Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2009

32. «Είμαστε τα λουλούδια στον σκουπιδοτενεκέ»

Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: 'Ποτέ ξανά' έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί νωρίτερα

3ο μέρος: Όπου οι μέρες γέλασαν κι έτρεξαν μακριά
31. Το ξημέρωμα είναι δική μας υπόθεση

Τρυπώνω στις ρωγμές του χρόνου, έτσι χάνω το μέτρημα –δυο μέρες είναι το ίδιο με δυο λεπτά εδώ πέρα, όσο περνάω προσεκτικά τα χαλάσματα. Για να μην ματώσω από αβλεψία. Γύρω μου χαμογελάνε αυτοί που είναι ανίκανοι να ξεχωρίσουν το παρελθόν από το μέλλον –το πρώτο δεν θέλουν να το θυμούνται και το δεύτερο ποτέ δεν θα το αποκτήσουν.

Βοηθάω όσο μπορώ, περιφρούρηση, συνεργεία προμηθειών, δεν θυμάμαι πόσες φορές βγήκαμε έξω –κρυμμένοι στα σκοτάδια, κρυμμένοι και στο αρρωστιάρικο φως του ήλιου –είχαμε κάπου να πάμε, με κάποιους να συναντηθούμε, κάτι να κουβαλήσουμε. Βοηθάω όσο μπορώ.

Με την Έλσα κάνουμε αρκετή παρέα, έχουν ξεφουσκώσει οι εγωισμοί μας λόγω εξάντλησης των αποθεμάτων, τώρα είμαστε ήρεμοι. Ένα βράδυ κοιμηθήκαμε αγκαλιά σε δανεικό σλίπινγκ μπαγκ, έμπαζε κρύο από το σπασμένο τζάμι αλλά εμείς νιώθαμε πολύ λουξ. Θα μπορούσαμε να την τραβήξουμε την ιστορία, να πάμε για κάτι περισσότερο, αλλά ποιος ο λόγος; Εδώ μέσα είμαστε αλλιώς –χάσαμε τις ατομικότητές μας, για την ώρα τουλάχιστον –είμαστε αλλιώς εδώ μέσα.

«Άκουσες τον αρχίδη;»
«Ποιον;»
«Τον υπουργό ρε!»
«Ε, τι έγινε μ΄αυτόν;»
«Οι Ματατζήδες... Είναι παιδιά του λαού λέει, με όνειρα, ελπίδες, είναι ο ανθός της νεολαίας!»
«Ο ποιος;»
«Ο ανθός!»
«Της ποιας;»
«Της νεολαίας ρε!»
«Καλά και τι είναι η νεολαία για να έχει ανθούς; Κολοκυθοκορφάδα;»
«Τι ρωτάς εμένα; Ο υπουργός το είπε».
«Ξέρει από κολοκυθοκορφάδες ο υπουργός;»
«Όλο και κάτι θα ξέρει –δεν έχεις ακούσει που λένε για κομματικά μαγειρέματα;»
«Ναι ρε μπαγάσα! Αλλά δεν πίστευα οτι ακριβολογούσαν!»
«Καλά έκανες και δεν το πίστευες –φάε κολοκύθια με τη ρίγανη τώρα!»
Επειδή γεγονός είναι οτι μας πούλησαν οι αξιοπρεπείς πολιτευτές, όλοι τους δηλαδή, ακόμα και οι Οικολόγοι Εναλλακτικοί που λέγανε οτι θα κάνουν τη συνέλευσή τους μέσα στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Πούτσες μπλε και πράσιν’ άλογα –ήρθαν χτες βράδυ, νομίζω, οι δικοί μου από Πάντειο και μας προφτάσανε τα καθέκαστα. Οτι κόψανε λάσπη οι Οικολόγοι (εναλλακτική λάσπη υποθέτω) και κάνανε το νταβαντούρι τους στην Πάντειο, φορτώσανε οι δικοί μου, πλακωθήκανε στα γαμωσταυρίδια, τους ρίξανε κάτι φάσκελα ξεγυρισμένα και ήρθαν να μπουν στην κατάληψη μαζί μας. Τώρα έχουμε απαρτία, ο Μιχάλης ο Κύπριος, ο Παπ, ο Άκης με τον Παντελή και τέλος η Αναστασία με τη Σόνια που τις λέγαμε «νεόνυμφους» αλλά όχι μπροστά τους. Μαζί τους σπέσιαλ γκεστ ο Βαγγέλης με τον Πέρη τον Αρτινό –ήρθαν για μια συναυλία που θα γίνει σήμερα το βράδυ αλλά δεν τους βλέπω να ξεκολλάνε.
«Μας βρίζουνε από την αρχή μέχρι το κλείσιμο!»
«Ποιοι ρε μάγκα;»
«Τα κανάλια. Αυτές οι κάργιες οι ιδιώτες –δε μας έφτανε η κρατική προπαγάνδα, πλακώσανε τώρα και οι μεγαλοεργολάβοι, μη χέσω!»
«Γιατί δίνεις σημασία;»
«Επειδή σιχτιρίζομαι ρε αδερφάκι! Τα ακούει ο κόσμος και μας περνάνε για ανθρωποφάγους. Και ποιοι τα λένε αυτά; Εκείνοι που φέρανε τον χουνταίο το Μαστοράκη, επέτειο του Πολυτεχνείου να κάνει καλλιστεία!»
«Και πόσοι νομίζεις οτι τα θυμούνται αυτά;»
«Πριν δυο τρεις μήνες έγινε ρε!»
«Ναι εντάξει –πόσοι θυμούνται τη συνέντευξη των φοιτητών στο Μαστοράκη, αυτό εννοώ».
«Εμάς θα μας θυμούνται πάντως –κακό καρφί στο μάτι τους θα γίνουμε αδερφάκι!»
«Ξέρω ‘γω...ότι πεις. Πάμε στη συνέλευση τώρα;»
«Πότε αρχίζει;»
«Πριν μισή ώρα».
«Άραξε ακόμα –έχουμε καιρό. Τουλάχιστον άλλη μια ώρα...»
«Να βρούμε κάπου να καθίσουμε ρε!»
«Μην ανησυχείς –όλο και κάποιος πούτσος θα βρεθεί πρόθυμος να μας φιλοξενήσει».
«Α καλά τότε...»
Κοιτάζουμε όλοι μαζί, ταυτόχρονα δηλαδή, τα κάγκελα και τους περαστικούς. Έχει χαλαρώσει πολύ η μπατσαρία εκεί έξω, ανοιχτοί οι δρόμοι κι εμείς αξιοθέατα. Περνάνε οι άνθρωποι και θαυμάζουν τα θηρία στα κλουβιά τους, άλλοι μας φοβούνται, μερικοί μας φτύνουν και μετά τρέχουν γρήγορα να φύγουν, κάποιοι μας συμπονούν. Βγαίνουν τότε οι πάνκηδες και τους λούζουν όλους ανεξαιρέτως.

«Είμαστε τα λουλούδια στον σκουπιδοτενεκέ/ είμαστε το δηλητήριο στην ανθρωπομηχανή σας/ είμαστε το Μέλλον/ το Μέλλον Σας»

Η συνέλευση δεν διαφέρει σε τίποτα από τις προηγούμενες –καθόμαστε για λίγο ήσυχοι, ακούμε το προεδρείο να δίνει το λόγο σε διάφορες ομάδες, λέει ο καθένας τις απόψεις του, συμφωνούμε στα μίνιμουμ –να διατηρηθεί η κατάληψη, να βγει ανακοίνωση, να αυξηθεί η πληροφόρηση –μετά η κάθε ομάδα κάνει τα δικά της, βουνά προκηρύξεων, ποτάμια τα τρικάκια, όλοι έχουμε δικαίωμα να μιλήσουμε και όλοι το κάνουμε. Ο κεντρικός συντονισμός των ενεργειών εξαντλείται στη ρύθμιση της κυκλοφορίας από και προς τα φωτοτυπικά μηχανήματα –έτσι μας αρέσει.

Μαθαίνουμε νέα απ΄έξω, λύκεια έχουν καταληφθεί, δεκαπενταμελή μαθητών έρχονται στην κατάληψη, κάποια παιδιά θέλουν να μείνουν μαζί μας –παίρνουμε θάρρος. Θέλουμε να απλωθούμε στα εργοστάσια, ήδη η Μπερκσάιρ έχει καταληφθεί από τους εργάτες της επειδή πήγαινε για κλείσιμο –ονειρευόμαστε, καθόμαστε στα σκαλοπάτια, στα έδρανα, καπνίζουμε στα κάγκελα και ονειρευόμαστε, δεν βλέπω τίποτα κακό σε αυτό.

Έχουν έρθει τα νέα οτι οι μπάτσοι έδεσαν τις πρώτες μέρες μπόλικα παιδιά στην Ομόνοια, λόγω ντυσίματος και μαλλιών, κάθε ανακοίνωση που βγάζουμε ζητάει την άμεση απελευθέρωσή τους. Αλλά οι κρατικοί ξεροσταλιάζουν σε συνεντεύξεις τύπου για να αποδείξουν οτι τα χημικά που μας έριξαν δεν είναι επικίνδυνα –γελάμε πολύ, ας μας τα δώσουν τότε να τα ρίχνουμε στις χέβι μέταλ συναυλίες για ατμόσφαιρα. Είμαστε εδώ, βράζουμε, βρίζουμε και γελάμε πολύ.

«Το απόγευμα θα την κοπανήσω –να πάω μέχρι το σπίτι να πλυθώ λιγάκι», λέει ο Βαγγέλης.
«Κι εγώ το χρειάζομαι, σε λίγο θα πέφτει η μπίχλα κομμάτια από πάνω μου», διαπιστώνω.
«Πάμε μαζί;» ρωτάει.
Φοβάμαι να φύγω από την κατάληψη, οι πόρτες είναι μονίμως ανοιχτές από την περιφρούρηση αλλά έχω την αγωνία οτι κάτι θα γίνει, κάπως θα μας μπλοκάρουν και δεν θα μπορούμε να ξαναμπούμε.
«Κούλαρε φιλαράκι –κι αν κλείσουν από μπροστά θα πηδήξουμε από πίσω», λέει ο Βαγγέλης.
Έχω να τυπώσω μια προκήρυξη –μιλάμε για κάψιμο των συμβόλων, για θεσμούς που καταρρέουν όσο οι άνθρωποι φοβούνται να κοιτάξουν –οι υπόλοιποι έχουν κατακρίνει το περιεχόμενο, πολύ ακαταλαβίστικο, τροφή για συκοφάντιση της κατάληψης, έτσι το έχουν θέσει. Αδιαφορούμε, κανείς δε φτάνει πουθενά όσο συμβιβάζεται, «όλα ή τίποτα μωρό μου!» Περνάει τελικά η θέση μας λόγω γενικευμένης ανοχής –ο Παπ έχει χτενίσει το κείμενο, ο Κύπριος έχει κάνει την επιμέλεια, εγώ με τον Άκη τυπώνουμε πυρετωδώς. Αλλά ποιος θα μοιράσει τις προκηρύξεις;
«Λέμε να πάμε για τίποτα ξεβρόμισμα», πληροφορώ τον Παπ.
«Πότε θα γυρίσετε;»
«Μέχρι το βράδυ θα είμαστε πίσω».
«Εντάξει –ελεύθεροι υπηρεσίας»», γελάει.
«Να ΄ρθω μαζί σας;» ρωτάει η Έλσα που έχει προσκολληθεί κανονικά στην ομάδα μας.
Κοιτάζω το Βαγγέλη, μου κάνει νόημα σε στυλ «θα φάμε καλά!», κουνάω το κεφάλι όχι όσο αγανακτισμένα θα ήθελα να φανεί.
«Δεν πρέπει να πας κάποτε σπίτι σου εσύ;» τη ρωτάω.
«Σπίτι; Ποιο σπίτι; Εδώ μένω πλέον», χαμογελάει γοητευτικά η Έλσα.
Θα μπλέξουμε –το βλέπω καθαρά.

Βγαίνουμε από Στουρνάρη, σκοπεύουμε να αποφύγουμε την πλατεία επειδή έχει βγει βρώμα οτι είναι τιγκαρισμένη στους ασφαλίτες, προτιμάμε λοιπόν τα απέναντι στενά. Βαδίζουμε αμίλητοι, συχνά-πυκνά ακουμπάμε σε τοίχους πολυκατοικιών για να τσεκάρουμε το δρόμο. Κάπου υπάρχουν μπάτσοι –σίγουρα πράγματα –το θέμα είναι να τους δούμε πρώτοι. Επιλέγουμε τη Σουλτάνη κι αμέσως φεύγουμε τρέχοντας, σκυμμένα κεφάλια. Στα 100 μέτρα μυριζόμαστε μπλεξίματα, πολλή νέκρα έχει ο δρόμος. Κοιτάζω το Βαγγέλη.
«Δεν είμαστε για να κάνουμε πίσω τώρα», μουγκρίζει.
Βγάζω κεφάλι από τη γωνία –κοζάρω μια κλούβα φρεσκοπλυμένη και οι μπάτσοι –δώρο.
«Από την άλλη πλευρά», δείχνω στο Βαγγέλη.
Μαλακίες –κλειστά κι από κει, καπελάκηδες.
«Τρεχάτε ποδαράκια μου...» φωνάζει ο Βαγγέλης.
Τον ακολουθούμε, περνάει σφαίρα δίπλα στην κλούβα, οι Ματατζήδες βρίζουν αλλά δεν μας κυνηγάνε. Κοντεύουμε να βγούμε Σόλωνος, ακούμε κάτι μπαμ μπουμ πίσω μας –χτυπάνε μάλλον τα πλαϊνά της κλούβας για εκφοβισμό.

Τα τυροπιτάδικα της Σόλωνος είναι τίγκα στους μπάτσους, λίγα αμάξια κυκλοφορούν στο δρόμο, τραβάω πάνω μου την Έλσα.
«Αν μας στριμώξουν βάλτο στα πόδια χωρίς να κοιτάξεις», ψιθυρίζω.
«Τώρα δηλαδή...»
«Κόφτο μωρέ –κράτα το φεμινισμό σου γι΄αργότερα», μανουριάζω.
«Τώρα σας πιάσανε τα σορόπια;» αδημονεί ο Βαγγέλης.
Τρέχουμε στα τυφλά, η Σόλωνος είναι ποτάμι με ρουφήχτρες σωρό, σαθρές οι πέτρες που πατάμε.
«Τρεχάτε μουνάκια!»
«Θα σας λιώσουμε!»
Ακούμε τα γέλια τους από κάθε πεζοδρόμιο, όσο δε μας πιάνουν δε μας νοιάζει. Φτάνουμε Ακαδημίας, ευτυχώς λειτουργούν τα λεωφορεία. Μπαίνουμε στο πρώτο εύκαιρο.
«Τη σκαπουλάραμε», χαχανίζει ο Βαγγέλης.
«Πονάω από το τρέξιμο», αναστενάζει η Έλσα.
Γέρνω πίσω το κεφάλι, να χαλαρώσω κάπως.

Και το λεωφορείο δε λέει να ξεκινήσει.

«Έχω σακουλέψει από την πείνα», παραπονείται ο Βαγγέλης.
«Όταν φτάσουμε Κουκάκι κερνάω ίγκλις μπρέκφαστ», τον καθησυχάζω.
«Δεν το βλέπω να φτάνουμε πουθενά», σχολιάζει η Έλσα.
Κοιτάζω στη θέση του οδηγού –έχει δίκιο. Είμαστε εφτά-οχτώ εδώ μέσα, οι υπόλοιποι έχουν ήδη αρχίσει τη γκρίνια.
«Δεν πάμε να ρωτήσουμε το σταθμάρχη;» λέει μια μεσόκοπη χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της.
«Ναι, ναι –πάμε».
«Δεν είναι κατάσταση αυτή!»
«Έχει διαλυθεί το κράτος!»
Σιγοντάρουν οι υπόλοιποι επιβάτες αλλά κανένας δεν κουνιέται.
«Τι ‘ναι τούτοι ρε;» απορεί ο Βαγγέλης. «Τύφλα να ΄χει ο Ιονέσκο!»
Τελικά ένας μαυριδερός οδηγός δρασκελίζει την πόρτα.
«Δεν πάει πουθενά το λεωφορείο –είναι κλειστό το Σύνταγμα λόγω φασαρίες», ανακοινώνει και εξαφανίζεται αεράτος. Καθόμαστε στις θέσεις μας όσο οι υπόλοιποι κατεβαίνουν βρίζοντας. Υπολογίζουμε πόσο βαστάνε τα πόδια μας, σχεδόν καθόλου, αλλά πρέπει να ξεκινήσουμε.
«Θα περάσουμε από το Σύνταγμα;» ρωτάει ο Βαγγέλης.
«Αντέχετε;» ζητάω να μάθω.
«Ούτε με σφαίρες!» απαντάνε με μια φωνή.
«Άρα -πάμε Σύνταγμα!» ξεκαθαρίζω.

Γίνεται της Πόπης εκεί πέρα, οργανωμένα μπλοκ και ινδιάνοι που αλαλάζουν στα λουλουδάδικα, συμβατικά δακρυγόνα και νεράντζια. Ο κόσμος φωνάζει «να πέσει η κυβέρνηση», «να μπουν φυλακή οι δολοφόνοι», ανθρώπινες αλυσίδες ανοιγοκλείνουν, πάρτι κανονικό. Επιχειρούμε να διασχίσουμε από τα πλάγια, σύντομα μπλοκαριζόμαστε αριστεράς και οικολογίας γωνία. Νιώθω ασφυξία ανακατεμένη με ζαλάδα εξάντλησης –κρατιέμαι μη λιποθυμήσω γιατί θα με κάνουν γραμματόσημο στην άσφαλτο.
«Βάστα την Έλσα», φωνάζει ο Βαγγέλης.
Κοιτάζω στο πλάι –εκείνη τραμπαλίζεται σα μεθυσμένο κουνούπι, την αρπάζω με το ένα χέρι επειδή με το άλλο κρατάω την ψυχραιμία μου.
«Άνοιξε δρόμο να την κάνουμε», λέω στο Βαγγέλη.
Μπαίνει μπροστά σε στυλ «παίχτης του ράγκμπι» -σκουντάει με τους αγκώνες, ποδοπατάει τους αναποφάσιστους που μας κλείνουν το δρόμο –Βαγγέλης ο άνθρωπος από γρανίτη. Στην αγκαλιά μου η Έλσα κλαίει σιωπηλά, δεν έχω ώρα να ασχοληθώ, στριμώχνομαι βιαστικά στους διαδρόμους που ανοίγει ο Βαγγέλης για να μη χαθούμε. Τελικά βγάζουμε άκρη, το πλήθος μας ξεβράζει στη Φιλελλήνων, πάω ν΄ανασάνω και πέφτουμε σε μπάτσους!
«Πίσω κωλόπαιδα!» σκούζει ένας μπλαβί με αναποδογυρισμένα μάτια.
«Άσε μας ρε άνθρωπε! Να φύγουμε θέλουμε!» φωνάζω εγώ.
«Δε φεύγει κανείς!» αφρίζει ο μπλαβί και παίρνει να μελιτζανίζει.
Ρε, μ΄έναν πούστη που μπλέξαμε, σκέφτομαι απελπισμένος.
«Άσε μας να περάσουμε συνάδελφε. ΕΛΤΑ!» μουγκρίζει ο Βαγγέλης και του δείχνει μια ταυτότητα σε διαφανές πλαστικό.
«Άντε, φύγετε γρήγορα!» σκούζει ο μπάτσος. Κάνει και νόημα στους δικούς του να μας ανοίξουν δρόμο.
«Μάγκα μου ποιος είσαι; Ο Ντικ Τρέισι;» θαυμάζω.
«Πάμε μαλάκα πριν μας σαπακιάσουν στο ξύλο!»κάνει εκείνος όσο με βοηθάει να κουβαλήσουμε την Έλσα.
Βγαίνουμε στη λεωφόρο.

«Ειλικρινά τώρα, πως σου ήρθε το αεροπλανικό με την ταυτότητα;» ρωτάω όσο κατεβαίνουμε τη Συγγρού.
«Τι τα ψάχνεις τώρα; Έχουμε κι εμείς τα μέσα μας», γελάει ο Βαγγέλης.
Ο αέρας ανοίγει μπροστά μας, καυσαέριο και σκουριασμένοι σωλήνες αποχέτευσης –είναι κάπως παρήγορο αυτό.

«Περάστε στο φτωχικό μου!» κάνει χώρο ο Βαγγέλης για να χωθούμε στο ημιυπόγειο, όσο παιδεύεται να βγάλει τα κλειδιά από την πόρτα.
Συναγωνιζόμαστε ποιος θα σωριαστεί πρώτος, διαλέγω έναν ξεχαρβαλωμένο καναπέ, στο Βαγγέλη περισσεύουν κάτι μαξιλάρες ριγμένες στο πάτωμα, η Έλσα βολεύεται σε μια πολυθρόνα.
«Δεν άντεχα να κάνω ούτε μισό βήμα ακόμα», μουρμουρίζει πριν γείρει το κεφάλι της.
«Καλά –ας μας παίρνανε στο κυνήγι και σου ΄λεγα εγώ», ψελλίζει ο Βαγγέλης. Μετά καταλαβαίνει πως τελεί υπό κατάρρευση και αλλάζει ύφος. «Κοπελιά, παίζει ένα κρεβάτι μέσα –αν θες άντε ξάπλωσε, έχουμε ώρα».
Η Έλσα όμως την έχει δει κούτσουρο οπότε τη σηκώνουμε αδιαφορώντας για κάτι αναιμικές διαμαρτυρίες και την αδειάζουμε στο κρεβάτι.
«Τι είναι αυτή ρε φιλαράκι; Την τρως;» ενδιαφέρεται να μάθει ο Βαγγέλης.
«Άστα –πονεμένη ιστορία...» μουρμουρίζω.
«Και το δίδαγμα αυτής;» θέλει να μάθει.
«Οτι όλα εδώ πληρώνονται –κοινότυπο;» απολογούμαι.
«Λατρεύω την κοινοτυπία, αν μάλιστα μου προκύψει και κανένα πήδημα για λόγους εκδίκησης δε θα χαλαστώ καθόλου», γελάει.
«Ίσα μωρή μουχρίτσα!» τον σπρώχνω για πλάκα.

Όσο κάνει μπάνιο κοιμάμαι με το μάτι μισάνοιχτο –κάπου βγαίνει και με σκουντάει, περπατάω σα ζόμπι μέχρι τη ντουζιέρα. Το ζεστό νερό με απονευρώνει, βάζω πολύ κουράγιο για να βγω έξω, πλένω εσώρουχο ελπίζοντας να στεγνώσει γρήγορα πάνω στο καλοριφέρ και ψάχνω μέρος να ψοφήσω. Ευτυχώς ο Βαγγέλης έχει παρατήσει μια κουβέρτα στον καναπέ, γιατί τώρα ροχαλίζει του καλού καιρού χυμένος στις μαξιλάρες. Με παίρνει ο ύπνος πριν ακουμπήσω το κεφάλι μου -χτυπάω στο ξύλο του καναπέ, ξυπνάω, βολεύομαι καλύτερα.

Κάτι με τραβάει από τα βάθη του πηγαδιού, για μια στιγμή νιώθω κουβάς κανονικός, ανοίγω τα μάτια –βλέπω το χέρι της.
«Σήκω, έλα στο κρεβάτι»,ψιθυρίζει δίπλα στο μάγουλό μου.
Προσπαθώ να εστιάσω, η Έλσα φοράει ένα μακρύ μπλουζάκι, τα γυμνά της πόδια, μισό πόντο από τη μύτη μου.
«Τι έγινε;» αναρωτιέμαι.
«Έλα στο κρεβάτι να κοιμηθείς κανονικά», ψιθυρίζει.
«Ο Βαγγέλης;» απορώ.
«Κάπως άτυχος για την ώρα»,σχολιάζει εκείνη.
Την ακολουθώ, ξαπλώνουμε αγκαλιασμένοι, μυρίζει αντρικό αφρόλουτρο και σαμπουάν φτηνό.
«Εντάξει τώρα;» χαμογελάει.
«Εντάξει αλλά μην το παραζορίζεις γιατί θα έχουμε ατυχήματα», μουρμουρίζω.
«Καιρός δεν είναι;» αναρωτιέται.
Τη φυλάω στα χείλη, μετά κάνω λίγο πίσω.
«Καιρός είναι», λέω. «Αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα απολύτως».
Κλείνω τα μάτια –δεν είμαι για τέτοια. Δεν έχω χώρο για τύψεις, προτιμώ τον πατενταρισμένο ρόλο του μαλάκα. Κλείνει κι εκείνη τα μάτια, δείχνει να κοιμάται ακαριαία –ο δικός μου ύπνος πήγε περίπατο και έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Έχω μια δαιμονισμένη όρεξη ν΄αρχίσω τα γαμωσταυρίδια –αλλά δεν το κάνω, μην την ξυπνήσω.

«Τι γίνεται εδώ ρε άτομα; Το ρίξατε στην τσόντα κι εγώ απέξω; Τι ρόλο βαράω δηλαδή –πείτε μου να ξέρω!» μουγκρίζει ο Βαγγέλης από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Ανοίγω τα μάτια, δεν είναι γραφτό μου να κοιμηθώ ποτέ σ΄αυτή τη ζωή –υπολογίζω οτι μόλις πριν λίγη ώρα με πήρε ο ύπνος.
«Όχι αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις!» μουρμουρίζω.
Η Έλσα ξυπνάει ενοχλημένη και αλλάζει πλευρό.
«Πότε είπαμε οτι θα γυρίσουμε ρε ηλίθιε;» ρωτάει ο Βαγγέλης.
«Το βράδυ –γιατί;» αναρωτιέμαι.
«Το βράδυ –ναι. Αλλά ποιο βράδυ;»
Κοιτάζω έξω από τις γρίλιες –κάποιο φως αταίριαστο με την ώρα που υπολογίζω.
«Σήμερα το βράδυ!» κάνω χαζά.
«Το ‘σήμερα’ ήταν χτες –βλάκα!»
«Και τώρα τι είναι;» ρωτάω.
«Τώρα είναι ‘αύριο΄!»
«Το ατενίζω με αισιοδοξία!» χαμογελάω καθησυχαστικά και βουλιάζω πάλι στο μαξιλάρι.
Επιτόπου πετάγομαι. Συνειδητοποιώ οτι είναι η δεύτερη φορά, κολλητά, που πουλάω τους δικούς μου –η γαϊδουριά μου δεν έχει όρια!
«Πρέπει να φύγω!» φωνάζω. «Εσύ μείνε με την Έλσα κι ελάτε αργότερα».
«Κάτσε κάτω ρε. Μαζί βγήκαμε, μαζί θα μπούμε –ξηγηθήκαμε;»
Κάθομαι αποκαμωμένος, αλλά πετάγομαι πάλι καθώς θυμάμαι οτι έχω παρατήσει από χτες το σώβρακό μου στο καλοριφέρ. Τρέχω το μαζεύω –σαν καινούργιο έγινε, μόνο λίγο ξεροψημένο στις άκρες.
«Ξύπνα την κι ετοιμαστείτε τότε», φωνάζω στο Βαγγέλη.

Προχωράμε τροχάδην, κόβουμε από Πλάκα για να φτάσουμε πιο γρήγορα –μαλακίες. Πως να καλύψεις απόσταση μισής μέρας; Η Έλσα έχει κάτι μούτρα μέχρι την άσφαλτο –λες και δεν της έκατσε κάποιο προγραμματισμένο πήδημα, τέτοια τσαντίλα!
Το Σύνταγμα έχει λίγο κόσμο, τουρίστες και συνταξιούχους –δε φαίνονται μπάτσοι στα πέριξ. Φτάνουμε Κοραή, αρχίζουμε να περπατάμε επιφυλακτικά.
«Πάνω στην τρεχάλα δεν πήραμε καμιά προμήθεια!» παρατηρεί ο Βαγγέλης.
Βλέπουμε ένα σουβλατζίδικο απέναντι, μαζεύω οτι έχω στην τσέπη μου, τα δίνω στο Βαγγέλη.
«Πετάξου και ξηγήσου», λέω.
Μένουμε για λίγο μόνοι με την Έλσα.
«Κάπως σπαστικός έτσι;» απολογούμαι.
«Ο Βαγγέλης;» απορεί εκείνη.
«Για μένα λέω», της εξηγώ.
«Εντάξει –έχω δει και χειρότερους...» μουρμουρίζει.
«Αυτό είναι θετικό δηλαδή;» ρωτάω να μάθω.
«Θα σου πω άλλη φορά», απαντάει.
«Κοίτα –δεν θέλω να ξεκινήσουμε τίποτα δακρύβρεχτο...»
«Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για την πάρτη σου! Πως δηλαδή; Ο σούπερ γκόμενος την είδες;»
«Γιατί; Δεν είμαι;»
«Παιδικό μου κόλλημα είσαι και μ΄ένα πήδημα θα σε ξεπετάξω. Αλλά το έχεις καταλάβει και καθυστερείς μην τύχει και τσαλακωθεί ο εγωισμός σου», λέει μέσα από τα δόντια της.
«Ψυχολόγα σκέτη είσαι αδερφούλα μου!» θαυμάζω.
«Κι εσύ μαλάκας –πάμε παρακάτω», μου υπενθυμίζει.
Το παρακάτω περιλαμβάνει μυρωδάτες σακούλες με σουβλάκια και μπύρες σε συσκευασία εξάδας. Φορτωνόμαστε σα γαϊδούρια και προχωράμε.

Έχει τόση ερημιά γύρω από το Πολυτεχνείο που είμαι σχεδόν σίγουρος οτι έληξε η κατάληψη. Με πιάνουν τα νεύρα μου –τι σκατά το θέλαμε το πλύσιμο; Ευτυχώς όμως διακρίνω κλούβες στην Πατησίων, πρώτη φορά χαίρομαι τόσο που βλέπω τους μπάτσους. Φτάνουμε στην πύλη της Στουρνάρη.
«Τι έγινε ρε; Από που ξεφυτρώσατε;» ξύνεται ένας πάνκης της περιφρούρησης.
«Εδώ δεν παραγγείλατε κάτι σουβλάκια;» δείχνω τις σακούλες.
«Εμείς πάπια Πεκίνου και φουα γκρα παραγγείλαμε», λέει ο πάνκης.
«Α, συγνώμη τότε. Να τα γυρίσουμε πίσω».
«Μπείτε ρε πούστηδες κι έχει γυρίσει το μάτι μας!» μουγκρίζει ο πάνκης.
Μπαίνουμε.

Όλοι είναι ανάστατοι επειδή η κυβέρνηση πιέζει τους καθηγητές να υπογράψουν άρση του ασύλου. Οι σκατοφυλλάδες σιγοντάρουν, κάποια μάλιστα δημοσίευσε και τα ονόματα των «ηγετών της κατάληψης» και καλά «προσχεδιασμένη ενέργεια από τα διεθνή αναρχικά κέντρα με σκοπό τη διασάλευση της κοινωνικής ειρήνης». Ψάχνουμε όλοι την εφημερίδα με τα ονόματα –κάποιος τα βρίσκει, τα φωτοτυπεί, κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι. Βλέπουμε λοιπόν οτι τα ονόματα είναι με τη βούλα –τα έδωσε ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης στην εφημερίδα!
«Τι ‘ναι αυτά ρε; Αν χαφιεδίζει ονόματα ο υπουργός στις εφημερίδες, οι δημοσιογράφοι τι δουλειά θα κάνουν;»
«Είναι κανένας απ’ αυτούς εδώ μέσα;»
«Νοητικώς εννοείς;»
«Δεν το κόβω για πάνω από τρεις –τέσσερις, ευτυχώς που δεν το έπαιξε στο Προπό ο υπουργός –άκλαυτος θα πήγαινε».
«Αυτή ρε δε είναι Γαλλία εδώ και δυο χρόνια;»
«Ε και; Αμφισβητείς δηλαδή οτι μπορεί να γύρισε ιγκόγκνιτο και να μπήκε μεταμφιεσμένη στην κατάληψη; Αμφισβητείς τον υπουργό;»
«Ε καλά –σίγουρα! Να φανταστείς προχτές τρακαρίστηκα με τον Κροπότκιν αυτοπροσώπως! Είχε μεταμφιεστεί για να μην τον πάρουν χαμπάρι και δούλευε βάρδια στο φωτοτυπικό!»
«Τι λε ρε παιδί μου! Και τι είχε ντυθεί ο Πιέτρ;»
«Μετανοημένη Κνίτισσα αλλά τον κατάλαβα αμέσως εγώ!»
Εκεί ανοίγουν κάποιες μπύρες και μαλακίζεται εντελώς η σοβαρή πολιτική ανάλυση των εξελίξεων.

Βρίσκω τον Μιχάλη τον Κύπριο, οι υπόλοιποι κάπου βόσκουν στα πέριξ.
«Τι έγινε με τις προκηρύξεις;»
«Τις μοιράσαμε –ευτυχώς που δεν περιμέναμε από σένα».
«Ναι, ευτυχώς δε λες τίποτα!»
Ο Βαγγέλης έχει εξαφανιστεί μαζί με τα παιδιά που στήνουν τη μικροφωνική για τη βραδινή καθιερωμένη συναυλία. Από τα μεγάφωνα μπόλικο πανκ, ελληνικό και ξένο.

Τότε ακούω φωνές πολλές, βρισίδια και ποδοβολητό. Τρέχω στο προαύλιο, μια ομάδα έχει κυκλώσει ένα άτομο και πέφτει ξύλο. Μπλέκομαι ανάμεσά τους.
«Τι έγινε ρε;»
«Χαφιές!»
Κοιτάζω καλύτερα, διακρίνω γνωστή φάτσα, ο τύπος που κάναμε πρώτο βράδυ περιφρούρηση, αυτός που μας κέρασε τσιγάρα. Δείχνει μπλοκαρισμένος και πανικόβλητος.
«Αφήστε τον –είναι δικό μου το άτομο!» τσιρίζω.
Χώνομαι ανάμεσά τους να τον πλησιάσω, κάποιος πιτσιρίκος μου τη βγαίνει άσχημα.
«Τι θες τώρα; Κι εσύ χαφιές είσαι;» λυσσάει.
«Ναι χαφιές και πράκτορας. Γουστάρεις κάτι;» φορτώνω.
«Τι πράκτορας ρε πούστη; Ταξιδιωτικός;» ξεκαρδίζεται ένας Εξαρχειώτης που μας ακούει από το μπούγιο.
Τέλος πάντων, χαλαρώνουν γύρω από τον τύπο, καταφέρνω να τον βουτήξω αγκαζέ.
«Για πάμε παραδίπλα», του σφυρίζω.
Με ακολουθεί αχυρένιος. Αράζουμε στο πεζούλι, τον κερνάω τσιγάρο.
«Ευχαριστώ», λέει.
«Δεν κάνει τίποτα. Ξεχρεώνω το τσιγάρο που μου έδωσες στην ανάγκη», του εξηγώ.
Δε μιλάει.
«Όταν τελειώσεις, να φύγεις πετώντας», του λέω.
«Δεν είμαι χαφιές ρε φίλε», μουρμουρίζει.
Τον κοιτάζω από λαδωμένο μαλλί μέχρι πατούμενο. Τριαντάρης και βάλε –μάλλον δίκιο είχανε αυτοί που του μουντάρανε.
«Σε ρώτησα τι είσαι και τι δεν είσαι;» τον γειώνω.
«Όχι δηλαδή –αλλά....»
«Άστο τότε. Σήκω φύγε και πες στους ανωτέρους σου να μη σας στέλνουν με σκαρπινάκι –είναι ντεμοντέ πλέον».
Γελάει.
«Και γιατί με υπερασπίστηκες αφού είναι έτσι;»
«Για να έχω καλές σχέσεις με το νόμο ρε κορόιδο! Αύριο που θα πέσω στα χέρια σας, το ίδιο θα κάνεις κι εσύ για μένα –μιλάω σωστά;»
Χαμογελάει ψάχνοντας απάντηση.
«Αρχίδια θα κάνεις –μέχρι και μάρτυρας αναγνώρισης θα έρθεις αν με τσιμπήσουν. Κοπάνα τη τώρα, όσο είναι ήσυχοι οι Μάο Μάο», ψιθυρίζω καθώς σηκώνομαι.
Δε μου πήγαινε καρδιά να τον δω λιντσαρισμένο –τι διάολο, ολόκληρο τσιγάρο με είχε κεράσει το άτομο!

Κάνω ν΄ανέβω στις πάνω αίθουσες, μπας και μου αναθέσουν καμιά δουλειά –πέφτω πάλι σε φασαρίες. Τραβήγματα, μπουνίδια, σπρώξιμο πολύ.
«Τι έγινε πάλι γαμώτο;»
«Οι Αρχιτέκτονες!»
«Ε, τι;»
«Έκαναν κατάληψη».
«Που; Εδώ;»
«Ναι, κατάληψη μέσα στην κατάληψη!»
«Κι εμάς τι μας νοιάζει;»
«Ξέρω ΄γω; Πάμε να τους βγάλουμε από την κωλοσχολή τους και μετά το συζητάμε! Θάνατος στους φοιτητές –αυριανούς διευθυντές!»
Ευτυχώς πέφτουν στη μέση κάτι ψύχραιμοι, εξηγούν τα προφανή, καλά κάνουν και μπαίνουν μέσα οι φοιτητές, όλοι μαζί είμαστε, όλοι το ίδιο. Κι αν καταλάβουν όλες τις σχολές ακόμα καλύτερα –δεν υπάρχει πατέντα στην κατάληψη, μη χάνουμε το νόημα από ξεροκεφαλιά.
«Να τους πάμε τρόφιμα κι ότι χρειαστούν».
«Τι μαλακίες μας τσαμπουνάς; Αυτοί τώρα ήρθανε –λες να μην είναι προετοιμασμένοι;»
«Μόνο προετοιμασμένους δεν τους είδα πάντως! Δικοί μας είναι ρε –μη στραβώνετε χωρίς λόγο! Κι αν δεν το ξέρουν οτι είμαστε όλοι στην ίδια πάντα, να τους το δείξουμε εμείς».
Μερικοί πάνκηδες φεύγουν σηκώνοντας τους ώμους αγανακτισμένοι –δεν τα γουστάρουν αυτά, ήρθαν για σύγκρουση και δεν πρόκειται να δεχτούν τίποτα διαφορετικό. Αλλά οι ψύχραιμοι περνάνε τη γραμμή τους, σκαρώνουν και μια επιτροπή να μιλήσει με τους Αρχιτέκτονες.

Παίρνει να βραδιάζει, αράζω δίπλα σ΄ένα βαρέλι αναμμένο, τσιγάρα, κρασιά και κάποια φιστίκια που ξεφύτρωσαν μυστηριωδώς στο πουθενά. Με πλευρίζει ο ξανθός της πρώτης περιφρούρησης, χαιρετιόμαστε χαμόγελα.
«Τι άκουσα; Αυτός που είχαμε μαζί μας ήταν χαφιές;» ρωτάει.
«Ναι, έτσι φαίνεται», λέω.
«Το είχα καταλάβει εγώ από τότε! Δε μου γέμιζε το μάτι», μουρμουρίζει.
«Ναι ε;»
«Ναι. Έχω ενσωματωμένο χαφιεδοεντοπιστή εγώ!»
Κουνάω το κεφάλι. Περιμένω, γιατί είμαι σίγουρος οτι θα συνεχίσει. Και δε με απογοητεύει –πλακώνεται στην πολυλογία, για το πόσο κόβει το μάτι του, πόσους μπάτσους έδειρε, πόσες γκόμενες πήδηξε στην κατάληψη –κλασσική περίπτωση ατόμου που κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις και σου σπάει τον πούτσο με τις παπαριές του στη συνέχεια.
«Λοιπόν έχω ένα σπίτι καβάτζα εδώ απέναντι, μένει κάποια γκόμενα, διευθύντρια σε τράπεζα –εκεί πηγαίνω να καθαριστώ, γενικώς.... με πιάνεις; Όποτε θελήσεις μη ντραπείς, πάμε παρέα –εγγυημένα πράγματα».
Κουνάω το κεφάλι, έχω αρχίσει να μαστουρώνω από την πολυλογία του. Εκείνη τη στιγμή περνάει η Έλσα, μας βλέπει, της κάνω νόημα –κάθεται στην παρέα.
«Τι έγινε; Καλά περνάμε;» ρωτάω.
«Βαρετά κάπως», δυσανασχετεί.
«Ποια είναι η κοπέλα;» χώνεται ο ξανθός.
«Έλσα» συστήνω.
«Χάρηκα! Εσύ δεν ήσουνα προχτές στο φαρμακείο;»
«Όχι», λέει η Έλσα.
«Ξέρεις για τι λέω –έτσι; Που ήρθα να μου δέσετε το αιμάτωμα, ξέρεις που το έπαθα ε;»
Η Έλσα με κοιτάζει απορημένη –σηκώνω τους ώμους και μαζεύομαι στο τζάκετ μου σε στυλ «βγάλτα πέρα μόνη σου». Ο ξανθός γέρνει προς το μέρος της αποπνικτικά.
Κι εγώ λέω να τον ψιλοπάρω.

Βλέπω τον ήλιο να γλιστράει μέσα στις ρωγμές του χρόνου –οι ρυθμοί ακανόνιστοι, οι νύχτες φωτεινές, οι μπάτσοι εκτελούν κάποιο ασαφές σχέδιο. Μας αφήνουν ανοιχτά όσο κυκλοφορούν οι φήμες περί εισβολής, να φύγει όποιος θέλει –κλείνουν τους δρόμους όταν καταλαβαίνουν οτι κόσμος δεν φεύγει, κόσμος έρχεται και το μαγγανοπήγαδο γυρίζει. Έχουν πιάσει 5-6 δικούς μας, έχουν αφήσει μερικούς άλλους, έχουμε προσπαθήσει επανειλημμένως να ξαναπάρουμε την Πατησίων –πήραμε επανειλημμένως τ΄αρχίδια μας.

Οι εφημερίδες κιτρίνισαν στο χρώμα του παγωμένου κάτουρου, τα κανάλια παίζουν αγκωνιές ποιος θα μας βρίσει περισσότερο. Οι πανεπιστημιακοί ακόμα δεν υπογράφουν το χαρτί που θα λύσει τα χέρια των μπάτσων, αλλά κάποια στιγμή θα το κάνουν μπαϊλντισμένοι από το επικοινωνιακό ανάθεμα. Οι Οικολόγοι βγάζουν ανακοινώσεις του σαλονιού –τίποτα δεν λένε, ούτε καν την τιμωρία του Μελίστα δε ζητάνε. Γενικότητες περί καταπίεσης και αυθαιρεσιών, παρφουμαρισμένες με νέφος και έλλειψη υδάτινων πόρων –χρησιμοποιούν ανακυκλωμένο χαρτί που σιχαινόμαστε να το μεταχειριστούμε ακόμα και για σκουπίσουμε τους πισινούς μας.

Είμαστε εγκαταλειμμένοι εδώ –βλέπω θάλασσα έξω από τα κάγκελα και το προαύλιο μια παραλία νησιού, θα φάμε τις προμήθειές μας και μετά θα φαγωθούμε μεταξύ μας για λόγους επιβίωσης. Αλλά δεν θα βγούμε από δω μέσα με τα κεφάλια σκυμμένα, το κάναμε αυτό τόσες φορές –δεν πάει άλλο. Δεν μας παίρνει κιόλας, τελειώνουμε, κατάλαβες;

Έρχονται διάφοροι και μιλάνε στις συνελεύσεις μας, εκπρόσωποι της ΕΦΕΕ, εκπρόσωποι κομματικών νεολαιών, εκπρόσωποι μαθητών, εργατών –εκπρόσωποι γενικώς. Τους προτρέπουμε να σταματήσουν την εκπροσώπηση και να στείλουν εδώ μέσα αυτούς που εκπροσωπούν, μπας και βγει καμιά άκρη. Η εκπροσώπηση σκοτώνει τη συμμετοχή, αυτό φωνάζουμε –σιγά μη μας ακούσουν! Καταλήγουν σε καλυμμένες απειλές του στυλ «είστε εξωφοιτητικοί», «κάνετε κατάχρηση ασύλου», «παρεμποδίζετε τους φοιτητές». Γελάμε και σηκωνόμαστε όρθιοι, να μετρηθούμε –«εμείς συνάδελφε είμαστε από Πάντειο», «εμείς από Νομική», «εμείς από Βιομηχανική», «εγώ από ΑΣΟΕΕ», «εγώ από ΠΟΕ», «εγώ από Λογιστική Αιγάλεω», «κάτσε κάτω ρε! εσύ είσαι σπουδαστής, όχι φοιτητής!» Και χαχανίζουμε δυνατά.
Φεύγουν σιχτιρισμένοι –«αύριο θα μπούμε μέσα», μας προειδοποιούν. «Ελάτε», πανηγυρίζουμε. Με το που φεύγουν καθόμαστε και συζητάμε, τι θα κάνουμε, πως θα ενεργήσουμε.
«Να κλείσουμε τις πύλες, να μην αφήσουμε τα κομματόσκυλα να μαγαρίσουν τον αγώνα μας!»
«Ποιον αγώνα ρε; Βλέπεις κανένα να αγωνίζεται; Τι μας πέρασες, για αγωνιστές της εθνικής αντίστασης ή για μπαλαδόρους; Εγώ δεν τα μπορώ αυτά –ιδρώνω εύκολα!»
«Θα καταντήσουμε ’73 αν μπουν μέσα. Θα μας καπελώσουν και θα μας κλειδώσουν στα υπόγεια, να μας βρουν οι μπάτσοι!»
«Δίκιο έχει! Για πόσο μαλάκες μας περνάνε; Αφού αυτοί είναι κατά της κατάληψης –τι θέλουν εδώ μέσα;»
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή –θα τους αφήσουμε να μπουν».
«Τι λες μωρέ; Εμείς ορίζουμε τις επιλογές μας! Όποιος πάει να μας σπάσει θα τον κάψουμε ζωντανό –μπάτσοι, φοιτητές, κομματικοί καθοδηγητές –όλοι τα ίδια».
«Για συνέλθετε γαμώ το στανιό σας! Τι θέλετε δηλαδή; Να τους δώσουμε δικαίωμα; Θα πουν οτι τους απαγορεύουμε να εκφράσουν τις ιδέες τους μέσα στην ίδια τους τη σχολή!»
«Ποιες ιδέες ρε βλάκα; Για κομματόσκυλα μιλάμε!»
«Ξύπνα Βασίληηηη! Το ζουμί δεν είναι στις ιδέες, είναι στην απαγόρευση!»
Πολλά κεφάλια σκύβουν συλλογισμένα. Όλοι καταλαβαίνουμε –δεν γίνεται να απαγορεύουμε, δεν είμαστε εμείς αυτοί που ορίζουν το επιτρεπτό, εμείς είμαστε αυτοί που αντιδρούν στους κανόνες τους.
«Θα αρνηθούμε την ίδια μας τη μορφή σαν κίνημα αν αρχίσουμε να απαγορεύουμε, δεν το πιάνετε;»
«Ναι, αλλά αν μπουν μέσα θα γαμηθούμε σαν κίνημα».
«Καλύτερα τελειωμένοι παρά εξουσιαστές!»
Κανένας δε θέλει να το δεχτεί αλλά και κανένας δεν μπορεί να βρει αντεπιχείρημα. Είμαστε αρκετά ώριμοι πλέον, ούτε τους εαυτούς μας δεν μπορούμε να κοροϊδέψουμε. Είμαστε στο τέλος, είμαστε το τέλος.

Την επόμενη μέρα μαζευόμαστε στα κάγκελα –απέξω κομματικοί της ΕΦΕΕ με τουπέ και υφάκι. Και τη διαμαρτυρία ανά χείρας, για την επικείμενη απαγόρευση εισόδου. Το προεδρείο της συνέλευσης βγαίνει μπροστά από όλους μας, στήνονται στην ανοιχτή πύλη.
«Είμαστε εδώ για να υποδεχτούμε τους συντρόφους φοιτητές που έρχονται αλληλέγγυοι στον αγώνα μας», ανακοινώνει ένας αρχαίος μουσάτος, με χαμόγελο πρέσβη.
Οι απέξω κωλώνουν κάπως, ψάχνονται.
«Τι περιμένετε σύντροφοι; Ελάτε μέσα. Στον αγώνα κανένας δεν περισσεύει!» λέει το προεδρείο.
Ξεσπάμε σε χειροκροτήματα –μέχρι και οι μπάτσοι ξαφνιάζονται, βγαίνουν από τις κλούβες και αγναντεύουν τους μαλάκες.
«Μπείτε μέσα ρε!»
«Όλοι μαζί!»
«Φαντάροι είστε αδέρφια μας!»
«Ένας στο χώμα, χιλιάδες στον αγώνα!»
«Τα λεφτά μας πίσω!»
«Καλύτερα μιας ώρας, σκλαβιά και φυλακή –παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή!»
Κρεμασμένοι στα κάγκελα το καφριλεύουμε εντελώς το ζήτημα –οι φοιτητές μπαίνουν αμήχανοι, γινόμαστε όλοι ένα πανί, «απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Πετυχαίνω μέσα στο μπούγιο τον Άκη από τους Αρχιτέκτονες, χαιρετιόμαστε.
«Που ήσουνα ρε ψυχή; Νόμιζα οτι θα ΄ρχόσουν με τους άλλους που μας κάνανε κατάληψη», λέω.
«Ναι σιγά! Αφού παίζανε οι Φολ, αυτό έλειπε να παρατήσω τη συναυλία για να κλειστώ εδώ μέσα!» γελάει.
«Και τώρα; Πως από δω;»
«Για χαβαλέ μαλάκα μου! Περίμενα να δω ξύλο με την ΕΦΕΕ, αλλά τους την κάνατε γυριστή».
Κουνάω το κεφάλι.
«Γυριστή και μαλακίες. Βάλαμε φίδι στον κόρφο μας, θα αρχίσουν τις γνωστές πουστιές τους οι Κνίτες και γάμησέ τα!»
Ξεκαρδίζεται.
«Είσαι ηλίθιος και εντελώς απολιτίκ!» μου εξηγεί.
«Μιλά καλά ρε!»
«Ποιοι Κνίτες, κωθώνι; Που τους είδες; Πασπίτες και Δαπίτες είναι όσοι μπήκανε!»
«Έλα μουνί στον τόπο σου!»
Κοιτάζω τους καινούργιους –σα δίκιο να έχει το ρεμάλι! Σινιέ παιδιά, παπουτσάκι τύπου Τίμπερλαντ, μπουφανάκι υαλοβάμβαξ, πουλοβεράκι ανκορά –δεν είναι Κνίτες αυτοί! Παίρνω να γυρνοβολάω στο προαύλιο πανηγυρίζοντας –έχουμε μπλοκάρει το σύμπαν αδερφέ μου, έχουμε φέρει τα κυβερνητικά μαμόθρεφτα στην κατάληψη -είμαστε αυτοί που ονειρευτήκαμε να γίνουμε!

Το βράδυ στήνεται ένα πάρτι μυθικό, οι ζώνες έχουν χαλαρώσει, όλοι θέλουν να ξεχάσουν τον σκατόκοσμο έξω από τα κάγκελα, όλοι ζουν για το δευτερόλεπτο. Ένα είναι το γαμημένο, δε θα ξανάρθει και γι΄αυτό το κρατάνε σφιχτά. Όλη νύχτα. Και από πάνω μας η μουσική.

Μοιράζομαι ένα τρίφυλλο με την Έλσα αδιαφορώντας για τους παλιούς που με στραβοκοιτάνε –πρέπει, βλέπεις, να δείχνουμε αγωνιστικό πρόσωπο στους ΕΦΕΕ αγύρτες.
«Δε θέλω να με θυμάσαι άσχημα», λέει η Έλσα.
«Έχουμε καιρό για να φτιάξουμε τις αναμνήσεις μας», λέω.
«Σαχλαμάρες. Όταν βγούμε από δω μέσα θα χαθούμε».
Την αγκαλιάζω.
«Όταν βγούμε από δω μέσα θα βρεθούμε ρε πιτσιρίκα. Ξεπλένουμε τα μυαλά μας εδώ, δεν το πήρες χαμπάρι;»
«Πως τη λένε;» ρωτάει παγωμένα η Έλσα.
«Μην ασχολείσαι», λέω.
«Δεν πάει έτσι», διαμαρτύρεται.
«Λάθος –μόνο έτσι πάει», τη γειώνω.
Μοιάζει να το δέχεται.

Κάτι πάνκηδες έχουν πλακωθεί στο μπουνίδι, έτσι για ξεμούδιασμα.

Κι εγώ καθισμένος στο πεζούλι βλέπω μερικά ακόμα ξημερώματα. Βλέπω τους μουσικούς να μαζεύουν ενισχυτές και καλώδια, βλέπω τους θεωρητικούς, αμήχανους και λιγομίλητους, βλέπω την κούραση στα πρόσωπα των παιδιών, βλέπω τη διακριτική αποχώρηση των κομματικών, βλέπω το νήμα να πλησιάζει τρέχοντας. Δε μας τσάκισαν οι μπάτσοι, δε μας σάρωσε η προπαγάνδα, αλλά ποιος μπορεί να αντισταθεί στην απραξία;

Μόνο να χάσουμε μπορούμε πλέον.

Έχει νυχτώσει και τα νέα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, πρέπει να πάμε όλοι εκεί, για τη συνέλευση. Δίπλα μου κουρασμένα παπούτσια προχωράνε μόνα τους, κοντεύουμε να κλείσουμε ολόκληρο μήνα στην ίδια διαδρομή. Αποφεύγουμε να κοιταχτούμε στις σκάλες –ντρεπόμαστε.

Πιάνουμε έδρανα και περιμένουμε, κοιτάζουμε τριγύρω –μια ερώτηση κρεμασμένη σα σβησμένο τσιγάρο, «μόνο τόσοι έχουμε απομείνει;» Σκύβω το κεφάλι, είμαι εδώ και μια βδομάδα στα πρόθυρα της εξάντλησης, πονάνε κόκαλα που δεν είχα φανταστεί οτι υπήρχαν στο σώμα μου, κοιμάμαι άσχετα σαν κοπρόσκυλο. Η Έλσα έπαθε κάτι μυστήριους πυρετούς, την έδωσα σε ένα φιλικό ζευγάρι τριαντάρηδων που αναγκάστηκαν να φύγουν επειδή δε γινόταν να κρατάει άλλο το παιδί τους η γιαγιά. Μου υποσχέθηκαν οτι θα τη φροντίζουν μέχρι να γίνει καλά ή μέχρι να βγούμε έξω. Ησύχασα κάπως.
Ο Βαγγέλης εδώ και κάτι μέρες τραβιέται με ένα σούργελο, ντεμι-πρεζάκι, απ΄αυτές που τρέχουν στις Ινδίες για φιλοσοφία και φτηνά κοσμήματα, μετά στήνουν τάβλα στα Προπύλαια και θησαυρίζουν –γνωστή μούρη. Μου δήλωσε ερωτευμένος, τον έβρισα επειδή η γκόμενα ήταν για ξεπέτα και αν... -αδιαφόρησε ο δικός μου καθότι μαγεμένος από τις βαρυσήμαντες παπαριές ινδικής κατασκευής και προελεύσεως που αμόλαγε η τύπισσα. Τώρα κάθονται δίπλα μου και χαμουρεύονται –κοιτάω αλλού.

Και πιάνω τα λόγια του ομιλητή από τη μέση.

«... γι΄αυτό όσα πετύχαμε ήταν σημαντικά. Από δω και πέρα μόνο να υποβαθμίσουμε το νόημα της εξέγερσής μας μπορούμε, ότι κι αν γίνει δεν θα μας ωφελήσει. Ας δούμε τα όριά μας, ας συνειδητοποιήσουμε τα όρια της εξέγερσης. Ας αποχωρήσουμε, αυτή η μορφή πάλης τελείωσε, τώρα μας περιμένει ο δρόμος. Να μην εκφυλιστούμε σύντροφοι, να μεταφέρουμε την εμπειρία μας στην κοινωνία....»
Λέω να κοιμηθώ λιγάκι.

«Αύριο το απόγευμα ξεκινάμε!»
«Ετοιμαστείτε!»
«Καμιά πρόκληση να μη μείνει αναπάντητη!»
Πετάγομαι στον αέρα. Τι έγινε;

Θα βγούμε από το Πολυτεχνείο, αύριο το απόγευμα, έτοιμοι για όλα. Ήδη γράφεται η ανακοίνωση, το ζουμί είναι οτι ζητάμε να φύγουμε από εδώ μέσα νικητές. Δεν θέλουμε να δούμε μπάτσο στο δρόμο μας, δε θέλουμε κανείς να μας μιλήσει, να μας εμποδίσει. Αν μας πειράξουν θα χυθεί αίμα, αν μας μπλοκάρουν θα χυθεί αίμα, αν μας κοιτάξουν στραβά θα χυθεί αίμα. Αυτό είναι το ζουμί της ανακοίνωσης. Παθαίνω ταχυπαλμία.

Τρέχω στους διαδρόμους για να ξεκολλήσω, τα παιδιά ετοιμάζονται βιαστικά –λες και βγαίνουμε την επόμενη στιγμή. Ο πολύγραφος ανάβει, τα φωτοτυπικά ζεματάνε. Κάτω στο προαύλιο κουβέντες λερωμένες με μπογιές. Ακούγονται διάφορα, οτι θα μας την πέσουν τη νύχτα, θα μας την πέσουν το ξημέρωμα, θα μας περιμένουν απέξω –δε μας νοιάζει. Μη σου πω οτι αυτό ακριβώς θέλουμε. Να τελειώσει αυτό το μεσοβέζικο πράγμα, να κοντραριστούμε στα ίσα, να ξεμπερδεύουμε. Εκεί έξω όλοι είναι εναντίον μας –οι νοικοκυραίοι, οι εργατοπατέρες, τα κομματόσκυλα... Μόνο τα παιδιά μας υποστηρίζουν στις καταλήψεις των σχολείων –όλοι οι άλλοι βρίζουν κι αγανακτούν. Χωρίς λόγο –κι αυτός είναι ο σημαντικότερος απ΄όλους τους λόγους. Ακούγεται οτι θα γίνει μια μεγάλη συναυλία αύριο –πριν αποχωρήσουμε.

Κι αυτή τη νύχτα κανένας δεν κοιμάται –είμαστε τσιτωμένοι, τρεμάμενα χέρια από την εξάντληση, μάτια που αρνούνται πεισματικά να εστιάσουν, μυαλά ιπτάμενα σα μέλισσες. Οι μπάτσοι απέξω κάνουν ταρζανιές, εικονικές επελάσεις, άσκοπες μετακινήσεις, πολλά παιδιά σκαρφαλωμένα στην πύλη της Πατησίων προκαλούν. «Ελάτε ρε πούστηδες! Ελάτε να τελειώνουμε!» Η ψυχραιμία δεν μας χρειάζεται αυτή τη νύχτα κι έτσι κανένας δεν απορεί για το πού τη χάσαμε.

«Λες να μας μαγκώσουν φιλαράκι;» κρατάει το κεφάλι του ο Βαγγέλης.
«Μην τσιμπάς ρε –θα ξεφύγουμε», τον παρηγορώ.
«Άμα με περάσουν από δίκη χάνω τη δουλειά μου», συνεχίζει εκείνος.
«Δε θα μας περάσουν από πουθενά και για τίποτα. Είμαστε καθαροί φιλαράκι, απλά διαμαρτυρόμαστε –τι θα μας κάνουν; Κάποιο ξύλο και μετά θα μας αφήσουν», τον κοιτάω να δω αν το έχαψε. Επειδή ξέρω για τους άλλους που έχουν πιάσει κατά καιρούς, μέχρι το κάψιμο της Ρώμης τους φορτώσανε κι ας λένε τα βιβλία οτι το έκανε ο Νέρωνας.

Δεν βλέπουμε το ξημέρωμα –είμαστε απασχολημένοι με το να κρυώνουμε. Είχαμε συνηθίσει να είμαστε περισσότεροι –κάποια απομόνωση σήμερα.

Ανεβαίνει η Γενιά του Χάους στην πρόχειρα στημένη σκηνή, κατεβαίνουν συγκροτήματα φτιαγμένα ειδικά για την περίσταση με ότι διατίθεται στα πέριξ –ένας μπασίστας από δω, δυο κιθαρίστες παραπέρα, κάποιος ντράμερ πλήρους απασχόλησης, από τραγουδιστές υπάρχει έλλειψη.

Ήδη έχουν μαζευτεί στην πύλη της Στουρνάρη. Ξεδιπλώνουν ένα πανό πανέμορφο, τριαντάφυλλο στην άκρη –«ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ» με καλλιγραφικά γράμματα. Πέφτει γέλιο τρελό.
«Μαζέψτε το ρε, θα μας περάσουν για Ματατζήδες!»
«Ποια λουλουδού έκανε καλλιτεχνική επιμέλεια;»
«Βγαίνουν εύκολα τα πλαϊνά ξύλα σε περίπτωση ανάγκης;»
Πετάγονται μπροστά οι παλιοί –φωνάζουν.
«Βάλτε κράνη, καλύψτε τις φάτσες σας!»
«Μην τους αφήσετε να σας φωτογραφίσουν –παραμονεύουν σπιούνοι εκεί έξω!»
«Μην κάνετε τίποτα αν δεν προκαλέσουν!»
Περιττά όλα αυτά βεβαίως.

Ξεκινάμε.

Οι Ματατζήδες σηκώνουν τις ασπίδες, παίρνουν θέσεις μάχης τριγύρω. Τους κοζάρουμε, βάζω στοίχημα οτι οι περισσότεροι παρακαλάμε από μέσα μας. «Ελάτε ρε κερατάδες. Δώστε μας ένα λόγο μια γαμημένη αιτία –ελάτε!». Οι μπάτσοι κάθονται στις θέσεις τους, μόνο τιμές που δε μας αποδίδουν.

Μετράμε τα βήματά μας, κοιτάζουμε τριγύρω –αυτός ο δρόμος είναι δικός μας τώρα, για λίγο, για όσο, για πάντα. Είμαστε αποφασισμένοι, αν μας χτυπήσουν δε θα υποχωρήσουμε, δεν θα τρέξουμε να κρυφτούμε αυτή τη φορά –δεν έχει μείνει πουθενά να πάμε, αυτός είναι ο δρόμος μας.

Τα παιδιά φωνάζουν, ο Βαγγέλης περπατάει δίπλα μου, οι Παντειακοί, οι Εξαρχειώτες, ένα μάτσο απειλητικά χαμόγελα.
«Τι έγινε η δικιά σου;» ρωτάω το Βαγγέλη.
«Την κοπάνησε χτες βράδυ –είχε δουλειές», απαντάει.
«Αυτά είναι άμα μπλέκεις με μπιζνεσμανγούμαν», γελάω.
«Ωραία γκόμενα όμως!»
«Τι να σου πω; Εσύ ξέρεις».
Τα στενά τιγκαρισμένα στη μπατσαρία –αλλά δεν κάνουν καμιά κίνηση, περπατάμε σα μπαλαρίνες σε ναρκοπέδιο. Ένα, δυο, τρία μέτρα, βάλε κάτι ακόμα, σε λίγο θα φανεί η πλατεία. Κολυμπήσαμε από το νησί μας μέσα στους ύφαλους, ψάχνουμε για στεριά. Είμαι στη μέση της πορείας –οι μπροστινοί πρέπει ήδη να βλέπουν πλατεία. Σηκώνομαι στις μύτες, δεν τους βλέπω αλαφιασμένους –όλα καλά.

Πίσω μας έρχονται τα ΜΑΤ, σε απόσταση όμως. Εντάξει, αφού δε μας δέσανε μέχρι τώρα, μπορεί και να γλιτώσουμε. Οι πρώτοι έχουν ήδη πατήσει πλατεία. Ακούω πανηγυρισμούς, θέλω να δω και μόνος μου, σπρώχνω, τρέχω –η πλατεία έρημη.

Οι οργανωτικοί λένε να διαλυθούμε ήσυχα, παιδιά ξεμυτίζουν από τα στενά –όλα ήσυχα, δεν υπάρχει μπάτσος εκεί πέρα, μας αφήνουν να φύγουμε. Νικήσαμε. Νικήσαμε νομίζω. Νικήσαμε τελικά; Μάλλον έτσι θα είναι επειδή η νίκη μυρίζει καμένες προσδοκίες κι έχεις αυτή τη γεύση στο στόμα σου, καραμέλα λεμόνι, πικρή και λιγωτική σκέτος θάνατος. Νικήσαμε λοιπόν. Τα παιδιά αγκαλιάζονται, δίνουν ραντεβού για την επομένη, υπόσχονται –«αυτό είναι μόνο η αρχή», «δεν θα τους αφήσουμε σε ησυχία», «θα ξανάρθουμε». Κάνω κι εγώ τα ίδια, ξέρω όμως οτι τελειώσαμε. Ποτέ δεν θα ξαναβρεθούμε κι αν πέσουμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλο θα γυρίσουμε αλλού τα μάτια, θα το παίξουμε άγνωστοι.
«Να σε πάω πουθενά; Έχω τη μηχανή στο ΒΟΞ», προτείνω στον Βαγγέλη.
«Όχι άστο. Λέω να περπατήσω, να σκεφτώ...».
Δίκιο έχει.

Τη βρίσκω να με περιμένει εκεί, μαραμένη κάτω από στρώματα σκόνης, με την πίσω ρόδα κολλημένη στον τοίχο. Με πιάνει τότε μια στεναχώρια –είναι αβάσταχτος ο πόνος των πραγμάτων. Ανεβαίνω και ξεκινάω μετά από κάτι κούφιες μανιβελιές –στο δρόμο με πλευρίζουν μερικές ακόμα μηχανές, κορνάρουμε και παίζουμε τα φώτα –παιδιά γυρίζουν τα κεφάλια, ουρλιάζουν, πανηγυρίζουν, προχωράνε. Φοράω ακόμα το κράνος κι έτσι έχω το ελεύθερο μέχρι και να δακρύσω αν γουστάρω. Αλλά δε μου απομένει στάλα δύναμης, οδηγούμαι άψυχα από τη μηχανή. Απομακρύνομαι.

Αυτό ήταν λοιπόν.

31 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

moN_kouL είπε...

κι αφου βρισκω κενο το τερμα παρ το γκολακι...
(αν δε χωθει κανας μπατιστας)
(ή ο αλεξανδρης χωθηκε?)
σεντρα εσυ!
την πιτσιρικα την βλεπεις ακομα?
σοβαρα τωρα
:)

The Motorcycle boy είπε...

Μπα, δεν υπήρχε Αλεξανδρής εκείνη την εποχή -Γιώτης Τσαλουχίδης μόνο, σέντρα και κατευθείαν γιόμα για κάνα κεφάλι εύκαιρο.

Κανέναν τους δεν βλέπω πια, από εκείνη την εποχή.
Καλημέρα κιόλας.

False Poison είπε...

Καλημερα

Διάβασα όλα όσα γραψατε μέχρι τωρα και φροντίζω να ειμαι σε επαφή καθημερινά για να διαβάζω και τις συνέχειες.

Από τη μια εκφράζω τα συγχαρητήριά μου για την πρασπάθεια - δεν είναι πολλοι αυτοί που ασχολούνται με τη λογοτεχνία στις μέρες μας

Από την άλλη, έχω κάποιους ενδοιασμούς, κυρίως για το ύφος (το περιεχόμενο δεν θέλω να το κρίνω γιατί θα ήταν άτοπο).

Επιλέγω να μην εκφράσω τους ενδοιασμούς μου σε comment για να αποφύγω τη δημιουργία εντασης

Καλημέρα

Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα.
Νίκος

The Motorcycle boy είπε...

Σε μένα πήγαινε αυτό το σχόλιο; Γιατί με μπέρδεψες κάπως με τον πληθυντικό ρε παιδί μου!

Συμφωνώ πάντως, δεν είναι πολλοί αυτοί που ασχολούνται με τη λογοτεχνία σήμερα -και σε διαβεβαιώνω οτι εγώ ανήκω στους πολλούς που ΔΕΝ ασχολούνται.

Γράψε μου βρε άνθρωπε τους ενδοιασμούς και τις ενστάσεις σου να γίνει κάποια κουβέντα! Δηλαδή, ένα καλό έχουν τα μπλογκς (εννοώ τη διαδραστικότητα), θα το παραμελήσουμε κι αυτό;

Καλημέρα και μη μου ξαναρίξεις πληθυντικό πρωινιάτικα -με τσακίζουν κάτι τέτοια.

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα και καλημέρα ρε Νίκο -χώθηκες στο ενδιάμεσο και δεν σε είδα εξ αρχής.

False Poison είπε...

Εντάξει λοιπόν, θα παραμερίσω τον πληθυντικό και θα εκφράσω την άποψή μου, με τον φόβο να προκαλέσω αρνητικά συναισθήματα.

Εννοείται πως οι απόψεις μου είναι οι απόψεις ενός απλού αναγνώστη, τίποτε περισσότερο ή λιγότερο.

Το έργο σου συνδυάζει, με επιτυχία θα έλεγα, δύο τομείς: από τη μια είναι η εξιστόρηση βιωμάτων (στιγμών, θα έλεγα) και συναισθημάτων ενός ανήσυχου νέου και από την άλλη παραθέτει με έξυπνο (για μένα τουλαχιστον) τρόπο γεγονότα και κριτική της τότε πολιτικής κατάστασης (την οποία έζησα κι εγώ, σε λίγο μικρότερη ηλικία). Έχω κι εγώ αριστερές απόψεις και ομολογώ πως βρήκα πολλά κοινα. Δηλαδή, η παράλληλη παράθεση προσωπικών και κοινωνικοπολιτικών γεγονότων είναι ο σκελετός του έργου. Καθόλου άσχημο, θα έλεγα.

Ωστόσο, το γενικό ύφος με οδηγεί στα παρακάτω συμπεράσματα:

α) πολύ συχνά αντιλαμβάνομαι ότι η χρήση του λόγου σου (κοφτές προτάσεις, "μάγκικοι" και πολύ συχνά τραβηγμένοι "λαΐκοί" χαρακτηρισμοί κλπ) δείχνουν ότι πιέζεσαι πάρα πολύ να γράψεις με ένα συγκεκριμένο ύφος το οποίο "δεν το 'χεις", όπως θα έλεγε κάποιος απλά. Και η πίεση αυτή φαίνεται πολύ. Είναι σα να σε πιέζει κάποιος εκδότης να γράψεις με αυτό το στιλ γιατί "αυτό πουλάει (ασχέτως αν το έργο σου το δίνεις - και πολύ καλά κάνεις - δωρεάν)".

β) ο τρόπος παράθεσης των "συναισθηματικών" γεγονότων (εννοώ τα ερωτικά σκιρτήματα, τις φιλικές στιγμές κλπ) είναι επιτηδευμένος ώστε να παρουσιάζει τη "σκοτεινή" πλευρα (το "σκοτεινή" το αναφέρω με την θετική έννοια - ότι δηλαδή είσαι ένας άνθρωπος με ευαίσθητες μύχιες σκέψεις κλπ) του χαρακτήρα σου. Δηλαδή, αντιλαμβάνομαι πολύ έντονα την δημιουργία μιας τεχνητής ευαισθησίας. Σχεδόν σε κάθε φράση εντοπίζεται αυτό.

γ) η παράθεση των πολιτικών γεγονότων και η κριτική τους ενέχει μια μεγάλη ποσότητα ενοχής και με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα γράφεις όχι γιατί συνεχίζεις να τα πιστεύεις αλλά γιατί πλέον έχεις συμβιβαστεί στη σημερινή σου ζωή και αυτά αποτελούν "ένδοξο" παρελθόν το οποίο όμως τελικά σήμερα χρησιμεύει μόνο ως πηγή ιστοριών για τα παιδιά και τα εγγόνια σου, τίποτα περισσότερο (εγγόνια μάλλον δεν έχεις, για παιδιά δεν ξέρω). Μοιάζει με εκείνες τις ιστορίες "απωθημένων" και "ενοχών" που λένε όσοι αναπολούν τα νιάτα τους κι εύχονατι να είχαν κάνει κάποια πράγματα διαφορετικά.

...Κοίτα, χωρίς καμιά παρεξήγηση, διαβάζοντας το κείμενό σου, αμέσως μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα ενός 40άρη πολυλογά με απωθημένα, ο οποίος σήμερα εργάζεται στο δημόσιο (ή σε κάτι σχετικό τέλος πάντων) και προσπαθεί πλέον να δείξει ότι κάποτε κι αυτός υπήρξε αυτό που λείπει από τους περισσοτερους σήμερα.

Εχεις δει το φιλμ "The Educators"; (νομίζω ο ελληνικός τίτλος είναι "οι μέρες της αφθονίας σας είναι μετρημένες"): διαβάζοντας το έργο σου μου ήρθε στο μυαλό ο χαρακτήρας του μεγαλοαστού τραπεζίτη - πρωην hippy αριστερού τον οποίο απαγάγουν οι νεαροί πρωταγωνιστές.

και πάλι, όλα αυτά χωρίς παρεξήγηση, έτσι;

The Motorcycle boy είπε...

Χαχαχα, τι παρεξήγηση ρε -γαμώ τα σχόλια έκανες κι ευχαριστώ πολύ, είναι σημαντικό για μένα (όπως και για τον καθένα, άλλωστε) να ασχολείται κάποιος με όσα γράφω.

Θα αρχίσω ανάποδα όμως: Η εικόνα που σου ήρθε περί του ατόμου μου είναι πάνω-κάτω ακριβής. Και 40άρης είμαι (43) και στο δημόσιο δουλεύω, και παιδί έχω. Βέβαια, αυτό το φιλμ τις "μέρες της αφθονίας" δεν το έχω δει -μου ξίνισαν οι θέσεις που διάβασα οτι εκφράζονται εκεί μέσα, μυρίστηκα κάποια υπεροψία -δεν ασχολήθηκα περισσότερο. Για καθαρή διαίσθηση μιλάω εδώ, όχι για τεκμηριωμένη άποψη.

Αλλά έχω μια διαφωνία περί των προθέσεων. Μπορεί να είμαι όλα τα παραπάνω, όμως προσπαθώ να δείξω οτι σήμερα υπάρχει αυτό που μας έλειπε κάποτε -η πρόθεσή μου δηλαδή είναι ακριβώς αντίθετη από αυτή που παρουσιάζεις. Ίσως να μην τα καταφέρνω καλά (αυτό το κρίνει ο αναγνώστης), αλλά είμαι τουλάχιστον σίγουρος για τις προθέσεις μου. Τώρα, σχετικά με τα απωθημένα... μην περιμένεις να σου πω εγώ κάτι -αυτά φαίνονται καλύτερα απέξω παρά από μέσα. Το ίδιο ισχύει και για την πολυλογία, χαχαχα.

Πάμε στα υπόλοιπα:
α) Υπάρχει ένα θέμα (πέρα από τον εκδότη που με πιέζει αφόρητα -αυτό είναι αλήθεια, όπως αλήθεια είναι οτι η πάρτη μας είναι ο χειρότερος εκδότης). Προσπαθώ λοιπόν να μιλήσω για μια μπάσταρδη εποχή -τα θυμάσαι υποθέτω. Μεγαλώσαμε στο μίξερ, ελαφρολαϊκά άσματα στο ραδιόφωνο, ελληνικές ταινίες κάθε Σάββατο, αριστερά τσιτάτα και θολές θεωρητικές αναλύσεις, τραυλό πανκ, παραβολικός κινηματογράφος και άλλα τέτοια. Μεγαλώσαμε μαϊμουδίζοντας αλλά χωρίς "να το έχουμε πλήρως". Έτσι τα θυμάμαι. Κι έτσι προσπαθώ να τα καταγράψω -δεν ξέρω άλλο τρόπο.

β) Όταν λες "είσαι ένας άνθρωπος..." εννοείς τον ήρωα της ιστορίας ή εμένα; Θα υποθέσω οτι εννοείς τον ήρωα για να προχωρήσω. Αφού ξεκαθαρίσω οτι ο ήρωας είναι ένας αχταρμάς, φτιαγμένος από χαρακτηριστικά των παιδιών της παρέας μου (κι εγώ μέσα, φυσικά). Αυτό λοιπόν που λες "σκοτεινή" πλευρά" και "τεχνητή ευαισθησία" θα το ονόμαζα καθαρή ποζεριά. Έτσι είναι ο ήρωας -ένα κακέκτυπο του Σταμάτη Γαρδέλη που προσπαθεί να κοροϊδέψει τον εαυτό του και να περαστεί για Σιντ Βίσιους (για να κάνω μια απλουστευμένη εικονοποίηση).

γ) Εδώ θα υποθέσω οτι μιλάς για μένα και όχι για τον ήρωα -διορθωσέ με αν κάνω λάθος. Λοιπόν, προσωπικά, ποτέ δεν τα πίστεψα όλα αυτά, ποτέ δεν είδα το όνειρο της επανάστασης ή της οποιασδήποτε αλλαγής. Έλεγε τότε ένας κολλητός μου "κατεβαίνουμε στις φάσεις για τον τζόγο και πηδάμε για την ανάλυση, μετά, με την παρέα". Το έχω γράψει πολλές φορές μέσα στο κείμενο νομίζω -και αυτό ισχύει. Όπως έχω γράψει οτι το παρελθόν ποτέ δεν ήταν ένδοξο, ήταν κάτι άσχημο, μίζερο, στερημένο και απωθητικό -που "ενδοξοποιήθηκε" με το πέρασμα του χρόνου. Ενοχές; Έχω βέβαια -απέναντι σε ανθρώπους κυρίως. Για όσα έκανα λάθος και όσα απέφυγα να κάνω (όπως όλοι μας). Συμβιβασμένος στη σημερινή μου ζωή -ξέρω ΄γω; Δεν θα είμαι; Μάλλον ναι. Και τελικά -σε τι χρησιμεύει αυτή η ιστορία; Για να τη διαβάσει το παιδί μου και αύριο τα εγγόνια μου, αν τύχει και βαρεθώ να τους την πω; Μπορεί -αλλά όχι μόνο. Αυτή η ιστορία χρησιμεύει σε μένα κυρίως -για να θυμάμαι, επειδή περνάνε τα χρόνια κι αδυνατεί η ρημάδα. Αυτό τελικά δεν είναι και το νόημα των μπλογκς;

Ανώνυμος είπε...

Γειά σου motorcycleboy μεγαλοαστέ, (σε είδα να κόβεις γραμμές κόκας καθισμένος στο αρκουδοτόμαρο μπροστά στο τζάκι!).
Προσωπικά χέστηκα αν ο Oskar Wilde ήταν κακιασμένη πούστρα ή αν ο Bukofski κομπλεξικός με προβλήματα στύσης, σε έναν δημιουργό με ενδιαφέρει το δημιούργημά του και όχι η προσωπικότητά του.
Οι χαρακτηρισμοί σου είναι όντως τραβηγμένοι και απαρχαιομένοι γιατί είναι η γλώσσα της πιάτσας 20
χρόνια πριν.
Ο ήρωάς σου είναι ενοχικός γιατί είναι κολλημένος με μια γκόμενα και αισθάνεται σαν απιστία οποιαδήποτε αλλη του τύχει.
Όσο για το πολιτικό κομμάτι εκεί κ αν περισσεύουν οι ενοχικές συμπεριφορές, αυτή η ματαιότητα του να ματώνεις για έναν σκοπό που βαθιά μέσα σου τον θεωρείς άσκοπο ή έστω απραγματοποίητο αφήνει κάποια σημάδια.
Αφού όμως έχουμε μπεί σε ένα τριπάκι γκρίνιας οφείλω και εγώ να παρατηρήσω οτι λείπουν οι 'παράλληλες ιστορίες', η οπτική κάποιου άλλου πάνω στα ίδια γεγονότα που σε κάποια άλλα κείμενά σου υπάρχουν. Λίγο μονοδιάστατο σε βρίσκω σε αυτή την ιστορία, σκέψου το λίγο όσο αραζεις στο αρκουδοτόμαρο που μυρίζει (αμυδρά έστω) διχρονόλαδο..

The Motorcycle boy είπε...

Ε όχι και μεγαλοαστός φιλαράκι! Επειδή δηλαδής έχουμε ένα τζακούζι (λόγω τα αρθριτικά) και μια πισίνα (λόγω ρήξη μηνίσκου) δεν είμαστε και πλουτοκρατία! Ψωμί κι ελιά τρώμε μαζί με τους μεροκαματιέρηδες (μετά πάμε και τρώμε μόνοι μας στο Φρες, βεβαίως)!

Και κάτσε καλά μη χεστούμε, ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν μπάι -τον είχαν φέρει Αθήνα σε μπουρδέλο για να τον ξεφτιλήσουν και πήδηξε μέχρι και τα κουνούπια που πετούσανε! Γεγονός!

Για τους προ 20ετίας χαρακτηρισμούς -έχεις δίκιο, από όσο μπορώ τουλάχιστον να θυμάμαι. Μπορεί και να είμαι λάθος -δεν είμαι δα κι ο Μπαμπινιώτης!

Περί της ματαιότητας να ματώνεις για έναν "άσκοπο σκοπό" διαφωνώ. Υποστηρίζω (προσπαθώ να το κάνω και στο κείμενο) την ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ να ματώνεις για χαμένες εκ των προτέρων υποθέσεις.

Τέλος, σωστά παρατηρείς, λείπουν οι παράλληλες ιστορίες επειδή το συγκεκριμένο κείμενο θέλει να είναι καθαρά "προσωπική και υποκειμενική ματιά". Δεν διεκδικεί σφαιρικότητα, διεκδικεί μονάχα την φανατική του προσέγγιση στα γεγονότα. Τηρουμένων των (αχανών) αποστάσεων που το χωρίζουν, το κείμενο προσπαθεί να μιμηθεί τον Φύλακα της Σίκαλης ή τη Στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα (ας πούμε), παρά να διηγηθεί μια στρογγυλή και ευσταθή ιστορία.

False Poison είπε...

Χαίρομαι που δεν παρερμηνεύτηκε το σχόλιό μου

Όσο για το αν αναφέρομαι σε σένα ή στον ήρωα του έργου, η απάντηση είναι εύλογη: ξέρω μόνο τον ήρωα του έργου (ο οποίος, σε παλιότερη συζήτησή μας μου είχες πει ότι έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία)!

Επαναλαμβανω: όλη η κρίση μου βασίζεται στις εικόνες που μου δημιουργούν τα κείμενα σου. Δεν είμαι σε θέση να κάνω υποθέσεις για το τι άνθρωπος είσαι, γιατί δεν σε γνωρίζω. Πιστεύω όμως οτι το γραψιμο σου προδιδει αρκετα στοιχεια του χαρακτηρα σου.

θα συνεχίσω την ανάγνωση και ευχομαι να μη δημιουργησα ενταση.

προς το παρον, η αίσθηση που μου αφήνει το έργο σου ειναι αμφιλεγόμενη, με την ζυγαριά να γέρνει προς το αρνητικο προσημο

Αλλά είπαμε, θα τελειώσω την αναγνωση και θα αποκτησω καλυτερη εικονα

The Motorcycle boy είπε...

Ναι ρε -δεν το συζητάμε! Είμαστε εδώ για να ερμηνεύουμε, όσο μπορούμε, και όχι για να παρερμηνεύουμε. Δύσκολο όταν η συζήτηση γίνεται μέσω σχολίων, αλλά κατορθωτό, θέλω να πιστεύω.

Κοίταξε τώρα: σαφώς και εμένα με γνωρίζεις μέσα από τα γραπτά μου, αλλά προσπαθώ να ξεκαθαρίσω ότι δεν ταυτίζομαι απολύτως με τον ήρωα. Σαφώς και τα κείμενά μου είναι (λιγότερο ή περισσότερο) αυτοβιογραφικά αλλά αν στο τέλος ο ήρωας της ιστορίας αυτοκτονήσει, δεν πάει να πει οτι πέθανα κι εγώ! Έτσι υποθέτω τουλάχιστον. Τα λέω αυτά γιατί μπερδεύτηκα κάπως όταν αναφερόσουν από τη μια στο 40αρη (αυτός είμαι εγώ) κι από την άλλη στη "σκοτεινή πλευρά", (του ήρωα μάλλον). Συγνώμη αν εδώ πέρα ψειρίζω τη μαϊμού αλλά το έχω ζήσει να πετάγεται στην κουβέντα κάποιος τρίτος (συνήθως άσχετος με το θέμα) και να μου ζητάει το λόγο γιατί πυροβόλησα και σκότωσα την τάδε γκόμενα ας πούμε, θεωρώντας οτι εδώ πέρα περιγράφω λεπτό προς λεπτό την πραγματική ζωή μου!

Υποθέτω πως όταν τελειώσω αυτή την ιστορία θα είμαι κι εγώ σε θέση να δω αν κατάφερα να φτιάξω κάτι κοντινό σε αυτό που ήθελα όταν την ξεκίνησα. Ελπίζω πάντως να μη μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που έχασες το χρόνο σου διαβάζοντάς την, χαχαχαχα.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ευγενεια ρε παιδια!!
Μπράβο!
Και ειρωνία ευγενικη :Ρ και απο τους σχολιαστες και απο τον λογοτεχνη

Και μενα κατα καιρους μπορει να μη μου άρεσαν κάποια κομματια μεσα στις συνέχειες.

Αποψη μου, ωραία που δίνεις σημασία σ αυτά που λεμε, αλλα καλύτερα θα ήταν (κάνω κι εγω τον συμβουλάτορα :Ρ) να τα έβαζες όλα μαζι και μετα τα σχολια, έστω και λίγο, σε μια ιστορία (αν είναι δική σου, δηλαδη τη γραφεις τελειως μόνος σου...) να μην επηρεαστεις απο τη γνωμη των άλλων, να γραψεις αυτό που πιστευεις και σου ρχεται, δυσκολο μεν, πιο οριτζιναλ όμως.
Βέβαια μπορει και να μην επηρεάζεσαι απο το ψυχαναλυτικό σχολιο του Φολς Πόιζον... για το κειμενο μπορει να πει κανεις ό,τι θέλει, η ψυχαναλυση του άλλου μεσω αυτού είναι κάπως...

Τα πιο πολλα μου φαινεται ότι βγαινουν αβίαστα. Τα κομματια του στιλ "να την φαμε" κλπ μου φαινονται πολυ χοντρα...

Ωραιο αυτό "Περί της ματαιότητας να ματώνεις για έναν "άσκοπο σκοπό" διαφωνώ. Υποστηρίζω (προσπαθώ να το κάνω και στο κείμενο) την ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ να ματώνεις για χαμένες εκ των προτέρων υποθέσεις."
στην πραξη δεν το έχω σκεφτει, γενικότερα μπερδευομαι με κάποια που λες κατα καιρούς.

Υ.Γ. ρε Λουγκόζι... μπραβο ρε! :ΡΡΡ
"Προσωπικά χέστηκα αν ο Oskar Wilde ήταν κακιασμένη πούστρα ή αν ο Bukofski κομπλεξικός με προβλήματα στύσης" μας διαφώτησες όπως και ο Μοτορσάικλ μετα περι Όσκαρ... δεν τα ήξερα αυτά
Πωπω γνωσεις ρε παιδιά! Δεν έχω διαβάσει κανεναν απο τους 2, αλλα εσεις όχι μόνο έχετε διαβάσει αλλα και ξέρετε αυτούς τους ανθρώπους!
Εσυ Λουγκοζι τους πετυχες σε καμιά ταβέρνα στην Αθήνα; ήπιατε και τα είπατε ε; μήπως είχες και τον Φολς Πόιζον και τους έκανε και ψυχανάληση;

The Motorcycle boy είπε...

Και για να ολοκληρώσω αγαπητέ Poison, ακριβώς από πάνω από το σχόλιό μου βλέπεις μια τυπική περίπτωση σχολιαστή της κατηγορίας "πετάγομαι σαν την ψωλή του κόκκορα να την πω τη μαλακία μου".

Άσε μας ρε ell, έχεις αρχίσει να γίνεσαι και ακατανόητη εκτός των άλλων.

Ανώνυμος είπε...

Μοτορσάικλ ευχαριστώ που λες ποια είμαι. Έτσι.

Και επίσης αφου γνωρίζεις τόσα κ καταλαβαινεις κ συ κ άλλοι τους ανθρωπους
το "ψωλη του κοκκορα" δε λεει τίποτα...
πες κ άλλα, κάνε ένα πορτραίτο, αφου είσαι δυνατος στον λόγο κ αφου με ξερεις

προφανως δεν υπαρχει δικαιωμα ανωνυμίας

The Motorcycle boy είπε...

Από πότε το δικαίωμα ανωνυμίας καταπατάται με την ανακοίνωση του ψευδωνύμου; Θα τρελαθούμε εντελώς δηλαδή!

Να στο κάνω λιανά: εγώ έχω ένα ονοματάκι στην ταυτότητα το οποίο δεν χρησιμοποιώ εδώ μέσα, επειδή δεν το επιθυμώ και θέλω αυτό να είναι σεβαστό. Χρησιμοποιώ όμως το Motorcycle Boy (ψευδώνυμο) και ΦΥΣΙΚΑ έτσι αναφέρονται σε μένα όσοι το κάνουν στον συγκεκριμένο χώρο.

Εσύ πάλι έχεις φτιάξει 4-5 ψευδώνυμα με τα οποία τριγυρίζεις στα μπλογκς και μπαίνεις και σαν Ανώνυμη. Πέρα από το άβολο του όλου θέματος, γιατί πλέον δεν ξέρουμε σε ποιον απαντάμε, νομίζω οτι η τακτική σου δείχνει οτι δεν έχεις το θάρρος της γνώμης σου -διόρθωσέ με αν κάνω λάθος.

Για τα όσα, ελάχιστα, ξέρω για σένα ΦΥΣΙΚΑ και δεν πρόκειται ποτέ να πω τίποτα -θεωρώ οτι ο καθένας μπορεί να τοποθετηθεί ΜΟΝΟ στα στοιχεία που ο άλλος έχει δημοσιοποιήσει για τον εαυτό του.

Απλά πράγματα.

Unknown είπε...

Τι ανωνυμία ρε ell!
Αφού μόνη σου καρφώνεσαι, από αυτά που λες, από τον τρόπο που τα λες, από τα ορθογραφικά σου, από τις εκφράσεις σου.
Δεν χρειάζεται να ειναι γλωσσολόγος ο άλλος να σε καταλάβει. Μπαμ κάνεις!
Και αυτό είναι καλό στην τελική γιατί φαίνομενικά τουλάχιστον δε μοιάζεις σχιζοφρενής, να έχεις 3 id με 3 διαφορετικές απόψεις.

Μεγάλο αυτό το post ρε Moto, μου βγήκαν τα μάτια να διαβάζω. Αλλά τουλάχιστον δε βαρέθηκα. Κοίτα τώρα, με το να κάνεις τεράστια κείμενα δε με αποτρέπεις από το να διαβάζω άλλους blogger. Ισα ίσα μη σου πω!

Ανώνυμος είπε...

μπραβο προκωμενο σε βλεπω ποτε προλαβες να γραψεις ολες αυτες τις συνεχειες;;

Ανώνυμος είπε...

Κάτσε ρε Τομμποι, πώς το λες αυτό τώρα;;
δε μοιαζω με σχιζοφρενή αλλα μπορεί να ειμαι, πού το ξερεις;
αλλα τι ρωτάω, διαβασμένα παιδια κ έξυπνα! εσείς ξερετε

όπως επίσης μπορεί να είμαι χαζή κ να κανω τη χαζή κ επίσης η ψωλή του κόκκορα

αχ! πείτε μου!
πειτε μου ρεεε, πώς πρεπει να είμαι;
πώς πρεπει να γραφω; τι; κ που;
ελα ρε Μότορ

Ρε μαλακα αμα ήθελα να μη φαινομαι σε σενα δε έσβυνα τα πράιβιτ ντατα πριν μπω στο ιστολογιο σου, εδω κ καιρο μου έχεις πει για την υδρογειο κ πως τα βλεπεις

το τι γραφω κ που κ πως κ με ποιο ψευδονυμο ή όχι είναι δικο μου θέμα κ αμα γουσταρετε

βάλε τους γαμωκανονες σου με όποιο γλοιωδη τροπο γουστάρεις, γιατί γλοιωδες είναι όταν για δικους μου λογους οποιουσδήποτε που μπορει κ γω να μην ξερω ακόμα ή να το κάνω γιατί έτσι νιωθω να γραφω με όποιο ψευδον. ή ανωνυμία γουσταρω, (ΛΕΣ Κ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΛΟΥΓΚΟΖΙ ή οποιοσδηποτε είναι γνωστοι) γλοιωδες είναι τη στιγμη που ξερεις 1 ή 10 πραγματα για μενα να λειτουργεις έτσι

κάτσε λοιπον κ λεγε κ πιστευε ό,τι θέλεις κ συ κ όποιος

υπαρχει τροπος να λειτουργει κανεις φασιστικα όπως περιτρανα αποδεικνυετε

υπαρχει τροπος Μοτορ
ειχα δει ότι σε άλλα ιστολογια μπορεις να μπεις μόνο κατόπιν προσκλησης (Ντοκισον θυμαμαι κ κάτι άλλα)

κάντο ρε φιλε να ησυχασεις κ απο την ψωλη του κοκκορα κ απο χαζους, σχιζοφρενεις ή ό,τι άλλο
κ φτιαξε την κοινωνία που έχεις κεφια καθε φορα στο κουτάκι σου

The Motorcycle boy είπε...

Tomboy, όσο κι αν δεν σε αποτρέπω, σου περιορίζω λίγο από χρόνο -ε; Γιατί δεν είναι οτι τα διαβάζεις, είναι που σου κάνω ερωτήσεις επί της διδακτέας ΚΑΙ της διδαχθείσας κάθε μέρα στο σπίτι.

Σωστός Άσωτε; Πως με κόβεις; Εσύ ρε τώρα πήρες χαμπάρι τις συνέχειες; Δηλαδή τι νόμιζες οτι διαβάζεις όλο το ίδιο; Χαχαχα, τόσο βαρετός έγινα!

Ell, μόνη σου τσακώνεσαι αν δεν το πήρες ακόμα χαμπάρι. Έμαθες να σβήνεις και τα πράιβιτ ντάντα τώρα; Τι λε ρε παιδί μου!
Εγώ πάντως ανάγνωση με πρόσκληση ελπίζω να μην αναγκαστώ να βάλω, ποιος ξέρει πόσοι σπαζαρχίδηδες σαν και του λόγου σου αναγκάσανε τη Ντόκινσον να το κάνει!
Πάντως, θα σου πω ένα πράγμα. Εδώ μέσα όλοι έχουμε μια ταυτότητα που την έχουμε επιλέξει. Αν το παίζεις σήμερα έτσι και αύριο γιουβέτσι, απλά κοροϊδεύεις. Δεν είμαστε αρπιτζάδικο εδώ, ούτε τσατάδικο -εντάξει; Με το "εδώ" εννοώ τα μπλογκς αν δεν κατάλαβες.

Ανώνυμος είπε...

Τα "στοιχεια" μου όπως λες ρε τσάτσε τα έχεις, μήπως θες να σου πω κ την ιστορία της ζωής μου;
μέχρι κ το τηλ. μου έχει μεσω μέιλ φιλαράκι σου

τον σεπτεμβρη με πήρε κάποιος απο αγνωστο αριθμό, βαβούρα πολύ κ μουσική κ στο τέλος μια γυναικεία φωνή που κάτι έλεγε

όταν μου βάλε 1 τραγουδι ο Αουτσάιντερ θυμήθηκα αυτό, παρόλο που δεν άκουγα τους στίχους, κ του το είπα μεσες άκρες

οποιοσδήποτε μπορεί να ήταν
δωσε ρε τσάτσε τα στοιχεία των υπολοίπων δωσε κ τα δικά μου κ κρίνε ό,τι θες
σας έχω ικανους να έχετε φάκελο με το τι σας έχει πει ο καθένας

μη μου λες ότι είμαι σπασαρχίδης για σενα
γιατί μόνο αρχιδια δεν έχεις
τουλαχιστον έτσι όπως θα το λεγε ο μαγκας ηρωας σου κ συ

The Motorcycle boy είπε...

Εγώ είμαι ο τσάτσος; Σωστή.

Υ.Γ.: Έφυγες.

Ανώνυμος είπε...

sorry για την παρέμβαση... Αυτό αφόρα μόνο την ell: δεν έχω καμμία μα καμμία σχέση με τον motor, με τηλέφωνα και τέτοια. Τον άνθρωπο ούτε τον ξέρω ούτε θα τον γνωρίσω και ποτέ.
Τώρα εάν κάποια σύμπτωση έκατσε μην βάζεις με το μυαλό σου πράγματα. Το λέω τελείως φιλικά για να μην έχεις υποψίες.
Δεν ξέρω τι έχει παίξει και τσακώνεστε ούτε με ενδιαφέρει. Απλά θεώρησα σωστό να τονίσω αυτό το πράγμα για να μην νομίζεις κάτι παραπάνω. Βέβαια δεν μπορώ να σου το αποδείξω έμπραχτα αλλά ελπίζω στο ότι στο λίγο χρόνο που ανταλλάξα από εδώ μέσα κάποια τραγούδια και σκέψεις να μην με περνάς και για κανά μαλάκα που θα έπαιρνε τηλέφωνα και άλλα τέτοια. Τελοσπάντων να περνάς καλά και εσύ και ο motor.
Φιλικά πάντα δεν χρειάζεται ρε παιδιά να χάνετε τόση ενέργεια και να τσακώνεστε...Η ζωή είναι έξω από αυτό το κουτί που κοιτάμε.

The Motorcycle boy είπε...

Outsider, έτσι είναι όπως τα λες. Και προφανώς δεν υπάρχει κανένας λόγος για καυγάδες -δε βγαίνει και τίποτα, μόνο το μανικιούρ μου χαλάω και μου στοίχισε κι ένα κάρο λεφτά.

Αλλά από την άλλη, κάθε άνθρωπος έχει κάποια όρια. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να ανέχεται τα πάντα, νομίζω.

Mr.Fixit είπε...

Exw ksanagrapsei ena pragma edw mesa, xwris na 8elw na yperaspistw kanenan (den to xreiazetai kai kaneis allwste), ase pou ki egw o idios exw tsakw8ei me ton motor edw mesa kai giname kai kompoloi apo ta polla pou eipame. alla.

"All the aces, don't like people who ain't got no faces"

Akoma ki an to "face" sou einai auto pou exeis epileksei na deixneis edw (blogs), eisai mallon ili8ios (h me tragika psyxologika, kserw gw) otan psaxneis na apokthseis pollaplh anwnymia. San ypokriths, alla pou se pairnoun kai prefa-erasitexnhs malakas mou kanei h douleia.

P.S. H stiksh den einai as8eneia, alla anagkh.

The Motorcycle boy είπε...

Μην ασχολείσαι αδερφέ μου, το πάλεψα αρκετά αλλά δεν αξίζει τον κόπο. Στοκχάουζεν κατάσταση.

Υ.Γ.: Καλά κάναμε και τσακωθήκαμε μεταξύ μας, τι διάολο, παντρεμένοι από 35ετίας είμαστε για να τα βρίσκουμε σε όλα; Το θέμα για μένα είναι να βγαίνει μια άκρη και να μη μένουν παρεξηγήσεις. Αλλιώς τζάμπα τρώμε το χρόνο μας στα πληκτρολόγια. Κι αν στο τέλος του καυγά προκύπτουν και τίποτα μπύρες -ακόμα καλύτερα. Νομίζω;

Mr.Fixit είπε...

Exeis dikio kai to ftaiksimo panw mou pou den exoun prokypsei akoma...Leave it to me

The Motorcycle boy είπε...

Έεετσι. Γιατί μπορεί στιςε μουσικές μου προτιμήσεις να είμαι ελαστικός αλλά στις μπύρες είμαι άκαμπτος! (χαχαχα)

Ανώνυμος είπε...

Mr Fixit όταν μπαινω με το ID κ ξέρω ότι το βλέπει ο Μότορ απο ποιον προσπαθω να κρυφτώ. Όταν καιρο χρησιμοποιω το ίδιο ψευδονυμο πάντα

εγω εμπαινα για χρόνο απο της δουλειας, για οποιουσδήποτε λόγους όταν π.χ. κάποιος ξέρει το ψευδονυμό μου (αφεντικο ή οποιοσδήποτε!) κ ψαχνεται να δει τι γραφω οπουδήποτε το θεωρω τουλαχιστον πουστια ο άλλος να με δίνει

ας πιστευει κανεις ό,τι θέλει θεωρω ότι εχω καθε δικαιωμα να γραφω όπως θέλω (ήδη έχει σβήσει 2 σχόλιά μου ο Μότορ, ούτε υβριστικά ήταν ούτε τίποτα)

αυτός εξάλλου απο μένα ξέρει κ ονοματεπώνυμο κ άλλα

εγώ για τον οποιοδήποτε απο εσας τίποτα

καλη συνέχεια

Sotiris είπε...

Η ερώτηση : Το πανό με το οποίο βγήκατε εκείνη τη μέρα είναι αυτό : http://athens.indymedia.org/local/webcast/uploads/metafiles/anthosrwlzufqeyylt.jpg ;


Η απορία : Ελπίζω ο χαφιές της κατάληψης να μην γίνει η αφορμή για να μπαγλαρώσουν τον ήρωα, ε ; Είναι κοινότυπο και εκνευριστικό !


Η παρατήρηση : Πιστεύω ότι ο "εκδότης" σου έπρεπε να σε είχε "πιέσει" να γράψεις αυτά τα 2 τελευταία posts τις ημέρες που γινόταν ο πανικός για τον 16χρονο. Θα ήταν άκρως επίκαιρες και προφητικές κατά έναν τρόπο.


Η προτροπή : Γίνεται να ανεβάζεις τα posts κάθε Κυριακή πρωί ; Δεν μπορείς να φανταστείς την ηρεμία και χαλαρότητα μου δίνει να σε διαβάζω Κυριακή πρωί, έχοντας δει τα εξώφυλλα τον εφημερίδων, με έναν ζεστό καφέ από δίπλα. Έχοντας στο μυαλό την φαιδρή ελληνική πραγματικότητα, σε διαβάζω και βλέπω την ηλιθιότητα της Ελλάδας και των ανθρώπων της να περνάνε σε τίτλους στο κάτω μέρος της οθόνης του μυαλού μου.


Το παράπονο : Μου φαίνεται ή έχουν αρχίσει να μειώνονται πολύ οι στίχοι από τραγούδια στα τελευταία posts ; Μπορεί να μην ήξερα τα περισσότερα από αυτά, αλλά τι έγινε boy, σε επηρέασε και εσένα η κρίση ή το γύρισες στο έντεχνο ;

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, αυτό ήταν το πανό. Από πίσω φαίνεται και η πλευρά του ΕΜΠ, από Στουρνάρη. Ποιοι βγήκαμε; Χαχαχα.

Ο χαφιές της κατάληψης ήταν απλός περαστικός, κομπάρσος -ρόλος του πενηντάρικου, δεν θα ξαναεμφανιστεί. Καθότι είμεθα υπερπαραγωγάουα εδώ μέσα!

Και να είχα τα ποστ έτοιμα εκείνες τις μέρες δεν θα τα σήκωνα με τίποτα. Παραμένω ανεπίκαιρος από άποψη. Άλλωστε είχα ήδη κάνει μια συνοπτική παρουσίαση των γεγονότων, κοντά ένα χρόνο πριν γίνουν -στη Μουσική των Σφυριών. Είπαμε -ανεπίκαιρος. Προφητικός, μόνο κατά λάθος.

Ρε!!!!!! "σε διαβάζω και βλέπω την ηλιθιότητα της Ελλάδας και των ανθρώπων της να περνάνε σε τίτλους στο κάτω μέρος της οθόνης του μυαλού μου." Αυτό σα βρισίδι μου ακούστηκε, χαχαχαχαχα.
Τα ποστάκια σηκώνονται όταν τελειώνουν γιατί αλλιώς θα τα ξεχάσω σε κανέναν άσχετο υπολογιστή κι άντε βρες και τρέχα ρώτα. Μπορώ όμως να τα κάνω να ποστάρονται κάθε Κυριακή, άσχετα από το πότε τα σηκώνω. Αλλά λυπάμαι τις Κυριακάτικες -δεν θέλω να δώσω το τελικό χτύπημα στις κυκλοφορίες τους, χαχαχαχαχα.

Έριξα ένα κλασσικό δίστιχο Σεξ Πίστολς στο τελευταίο πάντως. Χμ, κοίτα τι γίνεται -η μουσική είναι προσωπική. Σε γεγονότα σαν αυτά των τελευταίω ποστ δε χωράει και δεν χρησιμεύει. Αλλά όταν παίζουν προσωπικές καταστάσεις μου έρχεται κουτί -αντί να εξηγώ, πετάω τίποτα στιχάκια και ξεμπερδεύω.
Σου έχω πει πόσο απελπιστικά τεμπέλης είμαι -ε;

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι