Παρασκευή, Ιουλίου 11, 2008

Ξέβαθη θάλασσα

Το νερό ρούφαγε μικρούς αγκαθωτούς ήλιους, κοίτα πως γίνεται, πέφτει εκείνος ο φωτεινός αχινός -κι εγώ δεν ξέρω από που –διαλύεται όταν ακουμπάει στη λεία επιφάνεια, το νερό μετατρέπει τη λάμψη σε αντανάκλαση κι αυτό ήταν όλο. Πάταγα σε ζαχαρένια άμμο βουλιάζοντας στο νερό, μια θάλασσα μόνο δικιά μου. Και ο ήλιος εξουδετερωμένος από το νερό –που το πας αυτό; Σκεφτόμουν οτι αν τα τίναζα εκεί μέσα δεν θα είχα κανένα παράπονο, ίσως ο χρόνος να ήταν λάθος αλλά ο τόπος ήταν ιδανικός –δεν μπορούμε να τα θέλουμε κι όλα δικά μας!

Τότε άκουσα τις φωνές. Αλλά δεν γύρισα να κοιτάξω –δε γαμιέσαι όποιος και να ‘σαι;

Είχαμε ξεκινήσει παραμυθιασμένοι, με προορισμό τις ξανθιές τουρίστριες που θα μας περίμεναν στα λιμάνια, πρόθυμες για όλα. Κουβαλούσαμε υπνόσακους, σκηνές και παγούρια τιγκαρισμένα στη βότκα, κουβαλούσαμε ένα πλήρες σετ εργαλείων για τα διακοσοπενηντάρια σούργελα που καβαλάγαμε, κουβαλούσαμε την κατάρα των γέρων μας για τα λεφτά που θα ξοδεύαμε άσκοπα αντί να πάμε στα κωλοχώρια μας όπου θα βρίσκαμε τα πάντα τζάμπα. Και να φανταστείς οτι τα λεφτά ήταν δικά μας, τα είχαμε δουλέψει έναν χειμώνα ολόκληρο σε δειγματοδιανομές και ιδιαίτερα μαθήματα (οι υπόλοιποι αυτό το τελευταίο, καθότι εγώ δε φτούραγα λόγω αντικειμένου σπουδών).
Έτσι επιβιβαστήκαμε στον σκυλοπνίχτη, δέσαμε, σα σαλάμια, τα σούργελα στο γκαράζ, «ρε μαλάκα, έτσι που μπέρδεψες το χταπόδι δεν θα μπορείς να το λύσεις όταν φτάσουμε!», «κάνε δουλειά σου –εδώ μιλάμε για ναυτικό κόμπο, βλέπε να μαθαίνεις», «έτσι δένουν οι ναυτικοί; και πότε το κάνουν αυτό; όταν πάνε να κρεμαστούν στο πιο ψηλό κατάρτι;»

Ήταν λοιπόν αυτή η θάλασσα που δε με άφηνε να ασχοληθώ με οτιδήποτε άλλο, είχα σημαντική δουλειά να κάνω, είχα να ψάξω κατά που πάει το ρεύμα –και δεν ήταν μόνο ένα το ρεύμα. Ενώ κέντραρα αφήνοντας ρυάκια να περνάνε κατά το πέλαγος, βιαστικά ανάμεσα στα πόδια μου, την ίδια στιγμή έτρωγα μια απαλή στην πλάτη, σε στυλ φιλικής παραίνεσης, «κατά κει πέφτει η παραλία αν ενδιαφέρεσαι». Δεν ενδιαφερόμουν. Άφηνα το νερό να κάνει τα δικά του κι εγώ κάρφωνα τα πόδια στην άμμο πεισματικά –ούτε μπρος, ούτε πίσω, εδώ είμαι καλά, λέω να μείνω. Οι φωνές συνεχίζονταν ακανόνιστα.

Ψάχναμε μια δικαιολογία να πάμε Μύκονο. Δηλαδή, κι αλλού να πηγαίναμε στ΄αρχίδια μας, αλλά την είχαμε δει «αν όχι τώρα, τότε ποτέ» με το νησί. Επειδή ήταν εκείνη η συναυλία, τρεις μέρες στην παραλία –ή κάτι τέτοιο. Θα μαζεύονταν όλα τα καλά παιδιά, γνωστοί μας νιου γουέιβ τύποι που περιμέναμε να δούμε αν θα γίνουν στάχτη από τις ακτίνες του ήλιου, κάτι παλιοί ροκάδες και μπόλικοι ενδιάμεσοι. Δέκα συγκροτήματα το σύνολο, μπορεί και περισσότερα –τι σημασία είχε; Εμείς πηγαίναμε για τη φάση, φρι κάμπινγκ και φωτιές στην παραλία τις νύχτες –κάπως έτσι το είχαμε υπολογίσει. Και για τις τουρίστριες –ξανθές, πρόθυμες, απελευθερωμένες –ροκ συναυλία ήταν, δεν μπορεί ... όλο και θα μαζεύονταν στα πέριξ.
Ξεκινήσαμε λοιπόν τις γνωριμίες στο καράβι καθότι «των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν –δεν πεινάνε», σωστά;
«Ένα 3-0 ατόφιο», μου μάγκωσε το γόνατο ο Τόλης. Σκέτη τανάλια, έδειχνε ταυτόχρονα στο βάθος κατάστρωμα, δέκα πάγκους μακριά μας.
«Σιγά ρε γαμώτο, με σακάτεψες», γκρίνιαξα.
«Καλά, θα σου περάσει. Τώρα προέχει το 3-0», με συνέφερε.
3-0, μαγικός συνδυασμός, τρεις κοπέλες μόνες τους, ασυνόδευτες. Το μαγικό βεβαίως είχε να κάνει με το γεγονός οτι κι εμείς τρεις ήμασταν.
«Και τι περιμένεις; Δεν ξέρεις τη δουλειά σου;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος κοιτάζοντάς τον. «Δώσμου ένα Κάμελ». Αυτό πήγαινε σε μένα, αφού ήμουν ο μόνιμος καπνιστής και άρα προμηθευτής των υπολοίπων.
Του έδωσα και ξάπλωσα στον άβολο πάγκο όσο πιο άνετα μπορούσα περιμένοντας τη σειρά μου. Γιατί έτσι ήταν τα πράγματα όταν επρόκειτο για γκόμενες, πρώτα ο Τόλης για πιάσιμο επαφής, μετά εγώ, ο ειδικευμένος σε θέματα γενικής φύσεως περί ανέμων και τα λοιπά, τελευταίος ο Πέτρος για να χοντρύνει τη φάση.
Ο Τόλης σηκώθηκε, οι γιακάδες του τζιν μπουφάν του σηκώθηκαν επίσης, ξεκίνησε να περπατάει με μισάνοιχτα πόδια σα συγκαμένος.
«Πάνω τους σακάτη!» πανηγύρισε ο Πέτρος.
«Λες να του την κάνουμε και να τον αφήσουμε στον άσσο;» σκέφτηκα φωναχτά.
«Πλάκα θα είχε», είπε ο Πέτρος.
«Πάει για τώρα;» τον ρώτησα.
«Άσε μωρέ τις σάχλες. Αν ήταν τίποτα κηδείες οι γκόμενες –εντάξει. Αλλά μου φαίνονται μια χαρά. Κι εσύ κάνεις όλο τα ίδια όταν έρχεται η σειρά σου να προωθηθείς».
Είχε δίκιο –όλο τα ίδια έκανα. Ποτέ δεν ήμουν άνετος με τις άγνωστες γκόμενες –γινόμουν όμως λόγω ανάγκης. Αλλά υπήρχε κάτι ακόμα, οι κοπέλες εκεί πέρα ήταν ανοιχτή βεντάλια, ξεκίναγαν από τη «σούπερ» και κατέληγαν στο «φρόκαλο». Και ποιος θα έπαιρνε το φρόκαλο; Ποιος είχε το χειρότερο μηχανάκι; Ποιος διάλεγε πάντα τελευταίος; Εκεί ακριβώς ήταν το πρόβλημά μου αν θες να ξέρεις

Ο Τόλης στραβοκοίταζε προς το μέρος μας απεγνωσμένος, είχε κάνει το κομμάτι του και τώρα καθόταν έτοιμος για κρέμασμα, με τις ατάκες ξεφούσκωτες κάτω από τα Κονβέρς του. Σηκώθηκα βιαστικά –καλύτερα να κουβάλαγα στη μηχανή μου εκείνη την ασχημομούρα της παρέας, παρά τη γκρίνια του για τις υπόλοιπες διακοπές. Πλησίασα –η φάτσα του έφεξε.
«Μάι φρεντ ...», τράβηξε μια απομίμηση Μίκυ Ρουρκ από Μπαρφλάι μεριά. Μετά με σύστησε στις κοπέλες, αρχίδια, δεν έπιασα τα ονόματά τους –έτσι κι αλλιώς θα τα ξέχναγα αμέσως -ακόμα κι αν τα καταλάβαινα.
Κάτι Ολλανδέζες ήταν, προς το «βλάχες» –μόνο τα τσόκαρα και το μαντήλι τους έλειπαν για να πάνε ν΄αρμέξουν τις ολόφρεσκες αγελάδες καταμεσής στα παχιά λιβάδια. Κοίταξα τον Πέτρο που αντικαρφωνόταν χαζεύοντας το ανοιχτό πέλαγος –τον ζήλεψα κάπως.
Μετά άρχισα μια παπαρολογία περί τόπων καταγωγής (μου είπαν κάτι μέρη άγνωστα, μάλλον από τα Τρίκαλα Ολλανδίας ήταν οι κοπέλες), περί σπουδών (νοσοκόμες ή παραδουλεύτρες σπούδαζαν –δεν το ΄πιασα καλά) και κατέληξα σε ερωτήσεις σχετικά με το πως περνάνε στη χώρα μας (πού χέστηκα δηλαδή, αλλά, να ‘χαμε να λέγαμε). Πριν το καταλάβω πλάκωσε ο Πέτρος, ηρέμησα γιατί η δουλειά μου είχε τελειώσει, ζήτησα συγνώμη και καλά για κατούρημα –ο Τόλης με ακολούθησε.
«Πως τις είδες;» ρώτησα.
«Ξενερουά» απάντησε.
«Εμένα μου λες;» παραπονέθηκα. «Ούτε με τη θεια μου δεν κάνω τόσο κόπο να βρω θέματα για κουβέντα».
«Εντάξει δεν τρέχει τίποτα», είπε.
«Άρα, τις φτύνουμε και πάμε γι΄άλλα;» χαμογέλασα.
«Τρελός είσαι;» πετάχτηκε. «Το 3-0 είναι ιερό! Αν τις αφήσουμε θα πάμε τσιφ στην κόλαση! Άλλωστε, εγώ έχω αποφασίσει να πάρω αυτή με τα κοντά μαλλιά».
Τον κοίταξα.
«Την ψηλή;»
«Την ψηλή ναι».
«Που μοιάζει με άλογο;»
«Αυτήν».
Κούνησα το κεφάλι. Είχε διαλέξει τον μέσο όρο, έμενε η «σούπερ» και το «φρόκαλο». Τι ανησυχούσα; Λες και δεν ήξερα τη μοίρα μου!

Οι φωνές κατάφεραν να φτιάξουν το δικό τους ρεύμα στη θάλασσα –τι σου λέει πάλι αυτό; Όχι γαργαλιστικό και υπόγειο σαν εκείνα που με απασχολούσαν προηγουμένως –όχι τέτοιο. Στον αφρό κυλούσε το ρεύμα από φωνές κι ο αφρός έμοιαζε με φανέλα του Ολυμπιακού –ασπροκόκκινος. Ήθελα να το αποφύγω, μην κοιτάξεις τον αφρό, κάνε βουτιά και άστον να περάσει από πάνω σου. Θα φύγει, τι θα κάνει; Πίσω είναι το ανοιχτό πέλαγος, μπροστά η παραλία που ουρλιάζει –κάτσε εδώ, εκκρεμής με τα νύχια σφηνωμένα στην υγρή άμμο, θα περάσει. Μην κοιτάς ρε ηλίθιε, βούτα όσο προλαβαίνεις! Βούτηξα. Κάτι μασίφ ερχόταν προς το μέρος μου, με σχήμα πολύ ευέλικτο. Σκέφτηκα να πάω πιο βαθιά –κώλωσα. Όταν η παραλία ουρλιάζει και το νερό κουβαλάει άσχετα χρώματα δεν πας στα βαθιά. Αλλά τότε τι κάνεις; Βγαίνεις έξω; Εκείνη η ιδέα περί του να τα τίναζα επιτόπου δεν μου φαινόταν πλέον και τόσο κακή. Το μέρος ήταν σωστό κι ο χρόνος άρχιζε να γίνεται ασφυκτικός.

Κάπνιζα σκαρφαλωμένος στα κάγκελα της πλώρης, δίπλα μου ο Τόλης ταξινομούσε του καλού καιρού.
«Εκείνη θα γούσταρα να τη σκίσω με εμπάθεια –κοίτα στυλ το σκυλί! Από αυτές που δεν καυλώνουν με το πήδημα αλλά με τους άντρες να τις παρακαλάνε! Πολύ εμπάθεια ρε συ, σεξ και βία στο Ιράν, τέτοια φάση θα γούσταρα μαζί της!»
Το «Σεξ και βία στο Ιράν» ήταν το πρώτο βιβλίο που είχα μεταφράσει, την εποχή που ήμουν εργαζόμενος καταληψίας. Πάει να πει, είχαμε καταλάβει τη σχολή και τα ΚΝΑΤ μας πετάγανε αναμμένα στουπιά απ΄έξω κι εγώ κύριος στο έρημο αμφιθέατρο, κάπως μελαγχολικός και χλωμός από το ξενύχτι μετάφραζα τσόντες για να βγάλω κανένα ψιλό. «Σεξ και βία στο Ιράκ» -μια βδομάδα δουλειά, ενός μήνα χαρτζιλίκι. Κοίταξα την κοπέλα που ήθελε να σκίσει ο Τόλης, μια κανονική κανονικότατη μου φάνηκε. Είχε και σγουρό μαλλί, όμορφη κάπως, μετρημένα έκφυλη.
«Που τα είδες όλα αυτά ρε;» τον ρώτησα.
«Ποια;»
«Αυτά οτι γουστάρει οι άντρες να την παρακαλάνε κι έτσι ...»
Με χτύπησε πατρικά στην πλάτη επιδεικνύοντας την αναμφισβήτητη σοφία του γεροντότερου. Παρ΄όλα αυτά εξακολουθούσα να του ρίχνω έναν χρόνο στ΄αυτιά.
«Το γράφει στο μέτωπό της ρε κορόιδο, το φωνάζει με ντουντούκα, το έχει κρεμάσει γιγαντοπανώ και το σέρνει με ελικόπτερο πάνω από το καράβι. ‘Παρακάλα με σκλάβε να σου κάτσω’, δεν το βλέπεις;»
Κοίταξα ψηλά. Δεν το έβλεπα.
«Παλιοπουτάνα!» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Τόλης και σταμάτησε να ασχολείται.
Σφήνωσα το τσιγάρο ανάμεσα στον μέσο και τον αντίχειρα, σημάδεψα μεσοπέλαγα και το σούταρα.
«Δεν πάμε να δούμε τι κάνει ο άλλος;» πρότεινα.
«Κάτσε, έπιασε λιμάνι το καράβι –κάτσε να ελέγξουμε τις διαδικασίες πρόσδεσης», παρακάλεσε ο Τόλης.
Κολλήματα τέτοια είχε πολλά. Καθίσαμε λοιπόν και χαζεύαμε τους κάβους.
«Κοίτα ρε! Κοίτα!» μου σακάτεψε τον καρπό με ατσαλένια δάχτυλα ο Τόλης.
«Τι ΄ναι πάλι;» τσίριξα.
«Κοίτα αυτό εκείνο το αγγελουδάκι! Οπτασία σκέτη!»
Κοίταξα την ξενέρωτη, κοκαλιάρα ξανθιά που έδειχνε –εντάξει, καλή φάτσα αλλά σκελετός χωρίς κρέας κάτω από το δέρμα. Δεν είπα τίποτα.
«Άγγελος! Αθώα, αγνή! Πόσο θα γούσταρα να τη σκίσω!» μουρμούρισε ο Τόλης.
«Κάτσε ρε μαλάκα! Την άλλη τη σκύλα, λέμε τώρα, να τη σκίσεις –το καταλαβαίνω. Αλλά αυτή που είναι αγνό, αθώο αγγελούδι; Πάλι να τη σκίσεις;» αγανάκτησα.
«Ναι! Αλλά αγνά, τρυφερά! Όχι με εμπάθεια όπως την άλλη την παλιοπουτάνα!» μουρμούρισε αναπολώντας ήδη.
Δεν έβγαζα άκρη.
Τότε ήρθε ο Πέτρος χαρούμενος και τουριστικός. Απορήσαμε.
«Τι κάνεις εδώ ρε; Που είναι οι γκόμενες;»
Μας κοίταξε λες και μόλις τώρα τις θυμήθηκε.
«Αααα, αυτές; Κατέβηκαν».
«Τι έκαναν;»
«Κατέβηκαν εδώ στην Τήνο».
Φάγαμε μπόλικα βολτ στο απότομο.
«Και γιατί δεν μας το είπες πιο πριν ρε μαλάκα;»
Έξυσε το κεφάλι του.
«Σας το λέω τώρα».
«Ναι αλλά τώρα είναι αργά! Δεν προλαβαίνουμε να κατέβουμε μαζί τους!»
Μας κοίταξε απορημένος.
«Γιατί να κατέβουμε; Μύκονο δεν πάμε;»
Τι να του λέγαμε; Τίποτα δεν του είπαμε, το αφήσαμε να δουλεύει μέσα μας και που ξέρεις; Αν ήμασταν τυχεροί, δυο τρία τέτοια ακόμα και θα το κονομάγαμε το έλκος στομάχου –αλλά, καλύτερα στομαχικός παρά φονιάς πίσω απ’ τα κάγκελα.

Το πήρα απόφαση να βουτήξω εκεί που στεκόμουν. Να καθίσω κάτω από το νερό, να περάσουν όλα από πάνω μου –όλα περνάνε, έτσι δε λένε; Σαχλαμάρες. Άνοιξα τα μάτια, έψαξα εκείνο το μασίφ σκουπίδι που ερχόταν κατά δω και ήταν ένα λερωμένο πουκάμισο. Δεν υπήρχε λόγος να κρύβομαι –οι φωνές πλησίαζαν γιατί κάποιοι είχαν μπει στη θάλασσα.

«Μην είσαστε μαλάκες! Σε δυο μέρες θα έρθουν Μύκονο οι γκόμενες», φώναξε ο Πέτρος για ν΄ακουστεί μέσα από τον θόρυβο των κινητήρων.
Λιώναμε στο καμίνι του αμπαριού, περιμένοντας ν΄ανοίξει η μπουκαπόρτα. Καπνός και άκαυστη βενζίνη, μυρωδιά από γράσο και αναμονή.
«Και που θα μείνουν;» ρώτησε κάπως μανουριασμένος ακόμα ο Τόλης.
«Στο κάμπινγκ».
«Γιατί δεν τους είπες να έρθουν στη συναυλία;»
«Τους το είπα».
«Μάλιστα. Και;»
Η μπουκαπόρτα άνοιξε και οι γρήγοροι ξεχύθηκαν κορνάροντας. Κατεβήκαμε όταν έσπασε κάπως ο συνωστισμός, τέσσερις κτηνώδεις BMW μας διπλάρωσαν, οι αναβάτες έσκυψαν να μας μιλήσουν, οι boxer κόντεψαν να μας τσακίσουν τα γόνατα όσο τα κτήνη πλάγιαζαν. Φώναζαν κάτι στον Τόλη. Πλησίασα.
«Φρι κάμπινγκ! Γουέαρ;» άκουσα το γομάρι να ρωτάει –δερμάτινο γιλέκο ανοιχτό, δερμάτινο παντελόνι, χαϊμαλιά.
Ο Τόλης με κοίταξε.
«Γράφτους στ΄αρχίδια σου τους μαλάκες και μη λες τίποτα», του φώναξα. «Αν φέρουν τις γουρούνες τους εκεί που πάμε θα γίνει κατολίσθηση».
Ο Τόλης μου έκλεισε το μάτι κι έκανε τον ανήξερο. Στο λιμάνι είχε νυχτώσει –ξεκινήσαμε, ο ένας πίσω από τον άλλο.
«Πάω μπροστά, τον ελέγχω το δρόμο», μας σφύριξε ο Τόλης.
Το δεχτήκαμε. Σε θέματα προσανατολισμού ήταν άπιαστος.
Αφήσαμε πίσω τα τελευταία σπίτια και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε σε φιδίσιες ανηφόρες. Αρχίσαμε και τις πλάκες στις στροφές, πατάγαμε φρένο όσο αργότερα γινόταν, κάτι γκρεμοί μας περίμεναν, αλλά ήταν πίσσα σκοτάδι και δεν τους βλέπαμε.
«Κόψε, κόψε», έκανε νόημα στον Τόλη ο Πέτρος.
Βγήκαμε στην άκρη του δρόμου.
«Τι έγινε;»
«Δε βλέπετε τα φώτα από κάτω; Οι Γερμαναράδες μας ακολουθούν», έδειξε ο Πέτρος.
«Πολύ καργιόληδες!» παρατήρησε ο Τόλης. «Άστο σε μένα, θα τους στείλω για βρούβες».
Ξεκίνησε, ακολουθήσαμε –οι ανηφόρες έγιναν κατηφόρες, πήρε κάτι χωματόδρομους, χώθηκε σε χωράφια, ακούγαμε σκυλιά από παντού. Αν δεν είχαμε χάσει το δρόμο, θα τον χάναμε εντός ολίγου, κοίταξα τον μετρητή στο καντράν για να βεβαιωθώ ότι είχαμε μπόλικη βενζίνη ακόμα. Είχαμε. Ο Τόλης σταμάτησε στη μέση του πουθενά.
«Σβήστε φώτα», είπε.
Τα σβήσαμε. Περιμέναμε εκεί, σταματημένοι, μόνο τα μέταλλα των εξατμίσεων ακούγονταν να κροταλίζουν ακατάστατα. Σε λίγο είδαμε τα φώτα τους, κρατήσαμε τις ανάσες μας –χωρίς να χρειάζεται.
Μας προσπέρασαν, 100 μέτρα παραπέρα. Αφήσαμε ένα πεντάλεπτο να περάσει.
«Πάμε τώρα», είπε ο Τόλης.
Ξεκινήσαμε τις μηχανές.
«Ξέρεις το δρόμο;» ρώτησα.
«Που να τον ξέρω ρε μαλάκα;» αγανάκτησε ο Τόλης. «Αφού δεν έχω ξανάρθει!»
Δίκιο είχε.

Άνθρωποι πλησίαζαν τρέχοντας μέσα στην ξέβαθη θάλασσα.

Τελικά τη βρήκαμε την παραλία. Δεν βλέπαμε την τύφλα μας εκεί κάτω, μονάχα σκόρπιες φωνές ακούγονταν –άντε να στήσεις σκηνή!
«Έχει κανένας ιδέα από πού βγαίνει ο ήλιος;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Από την ανατολή», είπα.
«Μπράβο χιούμορ!» παρατήρησε. «Ελπίζω να το έχεις ακόμα αύριο το πρωί, όταν θα μας τηγανίζει ο ήλιος από τις 6».
«Στήστε ρε όπου νάναι», φώναξε ο Τόλης. «Σιγά μην έχουν αφήσει τις καλές καβάτζες για μας –όταν ξημερώσει βλέπουμε πως θα βολευτούμε».
Στήσαμε με κάποια υποτυπώδη πασαλάκια –πετάξαμε μέσα τα μπαγκάζια για να μην μας πάρει ο αέρας τη σκηνή. Μετά καθίσαμε για να χαζέψουμε την απεραντοσύνη των άστρων. Αλλά είχε συννεφιά.
Σε λίγο άνοιξαν οι πύλες της κόλασης και πετάχτηκαν θηρία ουρλιάζοντας μεταλλικά, φώτα έλουσαν την παραλία, σκόνη σηκώθηκε. Κοιτάξαμε πίσω έκπληκτοι. Από κάποιες διπλανές σκηνές μουρμούρισαν διαμαρτυρίες. Ο θόρυβος δυνάμωνε μαζί με τα φώτα.
«Τι τρέχει ρε;» αναρωτήθηκα.
«Τα γομάρια οι Γερμανοί βρήκαν την παραλία», είπε ο Πέτρος.
Κάτι κοφτές βρισιές σε στυλ «απόβαση» τον επιβεβαίωσαν.
«Καλά που τους στείλαμε για βρούβες!» επεσήμανα στον Τόλη.
Σήκωσε τους ώμους.
«Ότι μπορούμε κάνουμε», απάντησε.

Το πήρα απόφαση, ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να πνιγείς σε βάθος 1,60. Μπορούσα να ακολουθήσω τους αλλοπαρμένους που με προσπερνούσαν, να πάω μαζί τους βαθύτερα. Αλλά δεν υπήρχε λόγος. Η επιφάνεια του νερού είχε μουχλιάσει, η θάλασσα δεν κατάπινε ήλιους πλέον, δεν προστάτευε κανέναν. Θα είχα ήδη ξεκινήσει για να βγω έξω αν δε σιχαινόμουν τις κηλίδες που λέκιαζαν τον αφρό.

Η μέρα ξημέρωσε σκέτη απογοήτευση. Τα μισά συγκροτήματα ακουγόταν ότι δεν θα έρχονταν να παίξουν. Η σκηνή στημένη στη μέση της παραλίας, πιτσιρικάδες να ρολάρουν μπαλαντέζες για ρεύματα, ο Βαβούρας έκανε μαλακίες στην άμμο με ένα κανιβαλισμένο XL –σκέτη παρακμή.
«Λες να γίνει τελικά η συναυλία;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Δεν βουτάμε καλύτερα;» είπε ο Τόλης. «Αν είναι νάρθει θε να ΄ρθει …»
«… αλλιώς θα προσπεράσει», συμπλήρωσε ο Πέτρος.
Ψάξαμε για μαγιό μέσα στο γιουσουρούμ της σκηνής.

Περπάτησα μέχρι εκεί που η άμμος γινόταν βότσαλο, χρειαζόμουν να βρω κάποια πραγματικότητα και να κρεμαστώ πάνω της. Δεν γινόταν να το αναβάλλω περισσότερο –έπρεπε να κοιτάξω προς την παραλία. Κοίταξα. Καμιά δεκαριά άντρες με καρό πουκάμισα κυνήγαγαν κόσμο κραδαίνοντας γκλοπς. Κοίταξα καλύτερα. Πλησίαζαν ανθρώπους, άλλους τους χτυπούσαν στην πλάτη και για άλλους αδιαφορούσαν. Εντελώς συγχρονισμένα φρέναραν, έπαιρναν βαθιές ανάσες που ακούγονταν μέχρι εκεί που βρισκόμουν. Μετά ξεκινούσαν πάλι. Τρέξιμο, χτυπήματα, τρία στον αέρα, ένα σε πλάτη –σταματούσαν. Ένιωσα ένα τσίμπημα στη γάμπα, κοίταξα –μια γυναικεία τσάντα περνούσε από δίπλα μου κολυμπώντας στον αφρό.

Περιμέναμε να βραδιάσει, περιμέναμε ν΄αρχίσει η συναυλία τσαλαβουτώντας στη θάλασσα, κάτι αρχαίοι από δίπλα μάς κέρασαν κονσέρβα ζαμπόν, ψωμί και ζεστό κρασί. Μιλήσαμε λίγο μαζί τους –καμιά επαφή. «Πις μπράδερ, γιούνιτι» και «στρίψε κανά τρίφυλλο, ζαβλακώσαμε στο λιοπύρι» -καθόμασταν στον κύκλο τους και σκεφτόμασταν περί «πις» γιατί από ώρα μας είχε πιάσει κατούρημα.
«Πάμε για εξερεύνηση;» πρότεινε ο Τόλης.
«Πήγαμε», απαντήσαμε οι υπόλοιποι με ένα στόμα και σηκωθήκαμε.
Κάτι σκιερές καβάτζες με σκοίνα θα ήταν μια χαρά μέρος να κάνεις την ανάγκη σου αν δεν τις είχαν πιάσει άλλοι, με σκηνές και υπνόσακους. Βρήκαμε όμως μια καντίνα, αγοράσαμε μπουκάλια μπύρες και πατατάκια –για την κακιά την ώρα που θα μας επισκεπτόταν κανένας. Επιστρέψαμε στη σκηνή μας, θάψαμε τα μπουκάλια στο κύμα, να κρατηθούν δροσερά, βαρεθήκαμε απότομα. Αποφασίσαμε λοιπόν να πέσουμε επιτόπου –κάποιος ύπνος κάτω από τον ήλιο, τι άλλο να κάναμε;
«Ρε σεις ξεχάσαμε να κατουρήσουμε!» θυμήθηκε ο Πέτρος.
«Κάντα πάνω σου, δυο μέτρα από το νερό είμαστε», είπε ο Τόλης χωρίς ν΄ανοίξει τα μάτια.
Αυτό κάναμε.

Άφησα πίσω μου τη σιγουριά του νερού και περπάτησα στην αμμουδιά πατώντας σπασμένα ουρλιαχτά. Δεν είχα σκεφτεί μέχρι τώρα να ψάξω τους δικούς μου –σίγουρος ότι κάπου θα είχαν βολευτεί μέχρι να περάσει η φασαρία. Αλλά ένιωσα μόνος και οι άντρες με τα καρό πουκάμισα αλώνιζαν στα πέριξ, τους χρειάστηκα απότομα τους δικούς μου. Χρειάστηκα την ψευδαίσθηση της προστασίας –τρεις είναι πάντα δυνατότεροι από έναν μόνο του. Κοίταξα τριγύρω. Κάποιος βόγκηξε δίπλα μου, απέφυγα να κοιτάξω. Ένα ξύλο πεταμένο στην άμμο, το κλώτσησα επιφυλακτικά –λουστραρισμένο ξύλο, σπασμένο στη μια άκρη, ένα γκλοπ που είχε τσακίσει στα δύο. Εδώ θα μας σκοτώσουν, θα πεθάνουμε εδώ πέρα –δεν γινόταν να μην το σκέφτομαι όσο κι αν προσπαθούσα.

Ξυπνήσαμε από την τσίκνα –κάτι καιγόταν, μαργαρίνη και αλουμίνιο. Κοίταξα στο πλάι, δυο κοπέλες με μαγιό είχαν ανάψει γκαζάκι κάτω από μια κατσαρόλα. Σκούντηξα τον Τόλη.
«Τι γίνεται ρε; Μαγέρικο άνοιξε εδώ δίπλα;» ρώτησα.
«Γίνεται ότι δυο γκομενίτσες αποφάσισαν να μας ταΐσουν κι εσύ γκρινιάζεις άνευ λόγου», μου απάντησε. «Πάμε να πλυθούμε λίγο στη θάλασσα πριν τις γνωρίσουμε».
Έτσι ακριβώς κάναμε. Ο Πέτρος κοιμόταν του καλού καιρού, οι κοπέλες ήταν Σκωτσέζες και χρειάζονταν επειγόντως παρακολούθηση μαθημάτων σε κάποιο καλό φροντιστήριο ξένων γλωσσών –για να φτιάξουν την προφορά τους.
«Θενκ γε ανκόλι», γέλασε η μια τους αρπάζοντας το κοχύλι που της έσωσε ο Τόλης.
«Τι είναι το ανκόλι ρε μαλάκα;» με ρώτησε ψιθυριστά.
«Ξέρω ΄γω; Μάλλον σε προειδοποιεί ότι δεν το κάνει από πίσω», απάντησα.
«Χέι! Μάκκερ!» μου φώναξε η φιλενάδα της.
Κοιτάχτηκα με τον Τόλη.
«Με βρίζουν κι εμένα τώρα;» αναρωτήθηκα.
Χαμογελάσαμε σαν ηλίθιοι. Είχαμε μια ευχάριστη επικοινωνία με πολλές προοπτικές. Οι γκόμενες έδειχναν πρόθυμες μέχρι και την κατσαρόλα τους να μας αφήσουν να τους πλύνουμε. Ο Τόλης έτρεξε να ξυπνήσει τον Πέτρο μπας και βγει καμιά άκρη.

Πέρασα δίπλα από κάτι που θα πρέπει να ήταν σκηνή. Κάποτε. Γιατί τώρα έμοιαζε με μουσαμαδένιο χαλί κακοστρωμένο στην αμμουδιά. Στάθηκα εκεί –δεν μπορούσα να το περάσω, ήθελα, δεν μπορούσα. Κοίταξα καλύτερα. Κάτι σάλευε εκεί κάτω. Δεν ήταν βουναλάκι στην παραλία, κάτι άλλο βρισκόταν εκεί μέσα –έμοιαζε ζωντανό. Δεν ήθελα να κοιτάξω άλλο. Πισωπάτησα, αν δεν μπορούσα να το προσπεράσω, μπορούσα όμως να απομακρυνθώ. Συνέχιζε να κουνιέται. Δυο καρό πουκάμισα αγωνίζονταν ν΄ανοίξουν την ισοπεδωμένη σκηνή. Έστριψα το κεφάλι τόσο απότομα που νόμισα ότι θα ξεκολλήσει από το σβέρκο μου. Δεν ήθελα να δω τι θα βγάλουν από εκεί.

Η συναυλία είχε ξεκινήσει, αλλά τα πράγματα παρέμεναν ψόφια. Λίγος κόσμος κοντά στη σκηνή, πήγα να δω τι γίνεται –οι «Αέρα Πατέρα» γεμάτοι αλάτια, ανόρεχτοι –ο κιθαρίστας καθιστός σε μια καρέκλα. Χίλιες φορές προτιμότερες οι Σκωτσέζες, αν πίναμε και καμιά μπύρα μπορεί να καταλαβαίναμε στοιχειωδώς τι μας έλεγαν.

Έτσι ήθελα να πιστεύω.

Είχε πάρει να ξημερώνει κι εμείς αραγμένοι στα υποστρώματα κοιτάζαμε τον έναστρο ουρανό. Μαλακίες –είχε ακόμα συννεφιά. Κάποιο κύμα έσκαγε παραλιακά, υπήρχαν φωτιές αναμμένες τριγύρω, βαριόμασταν να σηκωθούμε.
«Ωραίες οι Σκωτσέζες!» ανακεφαλαίωσε ο Πέτρος.
«Μόνο ωραίες; Θεές!» επαύξησα.
Ο Τόλης ήταν αμίλητος. Είχε εξαντληθεί κάνοντας τον καραγκιόζη, είχαμε βαρεθεί να προσπαθούμε –οι Σκωτσέζες διέθεταν λίγο περισσότερο χιούμορ από τα φύκια. Ή λίγο λιγότερο, δεν βγάλαμε άκρη.
«Τελικά κατάλαβες τι μας έλεγαν;» ρώτησα τον Πέτρο.
«Χριστό!» απάντησε έκπληκτος.
«Πως δεν κατάλαβες; Μια χαρά κατάλαβες μαλάκα, μέχρι πλαστική σακούλα τους έφερες!» φώναξε ο Τόλης κοιτάζοντας ψηλά.
«Λες για …»
«Ναι ρε, λέω για …»
Για τα μπουκάλια. Είχαμε κουβαλήσει τις μπύρες μας στις Σκωτσέζες κι αυτές κέρασαν κάτι μακαρόνια που δεν τρώγονταν ούτε από γουρούνια. Μας κόντραραν στο ‘ποιος πίνει πιο γρήγορα΄, τις αφήσαμε να κερδίσουν περιμένοντας να επωφεληθούμε στη συνέχεια. Όταν τέλειωσαν οι μπύρες, σηκώνεται η μια και ρωτάει …
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» τσιρίζει ο Τόλης σα σκυλί που αλυχτάει στο φεγγάρι.
Αυτό ακριβώς μας ρώτησε! Ήθελαν τα άδεια μπουκάλια για να τα επιστρέψουν και να πάρουν λεφτά!
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» ουρλιάζει ο Τόλης καθώς πετάγεται σα μπεχλιβάνης και χοροπηδάει γύρω από τη σκηνή.
Ο Πέτρος τους είχε δώσει τα μπουκάλια, τους είχε φέρει και μια σακούλα από τη σκηνή για να τα κουβαλήσουν. Οι Σκωτσέζες μας είχαν καληνυχτίσει (Γκόιντ νιχτ!) και είχαν φύγει.
«Χουέρ’ς δε μποτλς Πέτρος;» μουρμούρισε ο Τόλης πέφτοντας στην άμμο με τα μούτρα.

Ήταν ένας ψαρομάλλης με κομμένο τζιν, χαϊμαλιά και τατουάζ. Καθόταν και κάπνιζε, ακουμπώντας σ΄ένα μικρό βράχο. Σωριάστηκα δίπλα του, γιατί έψαχνα πλέον έναν οποιοδήποτε άνθρωπο σ΄αυτό τον πανικό. Τα καρό πουκάμισα κινούνταν πιο αργά τώρα.
«Τι έγινε εδώ πέρα;» ρώτησα.
Άνοιξε ένα πακέτο Σαντέ, μου έδωσε τσιγάρο κοιτάζοντας τη θάλασσα.
«Χτες βράδυ κάποιοι την έπεσαν στο μπατσάδικο της πόλης, πέταξαν σκουπιδοτενεκέδες, πλάκωσαν στις μάπες το φρουρό … Μαζεύτηκαν τώρα όλοι οι μπάτσοι του νησιού και ήρθαν να τους ξετρυπώσουν, έψαχναν ώρα πολλή, μέχρι που βρήκαν εκείνη τη σκηνή με τους μαυριδερούς και τους λιάνισαν …»
Πιέστηκα πολύ για να μην κοιτάξω αυτόματα «εκείνη τη σκηνή». Ο κόσμος λαχάνιαζε ασυντόνιστα.

Κοιμηθήκαμε με κεφάλια βαριά –αλλά όχι από τις μπύρες. Πρώτη μέρα διακοπών, πλήρης αποτυχία, αν πήγαινε έτσι η υπόθεση, στο τέλος θα νοσταλγούσαμε τα σπίτια μας.
«Διακοπές πας για να κακοπεράσεις και να εκτιμήσεις το σπίτι σου», σχολίασε ο Τόλης όταν του το είπα.
«Και οι ξανθές, πρόθυμες για όλα, τουρίστριες;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Ναι –τι έγινε μ΄αυτές;» έκανε ο Τόλης. «Κυκλοφορούν σε αφθονία, έτσι ν΄απλώσουμε το χέρι θα αρπάξουμε 10. Αλλά δεν θέλουμε –κατάλαβες;»
«Δεν θέλουμε», επανέλαβα.
«Έχουμε επίπεδο!» διακήρυξε ο Τόλης.
«Κυρίως μορφωτικό, αλλά και βιοτικό», υποστήριξα.
«Δηλαδή, αν μας κάθονταν οι Σκωτσέζες δεν θα τις πηδάγαμε;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος.
«Ρε, θα τις σκίζαμε –αλλά δεν μας έκατσαν, εκεί είναι το θέμα», εξήγησε ο Τόλης.
«Θα τις σκίζαμε λες;» τον ρώτησα.
«Σαφώς», με διαβεβαίωσε.
«Και πως θα γινόταν δηλαδή; Με εμπάθεια ή χωρίς;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Με πολύ προσπάθεια, για να μη μας πάρει ο ύπνος πάνω στη φάση», απάντησε.
Μετά γύρισε πλευρό και ξεράθηκε. Έκανα το ίδιο αν και δε νύσταζα –το πρωί ξύπνησα πρώτος απ΄όλους, ξεδιπλώθηκα μουδιασμένος και αποφάσισα να βγω έξω για τσιγάρο. Άνοιξα το φερμουάρ. Μια αγελάδα με κοίταζε! Το ξανάκλεισα. Σκούντησα τον Τόλη.
«Ξύπνα μαλάκα! Είναι μια αγελάδα εδώ απέξω!» του είπα.
«Ξανακοιμήσου και θα δεις διαφορετικό όνειρο», με διαβεβαίωσε.
«Δεν την είδα στον ύπνο μου ρε! Στ΄αλήθεια την είδα!»
Άνοιξε ένα μάτι.
«Εντάξει, πήγαινε άρμεξέ την και μετά ειδοποίησέ μας για μπρέκφαστ», είπε.
Μετά το ξανάκλεισε –κοιμήθηκε.

Βγήκα έξω, η αγελάδα ήταν ακόμα εκεί. Πήγα κολλητά στη σκηνή να μην την ενοχλήσω, αλλά έδειχνε να αδιαφορεί για μένα. Πάντως, για καλό και για κακό, άρπαξα τα Κάμελ και άραξα στην ακροθαλασσιά, μακριά της. Λες να μάσαγε τους μουσαμάδες της σκηνής; Αδιαφόρησα. Τι άλλο να ΄κανα; Α ναι, βρήκα κάποιο εμφιαλωμένο στη γύρα και έφτιαξα έναν νες νερόπλυμα.

Σηκώθηκα τον ευχαρίστησα για το τσιγάρο, κοιτάζοντας τα καρό πουκάμισα που απομακρύνονταν, σέρνοντας κάτι υπολείμματα ανθρώπων μαζί τους. Ο κόσμος είχε σταματήσει. Σε λίγο θα μαζεύονταν σαν τις μύγες πάνω από τη λιωμένη σκηνή. Δεν είχα σκοπό να πάω κατά ΄κει.

«Είναι μια αγελάδα έξω από τη σκηνή μας», είπε ο Πέτρος ενώ καθόταν δίπλα μου.
«Αλήθεια;» το έπαιξα έκπληκτος.
«Ναι σου λέω!» φώναξε, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι το πήγαινα για καζούρα. Έκοψε την κουβέντα.
«Ο Τόλης κοιμάται ακόμα;» ρώτησα.
«Μπα –σηκώθηκε πριν από μένα. Αλλά δεν ξέρω που είναι», απάντησε.
Κοίταξα τον τελειωμένο καφέ μου και την ήσυχη θάλασσα.
«Να στο αφήσω να το πετάξεις;» έδειξα το πλαστικό κυπελλάκι στον Πέτρο. «Λέω να βουτήξω μπας και ξυπνήσω».
Έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε να πάει προς τη σκηνή. Εγώ άφησα το πακέτο στην αμμουδιά και μπήκα στο νερό. Παγωμένο ήταν, αλλά προχώρησα έτσι κι αλλιώς. Όταν βράχηκα ολόκληρος μου έφυγε η κρυάδα. Κοίταξα τη θάλασσα τριγύρω. Το νερό ρούφαγε αγκαθωτούς ήλιους, κοίτα πως γίνεται …

«Που ήσουνα ρε μαλάκα;» με βούτηξε από το μπράτσο ο Τόλης.
«Μέσα στη θάλασσα», απάντησα.
«Καλά –εδώ έγινε της πουτάνας κι εσύ έκανες μπανάκι;»
«Τι να κάνω δηλαδή;»
«Την πέσανε σε μια σκηνή και ρίξανε οχτακόσα κιλά ξύλο!»
«Ναι, το έμαθα …»
«Κάποιους πιάσανε –πάμε να δούμε!»
Τον ακολούθησα αβέβαια. Στην αρχή της ανηφόρας είχε μαζευτεί κόσμος, τα καρό πουκάμισα έβριζαν. Δεν ήθελα να δω αυτούς που σέρνανε μαζί τους.
«Ένας ξέφυγε, νόμιζαν ότι ήταν λιπόθυμος από το ξύλο, αλλά σηκώθηκε και την κοπάνησε», μου είπε στ΄αυτί ο Πέτρος.
«Διαλυθείτε ήσυχα!» φώναξε ένα καρό πουκάμισο.
«Μη σας γαμήσουμε κι εσάς», συμπλήρωσε ύπουλα ένα άλλο.
Κοίταξα.
Ο άνθρωπος με τις χειροπέδες δεν είχε πρόσωπο –μόνο το στόμα ξεχώριζε. Δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια, μάλλον με κατάλαβε, μπορεί και όχι.
«Τελ εμ», ψέλλισε αργόσυρτα. «Τελ εεεεμμμ».
Να τους πω. Τι να τους πω; Γύρισα την πλάτη κι έφυγα από το μπούγιο. Έτρεξα μέχρι τη σκηνή μας, χώθηκα μέσα, μετά από λίγο βυθίστηκα σε λήθαργο. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε …
«Ξύπνα ρε βόδι. Βόηθα λίγο –μαζεύουμε!» ο Τόλης με σκούνταγε βίαια.
«Τι έγινε;»
«Μαζεύουμε –την κάνουμε, ξύπνα να βοηθήσεις!»
«Που πάμε;»
«Στο κάμπινγκ ρε βλάκα. Να περιμένουμε τις Ολλανδέζες».
«Ποιες;»
Ο Τόλης με κοίταξε.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν έφαγες καμιά αδέσποτη από τους μπάτσους; Γιατί ρετάρεις άσχημα, γι΄αυτό το λέω».
Σύρθηκα στα γόνατα, βγήκα από τη σκηνή, κόντευε μεσημέρι. Οι άλλοι είχαν σχεδόν τελειώσει, τσαλάκωσα τα υπάρχοντά μου και τα στρίμωξα όπως-όπως, να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα. Μετά μπήκα στη σκηνή για να μαζέψω τα υποστρώματα, βρήκα εκεί μέσα ένα κομμάτι χαρτί, τσαλακωμένο –το ξεδίπλωσα.

Διάβασα …
«Το νερό ρούφαγε μικρούς αγκαθωτούς ήλιους, κοίτα πως γίνεται, πέφτει εκείνος ο φωτεινός αχινός -κι εγώ δεν ξέρω από που –διαλύεται όταν ακουμπάει στη λεία επιφάνεια, το νερό μετατρέπει τη λάμψη σε αντανάκλαση κι αυτό ήταν όλο.»

Τσαλάκωσα πάλι το χαρτί, βγήκα έξω και το έθαψα βαθιά στην άμμο. Ύστερα έμεινα να κοιτάζω το βουναλάκι που είχα φτιάξει.
«Θ΄αργήσεις πολύ ακόμα;» φώναξε ο Τόλης μαρσάροντας το διακοσοπενηντάρι του.
«Έρχομαι!» είπα.

31 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Δε σε προλαβαίνει κανείς εσένα. πολυγραφότατος.

Ωραία ιστορία. Κ τα κομμάτια με τα πλάγια γράμματα καταπληκτικά.

Αυτό: "Γιατί έτσι ήταν τα πράγματα όταν επρόκειτο για γκόμενες, πρώτα ο Τόλης για πιάσιμο επαφής, μετά εγώ, ο ειδικευμένος σε θέματα γενικής φύσεως περί ανέμων και τα λοιπά, τελευταίος ο Πέτρος για να χοντρύνει τη φάση."

Για κάτι τέτοια ζηλεύω τους άντρες. Που φτιάχνουν τέτοια σχέδια... ολόκληρη περιπέτεια.
Θα 'χει συνέχεια αυτή η ιστορία;

Μπήκα πριν καιρό κ διάβασα κ το τέλος της ιστορίας, με τον Ανώνυμο (που με χάλασε λίγο που είδα σχόλιό σου ότι η Ανωνυμία του δεν ήταν δική σου εφεύρεση)...

Το τέλος ήταν καταπληκτικό αλλά όταν τη διαβασα δεν ήθελα ν' αφησω σχόλιο. Πραγματικά όμως ήταν πανέμορφο το τέλος. Αν κ μου είχε αρέσει κ μία άλλη εκδοχή του ήρωα με εξοχή κ λειβάδια κάπου με την Έλλη.

Πολύ ωραίο κ το υστερόγραφο που άφησες κ ειδικά με την τελευταία φράση που την έχεις πει κ άλλες φορές, αλλά εδώ μου άρεσε.

Πάω να δω κ τα άλλα που έχεις βάλει. ειδά κάτι φώτος από έναν ηθοποιό που άρεσε πολύ όταν ήμουν μικρή, αλλά ποτε δεν είδα ταινία του.

Χαιρετισμούς κ στον δικό μας Ανώνυμο.
Κάτι τα τραγούδια που είχε δώσει στο ποστ με τον Τζούμα, ο γνωστός Ανώνυμος τα είχε δώσει ή ο V.;

Ανώνυμος είπε...

Α, τώρα διάβασα κ τα σχόλια τα δικά σου κ του Λύκου για την Έλλη.

Εγώ πάντως το είχα δεδομένο ότι πέθανε κ η Έλλη.
Τώρα με μπερδεύεις.

xylokopos είπε...

Σεξ και Βία στο Ιράν!

Τι γαμάτος τίτλος! Είναι υπαρκτό βιβλίο? Τα σκάω για να το αποχτήσω.

Το γκομένισμα μου θυμίζει Θεωρία Παιγνίων.

Κατα τάλλα, ξεκωλώθηκες να γράφεις τις τελευταίες βδομάδες.

Ανώνυμος είπε...

Τα τραγούδια τάχε δώσει ο γνωστός ανώνυμος ... για τηνΕΙΙ

Ανώνυμος είπε...

Μαρή γεροντόφιλη, τον ξεζούμισες τον χριστιανό. Άπαπα... καλέ, είπαμε να αποτέτοιο, άλλα όχι κι έτσι, με ρέγουλο.

Ανώνυμος είπε...

Ενδιαφέρων να υπάρχουν δύο Ανώνυμοι με διαφορετική γλώσσα ο καθένας... Είσαι να δούμε ποιός είναι πιό δυνατός στα πουστιρλίκια?

Ανώνυμος είπε...

Μεσαίε ανώνυμε...
άουτς!... πόνεσα τώρα :Ρ

Ανώνυμος είπε...

Μεσαίε!!! ΜΕΣΑΙΕ!!! Μ Ε Σ Α Ι Ε!!!

Ανώνυμος είπε...

@12:02 πμ
Αν είσαι ο ανώνυμός μου, γύρνα στο δικό μου μαγαζί αμέσως! Δε σου επιτρέπω να βρίζεις και άλλους. Μόνο εμένα θα βρίζεις κατάλαβες;

Ανώνυμος είπε...

Ένας είναι ο ανώνυμος. ♕

Ανώνυμος είπε...

Που πα ρε μάστορη και αφήνεις ξεκλείδωτο το μαγαζί σου, αμέρικαν μπαρ το καταντήσανε δω μέσα. Για πάτα και κανά delete να φύγει το σκαλιμέντο και που'σαι ε, σβήσε και την τελίτσα από κάτω.

Ανώνυμος είπε...

[φίλος, ο/η: υπερθετικός βαθμός της λέξης "άγνωστος" (άγνωστος – γνωστός - φίλος) , τιμητικός τίτλος που απονέμεται κατόπιν πολύχρονης συνάφειας, πολύωρων σοβαροφανών συζητήσεων, ολονύκτιων οινοποσιών και τακτικών ανταλλαγών επισκέψεων. Αποσύρεται άμα τη ζητήσει δανεικών, μεταμεσονύκτιων τηλεφωνημάτων, ειλικρινών ενδοσκοπήσεων και εκ βαθέων αποκαλύψεων…
Πολλάκις ένας άγνωστος δύναται να λειτουργήσει ως ο καλύτερος φίλος και τούμπαλιν…
]

Το comme il faut της μπλογκόσφαιρας στα καλύτερά του, βεβαίως βεβαίως.

Ανώνυμος είπε...

http://www.youtube.com/watch?v=8Kd8xp86reY&mode=related&search=

Εξαιρετικά αφιερωμένο.

The Motorcycle boy είπε...

Ell, οι ιστορίες δεν είναι για κανέναν ίδιες. Οπότε, η ιστορία που διάβασες είναι δική σου όπως και το τέλος -μπορεί να πέθανε η Έλλη, μπορεί και όχι.

Ξυλοκόπε, σπάνιο βιβλίο πλέον, συλλεκτικό θα το χαρακτήριζα. Μόνο στα καλά πανέρια μπορείς να το εντοπίσεις -είχε κάνει και τρελή επιτυχία όταν βγήκε ... Ανάρπαχτο που έλεγε και η γιαγιά μου.
Αν σου άρεσε η μέθοδος πεσίματος, θα πρέπει να θυμηθώ κάποτε να γράψω κάτι για τη θεωρία της Τουρκάλας -το οποίο, εκ των προτέρων, σου το αφιερώνω.

Βότκα Μαρτίνι (πίνεται αυτό;) μέγκλα κομμάτι. Εσύ το έχεις ακούσει; Κι αφού μας εξήγησες τι σημαίνει φίλος, δε μας λες και τι σημαίνει χαφιές τώρα; Γιατί την έχεις την ειδικότητα -σωστά;

Κομπλεξικούλη την έσβησα την τελεία. Τίποτα άλλο θέλεις ή να περάσουμε κατευθείαν στο ψητό;

Ανώνυμος είπε...

You missed a spot!

Ανώνυμος είπε...

.

The Motorcycle boy είπε...

Καλά -παίξε μόνος σου, πρόσεχε κιόλας μη λερωθείς.

Ανώνυμος είπε...

aaaaa!!! lerwthhka!!!! ela na me skouphseis!!! like NOW!!!

Ανώνυμος είπε...

Κι' από ένα καθίκι ανώνυμο, καλώς ήρθαμε από τις διακοπές... πολλά νέα...

Καλή βδομάδα και ...κουράγιο... θάρθουν και καλλίτερες μέρες... πολλά νέα...

xylokopos είπε...

Να ανεβάσεις τη Θεωρία της Τουρκάλας πάραυτα.

Τώρα, σε σχέση με τις Ολλαντέζες, τα πράματα είναι λίγο διαφορετικά, διότι α. η ψυχολογία της τουρίστριας, και β. η πολιτιστική διαφορά διαμορφώνουν ένα ιδιότυπο περιβάλλον αλληλεπίδρασης και εισάγονται νέοι κανόνες στο κλασικό 3 επί 3 γκομένισμα, ωστόσο ακόμα κι έτσι, η θεωρία "τα ρίχνω στη δεύτερη ομορφότερη" όπως και ο φιλοσοφικός υπέρτιτλος "δεν πηδάμε αυτές που θέλουμε αλλά αυτές που μας θέλουν" παραμένουν και οργανώνουν το ίδιο ψυχολογικό τοπίο.

Το Σεξ και Βία στο Ιράν, αν το έχεις ακόμα, καλείσαι όπως το σκανάρεις και το ραπιντ-σεριάσεις, καθότι εδώ που βρίσκομαι, δεν παίζουν πανέρια. Τσηρς.

The Motorcycle boy είπε...

Καλώς σε βρήκαμε Κάθαρμα.

Ξυλοκόπε, κι όμως υπήρξε έρως για τη δεύτερη ομορφότερη και αναπάντεχη συνέχεια για την "πρώτη και καλύτερη". Αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστορία -εν καιρώ ...

Όλο το θεωρητικό μας υπόβαθρο θα αναλυθεί δεόντως -αρκεί να βρω λίγο χρόνο και πολλή όρεξη.

Το σεξ και βία ήταν σε στυλ Μάλκο Λίνκε, απλά είχε περισσότερες ρεαλιστικές σκηνές, αν με αντιλαμβάνεσαι. Δυστυχώς δεν είχα προβλάψει τη μεγαλειώδη πορεία του και δεν κράτησα ούτε μισό αντίτυπο.

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα,

Άμα είναι να τα διαγράφεις βάλε την λογοκρισία σαν τον κουμπάρο σου,
Ή δεν μιλάς σε αγνώστους?

Ανώνυμος είπε...

Έχει χαθεί η μπάλα εδώ μέσα.
Είδες τους αγωνιστές στη δεξίωση χθες?
Ο πρόεδρος ξεκίνησε εκφράζοντας τη λύπη του για το ατύχημα ενώ δεν παρέλειψε να καταγγείλει τη διαφθορά στο δημόσιο τομέα (στην τεμπελιά δεν αναφέρθηκε).

Ανώνυμος είπε...

Σίγουρα είναι πάρα πολύ ωραίο το τέλος έτσι όπως το έδωσες κ άφησες έτσι αχνό να αιωρείται το αν πέθανε η Έλλη ή όχι

αν έπρεπε όμως ντε κ καλά να πεις, εσύ τι θα έλεγες ότι ναι κ αυτή αυτοκτόνησε;
ΑΝ θέλεις απαντάς

Ανώνυμος είπε...

Το πολιτικό σύστημα χρειάζεται ανανέωση.
Είδες ο ΣΥΡΙΖΑ κίνηση που έκανε?
Κάπου άκουσα ότι θα αναλάβει και πρωινή εκπομπή με γλάστρες , μουσική και τα σχετικά.

Δεν είναι αυτό το πρόβλημα για να δοθεί έτσι η λύση

The Motorcycle boy είπε...

Ell, η Έλλη κατά την ταπεινή μου γνώμη ήταν τόσο εξωπραγματική που δεν θα μπορούσε να αυτοκτονήσει γιατί απλούστατα δεν θα μπορούσε να υπάρχει εξαρχής.

Ανώνυμος είπε...

Μοτορσάικλ, αυτή η "γαμάω και δέρνω" ευαισθησία σου με έχει διαλύσει.
Κρίμα που τελικά παντρεύτηκες.

Δανάη

samson rakas είπε...

εγώ πάλι, προτείνω να σταματήσει να γράφει ο μοτορμπόι. εντάξει, το συνειδητοποιήσαμε: γράφεις γαμάτα.
τι άλλο επιζητάς πια; Όχου

The Motorcycle boy είπε...

Εεεε, κοίτα, υπάρχουν 2-3 μπλόγκερς που δεν έχουν παραδεχτεί ακόμα οτι είμαι ο Καβάφης ή έστω ο Ταβάφης των μπλογκς! Γι΄αυτό συνεχίζω.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι