά τα μέρη; Κι αν ναι –τι ψάρευαν; Πλάγιασα για να ανεβάσω το κίτρινο ερπετό στη διαχωριστική νησίδα. Ανάμεσα σε καχεκτικούς φοίνικες και ξεχειλισμένους σκουπιδοτενεκέδες. Το μαγαζί βρισκόταν στην απέναντι πλευρά –όχι πάνω στο κύμα -δεν είχα όρεξη να καθίσω σε καρέκλες τίγκα στο αλάτι. Κρέμασα το κράνος στον αριστερό καθρέφτη και άφησα τα γάντια πάνω στο κοντέρ. Ποιος μαλάκας θα σκεφτόταν να τα βουτήξει με εμένα καθισμένο απέναντι –στα πέντε μέτρα;
Πήγα και κάθισα απέναντι στα πέντε μέτρα.
Σε μια καρέκλα απομίμηση μπαμπού, το μαγαζί είχε καφέ και σάντουιτς με πανιασμένα αλλαντικά. Παράγγειλα έναν καφέ, συν σάντουιτς με τα πανιασμένα αλλαντικά και μουχλιασμένο κίτρινο τυρί. Έσπρωχνα τις μπουκιές με νερό, κατέβαζα τις γουλιές με τζούρες από το Camel μου, φυσώντας κυκλάκια τον καπνό. Φιγούρα. Για τον ανύπαρκτο κόσμο των διπλανών τραπεζιών –ο υπάλληλος παγίδευσε μια μύγα μέσα στον φούρνο μικροκυμάτων. Αγχώθηκα. Είχα ξεχάσει τα κλειδιά πάνω στη μηχανή και δεν ήταν καν δική μου! Πετάχτηκα ανοίγοντας χώρο ανάμεσα στις τουμπαρισμένες καρέκλες –ήθελα μισό βήμα ακόμα για να πατήσω στη λεωφόρο…
«Μη βιάζεσαι. Κανένας δεν πρόκειται να κλέψει το δικό σου κλειδί».
Γύρισα πίσω στη φωνή.
«Καλώς τον περίεργο. Χρόνια και ζαμάνια!»
Χαμογέλασε φιλικά. Τι έτρεχε με τον τύπο; Δεν έσκαγε με το ναυτικό ημίπαλτο; Για πρεζάκι τον έκοβα –αυτοί τραβάνε κάτι άσχετα ρίγη μετά τη ντάγκλα. Τέλος πάντων –στ΄αρχίδια μου στην τελική.
«Κερνάς τσιγάρο;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.
Ξανακάθισα στο τραπέζι –απέναντί του. Έβγαλε την γνωστή ταμπακέρα με τη δερμάτινη επένδυση, την άνοιξε μπροστά μου -δέχτηκα την προσφορά του λόγω ευγένειας. Το στριφογύρισα στα δάχτυλά μου. Αλλά ήμουνα πλέον έμπειρος –χτύπησα το νύχι στην ασημένια κορυφή του πακέτου Camel κι ένα φίλτρο πετάχτηκε πρόθυμα από δίπλα. Πήρε το δικό μου τσιγάρο από αναγκαστική ευγένεια –το στριφογύρισε στα δάχτυλά του.
«Λοιπόν –τα γάμησες μια χαρά, έτσι;» χαμογέλασε ο τύπος απέναντί μου.
«Θα σου πω μια ιστορία», ανακοίνωσα, ανάβοντας το τσιγάρο.
«Και μετά μπορεί να σου πω κι εγώ άλλη μία», συμφώνησε εκείνος.
«Η μονιμότητα σε τρομάζει όσο την έχεις –αλλά τραβιέσαι σαν το λάστιχο για να την αποκτήσεις. Που να ψάχνεις; Που να γυρίζεις; Θεωρείς πως διαφέρεις, είσαι να πούμε ο κύριος Ισορροπιστής, θα πάρεις αυτά που θέλεις –μόνο. Τα υπόλοιπα θα τα φτύσεις σαν κουκούτσια. Δεν έχει σημασία που κανένας πριν από σένα δεν τα κατάφερε γιατί δεν υπάρχει άλλος σαν εσένα. Τόσο μαλάκας, με πιάνεις;»
Ένευσε καπνίζοντας το τσιγάρο μου.
«Και τελικά –βρίσκεσαι αραχτός με το Καμπάρι στο ηλιοβασίλεμα και αναπολείς σαν διαφήμιση –παραμύθι κυρά μου, δηλαδή. Γιατί η πραγματικότητα σε πετυχαίνει στριμωγμένο στην τουαλέτα, να κρατάς το πόμολο με δυο χέρια –μπας και προστατεύσεις την μοναξιά σου. Και εκεί ακριβώς ανακαλύπτεις ότι φορτώθηκες αυτά ακριβώς που δεν ήθελες όσο περνούσες ξυστά σε αυτά που νόμιζες ότι ήθελες. Δεκτόν;»
Έσβησε το τσιγάρο μου, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί.
«Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει διέξοδος; Κάποια σκάλα υπηρεσίας που οδηγεί σε περιορισμένη, έστω, εκτόνωση της κατάστασης –ένας τρόπος να αντέξεις … Κάτι … Κυριλέ ναρκωτικά, περιστασιακό σεξ, κάτι…»
«Θέλεις να πεις ότι θα σου αρκούσαν κάποιες κοπάνες από τη φρίκη; Θα σου αρκούσε ένα τσιγαράκι με τους κολλητούς στη ζούλα της τουαλέτας;»
«Θέλω να πω ότι αυτά έχω, αυτά εμπιστεύομαι. Βλέπεις να με παίρνει για τίποτα περισσότερο;»
«Κι αν σε παίρνει –από μένα περιμένεις να στο πω; Τι είσαι; Ο ‘μένουμε πάντα παιδιά’ που περιμένει φιλικό χτύπημα στην πλάτη; Κι εγώ τι είμαι; Χτυπητήρι πλάτης; Ή μήπως περιμένεις να σε εμψυχώσει η ιστορία που έχω να σου πω;»
Περίμενα. Δεν έγινε τίποτα. Κοιταζόμασταν. Σηκώθηκε.
«Ο ήλιος δύει όπου νάναι. Έχω να βγω για ψάρεμα», είπε. Κι εγώ κοίταζα το παλτό να χάνεται διασχίζοντας τη λεωφόρο προς τη μεριά της θάλασσας, ακολουθώντας την πλάτη του.
Το αυτοκίνητο ήταν μαύρο, Μερσεντές και εξάπορτο –αλλά αυτό δεν το πρόσεξα από την αρχή. Με απασχολούσε κυρίως ο συγχρονισμός της κίνησής μου με την ταχύτητά του, προκειμένου να βρεθώ πάνω στο καπό και όχι κάτω από τις ρόδες του. Υπήρχε και κάποιο παπάκι που σουλατσάριζε ανέμελα στο διπλανό ρεύμα της λεωφόρου και δυσκόλευε τα πράγματα –αλλά το αυτοκίνητο εξακολουθούσε να γίνεται όλο και πιο Μερσεντές όσο με πλησίαζε. Υπολόγισα, έκλεισα τα μάτια, πήδηξα σαν άλτης «εις ύψος», κοπάνισα στο καπό ενώ το σήμα καρφωνόταν στο πλευρό μου. Γαμήθηκα αλλά όχι αμετάκλητα.
«Είσαι καλά; Είσαι καλά; Που χτύπησες;»
Ο μουστακαλής σωφέρ έτρεμε –ανησυχούσε. Σε λίγο θα έβλεπε τη ζημιά στο καπό και θα απελπιζόταν. Μέχρι ψυγείο είχα φτάσει.
Τίναξα τα ρούχα μου καθώς σηκωνόμουν από την άσφαλτο –το σήμα της Μερσεντές περίμενε δίπλα μου –το έχωσα βιαστικά στην τσέπη. Σουβενίρ.
«Καλά είμαι αλλά τι τρέχει με σένα ρε πούστη; Σε πήρε ο ύπνος και δεν με είδες;»
«Αντηλιά …»
Έβλεπα το ξεκοιλιασμένο ψυγείο της Μερσεντές να ξερνάει υγρά στην άσφαλτο –είπα να τον βρίσω λίγο ακόμα, αλλά το μετάνιωσα.
«Εντάξει χέσε μας –την κάνω …»
«Περίμενε! Να σε πάω στο νοσοκομείο;»
Γέλασα καθώς αγωνιζόμουν να κουμαντάρω την κίτρινη με σμπαραλιασμένο το δεξί γόνατο. Με τι θα με πήγαινε νοσοκομείο;
Μηνίσκος. Ολική ρήξη πρόσθιου χιαστού.
Τράβαγε το γαμήδι το γόνατο, αρνιόταν πεισματικά να σκαρφαλώσει στο σιδερένιο σκαλί του τρένου. Βλαστήμησα αλλάζοντας χέρι στο σακ βουαγιάζ. Η χοντρή άφησε την τερατώδη βαλίτσα να την πάρει πίσω –αστραπιαία προσγειώθηκε καθιστή στο στέρνο μου. Σφίχτηκα παρατώντας το σακ βουαγιάζ να πέσει –έχει γούστο να κουβαριαστούμε αγκαλιασμένοι δίπλα στις γραμμές! Το γόνατο πήρε να κουμπώνει, άλλαξα πόδι σαν μπαλαρίνα σε αγώνα κατς –το έσωσα πριν γίνουμε εντελώς Τσίρκο Μεντράνο. Η χοντρή πιάστηκε από τις χειρολαβές, συγκρατήθηκε. Μουρμούρισε κάποιο «συγνώμη», απάντησα κάτι σε «δε γαμιέσαι» και το θέμα έληξε.
Ο διάδρομος ήταν πιο στενός από την ασφυξία –προχώρησα χρησιμοποιώντας τους αγκώνες μου, αλλά άφηνα το κεφάλι απροστάτευτο στις ιπτάμενες βαλίτσες. Ήμουν ευέλικτος σαν σάκος του μποξ, όμως τίποτα δεν μπορούσε να μου χαλάσει τη διάθεση. Γιατί πήγαινα να βρω κάτι περισσότερο από αυτό που έψαχνα. Και το «κάτι περισσότερο» θα με περίμενε στο τέρμα –χαμογελαστά αναβαθμισμένο σε «πολύ περισσότερο». Έχωσα το σακ βουαγιάζ πάνω από τη θέση μου εξορίζοντας κάποια ανεπιθύμητη τσάντα στον παράδεισο της πολτοποίησης. Πριν χυθώ στο κάθισμα με ύφος μαστουρωμένης παπαρούνας.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο, ένας κατσαβιδάτος ήλιος τριβέλιζε το διπλό τζάμι –έκλεισα την κουρτίνα για να γλιτώσω τον πονοκέφαλο. Τίποτα δεν καλυτέρεψε. Ο ήλιος έψηνε το ύφασμα σημαδεύοντας το αυτί μου –αποφάσισα να αδιαφορήσω, υπολογίζοντας πως «τίποτα δεν είναι τέλειο, μέχρι να γίνει τέλειο». Άνοιξα κάποιο «ελπίζω όχι βαρετό» βιβλίο και ετοιμάστηκα να βυθιστώ.
«Στα βιβλία ψάχνεις να βρεις τις άκρες σου;»
Αναγνώρισα τη φωνή πριν σηκώσω το κεφάλι –είχα κιόλας τη βεβαιότητα ότι θα βολευόταν στη διπλανή μου θέση.
«Πως κι από τα μέρη μας αρχηγέ;» τον χαιρέτησα.
Έβγαλε από την τσέπη του ναυτικού ημίπαλτου την, δερμάτινη επένδυση, ταμπακέρα και την άνοιξε κάτω από τη μύτη μου.
«Καραμελίτσα;» πρότεινε.
«Τι συνέβη με τα φημισμένα σέρτικα τσιγάρα;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Περνάει ο καιρός …», αναπόλησε. «Άσε που έχει απαγορευτεί το κάπνισμα στο τρένο».
Πήρα την καραμέλα από ευγένεια αλλά δεν σκόπευα να τη βάλω στο στόμα μου. Προτίμησα να την καταχωνιάσω μέσα στο μαλακό πακέτο Camel για ώρα ανάγκης.
Κοιταχτήκαμε. Η αντηλιά με εμπόδιζε να εστιάσω στο πρόσωπό του, περισσότερο από ότι το σκοτάδι στην πρώτη μας συνάντηση –20 αιώνες πριν.
«Φαίνεται ότι πόνταρες τα ρέστα σου και τους πήρες τα σώβρακα, τελικά», σχολίασε.
«Μπορείς να το πεις και έτσι. Το θέμα είναι πως τα ρέστα μου ήταν σκέτη λιμαδούρα. Απορώ πως πέρασε η μπλόφα», απόρησα.
«Δεν θα μου πεις μια ιστορία;» αναρωτήθηκε.
«Δεν υπάρχει πια ιστορία γιατί δεν υπάρχουν απορίες», τον καθησύχασα.
«Πάει καλά», είπε σκεπτικός. «Τότε θα σου πω εγώ μία».
«Μου τη χρωστάς νομίζω».
«Κανένας δεν χρωστάει στους κερδισμένους», σχολίασε.
«Παρ΄όλα αυτά …»
«Ακριβώς, παρ΄όλα αυτά».
Κοιταχτήκαμε.
«Υπάρχει η στιγμή που γεννιούνται οι απορίες, η ώρα που δήθεν ψάχνουμε, για να μην παραδεχτούμε πως ο μονόδρομος δεν φημίζεται για τις επιλογές κατευθύνσεων που προσφέρει. Τότε αναρωτιόμαστε, με σκοπό να αγανακτήσουμε στη σωστή στιγμή. Βλαστημάμε τις επιλογές που δεν έχουμε. Με μια λέξη –μαλακιζόμαστε. Αλλά, όπως και νάχει –ξεκινάμε».
Σταμάτησε. Κοίταξε τον ελεγκτή που κυκλοφορούσε ανάμεσα στα καθίσματα. Τον περιφρόνησε ακαριαία.
«Μέχρι που μπλοκάρουμε από τις μη επιλογές μας και κλαίμε τη μοίρα μας. Αξίζαμε περισσότερα, κάποιος μας γάμησε τη ζωή, πουτάνα κοινωνία –τέτοια πράγματα. Δικαιολογίες για να μην παραδεχτούμε τις δικές μας πράξεις. Αγωνία για κάποιο παράθυρο που δεν ανοίγει ποτέ. Τουλάχιστον όχι όσο θα θέλαμε. Αξιολύπητοι χωρίς να υπάρχει κανένας τριγύρω για να μας κεράσει λίγο οίκτο. Το θυμάσαι –έτσι;»
Το θυμόμουν μια χαρά. Και λοιπόν;
«Σε αυτό ακριβώς το σημείο τελειώνουν οι περισσότερες ιστορίες και έτσι πρέπει να συμβαίνει. Αν η ζωή έχει ευτυχισμένο τέλος –τι θα μείνει για τις ταινίες; Ή τα παραμύθια; Εντάξει –μερικές φορές δεν πηγαίνουν έτσι τα πράγματα. Σου πέφτει ο πρώτος λαχνός χωρίς καν να έχει αγοράσει λαχείο –αδύνατο, αλλά συμβαίνει. Και τότε;»
Τι τότε; Τότε την έψησες –θέλει και ρώτημα;
«Τι τότε;» αναρωτήθηκα.
Γέλασε καλόκαρδα. Και με κοίταξε στοργικά, όπως κοιτάζει ο τσοπάνης το μαρκαρισμένο πρόβατο.
«Δεν αναρωτήθηκες ποτέ σχετικά με το τι γίνεται παραπέρα; Που πάνε οι πρωταγωνιστές της ταινίας όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους; Δεν σε απασχόλησε αυτό;»
Αναρωτήθηκα. Αλλά χέστηκα. Περίμενα μια ζωή το «τώρα», δεν θα το χαραμίσω για το «μετά».
«Εντάξει περίεργε –δεν αναρωτήθηκα. Γιατί περίμενα να έρθεις και να μου το πεις από μόνος σου».
«Ψέματα λες», χαμογέλασε.
«Ψέματα λέω», συμφώνησα.
Έβαλε δεύτερη καραμέλα στο στόμα του και χώθηκε στην θέση του, κουκουλωμένος από τους γιακάδες του ναυτικού ημίπλατου. Έκλεισε και τα μάτια –διέκρινα φλέβες να κοκκινίζουν στα βλέφαρά του. Νόμισα πως αυτό ήταν.
«Εδώ είναι η στάση σου. Κατεβαίνεις», ψιθύρισε.
Σηκώθηκα, στριμώχτηκα μπροστά από τα γόνατά του και βγήκα στον διάδρομο. Ευτυχώς δεν δυσκολεύτηκα να κατεβάσω το σακ βουαγιάζ. Έσυρα τις στραβοπατημένες μπότες (θλιβερός αναχρονισμός για την καινούργια χιλιετία) μέχρι τη συρόμενη πόρτα στο τέρμα του βαγονιού –δεν υπήρχε λόγος να τον αποχαιρετήσω. Δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεται καν εκεί.
Ανοίγω την πόρτα –σέρνοντας. Είμαι μόνος και έτοιμος για αποβίβαση.
«Κι αυτός ο πούστης ο ήλιος δεν τελειώνει ποτέ»
Υ.Γ.: Και όντως δεν πρόλαβα να του πω "αντίο" αν και δεν νομίζω οτι χρειαζόταν. Ή οτι θα μπορούσα. Ή οτι θα το πίστευα όταν το έλεγα. Παρ΄όλα αυτά ...
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
3 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
"βλαστημάμε τις επιλογές που δεν έχουμε..."
με τραινο, μηχανή ή λεωφορείο, το ταξίδι της ζωής είναι πάντα επικίνδυνο
αργά, ας μη βιαζόμαστε...με το μουτζούρη
από τα ωραιότερα κείμενα που έχεις γράψει φιλε mcboy. Παίζεις με τις λέξεις και τις φράσεις και τινάζεις τη μοίρα στον αέρα.
άξιος!
Που ήσουν εσύ βρε; Δεν ξέρω αν είναι επικίνδυνο το ταξίδι, ξέρω απλά οτι κάθε εισιτήριο έχει έναν τόπο προορισμού. Μέχρι να φτάσεις ...
Βέβαια, θα πρέπει να παραδεχτώ πως τελώ ακόμα υπό την επίδραση του τελευταίου βιβλίου του Νικολαϊδη -οπότε μην με θεωρείς ιδιαίτερα αντικειμενικό.
Γειάσου,
ο μανδύας χιονιού Α έχει καλύψει την Ελλάδα.
Η Ελλάδα είναι τόσο όμορφη.
Έχετε την καλή ημέρα, αλλά με το χιόνϊ
Δαβίδ Cahtoc
Είναι τα πουλιά για να καλέσουν την άνοιξη!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!